Η «Προς τους πλουτούντας»
ομιλία του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου (330 περίπου – 378 μ.Χ.)
εναλλάσσει τον λίβελο κατά της άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου
μ’ ένα απροσχημάτιστο κήρυγμα κοινοκτημοσύνης. Την εποχή εκείνη,
άλλωστε, ο Βασίλειος έχει συμπυκνώσει την κοινωνική του δράση σ’ ένα
συγκρότημα που ανήγειρε ξοδεύοντας τη δική του περιουσία, όση δεν είχε
μοιράσει κιόλας στους φτωχούς. Το έργο συνομιλεί, με τον τρόπο του, με
τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
[...]
Ώστε όποιος αγαπά σαν τον εαυτό του αυτόν που είναι πλάι του δεν
κατέχει τίποτα παραπάνω απ’ αυτόν που είναι πλάι του. Κι εσύ δείχνεις να
έχεις πολλά. Από που; Προφανώς επειδή η δική σου απόλαυση σου φάνηκε
προτιμότερη απ’ το να παρηγορείς τους πολλούς. Όσο όμως πλεονάζουν τα πλούτη σου, τόσο σου λείπει η αγάπη.[...] (σελ. 6-7)
***
[...]Ξέρω
πολλούς που νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν και δείχνουν όλη την
ανέξοδη ευλάβεια, σ’ όσους θλίβονται όμως δεν δίνουν δεκάρα. Τι τους
ωφελεί η υπόλοιπη αρετή; [...](σελ.11).
***
[...]Γιατί όσοι αγαπούν το χρυσό, χαίρονται να τους δένουν, φτάνει να’ ναι οι χειροπέδες χρυσές. [...] (σελ. 13).
***
[...]
Όταν μπαίνω στο σπίτι νεόπλουτου που μεγαλοπιάνεται και το βλέπω
γανωμένο παντού με λουλούδια, ξέρω πως δεν κατέχει τίποτα πολυτιμότερο
απ’ όσα φαίνονται, αλλά στολίζει τα άψυχα και έχει αστόλιστη την ψυχή.
Πες μου, τόσο πια απαραίτητα είναι τα αργυρά κρεβάτια και τα αργυρά
τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια. ώστε για
χάρη τους τα πλούτη να μην περνούν στους φτωχούς, μολονότι χιλιάδες
στέκουν έξω απ’ την πόρτα σου και κάθε εξαθλιωμένου ακούς τη φωνή; Όμως
εσύ αρνείσαι να δώσεις, γιατί λες πως ποτέ δεν θα έφτανε για όλους όσοι
ζητούν. Και με τη γλώσσα ορκίζεσαι, αλλά σ’ ελέγχει το χέρι σου. Γιατί
σιωπώντας το χέρι διαλαλεί πως λες ψέματα, καθώς η πέτρα του δαχτυλιδιού
σου το κάνει ν’ αστράφτει. Πόσους θ’ απάλλασε ένα δαχτυλίδι σου σου απ’
τα χρέη τους; Πόσα σπίτια που καταρρέουν θ’ ανόρθωνε;[...] (σελ. 14)
***
[...]
Γιατί όπως οι μέθυσοι βρίσκουν αφορμή να πίνουν όσο τους βάζεις κρασί,
έτσι και οι νεόπλουτοι, που απέκτησαν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, κι
όσα προστίθενται τρέφουν την αρρώστια τους κι η φροντίδα γι’ αυτά φέρνει
το αντίθετο αποτέλεσμα εντέλει[...] (σελ. 17).
***
[...]
Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνο, δεν ξέρει σύνορα, δεν
παραδέχεται τη σειρά της διαδοχής, αλλά μιμείται τη βία της φωτιάς ‘ όλα
τα κατατρώει, σε όλα εξαπλώνεται.[...]Τίποτα δεν αντιστέκεται στη βία
του πλούτου’ όλα υποκύπτουν στην τυραννία του, όλα ζαρώνουν κάτω απ’ την
εξουσία του, έτσι που όποιος αδικήθηκε να σκέπτεται μάλλον πως δεν θα
πάθει κι άλλο κακό παρά να ζητάει το δίκιο του για όσα έπαθε ήδη.[...]
Αν αντιμιλήσεις, σε χτυπούν’ αν θρηνήσεις, σε καταγγέλουν ότι εξύβρισες,
και προσάγεσαι, και θα βρεθείς στο κελί. Κι οι συκοφάντες πανέτοιμοι,
να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή σου. Θα είσαι ευχαριστημένος αν απαλλαγείς
απ΄ όλα αυτά εκχωρώντας και κάτι παραπάνω εντέλει(σελ. 18-19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου