Το δοκίμιο του μεταμαρξιστή Πολωνού φιλοσόφου Λέζεκ Κολακόφσκι, προσπαθεί να τονώσει την κλονισμένη πολιτισμική αυτοεκτίμηση του «ευρωπαίου», την πιστοποιούμενη από τη διάδοση του σχετικισμού και της απαξίωσης του ευρωκεντρισμού στην Ευρώπη. Δέχεται, ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός είναι μια εύλογη στάση, απέναντι στην ποικιλία των πολιτισμών του κόσμου, αλλά, όπως ορθολογικότατα υποστηρίζει, ο ακραίος σχετικισμός είναι εσφαλμένος, όπως κι ο ακραίος σκεπτικισμός. Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία του, εισηγείται έναν ασυνεπή σχετικισμό και έναν καλώς νοούμενο ευρωκεντρισμό.
Διαβάζοντάς το, έπειτα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να μη διαπιστώσω, ότι οι προειδοποιήσεις του για τις συνέπειες της κυριαρχίας του σχετικισμού, δικαιώνονται πλήρως. Τις βλέπουμε, άλλωστε, στην προϊούσα «πολυπολιτισμική» εξάρθρωση των ευρωπαϊκών εθνών. Μιλά όμως για την «Ευρώπη», τον πολιτισμό «της», την «παγκοσμιότητά» του και τη «χριστιανοσύνη» της, σαν το νόημα των γενικοτήτων αυτών να είναι αυτονόητο. Σαν να ανήκει στα «συμφωνημένα υπονοούμενα» όλων των ευρωπαϊκών λαών.
Στο κείμενο που ακολουθεί σκοπεύω να μιλήσω, για το τι είναι αλήθεια και τι φενακισμός στις γενικότητες αυτές.
Ποια «Ευρώπη»;
Για τους Γερμανούς ηγέτες, από τον Βίσμαρκ, ως τον Χίτλερ και από τον Αντενάουερ ως τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, μία και μόνο έννοια «Ευρώπης» είναι νοητή: η Γερμανική Ευρώπη.
Διάβαζα πρόσφατα, ότι «Ο Bismarck έδειχνε να χάνει την υπομονή του, όταν γινόταν χρήση των λέξεων “Χριστιανοσύνη” ή “Ευρώπη” στη διπλωματική γλώσσα (συνήθως από τους Ρώσους και τον Υπουργό των Εξωτερικών τους Gorchakov). Στα Γερμανικά έγγραφα προ του 1914 υπάρχει μια Σημείωση που έκανε ο Bismarck σε υπόμνημα που είχε συντάξει ο Gorchakov: “Η συζήτηση περί Ευρώπης είναι άνευ αντικειμένου: πρόκειται για γεωγραφική έννοια. Ποια είναι η Ευρώπη;” (η φράση αυτή γραμμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά) … Και όταν κάποτε ο ίδιος ο Gorchakov υποστήριξε την άποψη, ότι το Ανατολικό Ζήτημα δεν ήταν ούτε Γερμανικό, ούτε Ρωσικό, αλλά Ευρωπαϊκό ζήτημα, ο Bismarck έδωσε την ισοπεδωτική απάντηση: “Ανέκαθεν συναντούσα τη λέξη Ευρώπη στα χείλη των πολιτικών εκείνων, που ήθελαν κάτι από άλλες Δυνάμεις, το οποίο όμως δεν τολμούσαν να ζητήσουν εξ ονόματός τους…”» [1]
Οι διευρωπαϊκοί πόλεμοι, με επιστέγασμα τους δύο Παγκοσμίους πολέμους, απέδειξαν ότι η μόνη πραγματική Οντότητα στην ευρωπαϊκή Ήπειρο ήταν το Έθνος, – το Γερμανικό, το Γαλλικό, το Αγγλικό, το Ρωσικό, για να σταθούμε στα πρωταγωνιστικά ευρωπαϊκά έθνη. Δεν ήταν η «Ευρώπη». Τι άλλαξε άραγε μεταπολεμικά και η Ευρώπη έπαψε ξαφνικά να είναι κάτι παραπάνω, από μια πολιτισμική κενολογία; Ο Κολακόφσκι δεν μας το λέει. Θα πρέπει μήπως να υποθέσουμε, ότι κι αυτός, δεν ήταν παρά ένας Πολωνός Gorchakov, «που ήθελε κάτι», αλλά «δεν τολμούσε να το ζητήσει» εξ’ ονόματος της χώρας του; Να υποθέσουμε, ότι αγόρασε κι αυτός, όπως οι δικοί μας, στην ονομαστική αξία του, το αμερικανικής εμπνεύσεως, πιέσεως και αιγίδας, μεταπολεμικό «ευρωπαϊκό όραμα»;
Σήμερα, πάντως, μπορούμε να δούμε καθαρά, τι ήταν σκοπός και τι φενακισμός στο «ευρωπαϊκό όραμα». Σκοπός ήταν η νίκη της Αμερικανικής αυτοκρατορίας στον Ψυχρό Πόλεμο και η αναβάθμισή της σε Κοσμοκρατορία. Φενακισμός –δόλωμα ίσως- ήταν για τους δυτικοευρωπαίους «συμμάχους», μια Ευρώπη «από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια». Ενώ για τους ανατολικοευρωπαίους, η είσοδός τους στον δυτικό καταναλωτικό «παράδεισο», στη συνέχεια.
Η υπερατλαντική Αυτοκρατορία νίκησε την «Αυτοκρατορία του κακού», αλλά για να κερδίσει, επαξίως, τον τίτλο της «Αυτοκρατορίας του χάους». Που βομβαρδίζει και καταστρέφει, το ένα μετά το άλλο τα αδύνατα κράτη που δεν είναι της αρεσκείας της, επικαλούμενη γελοία «ανθρωπιστικά» (R2P) προσχήματα. Και γενικά απειλεί τους πάντες, ακόμα και με «προληπτικό» πυρηνικό πλήγμα. Παράλληλα, η «Ευρώπη των 6» εκτοξεύτηκε σε «Ευρώπη των 28». Αλλά, φεύ, αφού έχει γίνει μια διευρυμένη μετενσάρκωση της καρολίγγειας μεσαιωνικής Ευρώπης. Δηλαδή μια Γερμανική «Ευρώπη», με τις Βρυξέλλες σε θέση «κοσμικού Βατικανού». Που φυσικά κανείς άλλος, πλην των Γερμανών, είχε θελήσει. Ήδη η Βρετανία αποχώρησε, οι χώρες Βίζεγκραντ προβληματίζονται, ενώ ο Νότος με απόγνωση φυλακισμένου μάταια ονειρεύεται την απόδραση.
Η ειρωνεία του πράγματος είναι, ότι ο υπερατλαντικός Ηγεμών, επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ μέχρι τα ρωσικά σύνορα, την προορίζει, τούτη την «Ευρώπη», για ιερό σφάγιο στον βωμό του νέου Ψυχρού Πολέμου, που ξεκίνησε με «έγχρωμες επαναστάσεις» και «κυρώσεις», εναντίον της μετασοβιετικής Ρωσίας. Της Ρωσίας, που ο Πρόεδρος Ομπάμα, το «χαρισματικό» αυτό ίνδαλμα παντός «ευρωπαίου», επικύρωσε την αξιολόγησή της ως «κράτος-βενζινάδικο»!
Υπενθυμίζω, τέλος, τον διάσημο «τριλεκτικό» κυνικό ορισμό του ΝΑΤΟ: «Οι Αμερικανοί μέσα (στην Ευρώπη), οι Γερμανοί κάτω, οι Ρώσοι έξω».
Περί Πολιτισμού και Βαρβαρότητας
Έχει ειπωθεί, ότι «το πουλί της σοφίας πετάει το σούρουπο». Ή ότι «η εμπειρία είναι το πανεπιστήμιο των ηλιθίων», επειδή η εκ των υστέρων γνώση είναι άχρηστη. «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα».
Θυμοσοφίες σαν κι αυτές αφορούν, κυρίως, στη σχέση του ατομικού νου με τον συλλογικό νου. Ο πρώτος, χάρη στη φυσική μνήμη του, «επί ίχνεσιν αλώπεκος βαίνει». Διδάσκεται από την πείρα του σχετικά εύκολα. Ο συλλογικός όμως νους διδάσκεται πάρα πολύ δύσκολα. «Κούφος ένεστι νόος». (Κατά τον Σόλωνα.) Κι αυτό επειδή η δική του μνήμη είναι μεταφυσική. Εξαρτώμενη, από το πόσο καλά έχει εμφυτευτεί στη φυσική μνήμη των ατόμων. Μέσω του Μύθου, όταν ήταν παιδιά. Και μέσω της φιλοσοφικής εκλογίκευσης του Μύθου, στη φάση της ενηλικίωσής τους και μετά. Η «μεταφυσική» αυτή μνήμη, παρέχει στα άτομα την αναγκαία για τον συλλογικό τους βίο, εκ των προτέρων γνώση. Την κοινωνιο-οντολογική γνώση.
Προτού, λοιπόν, αναφερθώ στον «ευρωπαϊκό» πολιτισμό, στην «παγκοσμιότητά» του και στη «χριστιανοσύνη» του, ας μου επιτραπεί να ανασυνθέσω εδώ, ορισμένα στοιχεία αυτής της «εκ των προτέρων γνώσης», αντλημένα από τις αρχαίες πηγές της.
(α) Πολιτισμός υπάρχει, όπου υφίσταται «Σύστημα Πατρίδος»: Πόλις-Κοινό (Οίκος/Κοινότητα/Άστυ) στην Αρχαιότητα, Έθνοκράτος στη Νεωτερικότητα. Υπάρχει δηλαδή, όπου υφίσταται θεσμισμένος κοινωνικός χώρος, συντεταγμένη Πολιτεία και η βία μονοπωλείται εννόμως από την πολιτειακή Αρχή.
«Σύστημα Πατρίδος» είναι το «χάος» της βαρβαρότητας που έγινε «κόσμος», χάρη στην τιθάσευσή του από τη θεσμική «τάξη». Ένεκα τούτου, η βαρβαρότητα ενδημεί έξω από τα τείχη της Πόλεως, στον εισέτι αθέσμιστο χώρο των δια-κρατικών σχέσεων. Εκεί «πάντων βασιλεύς και δικαστής» είναι ο Πόλεμος. Ο πόλεμος βασίζεται στον δόλο, «στην πανουργία και την εξαπάτηση».
Μιλώντας, επομένως, για «ευρωπαϊκό» πολιτισμό, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τη διάκριση θεσμισμένου-εθνοκρατικού και αθέσμιστου-διακρατικού κοινωνικού χώρου, ή δεν ξέρουμε τι λέμε, ή είμαστε δηλητηριασμένοι από την τοξική γοητεία των «αεί ατόπων», -τυφλοί στις όπισθεν τούτων κατακτητικές και λεηλατικές βλέψεις.
(β) Σε αντίθεση με την Οικογένεια και την Κοινότητα, που είναι αναγκαίες για το Ζην, η Πόλις είναι αναγκαία για την επίτευξη του Ευ Ζην. Πολιτισμός και επιδίωξη του Ευ Ζην, είναι ένα και το αυτό. Το Ευ Ζην ταυτίζεται με το Κοινό Καλό, όπως η Πόλις το εννοηματώνει. Υπό την έννοια αυτή, σε κάθε Πόλι αντιστοιχεί το δικό της Κοινό Καλό και άρα ο δικός της «Πολιτισμός».
Η ετερότητα των πολιτισμών είναι έτσι απερίσταλτη.
Το φάσμα τους συναγωνίζεται σε πολυχρωμία εκείνο του φωτός. Κατά σύμπτωση μάλιστα διακρίνουμε και σ’ αυτό τρεις ζώνες, οι οποίες διαμορφώνονται από τις τρεις επιλογές αυτοπροσδιορισμού του πολιτισμικού υποκειμένου, που είναι: Το «Εμείς χωρίς Εγώ» - Το «Εγώ χωρίς Εμείς» - Και το «Εμείς και Εγώ μαζί», ασυγχύτως και αδιαιρέτως.
Ήτοι: «Κολεκτιβιστική» επιλογή – «Ατομοκεντρική» επιλογή – «Προσωποκεντρική» επιλογή. (Προσωποκεντρική, επειδή θέτει όψη προς όψη, αδιαμεσολάβητα, τα Εγώ μεταξύ τους και με το Εμείς.)
Αντιστοίχως: κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι στις τρεις ζώνες του πολιτισμικού φάσματος, ο Δούλος, ο Μισθωτός και ο Φίλος. Ο πρώτος είναι «δούλος», επειδή κάνει το καλό από φόβο μην τιμωρηθεί. Ο δεύτερος, είναι «μισθωτός», επειδή κάνει το καλό επ’ αμοιβή. «Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν». Ο τρίτος είναι «φίλος», επειδή κάνει το καλό από αγάπη για το καλό. Του «καλού» νοουμένου εδώ, ως Κοινού Καλού, που δεν είναι το «άθροισμα των ατομικών καλών», αλλά κάτι το ριζικά διαφορετικό: η αναπαραγωγή και ανάπτυξη του κοινού πολιτισμού στη βάση της δεδομένης θεμελίωσής του. Είναι το «καλό της Πόλεως», το «καλό του Έθνους».
Εννοείται, τέλος, ότι κάθε άνθρωπος έχει «μέσα του» και τους τρεις «ελκυστές», της ούτω νοουμένης ευποιίας. Και επιλέγει σε ποιον και πώς θα ανταποκριθεί.
(γ) Η τρισσή ως άνω διάταξη δεν είναι τυχαία. Κι αυτό, γιατί όλοι οι πολιτισμοί θεμελιώνονται στη δεσμευτική θέσμιση των κοινωνικών σχέσεων. Η δεσμευτικότητα είναι αναγκαστική, διότι οι κοινωνικές σχέσεις διέπονται -σε όλο τους το φάσμα- από δύο αρχές, τη Φιλότητα και το Νείκος, ώστε η «φιλότητα» των μεν, να βασίζεται στην επιδίωξη του νείκους, επί της «φιλότητας» των δε.
Στη βάση αυτή, οι τρεις προειρημένες επιλογές, η «δουλική», η «μισθωτική» και η «φιλική», αντιστοιχούν επακριβώς στους τρεις δυνατούς τρόπους δεσμευτικής «γεφύρωσης» της ασυμμετρίας μεταξύ του ατομικού καλού και του κοινού καλού και άρα μεταξύ του Εγώ και του Εμείς. Είναι δηλαδή, κυριολεκτικά κοινωνιο-οντολογικές επιλογές. Θεμελιώνουν πολιτισμό. Τον θεμελιώνουν όμως, όχι «μονολεκτικά», ούτε «διαλεκτικά», αλλά «τριλεκτικά». Ήτοι, συντιθέμενες ανά δύο ανισοβαρώς, στη βάση του αποκλεισμού της τρίτης από το θεσμικό τους γινόμενο.[2]
Ειδικότερα: Στην Κολεκτιβιστική θέσμιση ο αποκλειόμενος τρίτος είναι ο Μισθωτός (το «Άτομο»). Στην Ατομοκεντρική είναι ο Φίλος (η αμεσοσχεσιακή ισοτιμία). Και στην Προσωποκεντρική είναι ο Δούλος (η δουλεία τίθεται εκτός πολιτειότητας). Συγχρόνως, οι αντιστοίχως «δεύτεροι», υπόκεινται σε κυριαρχία και συνεπώς, σε λεηλασία-αλλοτρίωση των κοινωνικών σημασιών τους.[3]
Κατά συνάφεια: Στην πρώτη «σύνθεση» δεν νομιμοποιείται ύπαρξη ατομικής ελευθερίας. Στη δεύτερη νομιμοποιείται μόνο ιδιωτική ατομική ελευθερία. Ενώ στην τρίτη η κοινωνική θέσμιση είναι ανοιχτή, όχι μόνο στην ιδιωτική, αλλά και στην κοινωνική και την πολιτική ατομική ελευθερία. Όπου σκοπός της δεύτερης είναι κοινωνική δικαιοσύνη και της τρίτης το ισοτίμως/αδιαμεσολαβήτως «μετέχειν κρίσεως και αρχής».
Αν επομένως λάβουμε, ως αξιολογικό κριτήριο, τους βαθμούς της παρεχόμενης ατομικής ελευθερίας (0, 1, 3), αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούν να θεωρηθούν, ως τρεις δυνητικές βαθμίδες στο εν γένει πολιτισμικό γίγνεσθαι. Κάτι, που στην περίπτωση του Ελληνισμού, επιβεβαιώνεται και ιστορικά. Και μας παρέχει μια, αλλιώς απρόσιτη, πρόσβαση στη βυζαντινή θεώρηση της Κλίμακας Δούλος – Μισθωτός – Φίλος, ως τριτάξιας οιονεί σχολής «σωζομένων».[4]
Αντικρίζοντας τις τρεις πολιτισμικές ζώνες με κριτήριο την ελευθερία, είναι φανερό, ότι ξεμπερδεύουμε προκαταβολικά, αφ’ ενός, με τον συμμετρικό ρατσισμό της πόλωσης Κολεκτιβισμού – Ατομοκεντρισμού, και αφ’ ετέρου, με τον πολιτισμικό σχετικισμό και «πολυπολιτισμό». Διαθέτουμε δηλαδή, «εκ των προτέρων», την αναγνώριση των κλασικών αυτών ιδεολογικών εργαλείων εξάρθρωσης της συνοχής των υποκειμένων του πολιτισμού.
(δ) Η δυνατότητα μετάπτωσης από τη μία πολιτισμική ζώνη στην άλλη, είναι σύμφυτη με την εγγενή αστάθεια της τριλεκτικής θεμελίωσης του πολιτισμού. Που σαν τα σάπια «πόδια» του κολασμένου, στον Κήπο των απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος, πατάνε σε δύο βάρκες. Εννοώ τις δύο δομικές αντιθέσεις: την προς τρίτον και κύρια και τη μεταξύ των δύο και δευτερεύουσα. Έτσι, που όταν εξαλειφθεί ο τρίτος, η «συμμαχία» των δύο χάνει τον «αναγκαίο εχθρό» και η μεταξύ τους αντιπαλότητα αποσυμπιέζεται, εξαρθρώνοντας την οντολογική υποδομή του πολιτισμού τους. Αυτό σημαίνει, ότι ενεργοποιείται η τέταρτη δυνατή επιλογή, η «Μηδενιστική», σύμφωνα με την οποία «ούτε το Εμείς ούτε το Εγώ» είναι πολιτισμικά υποκείμενα. (Διότι η «ιστορία δεν έχει νόημα», είναι «διαδικασία χωρίς υποκείμενο».)
Ο ρόλος της μηδενιστικής επιλογής είναι αποφασιστικός στις οντολογικές κρίσεις, γιατί αν η επιλογή αυτή καταστεί κυρίαρχη, η κατάρρευση επιταχύνεται. Τότε η αποκλεισμένη τρίτη επιλογή, από απλώς δυνητική-απειλητική, μεταπίπτει στην ενεργό κατάσταση, ως υποψήφιος κοινωνιο-οντολογικός «εταίρος» στη διάδοχη «σύνθεση». Αν βέβαια, στο μεταξύ, δεν έχει εξανδραποδιστεί ή εξοντωθεί ο πληθυσμός του συλλογικού υποκειμένου του εξαρθρωμένου πολιτισμού. Και τούτο διότι η πτώση στο πολιτισμικό «μηδέν», στον αθέσμιστο χώρο, συναντά τη βαρβαρότητα εκ των έσω, συνήθως με τη μορφή του Εμφυλίου πολέμου. Εξ ου κι ο υπόγειος σύνδεσμος ενδογενούς και εξωγενούς βαρβαρότητας, που επιτρέπει την αποσταθεροποίηση και την καταστροφή ενός έθνους-στόχου. Τα «Τρία Κακά», η τρομοκρατία, ο εξτρεμισμός και ο αποσχισμός, που χρησιμοποιούνται σήμερα κατά κόρον, για την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας, εδράζονται στην εργαλειοποίηση του μηδενισμού.
Εν κατακλείδι, ο κοινωνιο-οντολογικός μηδενισμός είναι η «χωματερή» των πολιτισμών. Συγχρόνως όμως είναι και η δυνητική διέξοδος-δίοδος προς άλλη ζώνη (ή βαθμίδα) του πολιτισμικού φάσματος.
Ποιος «ευρωπαϊκός» πολιτισμός;
Την ταυτότητα, λοιπόν, του σύγχρονου πολιτισμού, τη διαχρονική δηλαδή αυτοομοιότητα και συγχρονική ετερότητά του, δεν θα μας την πει η γεω-γραφία του («ευρωπαϊκότητα», «δυτικότητα», «παγκοσμιότητα»), ούτε η χρονο-γραφία του («αρχαιότητα», «μεσαίωνας», «νεωτερικότητα»). Την ταυτότητά του θα μας την πει η κοινωνική οντολογία του. Ως τέτοια, δύναται να συνοψιστεί στα ακόλουθα πέντε σημεία:
(α) Η κοινωνιο-οντολογική δομή, του εν λόγω πολιτισμού, είναι ατομοκεντρική: Eξατομίκευση των υποτασσόμενων κολεκτιβιστικών κοινωνιών και αποκλεισμός της αμεσοσχεσιακής ισοτιμίας από την κοινωνική θέσμιση, μέσω της απρόσωπης τεχνοσυστημικής διαμεσολάβησης των σχέσεων. Ήτοι Contra Errores Graecorum, κατά την πρώιμη φραγκο-λατινική διατύπωσή της.
(β) Πολιτισμικό υποκείμενο είναι εδώ το Εθνοκράτος. Προέκυψε από το αδιέξοδο «σημείο Μηδέν» της μεταρωμαϊκής κολεκτιβιστικής Εσπερίας, τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648). Η Συνθήκη της Βεστφαλίας (1848), όρισε τα κράτη των εμπολέμων, ως αυτοκυρίαρχες οντότητες–υποστάσεις του «βεστφαλιανού» συστήματος διεθνούς τάξης. Ελλείψει όμως υπερκρατικής Αρχής, η δεσμευτικότητα της βεστφαλιανής διακρατικής θέσμισης εναποτέθηκε στην αμοιβαία εξισορρόπηση ισχύος. Την υπέγραψαν «κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία». Κανείς δεν την είχε θελήσει. Το βεστφαλιανό Έθνος–Άτομο αντέκειτο στην αποκλειστικότητα του αυτοκρατορικού «Εμείς χωρίς Εγώ», του λατινικού-καθολικού κολεκτιβισμού. Ενώ η υποταγή του Έθνους-Ατόμου σε μια υπερεθνική θέσμιση, αντέκειτο στην αποκλειστικότητα του «χωρίς Εμείς Εγώ», του γερμανικού-προτεσταντικού ατομοκεντρισμού. (Μόνο ο προσωποκεντρικός πολιτισμός είναι συμβατός με την οργανική συνύπαρξη του εθνικού Εγώ και του υπερεθνικού Εμείς.)
(γ) Ο μεταβεσφαλιανός ατομοκεντρικός πολιτισμός αποκτά ολοκληρωμένη μορφή τον 18οαιώνα και αναπτύσσεται έκτοτε κατά κύματα, με διακριτότερα τον Διαφωτισμό, τον Ρομαντισμό και τον Μοντερνισμό. Μέσω δε της Αποικιοκρατίας και του Ιμπεριαλισμού (του εδραζόμενου στη συμμαχία πλεονάζοντος εθνικού κεφαλαίου και αργούντος εθνικού όχλου), εντάσσει το σύνολο του πλανήτη στη ζώνη της κυριαρχίας του. Το παγκόσμιο πολιτισμικό φάσμα συνίσταται πλέον από δύο ενεργές πολιτισμικές ζώνες. Στην πρώτη δεσπόζει ο ιδιωτικός (ατομοκεντρικός) καπιταλισμός και στη δεύτερη ο κρατικός (κολεκτιβιστικός) καπιταλισμός. Με την υποκείμενη εννοείται πολυσημία των εθνικών τους υποστάσεων.
(δ) Ατομικό υποκείμενο του νεωτερικού πολιτισμού ήταν το δίδυμο Αστός και Διανοούμενος, διάδοχο του κολεκτιβιστικού-μεσαιωνικού διδύμου Ιππότη και Καλόγερου. Στη φάση του Μοντερνισμού το ατομοκεντρικό ιδρυτικό δίδυμο διασπάστηκε, καθώς ο Διανοούμενος στράφηκε εναντίον του Αστού, αρνούμενος να δεχθεί την καθήλωση της ατομοκεντρικής κοινωνικής θέσμισης στην ιδιωτική και μόνο ατομική ελευθερία. Τελικά ο Αστός ηττήθηκε, αφήνοντας ως κληρονόμο του τον Τεχνικό, στη διαχείριση του εταιρικού Θηρίου, που ο ίδιος δημιούργησε. Ο Διανοούμενος έπαψε κι αυτός να υπάρχει, αφήνοντας στη θέση του δύο μορφές συστημικού αυλικού, τον πανεπιστημιακό και τον δημοσιογράφο.
(ε) Στη δεκαετία του ’60-’70, στα κέντρα του ατομοκεντρικού πολιτισμού άρχισε να αναπτύσσεται ο «Βάλτος» του μεταμοντέρνου Μηδενισμού, υποδηλώνοντας, ότι ο ατομοκεντρικός πολιτισμός έχει «τελειώσει». Η καμπύλη Bell, του αναλογούντος ιστορικού χρόνου του, άγγιξε τον οριζόντιο άξονα. Και παραμένει εκεί.
Ας σταθούμε στο τελευταίο αυτό σημείο, όπου και βρισκόμαστε.
Ως «ευρωπαϊκός», ο αστικός πολιτισμός «εξεμέτρησε το ζην» στη δίνη του μοντέρνου Μηδενισμού των παγκοσμίων πολέμων και επαναστάσεων. Που ο ίδιος προκάλεσε, μη μπορώντας να συμβιβαστεί με τη βεστφαλιανή θέσμιση του ιστορικού διακρατικού χώρου του. Την οντολογική εξάντλησή του, την πιστοποίησε η υποστροφή του στον εθνικο-σοσιαλιστικό και στον διεθνο-σοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό (δυο μορφές κρατικού κολεκτιβισμού). Ο εν συνεχεία υποβιβασμός των ευρωπαϊκών κρατών σε θλιβερά υποζύγια της Αυτοκρατορίας των δικών τους «αποβλήτων» στον «Νέο Κόσμο», θα επαληθεύσει το τέλος του. Με θλιβερότερη όμως περίπτωση τον νικητή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου: τη Ρωσία. Η οποία λεηλατήθηκε αδυσώπητα μετά το 1989. Και μόλις τώρα κατόρθωσε να ανακτήσει, μέρος έστω, της κυριαρχίας της. Το τέλος του νεωτερικού πολιτισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο επικυρώνεται, τελεσίδικα πλέον, από τη δημογραφική της κατάρρευση, που άρχισε να αναπτύσσεται ακάθεκτη στην ειρηνική μεταπολεμική εποχή.
Για τις ΗΠΑ, το μοναδικό σήμερα αυτοκρατορικό έθνος, η πολιτισμική κατάρρευση επρόκειτο να έρθει ετεροχρονισμένη. Και μεταμφιεσμένη σε «υπέρτατη ακμή», λόγω της μετάβασης στη μεταμοντέρνα μαζική «δημοκρατία». Εδώ θα συντελεστεί και η πλήρης έκλειψη του Αστού, ως πολιτισμικού υποκειμένου. Από το σκληροτράχηλο «ενδο-κατευθυνόμενο» Άτομο του αμερικανικού Μοντερνισμού, που είχε ένα «γυροσκόπιο φυτεμένο στο κεφάλι του», θα περάσουμε ευφρόσυνα στον Καταναλωτή της Αφθονίας, στο κεφάλι του οποίου έχει εμφυτευτεί ένα «ραντάρ», που του λέει ποιες είναι προσδοκίες της «κοινής γνώμης», ώστε να σπεύδει να προσαρμοσθεί.
Δεδομένου όμως, ότι την «κοινή γνώμη» της μαζικής καταναλωτικής «δημοκρατίας», την κατασκευάζει το εταιρικό ολιγοπώλιο των ΜΜΕ, δηλαδή η Ολιγαρχία που το χρηματοδοτεί, το αποτέλεσμα είναι, το περιώνυμο «Άτομο» να καταντήσει έρμαιο της πιο αποτελεσματικής χειραγώγησης, που έχει γνωρίσει ο κόσμος. Να αντιλαμβάνεται, δηλαδή, σαν «επιθυμίες δικές του», τις «προτάσεις» των αυτονομημένων εταιρικών συστημάτων. Και να τις προσλαμβάνει επίσης ως «δικές του επιλογές», που «αναδεικνύουν» μάλιστα την προσωπική του «ετερότητα» και «ελευθερία».
Αντί για το Οργουελικό ευρωπαϊκό παράδειγμα ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, το αμερικανικό μοντέλο προσέγγισε το Χαξλεϋκό παράδειγμα, το βασισμένο στην ακώλυτη ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας.[5] Δηλαδή της μηδενιστικής εκείνης «ελευθερίας», την οποία ήδη από την «Ωραία Εποχή», είχαν αντιτάξει στην αστική και τη σοσιαλιστική ελευθερία, οι αποχαλινωμένες καλλιτεχνικές «πρωτοπορίες» της γηραιάς ηπείρου. Και να φτάσουμε, μέσω αυτής, στην ψηφιακή μορφή του οργουελικού προτύπου, την ασύγκριτα πιο ολοκληρωτική.
Το μέγα πρόβλημα, πίσω από το φαντασμαγορικό screensaver του μεταμοντέρνου «γενναίου νέου κόσμου», είναι ο συνδυασμός τεχνοσυστημικής ακμής και ανθρωπολογικής παρακμής. Το γιατί, το αντιλαμβάνεται κανείς, αν λάβει υπόψη τον διττό θρυμματισμό, στον οποίο υπόκειται εδώ ο ανθρώπινος βίος: Τον «εσωτερικό» θρυμματισμό, όπου η κατάρρευση του αυτορρυθμιστικού κοινωνικού «υπερεγώ» (αστικού ή σοσιαλιστικού) διαλύει τη δομή της προσωπικότητας, καθώς μεταβιβάζει τον έλεγχό της στον όχλο των επιστημονικά χειραγωγούμενων από το Τεχνοσύστημα στοιχειωδών επιθυμητικών ψυχορμήτων. Και τον «εξωτερικό» θρυμματισμό του βίου, αφ’ ενός, σε χρονοανταλλακτικά των υπερκείμενων Συστημάτων και αφ’ ετέρου, σε επαχθή άνευ εισοδήματος εργασιακά κενά. Οι δύο αυτοί κατακερματισμοί αναιρούν τη φυσιολογία του ανθρώπινου χρόνου. Ο μεν «εσωτερικός», γιατί τον συρρικνώνει σε παροντικό και μόνο (εδώ και τώρα!). Ο δε «εξωτερικός», σε απρόσωπο και άνευ παροντικού επιθυμητικού νοήματος.
Οι συνέπειες είναι μοιραίες, τόσο για το «Άτομο», όσο και για την Αυτοκρατορία «του». Παράδειγμα: το ιδανικό του ατόμου, ως μεταμοντέρνου υποκειμένου της «μαζικής δημοκρατίας», είναι οι «Διακοπές» και όχι η εργασία, όπως συνέβαινε με τον προκάτοχό του, τον Αστό. Αλλά -ώ της κακοτυχίας του!- οι «Διακοπές» είναι πλέον, για τους όλο και πιο λίγους. Ενώ ο εφιάλτης του, η ανεργία κι ο κοινωνικός αποκλεισμός, είναι για τους όλο και πιο πολλούς. Χώρια, που άρχισε να εκπληρώνεται η προφητεία του Μαρξ, για την εκποδών τεχνολογική αποπομπή της μισθωτής εργασίας (ρομποτική κλπ).
Ο συνδυασμός αυτών των δύο υπαναπτύσσει το ψυχικό σθένος του ανθρώπου. Ο άνθρωπος διατηρεί τη βιολογική ατομικότητά του, αλλά η ανθρωπολογική ατομικότητά του αδειάζει από νόημα. Η ψυχή του «μικραίνει», «μαραζώνει» και «χάνεται». Φτάνουμε έτσι, ήδη φτάσαμε, στον κούφιο άνθρωπο. Όπως ακριβώς τον προείδε, από το 1925, ο μεγάλος ποιητής του Μοντερνισμού T. S. Eliot (1888-1965), στο διάσημο ποίημά του The HollowMen. Και βέβαια, σαν Κούφιοι, Κούφοι και Κουφοί, «Καύκαλα μ’ άχυρα γεμάτα. Αλίμονο!», που είναι οι άνθρωποι της μαζικής «δημοκρατίας», «δεν εξεγείρονται!». Κωφεύουν στις «εκκλήσεις» στη Λογική τους, στην Ηθική και την Αξιοπρέπειά τους, που τους απευθύνουν από τους τάφους τους ο Μοντερνισμός, ο Ρομαντισμός και ο Διαφωτισμός. Ο ατομοκεντρικός μηδενισμός βρήκε, λοιπόν, στο «κούφισμα» του Ατόμου, την ολοκλήρωσή του. Κούφωση είναι το κενό συλλογικότητας εγκατεστημένο μέσα του.
Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για την αυτοκρατορική Ολιγαρχία; Ναι, αλλά εκ πρώτης όψεως, γιατί η κούφωση του υποκειμένου δεν γνωρίζει κοινωνικά στεγανά. Δεν περιορίζεται στον μαζικό καταναλωτή. Πολιορκεί και την ηγετική ελίτ, την αρμόδια για την αναπαραγωγή του Συστήματος. Που μόνο ελίτ ασκητών δεν είναι. Η ανθρωπολογική αποσάθρωση της ηγετικής ελίτ, είναι ήδη περίοπτη στα δύο πλοηγητικά υποσυστήματα της Αυτοκρατορίας: το Χρηματοπιστωτικό και το εξ αυτού αιματοδοτούμενο Πολιτικό. Το πρώτο έχει ήδη καταληφθεί από άπληστους τζογαδόρους και το δεύτερο από εξωνημένους εξουσιομανείς.
Ο λόγος της αποσάθρωσης είναι οντολογικός και όχι «ηθικιστικός» («διαφθορά» κλπ.). Ο ατομοκεντρικός νους βλέπει μόνο το εαυτό του και τους ανταγωνιστές του. «Υπάρχουν μόνο τα άτομα και το κενό». Βλέπει μόνο το «δικό του συμφέρον». Κι αυτό, «εδώ και τώρα», καθώς του αρέσει πολύ να επαναλαμβάνει τη βαθύτατα ατομοκεντρική εξυπνάδα του Κέϋνς, ότι «μακροπρόθεσμα θα έχουμε όλοι πεθάνει». «Εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω», λοιπόν. Όμως η μέθη της δύναμης δεν αφήνει το θύμα της να αντιληφθεί, ότι ο υπαρξιακός θάνατος το περιμένει στην επόμενη γωνία. Για να το αφήσει μέσα στο σώμα του ανίατα τοξινωμένο και παντελώς «κούφιο».
Κοντολογίς: «το Σύστημα είναι τυφλό». Ο συλλογικός νους του είναι «κούφος». Η κουφότητα έκανε τους «δοκούντες άρχειν των εθνών», να πιστέψουν, πως ο εφελκυσμός στην εξατομίκευση των δημογραφικών γιγάντων του ασιατικού κολεκτιβισμού, θα εξασφαλίσει στα κέντρα της Αυτοκρατορίας την υπεραναπλήρωση του διευρυνόμενου εκεί, λόγω ανθρωπολογικής «κούφωσης», ελλείμματος ημεδαπών «εγκεφάλων». Αλλά στο μεταμοντέρνο μηδενιστικό λυκόφως του νεωτερικού πολιτισμού, οι επί εκατό χρόνια ταπεινωμένοι ανατολικοί γίγαντες, φρόντισαν ήδη να κάνουν ό,τι κι ο Αρμίνιος (17π.Χ.–21μ.Χ.), ο τετραπέρατος εκείνος Γερμανός πρόγονος της «Δύσης», ο οποίος μαθήτευσε στη λατινική τεχνογνωσία, προκειμένου να την οικειοποιηθούν οι Γερμανοί του και να υποτάξουν τη Ρώμη.
Ποια «χριστιανοσύνη»;
Ο Θεός στον οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν, δηλαδή εμπιστεύονται την κοινωνική τους ύπαρξη (δεν υπάρχει άλλη), δεν είναι ο «ίδιος» για τον Δούλο, τον Μισθωτό και τον Φίλο.
Ο Θεός του νεωτερικού Μισθωτού είναι το Χρήμα, ο Μαμωνάς. Μπορεί το άτομο να θεωρεί τον εαυτό του «χριστιανό», αλλά «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμωνά». Κατ’ αρχήν, λοιπόν, δεν έχει νόημα να μιλάμε για «χριστιανοσύνη» στην Ευρώπη, αν δεν κάνουμε την προκαταρκτική αυτή διάκριση.
Η «αληθινή θρησκεία» του νεωτερικού ανθρώπου είναι ο Καπιταλισμός. Σύμφωνα μάλιστα με τον γερμανο-εβραίο φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), ο Καπιταλισμός είναι η πιο σκληρή θρησκευτική λατρεία, που έχει υπάρξει, γιατί «δεν γνωρίζει εξιλέωση», παρά «μόνο ενοχή και απόγνωση». Επιπλέον είναι μια θρησκεία–παράσιτο: «Ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί παρασιτικά πάνω στον Χριστιανισμό της Δύσης με τέτοιον τρόπο, που τελικά η ιστορία του δυτικού χριστιανισμού είναι στην ουσία η ιστορία του παρασίτου του, του καπιταλισμού.»[6]
Αν δεν τον βλέπουμε ως θρησκεία, είναι επειδή φοράει το ιδεολογικό μανδύα της «εκκοσμίκευσης», που σαν το κράνος του Άδη, την καθιστά αόρατη. Η αποκάλυψη της σχέσης αυτής, μεταξύ του Καπιταλισμού ως θρησκείας-παρασίτου και του δυτικού Χριστιανισμού ως θρησκείας-ξενιστή του, αποτελεί καίρια γνωσιολογική τομή στη μοντέρνα σκέψη. Αποκαλύπτει, πώς λειτουργεί στον νεωτερικό ατομοκεντρικό πολιτισμό ο πυλώνας του Θυσιαστηρίου. [Θρόνος, Θυσιαστήριο, Σχολή, που είναι κατά την ορολογία του Σπ. Ζαμπελίου (1815-1881), οι τρεις τόποι-πυλώνες, όπου αναπαράγεται η κοινωνιο-οντολογική ταυτότητα των πολιτισμών.]
Με την είσοδο της «Νεωτερικότητας» στη φάση του ολοκληρωμένου μηδενισμού, το Παράσιτο έχει αφαιμάξει πλήρως τον ξενιστή του, με αποτέλεσμα να πεθαίνει κι αυτό το ίδιο στα ιστορικά κέντρα του, τρώγοντας τις σάρκες του σαν τον μυθικό Ερυσίχθονα. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, είναι το φάντασμά του. Το πραγματικό Χρήμα έγινε fiat money: εικονικόχρήμα. Το «δημιουργεί» ο ιδιωτικός κεντρικός Σάϋλωκ, εκ του μηδενός, στο πληκτρολόγιό του. Εσωκλείει τη μηδενική του αξία σε ηλεκτρονικά πακέτα δισεκατομμυρίων και τρισεκατομμυρίων δολαρίων και τα δανείζει στην κυβέρνηση της Αυτοκρατορίας, προκειμένου να τα πάρει αργότερα σε πραγματικό πλούτο και μάλιστα με τόκο! Με τον ζεστό αυτόν ηλεκτρονικό αέρα, η Αυτοκρατορία θα χρηματοδοτήσει τις εκατοντάδες ανά την υφήλιο στρατιωτικές βάσεις της και τους αλλεπάλληλους πολέμους της, καθώς και τα πελώρια ελλείμματά της.
Μιλάμε για την απάτη των αιώνων. Την οποία ουδείς διανοείτο, μαστουρωμένοι καθώς ήταν όλοι από την απεριόριστη πιστωτική επέκταση, στη σκιά της οποίας ο Σάϋλωκ μεθόδευε απερίσπαστος τον σκοπό του: κρέας αντί χρέους και ειδικά από την καρδιά του θύματος. Στον τελευταίο όμως τρύγο πραγματικού πλούτου, που στο Οργουελικό new speak ονομάζεται «κρίση», το μυστικό διέρρευσε σε μεγάλη έκταση. Ήδη ανατολικοί στρατηγοί το μελετούν, ηγέτες επεξεργάζονται αντίμετρα και η διεθνής ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται επικίνδυνα. Ο Αυτοκρατορικός «Θεός», το απόλυτο Τίποτα, αποκαλύφθηκε. Και η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.
Στο νεκρόσιτο αυτό περιβάλλον, δεν είναι παράξενο, που οι άνθρωποι στρέφονται στον Θεό και τον καλούν να «επιστρέψει». Ενώ η αξιοσέβαστη ακαδημαϊκή θεωρία της «εκκοσμίκευσης», δεν ξέρει πλέον πού να κρυφτεί.
Πριν όμως διερωτηθούμε, αν είναι η «ευρωπαϊκή χριστιανοσύνη» που «επιστρέφει», πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι στη μεταρωμαϊκή Ευρώπη δεν ήταν μία η «χριστιανοσύνη», αλλά τρεις και μάλιστα ασύμβατες μεταξύ τους, οπότε το πρώτο ερώτημα είναι τούτο: τι είδους κοινωνικότητα ανέπτυσσαν; Τι σήμαινε η ασυμβατότητά τους; Επειδή όμως υπάρχει και η κοινωνικότητα που ευαγγελίζεται ο Χριστός, το δεύτερο και ποιο σημαντικό ερώτημα είναι: ποια είναι η σχέση της ευαγγελικής κοινωνικότητας με τα τρία είδη της χριστεπώνυμης αυτής «ευρωπαϊκής» κοινωνικότητας; Δοθέντος, τέλος, ότι στο περιβάλλον του ολοκληρωμένου μηδενισμού δεν υπάρχει καν κοινωνικότητα, πράγμα που επεκτείνεται πλέον (σκόπιμα μάλιστα) και στον οικογενειακό χώρο, τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί να υπάρχει «χριστιανοσύνη» σε συνθήκες κοινωνικού κενού. Ας δούμε τα ερωτήματα αυτά.
(α) Γιατί οι νοτιο-ανατολικο-ευρωπαίοι έγιναν ελληνο-ορθόδοξοι, οι νοτιο-δυτικο-ευρωπαίοι ρωμαιο-καθολικοί και οι βορειο-δυτικο-ευρωπαίοι ξεκίνησαν ως αρειανοί, για να γίνουν έπειτα με το ζόρι καθολικοί και στη συνέχεια προτεστάντες; Το ίδιο Ευαγγέλιο δεν άκουσαν; «Ευρωπαίοι» δεν ήταν όλοι τους;
Η απάντηση, ότι έτσι το κατάλαβαν (το Ευαγγέλιο) ο Αυγουστίνος, ο Ουλφίλας και μετά ο Λούθηρος κι ο Καλβίνος, ή ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος νοτιο-ανατολικά, αντανακλά μάλλον την ψευδαίσθηση του Διανοούμενου, ότι «αυτός» τάχα (διά των ομοίων του) είναι που «κατασκευάζει» την ιστορία… Η χριστιανική τριπολικότητα της μεταρωμαϊκής Ευρώπης, υποδηλώνει, απλώς, την ασυμμετρία των ήδη κεκτημένων τύπων κοινωνικότητας, βάσει των οποίων οι αντίστοιχοι λαοί προσέλαβαν τον Χριστιανισμό, προκειμένου να ανακαινίσουν τα αρχαϊκά τους Θυσιαστήρια. Τυχαία η Ορθοδοξία ήταν προσωποκεντρική, ο Καθολικισμός κολεκτιβιστικός και ο Προτεσταντισμός ατομοκεντρικός;
(β) Η κοινωνικότητα του Ευαγγελίου είναι ριζικά διαφορετική. Κι αυτό γιατί είναι προσιτή μόνον ως διωκόμενη και όχι ως κυρίαρχη. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσι», λέει ο Ιησούς στους μαθητές του. «Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», λέει στον Πιλάτο.
Είναι έτσι, επειδή «τούτος ο κόσμος» είναι θεμελιωμένος στη βία. Βία είναι και η νόμιμη βία της δεσμευτικής κοινωνικής θέσμισης των πολιτισμών. Αναρίθμητα είναι τα θύματά της. Είναι η «κατάρα του νόμου». Που θα βαραίνει ακέραιη πάνω στην ανθρώπινη φύση, όσο οι κοινωνικές σχέσεις θα υπόκεινται στο δίπολο φιλότητας – νείκους. Αυτό δεν είναι άλλωστε το κοινωνιο-οντολογικό νόημα της Πτώσης; Όπου οι αιωνίως πρωτόπλαστοι προτιμούν να αποβάλλουν από την κοινωνία τους τον Θεό-Πατέρα τους, ως αναξιόπιστο; Το ίδιο δεν μας λέει και το ύπατο χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός είναι Τριαδικός και όχι «τριλεκτικός»;
Η «Βασιλεία των Ουρανών» δύναται να υπάρξει «μέσα μας», αλλά δεν μπορεί να γενικευθεί «έξω μας», ως ιστορικός πολιτισμός. Εκεί μόνο ως σταυρική – αυτοθυσία μπορεί να υπάρξει. Ως «άλας της γης»: κοινωνικό ένζυμο αντισηπτικό–αντιμηδενιστικό. Και ως πνευματική ρομφαία αμφίστομη: «φως του κόσμου», αποδομητικό παντός φαρισαϊκού-φενακιστικού σκότους.
Ανταποκρινόμενη στη διττή αυτή «προδιαγραφή», η Εκκλησία του Χριστού είναι «άλλο σύστημα πατρίδος» και ως τέτοιο, θα μισείται και θα αποπέμπεται από τον κόσμο. Παρά ταύτα θα αγαπά τον κόσμο, «όπως η ψυχή το σώμα», ενωμένη μ’ αυτό ως τη συντέλειά του, κατά την πρωτοχριστιανική «Επιστολή προς Διόγνητον». Αυτό δεν σημαίνει, πως αποκλείεται να μεταλλαχθεί η Εκκλησία, από «ψυχή» του εκάστοτε τοπικού της «κόσμου», σε σκέτο «σώμα» του, υποκύπτοντας στους τρεις πειρασμούς, που αρνήθηκε ο Ιησούς στην έρημο. Δεν σημαίνει, ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει το «πολίτευμα του Σταυρού», για να «συσχηματισθεί» και εσωτερικά με τα πολιτεύματα του κόσμου (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία και τις παρακμιακές παρεκβάσεις τους, τυραννία, ολιγαρχία, οχλοκρατία).
Διακρίνουμε, λοιπόν, απόλυτα τις πολιτισμικές μορφές της χριστεπώνυμης κοινωνικότητας, από την Σταυρική κοινωνικότητα. Κι αυτό όχι μόνο σε σχέση με τον καθολικό Δούλο και τον προτεσταντικό Μισθωτό, αλλά και σε σχέση με τον προσωποκεντρικό Φίλο, που ως «τριλεκτικός», διαφέρει κι αυτός ριζικά από τον σταυρικό Φίλο. Ας τονιστεί όμως, ότι η απόλυτη αυτή διάκριση, κάθε άλλο παρά αμφισβητεί την αξία της κοινωνιο-οντολογικής διαβάθμισης του ιστορικού χριστιανισμού, με κριτήριο τους βαθμούς κοινωνικής θέσμισης της ατομικής ελευθερίας.
(γ) Απαντάται έτσι και το τρίτο ερώτημα: Εκτός πολιτισμικού σώματος, δηλαδή μη «ενδημοποιημένη» σε ζωντανό Δήμο, δεν νοείται χριστιανική Εκκλησία. -Ό,τι και αν λένε σήμερα οι «θεολογίες» της «συσχηματιστικής» προσαρμογής στα δεδομένα του κυρίαρχου «παγκοσμιοποιητικού» μηδενισμού.
Συμπέρασμα
Θετική διέξοδος από την κατάρρευση του ατομοκεντρικού πολιτισμού θεωρητικά υπάρχει και βρίσκεται στην προσωποκεντρική κοινωνιο-οντολογική μετάλλαξη των αντίστοιχων εθνών. Επαφίεται δε στη δυνατότητα της «ευρωπαϊκής χριστιανοσύνης» να λειτουργήσει, ως αποτελεσματικό ανάχωμα στον «παγκοσμιοποιητικό» μηδενισμό. Υπ’ αυτή την έννοια η διαίσθηση του Κολακόφσκι, ότι η «χριστιανοσύνη» μπορεί να σώσει την Ευρώπη, δεν είναι άστοχη. Θα πρέπει μόνο να προσθέσουμε, ότι διαμορφώνεται και η εναλλακτική προς αυτήν εκδοχή: η κολεκτιβιστική κοινωνιο-οντολογική μετάλλαξη της Ευρώπης, μέσω του Ισλάμ.
Σημειώσεις
[1] http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2017/05/blog-post_31.html
[2] Για τις τριλεκτικές δομές του πολιτισμού βλ. Ἀσγκερ Γιόρν, Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, Εισαγωγή-μτφ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης. (Εκδ. Αλήστου Μνήμης, 2003.)
[3] Θ. Ι. Ζιάκας, Πέρα από το Άτομο. Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Γενική εισαγωγή. (Εκδ. Αρμός, 2003.)
[4] Μαξίμου Ομολογητή (580-662), Μυσταγωγία (Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1989.)
[5] Εννοούνται τα δύο προφητικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα: Τζώρτζ Όργουελ, 1984. Ο Μεγάλος Αδελφός. (Κάκτος. Μτφ. Νίνα Μπάρτη 1978.) Και Άλντους Χάξλεϋ, Γενναίος καινούργιος κόσμος. (Γρηγόρης. Μτφ: Μανώλης Χαιρετάκης 1971.)
[6] Walter Benjamin, Ο Καπιταλισμός ως Θρησκεία 1921. Ges. Schriften, VI, S. 100, Frankfurt / M., 1991.