Ευρύτατη διάδοση είχε στο Διαδίκτυο η άποψη, ότι η απόφαση της Κυβερνήσεως, με την οποία ανεστάλησαν οι πάσης φύσεως ιεροπραξίες και λειτουργίες όλων των δογμάτων, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα. Κατά την άποψη αυτή, «ο πρώτος διδάξας» είναι ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος εξέδωσε το Ψήφισμα ΙΕ΄ της 20ης Αυγούστου του 1828 «Περί υγειονομικών διατάξεων», στο οποίο προβλέπεται:
«Άρθρο 285. Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως μετά την περιστοίχησίν των υπό υγειονομικής γραμμής, ανάγκη πάσα να ληφθώσιν ευθέως τα εξής μέτρα.
- Υποχρεούνται οι κάτοικοι να μένουν εις τα ίδια
- Εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή
- Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».
Και το ερώτημα είναι: Τι αληθεύει απ’ όλα αυτά;
Είναι σε όλους γνωστό, ότι ερχόμενος ο Ιωάννης Καποδίστριας στην Ελλάδα, επιθυμούσε την αναβολή της κυοφορούμενης Δ΄ Εθνοσυνελεύσεως, λόγω ελλειπούς προετοιμασίας αυτής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τρύφων Ευαγγελίδης[1]: «Ο Καποδίστριας σκοπών κυρίως την όσον τάχος ελευθέρωσιν της Πελοποννήσου και την επιθεώρησιν του στρατού, απεφάσισε να αναβάλη την κατ’ Απρίλιον σύγκλησιν της Εθνοσυνελεύσεως, εφ’ ω και έγραψε προς το Πανελλήνιον ζητών την γνώμην αυτού περί της αναβολής, ένεκεν της μη προπαρασκευής εντός τριμήνου των αναφορών και των σχετικών νόμων περί ων ήθελεν αποφασίσει η Εθνοσυνέλευσις (2 Απριλίου 1828)».
Το Πανελλήνιον στις 5 Απριλίου απάντησε θετικώς στο αίτημα του Κυβερνήτη, καθόσον[2]: «…του μεταξύ χρόνου εις πολεμικάς προπαρασκευάς καταναλισκομένου, εις την εκδίωξιν των Αράβων εκ της Πελοποννήσου, οίτινες μετέδωκαν την ολεθρίαν πανώλη εις το διαμέρισμα της Γαστούνης, εν Ύδρα και Σπέτσαις και αλλαχού και επαπειλούσαν να διαδοθή και εις άλλα μέρη, άπερεμάστιζεν ο τύφος και η ευφλογία, ως το Ναύπλιον και την Νάξον και εις την καταπολέμησιν αυτής δι’ όλων των δυνατών μέσων, οίον καθαριότητος, καθαρτηρίων, υγειονομικών ζωνών και άλλων αντιμολυσματικών μέσων, άπερ τέως ήσαν άγνωστα εν Ελλάδι».
Συνεπώς, η πανώλη αρχές Απριλίου του 1828 είχε ήδη εκδηλωθεί στην Γαστούνη, στην Ύδρα και στις Σπέτσες και η απόφαση του Πανελληνίου ήταν η καταπολέμησή της και η αντιμετώπισή της με καθαριότητα, καθαρτήρια, υγειονομικές ζώνες και άλλα αντιμολυσματικά μέσα, όχι μέσω του μέτρου της αναστολής των θρησκευτικών τελετών.
Στις 26 Απριλίου, ο Ι. Καποδίστριας επισκέφθηκε τις Σπέτσες και δύο μέρες αργότερα την Ύδρα: «αυτοπροσώπως καταγινόμενος εις τας περί υγειονομίας, ως ιατρός, διατάξεις»[3]. Σποραδικά κρούσματα παρατηρήθηκαν και στην Αίγινα, αλλά υπήρξε έγκαιρη αντιμετώπιση, χωρίς να χρειασθεί η λήψη κάποιου προληπτικού μέτρου[4].
Η εκδήλωση της πανώλης τον Απρίλιο του 1828 αποδεικνύεται και από τις επιστολές, που έστελνε την περίοδο εκείνη ο Ι. Καποδίστριας τόσο σε επιφανείς άνδρες της εποχής όσο και σε συνεργάτες του[5].
Ούτως, στην από 8 Απριλίου 1828 επιστολή, που απέστειλε ο Ι. Καποδίστριας προς το Πανελλήνιον[6], γνωστοποιεί, ότι ήλθε σε γνώση του φήμη, ότι στη νήσο Κω εμφανίσθηκε πανώλη. Αμέσως απέστειλε, όπως γράφει, ως συνεπιτρόπους τον Κ. Ρούφο και τον έμπειρο ιατρό Κ. Καλογερόπουλο, για να διαπιστώσουν τι συνέβαινε και να οργανώσουν τις υγειονομικές αρχές της νήσου. Αλλ’ «αγαθή τύχη ανόσου ευρεθείσης της νήσου», οι συνεπίτροποι επέστρεψαν στην Αίγινα, ο δε Κ. Καλογερόπουλος «…μοι παρέστησε και πόνημα αξιόλογον περί υγειονομικής διατάξεως, οποίας στερούνται οι ταύτης της υπηρεσίας προϊστάμενοι»[7]. Διαπιστώνοντας, λοιπόν, ότι ο Κ. Καλογερόπουλος έχει δίκιο και ότι ούτε η Κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει την ανυπαρξία τέτοιου νομοθετήματος[8], δίδει εντολή διά της επιστολής στο Πανελλήνιο: «…να εκφήνη εις το επί του εσωτερικού τμήμα το περί τούτου, και να το προσκαλέση εις σύνταξιν διατάγματος, κατασκευαστικού της όλης περί την πολιτείαν υγειονομικής προστασίας…»[9].
Συνεπώς, στις αρχές Απριλίου 1828 δεν υπάρχει ακόμη Υγειονομικός Οργανισμός, που να προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα αντιμετωπίσεως πανώλης, πολλώ δε μάλλον αναστολής λειτουργίας ιερών ναών.
Δώδεκα μέρες αργότερα, στις 20 Απριλίου, ο Ι. Καποδίστριας απευθύνει νέα επιστολή προς το Πανελλήνιον, με την οποία ενημερώνει τα μέλη του, ότι ο Κ. Καλογερόπουλος, ο οποίος προσφάτως επέστρεψε από την Ύδρα και τις Σπέτσες, έφερε δυσάρεστες ειδήσεις ως προς το θέμα της πανώλης[10] και τους επισημαίνει ότι πρέπει να επισπεύσουν την μελέτη για την ίδρυση Υγειονομικής Υπηρεσίας[11]: «…Ύμέτερον δε είναι το εκτελέσαι το ψήφισμα, και το επισπεύσαι την μελέτην, ήν σας παρεθέσαμεν περί κατασκευής της υγειονομικής υπηρεσίας, διότι κατεπείγον είναι το να προφυλαχθή ο λαός από των επαπειλουμένων κινδύνων εκ του μολύσματος, του οποίου η παρουσία των Τούρκων θάλπει τα σπέρματα εν αυτώ τω κόλπω της ημετέρας πολιτείας».
Την επόμενη ημέρα, αποστέλλει νέα επιστολή προς την Διοίκησιν Ύδρας[12], με την οποία τους επισημαίνει, ότι είναι ενήμερος της καταστάσεως και τους προτείνει να προβούν σε παραινέσεις προς τον κόσμο, να παραμείνει ψύχραιμος και κατ’ οίκον, για να μην γίνει διασπορά της νόσου: «Εν τούτω δείξατε και υμείς την χαρακτηρίζουσαν υμάς ανδρίαν και ακαταπληξίαν, και εις τον λαόν αυτάς εγχέατε, παραινούντες αυτόν να ηρεμίζη εφέστιος, ίνα μη, ζητών άσυλον αλλαχόσε, επιμολύνη και άλλας νήσους και επαρχίας, και πάθη και αυτός πολύ χειρότερα»[13].
Συμπληρωματικώς προς το μέτρο της απαγορεύσεως κυκλοφορίας, απέκλεισε και τις δύο νήσους από την υπόλοιπη επικράτεια[14]: «Η Ελλάς επαπειλείται από νέαν μάστιγα, την πανώλη, φανείσαν εις Ύδραν και Σπέτσας, και η κυβέρνησις αναγκάζεται κατά κράτος να κόψη την επιμιξίαν των δύο νήσων μετά των λοιπών και της Πελοποννήσου».
Για τη λήψη των ως άνω μέτρων ενημερώνει και τον Πλοίαρχο Πάρκερ με την από 22 Απριλίου επιστολή του, ενώ ταυτοχρόνως οργανώνει και την παράταξη τριών υγειονομικών γραμμών από λέμβους[15]. Παρά ταύτα, και ενώ λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα, ήτοι απαγόρευση κυκλοφορίας, αποκλεισμό των δύο νήσων από την υπόλοιπη Ελλάδα και στήσιμο τριών υγειονομικών γραμμών από λέμβους, δεν χάνει την πίστη του στο Θεό, ευχόμενος στην επιστολή της 29ης Απριλίου προς τη Δημογεροντία Ψαρών και τους συμπολίτες τους[16]: «…όπως η Θειοτάτη Πρόνοια περιφρουρή υμάς και προστατεύουσα οικτιρμόνως μη διαλείπη».
Ήδη στις 3 Μαΐου η Κυβέρνηση έλαβε γράμματα από τους προκρίτους της Ύδρας, που στάλθηκαν στις 30 Απριλίου και από τα οποία ενημερώθηκε, ότι είχαν ήδη περάσει επτά ημέρες (εννοεί από τις 23 Απριλίου) χωρίς κάποιος να αποβιώσει ή να ασθενήσει και ότι όσοι είχαν απομονωθεί ως ύποπτοι, ήταν όλοι υγιείς, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο απεσταλμένος της Κυβερνήσεως στις 4 Μαΐου τόσο για την Ύδρα όσο και για τις Σπέτσες[17].
Παραλλήλως, και προς αποφυγήν δημιουργίας ταραχών αποστέλλει στις 14 Μαΐου επιστολή προς τους Έκτακτους Υγειονομικούς Εφόρους Ύδρας και Σπετσών, στον αδελφό του Βιάρο Καποδίστρια και στον Ι. Κωλλέτη αντιστοίχως, με την οποία τους ζητεί, να καταστήσουν σαφές στους προεστώτες της Διοικήσεως, στην Υγειονομική Επιτροπή, στους αρχηγούς των ενοριών, στη φρουρά και στον κλήρο, ότι φέρουν την ευθύνη συλλογικώς για την τήρηση της τάξεως[18].
Στις 4 Ιουνίου, ο Βιάρος Καποδίστριας υπό την ιδιότητα του Εκτάκτου Επιτρόπου Δυτικών Σποράδων με έδρα την Ύδρα, εξέδωσε μια εγκύκλιο απευθυνόμενη στους Υγειοαστυνόμους της νήσου Ύδρας[19]. Με την εγκύκλιο αυτή διέτασσε:
Α) το Υγειοαστυνομείο να διατηρεί Βιβλίο, όπου καταχωρούνται οι άδειες ταφής.
Β) οι εφημέριοι να διατηρούν Βιβλίο, στο οποίο πέραν των αδειών ενταφιασμού θα καταχωρούν τις βαπτίσεις και τους γάμους «τα βαπτίσματα και τα στεφανώματα».
Επιπλέον, με άλλη εγκύκλιο[20] διέταξε:
Α) ουδείς ιερέας να μη συνοδεύει για ενταφιασμό νεκρό σώμα σε εκκλησία ή στο νεκροταφείο χωρίς άδεια του Υγειοαστυνομείου.
Β) εάν ο νεκρός απεβίωσε κατόπιν νόσου, που δημιουργούσε υποψία λοιμικής νόσου, τότε η ταφή του γινόταν με τις αναγκαίες προφυλάξεις.
Επειδή τα μέτρα, που αποφασίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν στην Ύδρα και στις Σπέτσες (εκκαθάριση των μολυσμένων περιοχών και προφύλαξη των υγιών), απέδωσαν, ο Ι. Καποδίστριας διέταξε και την επί επτά ημέρες εκκαθάριση της Σαλαμίνας, παρά το γεγονός ότι η πληροφόρησή του ήταν θετική και δεν ενέπνεε φόβο[21].
Παραλλήλως, λίγες μόλις μέρες μετά, στις 8 Αυγούστου, πληροφορούμενος Ι. Καποδίστριας, ότι «το θείω ελέει μόλυσμα» είναι περιορισμένο στην επαρχία των Καλαβρύτων, ενώ η λοιπή επικράτεια χαίρει άκρας υγείας, επέβαλε επταήμερη εκκαθάριση στην Πελοπόννησο, ενώ στην ήδη αποκλεισμένη από την υπόλοιπη χώρα επαρχία Καλαβρύτων επέβαλε «μακρά και αυστηράν εκκαθάρισιν» και τούτο «εωσούν να μας ενθαρρύνη έτι μάλλον η τη θεία βοηθεία προοδεύουσα βελτίωσις της κατά την επαρχίαν ταύτην κοινής υγείας»[22].
Ακόμη, όμως, πιο έντονη πίστη στην στήριξη της θείας πρόνοιας, παρατηρούμε στην απόφαση της Γενικής Γραμματείας της Επικρατείας, με την οποία, επειδή «έπαυσε πλέον πάσα υποψία μολυσμού», αναπέμπει «προς τον πολυεύσπλαγχνον Κύριον τα ευχαριστήρια» και «διατάττει και το τείχος των Μεγάρων και η Σαλαμίν να κοινωνώσιν από 7ης σήμερον ελευθέρως με τα επίλοιπα υγιαίνοντα μέρη του κράτους»[23].
Λίγες μέρες αργότερα, αίρεται το καθεστώς εκκαθαρίσεως και της Πελοποννήσου με εγκύκλιο του Ι. Καποδίστρια, όπου και πάλι είναι έντονη η πίστη στη θεία πρόνοια: «Απηλλάχθη θείω ελέει και όλη η επαρχία των Καλαβρύτων…Τούτου χάριν προσφέροντες δόξαν και ευγνωμοσύνην εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν, διατάττομεν…»[24].
Σημαντική πηγή για την αντιμετώπιση της πανώλης από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, αποτελεί και ο Σπυρίδων Τρικούπης, Γενικός Γραμματέας της Επικρατείας, ο οποίος ναι μεν περιγράφει συνοπτικώς την περίοδο αυτή, είναι όμως σαφής[25]. Επειδή η γλώσσα είναι κατανοητή, θα παραθέσω το κείμενο αυτούσιο χωρίς καμία παρέμβαση: «Καθ’ όν δε καιρόν ωργανίζετο το εσωτερικόν της Ελλάδος, πανώλης ανεφάνη περί τα μέσα του απριλίου κατά πρώτον εν Ύδρα, μετ’ ολίγον εν Σπέτσαις, και μετά ταύτα εν Πελονοννήσω και εν αυτή τη καθέδρα της Κυβερνήσεως. Η πανώλης εθέριζεν εν τοις μεσσηνιακοίς φρουρίοις, και η εκείθεν μετακόμισις ανταλλαγέντων αιχμαλώτων μετέδωκε το κακόν. Διατρίβων δε ο κυβερνήτης εν Ναυπλίω, καθ’ όν καιρόν ανεφάνησαν τα πρώτα συμπτώματα του μολυσμού, επεσκέφθη αυτοπροσώπως την ‘Υδραν και τας Σπέτσες μη πατήσας γην, και την 1 Μαΐου επανήλθεν εις Αίγιναν∙ και κατ΄ αρχάς μεν εκάθησεν εν τη Περιβόλα ευρών την πόλιν και ανεχώρησε την 14 εις Πόρον επί του ελληνικού δικατάρτου Νέλσωνος∙ συνέπλευσαν δε και η γαλλική φρεγάτα Ήρα και η αγγλική Δρυάς μη συγκοινωνούσαι εξ αιτίας του μολυσμού∙ χάρις δε εις την αντίληψιν της κυβερνήσεως ο μολυσμός εξαλείφθη εντός ολίγου».
Εξ όλων των παραπάνω συνάγεται, ότι μεταξύ των μέτρων, που ο Ι. Καποδίστριας έλαβε, δεν συμπεριλαμβάνεται το κλείσιμο των ιερών ναών, αφού πουθενά στις πηγές δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Σαφώς αποφασίσθηκαν η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο αποκλεισμός των περιοχών που μολύνθηκαν από τις υγιείς, όχι όμως το κλείσιμο των ιερών ναών. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται:
α) από την υποχρέωση των εφημερίων να τηρούν ειδικό Βιβλίο περί γάμων και βαπτίσεων και
β) από την επανειλημμένη αναφορά σε διάφορα νομοθετήματα και επιστολές στην θεία πρόνοια και στον χαρακτηρισμό της νόσου ως προερχόμενο από το θείο έλεος.
Έχω την άποψη, ότι κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται σαφές, ότι ο Ι. Καποδίστριας ουδέποτε κατά την περίοδο της νόσου σε περιοχές της επικράτειας, ιδίως σε Ύδρα και Σπέτσες, έκλεισε ιερούς ναούς και απαγόρευσε τις ιεροπραξίες και τις λειτουργίες σ΄ αυτούς.
Άλλωστε, και το επίμαχο νομοσχέδιο ψηφίσθηκε μετά την λήψη των οποιωνδήποτε μέτρων, οπότε ήταν αδύνατον ο Ι. Καποδίστριας να εφαρμόσει νομικές διατάξεις, οι οποίες δεν είχαν θεσπισθεί κατά τη λήψη των μέτρων κατά της μολυσματικής νόσου.
Άρα, δεν είναι δυνατή η σύνδεση του επίμαχου Ψηφίσματος με τις αποφάσεις του Ι. Καποδίστρια για την αντιμετώπιση της πανώλης και πολύ περισσότερο δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός, ότι ο Ι. Καποδίστριας έκλεισε τους ιερούς ναούς βάσει αυτού του Ψηφίσματος.
Αλλά ας δούμε τώρα το σχετικό νομοθέτημα, δηλαδή το ΙΕ΄ Ψήφισμα της 20ης Αυγούστου 1828, το οποίο φέρεται, ότι θέσπισε ο Ι. Καποδίστριας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος αναβλήθηκε μετά από κοινή απόφαση Κυβερνήτη και Πανελληνίου. Οι εργασίες άρχισαν τελικά με την προκαταρκτική συνέλευση στις 11 Ιουλίου 1829.
Συμφώνως με τα πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως[26], ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στη συνεδρίαση Ε΄ της 17ης Ιουλίου ήταν και η σύνταξη Ψηφίσματος περί Υγειονομικού Οργανισμού: «Εν τη σημερινή συνεδριάσει,… εκοινοποιήθη εις την Συνέλευσιν το υπ’ αριθ. 13,478 της Κυβερνήσεως υπ’ αρ. 11 των εισερχομένων, δι’ ού ειδοποιεί, ότι διετάχθη ο Γραμματεύς της Επικρατείας να βάλη υπ’ όψιν της Συνελεύσεως τους προσωρινούς Οργανισμούς, τους συγκροτούντας το όλον των Κυβερνητικών πράξεων (ΚΔ΄). Επαρουσιάσθη ο Γραμματεύς της Επικρατείας, και μετά την έγγραφον έκθεσιν, καταχωρηθείσαν υπ’αρ. 13 των εισερχομένων (ΛΕ΄), έβαλενυπ΄ όψιν της Συνελεύσεως τα ακόλουθα∙ ά. ………., β΄……….., θ΄. Ψήφισμα κανονίζον τον οργανισμόν των Υγειονομείων (ΜΓ΄) και Λιμεναρχείων (ΜΔ΄)»[27].
Το Ψήφισμα αυτό εγκρίθηκε[28]και τέθηκε σε ισχύ με ημερομηνία προγενέστερη, δηλαδή την 20η Αυγούστου 1828[29], ημερομηνία λογικώς που αντιστοιχεί στην ημερομηνία υπογραφής του. Πάντως, δεν δημοσιεύθηκε στην Γενική Εφημερίδα και όπως σημειώνει ο Α. Μάμουκας[30], το δημοσιευόμενο απ’ αυτόν κείμενο προέρχεται από δικό του αντίγραφο, διότι το πρωτότυπο δεν ανευρέθηκε.
Στο Ψήφισμα αυτό, υπάρχει πράγματι το άρθρο 285[31], το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι: «εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή».
Η διάταξη όμως αυτή, όπως απέδειξα παραπάνω, δεν εφαρμόσθηκε από τον Ι. Καποδίστρια.
Εφαρμόσθηκε, όμως, το έτος 1837 από τον Διαμαρτυρόμενο και μη Ορθόδοξο Βασιλέα Όθωνα, στην περίπτωση της πανώλης στον Πόρο[32].
Όπως προκύπτει από την Έκθεση αυτή, μεταξύ των χώρων που σφραγίσθηκαν περιλαμβάνονται οι ιεροί ναοί, στους οποίους είχαν δικαίωμα να εισέρχονται μόνο οι ιερείς: «… δύο σώματα συγκείμενα από πέντε στρατιωτών και ενός χωροφύλακος περιφέροντο εις την πόλιν, υποχρεόνοντα τους κατοίκους να καθαρίζουν την περιφέρειαν των οικιών των, και να καίουν τας ακαθαρσίας, και ν΄ απαγορεύουν τας συνελεύσεις τόσον εις την αγοράν, καθώς και εις τα εργαστήριαμ, τα πωλούντα τρόφιμα∙εσφαλίσθησαν τα λοιπά εμπορικά μαγαζεία, καθώς και οι εκκλησίαι, και δεν εσυγχωρείτο να εισέρχωνται εις τας τελευταίας παρά μόνον οι ιερείς»[33].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το Διάταγμα (άνευ ημερομηνίας), που δημοσιεύεται στο Παράρτημα της Ιστορικής Εκθέσεως[34], όπου στην πργφ. 13[35] ορίζεται, ότι στις χώρες που μολύνονται: «αποκλείονται μεν εις τας ιδίας αυτών οικίας οι άνθρωποι μη εξερχόμενοι άνευ ιδιαιτέρας αδείας, απαγορεύονται δε αι κοιναί συνδιατριβαί εις τας εκκλησίας, τα ξενοδοχεία, τα λουτρά και τα ευθυμίας καταστήματα, καθώς και αυταί αι συνελεύσεις (συρροή) εις τους δρόμους και τας αγοράς..».
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών αλλά και η εν γένει αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής στον Πόρο, αμφισβητήθηκε εντόνως από τον Πέτρο Ηπίτη, ιατροφιλόσοφο, επιφανή Φιλικό και προσωπικό γιατρό του
Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος διορίστηκε μέλος του
Ιατροσυνεδρίου του Όθωνα και τον Απρίλιο του 1837, όταν εμφανίστηκε επιδημία πανούκλας στον
Πόρο, τον έστειλαν εκεί για να βοηθήσει στην αντιμετώπισή της.
Όταν, λοιπόν, ο αρχίατρος του βασιλιά
Όθωνα και πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου Κάρολος
Βίπμερ δημοσίευσε το έργο «Ιστορική Έκθεσις περί της εν Πόρω πανώλους», ο Ηπίτης δυσαρεστήθηκε με τα όσα περιελάμβανε η Έκθεση και απάντησε με μία αντι - μελέτη[36]. Σ' αυτήν ασκούσε κριτική στα σπασμωδικά κατά την άποψη του μέτρα, που είχαν λάβει οι αρχές, για να αντιμετωπίσουν την επιδημία, αμφισβητώντας ακόμη και αυτήν την ίδια την εκτέλεση των μέτρων, όπως την φύλαξη από στρατιώτες των μολυσμένων κατοικιών[37], καθόσον υποστηρικτής της απολυμάνσεως και της πυριάσεως.
Το ζήτημα είναι, ότι στο μεταγενέστερο νομοθέτημα του Όθωνα, στο Διάταγμα περί του Κανονισμού των υγειονομείων και λοιμοκαθαρτηρίων του Βασιλείου της Ελλάδος[38], εξαλείφεται η απαγόρευση ασκήσεως της λατρείας και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, αν αναλογισθούμε το σύστημα σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας της εποχής εκείνης και τις επικρατούσες τότε απόψεις για το δικαίωμα ασκήσεως της λατρείας. Αυτό πλέον που προβλέπεται, είναι ότι σε περίπτωση που επιβληθεί εκκαθάριση σε μια περιοχή, χωρίς υποψία λοιμού, η εκκαθάριση (απολύμανση) είναι τηρητική[39]. Εάν υπάρχει όμως υποψία μολύνσεως, τότε, οι Αρχές λαμβάνουν έκτακτα μέτρα περί εκκαθαρίσεως και αναφέρουν αμέσως στο αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών[40].
Οι σχετικές διατάξεις, που αφορούν στην άσκηση της λατρείας, του εν λόγω Διατάγματος, προβλέπουν:
α)όταν ο ευρισκόμενος στο λοιμοκαθαρτήριο επιθυμεί να εξομολογηθεί και να μεταλάβει, ο ιερέας ασκούσε τα καθήκοντά του με τις απαιτούμενες προφυλάξεις[41].
Οι προφυλάξεις αυτές συνίστανται[42]:
α) στην τήρηση αποστάσεως του ιερέα από τον εξομολογούμενο
β) στην χρήση μακράς λαβίδας για την θεία μετάληψη
γ) στην τήρηση αποστάσεως του ιερέα από τον ενταφιαζόμενο.
Εν κατακλείδι, το επίμαχο Ψήφισμα, και ειδικότερα η διάταξη περί εμποδίσεως των θρησκευτικών τελετών, έχοντας μάλιστα επιφυλάξεις αν το ρήμα «εμποδίζονται» ερμηνεύεται εδώ ως «απαγορεύονται» ή ως «περιορίζονται», δεν εφαρμόσθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια στην περίπτωση της πανώλης του 1828, διότι ακόμη δεν είχε ψηφισθεί.
Μετά την ψήφισή του, φαίνεται να εφαρμόσθηκε μεν από τον Διαμαρτυρόμενο Βασιλέα Όθωνα μέσα όμως στο πλαίσιο των τότε σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, αλλά η διάταξη αυτή δεν συμπεριελήφθη στον μεταγενέστερο σχετικό νομοθέτημα, που θεσπίσθηκε επίσης επί της βασιλείας του Όθωνα.
------------------------------------------------
[1]Βλ. Τρύφωνος Ευαγγελίδου, Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος (1828-1831), εν Αθήναις, εκδ. Π.Ε. Ζανουλάκης-Βιβλιοπώλης, 1894, 199.
[2]Βλ. Τρύφωνος Ευαγγελίδου, ο.π., σ. 199.
[3]Βλ. Τρύφωνος Ευαγγελίδου, ο.π., σ. 199-200.
[5]Βλ. Επιστολαί Ιωάννου Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρις 26 Σεπτεμβρίου 1831, Τ. 2, Αθήνησιν, Τύποις Κωνσταντίνου Ράλλη, 1841.
[6]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Πανελλήνιον, 9.
[7]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Πανελλήνιον, 10.
[8]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Πανελλήνιον, 10.
[9]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Πανελλήνιον, 10.
[12]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Διοίκησιν Ύδρας, 46.
[13]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς Διοίκησιν Ύδρας, 47.
[14]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή της 22 Απριλίου 1928 προς τον Πλοίαρχο Άστιγ, 48-49.
[15]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή της 22 Απριλίου 1928 προς τον Πλοίαρχο Πάρκερ, 49-50.
[16]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή προς τη Δημογεροντία Ψαρών, 56.
[18]Βλ. Επιστολαί, ο.π., Επιστολή της 14 Μαΐου 1928 προς τον Βιάρο Καποδίστρια και Ι. Κωλέττη, 90-92.
[25]Βλ. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις δευτέρα επιθεωρηθείσα και διορθωθείσα, Τόμος Δ’, εν Λονδίνω εκ της εν τη αυλή του Ερυθρού Άβοντος Τυπογραφίας Ταϋδόρου και Φραγκίσκου, μωξβ΄, 273-274.
[26]Βλ. Ανδρέα Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι συλλογήν των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων, από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, Τ. ΙΑ΄, Αθήνησιν, εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου, 1852, 1επ.
[27]Βλ. Ανδρέα Μάμουκα, ο.π., 31-32.
[28]Βλ. Ανδρέα Μάμουκα, ο.π., 33: «Κατά συνέπειαν του άρθρου 7 της Γ΄ συνεδριάσεως, διευθύνθησαν οι ανωτέρων κανονισμοί, και αντίγραφον της εκθέσεως του Γραμματέως της Επικρατείας προς την Επιτροπήν της Συνελεύσεως, συνωδευμένα με το υπ’ αριθ. 14 έγγραφον (Ν΄)».
[29]Βλ. το κείμενο σεΑνδρέα Μάμουκα, ο.π., 404επ.
[30]Βλ. Ανδρέα Μάμουκα, ο.π., 404, υποσημ. 1.
[31]Βλ. Ανδρέα Μάμουκα, ο.π., 455.
[32]Βλ. Ιστορική Έκθεσις της εν Πόρωπανώλους κατά τους μήνας Απρίλιον, Μάϊον και Ιούνιον του 1837 και των παρά της Κυβερνήσεως ληφθέντων μέτρων εκδοθείσα κατά τα επίσημα της επί των Εσωτερικών Γραμματείας έγγραφα, και κατ΄ έγκρισιν της Α.Μ. υπό του Καρόλου Βίμπερ Αρχιατρού της Α.Μ., ανωτέρου Ιατροσυμβούλου και Προέδρου του Βασιλικού Ιατροσυνεδρίου, εν Αθήναις, εκ της Βαιλικής Τυπογραφίας, 1837.
[33]Βλ. Ιστορική Έκθεσις, ο.π., 11.
[34]Βλ. Ιστορική Έκθεσις, ο.π., 48επ.
[35]Βλ. Ιστορική Έκθεσις, ο.π., 50.
[36]Βλ. Βασιλείου Ηπίτη, Η πανώλη εις Πόρον και ο Κάρολος Βίμπερ εις την Ελλάδα, εν Αθήναις, εκ της Τυπογραφίας Ν. Παπαδόπουλου, οδός Εύχαρις αριθμός 15, 1837.
[37]Βλ. Βασιλείου Ηπίτη,ο.π., 17: «Σελίδι 11 λέγει ο κ. Βέμπερ «αι μολυνθείσαι οικίαι σφραγισθείσαι εφυλάττοντο έξωθεν εκάστη από έναν στρατιώτη» ψευδέστατον, μήτε στρατιώτης, μήτε φύλακος ίσκιος εφύλατε τους μεμολυσμένους οίκους…».
[38]Βλ. Συλλογή των υγειονομικών νόμων, κανονισμών και λοιπών διαταγμάτων των αφορώντων την υγειονομικήν υπηρεσίαν του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1845, 29επ.
[39]Βλ. Συλλογή, ο.π., άρθρο 365 εδ. α΄, 156.
[40]Βλ. Συλλογή, ο.π., άρθρο 365 εδ. β΄, 156.
[41]Βλ. Συλλογή, ο.π., άρθρο 242, 105.
[42]Βλ. Συλλογή, ο.π., άρθρο 303, 138.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου