π. Ιωάννη Πίτερη, Η δύναμη της πίστεως, Ρέθυμνο, 30 Μαΐου 2000, κεφ. 12.
Ο μοναχός Μανασσής, κατά κόσμο Μανώλης Σιγανός, γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Λαμπιώτες Αμαρίου και ήταν το δεύτερο παιδί μιας ευγενέστατης και πολύκλαδης οικογένειας. Ήταν επτά αδέλφια, τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια. Ο πατέρας του, Γιώργος Σιγανός, ήταν δάσκαλος και η μητέρα του Φωτεινή γόνος της φημισμένης οικογένειας των Πατρικαλάκηδων από το Πετροχώρι της ίδιας επαρχίας.
Η μοναχική του πορεία
Από τον πατέρα του διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα και στο Αμάρι τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο. Νέος μορφωμένος αυτής της εποχής, είχε όλα τα προσόντα να μπει στη ζωή και να ευδοκιμήσει, αλλά ο Θεός τον καλούσε στον βίο τον μοναχικό. Από παιδί εγκατέλειψε το σπίτι τους και ήλθε στου Κουδουμά, όπως εκάρη μοναχός, από έναν άγιο γέροντα, που ασκήτευε εκεί. Μετά το θάνατο του γέροντα κατέφυγε στην μονή Βοσάκου και έμεινε κάμποσα χρόνια εκεί. Έπειτα από τη διάλυση της μονής, αναχώρησε για το Άγιον Όρος, έζησε κοντά σε ευσεβείς ανθρώπους, εγνώρισε πολλούς αναχωρητές και έγινε μεγαλόσχημος.
Έμεινε περιπλανώμενος όπως ο άγιος Νικόδημος στο Άγιον Όρος και μυήθηκε και στα βαθύτερα σημεία της μοναχικής πολιτείας της μεγαλώνυμης ασκητικής ζωής. Δεν ρίζωσε σε κανένα μοναστήρι, ούτε έμεινε μέχρι τέλους εκεί. Το σχέδιο του Θεού ήταν άλλο, να τον στείλει στον κόσμο, όχι για να πάρει τίποτα από τον κόσμο, τον οποίο είχε αρνηθεί, αλλά να προσφέρει δείγματα και αγιάσματα της ακραιφνούς μοναχικής ζωής, της αδιάλειπτης προσευχής, της δύναμης εκείνης, που νικά τον κόσμο και αναγεννά τον άνθρωπο. Στην όψη του φαινόταν η αποστολή του σαν μια μυστική φωνή, που σε έκανε να τον προσέχεις, να τον ατενίζεις στο πρόσωπο, να οικοδομείσαι από τη ζωή και την άσκησή του.
Η εμφάνιση και η ασκητική του ζωή
Τα ενδύματά του ήταν τριμμένα, λιγδιασμένα, τα πόδια του ταλαιπωρημένα από την ορθοστασία, μα το πρόσωπό του ήταν ολόφωτο και καθαρό. Και μοσχομύριζε εκείνος ο γέροντας, χωρίς να πλένεται και να καθαρίζεται. Τα λεκιασμένα ενδύματά του μύριζαν σαν να ήταν αρωματισμένα με λουλούδια αμάραντα, άνθη του παραδείσου.
Περπατώντας ήταν στηριγμένος στο ραβδί του. Το σώμα του ήταν κυρτωμένο από το βάρος του χρόνου και της άσκησης. Κάποτε όμως τον είδα σε κάποια στιγμή πνευματικής έξαρσης και εναγώνιας προσευχής να στέκεται όρθιος χωρίς το ραβδί του. Κοίταζε τον ουρανό, το πρόσωπό του ήταν ολόφωτο. Τότε μόνο ένιωσα πως ο γέροντας ήταν ψηλός και θεορατικός και πως όλη αυτή τη λεβεντοσύνη, τη μεγάλη αυτή προγονική καταβολή, την παρέδωσε στον Χριστό και μιμήθηκε τη ζωή μεγάλων αγίων και αναχωρητών. Έζησε πολλά χρόνια στον ιερό τόπο του άγνωστος, εγκαταλειμμένος, ταπεινός σαν τον άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη.
Δεν έμαθα πολλά για την οικογένειά του, για τους ευσεβείς γονείς και τα αδέλφια του. Καθηκόντως μνημονεύσαμε την καταγωγή του, για να δώσουμε την πολύτιμη ρίζα που έδωσε στην Εκκλησία τούτον τον αγλαόμορφο καρπό. Οι άνθρωποι του Θεού στο βάθος είναι άχρονοι και αγενεαλόγητοι, κινούνται ελεύθεροι μέσα στην περιοχή του Θεού, ξεχωρισμένοι «εκ κοιλίας μητρός» στέκονται μεταξύ ουρανού και γης, στύλοι ακραιφνείς και ουράνιοι άνθρωποι. Στη ζωή των μεγάλων αναχωρητών δεν είναι ούτε ο σπείρων ούτε ο θερίζων, αλλά ο αυξάνων Θεός. Πολλές φορές τους βλέπουμε να περιφέρονται μέσα στον κόσμο, να βαστάζουν τα στίγματα του Κυρίου, κακουχούμενοι και ονειδιζόμενοι, κατά Χριστόν σαλοί, «εγενήθηκαν σαν πρόβατα σφαγής» όπως λέγει ο προφήτης.
Του πατρός Μανασσή κανείς δεν έμαθε το μυστικό του, την δύναμη που έκρυβε μέσα του, ήταν ο ασημότερος των ανθρώπων που ζούσαν πάνω στη γη. Κατοικία δεν έχει, ούτε πολυτελή ενδύματα, ούτε χρήματα. Ζούσε με το νεράκι του Θεού και λιγοστό ψωμί. Λάδι μεταλάμβανε μια φορά την εβδομάδα, αν τύχαινε να του προσφέρει κανείς λίγο φαγητό. Η νηστεία τον δυνάμωνε, η στέρηση, τον έφερε και τον στερέωνε στη ζωή. Έβλεπε κανείς σε τούτο το γέροντα μια ανυπέρβλητη δύναμη, μια ανείπωτη βεβαιότητα. Μπορούσε να στέκεται ώρες ατελείωτες στην προσευχή, να εμμένει στη γονυκλισία χωρίς να κουράζεται, σαν να μην πατούσε στη γη.
Η πρώτη μας γνωριμία
[…] Δεν είχα γίνει ακόμη ιερεύς. Ένα βράδυ σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό, συνάντησα τον τίμιο γέροντα να κάθεται στο προαύλιο της εκκλησίας. Να είναι σκεπασμένος με το ράσο του, να γυρίζει το κομβοσχοίνι του και τα χείλη του να ψελλίζουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Σταμάτησα πολλή ώρα κοντά του, χωρίς να με αντιληφθεί, και είδα στο πρόσωπό τη λάμψη του Θεού, αλλά και την ανθρώπινη εγκατάλειψη. Όπως έμαθα αργότερα, οι προεστοί του χωριού δεν τον δέχτηκαν τούτη τη φορά στο σπίτι τους και ο ιερέας της ενορίας ήταν σε τόπο μακρινό. Και να σας πω. Με το δίκιο τους οι άνθρωποι. Τον είχαν βαρεθεί. Μια φορά το χρόνο πήγαινε στο χωριό και ετρέφετο σαν το τζιτζίκι του καλοκαιριού, με τη δροσιά, με το νεράκι του Θεού και λιγοστό ξερό ψωμί. Σε κρεββάτι δεν ανεκλίνετο και όλη σχεδόν την νύχτα ήταν όρθιος και προσευχόμενος.
Ήθελε να μείνει σε σπίτι τα βράδια, σε μια απέριττη γωνιά, γιατί γνώριζε πως το σπίτι ευλογείτο και αγιάζετο από την παρουσία του. Η στάση του, η ολονύκτια προσευχή του, προβλημάτιζε τους ανθρώπους και τους έφερε σε θεογνωσία. Η χάρις του Θεού συνόδευε τον άγιο γέροντα και τα παιδιά ερχόταν να του φιλήσουν το χέρι και να καθίσουν κοντά του και να πάρουν την επιλογή του. Τον άνθρωπο τον λυπήθηκα, τον πόνεσε η ψυχή μου. Έμοιαζε εκείνη τη στιγμή με το Χριστό, που δεν είχε πού να κλίνει την κεφαλή, «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη», Λουκ. 9, 58.
Τον παρακάλεσα να με ακολουθήσει και πήγαμε στο διπλανό χωριό κάμποση οδοιπορία. Εκεί ήταν το σπίτι μας. Η μητέρα του τον δέχτηκε με καλοσύνη και ετοίμασε πλούσια τράπεζα. Ο γέροντας όμως δεν πήρε τίποτε, παρά μόνο ένα ποτηράκι χυλό. Του έστρωσε καθαρό κρεββάτι να κοιμηθεί, μα εκείνος έμεινε όλη τη νύχτα άγρυπνος. Το πρωί που ξύπνησα τον είδα να κάθεται σε μια καρέκλα και να γυρίζει το κομβοσχοίνι του. Μίλησα αρκετή ώρα μαζί του και του είπα σαν περνούσε από το χωριό να ερχόταν στο σπίτι μας. Ο γέροντας ευχαρίστησε τη μητέρα και αναχώρησε.
Η συνέχεια
Πέρασαν λίγα χρόνια από τότε. Τον Μανασσή δεν τον ξαναείδα. Έγινα ιερεύς, τοποθετήθηκα στο Ρέθυμνο δεύτερος εφημέριος στον ιερό ναό της Κυρίας των Αγγέλων. Ένα βράδυ μας επισκέφτηκε ο πατήρ Μανασσής. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, αδύνατος, καχεκτικός. Έσερνε με δυσκολία τα πόδια του, μα το πρόσωπό του ήταν φωτεινό, το βλέμμα του ουράνιο.
Η πρεσβυτέρα μου κι εγώ αισθανθήκαμε χαρά που ήλθε στο σπίτι μας, γιατί τον είχαμε αγαπήσει. Μάθαινα πως πολλοί άνθρωποι τον απόδιωχναν. Και όταν περνούσε από το Ρέθυμνο, εύρισκε καταφυγή στα Περβόλια, στο σπίτι του Βασίλη Ζωγραφάκη. […] Τον παρακαλέσαμε να μείνει κοντά μας μερικές ημέρες να ξεκουρασθεί και έπειτα πάλι ας συνέχιζε το δρόμο του. Του ετοιμάσαμε ένα απλό κρεββάτι στο μικρό σαλονάκι του σπιτιού και έμεινε εκεί.
Στην εκκλησία που ήμουνα λειτουργούσαμε σχεδόν κάθε ημέρα. Του γέροντα του άρεσε να εκκλησιάζεται και να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων. Αυτός θαρρώ ήταν ο λόγος που τον έκανε να μείνει κοντά μας την υπόλοιπη ζωή του. Εγνώριζε από στήθους τον Οκτάηχο, το Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο, τα απολυτίκια και τα κοντάκια όλων των εορτών, δεσποτικών, θεομητορικών και εορτών αγίων. Ο ίδιος μου είπε ότι διάβασε στο διάσημα της παραμονής του στο Άγιον Όρος τουλάχιστο εξήντα φορές όλα τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας. Δεν εγνώριζε από στήθους την Αγία Γραφή, όπως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Δίδυμος ο Τυφλός, γιατί το περισσότερο βάρος το είχε ρίψει στα λειτουργικά βιβλία. Του άρεσε η ψαλμωδία και η φωνή του ήταν ισχνή, μελωδική, και ήθελε να αισθάνεται πως ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη λειτουργία.
Καμιά φορά του έλεγα χαριτολογώντας: «Παππού, η τριακοστή λειτουργία είναι αυτή που έχω κάμει συνέχει έπειτα από τα Χριστούγεννα». Κι εκείνος μου απαντούσε: «Στο Άγιον Όρος συνάντησα πολλούς ιερομονάχους, που λειτουργούσαν συνέχεια και έξι και επτά μήνες και όταν τους έβλεπες νόμιζες πως δεν περπατούσαν πάνω στη γη. Η δύναμή σας είναι η θεία λειτουργία και πρέπει να την κάνετε με ζήλο και να μη βιάζεσθε ποτέ».
Την περισσότερη ώρα της λειτουργίας ήταν γονατιστός με το κομβοσχοίνι του. Και όταν εσηκώνετο να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον γέροντα (σ.σ. εννοεί μάλλον τον ιερέα), του φιλούσε το χέρι και του ζητούσε την ευχή του να πάρει τη θεία κοινωνία.
Μέσα στο θείο φως
Έτσι κυλούσε η ζωή του γέροντα. Στο σπίτι μας τον είχαμε εντάξει εντάξει σαν ένα πολύτιμο μέλος στην οικογένειά μας και θεωρούσαμε πολλή ευλογία την παρουσία του. Στην βραδινή μας προσευχή τον φωνάζαμε. Εγνώριζε από στήθους την ακολουθία του αποδείπνου και της παρακλήσεως. Το φως του είχε ελαττωθεί, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου για να διαβάσει. Έμενε με χαρά μαζί μας την ώρα της προσευχής και, όταν εμείς σταματούσαμε, εκείνος έμενε για να συνεχίσει την ολονύκτια αγρυπνία το. Ο ύπνος του ήταν από τις επτά μέχρι τις οκτώ, καθισμένος συνήθως στην καρέκλα και στηρίζοντας το κουρασμένο κεφάλι του πάνω στη ράβδο του.
Ένα βράδυ γύρισα πολύ αργά στο σπίτι. Ήμουνα στο οικοτροφείο. Είχαμε τότε πολλά παιδιά και έπρεπε να τα παρακολουθούμε στη μελέτη τους. Φροντιστήρια δεν έκαναν, γιατί τα περισσότερα ήταν εντελώς άπορα και έπρεπε να αναπληρώνουν την έλλειψή τους αυτή με τη μελέτη τους, με τη ξενύχτι και τη συνεχή προσπάθεια. Μόλις έφτασα στο σπίτι, άκουσα θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Ήξερα βέβαια πως ο παππούς έκανε την ολονύκτια προσευχή του. Σκέφτηκα να του πω μια καλησπέρα, γιατί εκείνη την ημέρα δεν τον είχα δει.
Στο δωμάτιό του δεν ήθελε ποτέ φως. Όταν άνοιξα την πόρτα, είδα κάτι που με συγκλόνισε. Μέσα στο απέραντο σκοτάδι του δωματίου φαινόταν ολόφωτο το πρόσωπο του πατρός Μανασσή, σαν τη σελήνη όταν είναι πανσέληνος. Μπορούσες να διακρίνεις καθαρά την όψη του προσώπου του, το βλέμμα του, και ήταν αδύνατο να στυλώσεις το μάτι σου εκεί για πολλή ώρα. Θεέ μου. Αυτή ήταν μια ανείπωτη στιγμή και παρουσία ακτίστου φωτός, στο πρόσωπο τούτου του τίμιου γέροντα. Επλησίασα με δισταγμό και του φίλησα το χέρι, αλλά χωρίς να του πω τίποτα. Σκέφθηκα μόνο πως το μόνο που ταίριαζε αυτή τη στιγμή ήταν εκείνο που είπε ο Πέτρος, σαν είδε το πλούσιο ψάρεμα έπειτα από την εντολή του Χριστού: «Κύριε, έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί».
Έμεινε δύο χρόνια ο γέροντας στο σπίτι μας. Η οικογένειά μας μεγάλωνε και ήταν ανάγκη να βρεθεί κάποιος άλλος τόπος, γιατί το αρχοντικό μας είχε μόνο δύο δωμάτια. Μια μέρα ο Μανασσής με παρακάλεσε να τον πάω να μείνει σ’ ένα δωματιάκι που ήταν πλάι στην Κυρία των Αγγέλων και ανήκε στην Εκκλησία. […] Ένα βράδυ αρρώστησε η μητέρα μου και την πήγαμε στην Πολυκλινική. Είχε πάθει μια τρομερή γαστρορραγία και είχε και από παλιά μια σοβαρή πάθηση της καρδιάς. Ήταν βέβαια και σε μεγάλη ηλικία. Η αιμορραγία δεν σταματούσε, παρά τις ευγενικές προσπάθειες των καλών γιατρών. Δίδαμε συνεχώς αίμα και αμέσως το έβγαζε.
[…] Ο γιατρός με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε: «Η μητέρα σου είναι βαριά και σε δέκα λεπτά θα έχει πεθάνει. Φρόντισε οι αδελφές μου να μην αναστατώσουν την κλινική με τα κλάματα, γιατί έχομε εδώ και άλλους πολύ βαριά ασθενείς». […]
Η ώρα ήταν δωδεκάτη νυχτερινή. Ήλθα γρήγορα στην εκκλησία, στην Κυρία των Αγγέλων, και ζήτησα το κλειδί από την νεωκόρο, τη σεβαστή Δέσποινα, την αργότερα μοναχή Δομνίκη. Ο Μανασσής είχε αρχίσει τη νυχτερινή του προσευχή. Τριγυρνούσε γύρω από την εκκλησία και ασπαζόταν και τις τέσσερις γωνίες της, γονάτιζε και προσευχόταν. Του είπα με δυο λόγια: «Παππού, η μητέρα μου πεθαίνει. Έλα μέσα στην εκκλησία να διαβάσομε μια παράκληση».
Ο γέροντας με ακολούθησε και ήλθαμε και γονατίσαμε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στο προσκυνητάρι που είναι μπαίνοντας δεξιά από την είσοδο. Αυτή είναι η εύρεση [εκεί βρέθηκε (μετά από αποκάλυψη σε άγνωστο φαντάρο) η εικόνα της Παναγίας το 1917, στη βάση του μιναρέ που είχαν ορθώσει οι Τούρκοι μετατρέποντας τον αρχαίο ναό σε τζαμί]. Ανάψαμε ένα κεράκι και ο γέροντας στο κάθε τροπάριο του κανόνα έλεγε το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Σε κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είδα ένα φως που βγήκε από το πρόσωπο της Θεοτόκου και πήγε πάνω από το κεφάλι του Μανασσή και έκανε ένα φωτοστέφανο.
Υπέθεσα πως ήταν παραίσθηση ή μάλλον πως περνούσε κανένα ποδήλατο και έρριψε το φως του στο ναό και φώτισε το πρόσωπο της Παναγίας. Η πόρτα όμως ήταν κλειστή και τα παράθυρα ψηλά. Κάτι άλλο θα είχε συμβεί. «Μάλλον μου φάνηκε» σκέφθηκα και συνέχισα την παράκληση. Σε λίγο όμως είδα πάλι εκείνο το φως να βγαίνει από το πρόσωπο της Παναγίας, να κάνει ένα φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του γέροντα και να μένει ώρα αρκετή, να λάμπει και να φωτίζεται όλη η εκκλησία. Και ενώ ο γέροντας έλεγε το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», εγώ ήταν αδύνατο να συνεχίσω. Στεκόμουνα συνεπαρμένος και παρακολουθούσα το άχραντο εκείνο φως και αγκάλιασα με δάκρυα την αγία εικόνα, γιατί η Μεγαλόχαρη απαντούσε σ’ εκείνη την εναγώνια προσευχή του γέροντα μοναχού, που όλη τη νύχτα αγρυπνούσε και παρακαλούσε τη μητέρα του Χριστού να μεσιτεύσει και να γίνει ταχινή βοήθεια σε κάθε πονεμένο και στη ζωή της μητέρας μου.
Εγνώριζα βαθιά ότι η Παναγία έκανε το θαύμα της. Επήγα στο σπίτι και κοιμήθηκα με τη βεβαιότητα ότι η μητέρα μου θα ζούσε και δεν ξαναγύρισα στην κλινική. Πράγματι, έζησε τρία χρόνια έκτοτε και απέθανε την ίδια ημέρα, την ίδια ώρα που είχε γίνει εκείνη η προσευχή.
Στο γέροντα δεν είπα τίποτα για το φως που είδα σ’ εκείνη την προσευχή, γιατί ασφαλώς εκείνος το αισθάνθηκε πολύ περισσότερο. Κάποτε μου είπε πως το γνώριζε πως η μητέρα μου θα ζούσε.
Το επίγειο τέλος του
Αυτά τα σημεία που είδα καθαρά στη ζωή του γέροντα με έκαναν να τον ευλαβούμαι και να τον έχω κοντά μου σ’ όλη του τη ζωή. Αργότερα τοποθετήθηκα στο νεκροταφείο (σ.σ. ως εφημέριος). Χτίσαμε μια γωνιά για τα παιδιά της Στέγης (σ.σ. οικοτροφείου) και πλάι στην ευρύχωρη τραπεζαρία ένα μικρό δωματιάκι για τον άγιο γέροντα. Ήταν σαν μια μικρή κρύπτη, ένα αληθινό ασκητήριο. Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Δεν έλειψε ποτέ από την εκκλησία και κοινωνούσε κάθε λειτουργία των αχράντων μυστηρίων.
Όσο μακριά και αν ήταν η ακολουθία, ο Μανασσής έμενε στο τέλος για να κάμει τη δική του ακολουθία και να συνεχίσει την αδιάλειπτη προσευχή. Πολλές φορές μου έλεγε πως «εμείς στο Άγιον Όρος κάναμε οκτώ και δέκα ώρες στην εκκλησία και κανείς δεν αισθανόταν καμία κόπωση».
Έτσι έζησε ήσυχα και αθόρυβα την ζωή του ο γέροντας στο μικρό κελί του. Κάποτε όμως αρρώστησε βαριά. Είχε υψηλό πυρετό. Προσπάθησα να τον πείσω να πάει στο νοσοκομείο, αλλά εκείνος δεν ήθελε. Στο τέλος τον εξανάγκασα. Τον πήγαμε στο νοσοκομείο, είχε υψηλό πυρετό και σε λίγες μέρες κατέρρευσε και απέθανε σαν το πουλί.
Στο θάνατό του ήταν ήρεμος σαν το μικρό παιδί. Δεν δοκίμασε καμιά αγωνία. Από τη ζωή δεν είχε κρατήσει τίποτε που να το λυπηθεί ότι του το έπαιρνε ο θάνατος. Η ζωή του ανήκε στο Χριστό και που πέθανε ήταν γι’ αυτόν κέρδος (σ.σ. φράση του αποστόλου Παύλου από την επιστολή προς Φιλιππησίους, 1, 21).
Ένας απέριττος και φτωχικός τάφος στο δυτικό μέρος του κοιμητηρίου της πόλεως δέχθηκε το ταλαιπωρημένο σώμα του γέροντα Μανασσή. Εκεί αναπαύθηκε πλάι σε γνωστούς ανθρώπους και προσφιλείς. Λουλούδια φύτρωσαν μόνα τους πάνω στον τάφο του και μια ευσεβής γυναίκα του εγνώριζε τον γέροντα του ανάβει κάθε βράδυ το κανδηλάκι του και κάνει πάνω στον τάφο του μια μικρή προσευχή (σ.σ. τώρα, μετά από τόσα χρόνια, είναι σβηστό το καντήλι του).
Κάτι ακόμα σαν επίλογο
Ο πατήρ Μανασσής δεν ήταν κανείς περισπούδαστος άνθρωπος, ούτε διαπρεπής θεολόγος και κληρικός. Ήταν ένας απλός μοναχός, που γύριζε μέσα στον κόσμο με την επιταγή (=διαταγή) του Θεού, ξεριζωμένος από το άγιο μοναστήρι του υπακούοντας το πρόσταγμα του Θεού. Δεν έλεγε πολλά λόγια, μιλούσε με την σιωπή, με την αδιάλειπτη προσευχή του. Άλλωστε οι μεγάλοι Πατέρες, ερημίτες, αναχωρητές, συχνά κατέβαιναν στον κόσμο για να πουν μόνο μια λέξη: «Μετανοείτε, γρηγορείτε». Και ήταν σημαντική η προσφορά τους, γιατί ο λαός του Θεού τους αγάπησε και τους ακολουθούσε.
Έτσι το σιωπηρό κήρυγμα του Μανασσή ήταν το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», το «εν παντί ευχαριστείτε». Τον είδα πολλές φορές για ένα ποτηράκι νερό που του πρόσφεραν να βάζει τα χέρια του κάτω στο έδαφος, να δέεται και να ευχαριστεί, να μνημονεύει τέκνα και γονείς, αδελφούς και αδελφές, νεκρούς και ζώντες, σαν να του πρόσφερες όλον τον πλούτο της ζωής.
Και νομίζω πως αυτή η συμπεριφορά, αυτός ο τρόπος της ζωής πρέπει κάποτε να αλατίσει τον πολιτισμό μας και να καθαγιάσει τον σημερινό άνθρωπο. Κάποτε πρέπει να μάθουμε να είμαστε ευγνώμονες προς τους γονείς και τους δασκάλους μας και προς τους υπεύθυνους ανθρώπους της ζωής, προς εκείνους που μας προσφέρουν και μας ευεργετούν και πρώτιστα στον Πανάγαθο Θεό, τον δοτήρα όλων των αγαθών. Και όχι μόνο να τους ευγνωμονούμε, αλλά και να τους θυμούμαστε στην προσευχή. Έτσι έκανε ο πατήρ Μανασσής.
Αυτή ήταν η προσφορά του γέροντα, ο ιδεαλισμός του. Το «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε, τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς» (προς Θεσσαλονικείς, 5, 19).
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Για την αντιγραφή: Θ.Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου