1. Το δικαίωμα της απαλλαγής
Το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει την καλλιέργεια και ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών στη δημόσια εκπαίδευση. Επειδή, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1, «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη…», για τη θρησκευτική αγωγή προβλέπονται απαλλαγές και εξαιρέσεις, όταν ορισμένοι μαθητές ή οι κηδεμόνες τους το αιτούνται. Η θρησκευτική ελευθερία, η οποία αποτελεί συνταγματική επιταγή αλλά και όρο του Ν. 1566, διασφαλίζεται στη δημόσια εκπαίδευση με τη γνώση και τον διάλογο. Κι αυτό γιατί συχνά η έλλειψη γνώσης υπονομεύει τη θρησκευτική ελευθερία, καθώς καθιστά τον απληροφόρητο για το εν γένει θρησκευτικό φαινόμενο μαθητή ευάλωτο σε θρησκευτική παραπλάνηση. Ωστόσο, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να εξασφαλίζουν για τα παιδιά τους μόρφωση και εκπαίδευση, η οποία να συμφωνεί με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (Προσθ. Πρωτ. 1, αρθρ. 2 ΕΣΔΑ).
2. Ποιοι και γιατί απαλλάσσονται
Η θρησκευτική ελευθερία διασφαλίζεται στην εκπαίδευση με τη γνώση και με τον διάλογο, αλλά και με το δικαίωμα της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Όπως πάντοτε γινόταν και συνεχίζει να γίνεται στο ελληνικό δημόσιο σχολείο, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα έχουν οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι και εκείνοι οι μαθητές που, για σοβαρούς λόγους θρησκευτικής συνείδησης, το επιθυμούν. Ωστόσο, το μέτρο της απαλλαγής δεν μπορεί να ισχύει για όλους τους μαθητές, δηλαδή και για τους ορθόδοξους. Γιατί όταν γενικεύεται η δυνατότητα απαλλαγής, χωρίς μάλιστα να απαιτείται εξήγηση ή άλλη τεκμηρίωση, τότε ένα μάθημα που ανήκει στον κορμό των μαθημάτων γενικής παιδείας, όπως είναι το μάθημα των Θρησκευτικών, καθίσταται αυτομάτως μάθημα προαιρετικό. Με την ίδια λογική, μια σειρά άλλων μαθημάτων, όπως η Ιστορία ή η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή θα ήταν δυνατό για ορισμένες ομάδες μαθητών του ελληνικού σχολείου να γίνουν προαιρετικά μαθήματα. Θα ήταν ακόμη δυνατό οποιοδήποτε θρησκευτικό στοιχείο ή αναφορά εμπεριέχεται στα διδακτικά βιβλία να ζητείται να αφαιρεθεί, εφόσον κάποιος μαθητής έχει διαφορετική άποψη ή πεποίθηση ανάλογα με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Επισημαίνεται πάντως ότι αυτό που επιχειρεί η απροϋπόθετη και δίχως τεκμηρίωση δυνατότητα απαλλαγής να θεραπεύσει, δηλαδή, τη μη αποκάλυψη των ατομικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, εντέλει επιτυγχάνονται τα εντελώς αντίθετα, δηλαδή, η απαλλαγή στην πράξη προκαλεί διαχωρισμό και διακρίσεις μεταξύ των μαθητών.
3. Η Ευρωπαϊκή πραγματικότητα και το δικαίωμα στη γνώση
Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ενταγμένο από συστάσεως του ελληνικού κράτους στον κορμό των μαθημάτων του σχολείου, τα δε αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος, όπως και όλων των άλλων μαθημάτων, είναι νόμος του κράτους. Από τότε μέχρι σήμερα, το μάθημα έχει αλλάξει πολλές φορές ύφος και περιεχόμενο, ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις και τα δεδομένα της κάθε εποχής. Όμως πάντοτε η ελληνική Πολιτεία είχε αυτή και όχι άλλος φορέας την εποπτεία, τον διαρκή έλεγχο, τον σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών και των βιβλίων αλλά και τον διορισμό, την επιμόρφωση και αξιολόγηση των θεολόγων εκπαιδευτικών. Ακόμη, κατά το Σύνταγμα, η Πολιτεία μεριμνά ώστε, παρέχοντας θρησκευτική αγωγή, να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία κανενός.
Από τις βασικότερες επιδιώξεις της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να εφοδιάσει τους μαθητές με τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα, ώστε να ζήσουν αρμονικά στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Ευρώπης και του κόσμου. Να γνωρίσουν, δηλαδή, οι μαθητές, όχι μόνο τη δική τους θρησκευτική κληρονομιά, αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις και αξίες και άλλων ανθρώπων. Η επιδίωξη αυτή πέραν του ότι στοχεύει, με βάση τη γνώση, στον σχηματισμό μιας κοινωνίας ανεκτικότερης στην ετερότητα, υλοποιεί παράλληλα και το δικαίωμα του παιδιού στη γνώση.
Ασκώντας το έργο αυτό η Πολιτεία, μπορεί να προφυλάσσει το σχολείο από εκδηλώσεις θρησκευτικού φονταμενταλισμού και άλλες ακραίες εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, αλλά και να αποτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, την ανάπτυξη επικίνδυνων για το κοινωνικό σώμα θρησκευτικών ομάδων ή σεκτών.
4. Το ισχύον θρησκευτικό μάθημα
Το υφιστάμενο μάθημα των Θρησκευτικών, όπως και οι προσανατολισμοί και οι επιλογές της δημόσιας εκπαίδευσης, πέρασε από διάφορες φάσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον μονοφωνικό ή κατηχητικό ή αυστηρά ομολογιακό. Σήμερα τείνει σταθερά να είναι ένα μάθημα ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες αλλά και τις άλλες θρησκείες με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, το μάθημα των Θρησκευτικών συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Ακόμη, στο πλαίσιο του μαθήματος, τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά στην κατανόηση της παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς κάθε άλλη θρησκευτική ετερότητα.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στη χώρα μας, ενταγμένο οργανικά στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση, διαλέγεται με τα άλλα μαθήματα στο πλαίσιο της διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης της σχολικής γνώσης, η οποία αποσκοπεί στην καλλιέργεια ενός γνήσιου ανθρωπισμού. Η διαμόρφωση αξιών, στάσεων, η υπέρβαση των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων και των διακρίσεων, η αποδοχή των διαφορών, η επίλυση των αντιπαλοτήτων, η ανάλυση και συζήτηση μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων συνδέονται με τις αξίες και την υπαρξιακή στάση που προκύπτει από το ήθος της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Ως εκ της θέσεώς του στον κορμό των μαθημάτων, δεν μπορεί να είναι «μονοφωνικό» και «μονόπλευρο». Είναι γεγονός ότι ο διάλογος των μαθημάτων στην ελληνική σχολική πραγματικότητα, διαμόρφωσε τις τελευταίες δεκαετίες νέες δυνατότητες και νέους ορίζοντες στη διδασκαλία και του θρησκευτικού μαθήματος. Το θρησκευτικό μάθημα με σαφή τον γνωσιολογικό του χαρακτήρα και απελευθερωμένο από την παλαιά αντίληψη που το ήθελε στενά ομολογιακό, κατηχητικό και ηθοπλαστικό, εγκεντρίζεται, πολλές φορές κριτικά και αυτοκριτικά, κυρίως, στα μορφωτικά και πολιτιστικά αγαθά της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού. Δίνοντας έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό, έχει συνάμα ανοικτούς ορίζοντες και διαλέγεται με τα ζητήματα και τις προτεραιότητες που θέτει ο ραγδαία μεταβαλλόμενος σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός. Αναμφίβολα, λοιπόν, προσφέρει στην υπόθεση της παιδείας στον τόπο μας και έχει πολλά ακόμη να συνεισφέρει στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής αγωγής.
Αν, λοιπόν, καθιερωθεί στο δημόσιο σχολείο προαιρετικό μάθημα Θρησκευτικών, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος το υπάρχον θρησκευτικό μάθημα να προσανατολισθεί προς μια απόλυτα ομολογιακή και κατηχητική έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, είναι φανερό ότι θα υποβαθμιστούν οι υπάρχουσες Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων, ενώ οι εκπαιδευτικοί που θα διδάσκουν ένα αμιγώς ορθόδοξο κατηχητικό-ομολογιακό θρησκευτικό μάθημα, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του μαθήματος, δεν θα εποπτεύονται και ελέγχονται από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας, αλλά απευθείας από την Εκκλησία. Εάν στο ελληνικό σχολείο προταθεί η διδασκαλία ενός καθαρά κλειστού κατηχητικού-ομολογιακού μαθήματος για τους ορθόδοξους μόνον, ή κάθε θρησκείας σε χωριστή τάξη, που θα είναι εκ των πραγμάτων προαιρετικό, ώστε να ικανοποιηθούν, ει δυνατόν, οι πάντες, τότε μπορεί να εμφανιστεί στα σχολεία ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην εκχώρηση της ευθύνης του θρησκευτικού μαθήματος από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες. Θα είναι η χειρότερη εξέλιξη, δεδομένης της μόνιμης ροπής των θρησκειών προς τον φονταμενταλισμό και την παραδοσιοκρατία. Αν τούτο συσχετιστεί με το δεδομένο ιστορικό γεγονός ότι στα Βαλκάνια και στην νοτιοανατολική Ευρώπη η θρησκεία υπήρξε σχεδόν πάντα παράγων εθνογένεσης, απαιτείται να μελετηθούν σε βάθος οι ποικίλες παράμετροι ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, όταν το 2004 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξεδήλωσε πρόθεση κηδεμονίας του μαθήματος (βλ. περ. Εκκλησία Δεκ. 2004-Ιαν. 2005), απάντησε ότι «το θρησκευτικό μάθημα δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ειδικό μάθημα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται – αλλά ως ένα κανονικό μάθημα του σχολικού προγράμματος». Ως εκ τούτου, το αναλυτικό πρόγραμμα και τα βιβλία των Θρησκευτικών, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, «είναι έργο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως ανεξάρτητης δημόσιας υπηρεσίας, η οποία υπάγεται κατευθείαν στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων» και όχι της Εκκλησίας.
Θρησκευτική κατήχηση – όποιο κι αν είναι το θεματικό της περιεχόμενο – και δημόσιο σχολείο δεν μπορούν να συνδυαστούν στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα πλήξει καίρια ένα ανοικτό, πλουραλιστικό, διαπολιτισμικό και ανεκτικό προς την ετερότητα θρησκευτικό μάθημα που χωράει, ενδιαφέρει και απευθύνεται σε όλους.
5. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου αναδιατάσσουν το πλαίσιο και διευρύνουν τη νομιμοποιητική βάση του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα, τυπικά και ουσιαστικά, να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του χρησιμοποιείται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Τούτο, άλλωστε, ισχύει εν πολλοίς και στα υπάρχοντα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα, τόσο του χαρακτήρα όσο και του περιεχομένου του μαθήματος, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί έχουν επισημάνει σε συνέδρια των τελευταίων ετών με κεντρικό άξονα τον παραπάνω προβληματισμό.
Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Με την εισαγωγή των νέων αυτών προγραμμάτων σπουδών, η θρησκευτική αγωγή δεν συνιστά επ’ ουδενί παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, απευθύνεται και ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος.
6. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι Εθνικές Ανεξάρτητες Αρχές και οι απροϋπόθετες απαλλαγές στα Θρησκευτικά
Με δεδομένο ότι κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα τη σχολική καθημερινότητα από τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς, σημειώνουμε τα εξής:
Οι δικαστικές αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις των Ανεξάρτητων Αρχών ορίζουν ένα πλαίσιο δράσης. Η διοίκηση του Υπουργείου Παιδείας θα πρέπει με προσεκτικές από κάθε άποψη διαδικασίες να τις υλοποιήσει. Πάντως, ο σχεδιασμός και η στρατηγική της εκπαίδευσης, αλλά και η κατάρτιση των αναλυτικών προγραμμάτων και η σύνταξη των σχολικών βιβλίων είναι έργο και ευθύνη της επιστημονικής, παιδαγωγικής και εκπαιδευτικής κοινότητας, η οποία εκφράζεται από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας. Όπου, για κάθε ζήτημα της εκπαίδευσης, γίνεται ευρεία συζήτηση, αντιπαράθεση απόψεων, ουσιαστικά ένας εθνικός διάλογος. Οι αποφάσεις και τα πορίσματα που αφορούν κάθε μάθημα, άρα και το μάθημα των Θρησκευτικών, λαμβάνονται σε ολομέλειες θεσμοθετημένων οργάνων, τα οποία έχουν κύριο μέλημα την εφαρμογή των νόμων της Πολιτείας, την αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης και την κοινωνική πραγματικότητα.
Με βάση την μέχρι τώρα σχολική εμπειρία, επισημαίνεται ότι οι απροϋπόθετες απαλλαγές στα Θρησκευτικά δημιουργούν ποικίλα προβλήματα, γιατί ακόμη και οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για την απασχόληση των απαλλαγέντων από τα Θρησκευτικά μαθητών με διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα δεν μπορούν να υλοποιηθούν στη σχολική πράξη και λειτουργία, με αποτέλεσμα οι μαθητές να παραμένουν τελικά εκτός μαθήματος.
Η διαδικασία απαλλαγής πρέπει ασφαλώς να ελέγχεται από τον Διευθυντή του σχολείου, όπως προέβλεπε και συνιστούσε και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και όπως προβλέπει η ισχύουσα πλέον εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας (12773/Δ2/23.1.2015), ώστε πράγματι να απαλλάσσεται ο μαθητής που επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης και να αποκλειστεί η περίπτωση απαλλαγής για λόγους «ευκολίας» (ένα μάθημα λιγότερο, κενό κ.ά.).
7. Το διοικητικό πλαίσιο δεν είναι ανεξάρτητο από το παιδαγωγικό
Στο δημόσιο σχολείο, ευαίσθητα ζητήματα, όπως είναι η ταυτότητα και η φυσιογνωμία ενός μαθήματος, ο υποχρεωτικός ή προαιρετικός του χαρακτήρας, δύσκολα αντιμετωπίζονται με υπηρεσιακές και γραφειοκρατικές αποφάσεις, δίχως να έχουν προηγουμένως αναλυθεί και ζυγιστεί οι επιπτώσεις τους στο παιδαγωγικό πλαίσιο και κλίμα του συγκεκριμένου μαθήματος, στην καθημερινή λειτουργία του σχολείου, στην εν γένει σχολική ζωή, στα λειτουργικά προβλήματα αλλά και τα νέα δεδομένα, τα οποία κατ’ ανάγκην θα συνεπιφέρουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οποιαδήποτε παρέμβαση ή αλλαγή στο διοικητικό πλαίσιο της εκπαίδευσης έχει άμεσες επιπτώσεις και στο παιδαγωγικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους θα έπρεπε, πριν αποφανθεί η ΑΠΠΔ περί των απαλλαγών στα Θρησκευτικά, χρειάζεται να προσεγγίσει το ζήτημα σε βάθος και από κάθε πλευρά, φροντίζοντας ώστε οι προτάσεις και οι προτεινόμενες λύσεις να είναι συμβατές με το Σύνταγμα, τον Ν. 1566, τις αποφάσεις των δικαστηρίων (αποφάσεις ΣτΕ, πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Χανίων (115/2012 & 1/2015) [1], τις συστάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, την ύπαρξη των νέων και εντελώς πρωτοποριακών προγραμμάτων σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου (2011, 2014, 2015), την αρχή της ανεξιθρησκίας, την πραγματικότητα των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό σχολείο, αλλά και το όλο παιδαγωγικό πλαίσιο και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος.
8. Νέα δεδομένα στα σχολεία;
Με την απροϋπόθετη δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, εισάγονται κυριολεκτικά νέα δεδομένα στο σχολείο και στον σχολικό πολιτισμό. Εισάγεται, στην κυριολεξία, ένα σύστημα για μαθητές δύο ταχυτήτων, εκείνων που θα έχουν λιγότερα μαθήματα και, άρα, θα έχουν περισσότερα κενά και όσων θα έχουν περισσότερα μαθήματα και δεν θα έχουν κενά κ.λπ. Επιπλέον, οι μαθητές, ούτως ή άλλως, στιγματίζονται με την απαλλαγή ή την μη απαλλαγή, ενώ διακυβεύεται η θέση και το παιδαγωγικό status του δημόσιου σχολείου. Όταν, όμως, ένα μάθημα αμφισβητείται πολλαπλώς, με τη δυνατότητα της εύκολης απαλλαγής από αυτό, πολλά μπορεί να συμβαίνουν σε κάθε σχολείο.
Κατά την διδακτική πράξη, π.χ. είναι δυνατό άλλοτε να σκληραίνει και να στενεύει φανατικά ο ομολογιακός του χαρακτήρας και, άλλοτε, για τους ίδιους λόγους, να διολισθαίνει σε μιαν ανεξέλεγκτη κατάσταση. Ακόμη, υπάρχει το ενδεχόμενο πολλοί γονείς για λόγους ευσέβειας, δηλαδή, εκ του αντιθέτου λόγου κινούμενοι, να ζητούν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα Θρησκευτικά, γιατί, απλώς, δεν θα συμφωνούν με την μη ομολογιακή ή ακραιφνώς παραδοσιακή και ορθόδοξη γραμμή στη διδασκαλία του θεολόγου εκπαιδευτικού. Ένας σημαντικός αριθμός μαθητών, ενδεχομένως, να απαλλάσσεται από τα Θρησκευτικά, για να έχει ένα μάθημα λιγότερο, για να σχολάει νωρίτερα, για να έχει κενό κ.λπ.. Η τραγελαφική αυτή κατάσταση θα σημάνει γελοιοποίηση του μαθήματος, αλλά και των διδασκόντων με αρνητικές συνέπειες στο παιδαγωγικό κλίμα και στην καθημερινότητα του σχολείου.
Συνοψίζοντας, το υφιστάμενο μάθημα των Θρησκευτικών δεν αποτελεί μύηση σε μια εθνοκεντρική ή ομολογιακή ορθοδοξία, αλλά αποτελεί γνώση και μελέτη του Χριστιανισμού ως βιβλικής ιστορίας και βιβλικού λόγου, ως ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και ως πολιτιστικής έκφρασης σε οικουμενικό πλαίσιο. Συνάμα, στις μεγαλύτερες τάξεις επιδιώκεται η γνωριμία με τη θρησκεία ως πανανθρώπινο φαινόμενο καθώς και με τα μεγάλα θρησκεύματα ανά τον κόσμο, αλλά και η σπουδή μιας σειράς από θέματα χριστιανικής ηθικής με επίκεντρο την ελευθερία, την ευθύνη και την ακεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου και με κριτικές αναφορές στα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Σε στενό σύνδεσμο με τη συνέχεια και την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι, και οφείλει να συνεχίσει να είναι, κριτικό για κάθε μορφή θρησκευτικής παθολογίας, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες μιας ελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας.
Είναι βέβαιο ότι η μετατροπή του σε προαιρετικό ή και αμφισβητούμενο μάθημα θα υποβαθμίσει σε όλο το ελληνικό δημόσιο σχολείο τη γνωριμία, την αντίληψη και τη θέση της Ορθοδοξίας στην ελληνική παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά. Αντίθετα, η εισαγωγή των νέων προγραμμάτων σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, θα σηματοδοτήσει την οριστική απομάκρυνση από την κατήχηση. Τα νέα αυτά προγράμματα μπορούν τυπικά και ουσιαστικά να διευρύνουν τους θεματικούς και παιδαγωγικούς ορίζοντές του μαθήματος, εκφράζοντας μια σύγχρονη προσέγγιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, η οποία συγκλίνει με ευρωπαϊκές επιλογές. ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας, η γνωριμία και ο διάλογος με τις άλλες χριστιανικές και θρησκευτικές παραδόσεις αποβαίνει βασικός άξονας του ΜτΘ. Στο πλαίσιο της δημιουργικής αποδοχής του πλουραλισμού και της διαπολιτισμικής προσέγγισης ως αφετηρίας για οποιαδήποτε σοβαρή εκπαιδευτική θεωρία και πρακτική, η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών καλείται να παίξει ένα σοβαρό ρόλο στη δυνατότητα των μαθητών να διαχειρίζονται υπεύθυνα και δημιουργικά τον πλουραλισμό και τον διάλογο με τον «άλλον» και το «διαφορετικό».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ [1]
Επισημαίνουμε ότι η απόφαση αυτή παράγει νομολογία δεσμευτική για την υπηρεσία και σαφώς επισημαίνει ότι:
Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτική.
Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ορθόδοξων μαθητών, προεχόντως δε, κατά τη χριστιανική διδασκαλία και με βάση τις αρχές του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας, αναγνωρίζεται ως συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 παρ. 2 … (σ. 24-25).
Η αιτιολόγηση της άρνησης του μαθητή να παρακολουθήσει το ΜτΘ δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Η οικειοθελής προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίηση του θρησκεύματος του ατόμου, γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων, που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, μεταξύ αυτών είναι και η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών (σ. 10, 13).
Οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων, οφείλουν να ελέγξουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων (λόγων) απαλλαγής, εάν όντως, δηλαδή, πρόκειται για άθεο ή ετερόδοξο ή ετερόθρησκο μαθητή (σ. 24-25).
Η απόφαση απορρίπτει τη χρήση του δικαιώματος της απαλλαγής με το απλό πρόσχημα ότι υπάρχουν λόγοι συνείδησης (σ.27 – 28). Η απόφαση δέχεται εμμέσως μεν, πλην σαφώς (βλ. σχετ. σελ. 24, 25, 27, σε συνδυασμό με σελ. 6 και 28) ότι αποτελεί ψευδή δήλωση προς δημόσια αρχή η αίτηση απαλλαγής από το ΜτΘ από Ορθόδοξους μαθητές.
Οι Προϊστάμενοι των Δ/νσεων με την υπ’ αριθμ. Φ.353.1./324/105657/Δ1 (ΦΕΚ Β’1340/16.10.2002) απόφαση του Υπουργού Παιδείας κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν την κείμενη νομοθεσία (σ.28)… οφείλουν μάλιστα να ελέγχουν την ορθή λειτουργία των σχολείων εποπτεύοντες, ότι οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους ενεργούν ως ανωτέρω προς τήρηση της επιταγής του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 1 §1 του ν. 1566/1985, που ορίζουν ως υποχρεωτική την παρακολούθηση του ΜτΘ από τους Χριστιανούς Ορθόδοξους μαθητές και προς αποκλεισμό της απαλλαγής από το μάθημα αυτό μαθητών για άλλους λόγους πλην αυτών της θρησκευτικής συνείδησης, ενόψει και της ήδη παγιωμένης περί τούτου νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σ. 27).
Η απόφαση αποδέχτηκε, επίσης, το σκεπτικό των αιτούντων ότι η γνώμη του Συνηγόρου του Πολίτη στις 17.11.2008, η οποία θεωρούσε ότι μπορεί να απαλλάσσονται οι μαθητές «για λόγους συνείδησης χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης αυτής επιλογής» είναι σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα, τους νόμους του Κράτους, τις εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας, με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ (σ. 5). Διευκρινίζεται ότι οι απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη δεν δεσμεύουν τις κρατικές υπηρεσίες, όπως δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων και συγκεκριμένα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την 1041/2004 απόφασή του δέχεται επί λέξει «… η σιωπηρή άρνηση της Διοικητικής Αρχής να συμμορφωθεί σε πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτου δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας» (σ. 6-7).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου