(Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του έργου του C.S.LEWIS, Το μεγάλο διαζύγιο, από τις εκδόσεις Ι.Μ.Πρεβέζης, μτφ. Αλέξανδρος Δάσκαλος).
Στην Ελλάδα ο όρος «απολογητική» είναι σχεδόν κακόφημος. Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά πώς φανατικά θα δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα μιας αυθαίρετης πίστης. Χάθηκε η αρχαία σημασία του όρου που ήταν η εξήγηση, στον άσχετο και στον πολέμιο, της σταυρωμένης χριστιανικής Αλήθειας.
Δεν είναι το ίδιο ο «εκ γενετής» χριστιανός με τον «εκ μεταστροφής». Ο «εκ γενετής», όσο καταρτισμένος κι αν είναι, δεν γνωρίζει τι εστί άθεος. Δεν έχει την εμπειρία του εωσφορικού εγωισμού, δηλαδή του απόλυτου εγωισμού, που είναι η συνειδητή άρνηση του Θεού.
Ο «εκ μεταστροφής» έχει τις προϋποθέσεις για μια πιο αυθεντική κατανόηση της χριστιανικής Πίστης. Για τούτο και είναι λιγότερο επιρρεπής στο να «απορρίπτει» αυτό που δεν καταλαβαίνει ή να παρεμβάλλει δικές του επινοήσεις. Επιμένοντας στη διαφορά, θυμίζω ότι το σπάνιο αυτό είδος χριστιανών πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό χώρο. «Εκ μεταστροφής» ήταν αυτοί που έφτιαξαν την Εκκλησία. Θα μπορούσαν ποτέ χριστιανοί σαν και μας, που τα βρήκαμε όλα έτοιμα και αγνοούμε την αξία τους, να φτιάξουμε κάτι;
Εισερχόμενος στον χριστιανισμό «απ’ έξω» ο C.S.Lewis έχει αυτό που στερούνται οι «εντός»: την εικόνα της εξωτερικής ενότητας του χριστιανισμού, δηλαδή της διαφοράς του προς ό,τι τον περιβάλλει. Γνωρίζοντας, έπειτα, τον χριστιανισμό μέσα από τους πιο διαφορετικούς νεότερους και μεσαιωνικούς συγγραφείς, έχει κι’ αυτό που στερούνται οι «εντός» των ομολογιακών τειχών του: την αίσθηση της παράδοξης εσωτερικής ενότητας του χριστιανισμού. Αναστρεφόμενος, τέλος, με τις πηγές της χριστιανικής Πίστης (από το πρωτότυπο, καθώς ξέρει αρχαία ελληνικά), γνωρίζει και πού βρίσκεται ο «πήχης», το μέτρο της διαχρονικής ενότητας του χριστιανισμού: στους αρχαίους συγγραφείς, την άμεση γνώση των οποίων και συνιστά, αντί της έμμεσης γνώσης από τα ογκώδη και δυσνόητα βιβλία των συγχρόνων μας.
Τον βλέπουμε να μας τα αναλύει όλα αυτά στη λαμπρή εισαγωγή του στην αγγλική μετάφραση της πραγματείας του Αγίου Αθανασίου Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού. Τη χαρακτηρίζει αριστούργημα. Αλήθεια, ποιος από μας θα είχε, την παρόρμηση έστω, να προτείνει, αν όχι Μέγα Αθανάσιο, τουλάχιστο τα Λειτουργικά Κείμενα, τα οποία και ακούμε –όταν τ’ ακούμε- χωρίς να καταλαβαίνουμε;
Ο C.S.Lewis έχει, λοιπόν, τις προϋποθέσεις να μας εξηγήσει τη χριστιανική πίστη για την Κόλαση και τον Παράδεισο και να καταλάβουμε. Το Μεγάλο Διαζύγιο είναι μάλιστα κάτι παραπάνω από εξήγηση. Λειτουργεί σαν καθρέφτης. Βλέπεις την Κόλαση μέσα σου.
ΙΙ
Λένε συνήθως ότι για την επιστήμη δεν υπάρχει Θεός. Ούτε Ψυχή, Κόλαση και Παράδεισος.
Ο άνθρωπος είναι ζώο. Όπως όλα τα άλλα. Με τη μόνη διαφορά ότι έχει επίγνωση του θανάτου του. Αυτή η επίγνωση είναι και το μεγάλο του πρόβλημα. Δεν ωφελεί όμως να το σκέπτεται. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τον τάφο. Φάγωμεν πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν. Αυτή είναι, εν ολίγοις, η σοφία που εμπνέει τον αγαπημένο μας σύγχρονο πολιτισμό.
Πρέπει να ομολογήσουμε, ότι αυτή η (όχι και τόσο «νέα») «σοφία», έχει κατατροπώσει την άλλοτε εδραιωμένη χριστιανική πίστη, ότι κάτι πολύ σοβαρό συντελείται μετά τον θάνατο. Να την ξεριζώσει τελείως είναι βέβαια αδύνατο. Γιατί δεν είναι εύκολο να έχεις συνεχώς το κεφάλι χωμένο στην άμμο. Και να πείθεις τον εαυτό σου πως «δεν υπάρχει πρόβλημα». Όλο και κάποιος δικός σου θα πεθάνει. Όλο και κάποια αρρώστια θα σου βάλλει ψύλλους στ’ αυτιά. Μπορεί να τον ξεχνούμε τον θάνατο, αλλά αυτός δεν μας ξεχνά.
Κάτω από την πίεση του «πνεύματος της εποχής» αρχίσαμε οι χριστιανοί να κάνουμε εκπτώσεις στην Πίστη μας. Το πρώτο, που με ανακούφιση πετάξαμε, είναι η πίστη ότι υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος. Δεν είμαστε δα και τόσο καθυστερημένοι, σαν τις αγράμματες γιαγιάδες μας, να πιστεύουμε ότι μας περιμένουν τα καζάνια με την καυτή πίσσα, οι διαβόλοι με τις σούβλες στο χέρι, ή το ακοίμητο σκουλήκι και το σκότος το εξώτερο.
Το δεύτερο, που εγκαταλείπουμε, είναι η πίστη στην αθανασία της ψυχής. Αμφιβάλλουμε ακόμα κι αν έχουμε ψυχή. Αρκετοί είναι, άλλωστε, οι φιλελεύθεροι θεολόγοι, που μας βεβαιώνουν ότι οι Αλεξανδρινοί μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης έκαναν το «μοιραίο λάθος» να αποδώσουν με τον ελληνικό όρο «ψυχή» κάτι που στα εβραϊκά σήμαινε απλώς «ζωή». Η έννοια της «ψυχής», σαν οντότητας διαφορετικής από το σώμα, που εξακολουθεί να ζει και μετά τον θάνατό του, είναι λένε «αρχαιοελληνική δοξασία». Ειδωλολατρική ιδέα, ξένη προς τον χριστιανισμό. Που όμως «παρεισέφρησε» στη χριστιανική Πίστη και εκτόπισε την «αυθεντική» βιβλική αντίληψη. Έρχεται κατόπι και η φιλοσοφική ανάλυση, για να εδραιώσει την αμφιβολία: πώς μπορεί να επιζεί η «υπόσταση» του ανθρώπου, χωρίς την «ουσία» της και χωρίς τις «ενέργειές» της;
Για τον Θεό είμαστε ίσως πιο συγκρατημένοι. Του επιφυλάσσουμε την τιμητική θέση της αδιάφορης «ανωτέρας δύναμης».
ΙΙΙ
Ως πρώην άθεος, ο C.S.Lewis γνωρίζει καλύτερα από τον συμβατικό χριστιανό την αρνητική επιχειρηματολογία. Και την έχει μελετήσει στο αβυσσαλέο ψυχικό της βάθος.
Γνωρίζει επίσης τα γνωσιολογικά ελαφρυντικά της. Ότι τα «μετά τον θάνατο», τα «μετά τα φυσικά», δεν είναι «προέκταση» του θνητού μας κόσμου. Είναι ένας «άλλος κόσμος». Απολύτως ξένος στην ευκλείδεια αντιληπτικότητά μας. Ασύλληπτος με τους όρους της τρισδιάστατης σκέψης μας. Ακατανόητος.
Μόνο η Τέχνη μπορεί να μας πει κάτι γι’ αυτόν, επειδή χρησιμοποιεί μεταφορικές εικόνες και σύμβολα. Ο «μύθος», το σύμβολο και η αλληγορική εικόνα, δεν κρύβουν ούτε φανερώνουν, λέει ο Ηράκλειτος, αλλά σημαίνουν. Αυτό που «σημαίνουν» (επισημαίνουν) αληθεύει με τρόπο «λοξό». Δηλαδή τελείως διαφορετικό απ’ τον τρόπο που αληθεύει μια επιστημονική ή φιλοσοφική πρόταση. Το θέμα δεν είναι, εδώ, αν οι εικόνες κυριολεκτούν το νόημα, αν είναι λογικά συνεπείς ή είναι χονδροειδείς (πυρές, καζάνια κλπ.). Το θέμα είναι αν η ψυχολογική τους δύναμη είναι τέτοια, που μπορεί να ξυπνήσει τον άνθρωπο από τη λήθη του θανάτου. Ώστε να κάνει κάτι με τον εαυτό του. Αυτό το «κάτι» είναι που έχει σημασία.
Χρησιμοποιώντας την κατ’ εξοχήν Τέχνη του νεωτερικού ανθρώπου, που είναι η μυθιστορηματική αφήγηση, ο C.S.Lewis κατορθώνει να μας δείξει με εντυπωσιακή ενάργεια αυτό το «κάτι», που χάθηκε μαζί με τις φθαρμένες μεσαιωνικές αφηγήσεις.
Ναι, όντως, υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος. Κι αυτό γιατί ο Θεός έκανε τον άνθρωπο Πρόσωπο, με ψυχή αθάνατη, προικισμένη με την ελευθερία να Του μοιάσει: Να γίνει θεός κατά χάριν. -Αν βέβαια το θελήσει. Η ζωή του υπόκειται στον αιώνιο αυτό αυθυπερβατικό σκοπό. Αυτός είναι ο λόγος που, αν αποτύχω, «πηγαίνω στην Κόλαση». «Κόλαση» είναι η προσωπική-εθελοντική αποτυχία μου. Δεν είναι κάτι «άλλο». Κάτι «επιπρόσθετο». Μια «τιμωρία».
«Κόλαση» και «Παράδεισος» είναι πριν απ’ όλα καταστάσεις της ψυχής, τις οποίες εγώ ο ίδιος δημιουργώ με τις αποφάσεις και τις πράξεις μου. Με το θέλημά μου. Είναι δύο αντίθετες κατευθύνσεις αυτοαλλοίωσης της ψυχής. Στην πρώτη, η ψυχή αναπτύσσεται. Μεγαλώνει, αγκαλιάζει τον κόσμο όλο. Γίνεται συμπαγής και αστράφτει. Στη δεύτερη υπαναπτύσσεται. Γίνεται σκοτεινή και μικρόψυχη. Μικραίνει δε συνεχώς, για να καταρρεύσει τελείως μέσα στο Τίποτα, αν δεν θελήσει να βγει απ’ τον εαυτό της.
Ο Θεός δίνει συνεχώς ευκαιρίες «καλής αλλοίωσης» στην ψυχή του ανθρώπου. Οπωσδήποτε στην παρούσα ζωή μα και στην «άλλη». Κι αυτό ως τη Συντέλεια. Ως τη γενική Ανάσταση και την Τελική Κρίση. Τότε θα απευθυνθεί ο Χριστός στον καθένα προσωπικά για να του πει: «γενηθήτω το θέλημά σου». Ας γίνει οριστικό αυτό που συ ο ίδιος θέλησες να είσαι.
Η ελευθερία του προσώπου είναι μέγα μυστήριο. Το εγώ μπορεί να κάνει τον εαυτό του θεό. Και να κλειδωθεί στο θέλημά του στον αιώνα τον άπαντα. Γι’ αυτό και η αρχαία Εκκλησία απέρριψε σαν ανοησία τα δήθεν μεγαλόψυχα οράματα για την τελική κατάργηση της Κόλασης.
IV
Το βιβλίο του C.S.Lewis μας μιλά για μια από τις «εκδρομές», που γίνονται κάθε τόσο, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Σ’ αυτές παίρνουν μέρος όσες ψυχές το επιθυμούν. Το διαστημικό λεωφορείο έρχεται και τις παραλαμβάνει. Και τις ανεβάζει μέχρι τα κράσπεδα του Παραδείσου. Με σκοπό να δουν το μέρος. Κι αν τους αρέσει και θέλουν, μπορούν να μείνουν και να συνεχίσουν στα ενδότερα.
Θα χρειαστεί βέβαια να υποβληθούν σε μια μικρή «εγχείρηση», για να τους αφαιρεθεί το όποιο πάθος κάνει τη ζωή τους Κόλαση. (Καθώς και ό,τι θαρρούν για αρετή τους.) Είναι βέβαια ελεύθεροι να αποφύγουν την «εγχείρηση» και να γυρίσουν πάλι πίσω.
Το τραγικό είναι ότι οι πιο πολλές ψυχές προτιμούν να επιστρέψουν στην Κόλαση. Οι πιο δεκτικές γιατί θέλουν να μεταφέρουν λίγη από την Κόλασή τους στον Παράδεισο. Δεν εννοούν να ξεκολλήσουν την Κόλαση από πάνω τους. Εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένες στα πάθη, που έθρεψαν σ’ αυτήν εδώ τη ζωή. Αν και αφυδατωμένα - εντελώς ονειρικά- τα παλιά τους πάθη είναι το «περιεχόμενό» τους. Φοβούνται να τα θυσιάσουν…
Δεν γίνεται όμως να παντρέψουμε την Κόλαση με τον Παράδεισο. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου: «Το μεγάλο διαζύγιο».
Η χριστιανική Κόλαση δεν είναι όπως ο Άδης των αρχαίων, απ’ όπου είναι αδύνατο να βγούμε. Κλειδωμένες είναι και οι δικές της πόρτες. Αλλά από μέσα. Και τα κλειδιά τα κρατούν οι ίδιοι οι κολασμένοι. Αν θέλουμε να βγούμε, δεν έχουμε παρά να πορευτούμε προς την πλησιέστερη Στάση του μεταφυσικού Λεωφορείου...
Η Κόλαση, όπως κι ο Παράδεισος, αρχίζουν από την παρούσα ζωή και συνεχίζονται πέρα απ’ αυτή. Οι ευκαιρίες (για την αναγκαία «εγχείρηση») που παρέχονται εκεί, αναφέρονται σε ό,τι φτιάξαμε εδώ. Μόνο που «εκεί» η αντικειμενική βάση των γνωσιολογικών αμφιβολιών, για την ύπαρξη του Θεού, της Ψυχής, της Κόλασης και του Παραδείσου, έχουν εκ των πραγμάτων καταργηθεί.
V
Πώς ακριβώς γίνεται και «δίνονται ευκαιρίες» («εκδρομές στον Παράδεισο»), πώς τα μνημόσυνα και οι προσευχές, για την ανάπαυση των κεκοιμημένων αγαπητών μας προσώπων, προκαλούν τέτοιες «εκδρομές-ευκαιρίες», αυτό είναι ασύλληπτο για την τωρινή μας αντιληπτικότητα.
Σύμφωνα όμως με τον τελευταίο μεγάλο θεολόγο μας, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το πράγμα δεν είναι και τόσο παράλογο, γιατί:
α) Σε αντίθεση με τα άλλα ζώα η ψυχή του ανθρώπου έχει τη ζωή ως ουσία. Γι’ αυτό και είναι αθάνατη.
β) Σε αντίθεση με τις άλλες νοερές λογικές υπάρξεις (τους αγγέλους) η ψυχή μας έχει τη ζωή και ως ενέργεια. Γι’ αυτό και έχουμε σώμα.
γ) Αλλά μόνο ο Θεός έχει την αγαθότητα ως ουσία. Πιο σωστά: είναι η πηγή της αγαθότητας. Η δική μας ψυχή (όπως και των αγγέλων) είναι απλώς δεκτική της αγαθότητας: τη δέχεται και την απορροφά ή δεν τη δέχεται και την απορρίπτει. Είναι έτσι σύνθετη η ψυχή μας. Αποτελείται από τη ζωή ως ουσία και από την ποιότητα της διαθέσεώς της σε σχέση με το αγαθό.
Αυτή «ποιότητα» είναι το ζήτημα. Και εξαρτάται απολύτως από την ελευθερία μας. Από το θέλημά μας.
Με τον θάνατο στερεύει η ειδική εκείνη ενέργεια της ψυχής, που έχει τη δύναμη να ζωοποιεί το σώμα. Η ψυχή όμως δεν χάνει το σύνολο των ενεργειών της. Εξακολουθεί να ζει και να ενεργεί. Να αποφασίζει και να πράττει στο πεδίο των σχέσεων με τον Θεό και τις άλλες ψυχικές υπάρξεις. Και ακριβώς, η ποιότητα αυτών των σχέσεων είναι που διαμορφώνει την Κόλαση και τον Παράδεισο.
Μέχρι να ολοκληρωθεί ο «κύκλος της Πτώσης» δίνονται, λοιπόν, στην ψυχή επιλογές-ευκαιρίες. Πώς ακριβώς σχετίζονται με την «υποκειμένην εκάστω ποιότητα διαθέσεως» θα πάρουμε μια γεύση αν αφεθούμε στην τέχνη του έμπειρου ξεναγού μας σε τούτο το ονειρικό ταξίδι από την Κόλαση στον Παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου