Φυσικά, η αποστασιοποίηση από τη γραμμή της «βίαιης προσαρμογής» επενδύεται σε διαφορετικές πολιτικές λογικές. Για παράδειγμα, σε εκείνη την παραδοσιακή αναπτυξιακή φιλολογία που φαντάζεται την έξοδο από τα Μνημόνια μέσα από την αναθέρμανση της Ελλάδας της οικοδομής, των μεγάλων έργων και των (αυθαίρετων, κατά κανόνα) κατασκευών. Αυτός είναι εξάλλου ο πυρήνας της «αντιμνημονιακής» στάσης στο χώρο του κέντρου και της Δεξιάς, στην περίμετρο του υπό κατάρρευση μορφώματος ΠΑΣΟΚ και της αμήχανης Νέας Δημοκρατίας.
Μια άλλη παράμετρος της συγκυρίας αξίζει ωστόσο προσοχής, γιατί νομίζω ότι εκφράζει βαθύτερη επίγνωση των κινδύνων του παρόντος και κυρίως των μελλοντικών απειλών. Έχουμε πιθανόν μια νέα και ενδιαφέρουσα τομή στο εσωτερικό της διανόησης, σε σχέση με το ζήτημα της δημοκρατίας, των νέων μορφών πολιτικού δεσποτισμού ή των «μεταδημοκρατικών εκτροπών». Και αυτό είναι καλό νέο. Ένας κόσμος με μετριοπαθείς, πολιτικά φιλελεύθερες ή νεωτερικές μεταρρυθμιστικές αναφορές φαίνεται να αναρωτιέται σοβαρά για το κόστος που έχει για την πολιτική δημοκρατία και τη δημόσια κουλτούρα ο ολιγαρχικός ελιτισμός και οι πλατφόρμες «του Κράτους των Αρίστων» που προωθούνται στο όνομα του ανόθευτου και έως τέλους εκσυγχρονισμού. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εμπειρίες κοινωνικής ερήμωσης, τη φτώχεια και τις ορατές συνέπειες της αναμόρφωσης διά της λιτότητας: και ως προς αυτό το κεφάλαιο της κοινωνικής οδύνης βλέπουμε ότι κερδίζει έδαφος ο διαχωρισμός μεταξύ όσων αναγνωρίζουν τη σημασία του κοινωνικού ζητήματος και όσων στιγματίζουν κάθε αντίστοιχο προβληματισμό ως υποταγή στον «λαϊκισμό». Σκέφτομαι εδώ, για παράδειγμα, τα ωραία κείμενα του Αντώνη Λιάκου που δίχως υψηλούς τόνους επαναφέρουν το κοινωνικό ζήτημα στην ημερήσια διάταξη της κριτικής σκέψης σε αντίθεση με τα είδωλα «ορθολογισμού» (και ακραίας ταξικής αναισθησίας) που υψώνονται από ένα τμήμα της εκσυγχρονιστικής διανόησης.
Μια κριτική επανατοποθέτηση ξεκίνησε ουσιαστικά με αφορμή τις εξελίξεις στα πανεπιστήμια σε σχέση με τον νέο νόμο. Στα πανεπιστημιακά δοκιμάστηκε για πρώτη φορά η τιμωρητική ρητορική στα πλαίσια μιας στρατηγικής απαξίωσης της αντίπαλης φωνής, με στόχο τη διαμόρφωση του καθεστώτος των «αυτονόητων». Και σε αυτή την περίπτωση αποδείχτηκε, ακόμα και σε εκείνους που είχαν λόγους να είναι δύσπιστοι, ότι η φιλολογία για τις συντεχνίες, τα προνόμια, τον ανταγωνισμό και την αριστεία, συνιστά αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής πολιτικοοικονομικής λογικής που την κατονομάζουμε πια με πολλούς τρόπους: νεοφιλελεύθερο κράτος έκτακτης ανάγκης, βιοπολιτικό αυταρχισμό, μεταδημοκρατική αλλοίωση κλπ.
Τα ονόματα σε αυτή την περίπτωση δεν έχουν και τόση σημασία παρά μόνο για τους «ειδικούς». Ηθικά και πολιτικά, αυτό που έχει σημασία είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η διαχείριση της κρίσης και του φόβου της χρεοκοπίας πολλαπλασιάζει τις ατομικές και συλλογικές οδύνες, επισωρεύοντας καθημερινά νέα υλικά και ψυχικά δεινά.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Στο σημείο όπου τα σχίσματα αποκτούν σαφέστερο νόημα ως συγκρουόμενες διαθέσεις για το τι είδους κοινωνία και δημοκρατία επιθυμούμε να υπάρξει μέσα από την κρίση. Παρά τη σύνθετη διάταξη των επιμέρους πολιτικών ευαισθησιών και ιδεολογικών λόγων, διακρίνουμε πια μια σημαίνουσα διαίρεση, η οποία αφορά τη βασική ταυτότητα του νέου που έρχεται: είτε θα είναι ένα είδος νεοφιλελελεύθερου βοναπαρτισμού (χωρίς Βοναπάρτη ενδεχομένως) είτε θα γεννήσει μια δημοκρατία της κοινωνικής αλληλεγγύης σε ρήξη με τα ιδεολογήματα της ανισοκρατίας: τη διακυβέρνηση των «αρίστων», τα μοντέλα του τεχνοκράτη-θεραπευτή, τις συνταγές των υπερκομματικών σοφών κλπ. Από αυτή την ένταση μεταξύ θεμελιωδών προθέσεων αναδύονται και δευτερογενείς αλλά ουσιώδεις πια αντιθέσεις: για παράδειγμα, η αντίθεση μεταξύ ενός φιλελευθερισμού της δεσποτικής «ορθολογικής τάξης» και εκείνων των κριτικών δημοκρατικών λόγων που συζητούν, δίχως πλέγματα, τα περιεχόμενα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και τη μετάφρασή τους σε αυταρχικά πλάνα συμμόρφωσης.
Στη Γαλλία, σήμερα, διανοούμενοι που προέρχονται από τα σπλάχνα του σοσιαλφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού. όπως ο Πιερ Ροζανβαλόν, αναφέρονται στην «κοινωνία των ίσων» και δηλώνουν διαθέσιμοι να συμβάλουν σε μια κριτική κοινωνική και πολιτική σκέψη κοντά στο πνεύμα της νέας δημοκρατικής απαίτησης, στο σύμπαν της «αγανάκτησης». Αφήνοντας πίσω τη μελωδία του αντιλαϊκισμού, δηλαδή την περιφρόνηση για το κοινωνικό ζήτημα και τις λαϊκές αγωνίες, ανοίγονται με τρόπο ουσιαστικό στην εμπειρία της κρίσης. Ούτε ο Xάμπερμας ούτε ο Ροζανβαλόν έγιναν φυσικά «αριστεριστές». Τυχαίνει, απλά, να θέτουν κάποια καίρια ερωτήματα πέρα από τους κομφορμισμούς των χώρων από τους οποίους προέρχεται το πνευματικό τους ίχνος.
Στο σκηνικό τρόμου των ημερών και των μηνών που έρχεται, χρειαζόμαστε ανάλογες χειρονομίες. Όχι για να καλύψουν το κενό των κοινωνικών και λαϊκών αντιστάσεων αλλά για να αποτυπώσουν ένα διαφορετικό μέτρο ευθύνης και για τους διανοούμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου