Το πρόβλημα του κακού είναι διαχρονικό. Υπάρχουν "αιώνια" ερωτήματα:
- Γιατί υπάρχει το κακό;
- Ποιά η σχέση κακού και Θεού;
- Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός για ν' αντιμετωπίσει το πολύτροπο κακό;
Κατά την ορθόδοξη παράδοση το κακό δεν υφίσταται οντολογικά, αλλά είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου. Το κακό προκαλείται από λανθασμένη επιλογή του ίδιου του ανθρώπου. Η επιλογή της (χωρίς Θεό) "ισοθεΐας" εμπεριείχε το διακύβευμα της "ύβρεως" και του θανάτου. Συνεπώς ο Θεός δημιουργεί τα πάντα "καλά λίαν" και δεν έχει καμία σχέση με το κακό. Ενδεχόμενη επέμβαση του Θεού θα αναιρούσε την ελευθερία του προσώπου. Η ελευθερία είναι "κατ' εικόνα" χάρισμα. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος και με ανοικτή δυνατότητα την ανυπακοή του στο θείο θέλημα. Αυτό στη νεωτερική σκέψη διατυπώθηκε ως εξής: "ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος" (Ζαν Πωλ Σαρτρ).
Πέραν των θρησκευτικών συμβόλων όμως και στο επίπεδο της φιλοσοφίας δεν δόθηκε ουσιαστική απάντηση, αλλά προτιμήθηκε η λύση της "θεοδικίας". Ακόμα θυμάμαι ένα σοφό καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο, που μας έλεγε: "ο λόγος της θεολογίας είναι η θεοδικία".
Σε μερικά αμείλικτα ερωτήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Είναι αυτό που έλεγε ο Βιτγκενστάιν -αν τον παραφράζω καλά- ότι πολλές φορές σημασία δεν έχουν οι απαντήσεις αλλά τα ερωτήματα.
Ας δούμε όμως την άποψη δυο σημαντικών ορθόδοξων στοχαστών επί του θέματος. Ξεκινάμε με τον αείμνηστο Νίκο Ματσούκα:
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Είδαμε πως η Δύση καταρχήν θεώρησε το προπατορικό αμάρτημα ως κέντρο της όλης ιστορίας της ενανθρώπησης.
Ήδη ο Αυγουστίνος είχε πει κατηγορηματικά: “ si homo non periisset,Filius hominis non venisset” (αν ο άνθρωπος δεν χανόταν, ο Υιός του ανθρώπου δεν θα ερχόταν).
Το προπατορικό αμάρτημα κατά τη δυτική θεολογία αμέσως θεωρήθηκε ως παρακοή στη θεία δικαιική τάξη(...)ως δεινή προσβολή της θείας δικαιοσύνης, και συνεπώς δίκαια ο σατανάς έγινε το τιμωρό όργανο όχι μονάχα των ένοχων πρωτοπλάστων, αλλά και όλων των ενόχων απογόνων τους.
Η κληρονομική ενοχή για την προσβολή της θείας δικαιοσύνης καθιερώθηκε με άκρα συνέπεια. Ο άνθρωπος χάνει το καθ’ ομοίωσιν και ως ένοχος τιμωρείται για την παράβαση που έκανε.
Η ορθόδοξη παράδοση κινήθηκε σε μια διαφορετική κατεύθυνση(...)Ο πειρασμός στον παράδεισο διαδραματίζεται μεταξύ του δέντρου της ζωής και του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού που οδηγεί στο θάνατο σε περίπτωση κακής αυτογνωσίας.
Το δέντρο του καλού και του κακού όπως λέει ο Δαμασκηνός είναι για τη δοκιμασία της ανθρώπινης βούλησης. Τούτο σημαίνει αυτογνωσία της κτιστής φύσης ·αυτή είναι καλή στους τέλειους, αλλά δυσμενής και οδυνηρή για τους ατελείς. Με άλλα λόγια η αυτογνωσία αυτή, δηλ. η γνώση της οικείας φύσης, δεν αφορά απλώς την κατάσταση της ανθρώπινης φύσης, τα δώρα του και τη δεκτικότητα του, αλλά και τη σχέση του προς το ζωοδότη Θεό.
Η κακή αυτογνωσία συγχέει τη γνώση των ορίων της κτιστότητας –επομένως είναι γνώρισμα ατέλειας και έλλειψης προόδου στη σχέση- και οδηγεί σε μια πέρα για πέρα εσφαλμένη εκτίμηση. Αντί ο ατελής άνθρωπος, ο νήπιος, να πάρει το δρόμο της προκοπής και της τελείωσης, για να γίνει θεός κατά χάρη, επαναστατεί και βάζει κατά φαντασία στο θρόνο του Θεού τον εαυτό του: «Καὶ ἐσεσθε ὡς θεοὶ γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρὸν» (Γεν.3,5)
Επομένως εδώ πρόκειται (...)για «ύβρη», τραγική σύγκρουση των πεπερασμένων ορίων του κτιστού πλάσματος προς τα άπειρα βάθη της θεότητας ·πρόκειται για διάρρηξη μιας σχέσης ζωής, για ματαίωση μιας τελειωτικής πορείας, για μια οντολογική παραχάραξη.
Γι’ αυτό και η πατερική θεολογία είδε το προπατορικό αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμία κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου.
(Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 204-206)
***
Κλείνουμε με δυο σημαντικές διαπιστώσεις του Χρήστου Γιανναρά από το Αίνιγμα του κακού (εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2008):
Τὸ ἁπλῶς λεγόμενον κακόν, οὐ πάντως κακόν· ἀλλὰ πρός τι μὲν κακὸν,πρός τι δε οὐ κακόν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ἁπλῶς λεγόμενον καλόν, οὐ πάντως καλόν·ἀλλὰ πρός τι μὲν καλόν, πρός τι δὲ οὐ καλόν (Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων απόρων, PG 90,413B).
Η γλώσσα κάθε συλλογικότητας σημαίνει (δηλώνει) τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση συγκεκριμένης εμπειρίας από την ολότητα ή την πλειονότητα των μελών της. Κατά κανόνα, διαχρονικά, σε κάθε συλλογικότητα η εμπειρία του θανάτου σημαίνεται ως το κατεξοχήν κακό-εμπειρία διακοπής της φυσικής ύπαρξης και αφανισμού της.
(Χρήστου Γιανναρά, Το αίνιγμα του κακού, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2008, σελ.18)
***
Στη γλώσσα του κειμένου της Γένεσης η διάκριση καλού και κακού αναφέρεται στη ζωή και στο θάνατο-όχι σε κατηγορίες συμπεριφοράς, όχι σε κανονιστικούς-ηθικούς ορισμούς, όχι στην πιστότητα ή στην άρνηση τήρησης κάποιου νόμου. Με την εικονολογική εκφραστική της Γένεσης ο Θεός δεν απαγορεύει στους ανθρώπους να φάνε από τους καρπούς του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού. Μόνο τους προειδοποιεί:Όλοι οι καρποί είναι δώρο, η βρώση τους συνιστά σχέση μαζί Του. Η βρώση των καρπών της γνώσης του καλού και του κακού δεν είναι δώρο, δεν είναι σχέση, είναι όμως ανοικτή δυνατότητα. Δυνατότητα της ζωής, όχι ως σχέσης όχι ως αποδοχής δωρήματος, αλλά ως αυτόνομου γεγονότος. Η ύπαρξη πραγματοποιείται αυτονομημένη από τον Δημιουργό της, καθεαυτήν-είναι απόπειρα του κτίσματος να υπάρχει ωσάν να κατείχε από μόνο του (εξ εαυτού) την αιτία και το σκοπό του.
(Χρήστου Γιανναρά, Το αίνιγμα του κακού, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2008, σελ. 59)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου