Πώς οδηγηθήκαμε ως λαός από τη φτώχεια και τη σιγουριά στον φόβο για το αύριο
Του Βασίλη Kαραποστόλη*
Όταν βλέπουμε τον σύγχρονο Ελληνα να αγανακτεί επειδή λιγόστεψε το
εισόδημά του, δεν πρέπει να νομίσουμε ότι λυπάται τόσο πολύ για τις
απολαύσεις που χάνει. Ο ηδονισμός σε τούτο τον τόπο ποτέ δεν ρίζωσε
τόσο βαθιά. Δεν ήταν το φαγοπότι που ονειρεύονταν οι φτωχοί, ήταν η
σιγουριά πως όσα είχαν αποκτήσει δεν θα τους τα άρπαζαν κάποιοι
ξαφνικά. Πανάρχαιη η απειλή που απ’ τα χρόνια του Hσίοδου δεν έπαυε να
πλανάται πάνω από τα κεφάλια των δουλευτών. Επιδρομείς, ληστές,
φορομπήχτες, τοκογλύφοι. Με όλους αυτούς να αλωνίζουν επί αιώνες, πώς
να κατασιγάσει η τρομάρα των αδυνάμων ώστε να μπορέσουν να
ευχαριστηθούν το ψωμί, το κρασί και το σπίτι τους;
Αυτός ο φόβος
συνόδεψε πολλούς και όταν, πολύ αργότερα, κατέβηκαν από τα χωριά στις
πόλεις. Οι καιροί ήταν πια διαφορετικοί και οι πρώην ξυπόλητοι βρέθηκαν
στους εμπορικούς δρόμους τους γεμάτους με τις βιτρίνες του ’70, του
’80, του ’90. Πίσω απ’ τις τζαμαρίες υπήρχαν πράγματα που τους
γυάλιζαν, κι ανάμεσά τους το είδωλο του ίδιου τους του εαυτού,
αλλαγμένο πολύ. Μπορούσαν να καυχηθούν γι’ αυτόν τον εαυτό, να φωνάξουν
πως επιτέλους τα κατάφεραν να μην είναι νηστικοί, να χορτάσουν, και
ακόμη να εκδικηθούν την παλιά τους πείνα με μία νέα σπατάλη. Σε πόσες
αυταπάτες είχαν κιόλας παραδοθεί! Γιατί γρήγορα φάνηκε πως κάτω από την
ευχαρίστηση παρέμενε πάντα ο φόβος. Αυτός ο δαίμονας που ερχόταν παλιά
και χτυπούσε την πόρτα του φτωχικού σπιτιού.
Σήμερα, ο ίδιος
απαίσιος ήχος ακούγεται από το εσωτερικό των διαμερισμάτων που
μετατράπηκαν σε φωλιές αγωνίας. Τηλεοράσεις, υπολογιστές, ραδιόφωνα και
τηλέφωνα φέρνουν τα κακά μαντάτα με μια έξαψη που είναι ταυτόχρονα και
σημάδι χαιρεκακίας. Κυρίες και κύριοι, μάθετέ το, ξαναγινόσαστε αυτό
που ήσασταν κάποτε: άνθρωποι αναγκασμένοι να μετράτε και την τελευταία
δεκάρα σας. Με μια διαφορά όμως (που δεν τη λένε).
Οτι πιο παλιά
μπορούσε ένας στριμωγμένος να ξεπερνάει πότε πότε τη φτώχεια και να
γλεντάει τις σκοτούρες του. Ενώ σήμερα του λείπει το κουράγιο. Αντίθετα
με τους γονείς και τους παππούδες του τρέμει στη σκέψη πως αν του κοπεί
ο μισθός του, θα του κοπεί και η θέληση να φτιάξει τη ζωή του. Αυτή η
θέληση που αντλείται απ’ ό, τι είμαστε και όχι απ’ ό, τι έχουμε.
Πρέπει, λοιπόν, να οικτίρουμε τον εαυτό μας, εάν φθάσουμε να πιστέψουμε
ότι όπως μας έκλεψαν τα «έξω» έτσι μας έκλεψαν και το «μέσα» μας.
Αλήθεια,
όμως, υπάρχει κάτι γόνιμο εκεί μέσα, στα ψυχικά μας υποστρώματα; Ή
μήπως εξατμίστηκε; Η εμπειρία λέει πως υπάρχει. Είναι ένα κάποιο
απόθεμα ζωτικότητας. Πράγματι, σπάνια θα βρείτε Ελληνα ικανοποιημένο με
την απραξία του, ακόμη κι αν αυτή του προσφέρει κάποια βολή. Η
πλειονότητα νιώθει τη φαγούρα της δράσης, θέλει να ενεργήσει, να
επιφέρει αλλαγές και το θέλει τόσο πολύ ώστε στο τέλος συχνά ξεχνάει το
έργο που άρχισε και ξοδεύεται σε πληθωρικές και ακατάστατες κινήσεις.
Γιατί
αυτό που ενδιαφέρει πιο πολύ είναι να αποδείξει κανείς ότι «μπορεί»,
ότι το να μένει με δεμένα τα χέρια είναι γι’ αυτόν αρρώστια ή ξεπεσμός.
Καταλαβαίνουμε
ότι έτσι η ζωτικότητα του λαού διατρέχει τον κίνδυνο να χαραμιστεί. Κι
αυτό συμβαίνει. Δεν φτιάχνονται έργα στη χώρα μας, φτιάχνονται απλώς
υποψήφιοι για εκτέλεση έργων. Εστω κι έτσι, όμως, η προσφορά ενέργειας
από τα κάτω υπάρχει. Και είναι κρίμα, είναι έγκλημα -το μεγαλύτερο ίσως
απ’ όλα τα πολιτικά εγκλήματα- που οι κυβερνώντες, χρόνια τώρα,
στέκονται αδέξιοι και αναβλητικοί μπροστά σ’ αυτή τη σφύζουσα
διαθεσιμότητα χεριών και μυαλών.
Ακούγονται φωνές που τρυπάνε τ’
αυτιά μας. Είναι νέοι αγρότες που ζητάνε απελπισμένα κατευθυντήριες
οδηγίες για να αναδιαρθρώσουν τις καλλιέργειές τους. Είναι άλλοι νέοι
που έχουν την όρεξη να οργανώσουν μια επιχείρηση και βρίσκονται
αντιμέτωποι με χαοτικούς «κωδικούς» και «προγράμματα». Είναι όλοι αυτοί
που ανυπομονούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες την ίδια στιγμή που η ηγεσία
εξετάζει κι επανεξετάζει ποια κίνητρα να δώσει ώστε να εμφανιστούν οι
δραστήριοι και οι καινοτόμοι. Μα δεν τους βλέπει πως είναι κιόλας στο
πόδι; Δεν βλέπει πως παρουσιάστηκαν οι ανασκουμπωμένοι και περιμένουν;
Φαίνεται πως όχι. Φαίνεται πως για τη συνομοταξία των καθιστών οι
όρθιοι αντιπροσωπεύουν κάτι ανεξέλεγκτο, υπερβολικά απρόβλεπτο. Μεγάλος
μπελάς να οργανωθεί η ζωτικότητα.
Απ’ την άλλη, όμως, η ανάγκη
πιέζει, οι προθεσμίες λήγουν. Το τι κάνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι
άνθρωποι εξαρτάται από το τι αντάλλαγμα είναι έτοιμοι να δώσουν
προκειμένου να ζήσουν. Θα επικρατήσει άραγε η υπεκφυγή ή η πράξη;
Πάντως εκείνος ο σοφός Βοιωτός δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να δυστυχήσει
ένας.
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου