Εισηγητής:
Για όσους δεν
γνωρίζουν έχουμε σήμερα τον πατέρα Νικόλαο Λουδοβίκο είναι καθηγητής
της φιλοσοφίας και της δογματικής στην Εκκλησιαστική Ακαδημία και
στο Cambridge.
π.
Ν. Λουδοβίκος: Καλησπέρα σας λοιπόν, χαίρομαι που σας
βρίσκω, δε μου είπε ο π. Βαρνάβας για τι θέμα να μιλήσω σήμερα, έτσι
μπορώ να μιλήσω για ότι θέλω! Είναι ωραία βέβαια να καταλαβαίνουμε,
να αισθανόμαστε ότι η ζωή μας είναι άσκοπη έτσι; Όπως μια ομιλία που
αρχίζει χωρίς θέμα.
Οι πάντες θέλουν να
μας δώσουν ένα συγκεκριμένο σκοπό, κι εμείς είμαστε απελπιστικά
αόριστοι, απελπιστικά αρνούμαστε ως άνθρωποι να χωρέσουμε σε
τελικούς σκοπούς, σε όρια τα οποία θα μας υπαγόρευαν μια
συγκεκριμένη φύση. Και πράγματι αυτό δεν είναι παράξενο διότι αν ο
Θεός είναι άπειρος και η εικόνα του η εικόνα ενός τέτοιου Θεού δε
μπορεί παρά να είναι απροσδιόριστη και άπειρη. Δε μπορεί παρά να μην
έχουμε ένα ορισμό του ανθρώπου.
Και πράγματι ευτυχώς
δεν έχουμε έναν ορισμό του ανθρώπου στα πατερικά κείμενα, έχουμε
πολλούς φιλοσοφικούς ορισμούς του ανθρώπου, έχουμε αρκετούς ορισμούς
του ανθρώπου στον χώρο της ψυχολογίας, στον χώρο της κοινωνιολογίας,
όλοι αυτοί κάτι έχουν να πουν για τον άνθρωπο, για ένα κομμάτι του
ανθρώπου για την ακρίβεια. Η θεολογία ευτυχώς δεν έχει κανένα ορισμό
του ανθρώπου.
Έτσι στο ερώτημα τι
είναι ο άνθρωπος έχουμε αποσιωπητικά στους χώρους των πατέρων.
Πράγμα που σημαίνει ότι δεν ξέρουμε τι είναι ο άνθρωπος κάτι πάρα
πολύ σοβαρό. Λοιπόν σήμερα γι αυτό το πράγμα λέω να μιλήσουμε για
τον διάλογο που μπαίνει στην θέση του ερωτήματος περί του «ποιος
είναι ο άνθρωπος» Το ερώτημα περί της ουσίας έχει για απάντηση έναν
διάλογο ο οποίος είναι ατέλεστος λένε οι πατέρες, δεν τελειώνει
ποτέ.
Μόνο στο τέλος λέει
θα μάθουμε ποιοι είμαστε, «όμοιοι αυτώ εσσόμεθα» στο τέλος λέει, στο
τέλος θα βρούμε δηλαδή μία απάντηση η οποία βέβαια θα ναι
συγκεκριμένη θα ναι μία απάντηση δυναμική. Πάλι δηλαδή θα είμαστε σε
αναζήτηση μιας όλο και μεγαλύτερης ουσίας, δηλαδή μιας όλο και
μεγαλύτερης αλήθειας, ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να περιέχει
μέσα του τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι άπειρος, άρα και ο άνθρωπος
πρόκειται να γίνει άπειρος. Έτσι δεν είναι;
Λοιπόν αυτό είναι
εξαίσιο αν σκεφθείτε ότι όλοι μας προσδιορίζουν. Τι είμαστε για το
κράτος; Δεν είμαστε κάποιες οντότητες με συγκεκριμένα δικαιώματα και
συγκεκριμένες υποχρεώσεις; Δεν είμαστε για την παιδεία το ίδιο
πράγμα; Δεν είμαστε για την οικονομία, δεν είμαστε για την επιστήμη;
Λοιπόν η θεολογία μας ελευθερώνει από την επιθυμία, από την ανάγκη
του να είμαστε ένα σημάδι ένα σημείο στο χάρτη συγκεκριμένο με
διαστάσεις, γινόμαστε αδιάστατοι κατά χάριν όπως ο Θεός, χωρίς
διαστάσεις.
Αυτό το πράγμα
σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί πράγματι να ζει και ασκόπως σε σχέση
με τους πολλούς σκοπούς τους οποίους έχει να εκπληρώσει, ή αν
θέλετε, αφού τους εκπληρώσει να ζήσει την χάρη του να έχει συνεχώς
αυτό το άπειρο σαν τελικό περιεχόμενο της ζωής του, δηλαδή κι αν
αποτύχουμε, έτσι, να μην λυπόμαστε στους επιμέρους σκοπούς κι αν
τους πετύχουμε να μην γινόμαστε σκλάβοι τους, έτσι δεν είναι;
"οι
έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι" μια πολύ παράξενη, φαντάζομαι ότι μια καλή
σύζυγος θα απέρριπτε αυτή την κουβέντα του Αποστόλου Παύλου, θα
έλεγε τι λέει εδώ ο Απόστολος "οι
έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι"
είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Οι έχοντες πρέπει να είναι ως οι καλώς
έχοντες και να αναλαμβάνουν και τις υποχρεώσεις τους, να ‘ναι
υπεύθυνοι, τι σημαίνει, για πέστε μου; Αφού μιλάμε και ενδιαμέσως, "οι
έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι" γιατί προτιμάει να πει αυτό ο
Απόστολος;
Προφανώς διότι, να
απαντήσω εγώ στην πρώτη ερώτηση, το να έχεις την γυναίκα προφανώς
την οποία έχεις, είναι κάτι το οποίο μπορεί στην πραγματικότητα να
το κάνεις με ένα πολύ πιο ελαφρό και ποιητικό τρόπο, από αυτόν που
θα τον έκανες αν δεν υπήρχε Θεός. Καταλάβατε; Αν δεν υπάρχει Θεός, η
γυναίκα είναι μια σανίδα σωτηρίας, ναι ή όχι;
Πρέπει οπωσδήποτε να
με καθρεφτίσει, πρέπει οπωσδήποτε να πει στα συναισθήματά μου ένα
ναι, πρέπει οπωσδήποτε να μου δώσει μια ικανοποίηση, εδώ κι εδώ κι
εδώ σε αυτά τα επίπεδα. Πρέπει να ‘ναι μια καλή μητέρα, πρέπει να
΄ναι μια καλή σύζυγος, πρέπει να ναι μια καλή ερωμένη, πρέπει να
‘ναι μια καλή, κι αλλοίμονο στην καημένη αυτή διότι είναι και
εργαζόμενη, και ταυτόχρονα είναι και ένα άτομο που να καταλαβαίνει
τον κόσμο όχι με το μυαλό αλλά με την καρδιά περισσότερο. Κι όταν
την βάλουμε σε όλα αυτά τα πρέπει, συνήθως δεν αποδίδει σε τίποτα
από όλα αυτά τα πρέπει, αποδίδει ελάχιστα. Θέλω να πω και αυτή
ελευθερώνεται διότι ποιητικά συνυπάρχουμε, καταλάβατε τι λέω, πάμε
μαζί έτσι δεν είναι;
Έχετε δει κάτι νέα
ζευγάρια ας πούμε έτσι που είναι λίγο χίπικα; Δεν ξέρω αν υπάρχουν
τώρα τέτοια, και παίρνει ο ένας τον άλλο και λέει πάμε! πού πάμε;
λέει Πάμε έτσι, πάμε!. Λοιπόν κι αυτή η γλυκιά αναρχία δεν είναι
αναρχία είναι η αίσθηση ότι είμαστε εικόνες ενός Θεού ο οποίος είναι
απροσδιόριστος κι είναι πολύ μεγάλος, κι εμείς είμαστε μεγάλοι και
γι αυτό τον λόγο τίποτα όσο κι αν φαίνεται σπουδαίο δε μπορεί να μας
κρατήσει. Όλα τα έχουμε και τα έχουμε όλα μεγαλοπρεπή κι αν θέλετε
με ένα γεμάτο ευθύνη τρόπο, αλλά αυτή η ευθύνη και αυτή η
μεγαλοπρέπεια συνέχεια εκβάλλει, μας οδηγεί σε μια υπέρβαση. Κι έτσι
τα πάντα τα έχουμε ως μη έχοντες, δηλαδή πάντα εκείνο το οποίο
ζητάμε είναι ο Θεός, αυτό σημαίνει αυτό το πράγμα ότι τα πάντα τα
έχουμε δια του Θεού, «εν τω Θεώ».
Όταν έχει κανείς κάτι
δια του Θεού το έχει απολύτως και ταυτόχρονα δεν κατέχεται από αυτό.
Καταλάβατε; Δηλαδή ό,τι κι αν του φταίξει αυτό που έχει στα χέρια
του, ούτε το τσακίζει, ούτε το κατηγορεί και πάλι αν τον ικανοποιεί
και πάλι δε πέφτει επάνω του να το κατσιάσει. Καταλάβατε τι λέω; Ο
Θεός το έδωσε τι ωραίο που είναι! Δε μου κάνει, δε μου βγαίνει. Ε!
εντάξει υπάρχει και ο Θεός, διορθώνει ο Θεός και αυτόν και μένα, και
αυτήν και εμένα. Πόσο πιο ωραία!
Με ρωτούν καμιά φορά
οι γονείς, -επειδή και εγώ ασχολούμαι συνέχεια με νέους, ιδίως οι
χριστιανοί γονείς-, δε πρέπει τα παιδιά μας να τα κάνουμε καλούς;
-Κι αρχίζει εδώ ένα μεγάλο μπλα μπλα-, χριστιανούς, πολίτες, κι
αυτούς; Ναι, άλλα αν τα κάνεις όλα αυτά στο παιδί πάνω, τι θα μείνει
από το παιδί το ίδιο; Δεν ξέρω αν είμαι σαφής, και απαντάω συνήθως
σε αυτή την ερώτηση λίγο ανόητα, έτσι όπως την καταλαβαίνω εγώ.
Σκοπός του να έχουμε παιδιά είναι το να τα αγαπήσουμε λέω. Τίποτε
άλλο. Σε πολλούς δεν αρκεί αυτό.
Αλλά εδώ θα ρωτήσω,
ποιος είναι ο σκοπός του Θεού μαζί μας. Τι σκοπό έχετε αισθανθεί
εσείς να έχει ο Θεός μαζί σας. Με ρωτάν τα παιδιά, τι σκοπό έχει
πάτερ ο Θεός με μένα; Και του απαντάω, μα τίποτα! Μα δε θέλει
τίποτα! Τι θέλει; Να ανθίσεις όπως ένα λουλούδι σε ένα κήπο. Είναι
σκοπός αυτό; Πες τε μου. Θέλει να ανθίσεις, δεν έχει κάτι, δε θέλει
να σε βάλει κάπου να κάνεις κάτι οπωσδήποτε, με την έννοια να σε
φορτώσει με κάτι, με το δικό Του έργο, το καλό Του όνομα, την φήμη
Του, την δόξα Του, και να σου πει πήγαινε τώρα και κάνε. Όχι, ν’
ανθίσεις θέλει. Άπαξ και ανθίσεις αρχίζεις και καταλαβαίνεις, τι
καταλαβαίνεις; Ότι σ αγαπάει κάποιος χωρίς λόγο, αυτή είναι όλη η
ιστορία.
Το γεγονός ότι
υπάρχει κάποιος που μ αγαπάει χωρίς λόγο. Το γεγονός ότι υπάρχει
κάποιος που όσο κι αν τον ρωτήσω, μαρτύρια και να του κάνω κινέζικα,
δεν ξέρει να μου πει γιατί μ' αγαπά, αυτό είναι η πηγή της ζωής και
της αλήθειας, αυτό ακριβώς είναι. Αν διαβάσετε τον Πλάτωνα θα δείτε
ότι ο έρως, η αγάπη, αν είμαστε στα καλά μας έχει κάποια αιτία
πάντα, και η αιτία πρέπει να’ ναι πάντα γιός του πόρου και της
πενίας. Αισθάνομαι μια εσωτερική φτώχεια, βρίσκω τον πλούτο, και
αγαπώ τον πλούτο. Ότι και να ‘ναι αυτός ο πλούτος, έτσι; Έχω ανάγκη
τον έρωτα και την αγάπη αυτού που αγαπώ, είναι τόκος εν καλώ, πρέπει
να γεννήσω, έχω κάτι καλό μέσα μου, πρέπει λοιπόν να βρω κάποιον να
να αγαπήσω και να γεννήσω μέσα στην σχέση αυτή.
Όλα αυτά είναι
ανθρώπινα. Πώς θα εξηγήσουμε με τον τρόπο αυτόν έναν έρωτα, μια
αγάπη, η οποία τίποτα δεν μπορεί να κάνει με εμένα, διότι εγώ δεν
προσφέρομαι. Καταλάβατε; Εάν υπάρχει μια αγάπη η οποία είναι καθαρή
προσφορά, καθαρή δοτικότητα δηλαδή κάτι που απλώς προσφέρεται, τότε
το παν ανατρέπεται.
Είχε γράψει πριν λίγα
χρόνια ένας ψυχίατρος, εγώ ξεκίνησα από ψυχολογία, είχε γράψει
λοιπόν ο ψυχίατρος πριν από χρόνια, ένας διάσημος που ανήκει στο
κίνημα της αντιψυχιατρικής ο Ronald Laing ένα βιβλίο με τίτλο «Μ’ αγαπάς;»
είχε βγει και στα
ελληνικά αυτό «Με αγαπάς;» ερώτημα, έτσι. Είναι η ερώτηση η οποία
τίθεται όλο και το πιο συχνά από τον άνθρωπο. Δεν την θέτει όμως με
ένα ερώτημα, με τρόπο άμεσο, την θέτει με τρόπο έμμεσο, την θέτει
όμως με πάρα πολλούς τρόπους, το ερώτημα αυτό Μ’ αγαπάς; Όχι σα
κανένα άλλο, αυτό μονάχα. Τίθεται συμβολικά τίθεται με πολλούς
τρόπους, τίθεται με παράξενους τρόπους καμιά φορά. Πολλές φορές με
επιθετικότητα, με μίσος, πολλές φορές με απέχθεια, με ένταση, με
επανάσταση, με οργή, μ αγαπάς; Λοιπόν το θέτουν τα νέα παιδιά, το
θέτουν και οι μεγάλοι και οι ενήλικες και όλοι.
Το να υπάρχει λοιπόν
κάποιος ο οποίος δεν καταπιέζεται από αυτό το ερώτημα, είναι το
θαύμα, είναι η πηγή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποια πηγή, η οποία
δεν καταδυναστεύεται από την επιθυμία να αναγνωρισθεί μέσω του
άλλου. Εδώ είναι το θαύμα ότι έχουμε ένα Θεό ο οποίος και για τον
οποίο ο κόσμος είναι απλά ενδεχόμενος. Του είναι άχρηστος, δεν του
χρησιμεύει σε τίποτα.
Το ότι ο Θεός είναι
Τριάς σημαίνει ότι έχει την αλήθεια Του, το νόημά Του, την αγάπη Του
μέσα στην σχέση Του. Και μάλιστα είναι τόσο βαθιά αυτή η αγάπη που
μιλάμε για ομοούσια Τριάδα. Κάτι που εμείς δεν μπορούμε να το
φανταστούμε διότι εμείς όσο και να αγαπήσουμε δεν μπορούμε να
γίνουμε ο άλλος. Και δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με έναν τέτοιο
τρόπο μέσα από τον άλλον. Και να υπάρχουμε επειδή υπάρχει ο άλλος.
Διότι ο Πατήρ είναι Πατήρ επειδή υπάρχει ο Υιός.
Δεν μπορούμε να
φαντασθούμε λοιπόν την δομή αυτής της υπέρτατης αγάπης. Αυτή η δομή
είναι και δομή [υπέρτατης]
αυτάρκειας
όμως, το φοβερό είναι ότι όταν αυτή η αγάπη φτάσει στο αποκορύφωμά
της, η Τριαδική αυτή αγάπη γεννά και άλλα όντα. Και δεν γεννά άλλα
όντα τα οποία θα έμοιαζαν μεταξύ τους, όπως μοιάζανε παλιά οι οπαδοί
κάποιων κινήσεων και στα ενδύματα και στην εμφάνιση, καθόλου.
Δημιουργεί ο Θεός και
εδώ είναι το πιο φοβερό από όλα, αυτό που δεν περιμέναμε, τι;
Δημιουργεί μια άλλη πρόθεση, μία άλλη προθετικότητα. Έτσι;
Δημιουργεί ένα ον το οποίο είναι τόσο φοβερά ελεύθερο ώστε να μπορεί
να του πει όχι. Δηλαδή αυτό που κάνει με την δημιουργία ο Θεός είναι
σαν να αρνείται την δική Του αποκλειστικότητα. Σαν να αρνείται την
δική Του θεότητα με έναν τέτοιο τρόπο. Και φτιάχνει ένα ον το οποίο
μπορεί να πει όχι στην θεότητα, όχι στο είναι του Θεού το ίδιο, πως
θα φύγει από μένα «πως απ' εμού δύναμαι ιδείν τας οδούς Σου», έτσι;
Δε θέλω να ξέρω αυτό το οποίο είσαι και αυτό το οποίο κάνεις.
Με τον τρόπο αυτόν
μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μία ριζική διακινδύνευση, τέτοια που
δεν μπορούμε να την διανοηθούμε ανθρωπίνως. Δεν επενδύει ο Θεός στην
αγάπη Του.
Ο Φρόιντ όταν ήτανε
νέος είχε μια αρραβωνιαστικιά, την Μάρθα την οποία νυμφεύθηκε
βέβαια. Λοιπόν στα τέσσερα χρόνια που ήταν αρραβωνιασμένοι της
έγραψε δύο χιλιάδες γράμματα, τέτοια μανία της είχε. Και θυμάμαι ένα
από αυτά που λέει ένα σχόλιο, στο αγαπάτε αλλήλους.
Λέει δε μπορώ να το
καταλάβω το αγαπάτε αλλήλους, διότι αν αγαπήσω τους πάντες θα
εξουθενωθώ. Εγώ μπορώ ν’ αγαπήσω εσένα, ν’ αγαπήσω και κάνα δυο
ακόμα, μπορώ να επενδύσω σε αυτούς, έχω ένα ποσό αγάπης, επενδύομαι
την αγάπη αυτή και παίρνω πίσω κάτι, και μ αυτό που παίρνω, ζω. Έτσι
δεν είναι; Λοιπόν, τι θα πει αγαπάτε αλλήλους;
Αγαπάτε αλλήλους
είναι μία πλήρης εξάρθρωσή μου, δε μπορώ να το δεχθώ αυτό το πράγμα
λέει. Πράγματι είναι η πλήρης εξάρθρωση η πλήρης αυτοάρνηση. Ο Θεός
είναι η πλήρης αυτοάρνησή Του, το έχετε ποτέ αυτό σκεφθεί; Δηλαδή
είναι το πλήρες “όχι” στον εαυτό Του, η απόλυτη κένωση, έψιλον και
ωμέγα, άδειασμα, και αυτού του είδους η αγάπη, μόνο αυτή μπορεί να
αφήσει τον άλλο παντελώς ελεύθερο.
Ελεύθερο να λέει τώρα
αυτά που λέμε εμείς εδώ, ελεύθερο να πισωγυρίζει, να ξανασκέφτεται,
να ταλαντεύεται, να μην πιστεύει, να γυρίζει στην δυσπιστία, να
μισοπιστεύει, να αμφιβάλλει και όλα αυτά τα πράγματα να γίνονται
μέσα στην αγάπη. Να έχουν όλα αυτά τα πράγματα θα λέγαμε μια σχέση
με την αγάπη. Λοιπόν αυτή η αγάπη τα δημιουργεί όλα και τα γεννάει
όλα.
Ξέρετε, δύο είδη
πνευματικότητας γνώρισε η ανθρωπότητα, μόνο δύο. Όσο κι αν είναι
πάρα πολλά, πάρα πολλές οι εκφράσεις της. Ένα είδος θα το λέγαμε
εκστατικό, το πρώτο είδος ή αναχωρητικό, και το άλλο είναι το
χριστιανικό. Να σας τα εξηγήσω λίγο. Εάν ο Θεός δεν είναι Τριάς
αγάπης αυτάρκης, τότε σημαίνει ότι ο Θεός είναι απέναντι από τον
κόσμο και χρειάζεται τον κόσμο για να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού
Του, ναι ή όχι; Αφού αλλιώς είναι μόνος του, αλλιώς είναι τίποτε,
χρειάζεται ένα άλλο ον ένα «εσύ» δίπλα Του για να μπορέσει να
αποκτήσει κοινωνία.
Λοιπόν αυτό το «εσύ»
δεν μπορεί παρά να είναι ο κόσμος, όλος ο κόσμος; Όχι βέβαια. Ότι
υπάρχει μέσα στον κόσμο αυτό που του μοιάζει. Τι του μοιάζει; Μα
ό,τι είναι πνευματικό, εντός εισαγωγικών, σαν και αυτόν. Τι είναι
πνευματικό σαν και αυτόν, τα δέντρα; Τα φρούτα; Τα βουνά; Οι λίμνες;
Το σώμα μου; Όχι πνευματικός είναι μόνο ο νους μου, η ψυχή μου, και
μόνο ο νους μου για την ακρίβεια, γιατί όλα τα άλλα είναι
συνδεδεμένα με το σώμα και τα αισθήματα και οι επιθυμίες.
Επομένως ο Θεός
διαλέγεται με τον νου μου, μόνον. Ο νους μου τι πρέπει να κάνει; Ο
νους μου πρέπει να κάνει μια μεγάλη αναχώρηση. Να εγκαταλείψει ό,τι
δεν είναι νους, ό,τι δηλαδή δεν είναι όμοιο με τον Θεό. Να
εγκαταλείψει δηλαδή οτιδήποτε είναι υλικό, οτιδήποτε είναι αίσθημα,
οτιδήποτε είναι συναίσθημα, οτιδήποτε είναι επιθυμία και να ανέβει
σιγά, σιγά, σιγά, να αφομοιωθεί με αυτό το Εν.
Αυτή είναι η οδός του
Πλάτωνος. Αν διαβάσετε το Συμπόσιον θα δείτε τους αναβαθμούς του
φιλοσόφου έρωτος. Ξεκινάει λέει κανείς από το ένα σώμα, ερωτεύεται
ένα σώμα στην αρχή, στην συνέχεια καταλαβαίνει ότι το να ερωτεύεται
κανείς ένα σώμα είναι ανοησία και πάει στα πολλά σώματα. Μετά τα
πολλά σώματα καταλαβαίνει ότι πάλι δεν βγαίνει άκρη, μπουχτίζει ο
άνθρωπος και πάει στα καλά χαρακτηριστικά της ψυχής.
Κοιτάξτε πώς κάνει
αναβάσεις! Τα καλά χαρακτηριστικά της ψυχής πάλι προφανώς δεν τον
ικανοποιούν σε κάποια φάση διότι βρίσκει πολλή ιδιοτέλεια προφανώς
από πίσω και κάνει ένα ακόμα βήμα το τέταρτο προς τα πάνω ή αν
ανεβαίνουμε προς τα κάτω δεύτερη βαθμίδα τα καλά μαθήματα. Φυσική,
μαθηματικά, ή φιλοσοφία μαθαίνει και έτσι έχει γίνει ήδη ένας
ασκητής αυτός, έχει πετάξει και τα σώματα, έχει πετάξει και τις
ψυχές, τις επιθυμίες, τους χαρακτήρες, όλα.
Κι εκεί όμως
καταλαβαίνει λέει ότι δεν του φθάνει αυτό το πράγμα, διότι αυτά όλα
έχουν ένα τέλος, αναφέρονται στον κόσμο αυτό μόνο προφανώς, πολλά
από αυτά. Τι θα γίνει; Κάνει λοιπόν το τελευταίο άλμα, γυμνός από το
σώμα, γυμνός από τα αισθήματα, γυμνός από την γνώση και πλησιάζει
και αγγίζει και αφομοιώνεται με τον ένα. Αυτή είναι η μεγάλη κίνηση
του ανθρώπου χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό για την ακρίβεια.
Ο Θεός είναι ένας,
είναι το ένα αυτό, εγώ είμαι ο άλλος πόλος του είναι, τα πετάω όλα,
ό,τι δεν μοιάζει δήθεν στον Θεό αυτόν, και αφομοιώνομαι σε αυτόν τον
ένα και μοναδικό Θεό. Αυτό το πράγμα είναι πιστεύστε με κουραστικό,
είναι δύσκολο, είναι επικίνδυνο, έχει φοβερή μοναξιά και κυρίως
είναι πάρα πολύ σκληρό και για μένα τον ίδιο. Διότι έχω την εμπειρία
της αιωνιότητας, δεν θα την ζήσω όμως ποτέ έτσι όπως είμαι με το
σώμα αυτό που έχω. Πρέπει να τα πετάξω όλα, είναι φοβερό. Είναι
πολλοί που δεν έχουν διαβάσει. Δεν ξέρουν τι είναι η αρχαία
φιλοσοφία και νομίζουν ότι η αρχαία φιλοσοφία είναι φιλοσώματη και
μιλά για τον άνθρωπο.
Ξέρετε πόση
σκληρότητα έχει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία πλάι στο μεγαλείο της;
Και κατέρρευσε η αρχαία φιλοσοφία ακριβώς για αυτό. Διότι είχε την
εμπειρία ουρανίων πραγμάτων στα οποία δεν μπορούσε να φθάσει
σωματικά ο άνθρωπος έτσι όπως είναι. Δεν μπορούσε να συνδιαιωνίσει
δηλαδή με την ψυχή το σώμα, πως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και
μια και είναι ο Παλαμάς ο Άγιος Γρηγόριος την Κυριακή συνεχίζουμε με
τον Παλαμά.
Και σας λέω ότι αυτή
την άνοδο όλη την ονομάζει ο Παλαμάς με μία λέξη, είναι φανταστική.
Λέει είναι κουραφέξαλα αυτά. Είναι φανταστική, είναι μια προβολή. Κι
έτσι όπως το εγώ όπως ξέρουν οι ψυχαναλυτές είναι φανταστικό βασικά
και δημιουργείται μέσα από σειρές ταυτίσεων, αυτή είναι η μεγαλύτερη
και τελευταία ταύτιση. Ταυτίζεται τελικά με το εν και λέει εγώ είμαι
ο Θεός, ο Θεός είμαι εγώ. Το εγώ και ο Θεός είναι ένα. Σαν διαβάσετε
τού Πλωτίνου, (τώρα δεν ξέρω αν εδώ θα έχουμε φοιτητές αρκετούς),
την τελευταία πραγματεία, την τελευταία απ΄ όλες την 54η
να
δείτε ακριβώς πώς το περιγράφει αυτό.
Λέει λοιπόν ο Παλαμάς
στους
αντιρρητικούς
-προσέξτε-
λέει αυτό το πράγμα είναι μια ανοησία. Δεν έχει κανένα νόημα να πάω
στον Θεό εγώ από μόνος μου με την ψυχή μου μονάχα διότι κατ αρχήν,
να τα πάρουμε λέει με την σειρά, το κατ' εικόνα δεν αναφέρεται μόνο
στην ψυχή αναφέρεται και στο σώμα. Πρώτο φοβερό, ο Θεός δεν έκανε
μια ψυχή έφτιαξε ένα σύνθετο ον, το οποίο μάλιστα είναι υλικό ον.
Διότι και η ψυχή δεν
είναι άυλη κατά τους πατέρες, είναι υλική, είναι απλώς πνεύμα
λεπτόσωμον. Έτσι λένε οι πατέρες και η 7η
Οικουμενική Σύνοδος. Δεν είναι εντελώς άυλη, είναι υλική, άυλη σε
σχέση με το σώμα “μόνος παντί άυλος εστί ο Θεός”. Έφτιαξε λοιπόν ένα
ον κατ΄ εικόνα. Αν το κατ΄ εικόνα αναφέρεται σε όλο το ανθρώπινο ον
σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πετάξουμε τίποτα από τον άνθρωπο.
Προσέξτε τι λέω, τίποτε δεν πρέπει να πεταχθεί.
Προσέξτε γιατί θα
γεμίσετε ενοχές αλλιώς, εδώ είναι το φως αυτή είναι η πατερική
παράδοση και είναι συγκλονιστικό αυτό αυτό το πράγμα. Δεν πρέπει
λέει να πετάξει κανείς τίποτε, αλλοίμονο λέει ο Άγιος Μάξιμος ότι
δεν μπορούμε να κολοβώσουμε την φύση μας για λόγους ασκητικούς.
Καταλάβατε; Τα πάντα λέει είναι από τον Θεό φτιαγμένα.
Δηλαδή ο Θεός δεν
έκανε μόνο τον νου μου. Έκανε και την αγάπη μέσα μου, έκανε και τα
νύχια μου, έκανε και τα μαλλιά μου, έκανε και τα δόντια, έκανε και
τα πάντα μου. Και για όλα αυτά δηλαδή είναι και η ενσάρκωσις επίσης.
Δεν είναι ότι τα έκανε, είναι ότι τα προσέλαβε ξανά. Τους έδωσε και
ένα τρόπο υπάρξεως, τα πέρασε και μέσα από τον θάνατο, τα ανέστησε!
Και δεν τα ανέστησε απλώς αλλά τα ανέλαβε στον ουρανό!
Δηλαδή αυτό το πράγμα
είναι φοβερό, αν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο, καταλαβαίνουμε ότι δεν
μπορούμε να πάμε ενώπιον του Θεού μισοί και να πούμε “σου έφερα τον
νου μου Κύριε, να τος, εδώ είναι! Σου έφερα την φαντασία μου, απόψε
θα σε σκεφθώ Κύριε, απόψε σκέπτομαι εσένα”. Το περίφημο θρησκευτικό
συναίσθημα! Δεν υπάρχει χειρότερο από αυτό. Το θρησκευτικό
συναίσθημα, είναι ό,τι χειρότερο: η θρησκεία.
Η θρησκεία. Δεν
διάβασα το βιβλίο του Γιανναρά αλλά και εγώ δεν μπορώ να την
καταλάβω, τη θρησκεία. Λοιπόν για μένα αν τυχόν μ΄ έχει πλάσει
ολόκληρον ο Θεός, το ερώτημα το μόνο που τίθεται είναι: μπορώ εγώ να
συνδιαιωνισθώ ολόκληρος; όλο αυτό το σύμπαν που με αποτελεί, όλος
αυτός ο μικρόκοσμος που είμαι, όλα αυτά τα αμέτρητα πράγματα που με
ακουμπάνε και μ΄ αγγίζουν, που αισθάνομαι και που καταλαβαίνω, έχουν
ένα μέλλον; δύο τινά θα μπορούσαν να σημαίνουν: Ή δεν με έπλασε
ολόκληρον ο Θεός οπότε δεν υπάρχει Θεός, ή δεν μπορεί να με σώσει
ολόκληρον ο Θεός οπότε δεν είναι Θεός, δεν είναι παντοδύναμος.
Τι σημαίνει να με
σώσει εδώ όμως ο Θεός; Τι σημαίνει να με σώσει; σημαίνει προφανώς να
υπάρχω ολόκληρος απέναντι Του σε μία αιώνια κοινωνία διαλόγου και
αγάπης, έτσι;
Αν είμαι αληθινά
ολόκληρος όμως, είμαι αθάνατος, άρα εκείνο το οποίο πρέπει να
νικηθεί είναι ο θάνατος. Έτσι δεν είναι; Θα ανέβω λοιπόν στον Θεό,
αλλά θα ανέβω όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: “μετά παντός
είδους κτίσεως ίνα το κατ' εικόνα απεικριβομένον ει” προσέξτε πως το
λέει, “θα ανέβω στον Θεό με όλα τα είδη της κτίσεως μαζί μου, για να
είναι το κατ΄ εικόνα εξακριβωμένο.
Μ' αρέσει πολύ που
που δεν λέει απλώς πλήρες, αλλά “απεικριβομένον” δηλαδή να μπορεί
κάποιος να διαπιστώσει ότι όντως το κατ΄ εικόνα υπάρχει ολόκληρο,
δηλαδή θα ανέβω στον Θεό μόνον ολόκληρος. Μόνον όλος, εντελώς όλος,
έτσι όπως με έκανε, μόνον έτσι. Εδώ βλέπετε ότι ο ησυχασμός είναι
μια προσπάθεια καθόλου ιδεαλιστική αλλά βαθύτατα υλιστική, να το
προσέξετε αυτό. Ένα είδος ιερού υλισμού, διότι δεν πρέπει να χαθεί
τίποτα από πάνω μου.
Μη ξεχνάτε ότι η
πρώτη κατηγορία και η μεγαλύτερη που εκτοξεύθηκε ποτέ κατά των
χριστιανών είναι ότι είναι φιλοσώματον γένος κι ότι είναι υλιστές.
Δηλαδή είναι άνθρωποι οι οποίοι, για κάποιον λόγο, δεν περιορίζονται
σε μια πνευματική δήθεν σχέση με τον Θεό αλλά λατρεύουν τον Θεό. Το
σώμα έχει ενσημαινωμένες πνευματικές διαθέσεις, κατά τον Παλαμά.
Δηλαδή είναι χαραγμένες πάνω του τάσεις για πνευματική κοινωνία
επίσης, όχι μόνο στην ψυχή, όχι μόνο στον νου.
Καταλαβαίνετε λοιπόν
τι μεγάλη σημασία έχει μετά από όλα αυτά αυτός ο δεύτερος τρόπος
ανόδου στον Θεό. Ο πρώτος είναι φανταστικός είναι δια του νου, τον
δεύτερο θα τον έλεγα εγώ ευχαριστιακό τρόπο. Ή ένας τρόπος βαθιά
διαλογικός.
Να δούμε λίγο τον
διάλογο αυτόν, τις φάσεις αυτού του διαλόγου. Πρώτον γεγονός είμαι
εγώ ο ίδιος ένα αναπάντεχο δώρο στον εαυτό μου. Δεν υπάρχει κανένας
που να μη χρωστά στον εαυτό μου, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο θα
προδιέγραφε την παρουσία μου, έρχομαι στην κυριολεξία από το μηδέν
της πρόθεσης του Θεού. Είμαι εγώ μια άλλη πρόθεση, εντελώς ελεύθερη
και εντελώς αυτοπροσδιοριζόμενη αλλά είμαι ένα μεγάλο δώρο στον
εαυτό μου. Ένα πολύ μεγάλο δώρο, τόσο μεγάλο που έχει αρχή αλλά δεν
έχει τέλος.
Ο Θεός λέγει κάτι με
τον τρόπο αυτόν. Προσέξτε, έχουμε ανθρώπους που αγαπούνε και λένε:
“θα μείνεις με την αγάπη μου”. Το έχετε ακούσει αυτό; “Εγώ σ' αγαπώ,
αυτό να σου αρκεί” λένε μερικά ζευγάρια που είναι σε ακραίες
καταστάσεις. Ο Θεός δεν μένει σ' αυτό αλλά μεταφράζει την αγάπη του
σε συγκεκριμένα δώρα, με σκοπό τελικά βέβαια να δούμε Αυτόν, και θα
δούμε τελικά πώς θα δούμε Αυτόν. Θα φτάσουμε να μιλήσουμε για την
προσευχή τώρα, αλλά σιγά σιγά.
Έχουμε λοιπόν στην
αρχή ένα δώρο που είμαι εγώ, είναι ήδη ένα μεγάλο δώρο αυτό το
πράγμα, ταυτόχρονα όμως παρατηρώ ότι υπάρχει και ένα δεύτερο δώρο.
Ένα δεύτερο δώρο το οποίο είναι ο κόσμος. Θα μπορούσα να είμαι μόνος
μια συνείδηση μες στο σύμπαν παλλόμενη, σαν
pulsar
ας πούμε.
Κόσμος! Ένας άπειρος κόσμος με άπειρους λόγους, με άπειρες κουβέντες
του Θεού, ένα τεράστιο γράμμα αγάπης ερωτικό, το οποίο λέει, και
λέει, και λέει, και ρυάκια, και ποτάμια, και βάσανα. Και είδατε όλοι
οι ερωτευμένοι πώς κάνουν, λένε μπούρδες εκεί, αλλά τι ωραίες
μπούρδες, μερικές από αυτές είναι τα ωραιότερα λογοτεχνικά
δημιουργήματα των αιώνων. Θέλω να πω ότι πρόκειται για μία κατάσταση
υπέροχη.
Δεύτερο δώρο, το δώρο
του κόσμου δηλαδή. Δεν έφθανε το πρώτο, το ότι είμαι δηλαδή μια
συνείδηση εντελώς εμπρόθετη, εντελώς ελεύθερη, εντελώς έτοιμη να
αμφισβητήσει οτιδήποτε είναι έξω της, εντελώς ελεύθερη να μηδενίσει
τον Θεό τον ίδιο. Έχω το δώρο του κόσμου, δεύτερο δώρο, τεράστιο
δώρο, νέο δώρο, με γεμίζει με γονιμότητα, με γεμίζει με θαυμασμό με
κάνει σοφό. Δουλεύω με τον κόσμο αυτόν. Τον καλυτερεύω, επεμβαίνω,
με την επιστήμη, με την τεχνική, τον φτιάχνω ακόμα καλύτερο ή τον
καταστρέφω βέβαια.
Λοιπόν προσέξτε, δεν
τελειώνει αυτό. “Βοηθόν όμοιον αυτόν” τρίτο μέγα δώρο, ακόμα
μεγαλύτερο. “Βοηθών όμοιον αυτόν” ο άλλος άνθρωπος κυρίως κατ' αρχήν
το άλλο φύλλο. Δεν είναι τυχαίο, προσέξτε, ότι στην Γέννεση ο
δεύτερος άνθρωπος είναι το δεύτερο φύλλο, ο κατ εξοχήν άλλος. Δηλαδή
εκείνος ο άλλος που είναι τόσο διαφορετικός όσο χρειάζεται για να
τον έχω τόσο πολύ ανάγκη. Καταλάβατε; Για να με βοηθάει όσο γίνεται
περισσότερο, για να υπάρχει δίπλα μου όσο γίνεται πληρέστερα, ο
άλλος άνθρωπος.
Τι να τα κάνω τώρα τα
δώρα όλα αυτά, εάν δεν είχα σε κάποιον να του πω: Να! για σένα είναι
όλα αυτά, στα δίνω! Έχεις λουλούδια τεράστια αλλά δεν έχεις κάπου να
τα δώσεις όμως. Έναν τεράστιον ανθώνα, έχεις τα φρούτα της γης,
έχεις τα ζώα... Για ποιόν θα τα κυνηγήσεις, για ποιόν θα τα μαζέψεις,
πού θα τα δώσεις όλα αυτά τα πράγματα, πώς θα τα χαρείς; Ο Θεός
ήξερε ότι κανείς δεν χαίρεται αν είναι μόνος. Ο Ίδιος δεν χαιρόταν
επειδή ήταν μόνος αλλά επειδή ακριβώς είναι Κοινωνία.
Τρίτο μεγάλο δώρο
λοιπόν, μου προσφέρει οντολογικά: Την κοινωνία με τον άλλον άνθρωπο,
με τους άλλους ανθρώπους. Και ξαφνικά γίνομαι τόσο πολύ πλούσιος
διότι όλα αυτά τα οποία εγώ δεν μπορώ να κάνω, τα κάνει κάποιος
άλλος. Έτσι δεν είναι; Εγώ δεν μπορώ να ζωγραφίσω. Άμα κάνω τώρα το
χέρι μου εδώ, μόνο αυτό το χέρι μπορώ να κάνω, άμα το βάλω εδώ και
το ζωγραφίσω, έχουμε όμως εδώ απέναντι μας μια πολύ καλή ζωγράφο.
Και χαίρεται κανείς αυτό το οποίο δεν έχει ως άνθρωπος, την
πληρότητα της εικόνας του Θεού στον άλλο άνθρωπο.
Κοιτάξτε να δείτε πώς
συνέχεια ο Θεός με παθιάζει, με βγάζει από τον εαυτό μου, μου
προσφέρει συνέχεια δυνατότητες να κοιτάξω έξω μου, να γίνω σοφότερος,
να γίνω πιο βαθύς. Όλα όσα δεν έχω λοιπόν, τα έχω μέσω των
χαρισμάτων που τα έχουν οι άλλοι. Δεν τα έχω εγώ βέβαια τα έχουν
όμως οι άλλοι άνθρωποι.
Δεν σταματάνε εδώ τα
δώρα όμως, διότι σαν να μην έφθαναν όλα αυτά τα πράγματα ο Θεός
προσφέρει και την Εκκλησία, όχι την θρησκεία, πράγματι την Εκκλησία.
Προσφέρει και μια αιώνια προοπτική σε όλα αυτά. Λέει κάπου ο Άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης: Αυτό, λέει, είναι εκπληκτικό: Θα μπορούσε ο
Θεός να πει: “Σε δημιουργώ για να ζήσεις ευτυχισμένος εκατό χρόνια
και τίποτε άλλο”. Η προοπτική να γίνει αυτός ο κόσμος Σώμα Του. Η
προοπτική και εγώ ο ίδιος και ο κόσμος να γίνουν Σώμα Του, είναι
επίσης ένα απίστευτο δώρο Του, το πιο απίστευτο από όλα και το πιο
μεγάλο.
Η ενσάρκωση
αποδεικνύει ότι η αγάπη αυτή είναι πράγματι χωρίς όρια. Αυτό είναι
που θέλω να πω και ότι δεν έχει κανένα σκοπό κι ότι δεν απαιτεί
τίποτα για τον εαυτό της. Τι θα μπορούσε να απαιτεί μια αγάπη η
οποία το μόνο που θέλει είναι να προσφερθεί; δεν απαιτεί καν να
καταλάβουμε το βάθος του δώρου αυτού. Το πόσο μεγάλο είναι και βαθύ.
Έχουμε λοιπόν και την Εκκλησία, κορύφωση των δώρων.
2 σχόλια:
εξαιρετικος λογος του π.Λουδοβίκου.Ο συγγγραφέας του "μ αγαπάς?"ειναι ο αντι-ψυχίατρος Ρόναλντ Λαιγκ και όχι αυτός που γράψατε.
Σας ευχαριστούμε πολύ για τα σχόλια και τη διόρθωση. Το κείμενο αυτό αποτελεί αναδημοσίευση από την ΟΟΔΕ(δίνουμε ενεργό λίνκ στην αρχή της ανάρτησης). Να είστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου