Επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου αναγορεύθηκε το πρωί της Τρίτης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Αποστολοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τριπόλεως και ολοκληρώθηκε πριν λίγα λεπτά. Τον Οικουμενικό Πατριάρχη υποδέχθηκαν, λίγο μετά τις 10 το πρωί, ο Πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής, καθηγητής Ιωάννης Μεταξάς, ο πρόεδρος του τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου, καθηγητής Θεόδωρος Παπαθεοδώρου – οι οποίοι τον προσφώνησαν –καθώς και το σύνολο των καθηγητών και στελεχών του Πανεπιστημιακού Ιδρύματος. Στην τελετή παρέστησαν ο Νομάρχης και ο δήμαρχος Τριπόλεως, βουλευτές, ο μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας, Ιεράρχες και πλήθος κόσμου, μεταξύ των οποίων πολλοί νέοι.
Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρθηκε στον έντονο προβληματισμό που προκαλεί διαχρονικά το ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Στο επίκεντρο της τοποθέτησης του προκαθημένου της Ορθοδοξίας βρέθηκαν οι σύγχρονες τεχνολογίες και η επιρροή που ασκούν στην ζωή του ανθρώπου σήμερα, η παγκοσμιοποίηση και οι σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της, η οικολογική καταστροφή που απειλεί την συνοχή και συνύπαρξη ολόκληρων κοινωνιών αλλά και το μέλλον του πλανήτη. «Η πρωτοφανής οικολογική κρίσις αντικατοπτρίζει το ανθρωπολογικόν αδιέξοδον, την πνευματικήν κρίσιν του σύγχρονου ανθρώπου, τας αντιφάσεις του ορθολογισμού του. Είναι έκφρασις της αστοχίας ενός πολιτισμού, εις την βάσιν του οποίου ευρίσκεται μια διαταραγμένη σχέσις ανθρώπου και φύσεως, αποτέλεσμα των επιλογών μιας επιστήμης, στόχος της οποίας ήτο η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως» επισήμανε ο κκ Βαρθολομαίος.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις εξελίξεις στη βιολογία και τη γενετική και τα ηθικά διλλήματα που τίθενται ενώ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της Παιδείας στην σημερινή πραγματικότητα. «Απολαμβάνομεν άπαντες τους καρπούς της επιστήμης και της τεχνολογίας, αγωνιώμεν όμως δια την απειλούμενην ελευθερίαν μας, διά τας πολυτίμους παραδόσεις που χάνονται, διά το φυσικόν περιβάλλον που καταστρέφεται. Απαιτείται εγρήγορσις!» τόνισε.
Ακολούθως ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισκέφθηκε το Μυστρειώτειον Γυμνάσιο και Λύκειο Τριπόλεως όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους μαθητές και τους καθηγητές. Όπως και στους μαθητές της Ελασσόνας ο Οικουμενικός Πατριάρχης προέτρεψε τους μαθητές της Τρίπολης να έχουν ως οδηγό στην ζωή τους τον Θεό και ως παράδειγμα τα έργα των ευπατριδών προγόνων τους με τα οποία ενίσχυσαν το Γένος. Επανέλαβε ότι για να πετύχουν οι νέοι τους στόχους τους απαιτείται κόπος και σίγουρα να μην περιμένουν "με τον φραπέ στο χέρι".
Αμέσως μετά ο κκ Βαρθολομαίος θα επισκεφθεί τον πυρόπληκτο δήμο Βαλτετσίου όπου συμβολικά θα φυτέψει ένα δέντρο, ως μήνυμα σεβασμού και προστασίας της φύσης που αποτελεί μέτος της Δημιουργίας του Θεού.
Ακολουθεί η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:
Ἡ ἐπικαιρότης τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ στοχασμοῦ
Ὀνομαστοί σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι εἰς κεντρικόν θέμα τῆς θεολογίας, κατά τόν αἰῶνα πού μόλις ἄρχισε, θά ἀναδεικνύεται ὅλον καί ἐντονώτερον τό ἐρώτημα: «Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;». Ἡ θεολογική ἔρευνα θά ἑστιάζεται εἰς τήν ἀνθρωπολογίαν, καί ἰδιαιτέρως εἰς τό τί σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπον, καθώς καί εἰς τό πῶς θά διασωθῇ ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου μέσα εἰς τό σύγχρονον τεχνοπώλιον, τήν κοινωνίαν τῆς πληροφορίας, μέσα εἰς τάς γιγαντιαίας ἀπροσώπους δομάς τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Ἡ ἐπικαιρότης τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ἐρωτήματος συναρτᾶται εἰδικώτερον μέ τά ἑξῆς:
1) Ζῶμεν εἰς τήν ἐποχήν τοῦ τεχνοπωλίου, τῆς ὑποταγῆς τοῦ πολιτισμοῦ εἰς τήν τεχνολογίαν. Ἡ τεχνολογία δέν εἶναι πλέον ἡ θεραπαινίς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ παντοδύναμος θεά, ἡ ὁποία ζητεῖ ἀπό ἡμᾶς ἀπόλυτον ὑπακοήν εἰς τά κελεύσματά της. Ἀποθεώνεται ἡ «πληροφορία», ἡ ὁποία ἀποκτᾷ μεταφυσικήν αἴγλην. Οἱ «εἰδικοί» τοῦ τεχνοπωλίου εἶναι οἱ «ἱερεῖς» τῆς νέας θρησκείας, οἱ ἐκφρασταί τῆς «ἠλεκτρονικῆς νέας τάξεως πραγμάτων». Ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής ἀπαιτεῖ νά ἀξιολογῶμεν τά πάντα ὡς data, ὡς «δεδομένα». Κυρίαρχος σκοπός τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως καί δράσεως γίνεται ἡ ἀποτελεσματικότης.
Σήμερον τά πανίσχυρα ἠλεκτρονικά μέσα ἐπικοινωνίας δέν μεταδίδουν ἁπλῶς πληροφορίας, ἀλλά διαμορφώνουν τάς ἀπόψεις μας διά τήν ζωήν καί τό νόημά της, κατευθύνουν τάς ἐπιθυμίας καί τάς ἀνάγκας μας, ἐπηρεάζουν τόν ἀξιολογικόν προσανατολισμόν μας. Παραδόσεις αἰώνων ἀποδυναμώνονται, σύμβολα διαβρώνονται, ἡ πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν τεχνολογικήν πρόοδον.
Βεβαίως οὐδείς δύναται νά ἀρνηθῇ τάς εὐεργεσίας τοῦ τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ. Ἀντίστασις εἰς τό τεχνοπώλιον δέν σημαίνει καί ἀπόρριψιν γενικῶς τῆς τεχνολογίας καί τῶν ἐπιτευγμάτων της. Δι᾿ αὐτά πληρώνομεν ὅμως βαρύ τίμημα: Κυριαρχία τῶν μηχανῶν, μηχανοποίησις τῆς ζωῆς, ἀλλοίωσις τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, δουλεία εἰς τεχνητάς ἀνάγκας, καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος. Ὁ homo faber γίνεται homo fabricatus. Μέσα εἰς τό τεχνοπωλιακόν περιβάλλον εὐκόλως λησμονοῦμεν ὅτι τά μεγαλύτερα προβλήματά μας δέν εἶναι τεχνικῆς φύσεως καί δέν προκύπτουν ἀπό τήν ἔλλειψιν πληροφοριῶν. Ἡ κρίσις τῆς οἰκογενείας, ἡ ἐγκληματικότης, ἡ πεῖνα καί ἡ κοινωνική ἀδικία, ὁ φανατισμός καί ἡ ἐπαπειλουμένη σύγκρουσις τῶν πολιτισμῶν δέν ὀφείλονται εἰς τεχνικούς λόγους οὔτε ἀντιμετωπίζονται μέ τήν πληροφορικήν.
2) Ἡ παγκοσμιοποίησις προκαλεῖ ἰσχυρούς κοινωνικούς καί οἰκονομικούς κλυδωνισμούς καί ἀνακατατάξεις. Ὁδηγεῖ εἰς συρρίκνωσιν τῶν κοινωνικῶν κατακτήσεων, δημιουργεῖ ἀνεργίαν καί ἐξαθλίωσιν, διευρύνει τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν, ἐξαφανίζει παραδόσεις πού ἔδιδαν νόημα εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται λόγος δι᾿ ἕνα πλανητικόν καπιταλισμόν, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει τούς ἀτέγκτους νόμους τῆς ἀγορᾶς εἰς ὅλην τήν ὑφήλιον, διά μίαν «τρομοκρατίαν τῆς ἀγορᾶς». Ἡ ἀπόλυτος προτεραιότης τῆς οἰκονομίας καί ὁ ἀνάλγητος ἀνταγωνισμός ἀποτελοῦν μίαν παγεράν πραγματικότητα, ἡ ὁποία δυναμιτίζει τό κοινωνικόν κράτος καί προβάλλει τό δίκαιον τοῦ οἰκονομικῶς ἰσχυροτέρου ὡς μονόδρομον πρός τήν εὐημερίαν.
Ἡ παγκοσμιοποίησις ἀπειλεῖ νά συνθλίψῃ καί νά ἐξαφανίσῃ τήν ἑτερότητα τῶν προσώπων μέσα εἰς τήν ἀπρόσωπον ἀνωνυμίαν τοῦ γιγαντισμοῦ τῶν οἰκονομικῶν ἐξελίξεων καί μεγεθῶν. Παρ᾿ ὅλον ὅτι βιώνομεν σήμερον καί τήν στροφήν πρός τάς πολιτιστικάς ταυτότητας, εἶναι ἐμφανές ὅτι εὑρίσκεται ἐν ἐξελίξει μία ὁμογενοποίησις τῶν ἀτόμων καί τῶν λαῶν. Πράγματι, τό ἀνθρώπινον γένος, μέ τάς διωγκωμένας ἀνάγκας του, τείνει νά καταβροχθίσῃ τήν ἀνθρωπότητα, τήν κοινωνίαν τῶν προσώπων.
3) Ἡ οἰκολογική ἀπειλή καί ὁ κίνδυνος οἰκολογικῆς καταστροφῆς παραπέμπουν εἰς μίαν προβληματικήν ἀνθρωπολογίαν. Ἡ πρωτοφανής οἰκολογική κρίσις ἀντικατοπτρίζει τό ἀνθρωπολογικόν ἀδιέξοδον, τήν πνευματικήν κρίσιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, τάς ἀντιφάσεις τοῦ ὀρθολογισμοῦ του. Εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀστοχίας ἑνός πολιτισμοῦ, εἰς τήν βάσιν τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται μία διαταραγμένη σχέσις ἀνθρώπου καί φύσεως, ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν μιᾶς ἐπιστήμης, στόχος τῆς ὁποίας ἦτο ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς φύσεως. Ὁ σύγχρονος ἀνθρωποθεός φαίνεται ὅτι ἀπολαμβάνει τήν ἐξουσίαν του αὐτήν, καί ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία του ἐξακολουθοῦν νά δεικνύουν ἔπαρσιν ἔναντι τῆς φύσεως. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν ἐγνώριζε τόσα πολλά καί, ταυτοχρόνως, ποτέ δέν ἦτο τόσο καταστροφικός πρός τόν συνάνθρωπον καί τήν κτίσιν. Γνωρίζομεν, ἀλλά δρῶμεν ὡς ἐάν νά μή ἐγνωρίζαμεν! Ἡ γνῶσις δέν ἔχει πρακτικάς συνεπείας διά τήν συμπεριφοράν μας, ἀλλά συνυπάρχει μέ κυνισμόν καί καταστροφικότητα. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι, μέσα εἰς τήν σύγχρονον οἰκονομικήν καί κοινωνικήν κρίσιν πολλοί συνάνθρωποί μας συνεχίζουν νά ὀνειρεύωνται τόν «χαμένον παράδεισον» τῆς ἀπροσκόπτου καταναλωτικῆς εὐημερίας, ἀντί νά ἀγωνίζωνται διά τήν ὑπέρβασιν τοῦ εὐδαιμονιστικοῦ καί ἀτομοκεντρικοῦ μοντέλου διαβιώσεως πρός τήν κατεύθυνσιν μιᾶς προσωποκεντρικῆς, ἀσκητικῆς καί οἰκοφιλικῆς κοινωνίας.
Εἶναι προφανές ὅτι ὅταν λεηλατῶμεν τόν πλανήτην, καίωμεν τά δάση, μολύνωμεν τόν ὑδροφόρον ὁρίζοντα καί τήν ἀτμόσφαιραν, αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ἀπωλέσαμεν τήν αὐθεντικήν ἀνθρωπινότητά μας, διεστρεβλώσαμεν τήν ἐλευθερίαν μας, ἐλησμονήσαμεν ὅτι δέν εἴμεθα μαστροχαλασταί τοῦ σύμπαντος, ἀλλά «ἱερεῖς» τῆς δημιουργίας. Ὀπίσω ἀπό τήν γεοκτονίαν εὑρίσκεται ἡ πνευματική αὐτοκτονία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὀπίσω ἀπό τό ρημαγμένον περιβάλλον ὑπάρχει τό ρημαγμένον ἀνθρώπινον εἶναι.
4) Διάχυτος εἶναι τά τελευταῖα ἔτη ὁ ἐνθουσιασμός διά τάς ἐντυπωσιακάς ἐξελίξεις εἰς τήν Βιολογίαν, τήν Γενετικήν καί τάς Νευροεπιστήμας. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ ζωή μας θά ἀλλάξῃ, ὅτι θά λυθοῦν κατά τάς ἑπομένας δεκαετίας πολλά προβλήματα εἰς τόν χῶρον τῆς προλήψεως καί θεραπείας ἀσθενειῶν, τῆς εὐγονίας, τῆς παρατάσεως τῆς ζωῆς, τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς γηράνσεως καί ἄλλα. Αἱ κατακτήσεις αὐταί δημιουργοῦν ὅμως πρωτόγνωρα διλήμματα καί ἠθικά προβλήματα. Ὁ ἄνθρωπος πειραματίζεται μέ τήν φύσιν του μέ ἀκραῖον τρόπον. Ὑπάρχουν σήμερον ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νά καταπιαστοῦν μέ προβλήματα, τά ὁποῖα προϋποθέτουν κάτι περισσότερον ἀπό τήν ἱκανότητα νά χρησιμοποιοῦν τόν ἠλεκτρονικόν ὑπολογιστήν, νά ἐμπιστεύωνται εἰς τάς μετρήσεις, τήν στατιστικήν, τούς ἀριθμούς. Πάσχουν ἀπό τόν λεγόμενον «ἐπιστημονισμόν», ὁ ὁποῖος ἐφαρμόζει εἰς τήν μελέτην τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἀλλότρια κριτήρια. Δέν δυνάμεθα νά ἀγνοήσωμεν αὐτάς τάς προκλήσεις καί εἶναι ἀδύνατον νά τάς ἀντιμετωπίσωμεν χωρίς ἀναφοράν εἰς τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι πολυπλοκωτέρα τῆς διπλῆς ἕλικος τοῦ DNA.
5) Μία ἀπό τάς πλέον ἐπικινδύνους συγχρόνους ἀπολυτοποιήσεις εἶναι ἡ εἰδωλοποίησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ ἐγκλεισμός εἰς τήν ἐγωτικήν αὐτάρκειαν, ὁ «μη-πολιτισμός τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ», ὁ ὁποῖος ἀνοίγει ἀβύσσους μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἀτομικός εὐδαιμονισμός, ὁ ὁποῖος ἐκμηδενίζει τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν μας ταυτίζοντάς την μέ τήν ἱκανοποίησιν ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων ἀναγκῶν. Τό «ζῶον λόγον ἔχον» φαίνεται νά μετατρέπεται σήμερον εἰς «ζῶον ἔχον», τό ὁποῖον ζῇ ἀπό τήν κατοχήν ὑλικῶν ἐξωτερικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί ἀπό τό ἔχειν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπό τήν ἀλαζονικήν αὐτοπραγμάτωσιν καί τόν δικαιωματισμόν. Ὅταν τό ἀκόρεστον ἔχειν καθορίζῃ τήν ὕπαρξίν μου, τότε ἡ σχέσις μου μέ ὅλους καί μέ ὅλα, ἀκόμη καί μέ τόν ἑαυτόν μου, γίνεται κτητική. Μετατρέπω τά πάντα, ὡς νέος Μίδας, εἰς ἄψυχον ἀντικείμενον, χρήσιμον διά τήν πραγμάτωσιν τῆς ἀτομικῆς μου εὐδαιμονίας. Κατανοοῦμεν διατί ὁ εὐδαιμονισμός χαρακτηρίζεται ὡς πορεία ματαιώσεως καί ὄχι πραγματώσεως τῆς ζωῆς. Ἡ εὐδαιμονοθηρία παίρνει ἀπό ἡμᾶς ἀσυγκρίτως περισσότερα καί πολυτιμότερα ἀπό ὅσα μᾶς δίδει. Μᾶς μετατρέπει εἰς δούλους τῶν ἀκορέστων ἀναγκῶν μας καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τόν μηδενισμόν καί τόν κυνισμόν. Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι ὡς «συλλογική νεύρωσις» τῆς εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς μας ἐχαρακτηρίσθη ἡ ἀπουσία νοήματος ζωῆς, τό λεγόμενον «ὑπαρξιακόν κενόν».
Ἔναντι αὐτῆς τῆς κρίσεως τῆς ἐλευθερίας γεννῶνται τά ἑξῆς ἐρωτήματα: Πῶς θά εὐαισθητοποιήσωμεν καί θά προβληματίσωμεν τήν νέαν γενεάν διά τήν σοβαρότητα τῆς κρίσεως, πῶς θά τήν κινητοποιήσωμεν διά νά ἀγωνισθῇ διά τήν ὑπέρβασίν της, ὅταν ἡ ἐκπαίδευσις φαίνεται νά ὑποτάσσεται βαθμηδόν εἰς τό πνεῦμα τοῦ τεχνοπωλίου καί εἰς εὐδαιμονιστικά πρότυπα; Πῶς θά λειτουργήσῃ ἡ ἀπαραίτητος ὅσον ποτέ ἀγωγή ἀξιῶν, ὅταν εὑρίσκεται εἰς τό περιθώριον τῆς ἐκπαιδεύσεως; Πῶς θά προετοιμάσωμεν τούς νέους καί τάς νέας διά νά σηκώσουν μέ ὑπευθυνότητα τό βάρος τοῦ ζῆν καί τοῦ εὖ ζῆν, τῆς ἐργασίας καί τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἀγῶνος διά τήν ἐλευθερίαν, τήν κοινωνικήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην, διά τήν διάσωσιν τῆς παραδόσεως καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητός μας;
Εἴμεθα βέβαιοι, ἀπευθυνόμενοι εἰς ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος, εἰς πανεπιστημιακούς καί μέλη τῆς εὐρυτέρας ἐκπαιδευτικῆς κοινότητος, ὅτι ἔχομεν ὅλοι τό ἴδιον ἐνδιαφέρον διά τήν παιδείαν καί ὅτι εἴμεθα πεπεισμένοι διά τήν ὑψίστην σπουδαιότητά της διά τό μέλλον τῆς κοινωνίας μας. Ἡ ὑποτίμησις τῆς παιδείας καί ἡ ὑποταγή τῆς ἐκπαιδεύσεως εἰς τήν λογικήν τῆς χρησιμοθηρίας, εἶναι ἔνδειξις πνευματικοῦ μαρασμοῦ. Διαπλάθομεν τότε ἀνθρώπους ἀνυποψιάστους διά τά θεμελιώδη προβλήματα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως!
Πύλην εἰσόδου τοῦ πνεύματος τῆς χρησιμοθηρίας εἰς τήν ἐκπαίδευσιν φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν σήμερον αἱ νέαι τεχνολογίαι, σύμβολον τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής καί τό διαδίκτυον. Εἶναι βεβαίως γεγονός ὅτι διά τῆς ἀξιοποιήσεως τῶν νέων τεχνολογιῶν, ἡ διδακτική καί μαθησιακή διαδικασία γίνεται περισσότερον ἀποτελεσματική. Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη ὄψις τοῦ νομίσματος! Οἱ ἠλεκτρονικοί ὑπολογισταί ἐπιβάλλουν τήν προτεραιότητα τῶν «μέσων» καί τήν πραγματιστικήν λογικήν. Πρωταρχικός σκοπός τῆς ἐκπαιδεύσεως γίνεται ἡ ἑτοιμασία «παραγόντων», οἱ ὁποῖοι θά ὑπηρετήσουν ἀποτελεσματικῶς τό τεχνοπώλιον. Τό σχολεῖον βεβαίως, εἶναι χῶρος «σχολῆς», παιδείας ἐλευθερίας, ἀσκήσεως εἰς τήν ὑπευθυνότητα καί τήν κοινωνικότητα, χῶρος περιορισμοῦ καί ὄχι διογκώσεως τοῦ ἐγώ, πράγματα ἀσυμβίβαστα μέ τά ἰδεώδη τοῦ τεχνοπωλιακοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ παιδεία ὀφείλει σήμερον νά ἀρθρώσῃ τό ὅραμα ἑνός μετοχικοῦ πολιτισμοῦ, νά μεταδίδῃ εἰς τήν νέαν γενεάν τήν ἀλήθειαν τῆς ζωῆς ὡς σχέσιν, νά ὑπενθυμίζῃ ὅτι ἡ ἐσχάτη ἀλλοτρίωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό κλείσιμον εἰς τόν ἑαυτόν του. Ἡ αὐθεντική παιδεία ὀφείλει νά εἶναι ὁλιστική. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐνδιαφερώμεθα διά τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί νά ἀδιαφορῶμεν διά τό φυσικόν περιβάλλον, τόν οἶκον καί τό πλαίσιον ζωῆς τοῦ προσώπου. Δέν νοεῖται οἰκολογική ἀγωγή, ἡ ὁποία θά ἀνεφέρετο μόνον εἰς τήν σχέσιν ἡμῶν μέ τό περιβάλλον καί δέν θά ἀνέπτυσσε τήν κοινωνικήν εὐαισθησίαν καί ἀλληλεγγύην, τόν σεβασμόν πρός τήν ἐλευθερίαν τοῦ προσώπου.
Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις τῆς πολυδιαστάτου κρίσεως, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ ὄχι μόνον τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν, τό εὖ ζῆν, ἀλλά ἀκόμη καί τήν ἐπιβίωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ζῆν, ἀπαιτεῖ πολύπλευρον κινητοποίησιν, πολιτικήν, ἐπιστημονικήν, παιδαγωγικήν, πνευματικήν. Πρωτίστως ὅμως ἀπαιτεῖ τήν ἀνάπτυξιν ἑνός νέου ἤθους, μιᾶς νέας ἀξιολογίας, ἀλλαγήν νοοτροπίας, μετάνοιαν. Ἡ θεραπεία τῶν συμπτωμάτων εἶναι εὐεργετική, δέν ἀρκεῖ ὅμως, ἐφ᾿ ὅσον τό πνεῦμα τοῦ ἔχειν παραμένει ἄθικτον.
Ἡ προσωποκεντρική παράδοσις τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκαλλιέργησε καί διέσωσε βαθεῖαν καί πολύτιμον ἀνθρωπολογικήν γνῶσιν καί πρᾶξιν εἰς τήν ὑπεράσπισιν τῆς ἀπολύτου προτεραιότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί εἰς τήν ἀντίστασιν εἰς ὅλας ἐκείνας τάς δυνάμεις πού τό ἀπειλοῦν. Δέν εἶναι κατά ταῦτα διόλου τυχαῖον τό γεγονός ὅτι ἡ ὀρθόδοξος θεολογική πρωτοπορία συναντᾶται καί συμπορεύεται σήμερον μέ ἀνθρωπιστικά, κοινωνικά, εἰρηνιστικά καί οἰκολογικά κινήματα, τά ὁποῖα ἀντιστέκονται εἰς τόν πολιτισμόν τοῦ ἔχειν, εἰς τήν ἐκμετάλλευσιν καί τήν ἀδικίαν, εἰς τήν βίαν καί τόν πόλεμον, εἰς τήν κτητικήν στάσιν ἔναντι τῆς κτήσεως.
Ἀπό τήν σκοπιάν τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν δυτικογενή ἀκοινώνητον ἀτομοκεντρισμόν, εἰς τόν ὑποκειμενισμόν καί τόν δικαιωματισμόν, οὔτε εἰς τόν ἄνθρωπον ὡς εὐδαιμονιστικήν καταναλωτικήν μονάδα. Δέν ἀποτελεῖ θετικήν προοπτικήν διά τήν ἀνθρωπότητα ὁ τεχνοπωλιακός ἄνθρωπος, ὁ homo computer, ὁ ὁποῖος ὑπερεκτιμᾷ τήν δύναμιν τῆς μηχανῆς καί τήν ἐμβέλειαν τῶν ἀριθμῶν, ὁ ἄνθρωπος πού ταυτίζει τό optimum μέ τό maximum. Δέν ἔχει κανένα μέλλον ὁ ἄνθρωπος «maître et possesseur de la nature», ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς βάρος τῆς φύσεως καἰ τῶν μελλοντικῶν γενεῶν. Δέν ἐξασφαλίζει οὔτε τό ζῆν οὔτε τό εὖ ζῆν ὁ οἰκονομισμός, ἡ παντοκρατορία τῶν οἰκονομικῶν κριτηρίων, τό δίκαιον τῆς πυγμῆς. Τό μέλλον ἀνήκει εἰς τόν σχεσιακόν πολιτισμόν τοῦ προσώπου, ὁ ὁποῖος βλέπει τόν ἄνθρωπον ὡς κοινωνόν, πάντοτε ἐν σχέσει πρός τόν συνάνθρωπον καί τόν κοινόν οἶκον, τόν κόσμον. Ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου εἶναι πολιτισμός ἀλληλεγγύης καί κοινωνίας, σχέσεως καί διαλόγου. Ὁ ἄνθρωπος – κοινωνός δέν ἀπορρίπτει τήν ἐπιστήμην καί τήν τεχνολογίαν, ἀλλά τόν ἐπιστημονισμόν καί τό τεχνοπώλιον, δέν φοβεῖται τήν ἀλλαγήν καί τήν πρόοδον ἀλλά τόν ἀλλοτριωτικόν προοδευτισμόν. Ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη πρέπει νά παραμείνουν μέσον καί νά μή καταστοῦν πλαίσιον τῆς ζωῆς μας. Τό ζητούμενον εἶναι μία νέα οἰκολογική οἰκονομία, πού θά σέβεται τήν βιοποικιλότητα, μέ τήν ὁποίαν συναρτᾶται ἡ ἐπιβίωσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δέν νοεῖται βιώσιμος οἰκονομική ἀνάπτυξις, ἡ ὁποία θά ὑπεβάθμιζε τό περιβάλλον. Τό μέλλον τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἤ οἰκολογικόν ἤ ἀνύπαρκτον.
Κυρίαι καί Κύριοι,
Ἀπολαμβάνομεν ἅπαντες τούς καρπούς τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἀγωνιῶμεν ὅμως διά τήν ἀπειλουμένην ἐλευθερίαν μας, διά τάς πολυτίμους παραδόσεις πού χάνονται, διά τό φυσικόν περιβάλλον πού καταστρέφεται. Ἀπαιτεῖται ἐγρήγορσις! Καμμία ἐπιστημονική κατάκτησις δέν ἐπιτρέπεται νά θίξῃ τό ἀνθρώπινον πρόσωπον. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐμπιστευθῶμεν τό μέλλον εἰς τούς ἀκραίους τεχνοκράτας, εἰς ἀνθρώπους χωρίς ἀνθρωπολογικόν προβληματισμόν, εἰς αὐτούς πού βλέπουν τόν ἄνθρωπον ὡς μηχανήν ἤ ὡς μετρήσιμον μέγεθος. Διότι δέν ὑπάρχει μόνον ἡ μετρήσιμος πραγματικότης. Ὑπάρχει ἡ διάστασις τοῦ βάθους τῶν πραγμάτων, τό μυστήριον, τό νόημα, ἡ ὀμορφιά.
Ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία, πού ἀντιστέκεται εἰς κάθε προσπάθειαν ἀντικειμενοποιήσεως ἤ «ἐπιστημονικῆς» προσεγγίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Τά «θαύματα» τῆς ἐπιστήμης δέν ἐξηφάνισαν τάς ἀπορίας τῆς ἐλευθερίας μας, δέν ἐγεφύρωσαν τό χάσμα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς ἐντός ἡμῶν. Συνεχίζομεν νά ἀναζητῶμεν νόημα ζωῆς, νά θελγώμεθα ἀπό τήν ὀμορφιάν, νά ἀφουγκραζώμεθα τήν φωνήν τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ φιλοσοφία συνεχίζει νά στοχάζεται τό Καθόλου, νά τρέφεται ἀπό τό θαυμάζειν, ἀπό τάς ὑπαρξιακάς ἀντιφάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ὑπάρχει ὁ θρησκευτικός συγκλονισμός ἀπέναντι εἰς τό mysterium tremendum et fascinans, ἡ πίστις εἰς τόν προσωπικόν Θεόν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς καί ἡ μακαρία ἀγάπη, ὑπάρχει ὁ πόθος τῆς αἰωνιότητος. Ἡ ἐπιστήμη ἠμπορεῖ νά παρατείνῃ τήν ζωήν μας, δέν δύναται ὅμως νά ἀπαντήσῃ εἰς τήν ἀναζήτησιν νοήματος πέραν ἀπό τόν θάνατον. Θέλγει ἡ τέχνη, ἡ ὁποία μεγαλώνει τό μυστήριον τοῦ κόσμου καί ἀναδεικνύει τό ὡραῖον, γοητεύει ἡ ποίησις, ἡ ὁποία, ὅπως ἔλεγεν ὁ Ὀδυσσεύς Ἐλύτης, εἶναι ὁ μόνος χῶρος «ὅπου ἡ δύναμη τοῦ ἀριθμοῦ δέν ἔχει πέραση».
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι μεγάλη δύναμις, παντοδύναμος ὅμως δέν εἶναι. Διά τόν λόγον αὐτόν ὁ Freud ἠστόχησεν ὅταν ὑπεστήριξεν ὅτι πέραν τῆς ἐπιστήμης ὑπάρχει μόνον αὐταπάτη. Δέν εἶναι διόλου αὐταπάτη νά ἀναμένωμεν ἀπό ἀλλοῦ τάς λύσεις πού ἀδυνατεῖ νά μᾶς δώσῃ ἡ ἐπιστήμη.
Ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά εὕρῃ τήν ἀληθινήν ζωήν ὅπου θέλει καί ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Δέν ὑπάρχει ἐλευθερία χωρίς τήν ἀλήθειαν ἤ ἔξω ἀπό τήν ἀλήθειαν. «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32). Ἡ ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ἐλευθερία, ἡ σχέσις μέ τόν Χριστόν, ἡ ὁποία βιώνεται ὡς πίστις καί ἀγάπη, πίστις εἰς τόν Τριαδικόν Θεόν καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἰς τό κέντρον τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας εὑρίσκεται ἡ πεποίθησις ὅτι ἡ κόλασις δέν εἶναι ὁ ἄλλος, ἀλλά ἡ ἀπόρριψις τοῦ ἄλλου, ἡ σχάσις καί ἡ αὐτάρκεια, ὁ φόβος νά ἀγαπῶμεν. Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ οὐδέποτε ἐκπίπτουσα ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι… ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν… Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. 4, 7 – 8• 16 – 17).
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου