Ο
ορθόδοξος ιερέας απέναντι στην σύγχρονη οικονομική κρίση ˙ προβλήματα,
προβληματισμοί, και προοπτικές με βάση τη θεολογική διδασκαλία του
Χριστιανισμού
Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής
Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης
Η οικονομία είναι μια μορφή πολύ υψηλού
πολιτισμού. Δεν παρέχει κάποιος ένα αγαθό, π.χ. αυγά, και τον πληρώνει ο έτερος
με άλλο προϊόν, π.χ. βούτυρο, που πάντα θα περιέχει την αδικία (κανένα προϊόν
δεν είναι ακριβώς ισάξιο με το άλλο),
αλλά ανταλλάσσουμε την αξία των προϊόντων με κάτι το ουδέτερο, το χρήμα,
ώστε να είμαστε σίγουροι ότι οι συναλλαγές μας θα είναι έντιμες. Το
χαρακτηριστικό του χρήματος είναι ότι ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο και την
αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων.
Μπορεί κάποιος να είναι πλούσιος και να έχει
στην τράπεζα π.χ. 100.000 ευρώ, κάποιος άλλος να είναι μετρίων εισοδημάτων και
να έχει στην τράπεζα 2.000 ευρώ, όμως μέχρι αυτές τις 2.000 ευρώ και οι δύο
έχουν ακριβώς την ίδια δυνατότητα και την ίση μεταχείριση. Διαφέρουν στις
98.000 ευρώ, αλλά για αυτές τις 2.000 ευρώ είναι ακριβώς ισάξιοι και
απολαμβάνουν ισότιμα τον ίδιο σεβασμό που μεταφράζεται στην πράξη με την παροχή
ίδιων αγαθών.
Στην αρχαιότητα υπήρχε το σύμβολο για την ανταλλαγή των προϊόντων.
Όταν γινόταν μια συμφωνία οι δύο που μετείχαν σε αυτήν τη συμφωνία έσπαζαν ένα
πιάτο κι έπαιρνε ο καθένας το μισό. Όταν μετά από καιρό θα βρίσκονταν με το
κομμάτι που κατείχε ο καθένας, θα έβλεπαν αν ταίριαζε, δηλαδή αν μπορούσε να συμβάλλει
το ένα κομμάτι στο άλλο. Αν συνέβαλε σήμαινε ότι και οι δύο είχαν κάνει την
συμφωνία και ήταν σε ισχύ. Αυτό ονομαζόταν σύμβολο γιατί συνέβαλε το ένα
κομμάτι στο άλλο. Όταν η ανθρωπότητα άρχισε να προοδεύει εφευρέθηκε το νόμισμα,
το οποίο προέρχεται από τη λέξη νομίζω
γιατί στην ουσία είναι ένα χαρτί, νομίζεις ότι είναι κάτι, αλλά δεν μπορεί
κανείς να το παραβεί και υπάρχει η ισότιμη συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων. Με το
νόμισμα που ονομάστηκε χρήμα, καθώς
το χρησιμοποιούμε, το σύμβολο της αρχαιότητας περιθωριοποιήθηκε και ήρθε το συμβόλαιο και η σύμβαση μεταξύ των ανώτερων ανεπτυγμένων κοινωνιών που πλέον
χρησιμοποιούν τα νομίσματα, δηλαδή το χρήμα.
Η ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει
ότι οι λαοί που κάποια στιγμή στην ιστορία τους έγιναν πλούσιοι, αλλά δεν
ήξεραν πως να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους, εξαφανίστηκαν. Ένας τέτοιος λαός
είναι οι Φοίνικες, οι οποίοι εξαφανίστηκαν, γιατί δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν
το χρήμα που τους έφερε η ναυτιλία. Οι Έλληνες, παρότι πήραν ένα μέρος τους αλφαβήτου
τους από τους Φοίνικες, με τη λογική και τη σύνεση έκαναν καλή χρήση του
χρήματος και όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν, αλλά αντίθετα μεγαλούργησαν. Επίσης
κραταιές αυτοκρατορίες ενώ μεγαλούργησαν, κάποια στιγμή παρήκμασαν οικονομικά.
Το υψηλό νόμισμα απαιτεί και υψηλή
παιδεία για τη σωστή διαχείριση του. Οι πολύ ανεπτυγμένοι λαοί χρησιμοποιούν
λίγα νομίσματα, πολύ μεγάλης αξίας, και σπάνια αγγίζουν οι ίδιοι τα χρήματα. Συναλλάσσονται
με ουδέτερα χαρτιά, επιταγές, γραμμάτια, απευθείας συναλλάγες μεταξύ τραπεζικών
λογαριασμών χωρίς οι άνθρωποι να αγγίζουν νομίσματα. Το νόμισμα των φτωχών λαών
είναι φλύαρο, δηλαδή πολυπληθές. Το νόμισμα των ανεπτυγμένων χωρών συντετμημένο
και σύντομο. Πολυπληθές νόμισμα ήταν η δραχμή, το νόμισμα της Ελλάδος μέχρι τις
αρχές του 2002 που υιοθετήθηκε το ευρώ. 340 δραχμές αποτέλεσαν μόλις ένα ευρώ. Παρατηρούμε
σήμερα πως περίπου 1000 ρούβλια της Ρωσίας είναι μόνο 26 ευρώ. Ο μισθός στην
Ρωσία θα είναι εκ των πραγμάτων χαμηλός˙ θα πρέπει να είναι δεκάδες χιλιάδες ρούβλια
το μήνα για να φτάσει τον μισθό των χωρών που κατέχουν το ευρώ, οι οποίοι με
λίγα νομίσματα (ευρώ) καλύπτουν την αξιοπρεπή διαβίωση.
Παρατηρούμε πως ο υψηλός πολιτισμός
πάντοτε μεταφράζεται σε νούμερα και αριθμούς. Όταν διατυπώθηκε το χριστιανικό
δόγμα στην Κωνσταντινούπολη και στα μεγάλα κέντρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας,
δηλαδή στο πιο ανεπτυγμένο κομμάτι του τότε κόσμου, οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι
πάντοτε επέμεναν στους αριθμούς και ο ασφαλέστερος τρόπος για να εντοπίσουν
έναν αιρετικό ήταν να του ζητήσουν να αριθμήσει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος
και τις δύο φύσεις του Ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η θεωρητική διδασκαλία των
αιρετικών ήταν εύκολο να παρασύρει και να παγιδέψει τους θεολόγους, ενώ οι
αριθμοί ποτέ. Ο Νεστόριος εντοπίστηκε ως αιρετικός, γιατί αριθμούσε δύο πρόσωπα
στο Χριστό και όχι ένα, ώστε να εξασφαλίζεται ο πλήρης αγιασμός της ανθρωπίνης
φύσεως του Κυρίου από την θεϊκή του φύση. Ο Άρειος ενώ μιλούσε με τα καλύτερα
λόγια για το πρόσωπο του Κυρίου, επειδή τον θεωρούσε ως το τελειότερο
δημιούργημα του Πατρός, ποτέ δεν έλεγε «Αγία Τριάδα», ποτέ δεν εκφωνούσε τον
αριθμό «τρία» (3) για τον Θεό, ακριβώς γιατί δεν θεωρούσε τον Υιό ως Θεό και
Λόγο του Πατρός. Το χριστανικό δόγμα ποτέ δεν χρησιμοποιεί ζυγούς αριθμούς παρά μόνο μονούς.
Οι μονοί αριθμοί προτιμώνται από το
χριστιανικό δόγμα γιατί είναι «κινητοί» αριθμοί, όπως θα τους ονομάσει ο
Μάξιμος Ομολογητής. Έχουν ένα σταθερό κέντρο και δύο ισόποσα και ισοβαρή
τμήματα και από τις δύο πλευρές. Το τρία έχει κέντρο το δύο και ένα αριθμό και
από τις δύο πλευρές˙ το ένα και το τρία. Η
έννοια της κινήσεως καθώς ήταν πολύ χρήσιμη για το χριστιανικό δόγμα,
επειδή έδειχνε πως ο Τριαδικός Θεός είναι κινητικός απαντώντας στην
αριστοτελική έννοια του Θεού που τον ήθελε ακίνητο, διατυπώθηκε με τον καλύτερο
τρόπο μέσα από τη χρήση του κινητού, μονού,
αριθμού τρία. Όλοι οι
μονοί αριθμοί είναι πρώτοι αριθμοί
καθώς διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και με την μονάδα (εξαιρούνται κάποιοι
μονοί όπως το π.χ. το 9, το 15 ή το 21 που διαιρούνται και με το 3 ή το 5 ή το
7, όμως και αυτοί είναι και πρώτοι).
Το «δύο» είναι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που είναι όμως πρώτος αριθμός καθώς εκ των πραγμάτων διαιρείται μόνο με τον εαυτό
του και με τη μονάδα. Έτσι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που χρησιμοποιείται από τη
θεολογία, για τις δύο φύσεις του Κυρίου, έχει στοιχεία και χαρακτηριστικά μονού
αριθμού, δηλαδή κινητού αριθμού, ενός ζωτικού στοιχείου του χριστιανικού
δόγματος.
Επιπλέον η θεολογία στη διατύπωση του χριστιανικού
δόγματος χρησιμοποίησε μόνο ρητούς αριθμούς και ποτέ άρρητους. Οι ρητοί
αριθμοί, όπως τα κλάσματα, οι δεκαδικοί, οι τετραγωνικές ρίζες, μετρούν συνεχή
ποσά, ενώ οι άρρητοι μόνο ασυνεχή. Το χριστιανικό δόγμα με τη χρήση μόνο ρητών
αριθμών έδειχνε πολύ καθαρά πως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ασυνεχή,
δηλαδή ανεπανάληπτα και διακεκριμένα. Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και με τις δύο
φύσεις του Κυρίου. Αυτό το ασυνεχές ποσό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα το ονομάσει
«διωρισμένο» γιατί είναι διαφορετικό από τα άλλα και ξεχωρίζει καθώς ορίζεται.
Αν παρατηρήσουμε τις μεγάλες
ευρωπαϊκές πόλεις των πολύ ανεπτυγμένων χωρών, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, το
Βερολίνο, αλλά και τη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής,
αντικρίζουμε την εξής εικόνα : στο κέντρο των πόλεων αυτών δεν κατοικεί κόσμος,
αλλά υπάρχουν μόνο εμπορικά κέντρα και μεγάλες τράπεζες. Οι πολίτες με μέτρια
εισοδήματα κατοικούν μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές, όπως και οι πολύ
πλούσιοι πολίτες σε ξεχωριστές περιοχές. Στο κέντρο των πόλεων αυτών κατοικούν
συνήθως πολύ λίγοι, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Έχουν την οικονομική δυνατότητα
να κρατήσουν την εξωτερική κλασική όψη των κτηρίων και εσωτερικά να το
ανακαινίσουν αλλάζοντας τα πάντα. Επίσης μπορούν μονίμως να πληρώνουν χώρο
στάθμευσης για το αυτοκίνητό τους. Επιπλέον παρατηρούμε πως στο κέντρο των πλούσιων αυτών πόλεων υπάρχουν
εκτεταμένες πεζοδρομήσεις, μεγάλα πάρκα ή και δάση ακόμη, όπως παρατηρούμε γύρω
από το Μπάκιγχαμ του Λονδίνου ή το δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι. Αλλά και στις
μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπάρχει αυτή η εικόνα. Στο
Σικάγο απαγορεύεται να κτίσει κάποιος σπίτι που να εφάπτεται στο σπίτι του
γείτονα. Πρέπει να αφήσει τόση απόσταση με το διπλανό σπίτι, όσο θα είναι η
οικία που πρόκειται να κτίσει, με αποτέλεσμα όλα τα σπίτια της πόλης
περιμετρικά είναι ελεύθερα, με προσωπικό χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου, κήπο
και βεβαίως μία ανθρώπινη κατάσταση επιβίωσης μέσα σε μία μεγαλούπολη
εκατομμυρίων κατοίκων. Η παρουσία τόσο σπουδαίων ερευνητικών πανεπιστημιακών
κέντρων, φέρνει υψηλή ανάπτυξη της λογικής και της χρησιμοποίησης του χρήματος
(η πλειοψηφία των βραβείων Νόμπελ αποδίδεται σε αυτά τα ερευνητικά, τα οποία
έρχονται βέβαια από τα πρώτα στον κόσμο με κορυφαίο το Χάρβαντ και το Γέιλ), και
αυτή η χρήση θα φανεί και στην εξωτερική των πόλεων.
Αντιθέτως, παρατηρούμε πως στις
πρωτεύουσες των φτωχών χωρών υπάρχει εντελώς διαφορετική εικόνα. Στο κέντρο
υπάρχουν εμπορικά καταστήματα, όχι τόσο πλούσια και οργανωμένα και εκεί
κατοικούν όλοι οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά πολίτες. Οι ευκατάστατοι μόνο κατοικούν
μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές συνήθως εκτός πόλεως. Αν ένας μισθωτός
πολίτης αυξήσει τα εισοδήματα του, ο πρώτος τρόπος για να το δείξει είναι να
μετακομίσει από το κέντρο σε μία ήσυχη περιοχή, όπου κατοικούν οι ευκατάστατοι.
Οι πεζοδρομήσεις είναι σπάνιες έως ανύπαρκτες και η έλλειψη πρασίνου
εντονότατη. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι το 1979, χρονιά
εισόδου μας στην τότε ΕΟΚ, εμφάνιζαν την εικόνα των επαρχιωτικών πόλεων με το
πιο αισθητό σημείο στο κέντρο να κατοικούν οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά
πολίτες. Από το 1992 που η τότε ΕΟΚ μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, με το
Μάαστριχ, οι πόλεις της Ελλάδος άρχισαν να παίρνουν σταδιακά την εξωτερική
μορφή των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έχει σημασία να παρατηρήσουμε το Ηράκλειο
της Κρήτης. Η περιοχή γύρω από τον Άγιο Τίτο κατοικείται πλέον από πολύ λίγους
ενορίτες ενώ μέχρι το 1992 ήταν από τις μεγαλύτερες ενορίες. Γύρω από τον
συγκεκριμένο ναό σήμερα υπάρχει άκρως καλαίσθητη πεζοδρόμηση, όπως παρατηρείται
σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και υπερσύγχρονα πολυκαταστήματα
όπως στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το ίδιο παρατηρούμε και στην περιοχή
γύρω από τον Άγιο Μηνά. Η εικόνα αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στην Αθήνα και την
Θεσσαλονίκη. Σε λίγα χρόνια και το κέντρο του Ηρακλείου δεν θα υστερεί σε
τίποτα από τις δύο μεγαλύτερες πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και όλες οι
ελληνικές πόλεις θα διαφέρουν ελάχιστα από τις ευρωπαϊκές. Αυτό δεν είναι ευχή
ή μία επιθυμία, αλλά επίσημη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών,
η οποία επικυρώθηκε στις 29 Μαΐου του 1979, ημέρας υπογραφής της εισόδου μας
στην τότε ΕΟΚ, επισημοποιήθηκε το 1992 με το Μάαστριχ, αλλά κλείδωσε οριστικά
το 1999 με την ένταξη μας στη ΟΝΕ. Η αλλαγή στην εξωτερική όψη των πόλεων αυτών
έγινε γιατί προηγήθηκε η οικονομική ένωση από το 1979 και εξής με κυριότερους
σταθμούς το 1992, το Μάαστριχ, και το 1999, η Ο.Ν.Ε., η νομισματική ένωση. Το
συντετμημένο ισχυρό νόμισμα που είναι το ευρώ, μεταφράζεται και στην εξωτερική
μορφή των πόλεων, όπου κάθε περιοχή υποδέχεται συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα
και το κέντρο είναι συνήθως εμπορικό με ωραία μεγάλα πάρκα και πεζοδρομήσεις
για όλους.
Κάτι άλλο που δεν θα πρέπει να
λανθάνει της προσοχής μας είναι και οι πεζοδρομήσεις αλλά και οι πινακίδες των
πόλεων αυτών. Στις μεγάλες πόλεις όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
παρατηρούμε πως τα αρχαιολογικά μνημεία και οι εκκλησίες αναγράφονται σε
πινακίδες καφέ χρώματος και οι πόλεις και οι κωμοπόλεις σε μπλε. Οι πινακίδες
των εθνικών δρόμων είναι πράσινες. Επιπλέον παρατηρούμε πως οι πεζοδρομήσεις
των πόλεων αυτών, των ελληνικών με των ευρωπαϊκών, έχουν πολλά κοινά σημεία
γιατί χρηματοδοτούνται από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, κοινά μεταξύ των χωρών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προγράμματα που όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί τα χρηματοδοτούν, ως
ισότιμα μέλη. Όμως όλοι οι λαοί δεν έχουν τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν,
γιατί στερούνται των δυνατοτήτων σύγχρονης εκταμίευσης (ηλεκτρονική καταγραφή
αρχείων, σύγχρονο τραπεζικό σύστημα κ.τ.λ.). Η περιοχή γύρω από τον Καθεδρικό
Ναό του Αγίου Τίτου, όπως διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία από το 2004 και
εξής, μοιάζει πάρα πολύ με την πεζοδρόμηση γύρω από την Παναγία των Παρισίων,
την Μονμάρτη, μέρη που πριν από το 1979 δεν είχαν απολύτως καμία ομοιότητα με
τις ελληνικές πόλεις. Μία ακόμα απόδειξη πως το κοινό νόμισμα μεταφράζεται και στα
μνημεία του πολιτισμού, κορυφαίο των οποίων είναι σίγουρα η κοινή εξωτερική όψη
των πόλεων. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στο ότι μέσα σε αυτήν την ομοιομορφία
– πανομοιότυπες πινακίδες, κοινά οικονομικά προγράμματα, κοινό νόμισμα – ο λαός
που δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πρωτότυπη πρόταση ζωής κινδυνεύει άμεσα
να εξαφανιστεί. Και είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η Ευρώπη δίνει τις ιδέες και
η Ελλάδα μονάχα αντιγράφει, χωρίς να προσφέρει η ίδια την πρόταση της. Το πρώτο
θετικό βήμα, της εντάξεως, η Ελλάδα το
έκανε. Μένει από εδώ και πέρα να κάνει και το δεύτερο αποφασιστικό βήμα που δεν
είναι άλλο από το να προσφέρει και αυτή πρωτότυπες ιδεές και οι άλλοι να την
ακολουθούν˙ διαφορετικά δεν θα γίνει ποτέ ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Σε αυτή την πραγματικότητα μόλις
ξέσπασε η οικονομική κρίση, η οικονομία της ελληνικής κοινωνίας ήταν η πρώτη
των ευρωπαϊκών χωρών που έπεσε και βρέθηκε σε δεινή κρίση, ενώ κατείχε το πιο
ισχυρό νόμισμα, το ευρώ. Αυτό έγινε γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είχε την κατάλληλη
παιδεία που απαιτούνταν για να διαχειριστεί ένα τόσο υψηλό νόμισμα. Πράγματι το
είχε υιοθετήσει ουσιαστικά ως συνάλλαγμα. Μέσα σε μία μέρα, αρχές του 2002, από
την δραχμή, ένα επαρχιωτικό νόμισμα με πάρα πολλές διαιρέσεις, βρέθηκε στο πιο
ισχυρό νόμισμα του κόσμου, ωσάν να είχε κάνει συνάλλαγμα, όπως έκανε μέχρι τότε
με το δολάριο. Η διαφορετική αντίληψη των ευρωπαϊκών χωρών για το νόμισμα
φάνηκε πολύ καθαρά μόλις υιοθέτησαν όλες το ίδιο νόμισμα. Διαφορετικά το χειρίστηκαν
οι Γερμανοί, διαφορετικά οι Γάλλοι, διαφορετικά οι Ιταλοί, διαφορετικά οι
Έλληνες. Η παρακολούθηση της σειράς με την οποία έπεσαν οι ευρωπαϊκές
οικονομίες (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία,) φανερώνει ποια είναι η περισσότερο
αδύναμη οικονομία, ώστε να φτάσουμε διαδοχικά στην πιο ισχυρή. Επίσης ένα πολύ
λυπηρό σημείο είναι ότι μόνο στην Ελλάδα χρεωκόπησε το ίδιο το κράτος. Σε όλες
τις άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, χρεωκόποησαν μόνο οι
τραπέζες. Είναι πολύ πιο προσβλητικό να χρεωκοπήσει το κράτος, γιατί το κράτος
είναι η πιο πρακτική έκφραση του ίδιου του λαού. Οι τράπεζες είναι κάτι
διαφορετικό, πέρα από το γεγονός ότι χρεωκοπία του κράτους σημαίνει εκ των
πραγμάτων χρεωκοπία και των τραπεζών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πρέπει να προβούμε
και σε μία άλλη διαπίστωση. Το μεγαλύτερο μέρος των Γερμανών πολιτών δεν κατέχει
δικό του σπίτι, αλλά η πλειοψηφία των Γερμανών νοικιάζει το σπίτι, στο οποίο
κατοικεί. Μόνο οι πολύ πλούσιοι Γερμανοί αγοράζουν δικό τους σπίτι. Το ίδιο
συμβαίνει και στην Ελβετία και στη Σουηδία. Στην Ελβετία δε, τα τελευταία πέντε
χρόνια, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αγοράζουν το σπίτι τους. Επιπλέον
παρατηρούμε ότι στη Σουηδία οι υψηλόμισθοι υπάλληλοι του κράτους το 70% του
μισθού τους το επιστρέφουν στο κράτος με τη μορφή ποικίλων φόρων. Η απουσία
ιδιοκατοίκησης και η βαριά φορολογία των υψηλόμισθων θα πρέπει να προσεχθούν
ιδιαίτερα από τους σημερινούς Έλληνες πολίτες. Ο Γερμανός πολίτης δεν επιδιώκει
να αγοράσει δικό του σπίτι, έτσι ώστε να τυγχάνει ελαφράς φορολογίας και να
εμφανίζεται στο κράτος χωρίς ιδιοκτησία. Η νοοτροπία του αυτή απορρέει από την
διαφορετική αντίληψη που έχει για την γερμανική κοινωνία από αυτή που έχει ο Έλληνας
για την ελληνική. Ο Γερμανός, όπως και ο Σουηδός, πιστεύουν πως όλο το κράτος, στο
οποίο κατοικούν, είναι μια κοινότητα. Αντιθέτως ο Έλληνας δεν νιώθει το
ελληνικό κράτος ως δική του κοινότητα και γι’ αυτό πιστεύει πως η ιδιοκατοίκηση
του εξασφαλίζει μια ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα στην ελληνική
κοινωνία παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα φοροδιαφυγής. Κάτι που είναι αδιανόητο,
ή τουλάχιστον τρομερά μειωμένο, στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί
κανείς να αρνηθεί πως η έντονη παρουσία φοροδιαφυγής σε μία χώρα δεν σημαίνει
τίποτα άλλο από την παντελή έλλειψη της έννοιας του κράτους ως κοινότητος. Όμως
είναι αδιανόητο και όλοι οι Έλληνες να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν δικό
τους σπίτι. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση η απορία αυτή λύθηκε αμέσως, καθώς
διαπιστώθηκε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είχε αγοράσει δικό της
σπίτι, αλλά με δάνειο. Το τραγικό είναι πως οι Έλληνες πολίτες, ακριβώς επειδή
είχαν πολύ ανεπτυγμένη την ιδιοκατοίκηση, θεωρήθηκαν ιδιαίτερα πλούσιοι και
φορολογήθηκαν αγρίως για την μόνιμη κατοικία τους (είναι αλήθεια πως μόνο η
Ελλάδα εμφανίζει τόσο υψηλό δείκτη ιδιοκατοίκησης). Αν η πλειοψηφία των Ελλήνων
νοίκιαζε το σπίτι που κατοικούσε, όπως συμβαίνει στους πραγματικά πλούσιους
λαούς της Ευρώπης, τότε οι Έλληνες πολίτες θα είχαν αποφύγει αυτόν τον σκόπελο
της άγριας φορολογίας. Το μοιραίο, που συνέβη στην περίπτωση των Ελλήνων, ήταν
ότι αγόρασαν δικό τους σπίτι με δάνειο και επομένως η ιδιοκατοίκησή τους δεν
ήταν ακριβής. Γι’ αυτό το λόγο βρέθηκαν την ίδια ώρα να πληρώνουν το δάνειο του
σπιτιού στην τράπεζα και να είναι υποχρεωμένοι ταυτοχρόνως να υποβάλλουν και
άγρια διπλή και τριπλή φορολογία. Είναι φανερό δείγμα μιας κοινωνίας, η οποία
δεν παράγει. Όλες οι αυτοκρατορίες του παρελθόντος (αναφερόμαστε σ΄ αυτές καθώς τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά
εθνικά κράτη) λίγο πριν πέσουν ως μόνη πηγή κρατικών εσόδων είχαν τον φόρο
ακινήτων και τα τελωνεία, εφόσον δεν παρήγαγαν. Ο Κάρολος Ντυλ μας πληροφορεί
πως τον 14ο αιώνα «η καταστροφή της βυζαντινής οικονομίας ήταν
αναπόφευκτη. Οι κύριες πηγές εσόδων της αυτοκρατορίας ήταν ο φόρος ακινήτων και
τα τελωνεία. Παρά τις απαιτήσεις του δημοσίου ταμείου, ο φόρος εισπραττόταν με
δυσκολία και απέφερε ανεπαρκείς πόρους στο δημόσιο ταμείο»,
για να συμπληρώσει αμέσως παρακάτω πως : «στα μέσα του 14ου αιώνα, ο
αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός δηλώνει : ¨Δεν υπάρχουν πια χρήματα. Τα
αποθέματα έχουν ξοδευτεί, τα αυτοκρατορικά κοσμήματα έχουν πουληθεί, και οι
φόροι δεν εισπάττονται πια. Η χώρα έχει καταστραφεί εντελώς¨».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα
βρέθηκε και αυτή απέναντι σε μια τέτοια οικονομική κατάσταση. Όχι μόνο Έλληνες
Ορθόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι βρέθηκαν προσωπικά υπερχρεωμένοι με ανάλογα
δάνεια, αλλά και η Εκκλησία ως θεσμός δεν είχε προλάβει να εκσυγχρονίσει τον
τρόπο ενοικίασης των ακινήτων της, τα οποία αποτελούν την περιβόητη εκκλησιαστική
περιουσία. Η ποιμαντική της δεν μπορεί να είναι άμοιρη, όχι μόνο της
οικονομικής κρίσεως, αλλά και της υψηλής παιδείας που απαιτείται για τη χρήση
ενός πολύ σπουδαίου νομίσματος.
Η Εκκλησία πολλές φορές στην ιστορία
της προβληματίστηκε για το χρήμα, καθώς πολύ μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν
ιδιαίτερα πλούσιοι. Αυτό συνέβηκε και με τους τρεις Ιεράρχες οι οποίοι είχαν
ιδιαίτερο πλούτο, ο οποίος παρατηρείται και στα κείμενά τους. Νομίζω αξίζει τον
κόπο να δούμε τη σκέψη των μεγάλων Εκκλησιαστικών Πατέρων για τον πλούτο. Ο
Μέγας Βασίλειος έχει συγγράψει ένα έργο με τον τίτλο Εἰς τόν 48ο ψαλμό όπου σημειώνει τα εξής: «Μην πτοείσαι όταν
πλουτίσει κάποιος κακός άνθρωπος ή αυξηθεί η οικογενειακή του δόξα. Υπάρχει ο
Δαυίδ για να σε καθησυχάσει. Ίσως να το είπε ειδικά για σένα: ¨Μην πτοείσαι όταν πλουτίσει κάποιος άδικος
άνθρωπος¨. Είναι σίγουρο ότι ο πλούτος του φέρνει ευτυχία; Και όταν πεθάνει
δεν θα πάρει τίποτα μαζί του. Ένα ένδυμα για να κρύψει την ασκήμια του εκείνη
την ώρα. Μην είσαι μικρόψυχος με τον πλουτισμό άδικων ανθρώπων. Σκέψου είναι η
πρώτη και τελευταία προς αυτούς φιλανθρωπία».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επίσης πολύ
πλούσιος Πατέρας της Εκκλησίας, στο έργο του Μή φοβοῦ ὅταν πλουτίσει ἄνθρωπος, Ὁμιλία α΄ ρωτά: «Είναι δυνατόν να
σωθεί ο πλούσιος; Βεβαιότατα. Ο Ιώβ ήταν πλούσιος, ο Αβραάμ ήταν πλούσιος.
Είδες τα πλούτη του; Δες και τη φιλοξενεία του. Είδες το πλούσιο τραπέζι του;
Δες και την περιποιητικότητά του. Τι έκανε λοιπόν ο Αβραάμ; Αφού άφησε σπίτι,
γυναίκα, παιδιά και υπηρέτες αν και είχε 318, αφού τους άφησε όλους βγήκε και
άπλωσε το δίχτυ της φιλοξενίας μην τυχόν περάσει κανένας οδοιπόρος, κανένας
ξένος και προσπεράσει το σπίτι του.».
Ο Μέγας Βασίλειος καθώς ερμηνεύει τον
33ο ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, το στίχο 7: «Αυτός εγώ ο φτωχός
φώναξα και ο Κύριος με άκουσε με ευμένεια» για να σχολιάσει: «Δεν είναι πάντοτε
αξιέπαινη η φτώχεια αλλά εκείνη που κατορθώνεται με τη διάθεση σύμφωνα με το
σκοπό του Ευαγγελίου. Γιατί πολλοί είναι φτωχοί ως προς την περιουσία, αλλά
έχουν πλεονεκτική διάθεση. Αυτούς δεν τους σώζει η φτώχεια, αλλά τους
καταδικάζει η διάθεση. Δεν είναι πάντοτε άξιος μακαρισμού ο φτωχός, αλλά
εκείνος που θεώρησε την εντολή του Χριστού ανώτερη από τους θησαυρούς του
κόσμου».
Είναι γνωστό πως και η Παλαιά Διαθήκη
και ο Χριστός και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν σφόδρα τον τόκο.
Πράγματι ο τόκος νομιμοποιήθηκε μόνο από το 1580 και μετά, μετά την προτροπή
του Καλβίνου, ο οποίος για πρώτη φορά εισηγήθηκε την νομιμοποίηση του τόκου. Ο
Μέγας Βασίλειος στο έργο του Εἰς τόν ΙΔ΄
ψαλμό καί περί τοκιζόντων σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ζητάς χρήματα από έναν
φτωχό; Αν ήταν πλούσιος και μπορούσε να σε κάνει πλουσιότερο, για ποιο λόγο θα
ερχόταν έξω από την πόρτα σου; Ήρθε να σε βρει σύμμαχο και σε βρήκε εχθρό. Ενώ
έπρεπε να ανακουφίσεις τη φτώχια του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου, εσύ αντίθετα
αυξάνεις τη στέρηση, ζητώντας να πάρεις καρπούς από την έρημο. Σαν το γιατρό
που επισκέπτεται τους αρρώστους και αντί να τους βοηθήσει να αναρρώσουν, αυτός
τους αφαιρεί και την ελάχιστη δύναμη που τους έχει απομείνει». Στο ίδιο έργο ο
ιερός Πατήρ θα σημειώσει: «Ο δίκαιος δεν πρέπει ποτέ να δανείζει τα χρήματά του
με τόκο. Σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής καταδικάζεται αυτή η αμαρτία. Ο
προφήτης Ιεζεκιήλ περιλαμβάνει ανάμεσα στα πιο μεγάλα αμαρτήματα και το να
παίρνει κανείς τόκο και επιπλέον χρήματα (Ιεζεκιήλ 22,12). Αλλά και ο Μωσαϊκός
νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά τον τοκισμό: δεν θα τοκίσεις χρήματα στον αδερφό σου και στον πλησίον
(Δευτερονόμιο 23,20-21). Στο έργο του Πρός
Πλουτοῦντας σημειώνει: «Τι θα απολογηθείς στον Κριτή εσύ που ντύνεις
τοίχους και δεν ντύνεις άνθρωπο, εσύ που στολίζεις τα άλογα και περιφρονείς τον
γυμνό αδερφό σου;». Στο έργο Ἐπιστολή
188η Ἀμφιλοχίῳ Περί Κανόνων σημειώνει : «Εκείνος που παίρνει τόκους αν
δεχθεί να διαθέσει στους φτωχούς τα άδικα κέρδη του και να απαλλαγεί στο εξής
από την αρρώστια της φιλοχρηματίας, γίνεται δεκτός στην ιεροσύνη». Αλλά και στο
προαναφερθέν έργο του Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλμό
καί περί Τοκιζόντων θα ξανασημειώσει: «Να μην δεχθείς ποτέ δανειστή που σε
πολιορκεί για να σου δώσει δάνειο. Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους. Είναι
αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης και επιορκίας. Είσαι φτωχός τώρα αλλά και
ελεύθερος. Όταν δανειστείς όχι μόνο δεν θα πλουτίσεις αλλά θα χάσεις και την
ελευθερία σου». Όμως δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε και την προτροπή του στο
ίδιο έργο Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλμό καί περί
Τοκιζόντων: «Να δανείζετε σε εκείνους που δεν ελπίζετε να πάρετε πίσω τα
δανεισθέντα» φράση που είναι γραμμένη στο Κατά
Λουκάν Ευαγγέλιο 6,34.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο του Εἰς Ματθαῖον 44η : «Ο πλούτος
έχει δύο ελαττώματα αντίθετα μεταξύ τους. Το ένα είναι η μέριμνα που δημιουργεί
ένταση και το άλλο είναι η καλοπέραση που μας κάνει μαλθακούς. Όλα όσα έχουν
σχέση με τον πλούτο είναι απατηλά. Είναι δηλαδή νοήματα που δεν ανταποκρίνονται
στην πραγματικότητα. Γιατί η ηδονή και η δόξα και ο καλλωπισμός και όλα τα
παρόμοια είναι μια φαντασία και όχι η πραγματική αλήθεια». Επιπλέον ο Άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο του Ἐγώ ὁ
Κύριος ὁ Θεός ἐποίησα φῶς καί σκότος θα σημειώσει: «Ο πλούτος φαίνεται σε
πολλούς ότι είναι κάτι καλό, αλλά γενικά δεν είναι καλός αν δεν το χρησιμοποιεί
κανείς όπως πρέπει. Αν βέβαια ο πλούτος ήταν γενικά κάτι καλό θα ήταν καλοί και
αυτοί που τον κατείχαν. Εφόσον όμως δεν είναι ευάρεστοι όλοι οι πλούσιοι, αλλά
μόνο εκείνοι που κάνουν καλή χρήση, άρα δεν είναι καλός».
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα πως σήμερα
δεν μπορούμε να είμαστε αρνητικοί απέναντι τόκο. Από την εποχή των μεγάλων Πατέρων
μεσολάβησε ο Καλβίνος, κορυφαίος εκπρόσωπος του Προτεσταντισμού, ο οποίος για
πρώτη φορά στη Γενεύη της Ελβετίας νομιμοποίησε τον τόκο, κάτι που αρνείται η
Αγία Γραφή, καθώς πίστευε πως με αυτό τον τρόπο περιοριζόταν η διαφθορά. Η
σκέψη του ήταν ιδιαίτερα ευφυής για την απανθρωπιά του Μεσαίωνα και η απόδειξη
είναι πως όλος ο μετέπειτα πολιτισμός υιοθέτησε την άποψη του. Αν υιοθετήσουμε
την άρνηση του τόκου θα γίνουμε ακριβώς όπως οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι
αρνούνται μέχρι και σήμερα τον τόκο – το Κοράνι είναι αρνητικό για την
νομιμοποίηση του – ή τους συντηρητικούς Εβραίους, οι οποίοι επίσης δεν δέχονται
τον τόκο, ακολουθούμενοι βέβαια την Παλαιά Διαθήκη, όπου, όπως είδαμε,
καταδικάζεται ο τόκος. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η
Ελβετία, ως η μήτρα της νομιμοποιήσεως του τόκου, εμφανίζει σήμερα πολύ χαμηλά
επιτόκια στο δανεισμό των ασθενέστερων τάξεων και από τα υψηλότερα επίπεδα
διαβίωσης των πολιτών της. Ίσως δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως εκεί βρίσκεται η συντριπτική
πλειοψηφία των διεθνών οργανισμών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία
έχουν επισκεφθεί όλοι οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και η
Λωζάνη, όπου έσπευσε να υπογράψει την ομώνυμη ιστορική συνθήκη ο Ελευθέριος
Βενιζέλος το 1923, με αβάσταχτο κόστος την ανταλλαγή των πληθυσμών, αλλά με σκοπό
μία ανεπτυγμένη και ακμάζουσα Ελλάδα κατά τα σύγχρονα διεθνή πρότυπα. Το
τραγικό λάθος των εκλογών του 1920 έτρεξε αμέσως να το διορθώσει το 1923
μεσολαβούσης δυστυχώς της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρότι όμως δεν μπορούμε
να υιοθετήσουμε την αποστροφή για τον τόκο, μπορούμε όμως να υιοθετήσουμε την
τακτική των Πατέρων, η οποία είναι ιδιαίτερα σύγχρονη. Έκλεψαν τα πιο σύγχρονα
στοιχεία του τότε πολιτισμού για να βιώσουν και να διαδώσουν το Ευαγγέλιο.
Το βυζαντινό όμως παρελθόν του
ελληνισμού δεν έχει νόημα να καταστεί φωτεινό παράδειγμα για τον σύγχρονο
ελληνισμό απλώς με την παραπομπή κάποιων πατερικών χωρίων, αλλά με το συνολικό
πολιτισμό του, κεντρικό κομμάτι του οποίου είναι η διατύπωση του χριστιανικού
δόγματος. Ο Κάρολος Ντύλ υπογραμμίζει πως στη βυζαντινή εποχή «δίπλα στην
ιστορία, η θεολογία είναι ασφαλώς η επιστήμη που ενδιέφερε περισσότερο τη
βυζαντινή σκέψη˙ και σ’ αυτή την περίπτωση είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η
θεολογική λογοτεχνία ήταν, τουλάχιστον ως τον 12ο αιώνα, πολύ
ανώτερη από την αντίστοιχη παραγωγή της Δύσης. Η αφθονία αυτής της θεολογικής
φιλολογίας είναι αξιοθαύμαστη. Ο συνεχής αγώνας κατά των διαφόρων αιρέσεων,
μονοφυσιτισμού, μονοθελητισμού, εικονομαχίας, που αναστάτωσαν τον βυζαντινό
κόσμο από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα και αργότερα η πολεμική
κατά της ειδωλολατρίας και του ιουδαϊσμού, κατά των Μουσουλμάνων και κυρίως
κατά των Λατίνων, η συνεχής φροντίδα για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας και την
παγίωση του δόγματος, οδήγησαν στη γέννηση ενός πλήθους έργων».
Ο ίδιος βυζαντινολόγος σημειώνει με έμφαση πως η έλλειψη πρωτοτυπίας στη
διατύπωση του δόγματος από τον 12 αιώνα και μετά, ήταν η θεωρητική έκφραση της
οικονομικής καταρρεύσεως της αυτοκρατορίας.
Ο ορθόδοξος ιερέας τι θα μπορούσε να
κάνει σήμερα απέναντι στη σύγχρονη οικονομική κρίση; Μερικά παραδείγματα θα
ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα. Στην προσπάθεια του να οργανώσει οικονομικά την ενορία ο
ιερέας, αρχής γενομένης με τη φορολογική δήλωση της ενορίας, θα πρέπει να
απευθυνθεί στο καλύτερο φοροτεχνικό γραφείο της Ελλάδος, και όχι της περιοχής
του. Το διαδίκτυο καθιστά όλη τη χώρα μία γειτονιά. Η Αλεξανδρούπολη σήμερα
βρίσκεται δίπλα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτό με τη σειρά του καθιστά
ανταγωνιστικό το λογιστή της γειτονιάς καθώς γνωρίζει πως με την παρουσία του
διαδικτύου η πελατεία του δεν είναι εξασφαλισμένη, αν δεν παρέχει τις καλύτερες
υπηρεσίες. Η τοπική απόσταση είναι πλέον ξεπερασμένη λόγω των υπερσύγχρονων
ηλεκτρονικών μέσων. Ο ιερέας για να εντοπίσει το καλύτερο γραφείο θα πρέπει να
ψάξει ένα φοροτεχνικό γραφείο όπου δεν θα ξέρει τα πρόσωπα, αλλά θα αποτελείται
από πολλούς λογιστές, δηλαδή θα είναι μία ανώνυμη εταιρεία. Ένα τέτοιο γραφείο,
δηλαδή μία ανώνυμη εταιρεία με φοροτεχνικές υπηρεσίες, θα το εντοπίσει πολύ
εύκολα στα μεγάλα αστικά κέντρα και πολύ δύσκολα στις μικρές κωμοπόλεις. Όσο
πολύπλοκο και να είναι κάποιο πρόβλημα της ενορίας του, οι πολλοί υπάλληλοι, με
τους οποίους δεν διατηρεί προσωπική γνωριμία, θα του εξασφαλίσουν σύντομα τη
λύση του προβλήματος στα χρονικά διαστήματα που θα απαιτεί. Αν υποκύψει στον
πειρασμό να απευθυνθεί σε κάποιον γνωστό λογιστή, εξαιτίας απλώς της προσωπικής
τους γνωριμίας, θα βρεθεί σκλαβωμένος χωρίς να λύσει τα προβλήματα της εορίας
του.
Ένας πρώτος, εξωτερικός τρόπος, για να
εντοπίσει το καλύτερο γραφείο είναι η αμοιβή που απαιτεί να είναι ακριβότερη
από τα υπόλοιπα φοροτεχνικά γραφεία. Το ακριβότερο γραφείο είναι η καλύτερη
εγγύηση πως υπερτερεί έναντι των άλλων (άλλωστε το συγκεκριμένο δεν είναι
τελικά το ακριβότερο, γιατί οι υψηλές του υπηρεσίες θα αποφέρουν σημαντικότατα
κέρδη σε βάθος χρόνου συν το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων η οικονομική του
διαφορά θα είναι ελάχιστη από τα υπόλοιπα˙ αυτό είναι το όφελος του δυνατού
νομίσματος, όπως το ευρώ). Η μετέπειτα εμπειρία του θα επαληθεύσει αυτήν την
εκτίμηση καθώς πάντοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας το χρήμα είναι η εξωτερική
μορφή του πολιτισμού που το χρησιμοποιεί. Μορφωμένος πλέον ο ιερέας κοινωνικά,
θα ξαναγυρίσει στο φοροτεχνικό γραφείο της γειτονιάς του μόνο αν διακρίνει
σύγχρονη οργάνωση, μακριά από προσωπικές γνωριμίες και εξαρτήσεις. Το υψηλά
οργανωμένο λογιστικό γραφείο θα του προτείνει νόμιμες οικονομικές
διευκολύνσεις, οι οποίες προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά απαιτούν
υψηλή γνώση, την οποία είναι σε θέση να του βρουν μόνο τα άρτια επιστημονικά
οργανωμένα γραφεία. Ο ιερέας αρκεί να είναι σε θέση να τα εντοπίσει και όχι να
τα γνωρίζει ο ίδιος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία βρίσκεται στην υπηρεσία
του πολίτη. Ο ιερέας, ως δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ο πρώτος
που θα το γνωρίζει.
Η χρήση μεγάλων γραφείων ή ανώνυμων
εταιρειών για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών δεν είναι
άσχετη με την ιστορία του ελληνισμού και της Ευρώπης. Οι ανώνυμες εταιρείες
έχουν πάντοτε ένα επίθετο – όνομα π.χ. Παπαδόπουλος
Α.Ε. και δεν είναι ανώνυμες. Απλώς υπάρχει μόνο το όνομα του προσώπου που
κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό τις μετοχές της εταιρείας και οι υπόλοιποι δεν
εμφανίζονται στην επωνυμία. Γιατί
υπάρχει ένα επίθετο; Τα επίθετα είναι κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης και όχι της
Ανατολής. Στο Βυζάντιο επίθετο είχαν μόνο οι αυτοκράτορες όπως Κομνηνός, Παλαιολόγος,
Άγγελος, οι
οποίοι ανήκαν στις μεγάλες αυτοκρατορικές δυναστείες, και όχι οι υπήκοοι. Ακόμα
και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γόνος μεγάλης οικογένειας και ο γιος του υπουργού
των οικονομικών, δεν είχε επίθετο.
Όταν έπεσαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, η Δύση άρχισε να δίνει επίθετα στους
απλούς ανθρώπους καθώς σταδιακά αποκτούσαν ανθρώπινα δικαιώματα και γίνοταν
πολίτες. Η μετάβαση, μέσα από αιματηρούς αγώνες, από την έννοια του υπηκόου
στην έννοια του πολίτη με σταθμούς τη Γαλλική, τη βιομηχανική και την
Αμερικανική επανάσταση, φάνηκε εξωτερικά με την παρουσία των επιθέτων στη ζωή
των απλών ανθρώπων. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οι βασιλείς στη Δύση έχασαν το
επίθετο, ώστε να διαφοροποιηθούν από το λαούς. Αυτή είναι άλλωστε και η κυριότερη
εξωτερική διαφορά μεταξύ των δυτικών ευγενών και των βυζαντινών αυτοκρατόρων˙ οι
βυζαντινοί είχαν επίθετο, ενώ οι δυτικοί όχι καθώς ήδη επίθετο απέκτησαν οι
πολίτες.
Οι περισσότεροι Πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν πρώτα ξαδέρφια των
αυτοκρατόρων. Οι υπόλοιποι προκαθήμενοι των πρεσβυγενών πατριαρχείων ήταν
γνώστες αυτής της πραγματικότητος (και ο ίδιος ο Πάπας, ο οποίος επίσης τότε
ήταν μακρυά από την εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως), και γι’ αυτό πολύ εύκολα
αναγνώριζαν ως αιρετικούς τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και πολύ
δυσκολότερα τους υπόλοιπους. Μάλιστα δεν δίσταζαν να δίνουν το όνομα του
Κωνσταντινουπόλεως σε ολόκληρη την αίρεση όπως έγινε με τον Νεστόριο, όπου η
αίρεση ονομάστηκε Νεστοριανισμός, ενώ οι αντίπαλη αίρεση δεν ονομάστηκε
Ευτυχιανισμός από τον Ευτυχή, αλλά μονοφυσιτισμός. Η παρουσία επιθέτου στους
απλούς ανθρώπους έφερε τις ανώνυμες εταιρείες και την παραγωγή στη ζωή των
απλών ανθρώπων. Η σημερινή υπεροχή των δυτικών λαών στον εθνικό τους πλούτο και
ταυτόχρονα η τόσο μειωμένη ανεργία τους, είναι απόρροια του γεγονότος ότι
καλλιέργησαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η οικονομική άνεση που θα εξασφαλίσει στον
σημερινό ιερέα το καλύτερα οργανωμένο φοροτεχνικό γραφείο, θα του δώσει τη
δυνατότητα να αναδείξει σταδιακά το ευαγγέλιο μέσα στην κοινωνία, με προσεκτικές,
μελετημένες κινήσεις. Καταρχήν θα μπορέσει να νοικιάσει την καλύτερη εταιρία security για
την ασφάλεια και του ίδιου του ιερού ναού και των αντικειμένων των πιστών την
ώρα της θείας λειτουργίας. Η αίσθηση της ασφάλειας του ποιμνίου κατά την ώρα
της θείας λειτουργίας είναι το πρώτο βήμα για να αγκαλιάσει ο κόσμος το
λειτουργικό τυπικό. Κατόπιν θα εξασφαλίσει το προσωπικό που θα είναι υπεύθυνο
για την τήρηση της τάξης την ώρας της θείας λειτουργίας και των ιερών
μυστηρίων. Ειδικό έμμισθο προσωπικό που θα παραλαμβάνει τον πιστό την ώρα του
ιερού μυστηρίου από την πόρτα του ναού και θα τον τοποθετεί στη θέση του. Η
ηρεμία, η ησυχία και κυρίως η τάξη την ώρα της λατρείας, είναι οι πιο βασικές
προϋποθέσεις για την προσευχή και τη βίωση των αγιασμένων κειμένων της
Εκκλησίας μας. Με τον καιρό και την καλλιέργεια της συγκεκριμένης νοοτροπίας
στην ενορία ο ιερέας θα προβεί στο επόμενο βήμα και στην τύπωση φυλλαδίου με το
κείμενο των ιερών μυστηρίων, το οποία θα βρίσκεται σε κάθε στασίδι και θα
δίδεται στον πιστό, από το ειδικό προσωπικό, κατά την ώρα της ακολουθίας. Οι
γάμοι, οι βαφτίσεις, οι εξόδιες ακολουθίες, αλλά και η ίδια η θεία λειτουργία
θα αποκτήσουν την ιεροπρέπεια και την ησυχία που τους αρμόζει, κάτι που λείπει δυστυχώς
από τις σημερινές ελλαδικές ενορίες. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως τότε μόνο
το ποίμνιο θα γνωρίσει τον λατρευτικό πλούτο της εκκλησίας μας, αποφεύγοντας τα
γνωστά εκείνα βαρετά για τη μετάφραση των κειμένων. Όλοι θα ζητούν να τελέσουν
το γάμο τους σε μία τέτοια ενορία όχι μόνο γιατί θα εξασφαλίζουν την τάξη στο
γάμο τους, αλλά και γιατί θα καταλαβαίνουν τι είναι ακριβώς το ιερό μυστήριο το
γάμου. Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα οποία ανήκει η Ορθόδοξη
Εκκλησία της ελληνικής επικράτειας, παρέχονται φοβερές διευκολύνσεις καθώς
είναι νομικά πρόσωπα κοινής ωφέλειας του λαού και είναι ιστορικό έγκλημα οι
ορθόδοξοι ιερείς του ελλαδικού χώρου να το αγνοούν. Η συγκεκριμένη υψηλή
κοινωνική συμπεριφορά του ορθοδόξου ιερέως, θα τον βοηθήσει να αποκτήσει
σύντομα την εμπιστοσύνη του οικείου Ιεράρχου, καθώς ο Επίσκοπος θα διαπιστώνει καθημερινά
πως έχει δίπλα του ένα σύγχρονο και δημιουργικό συνεργάτη.
Όλοι οι ιερείς μπορεί να είναι
εργατικοί και φιλότιμοι, όμως αυτό δεν αρκεί αν δεν γίνεται με τα σύγχρονα
ευρωπαϊκά μέσα, με άλλα λόγια αν δεν είναι σύγχρονοι παραγωγοί ιστορίας. Αυτό
ισχύει βέβαια ισχύει και για τη φιλανθρωπία. Δεν είναι τυχαίο πως φιλανθρωπικοί
οργανισμοί διεθνούς εμβέλειας προσφέρουν σημαντικότατο φιλανθρωπικό έργο, δίπλα
στο οποίο το έργο της Εκκλησίας είναι ισχυρά φτωχό. Ο αντίλογος πως η Εκκλησία δεν υπάρχει για τη φιλανθρωπία δεν αρκεί, καθώς θα υπάρξει ο αντίλογος
πως στην πιο λαμπρή περίοδο του Βυζαντίου η Εκκλησία είχε έντονη φιλανθρωπική
δράση, αντίστοιχη της οποίας είναι οι σύγχρονοι παγκόσμιοι φιλανθρωπικοί
οργανισμοί. Απλώς η μακραίωνη απουσία της εκκλησίας από τον πολιτισμό λόγω
Τουρκοκρατίας – στην Τουρκοκρατία έσωσε την ελληνική γλώσσα μέσω του θείας
λατρείας, σεβαστό αλλά δεν έφτανε˙ μετά από ένα σημείο καταντούσε συντήρηση
(αλλά και των τελευταίων αιώνων της βυζαντινής περιόδου καθώς η παρακμή είχε
αρχίσει πολύ πριν το 1453) – τη φέρνουν αδύναμη να παρακολουθήσει τις
εξελίξεις, με ιδιαίτερα φτωχή παρουσία, εμφανίζοντας ως απαντητική δικαιολογία
τη φράση η φιλανθρωπία δεν είναι έργο της
Εκκλησίας. Και η κοσμική φιλανθρωπία και η άλλη πρόταση της Εκκλησίας (που
σίγουρα είναι κάτι πολύ περισσότερο από την φιλανθρωπία εφόσον είναι ο αγιασμός
και η θεώση), αν δεν μεταφράζονται καθημερινά σε μορφή πολιτισμού κινδυνεύουν
να καταντήσουν μία ωραιολογία ή ρομαντισμός.
Από εκεί και πέρα όταν η όλη
ποιμαντική συμπεριφορά και νοοτροπία του ιερέως κινείται εντός των σύγχρονων
θεσμικών πλαισίων, ο ιερέας καθίσταται πραγματικός ποιμένας. Μάλιστα αυτή η
νοοτροπία θα πρέπει να ξεκινά από την ίδια του την οικογένεια. Και στην
προσωπική του ζωή θα πρέπει να αφομοιώσει την σύγχρονη ιστορία. Στις
ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπως η Σουηδία, οι πολίτες στην ετήσια φορολογική τους
δήλωση εμφανίζουν μόνο το μισθό τους, χωρίς κανένα σχεδόν περιουσιακό στοιχείο.
Ενδιαφέρονται ελάχιστα για την περιουσία και περισσότερο αν είναι
εξασφαλισμένος δια βίου ο μισθός τους, ασχέτως αν είναι πενιχρός. Πολλοί εξ
αυτών δεν έχουν ούτε αυτοκίνητο. Νοικιάζουν και το αυτοκίνητο και την κατοικία
τους. Με την ελάφρυνση από την απουσία πληρωμής των τελών κυκολοφορίας, της
ασφάλειας του αυτοκινήτου, αλλά και την πολυέξοδη συντήρηση του αυτοκινήτου, τα
εισοδήματα τους εκ των πραγμάτων αυξάνονται αλλά και η ζωή τους αποκτά χρώμα.
Νοικιάζουν όποτε θέλουν το αυτοκίνητο της αρεσκείας τους. Η συνεργασία τους με
τις καλύτερες εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων, τους επιτρέπει με την πάροδο
του χρόνου και τη φερέγγυα συνεργασία να νοικιάζουν τα καλύτερα αυτοκίνητα στις
πιο προσιτές τιμές (αυτοκίνητα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να πλησιάσουν ως
ιδιοκτήτες). Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι πολίτες των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών
ενεργούν με αυτόν τον τρόπο ενσυνειδήτως, γιατί μόνο η συγκεκριμένη νοοτροπία τους
εξασφαλίζει την ελευθερία από τις βιοτικές μέριμνες αυτού του κόσμου. Νιώθουν
το περιβάλλον στο οποίο ζουν, π.χ. τις εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων ή
κατοικιών, ως πραγματική κοινότητα στην οποία ανήκουν οργανικά. Η αντίληψη αυτή
απορρέει από την χριστιανική προτεσταντική παράδοση στην οποία ανήκουν, και την
οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, γιατί μεταφράστηκε σε καθημερινό τρόπο
ζωής. Η έλλειψη ιδιοκατοίκησης αλλά και κατοχής αυτοκινήτου ταιριάζει απόλυτα
στην προτροπή του Κυρίου να μην μεριμνούμε για το αύριο αλλά να ζούμε όπως τα πετεινά
του ουρανού, τα οποία δεν νοιάστηκαν ποτέ για την ένδυση ή την τροφή τους, και
όμως ακόμα και ο Σολομών θα ζήλευε την μεγαλοπρέπεια τους. Η νοοτροπία των
Ελλήνων στο συγκεκριμένο θέμα, μαρτυρά δυστυχώς το εντελώς διαφορετικό. Αν οι
σημερινοί Έλληνες γνώριζαν την παράδοση τους θα είχαν φροντίσει να τη
μεταφράσουν σε καθημερινό τρόπο ζωής, μέσω θεσμών, με εντελώς πρωτότυπο τρόπο
δίνοντας το στίγμα τους στην Ευρώπη. Η βασίλισσα της Αγγλίας Βικτώρια, γιαγιά
της νυν βασίλισσας της Αγγλίας Ελισσάβετ, όταν συζητούσε για την καθημερινή ζωή
των βασιλείου της συνήθιζε πάντοτε να λέγει πως η Αγγλία είναι η χώρα της Βίβλου, εννοώντας ακριβώς την μετάφραση
της Αγίας Γραφής στην καθημερινή ζωή των υπηκόων της.
Οι πλούσιοι, όπως οι εφοπλιστές, οι
βιομήχανοι, οι επιχειρηματίες καθώς είναι πολίτες του κόσμου γνωρίζουν πολύ
καλά αυτήν την νοοτροπία και την εφαρμόζουν. Οι πλούσιες κατοικίες στις οποίες
διαβιώνουν, εμφανίζονται νομικά ως συνεδριακά κέντρα των εταιρειών τους και οι
ίδιοι ως απλοί υπάλληλοι αυτών των εταιρειών, που απλώς αναλαμβάνουν πρόεδροι
του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Η ετήσια προσωπική φορολογική τους δήλωση
είναι μία δήλωση ενός απλού μισθωτού και το υπηρετικό τους προσωπικό
εμφανίζεται ως προσωπικό της εταιρείας, την οποία διοικούν. Με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο χρησιμοποιούν και τα αυτοκίνητα τους. Ανήκουν στις εφοπλιστικές εταιρείες
και οι ίδιοι τα ενοικιάζουν. Καταλαβαίνουμε πόσο μακριά από αυτήν την
πραγματικότητα βρίσκεται η επαρχιωτική νοοτροπία του Έλληνα, ο οποίος επιδιώκει
συνεχώς την απόκτηση ακινήτων – η προσωπική φορολογική του δήλωση είναι πιο
παχυλή από αυτή των επιχειρηματιών, αλλά και πόσο παράφωνη ακούγεται στα αυτιά
του Ευρωπαίου η φράση πως μόνο οι
μισθωτοί πιάνονται. Ο Ορθόδοξος ιερέας θα πρέπει να είναι ο πρώτος που θα
υιοθετήσει τη συγκεκριμένη νοοτροπία στη ζωή του αν θέλει να γίνει παραγωγός
ιστορίας και όχι μουσειακό είδος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα γίνει φως για την
κοινωνία : όχι μόνο αν κατέχει ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία με ταπεινή
συμπεριφορά, αλλά αν μπορεί να το δείξει με αφομοιωμένο τον σύγχρονο τρόπο
ζωής. Η εποχή των κηρυγμάτων ταίριαζε στον Νικηφόρο Θεοτόκη και τον Μελέτιο
Πηγά. Στον σημερινό κληρικό ταιριάζει η αφομοίωση της Ευρώπης, ακριβώς όπως
στους Καππαδόκες Πατέρες ταίριαζε η αφομοίωση των φιλοσοφικών όρων της
αρχαιοελληνικής πλατωνικής Ακαδημίας και το αριστοτελικού Λυκείου.
Η ίδια συμπεριφορά πρέπει να υπάρχει
και στην ηγεσία της Εκκλησίας. Άλλωστε αν ξεκινά από εκεί εύκολα διαχέεται και στον
πυρήνα της Εκκησίας που είναι ο εφημέριος και στη βάση της που είναι το ποίμνιο.
Νομίζω πως ένα παράδειγμα θα αρκούσε. Αν αύριο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
συγκέντρωνε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και
ζητούσαν επιμόνως από τον Υπουργό Παιδείας της Ελλάδος να προσθέσει μόνο ένα
άρθρο από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα όριζε ότι δεν
θα μπορούσε κάποιος να γίνει Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος αν ήταν άνω
των 45 ή το πολύ των 50 ετών. Αμέσως θα ετίθεντο τα θεμέλια για να καταστεί η
Εκκλησία το κέντρο του Ελληνισμού. Σε μία κοινωνία όπου το Σύνταγμα των Ελλήνων
– δηλαδή το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο του σύγχρονου ελληνισμού – τονίζει πως
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι κάτω των 40 ετών (το ειρωνικό
είναι πως έχουμε το πιο νέο Σύνταγμα στην Ευρώπη, μόλις του 1975) με τόσο, άλλωστε,
μειωμένες αρμοδιότητες, η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά μία τόσο προοδευτική
πρόταση που θα τη συνοδεύει για τα επόμενα 100 χρόνια : οι νέοι στο προσκήνιο
ως πρόταση της σύγχρονου ελληνισμού με κορυφαίο κομμάτι την Εκκλησία του. Αυτή
πρέπει να είναι η απάντηση της θεσμικής Εκκλησίας στη σύγχρονη οικονομική κρίση
με τόσο πρακτικές κινήσεις. Τα οικονομικά αίτια της κρίσης είναι για τη θεολογία
μόνο εκκλησιολογικά. Μία τέτοια κίνηση θα έλυνε προβληματικές συμπεριφορές
χρονίζουσες στη εκκλησία π.χ. το μεταθετό που τόσο έχει συζητηθεί και
κατακριθεί στην εκκλησία, χωρίς κανένας ποτέ να δώσει αποτελεσματική λύση.
Πληθώρα άλλων προβλημάτων λύνονται με την πρόσθεση του συγκεκριμένου άρθρου, όπως
η σχέση των ιεραρχών με τους πολιτικούς και τους διανοουμένους καθώς όλοι θα
θαυμάσουν τη σοβαρότητα των εκκλησιαστικών ταγών. Η σοβαρότητα βρίσκεται μόνο
στην προοδευτικότητα και τη δροσιά˙ ποτέ στη στασιμότητα και στη μούχλα.
Επιπλέον η πρόταση θα πρέπει να ισχύει από τον επόμενο Αρχιεπίσκοπο και μετά,
όχι για το νυν. Με αυτόν τον τρόπο δεν χρεώνεται ένα πρόσωπο την αλλαγή, αλλά
όλη η Εκκλησία. Μόνο όταν νιώθουμε και πορευόμαστε ως κοινότητα λύνονται τα
οικονομικά προβλήματα (τα οποία για την Εκκλησία είναι μόνο θεολογικά –
εκκλησιολογικά) και προχωρεί ο ελληνισμός.
Το παρόν άρθρο ήθελε να δείξει πως τα οικονομικά
αίτια της κρίσης είναι και εκκλησιολογικά. Η έλλειψη οργάνωσης, διαφάνειας και
η φοροδιαφυγή δηλώνουν έλλειψη λόγου,
λογικής αναλύσεως και επεξηγήσεως (δηλαδή συνέσεως και φρονήσεως), στοιχεία, τα
οποία απουσιάζουν από τη ζωή των σημερινών Ελλήνων. Δεν λείπουν παντελώς από
την προσωπική ζωή των Ελλήνων, όμως δεν είναι σε θέση να τα μεταφράσουν θεσμικά
στη σύνολη ελληνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό ήρθε η κρίση. Για τον θεολόγο η εν
λόγω εικόνα είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική, γιατί κάποτε ο λόγος χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο στη ζωή των Ελλήνων αλλά και για
ονομαστεί ο ίδιος ο Θεός. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ονομάστηκε από
τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή Λόγος, με
Λ κεφαλαίο, (με τη φράση ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ
Λόγος ξεκινά το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο).
Ο Υιός είναι ο Λόγος του Πατρός, ασάρκως στην Παλαιά και ενσάρκως στην Καινή
Διαθήκη.
Η θεσμική επαναφορά του Λόγου και λόγου
στη ζωή μας – και με κεφαλαίο Λ και με μικρό – θα μας βοηθήσει να βάλουμε τη
βαθιά ανάλυση στη ζωή μας, εκφράζοντας καθημερινά, ως πρόταση, την πλουσιότατη
παράδοση μας.
Δηλαδή
να βγούμε από την κρίση.
Βιβλιογραφία
Αρβανίτη Χρ. Η
πολιτική και κοινωνική θεωρία των Βυζαντινών κατά τον 11ο και 12ο
αι. Μελέτη στο κείμενο του Κεκαυμένου Στρατηγικόν και στο ποίημα του Σπανέα,
2008, Θεσσαλονίκη
Auzepy M – F. (1994). «De la Palestine a Constantinople (VIIIe –
IXe siecles) : Etienne le Sabaite et Jean Damascene», στο Traveaux et Memoires 12, 1994, σελ. 183 – 218.
Diehl, Ch. (2010). Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μεγαλείο και παρακμή Β΄ τόμος
(μετάφρ. Ελένη Ταμπάκη), Αθήνα
Kotter B. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Die Schriften des
Johannes von Damaskos, εκδ. B. Kotter, Walter – De Gruyter 1973, t. II
(Patristische Texte und Studien 12)
Louth, A. «St.
John Damascene» στο
Preacher and audience, M. B. Cunningham, P.
Allen, 1998, σελ. 247 – 266.
Ματσούκα,
Ν. (1992). «Μαθηματικές, φιλοσοφικές και θεολογικές έννοιες σε πατερικά
κείμενα» στο Μυστήριον επί των ιερώς
κεκοιμένων και άλλα μελετήματα, Θεσσαλονίκη, σελ. 209 – 245.
2 σχόλια:
Ωραία μελέτη με πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία, από έναν αξιόλογο στοχαστή (τόσο στις γνώσεις, όσο και στο ήθος, για όσους τον γνωρίζουν προσωπικά).
Όσα γράφει για τους ιερείς και την εκκλ. ηγεσία, συζητήσιμα μεν ίσως σε κάποιες λεπτομέρειες, αλλά οπωσδήποτε χρήσιμα.
Ευχαριστούμε.
Θεόδωρε, ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Βεβαίως σε κάποια σημεία της μελέτης υπάρχει και αντίλογος: π.χ. Από που προκύπτει ότι η έλλειψη ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και δεν είναι προϊόν χρησιμοθηρίας; Νομίζω ότι εδώ υπάρχει μια αντινομία δοθέντος ότι ο ίδιος σε άλλο σημείο υποστηρίζει: "Ο Γερμανός πολίτης δεν επιδιώκει να αγοράσει δικό του σπίτι, έτσι ώστε να τυγχάνει ελαφράς φορολογίας και να εμφανίζεται στο κράτος χωρίς ιδιοκτησία".
Δημοσίευση σχολίου