Επιμέλεια: Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης
Ζουν οι ψυχές των ανθρώπων μετά το θάνατο; Ή μήπως (όπως διδάσκουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά & λοιποί προτεστάντες) οι νεκροί βρίσκονται σε κατάσταση ανυπαρξίας ή «λήθαργου», κατά την οποία δεν έχουν συνείδηση, σκέψεις κ.τ.λ. και από την οποία θα «ξυπνήσουν» για πρώτη φορά όταν θα γίνει η ανάσταση των νεκρών;
Η καθημερινή εμπειρία των χριστιανών όλων των εποχών (αλλά και ανθρώπων από άλλες θρησκείες, ακόμη και «άθεων») περιέχει αμέτρητες καταγεγραμμένες μαρτυρίες ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή που δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά αμέσως μετά τη στιγμή του σωματικού θανάτου συνεχίζει να ζει, ασώματη, στον πνευματικό κόσμο, τον κόσμο των ψυχών. Αυτές βέβαια τις μαρτυρίες τις απορρίπτουν –αυθαίρετα– ως ψεύδη, μύθους, φαντασίες κ.τ.λ. όσοι θέλουν, για τους δικούς τους ιδεολογικούς λόγους, να αρνηθούν τη ζωή μετά το θάνατο (μια ενδελεχή μελέτη του φαινομένου των εμπειριών από τον κόσμο των πνευμάτων σε διάφορες θρησκείες και στο σύγχρονο κόσμο και προσεκτική εξέταση της αξιοπιστίας τους βλ. στο βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ «Η ψυχή μετά το θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της ορθόδοξης διδασκαλίας», εκδ. Μυριόβιβλιος). [Ολόκληρο εδώ]
Οι εμπειρίες αυτές δεν έχουν σχέση με τα τεχνάσματα των μέντιουμ, γι' αυτό και δε συγγενεύουν καθόλου με την απατηλή "εμφάνιση" της ψυχής του προφήτη Σαμουήλ στο βασιλιά Σαούλ, που δήθεν κατόρθωσε μια ειδωλολάτρισσα μάγισσα στο βιβλίο Α΄ Βασιλειών 28, 7-20. Ο πνευματισμός είναι γνωστός και απορριπτέος στην Ορθοδοξία, ενώ οι πνευματικές εμπειρίες εξετάζονται προσεχτικά ώστε να διακρίνονται και να απορρίπτονται οι απατηλές.
Οι προτεστάντες κατηγορούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ότι διδάσκει την «αθανασία της ψυχής». Χρησιμοποιούν αυτό τον όρο θέλοντας έτσι να υποστηρίξουν πως οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, από τους πρώτους κιόλας αιώνες, νόθευσαν τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής με ιδέες που πήραν από τον Πλάτωνα. Ο ισχυρισμός αυτός βέβαια δεν είναι σωστός, και εδώ μπορείτε να δείτε ένα αναλυτικό άρθρο για το θέμα. Η Εκκλησία διδάσκει ότι αθάνατος εκ φύσεως είναι μόνον ο Θεός (όπως και άγιος εκ φύσεως). Οι ψυχές, όπως και οι άγγελοι, είναι δημιουργήματα και, συνεπώς, είναι εκ φύσεως θνητά. Λαμβάνουν αθανασία λόγω της θείας χάριτος, που τους παρέχει ο μόνος αθάνατος και δημιουργός Θεός. Το ίδιο θα συμβεί και με τα ανθρώπινα σώματα μετά την ανάσταση των νεκρών.
Η Αγία Γραφή όμως τι άποψη έχει γι’ αυτό το θέμα;
Ο ιερός Εκκλησιαστής
Οι αδελφοί μας Μάρτυρες του Ιεχωβά προβάλλουν το εδάφιο Εκκλησιαστής 3, 18-21, για να τεκμηριώσουν τη διδασκαλία τους ότι στον άνθρωπο δεν υπάρχει ψυχή, που να μένει ζωντανή μετά το θάνατο του σώματος. Ο ιερός Εκκλησιαστής όμως, αν και γράφει με τη σοφία που του δόθηκε από το Θεό, δεν αναφέρεται πουθενά ότι γράφει «πλήρης Πνεύματος Αγίου», ούτε, πολύ περισσότερο, ότι ο Θεός μιλάει με το στόμα του, όπως μιλάει με το στόμα των προφητών. Γράφει ως άνθρωπος και μιλάει έτσι, γιατί είναι θλιμμένος και απογοητευμένος: «είπα μέσα στην καρδιά μου για την κατάσταση των υιών των ανθρώπων» (στίχ. 18). Γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει να ερμηνεύσουμε κατά γράμμα όσα αναφέρει για τους νεκρούς. Αυτό γίνεται φανερό και από τα εξής:
α) Η επωδός «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» δε μπορεί να ερμηνευθεί κατά γράμμα, γιατί τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε «ματαιότητα» και το να λατρεύουμε το Θεό και να κάνουμε το θέλημά Του.
β) Ο Εκκλησιαστής μιλάει σα να μην πρόκειται να υπάρξει ποτέ ανάσταση νεκρών. Μήπως δε γνώριζε ότι θα γίνει ανάσταση; Αν πάντως το γνώριζε, και αν το είχε λάβει υπόψιν στο κείμενό του, δε θα σύγκρινε τους ανθρώπους με τα ζώα. Οι άνθρωποι δεν είναι ζώα – εκτός αν και τα ζώα πρόκειται ν’ αναστηθούν! Ας έχουμε υπόψιν ότι δεν είχε γίνει ακόμη η ενανθρώπιση του Χριστού και ο θάνατος δεν είχε νικηθεί ακόμη. Ο Εκκλησιαστής μιλάει με απελπισία για το θάνατο, γιατί βρίσκεται ακόμη στην Παλαιά Διαθήκη.
γ) Στον αμέσως επόμενο στίχ. 22, γράφει το εξής εκπληκτικό: «δεν υπάρχει λοιπόν για τον άνθρωπο τίποτα καλύτερο, από το να ευφραίνεται για τα έργα του, γιατί αυτή είναι η μερίδα του…»! Ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτός από έναν χριστιανό – το να ευφραίνεται για τα έργα του παραπέμπει στην παραβολή του άφρονα πλούσιου (Λουκ. 12, 13-21). Για το χριστιανό αυτό είναι η μεγαλύτερη «ματαιότητα», ενώ το καλύτερο είναι να ευφραίνεται για τη σχέση του με το Θεό και να προετοιμάζεται για τη βασιλεία Του.
δ) Ακόμη και η περίφημη κατακλείδα του βιβλίου, όπου μιλάει για την πίστη και τη λατρεία του Θεού, δεν περιέχει κανένα θεολογικό νόημα ούτε και αναιρεί την τρομερή απαισιοδοξία του. Δεν αναφέρει καν τη βασιλεία του Θεού ή έστω την αγάπη προς Αυτόν ως λόγο για να κάνουμε το θέλημά Του.
[Για μια αναλυτική παρουσίαση του συγκεκριμένου χωρίου του Εκκλησιαστή, αλλά και του 12, 7, όπου διδάσκεται η επιστροφή του ανθρώπινου πνεύματος στο Θεό, βλ. σχετικό άρθρο εδώ].
Με το ίδιο πνεύμα κατανοούνται σωστά και άλλες παρόμοιες αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης, όπως το Ησαΐα 13, 18: «ου γαρ οι εν άδου αινέσουσί σε, ουδέ οι αποθανόντες ευλογήσουσί σε, ουδέ ελπιούσιν οι εν άδου την ελεημοσύνην σου» (λόγια του βασιλιά Εζεκία, καθώς ήταν συντετριμμένος για την αμαρτία του).
Υπάρχουν αντιθέτως πολλά σημεία στην Αγία Γραφή (ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη), όπου φαίνεται καθαρά ότι ο Ιησούς και οι συγγραφείς των θεόπνευστων βιβλίων θεωρούν τη μετά θάνατον ζωή των ψυχών τόσο αυτονόητη, όσο τη θεωρούσε και η γιαγιά μας και όλοι οι παραδοσιακοί χριστιανοί όλων των γενεών (που συχνά στην εποχή μας, υπεροπτικά, τους περιφρονούμε ως «πρωτόγονους» ή/και «αγράμματους»).
Ας δούμε μερικά από αυτά τα σημεία.
Ο Αβραάμ, ο Μωυσής και ο Θεός των ζώντων
1. Κατά τη μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ (Ματθ. 17, 1-13, Μάρκ. 9, 2-13, Λουκ. 9, 28-36 ) εμφανίστηκαν δίπλα του οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας. Ο προφήτης Ηλίας, ως γνωστόν, δεν πέθανε, αλλά «αναλήφθηκε προς τον ουρανό μέσα σε άρμα πυρός» σύμφωνα με τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, στο βιβλίο Δ΄ Βασιλειών, 2, 11 (δηλ. εντός του ακτίστου Φωτός, κατά τους αγίους της αρχαίας Εκκλησίας και της ορθόδοξης συνέχειάς της). Ήρθε επομένως στο Θαβώρ από κάποιο τόπο, όπου βρίσκεται ζωντανός. Ο Μωυσής δίπλα του όμως προφανώς ήρθε από τον τόπο των ψυχών.
Οι αρνούμενοι τη ζωή των ψυχών μετά θάνατον ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε πραγματική παρουσία των δύο ανδρών στη μεταμόρφωση, ακριβώς γιατί ο Ιησούς χαρακτηρίζει «όραμα» την εμπειρία των τριών μαθητών του (Ματθ. 17, 9). Όμως δεν επρόκειτο για μια οπτασία χωρίς πραγματικό περιεχόμενο, γιατί οι δύο άντρες «συζητούσαν» με τον Ιησού για το επικείμενο πάθος του (Λουκ. 9, 31) – και μάλιστα εμφανίστηκαν ενώ οι μαθητές αρχικά δεν τους έβλεπαν, αλλά «ήσαν βεβαρυμένοι ύπνω» (στίχ. 32). Άρα ήταν πράγματι παρόντες.
Εκτός αυτού όμως, η λέξη «όραμα» στην Αγία Γραφή δε σημαίνει μόνο μια συμβολική οπτασία, αλλά και μια οπτασία ρεαλιστική και πραγματική (π.χ. Πράξεις των αποστόλων 9, 10. 10, 3. 18, 9).
Αυτό και μόνον το γεγονός, κατά τη γνώμη μου, αρκεί για να αποδείξει, τουλάχιστον σε κάποιον που θεωρεί έγκυρη την Αγία Γραφή, ότι οι ψυχές των ανθρώπων ζουν μετά το θάνατο του σώματος.
2. Στο ευαγγέλιο κατά Ιωάννην, 8, 56, ο Κύριος λέει προς τους ακροατές Του: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδε και εχάρη» (ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, προσδοκούσε να δει την ημέρα μου και την είδε και χάρηκε). Η «ημέρα του Κυρίου» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιεί στην Παλαιά διαθήκη ο Ίδιος ο Θεός εννοώντας είτε τον ερχομό του Χριστού είτε τη Δευτέρα Παρουσία Του (π.χ. Αμώς 5, 18 και 20, Ιωήλ 2, 1 και 11, Ιωήλ 3, 14, Ησ. 2, 12, Ιεζ. 30, 3 κ.λ.π.). Με τη δεύτερη έννοια χρησιμοποιείται ο όρος στην Καινή Διαθήκη (π.χ. Β΄ Πέτρ. 3, 10), όπου γίνεται και «ημέρα του Κυρίου Ιησού», «ημέρα του Υιού του ανθρώπου» ή και «ημέρα του Χριστού» (π.χ. Λουκ. 17, 24, Ιω. 8, 56, Α΄ Κορ. 1, 8 και 5, 5, Β΄ Κορ. 1, 14, Β΄ Θεσσ. 1, 2, Φιλιππ. 1, 10). Εδώ φυσικά προφανώς εννοείται η γέννηση του Χριστού, την οποία, όπως ο Ίδιος λέει, «είδε» ο Αβραάμ και χάρηκε. Πώς την είδε, αφού ήταν ήδη νεκρός περισσότερο από δύο χιλιετίες; Την είδε η ψυχή του.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την εμφάνιση δύο αγίων προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, κεκοιμημένων από χρόνια, στο όνειρο του Ιούδα του Μακκαβαίου, στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Β΄ Μακκαβαίων, κεφ. 15, 11-17: του αρχιερέα Ονία (185-174 π.Χ.) και του προφήτη Ιερεμία, που εμφανίστηκαν να προσεύχονται υπέρ του λαού του Θεού και μάλιστα ο Ιερεμίας έδωσε μια χρυσή ρομφαία (συμβολικά, την ευλογία του Θεού) στον Ιούδα το Μακκαβαίο για να νικήσει τους καταπιεστές του λαού και καταστροφείς της λατρείας του αληθινού Θεού.
Όμως αυτή η εμφάνιση για τους ορθόδοξους σημαίνει πολλά, αλλά για τους προτεστάντες προφανώς δε σημαίνει τίποτα, γιατί το Β΄ Μακκ. περιλαμβάνεται στα 10 βιβλία που έχουν αφαιρέσει από την Παλαιά Διαθήκη, όταν απέρριψαν το κείμενο των Ο΄ (=Εβδομήκοντα), δηλ. την ελληνική Παλ. Διαθήκη (αυτή που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη και οι χριστιανοί γενικά μέχρι το Λούθηρο) και υιοθέτησαν το μασοριτικό, δηλ. το εβραϊκό κείμενο της Παλ. Διαθήκης. Τα βιβλία αυτά έχουν γραφτεί εξαρχής στα ελληνικά, γι’ αυτό και δεν περιλαμβάνονταν στην εβραϊκή Βίβλο, με συνέπεια να μην περιλαμβάνονται και στην προτεσταντική βίβλο, αυτή που χρησιμοποιούν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (ως προτεστάντες) και όλα τα λοιπά παρακλάδια του προτεσταντισμού (για το θέμα δείτε αρκετά εδώ).
3. Στο Ματθ. 22, 31-32, ο Κύριος λέει: «περί δε της αναστάσεως των νεκρών ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υπό του Θεού λέγοντος, εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (σχετικά με την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε το λόγο του Θεού που είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ»; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζώντων).
Τα λόγια αυτά έχουν νόημα μόνον αν οι τρεις αναφερόμενοι άγιοι άνδρες ήταν ζωντανοί την ίδια ώρα που μιλούσε ο Κύριος. Διότι, αν ήταν νεκροί, έστω και προσωρινά (μέχρι την ανάσταση), αν έστω κι ένας άνθρωπος έχει υπάρξει νεκρός έστω και για μια στιγμή, τότε ο Θεός δεν είναι μόνο Θεός ζώντων, αλλά και νεκρών! Εφόσον φυσικά δεχόμαστε ότι είναι ο Θεός των πάντων.
4. Με βάση τα παραπάνω, κατανοούμε ορθά και το Ιω. 11, 26, «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (εκείνος που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει· και κάθε ζωντανός που πιστεύει σε μένα δεν θα πεθάνει ποτέ), καθώς και το Ιω. 5, 24, όπου ο Κύριος λέει: «αμήν αμήν λέω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωή» (αλήθεια σας λέω, ότι, όποιος ακούει το λόγο μου και πιστεύει σ’ Εκείνον που με έστειλε, έχει ζωή αιώνια και δεν έρχεται σε κρίση [=δίκη], αλλά προχώρησε από το θάνατο στη ζωή)! Εφόσον έχει «αιώνια ζωή», επομένως δεν μεσολαβεί θάνατος, παρά μόνον ως στιγμιαίο γεγονός. Δηλαδή από τη στιγμή του θανάτου ήδη «προχώρησε» από το θάνατο στη ζωή –σ’ αυτά τα λόγια δεν απομένει «κενό διάστημα» ανάμεσα στο θάνατο και την αιώνια ζωή.
Η πρόσκληση προς τους νεκρούς
5. Στο ίδιο Ιω. 5, 28, διαβάζουμε: «μη θαυμάζετε τούτο· ότι έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού [του Χριστού], και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (μην απορείτε, γιατί έρχεται ώρα, που όλοι όσοι βρίσκονται στους τάφους θα ακούσουν τη φωνή Του και θα προχωρήσουν εκείνοι που έκαναν τα καλά σε ανάσταση ζωής και εκείνοι που διέπραξαν τα φαύλα σε ανάσταση κρίσης).
Από τα λόγια αυτά συμπεραίνουμε τα εξής: α) ενώ οι άνθρωποι θα είναι ακόμη νεκροί («εν τοις μνημείοις» = μέσα στους τάφους) θα ακούσουν το κάλεσμα του Υιού του Θεού και θα αναστηθούν – επομένως οι ψυχές είναι ζωντανές, αφού μπορούν να ακούσουν το κάλεσμα· β) όλοι θα αναστηθούν, οι μεν για την αιώνια ζωή, οι δε για την «κόλαση», στους οποίους θα τους οδηγήσουν τα φαύλα, που διέπραξαν. Το τελευταίο μας χρειάζεται παρακάτω. Το ότι όλοι θα αναστηθούν, και όχι μόνον οι σωσμένοι (όπως νομίζουν οι ΜτΙ), φαίνεται και από άλλα σημεία, όπου αναφέρεται καθαρά ότι «όλα τα έθνη» θα συγκεντρωθούν μπροστά στον Ιησού κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του και θα μιλήσει και στους σωσμένους και στους «καταδικασμένους» (Ματθ. 25, 31-46). (Θέτω το «κόλαση» και το «καταδικασμένους» σε εισαγωγικά, γιατί, ως γνωστόν, δεν πρόκειται για τιμωρία από το Θεό, αλλά από την αιώνια κατάσταση στην οποία έφεραν οι ίδιοι οι αμετανόητοι αμαρτωλοί τον εαυτό τους –όπου εύχομαι να μην περιλαμβανόμαστε κι εμείς). Επομένως, όταν λέει λίγο πριν, στο Ιω. 5 25, «και οι ακούσαντες ζήσονται» (και αυτοί που άκουσαν θα ζήσουν) εννοεί όλους τους ανθρώπους (αφού άλλωστε έχει πει ότι «οι νεκροί» θα ακούσουν τη φωνή Του, άρα όλοι, όχι μόνον «κάποιοι νεκροί» ή έστω «πολλοί νεκροί») και όχι μόνον κάποιους ανθρώπους.
Μια αντίρρηση σ’ αυτά θα μπορούσε να λέει ότι ο Κύριος μιλάει με ανθρωπομορφικούς συμβολισμούς, όταν λέει ότι «θα ακούσουν τη φωνή Του» (όπως ο άγιος προφήτης Ιεζεκιήλ, στο κεφ. 37, που, με εντολή του Θεού, «διατάζει» τα ξηρά οστά να αποκτήσουν σάρκες και πνεύμα και να ζωντανέψουν). Άλλωστε οι ψυχές σαφώς δεν βρίσκονται μέσα στους τάφους.
Το τελευταίο είναι σωστό, στους τάφους βρίσκονται μόνο τα σώματα. Όμως, εφόσον πρώτα θα ακούσουν τη φωνή του Κυρίου και έπειτα, «αυτοί που άκουσαν», θα ζήσουν, επομένως όταν θα ακούσουν θα είναι ακόμη νεκροί. Άρα ο τάφος είναι το σύμβολο της κατάστασης του νεκρού. Εκεί βρίσκονται τα λείψανα των σωμάτων και συνεπώς από εκεί θα βγουν οι αναστημένοι άνθρωποι.
Για το συμβολισμό της πρόσκλησης όμως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Κύριος ανέστησε την κόρη του Ιάειρου, το γιο της χήρας στη Ναΐν και τον άγιο Λάζαρο ακριβώς με αυτό τον τρόπο: τους κάλεσε, όπως λέει ότι θα καλέσει τους νεκρούς (βλ. Μάρκ. 5, 41, Λουκ. 7, 14, Ιω. 11, 43). Και δε νομίζω πως είναι σωστό να πούμε ότι το έκανε απλώς επειδή «κάπως έπρεπε να το κάνει» ή, πολύ περισσότερο, για να εντυπωσιάσει τους θεατές Του με μια «θεατρική» κίνηση. Η απλοϊκή αυτή ερμηνεία είναι φανερό πως δεν ταιριάζει στον Ιησού.
Άλλωστε και ο απόστολος Παύλος, στην Α΄ Θεσσαλ. 4, 16, γράφει ότι ο Κύριος θα κατεβεί από τον ουρανό «εν κελεύσματι» (=με πρόσταγμα), «εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού» και θα ακολουθήσει η ανάσταση των νεκρών. Η δε προφητική εμπειρία του Ιεζεκιήλ η «διαταγή» προς τους νεκρούς δεν ήταν σχήμα λόγου, αλλά προτύπωση της πράξης που θα κάνει ο Κύριος, όπως αναφέρεται ξεκάθαρα στους στίχους Ιεζ. 37, 11-14 (σημειωτέον δε ότι ο Κύριος που μιλάει στον Ιεζεκιήλ λέει ότι θα κάνει αυτό που ο Ιησούς λέει ότι θα κάνει Αυτός, άρα ο Κύριος του Ιεζεκιήλ, όπως ξέρουν οι ορθόδοξοι, δεν είναι ο Πατήρ, αλλά ο Υιός).
Επί τη ευκαιρία, γιατί τα σώματα των νεκρών στον Ιεζεκιήλ, αφού αποκαταστάθηκαν, χρειάζονταν και «πνεύμα» για να ζωντανέψουν, αν «δεν υπάρχει ιδιαίτερο πνευματικό τμήμα στον άνθρωπο», όπως νομίζουν οι ΜτΙ;
Επειδή η ψυχή πάντοτε ζει, γι’ αυτό το λόγο υποθέτω ότι ο Κύριος είπε για την κόρη του Ιάειρου ότι «δεν πέθανε, αλλά κοιμάται» και για τον άγιο Λάζαρο ότι «κοιμήθηκε» (Μάρκ. 5, 39, Ιω. 11, 11): ο άνθρωπος, όταν κοιμάται, δεν έχει τις αισθήσεις του σε επιφυλακή ούτε συναισθάνεται την ύπαρξή του, όμως ο νους του είναι παρόν, ξύπνιος, βρίσκεται «μέσα του» και έχει πλήρως τη συνείδησή του. Αν ο νεκρός χάνεται εντελώς μέχρι την ανάσταση, δεν έχει νόημα να τον χαρακτηρίσουμε «κεκοιμημένο».
Το «βραβείον» του αποστόλου Παύλου
6. Στην προς Φιλιππησίους επιστολή, 1, 23, ο άγιος απόστολος Παύλος αναφέρει ότι επιθυμεί σφόδρα «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (να διαλυθώ [=να πεθάνω] και να βρίσκομαι κοντά στο Χριστώ). Η εκπληκτική αυτή μαρτυρία αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι, για τον άγιο απόστολο, αμέσως μετά το θάνατο, ακολουθεί η συνύπαρξη με το Χριστό. Αν πίστευε ότι θα παρέμενε νεκρός μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, δε θα μπορούσε να ποθεί τόσο έντονα να πεθάνει για είναι μετά το θάνατό του μαζί με το Χριστό, αφού ήταν μαζί Του ενώ ζούσε (βλ. στο ίδιο, στίχ. 21).
Για την περίπτωση του Παύλου –σχετικά με το συγκεκριμένο σημείο– οι ΜτΙ διδάσκουν ότι ο Παύλος «γνώριζε πως θα περιλαμβανόταν στους 144.000 αγίους της Αποκάλυψης, που τα “αγγελικά τους σώματα” βρίσκονται ήδη στον ουρανό μαζί με το Χριστό», σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, που θα «κοιμούνται» μέχρι την ανάσταση. Προβάλλουν μάλιστα το στίχο του αποστόλου Φιλιππ. 3, 14, «κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (τρέχω με σκοπό το βραβείο της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού) ως επιχείρημα για το ότι, δήθεν, γνώριζε ποια θα είναι η μετά το θάνατο θέση του (η «άνω κλήσις» στους 144.000 αγίους). Αντίθετα όμως, εδώ φαίνεται ότι προσπαθεί να λάβει αυτό το βραβείο, που τόσο πολύ ποθεί (όχι επειδή είναι υστερόβουλος, αλλά γιατί το «βραβείο» είναι η αιώνια συνύπαρξη με τον αγαπημένο του Ιησού). Ομοίως, λίγο πιο πάνω, στο Φιλιπ. 3, 7-11, φαίνεται καθαρά ότι ο Παύλος δεν ένιωθε καθόλου βέβαιος για τη θέση του κοντά στον Κύριο. Αφού απαριθμεί τις προσπάθειές του να είναι συνεπής χριστιανός, καταλήγει: «εί πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (μήπως και καταλήξω στην ανάσταση των νεκρών).
Δεδομένου ότι όλοι οι νεκροί θα αναστηθούν –όπως είπαμε παραπάνω– εδώ ο απόστολος εννοεί καταφανώς τη σωτηρία του, δηλ. τη συμμετοχή του στην ουράνια δόξα του Χριστού, την οποία κοινώς ονομάζουμε «παράδεισο». Ωστόσο, γεγονός είναι ότι δεν εμφανίζεται να έχει κάποια «πληροφορία» για τη μετά θάνατον κατάληξή του.
Το κήρυγμα του Κυρίου στους νεκρούς
7. Στην Α΄ επιστολή του αγίου αποστόλου Πέτρου, 3, 19-20, αναφέρεται ότι ο Κύριος, κατά το διάστημα του τριήμερου θανάτου Του, «τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν, απειθήσασί ποτε, ότε απεξεδέχετο η του Θεού μακροθυμία εν ημέραις Νώε κατασκευαζομένης κιβωτού…» (πήγε και κήρυξε στα πνεύματα στη φυλακή, που είχαν απειθήσει κάποτε, όταν περίμενε η μακροθυμία του Θεού, τις ημέρες του Νώε… κ.τ.λ.).
Οι ΜτΙ ερμηνεύουν αυτό το εδάφιο ως αναφερόμενο στους «υιούς του Θεού», που πόθησαν τις θυγατέρες των ανθρώπων και ενώθηκαν με αυτές (Γένεσις, 6, 1-4), οι οποίοι, κατ’ αυτούς, ήταν άγγελοι που «υλοποιήθηκαν», ζευγάρωσαν με γυναίκες ανθρώπους και γέννησαν τους γίγαντες του Γέν. 6, 4.
Όμως αυτή η ερμηνεία πάσχει σε δύο σημεία:
α) Τι νόημα είχε να πάει ο Κύριος και να κηρύξει σε έκπτωτους αγγέλους; Μήπως επρόκειτο να μετανοήσουν και να σωθούν; Πουθενά δεν φαίνεται κάτι τέτοιο – αντίθετα οι έκπτωτοι άγγελοι θεωρούνται αμετανόητοι. Αντίθετα, το να κηρύξει στους νεκρούς ανθρώπους, που βρίσκονταν «στον Άδη», είχε τεράστιο νόημα: έτσι τους δίνει την ευκαιρία να σωθούν, δηλαδή να κριθούν μαζί με τους μετά Χριστόν ανθρώπους και να ενωθούν με αυτούς στη βασιλεία του Θεού. Αυτή είναι η ευκαιρία των αρχαίων νεκρών, όχι κάποια «προσωρινή» ανάσταση, ανάμεσα στο θάνατο και στην Τελική Κρίση, για «να μάθουν τις εντολές του Θεού» και να «δοκιμαστεί» η πίστη και η ηθική τους, όπως νομίζουν οι ΜτΙ. Σε όλες τις αναφορές της Αγίας Γραφής στην ανάσταση και στην Τελική Κρίση (Ματθ. 25, 31-46, Ιω. 5, 28, Δανιήλ 7, 9-10, Β΄ Θεσσαλ., 1, 6-11, Β΄ Πέτρου, κεφ. 3, κ.λ.π.) δεν φαίνεται να μεσολαβεί κάποιο διάστημα ανάμεσά τους. Άλλωστε «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (επιφυλάσσεται στους ανθρώπους να πεθάνουν μία φορά και, μετά από αυτό, κρίση, Εβρ. 9, 27). Ένας θάνατος υπάρχει, άρα και μία ανάσταση, και οι αναφορές του κεφ. 20 της Αποκάλυψης σε «πρώτη ανάσταση» και «δεύτερο θάνατο» πρέπει να κατανοηθούν πνευματικά, αλλιώς αντιφάσκουν με τα προηγούμενα.
β) Λίγο πιο κάτω, Α΄ Πέτρου 4, 6, αναφέρεται ότι ο Κύριος «και νεκροίς ευηγγελίσθη» (έδωσε το μήνυμα του ευαγγελίου και στους νεκρούς)! Εδώ οι ΜτΙ γράφουν ότι αναφέρεται σε «πνευματικά νεκρούς», δηλ. σε ανθρώπους απομακρυσμένους από το Θεό. Όμως τότε ποιοι είναι οι «ζώντες», αφού πρό Χριστού όλοι οι άνθρωποι ήταν πνευματικά νεκροί. Άλλωστε, αν εδώ διαβάζουν για «πνευματικό θάνατο», γιατί δεν δέχονται και ότι η «πρώτη ανάσταση» της Αποκάλυψης είναι «πνευματική ανάσταση», δηλαδή η ένταξη του ανθρώπου στο «σώμα Χριστού», την Εκκλησία;
Ας αναφέρουμε και ότι η κάθοδος του Χριστού στον Άδη προαναγγέλλεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, στον Ψαλμό 23 (στην προτεσταντική Βίβλο –και των ΜτΙ– που ακολουθεί την εβραϊκή αρίθμηση, έχει τον αριθμό 24), στίχ. 7-10, γράφει:
«άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης».
Στα νέα ελληνικά:
«Ας ανοίξουν τις πύλες οι άρχοντές σας, σηκωθείτε, αιώνιες πύλες, για να μπει ο βασιλιάς της δόξας. Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας; Κύριος ισχυρός και δυνατός, Κύριος δυνατός στον πόλεμο. Ας ανοίξουν τις πύλες οι άρχοντές σας, σηκωθείτε, αιώνιες πύλες, για να μπει ο βασιλιάς της δόξας. Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας; Ο Κύριος των δυνάμεων, αυτός είναι ο βασιλιάς της δόξας».
Οι «αιώνιες πύλες», αφού είναι αιώνιες, δε μπορεί να είναι πύλες κάποιας γήινης πόλης. Πρόκειται για τις «πύλες του Άδη», που αναφέρει αρκετές φορές η Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 38, 10. Σοφία Σολομώντος 16, 13. Γ΄ Μακκαβαίων 5, 51), αλλά και ο Χριστός στο Ματθ. 16, 18. Ως γνωστόν, ο Χριστός αναφέρεται στην Αγία Γραφή ως βασιλιάς (π.χ. Ματθ. 25, 31-34, όπου αναφέρεται ότι στη Δευτέρα Παρουσία θα καθίσει «επί θρόνου δόξης αυτού», ενώ ο απόστολος Παύλος τον χαρακτηρίζει «Κύριο της δόξης», αναφέροντας μάλιστα ότι είχε ήδη αυτή την ιδιότητα από πριν σταυρωθεί: «γιατί αν γνώριζαν, δε θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορινθίους 2, 8).
Ο «βασιλεύς της δόξης» λοιπόν, που εισέρχεται στις αιώνιες πύλες, είναι ο Χριστός και εισέρχεται στον Άδη ως κατακτητής και ελευθερωτής. Ας σημειωθεί ότι ο Ψαλμός αυτός είναι ψαλμός «της Μίας των Σαββάτων», δηλ. της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, ημέρας κατά την οποία αναστήθηκε ο Κύριος (Ματθ. 28, 1) και που οι χριστιανοί από τα πρώτα κιόλας χρόνια ονομάζουμε Κυριακή (Αποκάλυψη 1, 10).
Α΄ Θεσσαλ. 4, 16-17: Δύο αναστάσεις;
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε μία αναφορά, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει ότι θα γίνουν «δύο αναστάσεις»: είναι το Α΄ Θεσσαλ. 4, 16β-17: «…και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον, έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (…και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτα, έπειτα εμείς οι ζωντανοί, που θα απομένουμε, αμέσως μαζί με αυτούς θα αρπαχτούμε σε σύννεφα, για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα, και έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο).
Το εδάφιο αυτό μπορεί να σημαίνει: α) πρώτα θα αναστηθούν οι «νεκροί εν Χριστώ», δηλαδή οι χριστιανοί, και έπειτα οι υπόλοιποι άνθρωποι, β) πρώτα θα αναστηθούν οι νεκροί (όλοι) «εν Χριστώ», δηλαδή η ανάστασή των νεκρών θα γίνει «εν Χριστώ», διά της χάριτος, της δυνάμεως και του «κελεύσματος» του Χριστού, και έπειτα όσοι ζωντανοί έχουν απομείνει θα αρπαχτούν μαζί με τους αναστημένους στον αέρα κ.τ.λ. Ό,τι κι αν σημαίνει όμως, ακόμη κι αν ισχύει η εκδοχή α΄, δεν έπεται ότι θα γίνουν δύο αναστάσεις (αμέσως μετά θα αναστηθούν οι υπόλοιποι). Άλλωστε, αν ίσχυε ο ισχυρισμός ότι, όσοι δεν γνώρισαν το μήνυμα του Χριστού στη ζωή τους, θα το γνωρίσουν μετά την ανάστασή τους και στη συνέχεια θα κριθούν, θα έπρεπε να αναστηθούν πρώτοι οι «άλλοι» και τελευταίοι οι «εν Χριστώ».
Το «νέφος μαρτύρων»
8. Στην προς Εβραίους, 11, 32-40, ο άγιος απόστολος Παύλος, απαριθμεί τα μαρτύρια που υπέστησαν οι έως τότε άγιοι (ιδίως της Παλαιάς Διαθήκης) για την πίστη τους και καταλήγει στο ότι, παρ’ όλα αυτά, «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (δεν έλαβαν αυτό που τους υποσχέθηκε, καθώς ο Θεός πρόβλεψε κάτι καλύτερο για μας, ώστε να μη φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς).
Εδώ ένας ΜτΙ θα μπορούσε να πει ότι υπονοείται η ανυπαρξία του ανθρώπου στο διάστημα ανάμεσα στο θάνατο και την ανάσταση. Όμως, αμέσως παρακάτω (11, 1) ο απόστολος λέει: «τουγαρούν και ημείς, τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα…» (λοιπόν κι εμείς, έχοντας γύρω μας τόσο νέφος μαρτύρων... κ.τ.λ.).
Άραγε με ποια έννοια οι μάρτυρες συνιστούν «νέφος» που «περίκειται ημίν» (μας περικυκλώνει); Αν και θα μπορούσε κάποιος, αυθαίρετα, να θεωρήσει την έκφραση αυτή απλό λογοτεχνικό εύρημα του αποστόλου, ωστόσο η εικόνα στο κείμενο είναι σαφής: οι ψυχές των μαρτύρων «πετούν γύρω μας» σαν σύννεφο (ομίχλης, γιατί αυτό το σύννεφο περικυκλώνει τους ανθρώπους, όχι τα σύννεφα του ουρανού): πυκνές (λόγω του πλήθους τους), «άυλες» και διάφανες, όπως το σύννεφο.
Ο ληστής στο σταυρό και ο «κόλπος του Αβραάμ»
9. Άμεση μαρτυρία για τη ζωή των ψυχών συνιστά αυτονόητα για την αρχαία Εκκλησία και την ορθόδοξη ο λόγος του Κυρίου προς το ληστή πάνω στο σταυρό «αλήθεια σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23, 43). Η άποψη των ΜτΙ, ότι ο Κύριος είπε «αλήθεια σου λέω σήμερα, θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», είναι λογικά αστήρικτη· από κάθε άποψη, το «σήμερα» θα ήταν περιττό, πολλώ μάλλον για έναν άνθρωπο καρφωμένο στο σταυρό, που δεν έχει την πολυτέλεια να λέει περιττές λέξεις.
10. Αφήσαμε τελευταία την πασίγνωστη παραβολή του πλούσιου και του Λάζαρου (Λουκ. 16, 19-31). Εκεί οι ψυχές των δύο ανθρώπων συναντιούνται στον Άδη, του μεν πλούσιου σε κατάσταση αιώνιας δίψας, του δε Λάζαρου σε κατάσταση αναψυχής. Ο δεύτερος μάλιστα αναπαύεται «στους κόλπους» (στην αγκαλιά) του Αβραάμ, και ο Αβραάμ συνομιλεί με τον πλούσιο.
Οι περιγραφές αυτές, κατά τους ΜτΙ, δεν σημαίνουν τίποτε απολύτως για την κατάσταση των ανθρώπων μετά το θάνατο. Είναι λογοτεχνικό εύρημα του Ιησού, για να περάσει το φιλανθρωπικό Του μήνυμα.
Φυσικά, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ο Κύριος εδώ δίνει ένα κίνητρο στους ακροατές Του: αν συμπεριφερθούν με καλοσύνη, θα βρεθούν στους «κόλπους του Αβραάμ», ενώ, αν ζήσουν με σκληρότητα και δαπανήσουν τα πλούτη τους μόνο για τον εαυτό τους, θα βρεθούν «σ’ αυτό τον τόπο της βασάνου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο πλούσιος (στίχ. 28) αγωνιώ-ντας για την τύχη των πέντε αδελφών του! Αν ο τόπος της βασάνου και ο κόλπος του Αβραάμ δεν υπάρχουν, τότε –ας με συγχωρέσει ο Θεός– ο Κύριος έδωσε ψεύτικο κίνητρο στους ακροατές Του, δηλαδή τους εξαπάτησε!
Πώς κάποιος να αγωνιστεί να αποφύγει την τύχη του πλούσιου και να απολαύσει την τύχη του Λάζαρου, αν όλα αυτά δεν ήταν παρά κενά περιεχομένου ρητορικά σχήματα; Αν ο Κύριος μιλούσε για κάποια μελλοντική βασιλεία Του, θα μπορούσε κάλλιστα να τοποθετήσει τη σκηνή στο μέλλον, ενώ τώρα αναφέρεται σε άμεσηγι’ αυτό οι πέντε αδελφοί του πλούσιου ζούσαν ακόμη στη γη «ανταπόδοση», αμέσως μετά το θάνατο, !
Άλλωστε, αν ο Κύριος χρησιμοποιούσε κενά λογοτεχνικά ή ρητορικά ευρήματα στις παραβολές Του, πρέπει να δεχτούμε ότι θα μπορούσε να αναφερθεί ακόμη και στο… Δία.
Τι είναι όμως ο «κόλπος του Αβραάμ»; Αυτό ασφαλώς είναι μια εικόνα συμβολική. Συμβολίζει όμως όχι κάτι ανύπαρκτο, αλλά τη στοργή και την ασφάλεια που νιώθει ο άνθρωπος στον παράδεισο – καθώς ίσως και την επικοινωνία με τα πνεύματα των αγίων, που πατρικά τον περιβάλλουν με την αγία αγάπη τους. Θα τολμούσα να πω πως ο «κόλπος του Αβραάμ» είναι η πρόγευση της σωτηρίας, σωτηρίας που θα υπάρξει στην απερίγραπτη πληρότητά της μετά τη Δευτέρα Παρουσία και την ανάσταση όλων των νεκρών.
Αναφορά στους πνευματικούς συμβολισμούς της παραβολής του πλούσιου και του Λάζαρου γίνεται και από τους αγίους διδασκάλους της αρχαίας και της ορθόδοξης Εκκλησίας. Δες π.χ. τη διδασκαλία της αγίας Μακρίνας για την αθανασία της ψυχής, όπως φαίνεται στο συγκλονιστικό διάλογό της –λίγο πριν πεθάνει– με τον αδελφό της άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο ο ίδιος κατέγραψε υπό τον τίτλο «Τα Μακρίνεια – Περί ψυχής και αναστάσεως», παρ. 45-52. Δες το κείμενο, με νεοελλ. μετάφραση, εδώ.
Είθε ο Θεός της αγάπης να αξιώσει εμάς, και όλους τους λαούς της Γης, «της εκ δεξιών του παραστάσεως» και της «μερίδος των σωζομένων», όπου υπάρχει «ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορόντων του Σου (Κύριε) προσώπου το κάλλος το άρρητον» (από την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως). Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου