Είναι επίσης πολιτιστικό, ιδεολογικό, κοσμοθεωρητικό και καθαρτικό. Γονυπετής ενώπιον των εταίρων και πιστωτών της και των απανταχού χαιρέκακων θεατών, η χώρα και μαζί της σύσσωμοι οι άτυχοι πολίτες της πρέπει να ζητήσουν κατανόηση και επιείκεια, επιδεικνύοντας έμπρακτη μετάνοια για ό,τι «ήταν» και για όλα εκείνα για τα οποία όλοι θεωρούσαν ως κεκτημένα και για τα οποία ορισμένοι απ’ αυτούς μπορούσαν ακόμα και να επαίρονται.
Θα πρέπει λοιπόν να μεθοδεύσουμε τη συλλογική ηθική μας ανάσταση. Τα κριτήρια όμως αυτής της ανάστασης δεν είναι έλλογα. Παραμένουν και πρέπει να παραμείνουν ανονόμαστα. Ελάχιστοι επισημαίνουν ότι στον νέο αναδυόμενο κόσμο, και την ίδια στιγμή που οφείλουν να καταξιώνονται απερίφραστα οι ανάλγητες «ορθολογικές μεγαλοϊδιοτέλειες» των κεφαλαιούχων και των «αγορών», οφείλουν επίσης να απαξιώνονται, και μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, οι «ευτελείς ανορθολογικές μικροϊδιοτέλειες» εκείνων που δεν επιδιώκουν παρά την επιβίωσή τους. Δεν είναι περίεργο. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την εκμετάλλευση, την εξαπάτηση και την κλοπή, έτσι και η αναλγησία μπορεί να εμφανίζεται αξιοκατάκριτη μόνο στις μικροκλίμακες. Κανείς όμως δεν επιτρέπεται πλέον να προβληματίζεται. Η πίστη μας στις άνωθεν προερχόμενες ορθόδοξες ετυμηγορίες δεν επιτρέπεται πια να κλονίζεται μέσα από ξεπερασμένες λογικές επιχειρηματολογίες.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας εμφανίζει εντελώς ιδιαίτερα, ίσως και μοναδικά χαρακτηριστικά. Ακολουθώντας παλιότερα χνάρια, αλλά σε εντελώς διαφορετικές πλέον συνθήκες, οι περισσότεροι Έλληνες εξακολουθούν να επιζούν ως ανεξάρτητοι μικροεπαγγελματίες, μικρέμποροι, μικροεπιτηδευματίες και μικροπαραγωγοί. Ακόμα και στην αρχή του 21ου αιώνα, οπότε και ήταν ήδη φανερό πως το σύστημα είχε αγγίξει τα ακραία του όρια, οι αυτοαπασχολούμενοι ξεπερνούσαν το 40% του ενεργού πληθυσμού, ενώ οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα δεν ήσαν παραπάνω από 35%, ποσοστό θεαματικά μικρό σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου οι μισθωτοί φθάνουν ή ξεπερνούν το 90%, ακόμα και το 95% του ενεργού πληθυσμού. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν πως οι περισσότεροι ανάμεσά τους εργάζονταν σε μικρές ή νανώδεις οικογενειακές επιχειρήσεις, η απόκλιση εμφανίζεται θεαματική.
Απομένουν βέβαια τα κατεξοχήν αποδιοπομπαία 25% περίπου του πληθυσμού που απασχολούνται στον υπερδιογκωμένο, υποτίθεται, δημόσιο τομέα. Πρόκειται όμως για έναν ακόμα μύθο, αν σκεφτούμε πως το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως, αντίστοιχα, εξίσου μικρό είναι και το ποσοστό του ΑΕΠ που ελέγχεται ευθέως από το κράτος. Η ιδιότυπη δυσλειτουργία της δημόσιας απασχόλησης στην Ελλάδα δεν οφείλεται στη μεγάλη της έκταση, αλλά στη σύνθεση και λειτουργία της, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται με τις «άλλες» εξωκρατικές μορφές εξαρτημένης εργασίας. Πράγματι, όταν ο ιδιωτικός τομέας παραμένει καχεκτικός, όταν η κοινωνία προσφέρει ελάχιστες «άλλες» ευκαιρίες μισθωτής απασχόλησης, όταν δηλαδή η εμβέλεια, άρα και η έλξη της ιδιωτικής αγοράς εργασίας παραμένουν περιορισμένες σε σύγκριση με την αύρα που περιβάλλει τις διαδικασίες του διορισμού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είναι λογικό η δημοσιοϋπαλληλία να επιβάλλει τη συχνά αντιπαραγωγική συστημική λογική της σε ολόκληρο το σύστημα της εξαρτημένης εργασίας. Και αυτό, προφανώς, δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι η αγορά της εργασίας στην αναπτυσσόμενη ελληνική κοινωνία παρέμενε καθημαγμένη σε αντιπαραγωγικά και εν πολλοίς προκαπιταλιστικά πρότυπα αποκτά την ιδιαίτερη ιδεολογική και κοινωνική του σημασία μόνο σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η επιλεκτική κρατική απασχόληση ήταν πιο ελκυστική από την ακόμα ισχνότερη ιδιωτική. Είναι λοιπόν φανερό ότι η –συχνή τον τελευταίο καιρό– αναφορά σε «σοβιετικού τύπου πρότυπα» δεν είναι μόνον κωμική και αθεμελίωτη, αλλά και υποβολιμαία. Ακόμα και ως κρατικοδίαιτοι, οι Έλληνες παρέμεναν φαντασιακά πολυπράγμονες και προοπτικά ανεξάρτητοι μικρομεσαίοι.
Η ιδιαιτερότητα αυτή της ελληνικής κοινωνίας σφράγισε τις κυρίαρχες μορφές κοινωνικής κινητικότητας, και μαζί με αυτές τις ιδεολογικές και φαντασιακές σταθερές που στηρίζονται επάνω τους. Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη ισχνότητα του ιδιωτικού τομέα, η πλειονότητα του πληθυσμού οργανώνει κατ’ ανάγκην την επιβιωτική στρατηγική της μέσα από έναν ευέλικτο συνδυασμό των προφανών και διαθέσιμων διεξόδων, αλλά και των απομακρυσμένων η και εξεζητημένων προοπτικών. Και, στο πλαίσιο αυτό, οι ανεξάρτητες και αυτοσχέδιες δραστηριότητες και οι προσδοκίες πρόσβασης στη δημόσια απασχόληση δεν εμφανίζονται ως διαζευκτικές επιλογές, αλλά ως αθροιστικές και συμπληρωματικές στρατηγικές. Εδώ ακριβώς εμφανίζεται η καίρια λειτουργική και ιδεολογική σημασία του θεμελιώδους θεσμού της πυρηνικής οικογενείας (και συχνά της ευρύτερης οικογενείας). Ως «οιονεί επιχείρηση» οργανώνεται σαν πάγιο δίκτυο που αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο του ορθολογικού προγραμματισμού ενός κοινού μέλλοντος, που πρέπει να πατάει σε όσο το δυνατόν περισσότερες βάρκες. Η συλλογική μνήμη της πρόσφατης ανέχειας είναι πάντα ζωντανή.
Τα περισσότερα φαινόμενα που επισύρουν την ομόφωνη μήνιν των ορθοφρονούντων εκσυγχρονιστών εντάσσονται σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια. Η διάχυτη διαφθορά της δημοσιοϋπαλληλίας, η εμμονή των «πελατειακών» πλεγμάτων, το αναποτελεσματικό κράτος από το οποίο όλοι κρύβονται και ταυτόχρονα όλοι προσδοκούν ανταλλάγματα (για συνδυασμό κρατοφοβίας και κρατολατρίας μιλούσε ήδη ο Γκράμσι), η εκτεταμένη «λούφα», η συστηματική φοροδιαφυγή, η άνθηση της υπόγειας οικονομίας που υπολογίστηκε σε 30 ως 40% του ΑΕΠ και η εξάπλωση «τζαμπατζήδικων» προτύπων συμπεριφοράς (free riders) δεν είναι βέβαια προϊόντα φυλετικά επικαθοριζομένων ηθικών ελλειμμάτων ή χαρακτηριολογικών ιδιομορφιών. Τα συμπτώματα αυτά προκύπτουν από την ιστορική πραγματικότητα ως δευτερογενείς προεκτάσεις των επιβιωτικών στρατηγικών. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι σε όλες τις χώρες, πλούσιες και φτωχές, οι ανεξάρτητοι μικρομεσαίοι τείνουν πάντα να λειτουργούν περίπου όπως και οι έλληνες συνάδελφοι τους. Η διαφορά (θεμελιώδης!) είναι ότι, ενώ στις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες η επιβίωση τέτοιων στρωμάτων έχει ήδη φθάσει στα όρια της, στην Ελλάδα εξακολουθούν να κυριαρχούν στην κοινωνική σκηνή. Αυτό ακριβώς είχε στο κεφάλι του ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν κατήγγελλε το «κατεστημένο» στο όνομα των «μη προνομιούχων μικρομεσαίων». Και επάνω σε αυτή τη βάση θεμελιώθηκε ο πασοκικός μικρομεσαίος λαϊκισμός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επινοητική συνθηματολογία του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ αντιστοιχούσε με απόλυτη ακρίβεια στη νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Οι μικρομεσαίες κοινωνίες εκτρέφουν μικρομεσαίες ιδεοληψίες.
Το δράμα της Ελλάδας είναι ότι, όπως όλα τα θαύματα, έτσι και το μικρομεσαίο θαύμα είχε ημερομηνία λήξεως. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και πέρα, η έκρηξη του συστήματος εμφανίζονταν αναπόφευκτη. Και, με αυτή την έννοια, η τρέχουσα κρίση δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επιταχύνει και να οξύνει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα. Είναι βέβαια αλήθεια πως το «τέλος εποχής» εμφανίστηκε σε άμεση συνάρτηση με τη δημοσιονομική εκτροπή και την έκρηξη του δημοσίου χρέους και παγιώθηκε σαν αποτέλεσμα των εσφαλμένων, αλυσιτελών, βλακωδών ή και εγκληματικών χειρισμών των πολιτικών ηγεσιών. Όμως, οι ρίζες αυτού του «τέλους» θα πρέπει να αναζητηθούν στον ιδιαίτερα ευάλωτο χαρακτήρα ενός κοινωνικού συστήματος που ήδη βρίσκονταν σε κρίση αναπαραγωγής. Μοιραία λοιπόν ίσως, οι πλανητικής εμβέλειας μεταλλαγές που ακολούθησαν την παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τις αποδιοργανωτικές προεκτάσεις της όλο και πιο «άνισης ανταλλαγής» ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, οδήγησαν την ελληνική κοινωνία και οικονομία σε απρόσμενα αδιέξοδα. Εν μια σχεδόν νυκτί, η αντικειμενική αδυναμία του κοινωνικού συστήματος να παράγει με ανταγωνιστικούς αγοραίους όρους εμφανίστηκε με τη μορφή μιας πρωτόγνωρης και πολυεπίπεδης κρίσης — με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι Έλληνες να φαίνεται να αποστερούνται βίαια όλες τις διαθέσιμες επιβιωτικές διεξόδους. Από την άποψη αυτή, οι σημερινές προοπτικές θυμίζουν την Αγγλία του 18ου αιώνα, όπου οι «περιφράξεις» των κοινών λειμώνων οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην απόλυτη αθλιότητα.
Η κατεξοχήν παρεκκλίνουσα και ιστορικά αυθάδης Ελλάδα θα είναι προφανώς και η πρώτη που καλείται να υποκύψει στον βίαιο νεοφιλελεύθερο «εξορθολογισμό». Το ζήτημα όμως δεν σταματά εδώ. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν πιθανότητα και άλλοι. Με αυτή την έννοια, μιλώντας για την Ελλάδα, μιλάμε ίσως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, προσεχώς τη Νότια αλλά αργότερα ενδεχομένως και τη Βόρεια. Είναι σαφές ότι οι κανόνες δράσης των «αγορών» είναι ενιαίοι και προβλέψιμοι. Θυμίζω πως επικεντρώνοντας την ανάλυσή του στην Αγγλία, ο Μαρξ προειδοποιούσε, στον πρόλογο του Κεφαλαίου, τους συμπατριώτες τους πως μιλάει και γι’ αυτούς: «De te fabula narratur». Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε κανείς να πει σήμερα στους εφησυχασμένους Ευρωπαίους. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό ότι για να ευδοκιμήσουν οι αγορές πρέπει να υποφέρουν οι άνθρωποι, όλα είναι πλέον όχι μόνο δυνατά και πιθανά, αλλά ίσως και αναπόφευκτα. Είναι γεγονός ότι τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην απρόσωπη λογική των πραγμάτων, αν δεν αμφισβητηθεί το σύνολο των παραδοχών που την οριοθετούν.
Βέβαια, το υπέροχο και ιδεαλιστικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν μπορούσε παρά να προσκρούσει σε αύξουσες δυσκολίες. Ήδη από την αρχή άλλωστε, ήταν προφανές πως η οικοδόμηση μιας νέας αλληλέγγυας Ευρώπης θα απαιτούσε τεράστιους πόρους, πολύ χρόνο και αδιάλειπτη πολιτική βούληση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μετά από ενάμιση αιώνα το πρόβλημα του ιταλικού Νότου παραμένει άλυτο και ότι, είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι περιοχές που ανήκαν σε μια DDR που δεν έζησε παραπάνω από σαράντα χρόνια «υπολείπονται» ακόμα, από πολλές πλευρές, από την υπόλοιπη Γερμανία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, ήδη από την πρώτη μέρα, η ενοποιητική και ομογενοποιητική βούληση εμφανίζονταν διστακτική, επιφυλακτική και αναβλητική. Ήδη πριν να ενσκήψει η τρέχουσα κρίση, η Ευρώπη εμφανίζονταν σαν μια κοινοπραξία όπου, τουλάχιστον προσωρινά, το κάθε μέλος προωθεί τα δικά του συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο πως η σύγκλιση περιορίστηκε στα νομικά και θεσμικά στοιχεία που οριοθετούν το κοινό αναπτυξιακό και ανταγωνιστικό πρότυπο. Η σύγκλιση των «πραγματικών» οικονομιών και του επίπεδου ευζωίας των ευρωπαίων πολιτών μπορούσε, και ίσως «έπρεπε», να αναβληθούν επ’ αόριστον.
Το αξιακό και πολιτικό τίμημα των εξελίξεων αυτών είναι όμως απροσμέτρητο. Βαθμιαία, το νόημα όλων των «μεγάλων λέξεων» που κινητοποιούν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την εποχή του Διαφωτισμού μεταλλάσσεται στο αντίθετό του. Η ελευθερία συνοψίζεται στην ελευθερία του επιχειρείν και του κερδαίνειν, η ισότητα εξαντλείται στην εξασφάλιση της διαδικαστικής ισονομίας, η αδελφότητα και η αλληλεγγύη έχουν ξεχασθεί, η κοινωνική δικαιοσύνη έχει μετατραπεί σε ακριβοδικία, και το δικαίωμα στην επιβίωση περιορίζεται στο δικαίωμα στη διαφορά. Και έτσι, η δημοκρατία φαίνεται να περιορίζεται στη συντήρηση ενός πολιτικού θεάτρου όπου όλες οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των λαών, ενώ η πολιτική μετατρέπεται σε απλή διαχείριση των συμφερόντων των ασύδοτων «αγορών». Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η ιδέα της προόδου παύει να αποτελεί αντικείμενο ενός πάντα επίμαχου προβληματισμού. Το κεφαλαιώδες και πάντα άλυτο ζήτημα της σχέσης σκοπών και μέσων ή της υλικής ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αρμονίας δεν αφορά πια κανέναν.
Έτσι, μοιραία, η εποχή της οικουμενικής ανταγωνιστικότητας σηματοδοτεί την επιστροφή σε έναν πρωτόγνωρα άκρατο και «αυτορρυθμιζόμενο» κοινωνικό δαρβινισμό. Ο χομπσιανός homo homini lupus δεν έχει μόνο κατατροπώσει τον Μαρξ και ανασκολοπίσει τον Κέυνς. Επιπλέον, δεν φαίνεται καν να χρειάζεται να προσφεύγει στις υπηρεσίες ενός Λεβιάθαν που εμφανίζεται πλέον ως ετερόνομη μαριονέτα. Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, το τέλος της Ιστορίας και η έλευση του βασιλείου της μονόδρομης και αξιακά ασφυκτικής τεχνοκρατικής λογικής φαίνεται να έχουν συνεπιφέρει και το τέλος του πάντα ανολοκλήρωτου σχεδίου του Διαφωτισμού. Το μόνο που μας μένει είναι να μιλάμε, να αγωνιζόμαστε και να ευελπιστούμε στην ανασύνταξη του. Είναι βέβαιο ότι η ιστορία δεν τελείωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου