Δρ. Ἰωάννης Ν. Λίλης
ἐκλ. Λέκτορας Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας
τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Ἡρακλείου Κρήτης
«Ἡ Πρός Τίτον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου»
[Μελέτη ποῦ δημοσιεύθηκε στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, συλλογικό ἐπιστημονικό τόμο, ποῦ ἐκδίδεται προνοίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκταρίου, τόμος Β’, Νεάπολις 2011, σελ. 181 – 228. Ἡ μελέτη ἀναδημοσιεύεται στὸ ἰστολόγιο μας μὲ τὴν ἄδεια τοῦ συγγραφέα].
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή τοῦ Τίτο ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὡς «ποιμαντική» ἐπιστολή, ἐφόσον ἀπευθύνεται σέ ἕναν ποιμένα, τόν Τίτο, τόν πρῶτο ἐπίσκοπο Κρήτης. Στή συγκεριμένη ἐπιστολή ὁ Παῦλος συμβουλεύει τόν Τίτο γιά καίρια ποιμαντικά ζητήματα ὅπως μέ ποιά κριτήρια θά πρέπει νά διαλέγει τούς ἐπισκόπους – πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, ποιά χαρίσματα θά πρέπει νά διακρίνουν τά συγκεκριμένα πρόσωπα, ἀλλά καί κάθε τάξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν, τή σχέση τῶν χριστιανῶν μέ τούς αἱρετικούς, τή σχέση τῶν χριστιανῶν μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Ἡ ἐπιστολή γράφτηκε στά ἑλληνικά, καί ὁ λόγος τῆς εἶναι σαφής καί καίριος μέ χαρακτηριστική λιτότητα καί περιεκτικότητα. Ἡ ἐπιστολή εἶναι μία δυνατή μαρτυρία γιά τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ χριστιανισμοῦ καί τίς δύσκολες συνθῆκες πού συνάντησε στό ξεκίνημά του. Κυρίως ὅμως εἶναι ἕνα ἀκόμα καθαρό σημάδι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἁγιασμοῦ πού πρόσφερε στήν ἀνθρωπότητα· ἕνα σημάδι θεοφανείας. Ἡ παροῦσα μελέτη δέν ἀσχολεῖται μέ γραμματολογικά ζητήματα ποῦ ἅπτονται τοῦ ἐπιστημονικοῦ τομέα τῆς σύγχρονης βιβλικῆς ἐπιστήμης (ὅπως τό ζήτημα τοῦ συγγραφέα καί θέματα γνησιότητας τῆς ἐπιστολῆς) ἀλλά προσπαθεῖ νά ἐξετάσει τό ἐκκλησιολογικό – δογματικό ὑπόβαθρο τῆς ἐπιστολῆς καί τῶν καίρων ζητημάτων ποῦ ἀνακινεῖ.
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἕνα ἀπό τά πιό σπουδαία μνημεῖα ποῦ ἔχει ἀφήσει ὁ Χριστιανισμός στήν πορείας τῆς ἱστορίας τοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη, τά δύο ἔργα ποῦ ἀποτελοῦν τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἕνα ἑνιαῖο βιβλίο, ὅπως φαίνεται στά μάτια τοῦ σύγχρονου ἀναγνώστη, καί τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει βέβαια καί γιά τήν Καινή Διαθήκη. Ἀντιθέτως, καί τά δύο αὐτά ἀριστουργηματικά ἔργα εἶναι ἕνα σύνολο χιλιάδων χειρογράφων, τά ὁποία βρέθηκαν ἀντιγραμμένα ἐπίσης σέ χιλιάδες χειρόγραφα, καί κοσμοῦν σήμερα τίς πιό διάσημες βιβλιοθῆκες τοῦ σύγχρονου κόσμου. Τήν ἴδια ὥρα ὅμως εἶναι καί σημαντικό λειτουργικό βιβλίο τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὁ λειτουργικός πλοῦτος τῆς ὁποίας, μέ κέντρο τή θεία λειτουργία, δέν σταμάτησε ποτέ νά τελεῖται. Εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι ἀπό τήν ἔπιστημονική ἔρευνα πῶς κανένα κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οὔτε τῆς Παλαιᾶς οὔτε τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν σώζεται στό πρωτότυπο. Ὅλα τά σωζόμενα χειρόγραφα εἶναι ἀντιγραφές τῶν πρωτοτύπων, τά ὁποία σήμερα δέν ὑπάρχουν. Ἐπίσης ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μπορεῖ νά βρίσκεται ἀντιγραμμένο ὄχι μόνο σέ ἕνα χειρόγραφο ἀλλά σέ πολλά. Ἡ Σοφία Σολομῶντος γιά παράδειγμα βρίσκεται σέ τέσσερις μεγάλους κώδικες (τοῦ Βατικανοῦ, τό Σιναϊτικό, τόν Ἀλεξανδρινό, τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου), ἀλλά σώζεται καί σέ πολυάριθμα χειρόγραφα δευτερευούσης σημασίας. Καί ἡ Παλαιά ὅπως καί ἡ Καινή Διαθήκη περιγράφουν ζωντανά γεγονότα θεοπτίας καί θεοφάνειας, οἱ συγγραφεῖς τῶν ὁποίων πρῶτα τά βίωσαν καί κατόπιν τά ἔγραψαν. Ἑπομένως καθώς μελετοῦμε τά ἐν λόγω κείμενα πρέπει νά ἀναζητοῦμε πρωτίστως τά ζωντανά γεγονότα πού περιγράφουν τά κείμενα καί κατόπιν τό ἴδιο τό κείμενο. Τά ζωντανά γεγονότα πού περιγράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι οἱ περίφημες θεοφάνειες ὅπως ἡ θεοφάνεια τοῦ Ἀβραάμ στίς βελανιδιές τοῦ Μαμβρῆ, ἤ ἡ θεοφάνεια τοῦ Μωυσῆ στό ὅρος Χωρήβ πού περιγράφονται σέ ὅλα τά σχεδόν τά βιβλία της. Τά ζωντανά γεγονότα ποῦ περιγράφει ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι αὐτά ποῦ σχετίζονται μέ τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατεξοχήν θεοφάνεια, καθώς εἴδαμε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅσο καλύτερα γίνονταν ἐφόσον προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Χριστός κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, παρέπεμπε τακτικά στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – ἡ ὁποία τότε δέν λέγονταν βέβαια Παλαιά Διαθήκη ἐφόσον δέν εἶχε γραφτεῖ ἡ Καινή, ἀλλά ἡ Γραφή ἤ οἱ Γραφές ἤ γέγραπται, τό γεγραμμένον, κατά τάς γραφᾶς, ὁ νόμος καί οἱ προφῆται, ἤ οἱ ἀρχαῖοι· συνήθιζε νά λέγει ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις– ὄχι βέβαια τόσο στά χωρία τῆς ὅσο στά ἴδια τά γεγονότα της. Οἱ παλαιοδιαθηκικές ἀναφορές τοῦ Κυρίου εἶναι πρωτίστως σέ γεγονότα καί δευτερευόντως σέ συγκεριμένα χωρία ὄχι μόνο γιατί ἡ σημερινή ἀρίθμηση κεφαλαίων καί στίχων δέν ὑπῆρχε τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη ἦταν γιά τούς Ἑβραίους κυρίως τό ἱερό σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἔθνους τους καί κατόπιν ἕνα φιλολογικό, πρός μελέτη, κείμενο. Ἐπίσης δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει πώς ἡ σημερινή ἀρίθμηση κεφαλαίων καί στίχων ἔγινε πολλούς αἰῶνες ἀργότερα. Νά ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά πώς ἡ σημερινή διαίρεση τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης σέ κεφάλαια ἔγινε τόν 13ο αἰώνα ἀπό τόν ἐπίσκοπο Καντουρίας Στέφανο Langton καί ἡ διαίρεση σέ στίχους ἀπό τόν παρισινό τυπογράφο Robert Stephanus τό 1551. Ἡ Παλαιά Διαθήκη περιγράφει γεγονότα ποῦ διαδραματίστηκαν μέσα σέ 1500 περίπου χρόνια. Καί μόνο ἡ ἀπόσταση τόσων αἰώνων κάνει φανερό πῶς εἶναι χιλιάδες οἱ συγγραφεῖς τῶν κειμένων της καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατον νά τούς βροῦμε ἤ νά μή βροῦμε ἀσυνέχειες καί χάσματα μεταξύ τῶν γεγονότων ποῦ περιγράφει. Εἶναι χαρακτηριστικό ἐπίσης πώς πολλές διηγήσεις ἀναφέρονται δύο φορές. Ἀντιθέτως τά γεγονότα ποῦ περιγράφονται στήν Καινή Διαθήκη λαμβάνουν μία ἔκταση ποῦ δέν ξεπερνᾶ τά πενήντα μέ ἑξήντα χρόνια γεγονός ποῦ καθιστά πολύ πιό εὔκολη τήν ἔρευνα τῶν κειμένων της γιά τό σύγχρονο μελετητή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος καί τό κεντρικό πρόσωπο τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι αὐτός ποῦ φώτισε τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἑπομένως γιά νά καταλάβουμε τά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά πρέπει πρῶτα νά μελετήσουμε τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης καθώς μόνο αὐτά εἶναι ποῦ διευκρινίζουν τό ἀκριβές περιεχόμενο τῶν γεγονότων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δεν είναι το καλύτερο να διαβάσουμε πρῶτα τήν Παλαιά Διαθήκη καί κατόπιν τήν Καινή, αλλά το προτιμότερο εἶναι νά διαβάσουμε πρῶτα τήν Καινή Διαθήκη καί κατόπιν νά πᾶμε στήν Παλαιά, γιατί ὁ Χριστός, ὡς τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, εἶναι τό πρόσωπο ποῦ θά μᾶς ἐξηγήσει τό περιεχόμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐφόσον ὁ Χριστός ἔπρεπε νά ἔρθει μέσα στήν ἱστορία γιά νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά τήν ἁγιάσει, ἔπρεπε ἐκ τῶν πραγμάτων νά προσλάβει πραγματικά τήν ἄνθρώπινη φύση καί ἡ πορεία του νά εἶναι ἀπόλυτα ταιριαστή μέ τίς φάσεις τῆς δικῆς μας ζωῆς. Ἔπρεπε λοιπόν ἐκ τῶν πραγμάτων νά διαλέξει ἕνα λαό καί ἕνα ἔθνος μέσα στό ὁποῖο θά γεννιόταν – ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους τους ἀνθρώπους – καί νά περάσει ἀπό ὅλες τίς φάσεις τίς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀπό τίς ὁποῖες περνᾶ ὁ κάθε ἄνθρωπος : βρεφική ἡλικία, νηπιακή, ἐφηβική, δωδεκαετής, ὥριμου ἀνδρός καί ἀπό τό θάνατο, γιά νά ἁγιάσει πλήρως τήν ἀνθρώπινη φύση καί ζωή. Ἀπό τήν ἱστορία γνωρίζουμε πῶς διάλεξε τόν ἑβραϊκό λαό χωρίς βέβαια νά ὑπάρχει κάποια ἐπαρκῆς ἐξήγηση γιατί διάλεξε τόν συγκεκριμένο λαό. Σίγουρα κύριο χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ συγκεκριμένου λαοῦ εἶναι τό θρησκευτικό στοχεῖο – στοιχεῖο πού δέν τό βρίσκουμε τόσο ἔντονο σέ ἄλλους λαούς, – τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἀρκετές φορές τό ἐκμεταλλεύτηκε γιά νά κάνει κατανοητή τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου Του, ὅμως σέ καμία περίπτωση δέν μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε σοβαρά πώς αὐτός εἶναι ὁ ἀκριβής λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός διάλεξε τό ἑβραϊκό ἔθνος γιά νά γεννηθεῖ. Ἡ σωστή, σύμφωνη μέ τίς σαφεῖς προϋποθέσεις τῆς δογματικῆς θεολογίας ἀλήθεια εἶναι πῶς ἔπρεπε νά διαλέξει ἕνα ἔθνος γιά νά προσλάβει πραγματικά τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά τήν ἁγιάσει, καί αὐτό συμβαίνει νά εἶναι τό ἑβραϊκό.
Ἐφόσον ὁ Θεός διαλέγει, πρό καταβολῆς κόσμου, νά στείλει τόν Υἱό τοῦ μέσω τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ στόν κόσμο γιά νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση φρόντισε, ἀποφασίζει ἐπίσης πρό προκαταβολῆς κόσμου νά στείλει στόν συγκεριμένο λαό σημάδια καί πρόσωπα, ὅπως τούς Πατριάρχες, τούς Προφῆτες, τούς Κριτές, γιά νά δείξουν τήν ἀλήθεια τῶν θεοφανειῶν καί νά προετοιμάσουν τό ἔδαφος γιά τήν κατεξοχήν θεοφάνεια : τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του. Ἄν ὁ Θεός διάλεγε ἄλλο λαό καί ὄχι τούς Ἑβραίους γιά νά στείλει τόν Υἱό Του, εἶναι προφανές πῶς θά φρόντιζε σέ ἐκεῖνο τό λαό νά ὑπάρχει ἡ ἀνάλογη προετοιμασία. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό πώς οἱ προφῆτες ἀποκαλοῦνται στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς οἱ ὀρῶντες καί οἱ βλέποντες τῶν θεοφανειῶν τοῦ ἀσάρκου Λόγου. Τό γεγόνος ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ἱστορία, ἔξω ἀπό τό χρόνο καί ἔξω ἀπό τόν τόπο ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ δημιουργός του χρόνου καί τοῦ τόπου, καί γνωρίζει τά πάντα πρίν συμβοῦν, δέν σημαίνει πώς ὁ ἴδιος καθορίζει τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ αἴτιος τῶν πτώσεων καί τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Πάντοτε ὁ αἴτιος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γιατί πλάστηκε ἀπολύτως ἐλεύθερος. Ἔτσι καί ὁ Θεός ἐνῶ γνωρίζει τά πάντα πρίν συμβοῦν πρό καταβολῆς κόσμου, μέχρι ὅμως νά πραγματοποιηθοῦν «δέν εἶναι καί ὁ ἴδιος σίγουρος» ἄν τελικά θά συμβοῦν ὅπως τά γνωρίζει, γιατί μπορεῖ νά τά ἀλλάξει τελευταία στιγμή ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια καί αὐτήν τήν ἀλλαγή, ἄν συμβεῖ, ὁ Θεός τή γνωρίζει, ὅμως χρησιμοποιοῦμε καταχρηστικά τήν ἔκφραση πώς καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός «δέν εἶναι σίγουρος ἄν θά συμβοῦν ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τά γνωρίζει» γιά νά δείξουμε πώς αὐτή ἡ ἐξέλιξη ὅπως καί κάθε ἄλλη, δέν ἔρχεται ἐπειδή τή γνωρίζει ὁ Θεός, ἀλλά ἐπειδή τήν ἀποφασίζει ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ Πατέρες Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας σημειώνουν σέ σχέση μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πῶς ποτέ δέν καταργεῖται. Ἄν καταργηθεῖ, τότε παύει νά ὑπάρχει ἄνθρωπος. Ἔτσι σύμφωνα μέ αὐτήν τή θέση κλειδί τῆς δογματικῆς διδασκαλίας δέν εἶναι αἴτιος ὁ Χριστός γιά τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα ἐπειδή γνώριζε, ὡς Θεός, πρό καταβολῆς κόσμου πῶς μία μέρα θά τόν πρόδιδε. Μέχρι τελευταία στιγμή ὁ Ἰούδας εἶχε κάθε δυνατότητα ἐλεύθερα νά ἀλλάξει γνώμη καί νά μήν προδώσει τό Δάσκαλό του.
Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός στέλνει τά σημάδια καί τούς προφῆτες του δέν σημαίνει πώς οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ὑποχρεωμένοι νά τά δοῦν καί νά τά καταλάβουν, ἄν οἱ ἴδιοι δέν τό ἀποφασίσουν ἐλεύθερα. Ἐπίσης δέν σημαίνει πώς θά δοῦν καί θά καταλάβουν τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ἀρχή. Μπορεῖ στήν ἀρχή νά εἶναι τυφλοί καί νά τή συνειδητοποιήσουν ἀργότερα ἤ μπορεῖ ἡ ἀλήθεια νά ἔρθει καί νά μή τήν καταλάβουν καθόλου, ὅπως συνέβηκε μέ πολλούς ἀκόμα καί στά χρόνια της τέλειας θεοφάνειας, δηλαδή τῆς παρουσίας τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ. Περνοῦσαν ἀπό δίπλα Του καί δέν καταλάβαιναν ὅτι εἶχαν μπροστά τους τήν ἀλήθεια, γιατί δέν τό ἤθελαν οἱ ἴδιοι ἐλεύθερα, ἀκόμα καί ὁ ἴδιος ὁ μαθητής τοῦ ὁ Ἰούδας.
Ὅταν λοιπόν οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφουν τά κείμενά τους δέν σημαίνει πῶς ἔχουν ὅλοι καταλάβει πλήρως τήν ἀλήθεια, καί φυσικά δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά πιάσει τό χέρι τους καί νά κατευθύνει τήν γραφίδα τους. Ἔτσι παρατηροῦμε πώς σέ πολλά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται ρητῶς πώς ὁ Θεός διατάζει διακεκριμένα πρόσωπα τοῦ Ἰσραήλ νά σκοτώσουν χιλιάδες πρόσωπα ἐχθρικοῦ τους λαοῦ μέ τή δική του εὐλογία ἤ ἐμφανίζεται ὁ Θεός νά ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό τό λαό του ποῦ θά δίσταζε νά τῆς ζητήσει ἀκόμα καί ἕνας ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτά φυσικά καί δέν τά ἔχει ζητήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ βιβλικός συγγραφέας ποῦ τά ἔγραψε φαντάζεται πῶς τά ζήτησε ὁ Θεός καί πῶς ἔχει ἀνάλογες ἀξιώσεις ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἐπιπλέον δέν θά πρέπει νά παραθεωρήσουμε καί μία ἄλλη παράμετρο, τήν ὁποία σημειώνει πολύ εὔστοχα ὁ Σταῦρος Καλαντζάκης. Τά σημεῖα τῶν βιβλικῶν κειμένων πού φαντάζουν στά μάτια μας «ὄχι τόσο ἐποικοδομητικά, ἀκόμη καί ἀσυμβίβαστα πρός τό χριστιανικό πνεῦμα…μποροῦν νά αἰτιολογηθοῦν, ἄν ἐκληφθοῦν ὡς μέρος τῆς βραδείας παιδείας τοῦ ἀνθρώπου τῆς Π. Διαθήκης καί κατανοηθοῦν σέ σχέση μέ χαμηλό ἐπίπεδο μόρφωσης καί ἀντιληπτικής ἱκανότητας στήν ἀποδοχή τῆς θείας Ἀποκαλύψεως». Ἄλλωστε τά αὐστηρά καί ἀπάνθρωπα θεσπίσματα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ὅπως τό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντί ὀδόντος, χείρα ἀντί χειρός, πόδα ἀντί ποδός» (πού ἀναφέρεται στό Ἐξ. 21, 24 – 25 καί Μάτθ. 5, 38) «ἐντάσσονταν τότε στήν προσπάθεια καταπράϋνσης καί ἄμβλυνσης τῶν σκληρῶν καί βίαιων συνηθειῶν τῶν ἀπαίδευτων ἀνθρώπων καί ἐξημέρωσης τοῦ βάναυσου τρόπου ζωῆς τους. … Πρόκειται γιά τό γνωστό νόμο τῆς ἀνταπόδοσης (law of retaliation) ἤ τῆς διά τῶν ἴσων τιμωρίας, δηλ. τῆς ταυτοπάθειας (lex talionis), ὁ ὁποῖος ἴσχυε καί σ΄ ἄλλους ἀρχαίους λαούς. Ὅμως στήν Π. Διαθήκη ποτέ δέν ἐφαρμόστηκε, καθώς ἡ ἔνταξη καί ἡ ἐπίκλησή του στή νομοθεσίας τῆς εἶχαν καθαρά προληπτικό καί κατασταλτικό χαρακτήρα. Διότι ἀπέβλεπε στό νά ἐμποδίσει τόν ἰσραηλίτη νά διαπράξει κακό στόν ἄλλο ἀπό φόβο μήπως καί αὐτός τοῦ τό ἀνταποδώσει. Ἦταν συνεπῶς μία διάταξη, πού ἔθετε φραγμό στή διάθεσή του γιά ἀντεκδίκηση καί δέν εἶχε σχέση μέ τήν αὐτοδικία». Εἶναι λάθος γιά τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νά διατυπώσουμε τή φράση πῶς ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται ἀτελῶς καί θαμπά ἐνῶ στήν Καινή ἐμφανίζεται πλήρως καί καθαρά. Τό σωστό εἶναι πώς οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἔγραψαν τήν Παλαιά Διαθήκη τόν κατάλαβαν ἀτελῶς, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἔγραψαν τήν Καινή τόν κατάλαβαν πλήρως. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κατά τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι α) εἶναι ἄτρεπτος καί ἑπομένως εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος, συνεπῶς καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ πάντοτε γίνεται μέ τόν ἴδιο τρόπο καί β) ἡ ἐμφάνισή του στή δημιουργία (ἡ δημιουργία ὀνομάζεται κτίση στή γλώσσα τῆς δογματικῆς θεολογίας) δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό τήν παροχή τῆς ἴδιας της ζωῆς. Ἄν ὁ Υἱός ἐμφανιζόταν ἀτελῶς στήν Παλαιά Διαθήκη τότε δέν θά ὑπῆρχε ἡ παροχή τῆς ζωῆς καί ἡ κτίση θά ὁδηγοῦνταν στό μηδέν – μία στιγμή ὁ Θεός νά πάρει τό ζωοποιό του Πνεῦμα ἀπό τή δημιουργία ὅλη ἡ κτίση ὁδηγεῖται στό μηδέν – καί γί΄ αὐτό εἶναι δογματικό λαθός νά ὑποστηρίξουμε πῶς σέ κάποια φάση της ἱστορίας, καί συγκεριμένα στή Παλαιά Διαθήκη, ὁ Υἱός ἐμφανίζεται ἀτελῶς, ἐνῶ σέ κάποια ἄλλη τέλεια. Ὁ Υἱός ὡς ἄτρεπτος ἐμφανίζεται πάντοτε μέ τόν ἴδιο τρόπο γιά νά παρέχει τή ζωή, ἀλλά τά ἐλεύθερα νοήμονα δημιουργήματα τό συνειδητοποιοῦν διαφορετικά.
Ἀπό τήν ὥρα ποῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος καί προσλαμβάνει τέλεια (=ὁλόκληρη) τήν ἀνθρώπινη φύση μέσα στόν ἑβραϊκό λαό, φροντίζει νά χρησιμοποιεῖ στό λόγο τοῦ φράσεις καί εἰκόνες ἀπό τήν ἱστορία τοῦ συγκεκριμένου λαοῦ γιά νά μιλήσει τήν ἴδια γλώσσα μαζί καί νά καταστήσει εὔληπτη τήν καινούρια πραγματικότητα πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα. Πολύ χαρακτηριστική στή συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὄρου Μεσσίας. Καθώς ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πολλούς ἐχθρικούς λαούς, ὅπως οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Φιλισταῖοι πάντοτε περίμενε ἕναν στρατιωτικό Μεσσία, δηλαδή στρατιωτικό σωτήρα καί λυτρωτή, ποῦ θά τόν λύτρωνε ἀπό τόν ἑκάστοτε ἐχθρικό λαό. Στά χρόνια του σπουδαιότερου προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ προφήτη Ἠσαΐα τόν ὄγδοο αἰώνα π.Χ., οἱ δέκα φυλές τοῦ Βορείου βασιλείου ἀπειλοῦνταν ἀπό τό βασιλιά τῶν Ἀσσυρίων Σενναχηρίμ καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας καί τούς ὑπενθυμίζει πώς ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά λάθη τούς ἔφτασαν σέ αὐτήν τήν κατάσταση ἀλλά καί τούς ἐμψυχώνει πώς θά ἔρθει ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος θά τούς λυτρώσει ἀπό τούς Ἀσσυρίους. Μέσα στον Ισραήλ ο Ησαΐας έχει το ρόλο και του εθνικού ήρωα. Ὅμως ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ὡς προφήτης εἶναι πρωτίστως τό στόμα τοῦ Θεοῦ – αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τῶν προφητῶν, νά εἶναι τό στόμα τοῦ Θεοῦ – χωρίς ὅμως νά παραθεωρεῖται καί ἕνας οὕτως ἡ ἄλλως ἡγετικός τους ρόλος μέσα στό λαό τοῦ Ἰσραήλ, χρησιμοποιεῖ τό στρατιωτικό περιεχόμενο τοῦ ὄρου Μεσσίας, ποῦ πρωτίστως τούς ἐνδιέφερε ἐκείνη τήν ὥρα καθώς ἀπειλοῦνταν ἡ ζωή τους, ὥστε νά μιλήσει γιά τόν πραγματικό Μεσσία, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποῦ θά ἐρχόταν ὕστερα ἀπό ὀχτώ αἰῶνες γιά νά λυτρώσει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Τήν ὥρα πού ὁ λαός κινδύνευε μέ ἀφανισμό ἀπό ἕναν ἐχθρικό βασιλιά εἶναι φυσικό νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά κάτι πού θά συνέβαινε ὕστερα ἀπό ὀχτώ αἰῶνες, καί γί΄ αὐτό ὁ Ἠσαΐας χρησιμοποιεῖ τόν στρατιωτικό ὄρο γιά νά μιλήσει μαζί τους. Ἐκεῖνο ὅμως πού τόν ἐνδιαφέρει πρωτίστως εἶναι νά μιλήσει γιά τόν πραγματικό Μεσσία, πού θά ἐρχόταν ὕστερα ἀπό ὀχτώ αἰῶνες γιά νά ἁγιάσει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, γεγονός πού ἐνδιαφέρει κάθε λαό, σέ κάθε ἐποχή, καί ἐκεῖ ἑστιάζει τήν προσοχή του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τόν Ἠσαΐα ὡς τόν κορυφαῖο τῶν προφητῶν καί τό δικό του ὄνομα ἀναφέρει στό λειτουργικό πλοῦτο τῶν μυστηρίων τῆς χειροτονίας καί τοῦ γάμου, καθώς χρησιμοποίησε ἕναν ὄρο συνηθισμένο γιά τόν Ἰσραήλ γιά νά προφητέψει τή μεγαλύτερη ἀλήθεια, τόν ἐρχομό τοῦ πραγματικοῦ Μεσσία.
Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ τή λέξη Μεσσίας γιά νά δείξει ὅτι εἶναι ὁ πραγματικός Θεός πού προανήγγειλαν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τό συγκεκριμένο ὄρο ὄχι μόνο τόν εἶχαν χρησιμοποιήσει οἱ προφῆτες, ἀλλά καί ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ἐπίκαιρος στίς μέρες τοῦ Κυρίου καθώς οἱ Ἑβραῖοι περίμεναν καί τότε ἕναν στρατιωτικό Μεσσία πού θά τούς ἐλευθέρωνε ἀπό τούς Ρωμαίους. Παρατηροῦμε πώς ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ ὅρους ἀπό τή καθημερινή ζωή τῶν Ἑβραίων, τοῦ λαοῦ τόν ὁποῖο διάλεξε γιά νά γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος, ὥστε νά κάνει ἕναν πιό πειστικό διάλογο μαζί τους καί νά φανερώσει πώς εἶναι ὁ Μεσσίας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί εἶναι εὐνόητο πώς μέσα ἀπό τό συγκεκριμένο λαό ἐπιδιώκει νά γνωστοποιήσει ότι εἶναι ὁ Μεσσίας σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως δείχνουν οἱ προτροπές πρός τούς μαθητές τοῦ τίς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές τοῦ μετά τήν Ἀνάσταση. Παρότι ἡ ἱστορία δέν γράφεται μέ τό τί θά γινόταν ἐάν, εἶναι πολύ σωστό, σύμφωνα μέ τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας, νά ὑποστηρίξουμε πώς ἄν ὁ Χριστός δέν εἶχε διαλέξει τό ἑβραϊκό ἔθνος γιά νά γεννηθεῖ ἀλλά ἕνα ἄλλο ἔθνος, πάλι θά χρησιμοποιοῦσε ἐκφράσεις ἐκείνου τοῦ ἔθνους γιά νά καταστήσει κατανοητό τό ποιός εἶναι. Απλώς δεν υπάρχει λόγος να υποστηρίξουμε κάτι παρόμοιο (παρότι είναι μία σαφής προϋπόθεση της δογματικής θεολογίας) εφόσον μπροστά μας έχουμε ούτως ή άλλως ένα ιστορικό δεδομένο, την εκλογή ενός συγκεριμένου λαού.
Ὅταν λέμε πώς ὁ τάδε προφήτης εἶναι ὁ συγγραφέας ἑνός συγκεκριμένου βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν σημαίνει πώς ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ἔγραψε τό ἔργο. Ἐννοοῦμε πώς τό συγκεκριμένο βιβλίο ἀναφέρεται σέ γεγονότα στά ὁποῖα πρωταγωνιστεῖ ὁ συγκεκριμένος προφήτης. Ἔτσι ὅταν λέμε πώς συγγραφέας τῆς Πεντατεύχου, τῶν πέντε πρώτων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ὁ Μωϋσῆς, δέν σημαίνει πώς ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς ἔγραψε τά πέντε πρῶτα βιβλία ἀλλά ὅτι εἶναι τό πρωταγωνιστικό πρόσωπο στά γεγονότα τῶν συγκεκριμένων παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τούς συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Π.χ. τό κατά Μάρκον εὐαγγέλιο δέν σημαίνει ἀναγκαστικά πῶς τό ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Μάρκος ἤ τό ἔγραψε ἐξ΄ ὁλοκλήρου ὁ ἴδιος, ἀλλά ὅτι ἕνας κύκλος μαθητῶν γύρω ἀπό τό Μάρκο ἔγραψε ἕνα μέρος ἤ ἐξολοκλήρου τό ὀνομαζόμενο σήμερα κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο, σύμφωνα μέ πληροφορίες ποῦ τούς παρεῖχε ὁ ἴδιος ὁ Μάρκος. Ὑπάρχουν βέβαια καί βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅπου ὑπάρχει συγκεκριμένος συγγραφέας τό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται καθαρά μέσα στό βιβλίο. Ἔτσι παρατηροῦμε πώς τό βιβλίο Σοφία Σειράχ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρει καθαρά τόν συγγραφέα του. Στό κέφ. 50, στίχο 27 τοῦ συγκεκριμένου παλαιοδιαθηκικοῦ βιβλίου διαβάζουμε : «Διδασκαλία σύνεσης καί γνώσης ἔγραψα σ’ αὐτό τό βιβλίο ἐγώ ὁ Ἰησοῦς, γιός τοῦ Σειράχ, ὁ Ἱεροσολυμίτης». Τό γεγονός ὅτι σήμερα γνωρίζουμε ἀνθρώπους μίας τόσο μακρινῆς ἐποχῆς, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἤ οἱ μαθητές τῶν ὁποίων θεωροῦνται οἱ συγγραφεῖς τῶν ἔργων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δείχνει καθαρά ὅτι τά συγκεκριμένα πρόσωπα ἦταν πάρα πολύ γνωστά κατά τήν ἐποχή τους, στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα, καί γί΄ αὐτό σώθηκαν τά ἔργα τους. Ἀναμφισβήτητα ἄν δέν ἦταν σπουδαία πρόσωπα τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤ τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς, δέν θά σῶζονταν τά ἔργα τους. Ἑπομένως τά διασωθέντα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι μία ἀπό τίς καλύτερες ἀποδείξεις πῶς ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές τοῦ εἶναι ἱστορικότατα, ὑπαρκτά πρόσωπα ποῦ ἔζησαν σέ συγκεκριμένη ἐποχή. Δέν χρειάζεται ἄλλη μαρτυρία ἐξωβιβλική καί ἐξωχριστιανική τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαθητῶν του. Ὁ τεράστιος πολιτισμός τόν ὁποῖο δημιούργησε ἡ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, κορυφαῖο σημεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ συγγραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ὀργανική συνέχεια τῆς Παλαιᾶς, εἶναι ἡ καλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἱστορική παρουσία τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ συγγραφή τῶν κειμένων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεκίνησε στήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ τόν 10ο αἰώνα π. Χ. Προφανῶς ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς Δαβίδ ἔδωσε τήν ἐντολή σέ εἰδικούς μορφωμένους ἀνθρώπους νά συντάξουν σέ γραπτή μορφή τήν ἱερά παράδοση τοῦ λαοῦ τους. Μέχρι τότε οἱ διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν προφορικές καί ἐκτός ἀπό τό θρησκευτικό τους περιεχόμενο ἀποτελοῦσαν καί τή βάση τῆς ἐθνικῆς ἱστορίας τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ. Ἀναμφισβήτητα καί προηγουμένως ὑπῆρχαν παλαιότερα γραπτά μνημεῖα στά ὁποῖα στηρίχτηκαν οἱ γραμματεῖς τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαβίδ, τά ὁποία πρέπει νά ἀνάγονται στά χρόνια πρό τοῦ Μωϋσῆ (ὁ Μωϋσῆς ζεῖ τόν 13ο αἰ. π.Χ.). Τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀρχικά γράφτηκαν σέ πάπυρο, ὁ ὁποῖος μετά τόν 2ο π. Χ. αἰώνα ἄρχισε νά ἀντικαθίσταται ἀπό τήν περγαμηνή. Ὁ πάπυρος παραγόταν στήν Αἴγυπτο ἀπό τό ὁμώνυμο φυτό, τό ὁποῖο ὑπῆρχε στίς ὄχθες τοῦ Νείλου καί ἦταν ἕνα φυτό μέ τριγωνικό κορμό ποῦ κατέληγε σέ μία φούντα μέ λεπτά φύλλα. Σήμερα οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει καί τό συναντοῦμε μόνο σέ ἄγρια κατάσταση στίς τροπικές περιοχές τῆς Ἀφρικῆς, στή Συρία καί τήν Παλαιστίνη ὅπως καί σέ παταποτάμιες περιοχές τῆς Καλαβρίας καί τῆς Σικελίας στίς ὁποῖες καλλιεργήθηκε μεταγενέστερα. Ὁ πάπυρος ὅμως εἶχε ἕνα μεγάλο μειονέκτημα καθώς μποροῦσε εὔκολα νά καταστραφεῖ καί νά φθαρεῖ ὅπως ἐπίσης ἦταν καί δύσχρηστος γιατί ἦταν πολύ μεγάλος καί δέν μποροῦσε εὔκολα ὁ συγγραφέας νά γράψει σέ αὐτόν ἤ νά τόν κλείσει πρός φύλαξη. Ὁ πάπυρος ἦταν πάντοτε ἑνιαῖος μέ ἀποτέλεσμα ὅσο μεγαλύτερος ἦταν ἕνα αὐτοτελές ἔργο τόσο μεγαλύτερος ἦταν καί ὁ κώδικας, ὥστε νά μήν μπορεῖ εὔκολα νά χρησιμοποιηθεῖ (οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἐκτενές ἔργο, ἀπαιτοῦσαν ἕναν πολύ μεγάλο καί δύσχρηστο πάπυρο). Εἶναι χαρακτηριστικό πώς ὁ Καλλίμαχος, ὁ ὁποῖος τόν 3ο αἰώνα π. Χ. ὀργάνωσε τή βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας, συνήθιζε νά λέγει : «Μέγα βιβλίον μέγα κακόν», ἀκριβῶς γιατί ἕνα μεγάλο βιβλίο ἦταν πολύ δύχρηστο γιά τόν συγγραφέα καί τόν ἀναγνώστη. Ὁ πάπυρος τυλίγοταν γύρω ἀπό τό εἰλητάριο (ἀπό τό ρῆμα εἰλέω πού σημαίνει τυλίγω καί συστρέφω), καί ἔτσι ἡ λέξη εἰλητάριο συνδέεται κυρίως μαζί του. Πολύ σπάνια οἱ περγαμηνές εἶχαν μορφή εἰληταρίου. Τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν γραμμένο στήν ἐσωτερική ὄψη μέ γραφίδα βουτηγμένη στή μελάνη. Γραφόταν σέ δύο στῆλες ἤ τρεῖς ἤ τέσσερις ἀπό τά δεξιά πρός τά ἀριστερά ὅταν τό κείμενο ἦταν ἑβραϊκό ἤ ἀπό τά ἀριστερά πρός τά δεξιά ὅταν τό κείμενο ἦταν ἑλληνικό. Συρραμμένα φύλλα ἐπεξεργασμένου παπύρου ἀποτελοῦσαν μία ἑνιαία ταινία παπύρου, ἡ ὁποία ἦταν τυλιγμένη γύρω ἀπό ἕνα ξύλινο ἄξονα τόν κοντό, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε καί τό ἕνα ἄκρο τῆς παπύρινης ταινίας. Τό ἄλλο ἄκρο ἦταν μικρότερο, οὐσιαστικά ἦταν βοηθητικό, καί ὀνομαζόταν σκυτάλη. Ὁ μεγαλύτερος ἄξονας ἔφερε πάντοτε ἐπάνω του τυλιγμένη τήν ταινία, ἡ ὁποία, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀναγνωσθεῖ τό κείμενο, ξετυλιγόταν μέ τή βοήθεια τοῦ μικρότερου βοηθητικοῦ ἄξονα, τῆς σκυτάλης. Ἡ σκυτάλη εἶχε ἐπίσης καί δύο λουράκια πρόσδεσης πού στερέωναν τήν ταινία στό σῶμα τοῦ κοντοῦ. Ὁ πάπυρος τυλιγμένος φυλασσόταν σέ θήκη. Ἀπό τόν 2ο π.Χ. αἰώνα ὁ πάπυρος ἀρχίζει νά ἀντικαθίσταται ἀπό τήν περγαμηνή ὅταν ὁ βασιλιάς τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖος (μᾶλλον ὁ Πτολεμαῖος ὁ Ἐ΄, ὁ Ἐπιφανής, 205 – 182 π. Χ.) ἀρνήθηκε νά δώσει στό βασιλιά τῆς Περγάμου Εὐμένη (μᾶλλον ὁ Εὐμένης ὁ Β΄ 197 – 159 π. Χ.) πάπυρο. Ὁ Εὐμένης ἤθελε νά δημιουργήσει στήν Πέργαμο μία βιβλιοθήκη ἀντάξια της Ἀλεξανδρείας καί ὁ Πτολεμαῖος ὁ Ἐ΄ γιά νά ματαιώσει αὐτό τό σχέδιο ἀρνήθηκε τήν ἐξαγωγή παπύρου ἀπό τήν Αἴγυπτο. Τότε ὁ Εὐμένης ἀναγκάστηκε νά σκεφτεῖ ἄλλον τρόπο γιά νά βρεῖ καινούριο ὑλικό γραφῆς καί κατέληξε στή γνωστή μας περγαμηνή, ἡ ὁποία ἦταν καί πιό μπροστά γνωστή ἀλλά μᾶλλον τότε τελοιοποιήθηκε, παίρνοντας τό ὄνομα περγαμηνή γιατί ἐφευρέθηκε στήν Περγάμο. Ἡ περγαμηνή ἦταν πιό δαπανηρή καί προσβαλλόταν πιό εὔκολα ἀπό τά ἔντομα σέ σχέση μέ τόν πάπυρο. Ἦταν ὅμως πιό ἀνθεκτική καί γί΄ αὐτό ἀπό τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. ἀντικατέστησε ἐντελῶς τόν πάπυρο. Ἕνα ἄλλο ὅμως ἐξίσου πολύ σημαντικό προσόν πού εἶχε ἡ περγαμηνή εἶναι ὅτι δέν τυλίγοταν στό εἰλιτάριο. Οἱ περγαμηνές ἦταν φύλλα τοποθετημένα τό ἕνα ἐπάνω στό ἄλλο. Τά τέσσερα φύλλα μαζί ἀποτελοῦσαν τό «τετράδιο», τά ὀκτώ τό «ὀκτάδιο» καί τά περισσσότερα ἀπό ὀκτώ τόν «κώδικα». Ἡ γραφή τοῦ βιβλικοῦ κειμένου στόν κώδικα γινόταν μέ γραφίδα καί μελάνη κατά στῆλες καί στήν μπροστινή πλευρά καί στήν ὀπίσθια τῶν φύλλων του. Παρότι τά τετράδια ἀφοροῦσαν μόνο τίς «περγαμηνές», ὁ κώδικας ὑπῆρχε καί στούς παπύρους ὥστε νά μήν τυλίγονται καί νά καταστρέφονται. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰώνα ἡ χρήση κώδικα καί στούς παπύρους καί στίς περγαμηνές ἐπικρατεῖ στή χριστιανική ἐκκλησία καί μάλιστα καθώς ἡ ἰουδαϊκή συναγωγή χρησιμοποιοῦσε μόνο τά εἰλητάρια, δέν ἀποκλείεται ἡ χρησιμοποίηση ἀπό τήν Ἐκκλησία μόνο τοῦ κώδικα νά συνέβαινε σκόπιμα ὥστε νά διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ἰουδαϊκή Συναγωγή. Ἐξέλιξη τοῦ παπύρου καί τῆς περγαμηνῆς εἶναι τό χαρτί. Στήν ἀρχή τό χαρτί δέν εἶχε ἐκτιμηθεῖ γιατί δέν εἶχε ἐφευρεθεῖ ἀκόμα ἡ τυπογραφία, ἡ ὁποία καί ἀνέδειξε τήν ἀξία του. Πρῶτοι τό ἐπινόησαν οἱ Κινέζοι μέ τήν ἀνάμιξη φυτικῶν οὐσιῶν, μετάξης καί νεροῦ – σήμερα παρασκευάζεται ἀπό ξύλο, ἄχυρο βαμβάκι, λινάρι κ.α. Τόν 8ο αἰώνα οἱ ἄραβες τό τελειοποίησαν στήν Αἴγυπτο καί τή Συρία καί τό διέδωσαν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Στήν Εὐρώπη διαδόθηκε τόν 12ο αἰώνα καί φυσικά μέ τόν ἐρχομό τῆς τυπογραφίας φάνηκε ἀμέσως ἡ ὑπεροχή τοῦ ἐξοβελίζοντας διαπαντός ἀπό τόν πολιτισμό τόν πάπυρο καί τήν περγαμηνή. Τό εἰλητάριο, πού ὅπως εἴπαμε συνδέεται μέ τόν πάπυρο, εἶναι γνωστό καί ὡς «κύλινδρος» ἤ «κοντάκιο». Ὁ «κώδικας» πού συνδέεται καί μέ τόν πάπυρο καί μέ τήν περγαμηνή εἶναι γνωστός καί ὡς «τόμος» καί «τεῦχος». Τά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὀνομάζονται Πεντάτευχος δηλαδή πέντε «τεύχη», ἤ πέντε «κώδικες» ἤ πέντε «τόμοι» (καί παπύρων καί περγαμηνῶν ἐφόσον ὁ κώδικας συνδέεται καί μέ τά δύο), ὅπου τό κάθε τεῦχος περιεῖχε ἕνα αὐτοτελές βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ ὀνομασία Πεντάτευχος γιά τά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς ὑπάρχει ἀπό τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. σέ ἐπιστολή τοῦ αἱρετικοῦ Πτολεμαίου πρός μία χριστιανή ὀνόματι Φλώρα πού τῆς ζητοῦσε νά ἀσπασθεῖ τόν Γνωστικισμό. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τό Μεσαίωνα καί μετά ὀνομάζεται Βίβλος. Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπό τούς ξενόγλωσσους ὅρους Bible, Bibel καί Biblia, ὄροι οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπό τό λατινικό biblia, τό ὁποῖο ἔχει ρίζες στούς ἑλληνικούς βιβλικούς ὅρους βίβλος, ἱερά βίβλος καί βιβλία τά ἅγια της Παλαιᾶς Διαθήκης (Α΄ Μακ. 12, 9. Β΄ Μακ. 6, 12. Δαν. 7, 10. 9,2) πού ὑπάρχουν γιά νά δηλώσουν ἤ ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς ἤ ὅλα τά ἔργα της.
Σἠμερα βρισκόμαστε ἐπίσης σέ μία ἱστορική καμπή καθώς τό χάρτι, ὡς ἐξέλιξη τοῦ παπύρου καί τῆς περγαμηνῆς, ἀρχίζει ἤδη νά περιθωριοποιεῖται καί νά δίνει τή θέση του στήν τεχνολογία καί μάλιστα τήν ψηφιακή. Εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο πῶς σέ λίγες δεκαετίες τό χαρτί θά χρησιμοποιεῖται πολύ λιγότερο, μέχρι νά περάσουμε στήν ἑπόμενη φάση ὅπου θά ἑξαληφθεῖ ἐντελῶς. Οἱ θεολόγοι, ὡς οἱ κατεξοχήν ἐρευνητές τῶν βιβλικῶν κειμένων, καλοῦνται ἐνώπιόν της ἱστορίας, γιά μία ἀκόμα φορᾶ, νά γνωρίσουν πλήρως τόν σύγχρονο πολιτισμό, ἀκόμα καί τά καθαρῶς τεχνοκρατικά του στοιχεῖα, καί νά τόν ἀφομοιώσουν προσωπικά, ὥστε νά διαφυλάξουν καί νά διαδώσουν τόν ἀνεκτίμητο βιβλικό θησαυρό ποῦ ἔχουν στά χέρια τους. Αὐτό ἔκαναν πάντοτε οἱ ἑρμηνευτές τῶν βιβλικῶν κειμένων καθώς κάθε φορᾶ ποῦ ἐξελίσσονταν τά ὑλικά γραφῆς, οἱ βιβλικοί ἑρμηνευτές ἦταν οἱ πρῶτοι ποῦ τά υἱοθετοῦσαν γιά νά κρατήσουν ζωντανό τό εὐαγγελικό μήνυμα. Ἄλλωστε σήμερα δέν βρισκόμαστε μόνο σέ μία ἀλλαγή τῶν ὑλικῶν γραφῆς, ἀλλά καί σέ μία ἱστορική καμπή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Πρίν τριάντα χρόνια ἔφυγε τό πολυτονικό ἀπό τήν καθημερινή γραφή τῶν Ἑλλήνων καί σήμερα ἡ ψηφιακή τεχνολογία φέρνει καί τή λατινοποίηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Γραπτά κείμενα μέσω ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου τῶν ὑπολογιστῶν καί μηνυμάτων τῆς κινητῆς τηλεφωνίας ἐθίζουν τίς νέες γενιές στή, μέ λατινικούς χαρακτῆρες, γραφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀναμφισβήτητα πρέπει νά καρπωθοῦμε τόν τεχνοκρατικό πολιτισμό, καθώς χωρίς αὐτόν δέν μποροῦν νά ζήσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀλλά πρέπει ταυτόχρονα νά διατηρήσουμε ἀκέραιο, δηλαδή ζωντανό καί χρήσιμο, καί τόν μακραίωνο ἑλληνικό πολιτισμό τόν ὁποῖο κουβαλοῦμε. Γλώσσα, θεολογία, πολιτική, παιδεία, σκέψη καί καθημερινές ἐκφράσεις τοῦ λαοῦ συνθέτουν αὐτό πού λέμε Ἑλληνισμός καί εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο πῶς ἡ σημερινή σωστή ἀντιμετώπιση τῶν βιβλικῶν κειμένων ἀπό τήν ἐπίσημη ἐκπαιδευτική πολιτική τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους εἶναι σέ θέση νά συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀνάδειξη τῆς ἑλληνικότητας μέσα στή σύγχρονη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία βέβαια, λόγω διαδικτύου, εἶναι ὁλόκληρος ὁ πλανήτης.
2.ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ «ΠΡΟΝ ΤΙΤΟΝ» ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή στά 27 ἐπίσημα βιβλία της, ὑπάρχουν 14 βιβλία πού ἀνήκουν στόν Ἀπόστολο Παῦλο. Τά 14 αὐτά βιβλία εἶναι 14 διαφορετικές ἐπιστολές πού ἔστειλε ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν σέ τοπικές ἐκκλησίες ἤ σέ συγκεκριμένα πρόσωπα τῆς ἐποχῆς, ὥστε νά τούς συμβουλέψει σέ κρίσιμα ζητήματα. Κάθε μία ἐπιστολή ἀποτελεῖ καί ἕνα ξεχωριστό καινοδιαθηκικό βιβλίο. Τρεῖς ἀπό τίς 14 αὐτές ἐπιστολές, οι δύο προς τον Τιμόθεο και η μία προς τον Τίτο, ἀπευθύνονται ἀποκλειστικά σέ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί γί΄ αὐτό ἤδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα (1753 – 1755) ὀνομάστηκαν ποιμαντικές. Μάλιστα ἡ πρώτη πού προσέλαβε τόν συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, τό 1703 ἀπό τόν D. N. Bardot, ἦταν ἡ πρός Τίτον ἐπιστολή, καί τό 1753 ἡ ὀνομασία δόθηκε καί στίς δύο ἐπιστολές πρός τόν Τιμόθεο ἀπό τόν P. Anton. Παλαιότερα ὁ Θωμάς ὁ Ἀκινάτης ὀνόμασε τήν Α΄ πρός Τιμόθεο pastoralis regula καί τό 1609 ὁ Cosmas Magalianus χαρακτήρισε καί τίς τρεῖς ἐπιστολές ἐπισκοπικές (pontificiae). Καί ὁ Τιμόθεος καί ὁ Τίτος ἦταν μαθητές τοῦ Παύλου τούς ὁποίους ἐγκατέστησε ἐπισκόπους· τόν Τιμόθεο στήν Ἔφεσο καί τόν Τίτο στήν Κρήτη. Στήν παροῦσα μελέτη θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἐπιστολή πρός Τίτον. Γιά τόν Τιμόθεο ἔχουμε ἀρκετές πληροφορίες ἀπό τό βιβλίο τῆς Καινῆς διαθήκης Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἐνῶ στόν Τίτο τό ἐν λόγω βιβλίο δέν ἀναφέρεται καθόλου. Μία σημαντική πληροφορία γιά τό πρόσωπο τοῦ Τίτου ἔχουμε ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ Παύλου. Σέ αὐτήν τήν ἐπιστολή μαθαίνουμε ὅτι ὁ Τίτος ἦταν ἐθνικός μέ ἑλληνική παιδεία, δέν εἶχε ὑποβληθεῖ σέ περιτομή καί συνόδεψε τόν Παῦλο, μαζί μέ τόν Βαρνάβα, στήν Ἀποστολική Σύνοδο. Συμφιλίωσε τόν Παῦλο μέ τούς Κορινθίους στά γεγονότα μεταξύ τῶν δύο πρός Κορινθίους ἐπιστολῶν καί βοήθησε στόν ἔρανο γιά τούς χριστιανούς τῶν Ἱεροσολύμων. Κατά τή δεύτερη φυλάκιση τοῦ Παύλου στή Ρώμη ἦταν μᾶλλον κοντά του καί ἀπό ἐκεῖ ἔφυγε γιά τή Δαλματία. Μεταξύ της πρώτης καί τῆς δεύτερης φυλάκισης τοῦ Παύλου στή Ρώμη, ἡ ὁποία κατέληξε καί στό μαρτύριό του, γράφτηκε ἡ πρός Τίτον ἐπιστολή, πιθανόν κατά τά ἔτη 63 ἤ 64μ.Χ. Ἡ ἐπιστολή ἀποτελεῖται 3 κεφάλαια καί 46 στίχους. Τό πρῶτο κεφάλαιο ἀποτελεῖται ἀπό 16 στίχους, τό δεύτερο ἀπό 15 καί τό τρίτο ἐπίσης ἀπό 15. Εἶναι προφανές πώς δέν ἀρίθμησε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς τά κεφάλαια καί τούς στίχους καθώς ὅπως ἤδη ἀνάφέρθηκε στήν Εἰσαγωγή τά κεφάλαια στό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης τοποθετήθηκαν ἀπό τόν ἐπίσκοπο Καντουρίας Στέφανο Langton καί οἱ στίχοι ἀπό τόν παρισινό τυπογράφο Robert Stephanus. Στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς ὑπάρχει ἕνα προοίμιο στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας ἀναφέρει τό ποιός εἶναι καί σέ ποιόν ἀπευθύνει τήν ἐπιστολή του. Ὁ συγγραφέας εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος («Παῦλος, δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ») καί ἡ ἐπιστολή ἀπευθύνεται στόν Τίτο, τό γνήσιο παιδί του στήν κοινή πίστη («Τίτῳ γνησίῳ τέκνῳ κατά κοινήν πίστιν»). Ἀμέσως μετά τό προοίμιο ἀναφέρεται πώς ὁ Τίτος τοποθετήθηκε στό νησί τῆς Κρήτης καί ὡς ὁ ὑπεύθυνος ποιμένας της, ἀλλά καί γιά νά ἐγκαταστήσει πρεσβυτέρους στίς πόλεις τοῦ νησιοῦ. Ὁ Παῦλος παρέχει χρήσιμες συμβουλές πρός τόν Τίτο σχετικά μέ τό ποιές ἀρετές πρέπει νά ἔχει ὁ σωστός ποιμένας ἀλλά καί τό ποίμνιο, ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας. Ο ποιμένας πρέπει νά εἶναι ἀδιάβλητος, ἄνδρας μίας μόνο γυναίκας καί μέ παιδιά πιστά πού δέν κατηγοροῦνται γιά ἄσωτη ζωή ἤ ἀνυπάκουα, ἀλλά καί ὡς διαχειριστής τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι ἀδιάβλητος, νά μήν εἶναι ὑπερόπτης, εὐέξαπτος, μέθυσος, φιλόνικος καί νά μήν εἶναι αἰσχροκερδής. Ἀντιθέτως πρέπει νά εἶναι φιλόξενος, νά ἀγαπάει τό καλό, νά εἶναι συνετός, δίκαιος, εὐσεβής, νά κυριαρχεῖ στόν ἑαυτό του. Ὅσον ἀφορᾶ τό ποίμνιο ὁ Παῦλος σημειώνει πρός τόν Τίτον πῶς πρέπει νά παρακινεῖ τούς ἡλικιωμένους νά εἶναι νηφάλιοι, ἀξιοπρεπεῖς καί νά ἐλέγχουν τόν ἐαυτό τους. Νά εἶναι ὑγιεῖς στήν πίστη, στήν ἀγάπη, στήν ὑπομονή. Οἱ ἡλικιωμένες γυναῖκες πρέπει νά ἐμπνέουν σεβασμό. Νά μήν κακολογοῦν, νά μήν εἶναι ὑποδουλωμένες στό κρασί καί νά διδάσκουν τό καλό. Μόνο ἔτσι θά καθοδηγοῦν τίς νέες νά ἀγαποῦν τά παιδιά τους, νά ἔχουν σωφροσύνη, ἁγνότητα, νά φροντίζουν γιά τό σπίτι τους, νά ἔχουν καλοσύνη καί νά ὑποτάσσονται στούς ἄνδρες τους, γιά νά μή δυσφημίζεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης καί οἱ νέοι πρέπει νά εἶναι ἐγκρατεῖς. Τό κυριότερο ὅμως ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές πρέπει νά κοσμοῦν τόν ἴδιο τόν Τίτο, ὥστε νά εἶναι ζωντανό παράδειγμα πρός ὅλους. Ἐπίσης προτρέπει τόν Τίτο νά ὑπενθυμίζει συνεχῶς στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας πῶς πρέπει νά πειθαρχοῦν στούς ἄρχοντες καί νά εἶναι ἕτοιμοι γιά κάθε καλό ἔργο. Νά εἶναι εἰρηνικοί, ἀνεξίκακοι καί νά μήν κακολογοῦν κανένα καί νά δείχνουν πραότητα σέ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ὑπογραμμίζει στόν Τίτο πώς πρέπει νά συμβουλεύει τούς αἱρετικούς. Ἄν ὅμως παρατηρήσει πώς μετά ἀπό μία ἤ δύο φορές ὁ αἱρετικός δέν ἔχει σκοπό νά στραφεῖ πρός τήν ἀλήθεια, νά τόν ἀφήσει βέβαιος πώς ἔχει διαστραφεῖ καί ἁμαρτάνει καταδικάζοντας ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Ὅμως πρέπει νά ἀποφεύγει καί τίς διαμάχες γύρω ἀπό τό Μωσαϊκό νόμο, τούς γενεαλογικούς καταλόγους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τίς φιλονικίες, καθώς ὅλα αὐτά εἶναι ἀνώφελα καί μάταια. Ἡ ἐπιστολή κλείνει μέ τούς χαιρετισμούς πρός τόν ἐπίσκοπό της Κρήτης καί τοῦ Παύλου ὅπως καί ὅλων ὅσων βρίσκονται κοντά του, ἀλλά καί μέ μία πρακτική προτροπή ἄν περάσουν ἀπό τήν Κρήτη ὁ Ζηνᾶς ὁ νομικός καί ὁ Ἀπολλῶς : νά τούς ἐφοδιάσει πλουσιοπάροχα μέ ὅ,τι χρειάζονται γιά τό ταξίδι τους. Μάλιστα ὑπάρχει καί μία ὡραία παρατήρησή του γιά τό σημεῖο αὐτό. Ἡ ζωή μας, σημειώνει ὁ Παῦλος, δέν πρέπει νά εἶναι ἄκαρπη γεγονός πού συμβαίνει μόνο ὅταν φερόμαστε πλουσιοπάροχα στούς ἀδερφούς μας ἀκόμα καί στίς πιό ἁπλές καθημερινές ἀνάγκες. Τά πιο ἁπλά εἶναι αὐτά πού πλουτίζουν τή ζωή καί ἀναδεικνύουν τό μεγαλεῖο της. Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τῆς ἐπιστολῆς καί ἡ διάσωσή της στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἱστορικότητα τῶν πρόσωπων καί τῶν γεγονότων πού σχετίζονται μέ αὐτήν, χωρίς νά χρειάζεται ἀπαραιτήτως καί κάποια ἄλλη, παράλληλη, ἱστορική μαρτυρία. Ἄλλωστε σέ ὁλόκληρη τήν Καινή Διαθήκη ἡ ἱστορικότητα τῶν περιγραφόμενων γεγονότων ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ εὐαγγελιστές δέν διαφώνουν ποτέ μεταξύ τους στά θεμελιώδη γεγονότα, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἐνῶ διαφώνουν στά δευτερεύοντα, ὅπως εἶναι π.χ. τό ποιά πρόσωπα εἶδαν πρῶτα τόν Ἀναστημένο Κύριο. Ἄν οἱ εὐαγγελιστές συμφωνοῦσαν πλήρως στίς λεπτομέρειες δευτερευόντων στοιχείων, τότε θά ὑπῆρχε ἀμφιβολία γιά τήν ἱστορικότητα τῶν περιγραφόμενων γεγονότων, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τούς ψευδομάρτυρες στό δικαστήριο – μαθαίνουν ἀπέξω καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια, ἀκριβῶς γιατί δέν εἶναι αὐτόπτες μάρτυρες τῶν γεγονότων. Ἡ συγγραφή τῶν εὐαγγελίων γίνεται τουλάχιστον εἰκοσιπέντε μέ τριάντα χρόνια μετά τήν Ἀνάσταση. Εἶναι λογικό νά μήν θυμοῦνται λεπτομέρειες τῶν γεγονότων, ἐνῶ δέν διαφωνοῦν ποτέ στά πιό κεντρικά γεγονότα.
Πολύ εὔστοχα ὁ Γεώργιος Γαλίτης γιά τή σχέση της πρός Τίτον ἐπιστολῆς μέ τά ἱστορικά γεγονότα τῶν Πράξεων παρατηρεῖ : «Καί αὐτό τοῦτο τό γεγονός ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἔνταξη τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῶν ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν στήν ἱστορία τῶν Πράξεων, ἀποκλείει τή δυνατότητα πλαστογραφίας. Τά ἱστορικά γεγονότα τῶν ποιμαντικῶν δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφευρέθηκαν ἀπό κάποιον πλαστογράφο. Οἱ πλαστογράφοι μιμοῦνται τό ἀληθινό, φροντίζουν νά πλησιάσουν ὅσο μποροῦν στήν πραγματικότητα, φροντίζουν ἐπιμελῶς νά εἶναι ἀληθοφανεῖς καί ἀποκρύπτουν μέ κάθε θυσία ὅ,τι μπορεῖ νά ὁδηγήσει τή σκέψη σέ ἀμφιβολίες καί νά διεγείρει ὑπόνοιες· μέ ἕνα λόγο: ἀποφεύγουν σχολαστικά τίς διαφωνίες, διαστάσεις καί διαφορές καί συμβιβάζουν λεπτομερῶς τά στοιχεῖα τοῦ πλαστογραφήματος πρός τό δεδομένο καί ἀναγνωριζόμενο ὡς ὀρθό. Κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει στίς ποιμαντικές ἐπιστολές. Θά συνέβαινε, ἐάν ἦταν πλαστές. Θά φρόντιζε δηλαδή ὁ πλαστογράφος νά ἐναρμονίσει τά στοιχεῖα τοῦ πλαστογραφήματος πρός τά δεδομένα πού ὑπάρχουν, δηλαδή θά φρόντιζε νά τοποθετήσει τίς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστολῆς σαφῶς μέσα στό διαγραφόμενο ἀπό τίς Πράξεις πλαίσιο, γιά νά διασκεδάσει κάθε ὑπόνοια. Καί ἦταν βέβαια πιθανό νά διέπραττε κάποιο μοιραῖο λάθος ὁ πλαστογράφος, ἡ σωρεία ὅμως τῶν ἀσυμφωνιῶν δέν εἶναι χαρακτηριστικό τῶν πλαστογράφων. Οἱ ἀσυμφωνίες αὐτές πείθουν ὅτι κάθε ἄλλο παρά λάθος διέπραξε ὁ συγγραφέας : ἔγραψε μέ ἀφελότητα, ἀγνοώντας συμφωνίες καί ἀσυμφωνίες μέ τούς βιογράφους του, ἀγνοώντας προσπάθειες τῶν μεταγενεστέρων νά ἀπορρίψουν τή γνησιότητα τῶν ἐπιστολῶν βάσει τοῦ ἱστορικοῦ περιβάλλοντός τους πού δέν ἐναρμονίζεται μέ τίς Πράξεις, ἔγραψε μέ ἕνα λόγο τήν ἀλήθεια. Δικό μας ἔργο εἶναι νά βροῦμε τό χῶρο ὅπου θά ἐντάξουμε τίς ἱστορικές προϋποθέσεις. Ἐάν ὁ συγγραφέας ἦταν πλαστογράφος, θά ἦταν προσεκτικότερος καί θά μᾶς ὁδηγοῦσε ἀσφαλέστερα στήν εὕρεση τοῦ χώρου. Ἐάν δέν τό ἔκανε, δέν ἀποτελεῖ αὐτό λόγο ἀπορρίψεως τῆς γνησιότητας, ἀλλά μᾶλλον ἀπόδειξη τῆς εἰλικρίνειάς του». 3.ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
Στήν παροῦσα ἐπιστολή ὁ Παῦλος μᾶς παρέχει μία πολύ σπουδαία πληροφορία γιά τήν ἱερωσύνη κατά τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καθώς ὁ Παῦλος συμβουλεύει τόν Τίτο μέ ποιά κριτήρια θά ἐπιλέγει τά ἡγετικά πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας σημειώνει : «Ὁ λόγος ποῦ σέ ἄφησα στήν Κρήτη ἦταν νά συνεχίσεις νά διορθώνεις τίς ἐλλείψεις καί νά ἐγκαταστήσεις σέ κάθε πόλη πρεσβυτέρους, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες πού σου ἔδωσα. Πρεσβύτερος νά γίνεται ὅποιος εἶναι ἀδιάβλητος, ἄνδρας μίας μόνο γυναίκας, καί μέ παιδιά πιστά, πού δέν κατηγοροῦνται γιά ἄσωτη ζωή ἤ εἶναι ἀνυπάκουα. Γιατί ὁ ἐπίσκοπος, ὡς διαχειριστής τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἶναι ἀδιάβλητος· νά μήν εἶναι ὑπεροπτικός, εὐέξαπτος, μέθυσος, φιλόνικος, καί νά μήν εἶναι αἰσχροκερδής». Παρατηροῦμε πώς ὁ Παῦλος δέν κάνει ἀπολύτως καμία διάκριση μεταξύ τῶν βαθμῶν τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου, καθώς ἀναφέρεται στούς δύο βαθμούς σάν νά εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Πράγματι στήν πρώτη ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε ἡ μετέπειτα διάκριση τῶν δύο βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, γεγονός πού μαρτυρεῖται καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στήν Α΄ πρός Τιμόθεο ἐπιστολή τοῦ ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στά χαρίσματα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τόν ἐπίσκοπο καί τόν διάκονο χωρίς ἀναφερθεῖ καθόλου στόν πρεσβύτερο, ἀκριβῶς γιατί τότε ἐπίσκοπος ἦταν ὁ πρεσβύτερος. Στήν ἐπιστολή Ἰακώβου, ὑπογραμμίζεται πώς ἄν κάποιος εἶναι ἄρρωστος θά πρέπει νά προσκαλοῦνται οἱ πρεσβύτεροί της ἐκκλησίας νά προσευχηθοῦν γί΄ αὐτόν καί νά τόν λείψουν μέ λάδι, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἀναφέρονται οἱ ἐπίσκοποί της ἐκκλησίας κάτι πού δέν χρειάζονταν τότε ἐφόσον ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι ἦταν ὁ ἴδιος βαθμός τῆς ἱερωσύνης. Ἐπίσης ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν Α΄ ὁμώνυμη ἐπιστολή τοῦ ἀναφέρεται μόνο στούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας ἐννοώντας βέβαια καί τούς ἐπισκόπους ὀνομάζοντας μάλιστα καί τόν ἑαυτό τοῦ πρεσβύτερο : «Στούς πρεσβυτέρους σᾶς ἔχω νά δώσω μερικές συμβουλές ὡς συμπρεσβύτερος κι ἐγώ, μάρτυρας τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί μέτοχος στή δόξα του, πού θ’ ἀποκαλυφθεῖ μελλοντικά». Ἀλλά καί πέντε σημεῖα τοῦ τελευταίου βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀποκ. 4,4·4,10·5,8·5,14· 11,16), ἀναφέρονται οἱ πρεσβύτεροι ὡς οἱ ἐπίσκοποί της Ἐκκλησίας. Παρατηροῦμε πῶς ὄχι μόνο στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀλλά καί στήν ἐποχή πού γράφτηκε ἡ Ἀποκαλύψη τοῦ Ἰωάννου, τό 90 μ.Χ., δέν εἶχαν ξεκαθαρίσει οἱ ὄροι ἐπίσκοπος καί πρεσβύτερος, ἐνῶ στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. γνωρίζουμε πώς ὑπάρχει πλέον ξεκάθαρη ἡ διάκριση τῶν δύο ἱερατικῶν βαθμίδων, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές τοῦ Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας. Ἐπιπλέον τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχε καί ἡ διάκριση μεταξύ ἐγγάμου καί ἀγάμου κληρικοῦ· ὁ Παῦλος παρέχει προτροπές προς τον Τίτο γιά τό πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ γυναίκα καί τά παιδιά τοῦ πρεσβυτέρου – ἐπισκόπου. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη μία διευκρίνιση. Ἡ μετέπειτα θεσμοθετημένη ἀγαμία τῶν κληρικῶν κατά τή βυζαντινή ἐποχή (περίπου γιά πέντε αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία ἐπέτρεπε καί τό ἔγγαμο τῶν ἐπισκόπων) δέν πρέπει σέ καμία περίπτωση νά ταυτίζεται μέ τήν ἀγαμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγαμία τῶν κληρικῶν εἶναι μία οἰκοιοθελής ἀποχή ἀπό τήν ἔγγαμη ζωή, ὥστε μέσα ἀπό τό δρόμο τῆς ἀγαμίας νά βροῦν τήν καρποφορία τοῦ ἁγιασμοῦ, πάντοτε μέσα στό ὅρια τῶν δημιουργημάτων (δέν μποροῦν ποτέ νά πάρουν τόν ἁγιασμό στό βαθμό ποῦ τόν κατέχει ὁ Χριστός, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ πηγή τοῦ Ἁγιασμοῦ – τό δημιούργημα δέν μπορεῖ ποτέ νά ἐξισωθεῖ μέ τόν Δημιουργό, καθώς ποτέ δέν αἴρονται τά ὅρια μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου). Οἱ ἄγαμοι κληρικοί ἄν ἤθελαν θά μποροῦσαν νά εἶχαν νυμφευθεῖ πρίν τή χειροτονία τους. Ὅπως ἐπίσης τό ὅτι ἔγιναν ἄγαμοι κληρικοί δέν σημαίνει πῶς σίγουρα θά βροῦν τόν ἁγιασμό ἤ ὅτι δέν μποροῦν καί μέσα στήν ἀγαμία νά ἁμαρτήσουν. Ἀντιθέτως ὁ Χριστός καί δέν ἤθελε ἀλλά καί δέν γινόταν ποτέ νά ἁμαρτήσει, δηλαδή καί δέν μποροῦσε ποτέ νά ἁμαρτήσει γιατί ἦταν καί Θεός, ἔφερε καί τήν θεϊκή φύση, ἦταν καί ἄκτιστος (=ἀδημιούργητος) καί τό ἄκτιστο δέν μπορεῖ ποτέ νά ἐκπέσει στήν κατηγορία τοῦ κτιστοῦ (του δημιουργήματος). Ἄν ὑποστηρίξουμε πῶς ὁ Χριστός δέν ἁμάρτησε ποτέ ἁπλῶς ἐπειδή ἔκανε καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, χωρίς νά ὑπογραμμίσουμε εὐκρινῶς πῶς καί δέν μποροῦσε ποτέ νά ἁμαρτήσει ἐπειδή ἦταν καί Θεός, ἔφερε δηλαδή καί τή θεϊκή φύση, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ ποτέ νά γνωρίσει τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο, τότε δέν θά ἦταν ὁ Θεός – ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ Ἁγιασμοῦ – ἀλλά ἕνας μεγάλος ἅγιος ἤ προφήτης, δηλαδή ἕνα κτιστό ὄν. Φυσικά δέν εἶναι δυνατόν ποτέ ὁ Χριστός οὔτε καί νά ἤθελε νά ἁμαρτήσει καθώς τό θέλημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ ἦταν πλήρως ὑποταγμένο στό θέλημα τῆς θεϊκῆς του φύσεως, ἐνῶ οἱ δύο φύσεις τοῦ διατηροῦνταν πάντοτε τέλειες. Ὅπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ὁ Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος «τό ἀνθρώπινο θέλημα (ἔνν. τοῦ Χριστοῦ) ὡς θεωμένο δέν ἀντιτασσόταν στό θεῖο θέλημα, ἀλλά ὑποτασσόμενο σ’ αὐτό καί ἀκολουθώντας τό ἤθελε καί ἐνεργοῦσε ὅσα τοῦ ἐπέτρεπε τό θεῖο θέλημα πού παραχωροῦσε στήν ἀνθρώπινη φύση νά πράττει καί νά πάσχει αὐτά πού τήν χαρακτηρίζουν». Ἡ πολύ πετυχημένη ἔκφραση ἄγαμος εἶμαι παρθένος δέν εἶμαι, πού ὑπάρχει στή θεολογική γραμματεία, ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτό τό λεπτό σημεῖο τῆς δογματικῆς θεολογίας. Ὁ Χριστός ἦταν ὁ μόνος παρθένος μέ τήν ὀντολογική, τήν ὑπαρξιακή καί πραγματική σημασία τῆς λέξεως. Ἦταν ὁ ἴδιος ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ καί δέν γινόταν νά πέσει στή φθορά καί τό θάνατο (πού θεολογικά ἀποκαλοῦνται ἁμαρτία). Ὁ γάμος εἶναι ὁ πιό ἐγκλωβιστικός δεσμός μέ τόν μάταιο καί τραγικό μεταπτωτικό μας κόσμο. Ὁ δεύτερος πιό ἐγκλωβιστικός δεσμός μετά τόν γάμο εἶναι τό ἐπάγγελμα. Γι’ αὐτό τό λόγο μετά τήν ἀναγνώριση καί ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ἐκκλησία ἀποφάσισε πώς τά ἡγετικά της μέλη, αὐτοί δηλαδή πού κατέχουν τόν τρίτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἐπίσκοποι, μητροπολίτες καί Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, δέν θά νυμφεύονται καί δέν θά ἔχουν ἐπάγγελμα ὥστε νά ἀποφεύγουν, ὅσο εἶναι ἐφικτό, τήν τραγικότητα καί τή ματαιότητα αὐτοῦ του κόσμου. Φυσικά εἶναι δυνατόν νά μήν ἀποφύγουν τήν ματαιότητα, ἀκόμα καί ἀπό αὐτή τή θέση, καί νά ἐγκλωβιστοῦν πλήρως σέ αὐτήν, καί τήν ἴδια ὥρα νά μήν ἐγκλωβιστεῖ ἕνας ἔγγαμος. Αὐτά εἶναι μέτρα πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία γιά μᾶς ὁδηγήσει μέχρι τήν πόρτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία, ὁ ἴδιος ὁ ἁγιασμός. Δέν τίθεται θέμα μεταξύ κακοῦ γάμου καί καλῆς ἀγαμίας, ἀλλά μεταξύ δύο διαφορετικῶν δρόμων πού μποροῦν καί οἱ δύο νά ὁδηγήσουν στόν ἁγιασμό, ἄν χρησιμοποιηθοῦν δημιουργικά ἀπό τόν ἐλεύθερο ἄνθρωπο.
Ἡ παρακολούθηση τῆς ἐξέλιξης τῶν τριῶν βαθμίδων τῆς ἱερωσύνης θά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε καί τό ἐκκλησιολογικό τῆς περιεχόμενο. Ὁ Χριστός σέ μία ἐκ τῶν ἐπιγείων ἐμφανίσεων Τοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, καί συγκεκριμένα «τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, ὅταν βράδιασε κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν συγκεντρωμένοι κάπου μέ κλειστές πόρτες, διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς, στάθηκε στή μέση καί τούς λέγει : ¨Εἰρήνη σέ ἐσάς¨. Κι ὅταν τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια καί τήν πλευρά του. Οἱ μαθητές χάρηκαν πού εἶδαν τό Κύριο. Ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πάλι : ¨Εἰρήνη σ΄ ἐσᾶς! Ὅπως ὁ Πατέρας ἔστειλε ἐμένα, ἔτσι στέλνω καί ἐγώ ἐσάς¨. Ἔπειτα ἀπό τά λόγια αὐτά, φύσηξε στά πρόσωπά τους καί τούς λέγει : ¨Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σέ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες· σέ ὅποιους τίς κρατήσετε ἀσυγχώρητες, θά κρατηθοῦν ἀσυγχώρητες». Ἡ πληροφορία αὐτή δίνεται μέ λεπτομέρειες κυρίως ἀπό τόν Ἰωάννη στό τέταρτο εὐαγγέλιο καί μέ μία παραλλαγή, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀκριβῶς περιεχόμενο, καί ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο στό πρῶτο εὐαγγέλιο καί βιβλίο τοῦ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί εἶναι ἀπολύτως εὔλογο καθώς καί οἱ δύο, ὡς μαθητές στόν στενό κύκλο τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ἦταν παρόντες στήν σημαντική αὐτή στιγμή. Συγκεκριμένα ὁ Ματθαῖος γράφει : «Οἱ ἕντεκα μαθητές ἔφυγαν γιά τή Γαλιλαία, στό βουνό ὅπου ὁ Ἰησοῦς τούς εἶχε παραγγείλει νά βρεθοῦν. Ὅταν τόν εἶδαν, τόν προσκύνησαν· μερικοί ὅμως εἶχαν ἀμφιβολίες. Ὁ Ἰησοῦς τούς πλησίασε καί τούς εἶπε : ¨Ὁ Θεός μου ἔδωσε ὅλη τήν ἐξουσία στόν οὐρανό καί στή γῆ. Πηγαίνετε λοιπόν καί κάνετε μαθητές μου ὅλα τά ἔθνη, βαφτίζοντάς τους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διδάξτε τους νά τηροῦν ὅλες τίς ἐντολές πού σᾶς ἔδωσα. Κι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας πάντα ὡς τή συντέλεια τοῦ κόσμου¨ Ἀμήν». Παρατηροῦμε πώς ὁ Χριστός λίγο πρίν ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς ἀφήνει στούς μαθητές Τοῦ τήν ἐξουσία πού εἶχε καί ὁ ἴδιος ἐπάνω στή γῆ. Ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς οἱ μαθητές του θά λύνουν καί θά δένουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ἐπάνω στή γῆ, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, καί θά βαπτίζουν τά καινούρια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποία μποροῦν νά προέρχονται ἀπό ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου, εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο.
Ἡ ἱστορική πορεία τῆς ἐκκλησίας μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσουμε τή σπουδαιότητα καί τό ἀκριβές ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Χριστός μᾶς παρέδωσε τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τῆς ἱερωσύνης, τό ὁποῖο εἶναι ὁ ἁγιασμός ὁλόκληρής της ἀνθρωπότητας. Οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν τό ἐξωτερικό σχῆμα, δηλαδή τόν τρόπο τῆς παροχῆς τοῦ ἁγιασμοῦ, τό ὁποῖο βέβαια τό δανείστηκαν ἀπό τά σχήματα αὐτοῦ του κόσμου. Ὁ Χριστός δέν εἶπε ποτέ στούς μαθητές πώς τούς ἀφήνει τόν ἀρχιερέα, τόν ἱερέα καί τόν διάκονο. Εἶπε ὅμως πώς τούς ἀφήνει τή δυνατότητα νά βαπτίζουν νέα μέλη τῆς ἐκκλησίας, τά ὁποία μποροῦν νά προέρχονται ἀπό ὅλα τά ἔθνη τῆς γής καθώς καί πώς μόνο αὐτοί μποροῦν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἐξωτερικές ἀνάγκες τῆς ἐκκλησίας καί ὁ ἱστορικός χῶρος μέσα ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκε, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἑβραϊκός κόσμος, μᾶς ὁδήγησαν στήν ἐξωτερική διαμόρφωση τῆς ἱερωσύνης ὅπως τήν γνωρίζουμε καί στό δανεισμό τῶν ὀνομάτων ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.
Ὅταν οἱ ἀπόστολοι, ἀρκετό καιρό μετά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, συνειδητοποίησαν πώς ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ ἡ παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ καί μετά τό θάνατό τους, ἀποφάσισαν νά ἀφήσουν τούς πρεσβυτέρους ὡς ἡγέτες τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖοι θά συνέχιζαν τήν παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ. Κύριο μέλημα τῆς ἐκκλησίας ἦταν νά κάνει φανερό πῶς ὁ ἁγιασμός παρέχεται ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα, τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάρει τή δυνατότητα αὐτή μέ συγκεκριμένο τρόπο, τή χειροτονία (οἱ ἀπόστολοι ἔθεταν τά χέρια τούς ἐπάνω στούς πρεσβυτέρους γιά τή μετάδοση τοῦ χαρίσματος τῆς τελέσεως τῶν μυστήριων). Διαφορετικά κινδύνευε ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἐκκλησία νά θεωρηθοῦν κάτι τό αἰθέριο καί ρομαντικό καί ὄχι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἀργότερα ὅμως κατάλαβαν πῶς ἔπρεπε νά ἀφήσουν καί κάποια πρόσωπα, τά ὁποῖα θά συντόνιζαν τό ἔργο τῶν πρεσβυτέρων, ὥστε νά μήν ἀπειληθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας καί αὐτά τά πρόσωπα εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, τά πρόσωπα ποῦ φυλοῦν σκοπιά καί ὑπάρχουν γιά ἕνα σκοπό, νά μεριμνοῦν γιά τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀπό τίς ἀπειλές τῶν αἱρέσεων καί τήν ἐγγύηση τῆς παροχῆς τοῦ ἁγιασμοῦ. Τά πρόσωπα αὐτά θά ἀναλάμβαναν καί νά χειροτονοῦν καινούριους πρεσβυτέρους στήν ἐκκλησία, δηλαδή ἡ παρουσία τους θά ἦταν ἡ ἐγγύηση γιά τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας καί τή συνέχιση τῆς παροχῆς τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Μόνο μέ αὐτό τό νόημα καί τό δογματικό περιεχόμενο δίνονται καί οἱ χαρακτηρισμοί στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ἐπιπλέον ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε τόν τρίτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης ἀρχιερέα, καί τόν δεύτερο ἱερέα, δανειζόμενη τά ὀνόματα ἀπό τήν ἑβραϊκή ἱερωσύνη, τῆς ὁποίας βέβαια τό περιεχόμενο διαφέρει πλήρως ἀπό τήν ἱερωσύνη τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Κρατήθηκε ἴδιο τό ἐξωτερικό σχῆμα ἐνῶ ἄλλαξε ἐντελῶς τό περιεχόμενο. Τό νέο περιεχόμενο τῆς ἱερωσύνης φαίνεται πολύ καθαρά στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή : «κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἱερεῖς (ἐν. τῆς ἰουδαϊκῆς ἱερωσύνης) ἦταν πολλοί, γιατί ὁ θάνατος τούς ἐμπόδιζε νά παραμένουν αἰώνια, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδή παραμένει αἰώνιος, ἔχει ἱερωσύνη πού δέν μεταβιβάζεται. Γι’ αὐτό μπορεῖ νά σώζει πάντα ὅσους μέσω αὐτοῦ πλησιάζουν τόν Θεό. Ζεῖ αἰώνια, γιά νά μεσιτεύει γί΄ αὐτούς. Τέτοιος ἀρχιερέας μᾶς χρειαζόταν· ἅγιος, ἄκακος, ἀψεγάδιαστος, χωρίς καμία σχέση μέ τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε πάνω στά οὐράνια». Οἱ ἱερεῖς δέν εἶναι μεσίτες μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «γιατί ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί ἕνας ὁ μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, πού πρόσφερε τή ζωή τοῦ λύτρο γιά χάρη ὅλων. Ἔτσι στόν προσδιορισμένο καιρό, ἔδωσε ὁ Θεός τή μαρτυρία του ὅτι θέλει νά σώσει τόν κόσμο», ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν Τιμόθεο. Ὅταν λέμε πώς ὁ ἐπίσκοπος εἶναι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἔκφραση ποῦ τή συναντοῦμε σέ κείμενα τοῦ πρώϊμου χριστιανισμοῦ, ὅπως στίς ἐπιστολές τοῦ Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, δέν ἐννοοῦμε μία μαγική δύναμη ἤ μία ταύτιση ἑνός ἀνθρώπου μέ τόν ἴδιο τό Θεό – κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά εὐσταθεῖ σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας ἐφόσον τό κτιστό δέν μπορεῖ ποτέ νά ἐξισωθεῖ μέ τό ἄκτιστο – ἀλλά ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τό πιό σπουδαῖο διακόνημα μέσα στήν ἐκκλησία πρακτικά, ρεαλιστικά καί ἱστορικά : ἐγγυᾶται τήν συνεχῆ παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ σέ ὁλόκληρο τό ἐκκλησιατικό σῶμα· πρῶτα στόν ἑαυτό του καί κατόπιν σέ ὅλο τό ὑπόλοιπο σῶμα, πρεσβυτέρους, διακόνους, λαϊκούς. Ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἄνθρωπος ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη, τό ἴδιο κτιστός καί φθαρτός μέ αὐτούς. Γί΄ αὐτό ἐνῶ τελεῖ ὁ ἴδιος τά μυστήρια μεταλαμβάνει ὁ ἴδιος πρῶτος τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καθώς δέν παύει ποτέ καί ὁ ἴδιος νά ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ ἁγιασμοῦ, καί κατόπιν μεταλαμβάνει τό ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικό σῶμα παρέχοντας τοῦ τόν ἁγιασμό· διαφορετικά δέν θά εἶχε ὁ ἴδιος τήν ἀνάγκη τῆς μετάληψης τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Τήν ἴδια ὥρα ὅμως ποῦ πρῶτος ὁ ἴδιος ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ ἁγιασμοῦ, τήν ἴδια ὥρα ὁ ἴδιος πρῶτος κατέχει καί τό πιό χρήσιμο διακόνημα μέσα στήν ἐκκλησία ποῦ δέν τό ἔχει κανένας ἄλλος : χειροτονεῖ καινούριους ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους συνεχίζοντας ἀλλά καί διασφαλίζοντας τήν ἑνότητα καί τήν παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ Χριστός στούς ἀνθρώπους, τά τελειότερα ὄντα τῆς δημιουργίας (πού εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί μετέχουν καί στούς δύο κόσμους νοητό – κτιστό καί ὑλικό) ἐμπιστεύθηκε τό πιό σπουδαῖο δῶρο τῆς ἀνθρωπότητας : τόν ἁγιασμό της. Μέσα στήν ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἄλλα χαρίσματα – διακονήματα πού συντελοῦν στόν ἁγιασμό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπως τό διακόνημα τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ διακόνου, τοῦ οἰκογενειάρχη, τοῦ διδασκάλου, τοῦ ἰατροῦ, τοῦ δικαστῆ, τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτη, τοῦ καλλιτέχνη (οἱ ἁγιογραφίες καί τά ψηφιδωτά του χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ συντελοῦν σέ μεγάλο βαθμό στή συνειδητοποίηση τῆς θεοφάνειας καί τοῦ ἁγιασμοῦ), τοῦ ἐμπόρου. Αὐτά τά χαρίσματα – διακονήματα ὅμως δέν παρέχουν ἄμεσα καί πλήρως τόν ἁγιασμό ὅπως συμβαίνει μέ τό χάρισμα τοῦ ἐπισκόπου, καί γι’ αὐτό εἶναι μέν σπουδαία καί χρήσιμα, ὄχι ὅμως στό βαθμό πού εἶναι οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης, καί δή αὐτός τοῦ ἐπισκόπου, γιά τούς λόγους πού ἐξηγήσαμε. Ἄλλωστε ὁ Ἰγνάτιος Ἀντοχείας ἐνῶ στήν ἐπιστολή του Πρός Μαγνησιεῖς ἀποκαλεῖ τόν ἐπίσκοπο εἰς τύπον Θεοῦ καί τούς πρεσβυτέρους εἰς τύπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων πεπιστευμένους μέ τή διακονία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἔκφραση, τήν ὁποία πολύ σωστά ὁ Παναγιώτης Παπαευαγγέλου μεταφράζει συμβολίζει τό Θεό) στήν ἐπιστολή του πρός τούς Τραλλιανούς σημειώνει πώς πρέπει νά σεβόμαστε τούς διακόνους σάν νά ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως καί τόν ἐπίσκοπο πού εἶναι σύμβολο τοῦ Πατέρα, ἐνῶ στήν ἐπιστολή του πρός τούς Σμυρναίους λέγει πώς πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τόν ἐπίσκοπο ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός τόν Πατέρα, τούς πρεσβυτέρους ὅπως τούς ἀποστόλους καί τούς διακόνους σάν ἐντολοδόχους τοῦ Θεοῦ. Θά μποροῦσε νά πεῖ κάποιος πῶς ἡ ἀναφορά α) ὅτι πρέπει νά σεβόμαστε τούς διακόνους «σάν νά ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός», τόν ἐπίσκοπο σάν νά ἦταν τύπος τοῦ Πατρός, ἐνῶ τούς πρεσβυτέρους νά ἦταν συνέδριο Θεοῦ καί σύνδεσμος ἀποστόλων, καί β) ἡ ἔκφραση ὅτι οἱ διάκονοι εἶναι «ἐντολοδόχοι τοῦ Θεοῦ», ποῦ ἀποδίδεται στούς διακόνους, δείχνουν ἀνώτερη θέση τῶν διακόνων ἀπό αὐτή τῶν πρεσβυτέρων, γιά τούς ὁποίους σημειώνει πῶς βρίσκονται στή θέση τῶν ἀποστόλων. Ὅμως δέν ὑπάρχει τέτοιο πρόβλημα καθώς οἱ ἐκφράσεις εἶναι δικές μας ποῦ θέλουν νά δείξουν τά ξεχωριστά, δηλαδή τό πιό σπουδαῖα, διακονήματα μέσα στήν Ἐκκλησία, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι αὐτό τοῦ ἐπισκόπου γιατί ἐγγυᾶται τή συνέχιση τῆς παροχῆς τοῦ ἁγιασμοῦ καθώς χειροτονεῖ καινούριους ἱερεῖς. Γί΄ αὐτό ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση, ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἤ παραπλήσια, μπορεῖ νά ἀποδίδεται τήν ἴδια ὥρα καί στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης ἀκόμα καί στά κείμενα τοῦ ἴδιου συγγραφέως, ὅπως παρατηρεῖται στίς ἐπιστολές τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας. Σύμφωνα μέ τίς παραπάνω δογματικές – θεολογικές προϋποθέσεις εἶναι προφανής ἡ ἀκριβής θέση τοῦ ἱερέως μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ὁ ἱερέας δέν εἶναι ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ καθώς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο – τό κτιστό δέν μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τό ἄκτιστο. Δέν εἶναι ὅμως ἀκριβής θεολογικά οὔτε καί ἡ ἄποψη πώς ὁ ἱερέας ἐκπροσωπεῖ τό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐννοώντας τούς λαϊκούς, γιατί οἱ λαϊκοί ἔχουν τή δική τους θέση, τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά λάβει ὁ κληρικός – ἡ ριζική διάκριση κλήρου καί λαοῦ, κληρικῶν καί λαοῦ εἶναι αὐτό ποῦ συνιστᾶ τήν ἐκκλησία˙ στήν ἐκκλησία τό ποίμνιο δέν θά γίνει ποτέ ποιμένας καί ὁ ποιμένας ποτέ ποίμνιο. Ἡ πιό σωστή θεολογικά ἄποψη εἶναι πῶς ὁ ἱερέας, χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη νά ἐκπροσωπεῖ ἀπαραιτήτως κάποιον, εἶναι τό πρόσωπο ποῦ κατέχει τό πιό σημαντικό λειτούργημα μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα· τελεῖ τά ἄχραντα μυστήρια παρέχοντας τόν ἁγιασμό.
Καθώς ἡ ἐκκλησία πορεύεται μέσα στήν ἱστορία, εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικό καί ἡ διαμόρφωση τῶν ἐξωτερικῶν σχημάτων καί τῆς ἱερωσύνης νά ἐπηρεάζεται ἄμεσα ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες. Ἕνα χαρακτηριστικό παραδεῖγμα εἶναι ἡ διαμόρφωση τοῦ βαθμοῦ τοῦ διακόνου. Οἱ διάκονοι ἐπιλέχθηκαν καταρχᾶς γιά νά βοηθοῦν τούς ἀποστόλους στίς «ἀγάπες» τά τραπέζια ποῦ συνόδευαν τήν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας κατά τήν ἀποστολική ἐποχή, ὥστε οἱ ἀπόστολοι νά ἀφοσιωθοῦν ἀπερίσπαστοι στό ἱεραποστολικό καί κηρυκτικό τούς ἔργο. Ὅταν ὅμως οἱ «ἀγάπες» ἀτόνισαν καί δέν ὑπῆρχε λόγος νά ὑφίσταται ἡ συγκεκριμένη διακονία μέ τήν ἀρχική της μορφή, ἡ ἐκκλησία ἀποφάσισε νά ἐνσωματώσει τόν διάκονο στό λειτουργικό της ἔργο ὡς βοηθό τῶν ἱερέων (δέν τόν κατήργησε, γιατί ἡ ἐκκλησία ποτέ δέν καταργεῖ καί δέν ἀχρηστεύει, μόνο ἐνσωματώνει καί ἀφομοιώνει ζωντανά, ἐφόσον πρόκειται γιά ζωντανό σῶμα πού δέν σταμάτησε ποτέ νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ – ἡ θεία λειτουργία γιά περισσότερο ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια τελεῖται ἀδιάκοπα). Εἶναι προφανές πώς ὁ βαθμός τοῦ διακόνου δέν ἦρθε θεόσταλτος ἀπό τόν οὐρανό. Θεόσταλτο καί ἄκτιστο εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ βαθμοῦ, καθώς βοηθᾶ τούς ἄλλους δύο βαθμούς τῆς ἱερωσύνης στήν παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ (ὁ ὁποῖος εἶναι ἄκτιστος), ὅμως ἡ ἐξωτερική του μορφή εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἀναγκῶν τῆς πρώτης ἐκκλησίας καί τῆς ἐπινόησης τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε οἱ λέξεις ἱερέας καί ἀρχιερέας προέρχονται ἀπό τήν ἰουδαϊκή ἱερωσύνη (οἱ φαρισαῖοι ὡς θρησκευτική ἡγεσία τῶν ἰουδαίων ὀνομάζονταν ἀρχιερεῖς), ὅρος πού κράτησε ἡ ἐκκλησία γιά τή δική της ἱερωσύνη καί συγκεκριμένα γιά τόν τρίτο βαθμό. Στή χριστιανική παράδοση ἐπικράτησε καί ὁ ὅρος λευϊτική οἰκογένεια, ὡς χαρακτηρισμός γιά τίς οἰκογένειες τῶν χριστιανῶν ἱερέων, σημάδι πού δείχνει καθαρά τήν ἐξωτερική προέλευση τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης ἀπό τά σχήματα αὐτοῦ του κόσμου – καί συγκεριμένα τόν ἑβραϊκό λαό – μέ ἐντελῶς ὅμως καινούριο περιεχόμενο.
4.ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀφιερώνει μεγάλο μέρος τῆς ἐπιστολῆς του γιά νά τονίσει στόν Τίτο πώς τά μέλη τῆς ἐκκλησίας θά πρέπει νά διακρίνονται γιά τήν σεμνότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ βίου τους, διευκρινίζοντας ὅμως πώς αὐτό θά πρέπει νά εἶναι καρπός μόνο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία φανερώθηκε πλήρως μέ τήν ἐνανθρώπιση καί τοῦ Κυρίου, καί ὄχι ἁπλῶς μία καλή ἐξωτερική συμπεριφορά. «Ἠθική αὐτόνομη δέν ὑπάρχει γιά τήν Κ. Διαθήκη καί τήν Γραφή γενικότερα. Ἡ ἠθική εἶναι ἀπόρροια, ὁ καρπός καί τό ἐπιστέγασμα τοῦ δόγματος (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3, 15 – 16)», παρατηρεῖ ὁ Γ. Γαλίτης. Στό δεύτερο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει : «Ὁ Θεός φανέρωσε τή χάρη του γιά νά σώσει ὅλους τους ἀνθρώπους. Αὐτή ἡ χάρη μᾶς καθοδηγεῖ γιά νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες γιά νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη, μέ δικαιοσύνη καί μέ εὐσέβεια στόν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τή μακαριότητα ποῦ ἐλπίζουμε, δηλαδή τήν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά μας, γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό κάθε ἀνομία, νά μᾶς καθαρίσει καί νά μᾶς κάνει ἕνα λαό ποῦ νά ἀνήκει μόνο σ΄ αὐτόν καί νά καταγίνεται μέ ζῆλο στά καλά ἔργα». Πολύ χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀναφορά του γιά τή διαφορά τῶν ἀποστόλων καί τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν πρίν τήν ἐνανθρώπιση καί μετά : «Γιατί καί ἐμεῖς ἤμασταν κάποτε ἄμυαλοι, ἀπείθαρχοι, πλανεμένοι, ὑποδουλωμένοι σέ κάθε λογής ἐπιθυμίες καί ἡδονές· ζούσαμε μέσα στήν κακία καί στόν φθόνο· ἤμασταν μισητοί καί μισούσαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὅταν ὅμως ὁ σωτήρας μας ὁ Θεός φανέρωσε τήν καλοσύνη του καί τήν ἀγάπη του στούς ἀνθρώπους, μᾶς ἔσωσε, ὄχι γιά τά καλά μας ἔργα πού τυχόν κάναμε ἐμεῖς, ἀλλά γιατί μᾶς σπλαχνίστηκε. Μᾶς ἔσωσε μέ τό βάπτισμα τῆς ἀναγέννησης καί τῆς ἀνανέωσης πού χαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τό σκόρπισε πλούσια πάνω μας διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτήρα μας, γιά νά δικαιωθοῦμε μέ τή δική του χάρη καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή, πού τήν προσδοκοῦμε». Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι «ἡ ἐκκλησία καθόρισε νά διαβάζονται τά τεμάχια αὐτά κατά τήν ἡμέρα τῶν Ἐπιφανείων, κατά τήν ἑορτή δηλαδή, κατά τήν ὁποία ἐφάνη ὁ Τριαδικός Θεός ¨καί τό φῶς αὐτοῦ ἐσημειώθη ἐφ’ ἠμᾶς… ἦλθεν, ἐφάνη, τό φῶς τό ἀπρόσιτον¨ (Κοντάκιο 6ης Ἰαν.)». «Καί τά δύο αὐτά τεμάχια παρουσιάζουν τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπαντᾶται σ’ αὐτά ὁρολογία περί Θεοῦ ὅμοια μέ αὐτήν πού χρησιμοποιοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη καί εἰδικότερα στή λατρεία τῶν βασιλέων (ἐπιφάνεια, μέγας θεός, σωτήρ, φιλανθρωπία). Προφανῶς ὁ σκοπός τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἀπολογητικός καί πολεμικός καί ἀποσκοποῦσε στό νά ἀπομακρύνει τούς πιστούς ἀπό τέτοιες παραστάσεις καί νά τούς ἀναγάγει στόν Θεό, τόν μόνο Μέγα καί Σωτήρα…Ἄλλο κοινό χαρακτηριστικό τῶν τεμαχίων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἡ θεολογία τούς εἶναι σαφῶς παύλειος, καί μάλιστα θεωροῦνται ὡς τά πιό παύλεια τεμάχια μέσα στό ὅλο σῶμα». Ὁ ἁγιασμός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πρέπει νά χαρακτηρίζει ὅλα τά μέλη τῆς ἐκκλησίας : τόν ἴδιο τόν Τίτο, τούς πρεσβυτέρους – ἐπισκόπους, τούς ἡλικιωμένους, τίς ἡλικιωμένες, τούς νέους καί τίς νέες. «Κι ἐσύ νά συμπεριφέρεσαι ἔτσι, ὥστε σέ ὅλα νά εἶσαι ὑπόδειγμα καλῶν ἔργων. Ἡ διδασκαλία σου νά εἶναι ἀνόθευτη, σοβαρή, καθαρή, μέ σωστό περιεχόμενο, ποῦ δέν θά δίνει ἀφορμή γιά κατηγορίες» θά τοῦ πεῖ. Κατόπιν ἀναφέρεται στά χαρίσματα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τά ἡγετικά μέλη τῆς ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους – ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀποστολή νά διορθώνουν τίς ἐλλείψεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων : «ὁ λόγος ποῦ σέ ἄφησα στήν Κρήτη ἦταν νά συνεχίσεις νά διορθώνεις τίς ἐλλείψεις καί νά ἐγκαταστήσεις σέ κάθε πόλη πρεσβυτέρους σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες ποῦ σου ἔδωσα». Ὁ Παῦλος ἐξηγεῖ μέ λεπτομέρεια τά χαρίσματα ποῦ κοσμοῦν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ πρεσβυτέρου – ἐπισκόπου : «πρεσβύτερος νά γίνεται μόνο ὅποιος εἶναι ἀδιάβλητος, ἄνδρας μίας μόνο γυναίκας, καί μέ παιδιά πιστά, πού δέν κατηγοροῦνται γιά ἄσωτη ζωή ἤ εἶναι ἀνυπάκουα. Γιατί ὁ ἐπίσκοπος, ὡς διαχειριστής τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἶναι ἀδιάβλητος· νά μήν εἶναι ὑπερόπτης, εὐέξαπτος, μέθυσος, φιλόνικος, καί νά μήν ἐπιδιώκει ἀθέμιτα κέρδη. Ἀντίθετα, πρέπει νά εἶναι φιλόξενος, ν΄ ἀγαπάει τό καλό, νά εἶναι συνετός, δίκαιος, εὐσεβής, νά κυριαρχεῖ τόν ἑαυτό του· νά εἶναι προσηλωμένος στό κήρυγμα ποῦ συμφωνεῖ μέ τή διδαχή πού μᾶς παραδόθηκε, καί συνεπῶς νά εἶναι ἀξιόπιστο. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος θά μπορεῖ καί νά καθοδηγεῖ σύμφωνα μέ τή σωστή διδασκαλία καί νά ἐλέγχει ὅσους εἶναι ἀντίθετοι σ΄ αὐτήν». Συμβουλεύει τόν Τίτο νά παρακινεῖ τούς ἡλικιωμένους νά εἶναι νηφάλιοι, σεμνοί, σώφρονες, ὑγιεῖς στήν πίστη, στήν ἀγάπη, στήν ὑπομονή. Τό ἴδιο πρέπει νά παρακινεῖ τίς γυναῖκες νά συμπεριφέρονται μέ τέτοιο τρόπο ποῦ νά ἐμπνέουν τό σεβασμό. Νά μήν κακολογοῦν, νά μήν εἶναι ὑποδουλωμένες στό κρασί καί νά διδασκοῦν τό καλό. Μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο θά διδάσκουν τίς νεές νά ἀγαποῦν τούς ἄνδρες τους καί τά παιδιά τους, νά ἔχουν σωφροσύνη, ἁγνότητα, νά φροντίζουν γιά τό σπίτι τους, νά ἔχουν καλωσύνη καί νά ὑποτάσσονται στούς ἄνδρες τους γιά νά μήν δυσφημεῖται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀπευθύνεται επίσης ξεχωριστά καί στούς νέους, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά εἶναι ἐγκρατεῖς.
5. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
Μόνο μέ αὐτό τό πρίσμα νοοῦνται καί οἱ ποιμαντικές συμβουλές πού δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή τοῦ Τίτο. Μόλις τελειώσει τήν ἀναφορά του στά χαρίσματα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τόν πρεσβύτερο – ἐπίσκοπο, καί πρίν ἀναφερθεῖ στίς ὑπόλοιπες τάξεις τῶν πιστῶν, σημειώνει πώς ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν κοσμεῖται ἀπό αὐτά τά χαρίσματα οἱ αἱρετικοί θά ἐξαπατήσουν τούς ἀνθρώπους. «Γιατί ὑπάρχουν πολλοί, προπάντων αὐτοί πού ἦρθαν ἀπό τόν ἰουδαϊσμό, πού δέν θέλουν νά ὑποταχθοῦν, καί διδάσκουν ψεύτικα πράγματα ἐξαπατώντας τούς ἀνθρώπους. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀποστομώνει, γιατί γκρεμίζουν σπίτια ὁλόκληρα, διδάσκοντας πράγματα πού δέν πρέπει, μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσουν χρήματα μέ ἀθέμιτα μέσα». Γιά νά ἀπαντήσει κάποιος στούς αἱρετικούς δέν ἀρκεῖ μόνο ὁ κατάλληλος θεολογικός ἐξοπλισμός, ἀλλά κυρίως ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου, τά σημάδια τῆς ὁποίας εἶναι ἄρετες πού ἀνέφερε προηγουμένως. Ἐπιπλέον ἐνημερώνει τόν Τίτο γιά τό ποίμνιό του, τούς Κρῆτες, ἀπό πληροφορίες πού εἶχε, καί ὄχι ἀπό δική του προσωπική ἐμπειρία, καθώς ὁ ποιμένας πρέπει νά γνωρίζει πολύ καλά τά παιδιά του. : «Εἶπε ἕνας συμπατριώτης τους, δικός τους προφήτης : ¨Οἱ Κρήτες εἶναι πάντα ψεῦτες, θηρία ἀνήμερα, ὀκνηροί, κοιλιόδουλοι¨. Αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἀληθινός. Γί΄ αὐτό νά τούς ἐλέγχεις αὐστηρά, ὥστε νά ἔχουν σωστή πίστη καί νά μήν προσέχουν σέ ἰουδαϊκούς μύθους καί σέ ἐντολές ἀνθρώπων πού ἀποστρέφονται τήν ἀλήθεια. Γιά τούς καθαρούς ὅλα εἶναι καθαρά. Γιά τούς μολυσμένους ὅμως καί τούς ἀπίστους τίποτα δέν εἶναι καθαρό, γιατί καί τό μυαλό τους καί ἡ συνειδήση τούς εἶναι μολυσμένα. Διακηρύττουν ὅτι γνωρίζουν τόν Θεό, ἀλλά μέ τά ἔργα τούς τόν ἀρνοῦνται. Εἶναι ἀπειθεῖς, δέν ὑποτάσσονται στόν Θεό καί εἶναι ἀνίκανοι γιά ὁποιοδήποτε καλό ἔργο». Οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ Παύλου γιά τούς Κρῆτες, ἀφοροῦν τούς Κρῆτες ὡς ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔλλειψη τοῦ ἁγιασμοῦ σέ αὐτήν, καί ὄχι βέβαιά τους Κρῆτες ὡς πολίτες, καί γί΄ αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν θίγει τήν ἀξιοπρέπειά τους. Ἄλλωστε ὁ Τίτος πρέπει νά τούς ἐλέγχει καθαρά ὡς πατέρας καί ἐπίσκοπος ἀναφερόμενος σέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή τους, καί ὄχι ὡς πολιτικός ἡγέτης ἐνδιαφερόμενος γιά τούς Κρῆτες ὡς πολίτες (δέν ἔχει καμία ἀπολύτως κοσμική ἐξουσία· μόνο τήν τέλεση τῶν μυστηρίων καί τό θεολογικό λόγο). Αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά ἀπό τήν ἐπεξήγηση πού δίνει ὁ ἴδιος : «Γιά τούς καθαρούς ὅλα εἶναι καθαρά. Γιά τούς μολυσμένους ὅμως καί τούς ἀπίστους τίποτα δέν εἶναι καθαρό, γιατί καί τό μυαλό τους καί ἡ συνείδηση τούς εἶναι μολυσμένα». Εἶναι προφανές πώς αὐτή ἡ ἐπεξήγηση δέν θά ὑπῆρχε ἄν ἀναφερόταν σέ πολίτες, ἀλλά μόνο σέ ἑνιαῖες ὑπάρξεις καθώς ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἁγιασμό τους. Ἄλλωστε δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀμέσως ἀκολουθεῖ μία ἀκόμα σημαντική ποιμαντική του πρός τόν Τίτο : ἡ ὑποχρέωσή του νά ὑπενθυμίζει στό ποίμνιο τῆς Κρήτης πώς πρέπει νά ὑποτάσσεται σέ αὐτούς πού ἀσκοῦν ἐξουσία. Ἡ ἐκκλησία δέν ἔχει λόγο νά φιλονικεῖ μέ τήν πολιτική ἐξουσία γιατί εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπό αὐτήν. «Νά θυμίζεις στούς πιστούς νά ὑποτάσσονται στούς ἄρχοντες καί σ΄ αὐτούς πού ἀσκοῦν ἐξουσία, νά πειθαρχοῦν, νά εἶναι ἕτοιμοι γιά κάθε καλό ἔργο, νά μήν κακολογοῦν κανένα, νά εἶναι εἰρηνικοί, ἀνεξίκακοι καί νά δείχνουν σέ κάθε περίσταση πραότητα πρός ὅλους τους ἀνθρώπους». Μία ἀκόμα ποιμαντική προτροπή εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Κύριο χαρακτηριστικό της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλευθερία. Ὅταν οἱ αἱρετικοί δέν ἔχουν διάθεση νά ἀκούσουν τό λόγο τῆς ἀληθείας πού ὁδηγεῖ στή ζωή τότε ὁ ποιμένας πρέπει νά τούς ἀφήσει. Εἶναι ἐλεύθερα ὄντα πού μόνοι τους ἀπομακρύνονται ἀπό τή ζωή. «Τόν ἄνθρωπο πού ἀκολουθεῖ πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψε τόν μία δύο φορές, κι ἄν δέν ἀκούσει ἄφησε τόν, μέ τή βεβαιότητα πώς αὐτός ἔχει πιά διαστραφεῖ καί ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του». Ἕνα ἀκόμα πρόβλημα πού ἀντιμετώπιζε ἡ πρώτη ἐκκλησία ἦταν οἱ διαμάχες γιά τόν ἰουδαϊκό νόμο. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρει πολλούς γενεαλογικούς καταλόγους μέ ὀνόματα προγόνων τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθνους. Ἀναφέραμε στό εἰσαγωγικό σημείωμα τῆς μελέτης μας πώς ἡ ἐπίσημη συγγραφή τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων ξεκίνησε τόν 10ο αἰώνα π.Χ., ἐπί βασιλείας Δαβίδ. Μέσα στά ἐνδιαφέροντα τοῦ Δαβίδ ἦταν νά σώσει καί τήν ἱστορία τοῦ ἔθνους του, γεγονός στό ὁποῖο συμβάλλει ἰδιαιτέρως ἡ ἐκτενής παρουσίαση τῶν γενεαλογικῶν καταλόγων τῶν προπατόρων τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθνους. Στά χρόνια του ἀποστόλου Παύλου ὑπῆρχαν προφανῶς ἔντονες ἔριδες μεταξύ τῶν Ἰουδαίων καί τῆς πρώτης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας γιά τούς γενεαλογικούς καταλόγους τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί γί αὐτό ὁ Παῦλος συμβουλεύει τόν μαθητή τοῦ Τίτο : «Νά ἀποφεύγεις τίς ἀνόητες συζητῆσεις σέ γενεαλογικούς καταλόγους, τίς φιλονικίες καί τίς διαμάχες γύρω ἀπό τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου γιατί ὅλα αὐτά εἶναι ἀνώφελα καί μάταια». Ἡ συγκεριμένη ποιμαντική προτροπή τοῦ Παύλου δείχνει μέ πολύ εὐσύνοπτο καί μεστό τρόπο τή χρυσή τομή μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης πού ἔφερε ἡ ἐνανθρώπιση.
6.ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τό ὅτι ἔγινε πραγματικά ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ τεράστιος πολιτισμός τόν ὁποῖο δημιούργησε. Ἄν δέν ἦταν ἀληθινό γεγονός ἡ Ἀνάσταση δέν θά εἶχε ἀφήσει πίσω της ὅλα αὐτά τά δημιουργήματα : ἀρχιτεκτονική ναῶν, ποίηση, μουσική, θεολογικοί ὄροι, ἁγιογραφία, ψηφιδωτά καί χιλιάδες κείμενα, ἕνα ἀπό τά ὁποία εἶναι καί ἡ Πρός Τίτον ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μία ἐπιστολή πού γράφτηκε πρίν εἴκοσι αἰῶνες καί ἀπευθυνόταν πρός ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, κατάφερε νά γίνει ἕνα ἀπό τά πιό διάσημα κείμενα τῆς παγκόσμιας γραμματείας, καθώς ἀποτελεῖ σήμερα ἕνα ἀπό τά 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ συνεχής παρουσία τῆς ἐκκλησίας μέσα στόν πολιτισμό χωρίς καμία ἀπολύτως διακοπῆ – ἡ θεία λειτουργία δέν σταμάτησε ποτέ νά τελεῖται – εἶναι ἡ καλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν πραγματικότητα τοῦ ἁγιασμοῦ ποῦ προσφέρει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου· ἕνα καθαρό σημάδι θεοφανείας.
[ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ]
Ἐλληνική Πατρολογία τοῦ J. P. Migne | Τόμος 5, Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πολύκαρπος, Πάπαι, Ἀπολογηταί, (πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως ἐν Παρισίοις 1857), κέντρον πατερικῶν ἐκδόσεων (ΚΕ.Π.Ε.), Γενική ἐπιμέλεια τῆς ἑλληνικῆς ἐκδόσεως ὑπό ἱερέως, θεολόγου, Ἰωάννου Κ. Διώτη, Ἀθῆναι 2001 |
Ἀποστολικοί Πατέρες 4 | Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας Ε.Π.Ε., 119, Εἰσαγωγή, Κείμενα – Μετάφραση – Σχόλια ἀπό τόν Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, Διδάκτορα Θεολογίας, ἐκδοτικός οἶκος Ἐλευθερίου Μερετάκη «τό Βυζάντιον» πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» Θεσσαλονίκη 1994 |
Ἡ Ἁγία Γραφή
| (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη) Μετάφραση ἀπό τά πρωτότυπα κείμενα, Ἑλληνική Βιβλική Ἐταιρία 2003 |
Ἡ Καινή Διαθήκη | (κείμενο – μετάφραση στή δημοτική) της Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας 2006, στήν ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας 2008 |
Βιβλιογραφία |
|
Γαλίτη Ἀντ. Γεωργίου, | Γεωργίου Ἄντ. Γαλίτη, Ἡ πρός Τίτον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, (ὁ ποιμένας καί οἱ αἱρετικοί), στή σειρά Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης 12γ, Κεντρική διάθεση Μ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 31992 |
Καϊμάκη Δημήτρη | Σύντομη Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (Επιλογή ενοτήτων από τη Βίβλο της Ιερουσαλήμ) Μετάφραση. Εκτυπωτική ΕΠΕ «Uniprint Hellas» Θεσσαλονίκη 1991 |
Καλαντζάκη Ε. Σταύρου | Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, (ἐπιμέλεια Ἀθανάσιος Παπαρνάκης, Δ.Θ.) ἐκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 2007 |
Καραβιδόπολου Δ. Ἰωάννου | Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993 και 32007 |
π. Λουβοβίκου Νικολάου, | Εἰκών καί Μίμησις: Ἡ Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ὀντολογία τῆς Διαλογικῆς Ἀμοιβαιότητας, δημοσιευμένο στό Θεολογία, Τριμηνιαία ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τόμος 80· τεῦχος 4ο· Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2009, μέ τόν τίτλο Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία σελ. 225 – 246 |
Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου | Φιλοσοφία καί Θεολογία στήν πατερική παράδοση, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄ Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 17 – 29 |
Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου | Θεσμός καί χάρισμα κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄, ἐκδόσεις Π. Πουρνάρα Θέσσαλονίκη 2000, σελ. 195 – 217 |
Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου | Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ὡς θεμελιώδης ἱεραποστολική ἀρχή τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ΄, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 51 – 68 |
Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου | Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ λόγου κατά τόν ἄγ. Ἰωάννη Δαμασκηνό καί ἡ σημασία της γιά τή θεολογία του, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ΄, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 139 – 205 |
Ματσούκα Ἀθ. Νίκου | Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, (Ἀρχαίας Ἐλλληνικῆς – Βυζαντινῆς – Δυτικοευρωπαϊκῆς Μέ σύντομη εἰσαγωγή στή φιλοσοφία), ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2002 |
Ματσούκα Ἀθ. Νίκου | Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, σημεῖα νοήματα ἀποτυπώματα ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002 |
Ματσούκα Ἀθ. Νίκου | Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος, (Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη), ἐκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 32004 |
π. Σκιαδαρέση Γ. Ἰωάννου, | Ἐκκλησία, λατρεία καί εὐχαριστία στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, δημοσιευμένο στό Θεολογία, Τριμηνιαία ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τόμος 80· τεῦχος 4ο· Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2009, μέ τόν τίτλο Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία σελ.163 – 185
|
Βλ. γιά τό θέμα Νίκου Ἀθ. Ματσούκα, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, σημεῖα νοήματα ἀποτυπώματα ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 17 – 18, 352. Πρβλ. επίσης Δημήτρη Καϊμάκη, Σύντομη Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη (Ἐπιλογή ἑνοτήτων ἀπό τή Βίβλο τῆς Ἱερουσαλήμ) Μετάφραση, σελ. 132.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου