Γράφει ο Θ. Ι. Ρηγινιώτης
Πρόσφατα ένας φίλος μου δάνεισε το εικονογραφημένο μυθιστόρημα Civil War II, ένα δίτομο κόμικ που εκδόθηκε από τη Marvel Comics, τη δημοφιλέστερη αμερικάνικη εκδοτική εταιρία δημιουργίας κόμικς με περιπέτειες υπερηρώων, όπως ο Σπάιντερμαν, ο Κάπτεν Αμέρικα, ο Γούλβεριν, οι Εκδικητές κ.λ.π. (η άλλη δημοφιλέστερη εκδοτική εταιρία κόμικς με περιπέτειες υπερηρώων – προγενέστερη της Marvel – είναι η DC, στην Αμερική πάντα, με ήρωες όπως ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν κ.π.ά.). Διαβάζοντάς το, διαπίστωσα ότι στις περιπέτειες αυτές δεν παρουσιάζονται πλέον μεμονωμένοι υπερήρωες ή ομάδες, αλλά ολόκληρες κοινότητες και έθνη υπερηρώων, με τις εσωτερικές υποθέσεις και την ιστορία τους – ηρώων εφοδιασμένων με υπερδυνάμεις ή υπερεξελιγμένη τεχνολογία, που αντιμετωπίζουν αντίστοιχους σκοτεινούς, ή και δαιμονικούς αντιπάλους.
Βεβαίως είναι γνωστό ότι εδώ και δεκαετίες οι ιστορίες αυτής της εντυπωσιακής σύγχρονης μυθολογίας διαδραματίζονται σε «πολυσύμπαντα» (κόσμους παράλληλων συμπάντων, που υποτίθεται ότι συγκοινωνούν μεταξύ τους με «πύλες») και περιλαμβάνουν και «κοσμικές οντότητες» – δηλαδή, ουσιαστικά, «θεούς» – που εποπτεύουν και μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρο το σύμπαν. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα παράγονται σωρηδόν κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, αλλά και πολλές τηλεοπτικές σειρές με περιπέτειες των ίδιων ηρώων, οι οποίες εξελίσσονται σε ολοένα και περισσότερο βίαιες και σκοτεινές, καθώς και «μυστικιστικές», αναμιγνύοντας μάγους και δαίμονες.
Οι μορφές αυτών των υπερηρώων βρίσκονται πλέον και σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως κούπες, μπλούζες, παζλ και ένα σωρό άλλα, και φυσικά σε παιχνίδια υπολογιστών κ.τ.λ.
Έχοντας λοιπόν οι νέοι της εποχής μας (από την παιδική ακόμη ηλικία τους) εθιστεί σε μια τέτοια ψυχαγωγία, που συναρπάζει τη φαντασία και την οδηγεί σε εντυπωσιακές αποδράσεις από την πεζή και συχνά δυσάρεστη πραγματικότητα, είναι επόμενο ότι αισθάνονται πλήξη όταν κάποιος φέρνει μπροστά τους ακόμη και τους ήρωες ή υπερήρωες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, όπως ο Ιάσων, ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας ή ο Οδυσσέας, παρότι πολλοί από αυτούς (όπως ο Ηρακλής και οι Αμαζόνες) έχουν χρησιμοποιηθεί ως υπερήρωες στα αμερικάνικα κόμικς ή έχουν προσφέρει έμπνευση για σχετικές ιστορίες, όπως στα μυθιστορήματα – και κόμικς και ταινίες – του Ρικ Ρίορνταν με κεντρικό ήρωα έναν έφηβο «γιο του Ποσειδώνα» στη σύγχρονη Αμερική, τον Πέρσι Τζάκσον. Εξάλλου και ο Λεωνίδας, ο Θεμιστοκλής, αλλά και ο Οδυσσέας έχουν γίνει χαρακτήρες αμερικανικών κόμικς, με δημοφιλέστερο το «300», που έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο.
Πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι έφηβοι νιώθουν πλήξη όταν γίνονται αναφορές στους ιστορικούς ήρωες των νεώτερων χρόνων, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Μιαούλης, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος και οι λοιποί ήρωες του 1821 ή οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κατά των ναζί (από τους οποίους είναι βέβαιο ότι δε γνωρίζουν ούτε ένα όνομα). Οι παραπάνω, για τα παιδιά μας, είναι μόνον ονόματα που το σχολείο τα καταπιέζει να αποστηθίζουν κι εκείνα αντιστέκονται αρνούμενα και υπερασπίζονται με σθένος το δικαίωμά τους στην ιστορική άγνοια. Ο Δασκαλογιάννης, ο Καντανολέων, ο Σήφης Βλαστός (τραγικοί επαναστάτες κατά των Ενετών οι δύο τελευταίοι) και οι λοιποί αγωνιστές της ιστορίας μας, καθώς και οι πρωτεργάτες των κοινωνικών αγώνων, είναι ανύπαρκτοι στη σκέψη μας ακόμη και ως ονόματα…
Φυσικά, θα μπορούσε να πει κάποιος πολλά για τις αδυναμίες του λεγόμενου «εκπαιδευτικού συστήματος» και ημών των ίδιων των εκπαιδευτικών που εμποδίζουν τους μαθητές να κατανοήσουν την ομορφιά και την αξία της ιστορικής γνώσης και σχεδόν κάθε γνώσης. Έχει λεχθεί επίσης ότι οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερο τις ιστορίες φαντασίας από τις αληθινές ιστορίες, επειδή η φαντασία είναι κομμάτι μας, συνεπώς μια φανταστική ιστορία προέρχεται από μέσα μας, γι’ αυτό την αισθανόμαστε περισσότερο δική μας από τη διήγηση μιας αληθινής ιστορίας. Αν όμως μαθαίναμε κάτι περισσότερο για τη ζωή και τη δράση, και συχνά για το θάνατο, αυτών των ηρώων, νομίζω ότι θα διαπιστώναμε πως δεν υστερούν σε τίποτε από τους φανταστικούς υπερήρωες.
«Όταν έφτασε στην γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη, το πικρό μαντάτο για τον ηρωικό θάνατο του άνδρα της, έτυχε να χτενίζει τον γιο της, τον Δημήτριο, αγόρι έντεκα ετών. Άρχισε να μοιρολογεί. Ο μικρός Σουλιώτης δεν την άφηνε να κλαίει. Ο πατέρας, της έλεγε, σκοτώθηκε για την πατρίδα και η ψυχή του θα πάει στον παράδεισο. Μην κλαις! Να μην φορέσεις μαύρα και να με αφήσεις να πάω στον θείο μου (τον Νότη Μπότσαρη), να πολεμήσω μαζί του. Να μου δώσεις άρματα και άλογο, μπορώ να τα κρατώ. Θέλω να πάρω εκδίκηση για το αίμα του πατέρα μου…
…Τον Απρίλιο του 1804 στο Μοναστήρι του Σέλτσου, έγινε ο ξακουσμένος “χαλασμός των Μποτσαραίων”. Σκοτώθηκαν πολλοί, μεταξύ αυτών και η περίφημη κόρη του Νότη, Λένω (Ελένη) Μπότσαρη. Διαβάζω: “Ο Νότης κείτεται στο πεδίο της μάχης, διάτρητος από τις πληγές, πνιγμένος στο αίμα, κατάμαυρος από το μπαρούτι. Εφτά πληγές είχε και την σοβαρότερη στο δεξί μάτι. Την ώρα εκείνη η κόρη του η Λένω, λεβεντοκόριτσο 22 χρονών, λυγερή, ξανθή, ήρθε μετά τον ηρωικό θάνατο του θείου της Νίκηζα, με τον οποίο συμπολεμούσε, και βρήκε τον πατέρα της μισοπεθαμένο. Με το ματωμένο γιαταγάνι στο χέρι, έσκυψε και τον ρώτησε:
-Τι να κάνω πατέρα;
-Παιδί μου ήρθε η ώρα σου. Σκοτώσου! Της αποκρίθηκε ψιθυριστά”. Χίμηξε η Λένω με το γιαταγάνι, αναμέρισε τους εχθρούς και πνίγηκε στον Αχελώο, για να μην την μαγαρίσουν, κατά το “λαμπρό” τους συνήθειο, οι αντίχριστοι Μωχαμετάνοι».
Αναζητώντας αυτό το απόσπασμα, συνάντησα άλλα δύο, σε άρθρα του ίδιου, στον ίδιο ιστότοπο, που αξίζει να τα παραθέσω. Το πρώτο είναι από του άρθρο του με τίτλο «Αν είχαμε υπουργείο εθνικής, ελληνικής και όχι νεοταξικής παιδείας και λέει»:
«Ένα μεγαλειώδες γεγονός, για παράδειγμα, που θα μείνει ανεξίτηλο στα παιδιά και θα τροφοδοτεί την εθνική μας υπερηφάνεια, που τόσο έχουμε ανάγκη. Περιέχεται στα άπαντα του εθνικού μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (εκδ, “Μέρμηγκας”, σελ.155), του “φυλάκτορα του Γένους”, όπως τον ονομάζει ο Παλαμάς σ’ ένα ποίημά του. Είναι γράμμα που έστειλε στις 31 Μαρτίου του 1860 στον Ανδρέα Λασκαράτο. Το γεγονός το χαρακτηρίζει “ανέγδοτο”.
Το 1822 ο Οδυσσέας [Ανδρούτσος] πολιορκεί την Ακρόπολη των Αθηνών “όπου ευρίσκοντο κλεισμένοι οι Τούρκοι και την υπερασπίζοντο με μεγάλη καρτεροψυχία… και δεν ήτο σπάνιον κάπου να βλέπεις τα ενάντια μέρη να στέκονται με τα χέρια σταυρωμένα και άνεργα δια έλλειψιν από πολεμοφόδια. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε βέβαια και την ημέρα όπου έτυχε το ακόλουθο συμβάν”:
“Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως, πρωί πρωί και από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους ανεβασμένους επάνω εις τον Παρθενώνα και εργαζόμενους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης, οπού έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του απόλυσε τρία τέσσερα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν εις την Ακρόπολη και να ερωτήσουν του Τούρκους διατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με μάρμαρα, τα οποία δεν τους επροξενούσαν καμμία βλάβη. Επέταξαν με μιας οι γενναίοι και ύστερα από λίγη ώρα έφεραν εις το στρατηγό την απόκριση ότι οι Τούρκοι μην έχοντας άλλο μολύβι διά να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες ότι μέσα εις εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκεται τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες διά να δίδη δύναμη και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε εις εκείνο το χαλασμό διά να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκρισι επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνες και αφού εστοχάστηκαν τι να πράξουν διά να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο για την υπεράσπισή τους. Ούτω και εγένετο. Έστρεξαν οι Τούρκοι, και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους -δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια διά να τους σκοτώσουν- τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προωρισμένα να ζήσουν διά να ίδουν πάλιν αναστημένο ολόγυρά τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο. Αξιοθαύμαστο παράδειγμα αρετής, γενναιότητος και ζήλου προς την πατρίδα!”».
Το τρίτο είναι από το άρθρο του «Είμαστε τα παιδιά της Παναγίας», όπου συγκρίνει τις μάνες των Ελλήνων στρατιωτών του 1940 με τη Μπουμπουλίνα γράφοντας:
«Έλεγε η αθάνατη καπετάνισσα του Αιγαίου: “Έχασα τον σύζυγό μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο μεγαλύτερος γιος μου σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος γιος μου, δεκατετραετής την ηλικία, μάχεται μαζί με τους Έλληνες και πιθανώς να βρει ένδοξο θάνατο. Ευλογητός ο Θεός! Υπό την σκιά του Σταυρού θα χυθεί επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσουμε ή θα παύσουμε να ζούμε. Θα έχουμε όμως την παρηγοριά ότι δεν αφήσαμε πίσω μας δούλους Έλληνες”.
Στην τότε εφημερίδα “Πρωϊα”, δημοσιεύτηκε μια επιστολή, μάνας χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιου της. Έγραφε η νέα Μπουμπουλίνα: “Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήταν να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς”».
***
Η Επανάσταση του ’21 δεν ήταν κάποια «αγιασμένη επανάσταση», όπως τη χαρακτηρίζει – μυθοποιώντας την, νομίζω, κατά τις συνθήκες της εποχής του όμως – ο πολυσέβαστός μου συγγραφέας, ζωγράφος και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου. Εκτός από ανείπωτη βία από πλευράς πολλών Ελλήνων επαναστατών, περιείχε άφθονες προδοσίες και αδελφομαχίες, ενώ η κατάληξή της, με ένα μικροσκοπικό βασίλειο σχεδιασμένο και εξαρτημένο από της δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις, πολύ απείχε από την ελευθερία που ονειρεύονταν όλους τους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι υπόδουλοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Περιείχε εξίσου και γενναιότητα, περιπτώσεις λαμπρού ήθους και έντονο, σε βαθμό ρομαντισμού, πόθο για ελευθερία. Από όλα αυτά, και τα θετικά και τα αρνητικά, έχουμε να διδαχτούμε πολλά.
Σίγουρα όλοι οι αγώνες του έθνους και του λαού μας έχουν να μας προσφέρουν πολλά πρότυπα προς μίμησιν. Όπως γράφει στη βάση του αγάλματος του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα, πρότυπα που «διδάσκουν τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι». Γενικά η γνώση της ιστορίας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες γνώσεις για κάθε γενιά, αφενός επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, αφετέρου επειδή μας βοηθά στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τρίτον επειδή το παρελθόν είναι εκείνο που έχει διαμορφώσει το παρόν – έτσι, η γνώση του παρελθόντος μπορεί να βοηθήσει και στην κατανόηση του παρόντος, αλλά και στη βελτίωση του μέλλοντος.
Η φετινή χρονιά 2021, με την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, μας προσφέρει μια ιδιαίτερη ευκαιρία, όπως και η επόμενη χρονιά, το 2022, με τη μαύρη επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ας μην αφήσουμε τις ευκαιρίες αυτές να περάσουν αναξιοποίητες.
Ως υστερόγραφο θα υπενθυμίσω ότι η 25η Μαρτίου δεν είναι μόνο εθνική εορτή, αλλά και μεγάλη εκκλησιαστική εορτή της Ορθοδοξίας, η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Γι’ αυτό μάλιστα οι πρωτεργάτες της Επανάστασης είχαν αποφασίσει να ξεκινήσει αυτή την ημέρα (αν και ξεκίνησε λίγο νωρίτερα) και το ελληνικό κράτος, αργότερα, τοποθέτησε σε αυτήν τον εορτασμό της Επανάστασης, επειδή στη συνείδηση των πατέρων και των προγόνων μας πίστη και πατρίδα περίπου ταυτίζονταν, η δε Ορθοδοξία περιέχει πολλαπλά μηνύματα για την ελευθερία του ανθρώπου.
Καλή Μεγάλη Σαρακοστή – Καλή Ανάσταση.