Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Αβγό, η μελέτη του κ. Μάθιου Άλπερ Ο Θεός στον εγκέφαλο, που προσέλκυσε το ενδιαφέρον μερίδας του αναγνωστικού κοινού, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας στη μελέτη του αυτή, βασιζόμενος σε επιστημονικές έρευνες και βασικά με δαρβινικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις, προβάλλει την άποψη ότι η θρησκευτικότητα στον άνθρωπο οφείλεται σε ειδικό γονίδιο (που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη), με το οποίο «μας προίκισε η φύση» για να κατευνάσει το σοκ που προκλήθηκε στους πανάρχαιους προγόνους μας από τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους. Το γονίδιο αυτό, κατά τον κ. Άλπερ (στο εξής: Α.), προκαλεί στον άνθρωπο την πλάνη της μεταθανάτιας ζωής και του πνευματικού κόσμου γενικότερα, ώστε να αντέχει τη σκληρή πραγματικότητα, που είναι, πάντα κατά τον κ. Α. ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει.
Παίρνω το θάρρος να σας καταθέσω μερικές παρατηρήσεις, από τη σκοπιά του ορθόδοξου χριστιανισμού, που ίσως συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση των προϋποθέσεων και των συμπερασμάτων του συγγραφέα.
1. Για τις προϋποθέσεις της έρευνας του κ. Άλπερ
1. Ο κ. Α. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ψυχή, επειδή κινδύνευσε η ζωή του λόγω κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών. Θεώρησε ότι, αν υπήρχε ψυχή, θα έπρεπε να είναι απρόσβλητη από οτιδήποτε συμβαίνει στο σώμα (σελ. 22-23).
Η άποψη αυτή είναι συνεπής με τον καρτεσιανό δυαλισμό ψυχής και σώματος (ύλης και πνεύματος), στον οποίο θεμελιώνεται η νεώτερη δυτική σκέψη, καθώς και με τον ινδικό μυστικισμό, με τον οποίο ασχολήθηκε ο κ. Α. κατά το παρελθόν. Από ορθόδοξη σκοπιά όμως είναι ακατανόητη.
Στον αρχαίο και στον ορθόδοξο χριστιανισμό δεν υπάρχει δυαλισμός ύλης ή σώματος και πνεύματος, αλλά μόνο κτιστού και ακτίστου. Άκτιστος είναι μόνον ο Τριαδικός Θεός και κτιστά όλα τα άλλα όντα. Όλα τα κτιστά είναι συγγενή και είναι φυσικό να αλληλεπιδρούν. Η αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος είναι για μας αυτονόητη – κάθε πάθος που πάσχει το ένα μεταφέρεται, αντανακλά ή οπωσδήποτε έχει συνέπειες και στο άλλο.
Ο δυαλισμός αυτός όμως –οφείλω να αναφέρω– υπερβαίνεται με την ένωση κτιστού και ακτίστου στο πρόσωπο του Χριστού και στη συνέχεια στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που τείνει προς ένωση με Αυτόν, δηλαδή (μέσω του Χριστού) με το Θεό.
Ο συλλογισμός επομένως, με τον οποίο ο κ. Α. καταλήγει στο συμπέρασμά του περί ψυχής, είναι φιλοσοφικά ορθός (για τη δυτική σκέψη), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους (που δε βλέπω το λόγο να τους αποδοθεί μικρότερο κύρος από το αντίστοιχο των Ινδών μυστικιστών ή των δυτικών σχολαστικών και φιλοσόφων), ο συλλογισμός του είναι εσφαλμένος, πράγμα που καθιστά εσφαλμένη όλη την πορεία της σκέψης του.
2. Βασισμένος στον προηγούμενο συλλογισμό, ο κ. Α. σχηματίζει την εντύπωση ότι μπορεί να ερευνήσει την ύπαρξη του Θεού με τα εργαλεία της δυτικής επιστήμης, τα οποία αυτονόητα θεωρεί κατάλληλα για την έρευνα παντός υπαρκτού (σελ. 25, 37, 62 κ.α.). Ό,τι δεν ανακαλύπτεται με αυτά τα εργαλεία, προφανώς «δεν υπάρχει».
Το λάθος αυτό είναι γνωστό και παλαιό. Είναι το λάθος όλων των αιρέσεων φιλοσοφικού τύπου, με τελευταία το σύγχρονο «ορθολογιστικό» αθεϊσμό. Όμως ο Θεός, αν υπάρχει, είναι ο «όντως Άλλος» και δεν ερευνάται με τα εργαλεία που προορίζονται για την έρευνα και γνώση του κτιστού κόσμου. Ακόμη και μέσα στον κτιστό κόσμο, δεν είναι κατάλληλα όλα τα ερευνητικά εργαλεία για όλους τους τομείς του επιστητού. Πόσο μάλλον για τον άκτιστο κόσμο. Ο κ. Α. φυσικά αγνοεί παντελώς τον προβληματισμό αυτό, δέσμιος των δικών του (φιλοσοφικών, όχι επιστημονικών) προϋποθέσεων.
Έχει περάσει βέβαια, καθώς αναφέρει, και από τον άλλο αδιέξοδο δρόμο, την αναζήτηση του Θεού μέσω της εφαρμογής τεχνικών μεθόδων, όπως ο υπερβατικός διαλογισμός, ενίοτε και με «υποστηρικτικά μέσα» (ναρκωτικά). Οι τρόποι αυτοί «επαφής με το θείο» έχουν μελετηθεί στην πράξη και αξιολογηθεί από τους διδασκάλους του χριστιανισμού ήδη από την αρχαιότητα (π.χ. στη συζήτηση με τους μεσαλιανούς) αλλά υπάρχουν και σύγχρονες υπεύθυνες τοποθετήσεις (π.χ. Σωφρόνιος του Έσσεξ για τον υπερβατικό διαλογισμό, Σεραφείμ Ρόουζ για τα ναρκωτικά και το διαλογισμό κάθε τύπου).
Υποθέτω ότι ο κ. Α. νομίζει ότι ο συλλογισμός του είναι σύμφωνος με το χριστιανισμό, και έχει δίκιο όσον αφορά στο δυτικό σχολαστικισμό, που είναι μια νοησιαρχική φιλοσοφία περί Θεού. Όμως ο σχολαστικισμός συνιστά ριζική διαφοροποίηση από τον αρχαίο χριστιανισμό, που συνέβη επειδή οι δυτικοί χριστιανοί διδάσκαλοι, μετά το Σχίσμα του 1054 (με το οποίο καθιερώθηκαν επίσημα στη δυτική Ευρώπη οι διαφοροποιήσεις που είχαν επιφέρει στο χριστιανισμό, για πολιτικούς λόγους, οι Φράγκοι του Καρλομάγνου από τον 8ο αι.), απώλεσαν τη μέθοδο θεογνωσίας του αρχαίου χριστιανισμού, η οποία όμως παρέμεινε στην ανατολή και η εφαρμογή της συνεχίστηκε από τους ορθόδοξους (όχι φυσικά από όλους, αφού οι δυτικές επιρροές αυξήθηκαν προοδευτικά, αλλά από κείνους τους ερευνητές που είχαν γνώση της αρχαίας παράδοσης, π.χ. άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς, Παΐσιος Βελιτσκόφκσι και χιλιάδες ησυχαστές, μοναχοί και λαϊκοί). Αυτή η μέθοδος θεογνωσίας είναι η «κάθαρση της καρδιάς» και σκοπός της δεν είναι η γνώση «για το Θεό», αλλά η γνώση «του Θεού», δηλαδή η προσωπική επαφή και ένωση με Αυτόν (το «πάσχειν τα θεία»).
Η ένωση με το Θεό, κατά τον κ. Α. (και άλλους), είναι μια ψευδαίσθηση που προκαλείται από πάθη εγκεφαλικών κέντρων. Θα σχολιάσω το συμπέρασμα αυτό αργότερα.
Ερευνώντας το Θεό σα να ερευνά ένα αντικείμενο του κτιστού κόσμου, είναι φυσικό να μην Τον ανακαλύψει. Οδηγήθηκε έτσι στη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει Θεός (παρά μόνον ως «λέξη», σελ. 72) και μάλιστα το ανακάλυψε «μέσω της επιστήμης». Δεν του έμεινε λοιπόν παρά να ανιχνεύσει, με συλλογισμούς, το λόγο που η πίστη στον «ανύπαρκτο» Θεό είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στους ανθρώπους. Κάθε ορθόδοξος που έχει κάποια γνώση της παράδοσής του μπορεί να αντιληφθεί ότι απλώς, στην πραγματικότητα, έψαξε σε λάθος χώρο και με λάθος τρόπο.
Η «κάθαρση της καρδιάς» είναι η κατάσταση, που επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπά όλο τον κόσμο, ακόμη και τους εχθρούς του. «Αγαπά» σημαίνει να χαίρεται όταν χαίρονται ή προοδεύουν και να λυπάται όταν πονούν ή παρακμάζουν. Η αγάπη αυτή δεν είναι συναισθηματική αντίδραση, αλλά συνειδητά αποφασισμένη δεξίωση του άλλου ως αδελφού στο πνευματικό κέντρο του ανθρώπου (το οποίο αγνοεί η δυτική ψυχολογία), που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «καρδία» και ακριβέστερα «βαθεία» ή «νοερά» καρδία. Ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή και η ασκητική προσπάθεια των χριστιανών, λαϊκών και κληρικών ή μοναχών, όπως τη διδάσκει η αρχαία και η ορθόδοξη παράδοση (νηπτική παράδοση), δεν αποσκοπεί σε μια αυτόματη ηθικιστική σωτηρία ως εύνοια του Θεού, στα πρότυπα της εύνοιας των μεσαιωνικών βασιλέων, αλλά στην προσέλκυση της θείας χάριτος, που θα προσφέρει στον άνθρωπο, ανάλογα με την πρόθεσή του (όχι με την πίστη του), τη δυνατότητα αυτής της «υπερφυσικής» σχέσης με τους άλλους. Αυτή είναι και μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «μυστικισμό» του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού και στο μυστικισμό των διαφόρων θρησκειών ή αιρέσεων.
Η «καθαρά καρδία» είναι κατάλληλη να αναγνωρίσει τη διαρκή προσωπική αποκάλυψη του Θεού σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη θρησκεία του, στο βαθμό που κάθε θρησκεία επιτρέπει στους πιστούς της να προχωρήσουν σ’ αυτό. Έτσι ανακαλύπτεται ο Θεός κατά το χριστιανισμό, τον προ-σχολαστικό και προ-λουθηρανικό. Εξυπακούεται ότι ο τρόπος αυτός μπορεί να ασκηθεί και πειραματικά. Θεωρείται όμως απαραίτητη η μαθητεία σε έναν δάσκαλο, που θα διδάξει στον ενδιαφερόμενο τον τρόπο για την κάθαρση της καρδιάς, που είναι επίσης προσωπικός, γι’ αυτό και δεν διδάσκεται επαρκώς από βιβλία (αν και, κάτω από έκτακτες περιστάσεις, μπορεί να επιχειρηθεί και αυτό).
Επειδή είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτά τα ακούτε για πρώτη φορά, σας παραπέμπω στην πολύτομη μελέτη του επισκόπου Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, εκδ. ιεράς μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδιά, 82004.
3. Προβλήματα εγείρει και η ιδέα του «οικουμενικού Θεού», που θέτει ο κ. Α. ως αντικείμενο της έρευνάς του. Για ποιο λόγο ο Θεός θα πρέπει να είναι το ον που προκύπτει από τη συνισταμένη των ετερόκλητων θεοτήτων όλων των θρησκειών; Το πιο παράδοξο: ο «οικουμενικός Θεός» του κ. Α. δεν είναι απλώς μια αυθαίρετη σύλληψη, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά ο Θεός μιας συγκεκριμένης θρησκείας: του ιουδαϊσμού (και του Ισλάμ, που όμως, στη θεολογία του, ακολουθεί τον ιουδαϊσμό). Έτσι τίθεται εκτός του ερευνητικού του πεδίου τόσο ο Τριαδικός Θεός του χριστιανισμού (ο πάσχων Θεός) όσο και οι μεγάλοι θεοί του ινδουισμού, από τους οποίους απορρέει και το καλό και το κακό (κι έτσι υπερβαίνεται η θεοδικία), καθώς και το Ταό, το Μπράχμαν κ.τ.λ. Αν, αντί για το φανταστικό «οικουμενικό Θεό» του κ. Α., υπάρχει κάποιος ή κάτι από τα υπόλοιπα, πάλι δεν θα ανακαλυφθεί.
4. Είναι απορίας άξιο που ο κ. Α. προβάλλει ως motto την εγελειανή ρήση «οτιδήποτε υπάρχει είναι ορθολογικό» (σελ. 118). Κατά τη γνώμη μου, αυτό που θεωρούσε ορθολογικό η δυτική διανόηση την εποχή του Έγελου έχει αναιρεθεί πλήρως από την κβαντική φυσική. Το σύμπαν στις θεμελιώδεις λειτουργίες του δεν είναι «ορθολο-γικό», όπως ασφαλώς γνωρίζετε. Έτσι τα όρια του «λογικού», του «πιθανού», καθώς και του «εφικτού» διευρύνονται ίσως και επ’ άπειρον.
Το κβαντικό σύμπαν «χωράει» (ως δυνατότητες) τα πάντα. Το μόνο που «δε χωράει» είναι η πιθανότητα της ύπαρξης του Θεού, και μάλιστα του χριστιανικού Θεού. Και τούτο, όχι γιατί «όσο διευρύνονται τα όρια της επιστήμης περιορίζονται τα όρια του Θεού», όπως αφελώς εξακολουθούν να νομίζουν κάποιοι, αλλά διότι η πλειοψηφία των επιστημόνων είναι δέσμια των ιδεολογικών τοποθετήσεων του Διαφωτισμού, που γεννήθηκαν από τα απωθημένα της ψυχοπαθολογίας του δυτικού μεσαίωνα (που δεν ήταν αληθινά χριστιανικός). Γι’ αυτό έχει αναπτύξει αυτόματους μηχανισμούς άμυνας ενάντια σε κάθε υποψία αναφοράς στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.
Ο κ. Α. αναφέρει ότι απορρίπτει τη θεωρία του «ευφυούς σχεδίου» για τη δημιουργία του σύμπαντός (σελ. 80, υποσ.), επειδή «βασίζεται στη θρησκευτική πίστη» και συνεπώς τη θεωρεί «μη επιστημονική». Η θεωρία του ευφυούς σχεδίου ελέγχεται και από ορθόδοξη άποψη, το παράδοξο όμως είναι ότι ο συγγραφέας μας δεν καταλαβαίνει πως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη δική του τοποθέτηση, αν και φαίνεται να το υποψιάζεται αμυδρά (σελ. 25).
Ειλικρινά εκπλήσσομαι που οι σύγχρονοι επιστήμονες είναι τόσο σφιχτά δεμένοι στις αθεϊστικές ή «αγνωστικιστικές» τους προκαταλήψεις, που δε βλέπουν ότι οι προτάσεις ή ανακαλύψεις τους –τόσο στο θέμα της δημιουργίας του σύμπαντος όσο και στο θέμα της εξέλιξης των ειδών– επιβεβαιώνουν τη Βίβλο αντί να την αναιρούν, όπως ισχυρίζονταν οι πνευματικοί προπάτορές τους. Αν απορείτε γι’ αυτό που γράφω, σας παραπέμπω σε σχετικά άρθρα του παρόντος ιστότοπου.
5. Το ίδιο έχω να πω και για το συλλογισμό του κ. Α. ότι τα πάντα λειτουργούν με δαρβινικούς νόμους. Κατ’ αρχάς αυτό θα μπορούσε να ισχύει μόνο για το φαινόμενο της ζωής και όχι για «τα πάντα». Αλλά και για το φαινόμενο της ζωής, μόνο στον πλανήτη μας. Για να επεκτείνει τον ισχυρισμό αυτό στο Θεό, πρέπει να έχει καταλήξει εκ των προτέρων στη βεβαιότητα ότι Θεός δεν υπάρχει. Μετά από αυτή τη βεβαιότητα (στην οποία κατέληξε από λάθος) ο κ. Α. ερμηνεύει την υπόθεση του Θεού γενετικά.
Σημειωτέον ότι όσα γράφει ο κ. Α. στο βιβλίο Ι, κεφ. 3, για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής καθόλου δεν αντιτίθενται στο χριστιανισμό και, ως εκ τούτου, κανείς καταρτισμένος ορθόδοξος χριστιανός δε θα «φοβόταν» να τα ρωτήσει – αντίθετα, θα τα ρωτούσε (και τα ρωτά) με χαρά, όπως ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο μέγας Βασίλειος ερμήνευσε τη Γένεση επιστρατεύοντας τις επιστήμες της εποχής του (Ομιλίες εις την Εξαήμερον), σε πείσμα μάλιστα μερικών φοβισμένων φανατικών της εποχής του. Η μόνη αντίθεση είναι ότι οι επιστήμονες, για τους δικούς τους φιλοσοφικούς λόγους, πιστεύουν ότι όλα αυτά συνέβησαν «τυχαία», ενώ εγώ, ως χριστιανός, πιστεύω ότι συνέβησαν κατά τη θέληση του Θεού. Το πιστεύω «πατώντας στους ώμους γιγάντων» (για να οικειοποιηθώ τη γνωστή ρήση του Στ. Χώκιν), δηλαδή των χριστιανών διδασκάλων, που έχω τους ίδιους λόγους να τους εμπιστεύομαι, που έχει και ο μέσος καθηγητής Φυσικής για να εμπιστεύεται τους αστροφυσικούς και τους κβαντικούς.
6. Κατά τους αρχαίους και τους ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος, από την αρχή της δημιουργίας του, έχει εγγενή προδιάθεση στροφής προς το Θεό και τάσης για ένωση με Αυτόν. Εκτροπή αυτής της τάσης σε επιθυμία «αυτοθέωσης» (θέωσης διά των δικών του δυνάμεων, αντί για την κάθαρση της καρδιάς) αποτέλεσε και το προπατορικό αμάρτημα, που επαναλαμβάνεται σε κάθε γενιά (η σεξουαλική ερμηνεία είναι άγνωστη στην αρχαία Εκκλησία –τουλάχιστον της ανατολής– καθώς και στην ορθόδοξη). Οι παλαιοί Πατέρες φυσικά δεν είχαν τις δικές μας γνώσεις γενετικής, αλλά τοποθετούσαν αυτή την προδιάθεση στο καθαρά πνευματικό τμήμα του ανθρώπου. Γνώριζαν όμως την αλληλεξάρτηση ψυχής και σώματος και δε θα τους προκαλούσε έκπληξη η υπόθεση του «θρησκευτικού γονιδίου». Με μια διαφορά: θα την εκλάμβαναν ως μέγιστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και όχι ως το «μεγάλο ψεύτη», που μας παρηγορεί με μιαν απατηλή πίστη.
Εδώ πρέπει να πω ότι παρατηρώ μια αντίφαση στη σκέψη του συγγραφέα, αν και δευτερεύουσα: σπεύδει να εξαλείψει την έντονη εντύπωση ότι προσωποποιεί τη φύση (σελ. 79, υποσ.), όμως το ψέμα που της χρεώνει φαίνεται να προϋποθέτει ελεύθερη βούληση. Πώς οι «νόμοι της θερμοδυναμικής», που επικαλείται, μπορεί να υπέβαλαν στον άνθρωπο την πίστη σε ένα πλήρως συγκροτημένο ανύπαρκτο σύμπαν, επειδή αυτό θα τον απάλλασσε από το συγκλονισμό του μπροστά στο θάνατο;
2. Χαρακτηριστικά του ορθόδοξου πνευματικού βιώματος
Ας έρθουμε τώρα στο βασικό ζήτημα που μας απασχολεί. Το πνευματικό βίωμα, κατά τον κ. Α., είναι καθαρά υπόθεση του εγκεφάλου μας. Οι προσωπικές του μελέτες και οι μελέτες άλλων, τις οποίες επικαλείται, το επιβεβαιώνουν (βλ. σελ. 148 κ.εξ.). Και πάλι όμως αγνοεί εντελώς το πνευματικό βίωμα στο χώρο του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού, η μελέτη του οποίου απουσιάζει πλήρως. Γνωρίζει μόνο διάφορες εκδοχές του δυτικού χριστιανισμού, τη γνησιότητα των οποίων απορρίπτει, αλλά οι οποίες έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί και στον ορθόδοξο χώρο προ πολλού (όπως και οι «επιθανάτιες εμπειρίες», για τις οποίες βλ. Σεραφείμ Ρόουζ The Soul After Death, ελλ. έκδ. Η ψυχή μετά το Θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος, καθώς και τα UFO, βλ. του ίδιου Orthodoxy and the religion of the future, ελλ. Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, εκδ. Εγρήγορση).
Φυσικά, πρέπει να πω ότι και στο χώρο του μυστικισμού της άπω ανατολής υπάρχουν καταγραφές πνευματικών εμπειριών που δεν εμπίπτουν στις θεωρίες του κ. Α. και των συναδέλφων του, π.χ. αστρικά ταξίδια ή αναμνήσεις «προηγούμενων ζωών». Ο συγγραφέας μας δεν φαίνεται να έχει ασχοληθεί σοβαρά με αυτές, επαναπαυόμενος στα συμπεράσματα μελετών που έγιναν σε συνθήκες εργαστηρίου. Ταξίδεψε όμως στο Θιβέτ; Επισκέφτηκε κανένα άσραμ; Αν έκανε κάτι τέτοιο, δεν το αναφέρει.
Προσωπικά, ομολογώ ότι θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να γνώριζα αν έχει μελετήσει στα σοβαρά (δηλ. επιτόπου) την αξιοπιστία των μυστικιστών της άπω ανατολής και με ποιο τρόπο την αναίρεσε (αφού είναι φανερό πως δεν τη συνυπολογίζει στα δεδομένα του). Αν όμως δεν την έχει μελετήσει καθόλου, τότε φοβούμαι πως οποιοσδήποτε σοβαρός βουδιστής ή ινδουιστής θα μπορούσε να γράψει ανάλογα σχόλια με τα δικά μου.
Στην ορθόδοξη βιβλιογραφία (αναφέρω παρεμπιπτόντως) υπάρχουν συγκεκριμένες επιτόπιες μελέτες του μυστικισμού της άπω ανατολής. Αναφέρω από μνήμης το Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος του π. Σεραφείμ Ρόουζ (όπου δημοσιεύονται και μελέτες τρίτων, μεταξύ των οποίων και πρώην ινδουιστών) και το Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος του Διονυσίου Φαρασιώτη, όπου (παρά τον επιστημονι-κά «αδόκιμο» τίτλο) δημοσιεύονται οι μακροχρόνιες έρευνες του συγγραφέα, ο οποίος πίστεψε στον ινδουισμό, μυήθηκε σ’ αυτόν και ταξίδεψε στις πηγές του.
Ωστόσο, η περίπτωση αυτή δεν με αφορά. Στο παρόν σημείωμα παίρνω το θάρρος να σας αναφέρω εντελώς περιληπτικά κάποια χαρακτηριστικά του ορθόδοξου χριστιανι-κού πνευματικού βιώματος, που θεωρώ ότι αντιβαίνουν στις ερμηνείες του κ. Α.
1. Η ορθόδοξη πνευματική εμπειρία βιώνεται όχι μόνο κατά την ώρα της προσευχής, αλλά και κατά τη διάρκεια της κοινής καθημερινότητας. Μπορεί δε να διαρκεί μέρες, κατά τις οποίες ο άνθρωπος έχει πλήρη διαύγεια και ασχολείται με τις συνηθισμένες του ασχολίες, ευρισκόμενος συγχρόνως εντός της θείας χάριτος. Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται π.χ. στους βίους αγίων όπως οι Αντώνιος του Βορόνεζ, Σεραφείμ του Σάρωφ, Παΐσιος ο Αγιορείτης, Σωφρόνιος του Έσσεξ (πολύμηνο βίωμα) κ.π.ά.
2. Πάρα πολλές φορές ανύποπτοι τρίτοι έχουν γίνει μάρτυρες και κοινωνοί του πνευματικού βιώματος ενός αγίου. Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται από την αρχαιότητα, στους βίους αγίων όπως ο μέγας Αρσένιος, ο μέγας Βασίλειος, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αλλά και ο Παύλος της Ομπνόρα, ο Σεραφείμ του Σάρωφ, ο Αντώνιος του Βορόνεζ, ο Παΐσιος ο Αγιορείτης κ.π.ά. Τέτοιες εμπειρίες καταγράφονται και στο βιβλίο του καθηγητή του παν/μίου του Μέιν (και μελετητή της ορθόδοξης πνευματικότητας) Κυριάκου Μαρκίδη The Mountain of Silence (Το όρος της σιωπής, εκδ. Δορκάς).
Φυσικά τα παραπάνω, όπως και τα επόμενα, δεν «αποδεικνύουν» τίποτε. Όποιος θέλει μπορεί εύκολα να τα αρνηθεί, χαρακτηρίζοντάς τα ψεύδη και μύθους. Από καθαρά επιστημονική σκοπιά όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι συνετό. Το επιστημονικά σωστό είναι η διερεύνηση των μαρτυριών και μάλιστα με συμμετοχική παρατήρηση.
Η σχετική έρευνα θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε (άνθρωποι με υψηλά βιώματα ορθόδοξης πνευματικότητας μπορεί να ζουν και στη γειτονιά σας), όμως τα πιο κατάλληλα μέρη ασφαλώς είναι οι χώροι όπου κατά τεκμήριο παρατηρείται εντονότερη πνευματική αναζήτηση, δηλαδή τα μεγάλα ορθόδοξα μοναστικά κέντρα, όπως ο Άθως, το Σινά, τα μεγάλα ρωσικά μοναστικά κέντρα του Κιέβου, της Όπτινα, του Ντιβέγεβο κ.λ.π. Για τον κ. Α., που δραστηριοποιείται στην αγγλόφωνη δύση, κατάλληλη αφετηρία νομίζω πως θα ήταν η μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας (Stavropegic Monastery to St John the Baptist, Essex), η μονή του αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα (St Anthony’s Greek Orthodox Monastery), η Αδελφότητα του αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Καλιφόρνια (St Herman of Alaska Bratherhood, Platina, California), ενώ ίσως θα ήταν χρήσιμη μια επαφή με τον π. Πήτερ Γκίλκουιστ (fr Peter Gillquist) και τους συντρόφους του της «Ευαγγελικής Ορθόδοξης Ιεραποστολής της Αρχιεπισκοπής Αντιοχείας», στις ΗΠΑ, που προσήλθαν στην ορθοδοξία από τον προτεσταντισμό μετά από οργανωμένη και ενδελεχή έρευνα.
Στους χώρους αυτούς (όπου ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιου είδους έρευνα) δεν θα βρει «καταρράκτες θετικής ενέργειας», αλλά μπορεί να καθοδηγηθεί σε άμεση επικοινωνία και παρατήρηση σημερινών ορθόδοξων αγίων, που διαμένουν είτε στα μοναστήρια είτε στις γύρω δασικές ή ερημικές εκτάσεις, ευρισκόμενων στα ανώτερα στάδια πνευματικής προόδου που ονομάζονται στην παράδοσή μας «φωτισμός» και «θέωση». Οι άγιοι αυτοί δεν περιμένουν επισκέπτες ούτε και θα είναι εύκολο να κάνουν κάποιον κοινωνό των βιωμάτων τους, όμως και μια στοιχειώδης ανθρωπολογική έρευνα της κουλτούρας τους θα συνιστούσε πρόοδο στο ζήτημα που απασχολεί το συγγραφέα μας. Σύμφωνα με τις καταγραφές αιώνων (που υπάρχει λόγος να αμφισβητηθούν, όχι όμως να αγνοηθούν) η περίπτωσή τους δεν εμπίπτει στα συμπεράσματα των νευροβιολογικών ερευνών.
3. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανικού πνευματικού βιώματος είναι οι παράξενες εμπειρίες που ονομάζονται «πλάνες» και απορρίπτονται ως δαιμονικές. Δεν αναφέρομαι σε εφιαλτικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα φόβου, αλλά σε φωτεινά βιώματα, εντελώς όμοια με τα θεϊκά, που όμως απορρίπτονται ως απομιμήσεις.
Η ύπαρξη τέτοιων εμπειριών ώθησε τους χριστιανούς, ήδη από τα χρόνια της Καινής Διαθήκης (βλ. π.χ. Β΄ προς Κορινθίους 11, 14, Α΄ Ιωάννου, 4, 1-6), στην ανάπτυξη της λεγόμενης «διάκρισης των πνευμάτων», δηλαδή της δοκιμασίας που θα τους επέτρεπε να αποφεύγουν τις παγίδες αυτού του είδους. Ένα πρώτο κριτήριο, που μπορεί να βρει κάποιος στα κείμενα των ορθόδοξων ασκητών (π.χ. του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη), είναι ότι το γνήσιο θεϊκό βίωμα προκαλεί στον άνθρωπο γαλήνη και αγάπη προς τους εχθρούς, ενώ το ψευδοβίωμα προκαλεί αποστροφή ή ταραχή, έστω κι αν συνοδεύεται με κάποιο αίσθημα ενθουσιασμού ή «χαράς». Αυτό το κριτήριο όμως είναι ανασφαλές, γιατί ένας αρχάριος μπορεί να νομίζει ότι αισθάνεται γαλήνη ακόμη και σε κατάσταση πλάνης, γι’ αυτό όλοι οι δάσκαλοι της ορθόδοξης πνευματικότητας συνιστούν επίμονα να μην επιθυμούμε ούτε να επιδιώκουμε, αλλά αντιθέτως να αποφεύγουμε τις «υπερφυσικές» εμπειρίες (και να τις αγνοούμε νηφάλια, αν εμφανιστούν), δίνοντας έμφαση μόνο στην κάθαρση της καρδιάς.
Η ύπαρξη των «πλανών» α) δεν είναι κάτι πανθρησκειακό, ούτε καν παγχριστιανικό, αλλά χαρακτηρίζει τον αρχαίο και τον ορθόδοξο χριστιανισμό, β) φανερώνει ότι τα πνευματικά βιώματα διαφοροποιούνται ως προς τα χαρακτηριστικά τους, πράγμα που έχουν μελετήσει οι αληθινοί χριστιανοί διδάσκαλοι, γ) δε συμβάλλει στην ψυχική μας ισορροπία (αντίθετα, την υπονομεύει) κι έτσι, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, αναιρεί την υπόθεση ότι «η φύση» μάς προίκισε με το πνευματικό βίωμα, δ) συνιστά ένα ισχυρό αντικίνητρο για τους χριστιανούς, μια άμυνα απέναντι στα πνευματικά βιώματα, τα οποία όμως, εφόσον επιμένουν, και πάλι εμφανίζονται ως ανεξάρτητα από κάθε «φυσική» ερμηνεία τους.
«Μην παρασύρεστε τόσο γρήγορα από αυτό που βλέπετε, αλλά να έχετε βαρύτητα και, δοκιμάζοντας τα πάντα με προσοχή, δεχτείτε το καλό και απορρίψτε το κακό. Πάντα πρέπει να δοκιμάζετε και να εξετάζετε και μονάχα μετά να πιστεύετε» (άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, 14ος αι.). «Ένα κατάλαβα: μην επιθυμείτε οράματα, ακόμη και την ώρα των οραμάτων» (Σωφρόνιος του Έσσεξ).
4. Ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του θέματος που μας ενδιαφέρει είναι η κατάσταση, που οι χριστιανοί διδάσκαλοι ονομάζουν «θεοεγκατάλειψη». Μετά από ένα δείγμα ή μερικά δείγματα της χάριτος του Θεού στη ζωή μας, ο Θεός αποσύρεται. Ο χριστιανός Τον αποζητά και προσπαθεί να Τον φέρει πίσω, ώστε να νιώσει ξανά την ευφορία της παρουσίας Του. Προσεύχεται, αγρυπνά, νηστεύει, θρηνεί, όμως ο Θεός φαίνεται να κωφεύει. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ακόμη κι αν αγωνίζεται χρόνια, αισθάνεται πνευματικά ξηρός. Και ξαφνικά ο Θεός, όταν θέλει, επανέρχεται και ίσως δεν ξαναφεύγει ποτέ (βλ. π.χ. Σωφρονίου του Έσσεξ Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί).
Η θεοεγκατάλειψη είναι μία «απόδειξη» ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα δεν είναι προϊόν μηχανισμού, καθώς και ότι ο χριστιανισμός δεν χρησιμοποιεί τεχνικές αντίστοιχες με τον ανατολικό διαλογισμό, γιατί τότε η σωστή εφαρμογή της «μεθόδου» θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντίθετα, εδώ καμία μέθοδος δεν είναι αποτελεσματική – όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για ενεργοποίηση μηχανισμών, αλλά για ελεύθερη επικοινωνία προσώπων.
5. Το οφθαλμοφανέστερο από τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν είναι ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα, μετά από ένα στάδιο πνευματικής προόδου, συνοδεύεται από τα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», που εξαιτίας τους ένας άνθρωπος γίνεται διορατικός, προορατικός, ιαματικός κ.τ.λ. – ένα τμήμα της ευρύτερης πραγματικότητας, που ο μέσος άνθρωπος ονομάζει γενικώς «θαύματα».
Ο κ. Α. είναι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχουν θαύματα, αφού δεν έζησε ή δεν αντιλήφθηκε κανένα απ’ αυτά, δε γνωρίζει κανένα θαύμα επιστημονικά επιβεβαιωμένο και μάλιστα αναφέρει ότι έχουν περάσει αιώνες από το τελευταίο «επίσημα αναγνωρισμένο από την Εκκλησία» θαύμα (σελ. 69-70).
Το ότι δεν υπάρχουν θαύματα επιστημονικά επιβεβαιωμένα είναι θεολογικά εύλογο (ο Θεός δεν θέλει να «εξαναγκαστούμε» να Τον πιστέψουμε επηρεασμένοι από μια «επίδειξη» της παρουσίας Του), είναι όμως κάπως σχετικό. Υπάρχουν θαύματα πολύ καλά μαρτυρημένα, όπως η αποτροπή της καταστροφής του Ορχομενού Βοιωτίας από τους ναζί το 1943, με παρέμβαση της Παναγίας, όπου την εικόνα με τη σχετική παράσταση φιλοτέχνησε με έξοδά του ο ίδιος ο Γερμανός διοικητής Όφμαν (εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου).
Υπάρχουν όμως και θαύματα πιο τεκμηριωμένα, όπως η μετατροπή του άρτου και του οίνου της θείας Ευχαριστίας σε σάρκα και αίμα στο Λαντσιάνο της Ιταλίας τον 8ο αι. μ.Χ., που εξετάστηκε επιστημονικά στην εποχή μας πολλές φορές –βλ. σχετικά στο http://www.oodegr.com/oode/asynithista/sarka1.htm.
Και η ιδέα του «επίσημα αναγνωρισμένου από την Εκκλησία» θαύματος είναι επίσης ακατανόητη για την ορθοδοξία, γιατί σε μας θαύματα συμβαίνουν –επιτρέψτε μου– καθημερινά και δε χρειάζονται «επίσημη» εκκλησιαστική επικύρωση. Κάθε γεγονός που φαίνεται θαύμα δεν είναι όντως θαύμα (συμφωνούμε με τη ρήση του Γκαίτε στη σελ. 204 του κ. Α.), όμως είναι καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες για τα αγιοπνευματικά χαρίσματα σύγχρονων αγίων, όπως ο Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (1906-1991), ο Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994), ο Γεώργιος Καρσλίδης της Δράμας (1901-1959), ο Ευμένιος του Ρεθύμνου (1912-2005) κ.π.ά. ή, για να αναφερθώ σε κάπως παλαιότερους, ο άγιος Αγαπητός ο Ιαματικός (11ος αι.), ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833), ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (1829-1908), ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924), ο άγιος Νεκτάριος της Όπτινα (1853-1928), ο άγιος Σεραφείμ της Βίριτσα (1866-1949), η αγία Ματρώνα της Μόσχας (1882-1952), ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966) κ.π.ά.
Οι άνθρωποι αυτοί, εκτός π.χ. από κάμψεις χώρου και χρόνου που τους συνέβαιναν [προσέξτε: σα να ζούσαν σε κβαντικό σύμπαν (τέτοια περιστατικά καταγράφει ο Μαρκίδης στα βιβλία του Riding with the Lion, The Mountain of Silence και Gifts of the Desert)], δεν «αισθάνονταν» απλώς ενωμένοι με όλα τα όντα (πράγμα που μπορεί να είναι συνέπεια εγκεφαλικού μηχανισμού), αλλά ένιωθαν, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες, τη χαρά και τον πόνο των άλλων ως δικά τους. Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Παπαζάχος είχε καταθέσει ότι ο γέροντας Πορφύριος κινδύνεψε να πεθάνει, νιώθοντας τον πόνο των ανθρώπων, που σκοτώνονταν στις οδομαχίες κατά την πτώση του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία. Ο γέροντας Γεννάδιος (1983), που ασκήτευε στα νότια του νομού Ρεθύμνης, «άκουγε» από το κελί του τις μάχες στο Λίβανο και την Περσία, ενώ μια φορά μεταφέρθηκε αιφνιδίως σε μια μάχη στο Λίβανο (σημειωτέον ότι «γέροντας» λέγεται ο ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, άσχετα από την ηλικία του –αν και συνήθως είναι και ηλικιωμένος). Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, το 1932, έγραφε στο Δαβίδ Μπάλφουρ (έναν Άγγλο με πολυτάραχη ζωή και πολυκύμαντη σχέση με την ορθοδοξία) λεπτομέρειες για την πνευματική του κατάσταση –του Μπάλφουρ– τις οποίες βίωνε κατά την ώρα της προσευχής του. Ο ίδιος έγραφε ότι «κατά την υπέρ του κόσμου προσευχήν» η ψυχή «ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης», από τη συσσώρευση της κακίας των ανθρώπων που «αγαπούν περισσότερο το σκότος του μίσους από το φως της αγάπης του Θεού» (Περί προσευχής, σελ. 93-94). Προσθέτει όμως ότι, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που προσεύχονται με ένταση υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ισχυροποιούσε την κυριαρχία της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σήμερα.
Η απλή άρνηση της αξιοπιστίας των χιλιάδων μαρτυριών για τα ξεχωριστά χαρίσματα αυτών των μεγάλων ορθόδοξων διδασκάλων, χωρίς έστω μια στοιχειώδη διερεύνηση, είναι επιστημονικά άτοπη. Ομοίως και η υπόθεση ότι, εφόσον ερευνήθηκαν και διαψεύστηκαν περιπτώσεις μάγων, μάντεων, θαυματοποιών, θεραπευτών κ.λ.π., μπορούμε να επεκτείνουμε τα συμπεράσματά μας και στους αγίους της ορθοδοξίας. Μπορεί η αλήθεια να απουσιάζει από κάπου, αλλά να εμφιλοχωρεί κάπου αλλού. Οι κομπογιαννίτες δεν εξουδετερώνουν αυτονόητα την αξιοπιστία της ιατρικής (ούτε καν συλλήβδην της εμπειρικής ιατρικής).
Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στον ορθόδοξο χώρο τα αποτελέσματα της «Βιοθεολογίας» έχουν γίνει αποδεκτά χωρίς πρόβλημα. Μια συνοπτική αποτίμησή τους από ορθόδοξη σκοπιά βλ. π.χ. στην εισήγηση του παιδοψυχολόγου και παιδοψυχίατρου π. Βασιλείου Θερμού «Εμπειρίες σε αιρέσεις και σέκτες – ψυχολογική θεώρηση», την οποία βλ. και στο http://www.egolpio.com/SECTS/empeiries_se_aireseis_sectes.htm.
Εν κατακλείδι, λόγω των παραπάνω αδυναμιών, οφείλω να θεωρήσω τη μελέτη του κ. Α. ανεπαρκή και τα συμπεράσματά του εσφαλμένα. Και, επειδή το περί Θεού ερώτημα δεν είναι ζήτημα πίστης, αλλά σχέσης (η οποία μάλιστα προεκτείνεται στην αιωνιότητα), φοβούμαι ότι η συμβολή του στη ζωή του δυτικού κόσμου θα είναι αρνητική – θα παρέχει σε ανθρώπους ψευδή επιστημονική τεκμηρίωση της απιστίας τους. Στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί άνθρωποι έτοιμοι να υποδεχτούν τέτοιες μελέτες για να ενισχυθούν ψυχολογικά στο να απορρίψουν μετά χαράς οποιοδήποτε δεσμό τους με την πνευματική κληρονομιά των πατέρων τους.
Ζήτημα επίσης προκαλεί η εκπληκτική πρόταση του κ. Α. (σελ. 269 υποσ.) περί… «θεοεκτομής» (δηλ. αφαίρεσης του «θρησκευτικού γονιδίου» με ειδική επέμβαση σε επικίνδυνους θρησκόληπτους φανατικούς)! Η θρησκεία δεν είναι η σοβαρότερη πηγή βίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπως νομίζει. Δεν προκάλεσε η θρησκεία την αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο, την Τρομοκρατία μετά τη Γαλλική Επανάσταση, την εξαθλίωση των βιομηχανικών εργατών του 19ου αι., το ναζισμό, το σταλινισμό, τους Κόκκινους Χμέρ… ακόμη και τη σημερινή εκμετάλλευση της ανθρωπότητας από τις πολυεθνικές. Αντίθετα, εγώ, επειδή είμαι χριστιανός (άσχετα αν είμαι «καλός» ή «κακός» χριστιανός), νιώθω αγανάκτηση, οίκτο και συνειδησιακό συγκλονισμό γι’ αυτές τις παλιές και σύγχρονες καταστάσεις, όσο και για τα εγκλήματα στο όνομα του Χριστού, που όμως δεν τα διέπραξαν οι πνευματικά προοδευμένοι χριστιανοί. Εκτός αν πρέπει να καταργήσουμε και τη δημοκρατία, επειδή και στο δικό της όνομα διαπράχθηκαν εγκλήματα (σημειωτέον ότι τα γραμματόσημα της Χούντας του 1967-73 έγραφαν στην κορυφή «Ελληνική Δημοκρατία»).
Φανταστείτε λοιπόν να είχαν ανακαλύψει την ιδέα της θεοεκτομής οι εξουσιαστές του Στάλιν ή του Χρουτσώφ, όταν έστελναν τους χριστιανούς στα γκουλάγκ, στη Σιβηρία και στα νησιά Σολόφκυ. Φανταστείτε τι θα γίνει, όταν ο επόμενος που θα αποφασίσει να σώσει τον κόσμο από το «όπιο του λαού» θα έχει ήδη ανακαλύψει τη θεοεκτομή. Μήπως ο κ. Α. κατά βάθος οδηγείται σε επικίνδυνες φαντασιώσεις;
Από την άλλη, δεν είναι δεοντολογικά σωστό να προτείνω στους εκδότες να μην επανεκδώσουν τη μελέτη του. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με λογοκρισία και η λογοκρισία, ιδίως στο συγκεκριμένο ζήτημα (ας μου επιτραπεί να το θέσω έτσι), «δεν είναι της μόδας» στην εποχή μας. Η πρόταση που μπορώ να κάνω, επομένως, μαζί και παράκληση, είναι να δεχτούν την παρουσίαση από τις εκδόσεις τους μιας βαρύνουσας μελέτης για την ορθόδοξη πνευματικότητα. Τέτοιες μελέτες μπορούν να εκπονηθούν από εξέχουσες προσωπικότητες της ορθοδοξίας, κατά προτίμησιν μοναχούς, όχι απαραίτητα Έλληνες, αλλά οπωσδήποτε αναγνωρισμένης πνευματικότητας (ενδεχομένως και πανεπιστημιακής μόρφωσης, αν αυτό τεθεί ως κριτήριο), όχι από ακαδημαϊκούς φιλοσόφους, παρόλο που και φιλόσοφοι έχουν συμβάλει κατά καιρούς στη μελέτη και αποτίμηση της πνευματικής μας παράδοσης.
Μπορεί βέβαια να υλοποιηθεί και μια καθαρά ανθρωπολογική μελέτη στους χώρους της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως αυτή που πρότεινα παραπάνω, σε κάποιο σημείο του κειμένου μου. Ένα δείγμα τέτοιας μελέτης, γραμμένη από έναν άνθρωπο που δεν έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές, αλλά ήταν μέλος της κοινωνίας, την οποία περιγράφει, είναι π.χ. το βιβλίο του μεγάλου ορθόδοξου πνευματικού διδασκάλου του 20ού αιώνα γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη, Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα, έκδ. του ιερού γυναικείου Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου