2. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’ εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η πρώτη σπουδαία επισήμανση έγινε από τον Μέγα Φώτιο (±820-±891) στο πλαίσιο της Θεολογίας (Filioque) και Εκκλησιολογίας (κανονική τάξη), αλλά προσδιορίσθηκε σαφέστερα και βαθύτερα από τον Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος και Παλαμάς εχάραξαν την στάση έναντι της Δυτικής Χριστιανοσύνης, που έγινε παράδοση της Ορθοδοξίας, στην οποία εβάδισε, επίσης σε κρίσιμους καιρούς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1394-1445). Καμιά παρέκκλιση στην στάση αυτή δεν είναι δυνατή -όσο η Λατινική Εκκλησία εμμένει στις πλάνες της- χωρίς συνέπειες για την ορθόδοξη πίστη και την σωτηριολογική δυναμική της.
περί διακρίσεως ουσίας – ενεργείας
3. Σε τί όμως συνίσταται συγκεκριμένα η προσφορά του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στον χώρο της Θεολογίας; Η συμβολή του, που έχει ιδιαίτερη σημασία και σήμερα λόγω του οικουμενικού διαλόγου, μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα βασικά σημεία:
3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα έχει ο αγώνας του να σωθεί, στο πλαίσιο της πατερικής Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), η διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό και το άκτιστο της θείας Χάριτος (ενεργείας του Τριαδικού Θεού). Κατά τον λόγο του ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Ο ενεργών είναι το πρόσωπον και η ενέργεια είναι η ουσιώδης κίνηση της θείας φύσεως. Την διάκριση αυτή ο Παλαμάς χαρακτηρίζει «θεοπρεπή και απόρρητον», ως βασική προϋπόθεση της θεώσεως του ανθρώπου. Αν η εκπεμπόμενη από τον Θεό προς τον κόσμο (την κτίση) Χάρη δεν είναι άκτιστη, δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) του ανθρώπου και αγιασμού της κτίσεως. Με την αποδοχή της ακτίστου Χάριτος σώζεται η εμπειρία της παρουσίας του Θεού στην ιστορία. Η μετοχή στην θεία Χάρη υπερβαίνει τις λογικές αναβάσεις της σχολαστικής θεολογήσεως προς τον Θεό, που εμμένει στην περί «actus purus» διδασκαλία, την ταύτιση δηλαδή ουσίας και ενεργείας. Θα μου επιτραπεί στην συνάφεια αυτή ένα ησυχαστικό παράδειγμα. Η δυτική Θεολογία βλέπει τον Θεό ως ένα ηλιακό δίσκο, που είναι μεν φωτεινός εις τον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φθάνουν στην γη, για να θερμάνουν και ζωογονήσουν τον κόσμο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή υπάρχει ή δεν υπάρχει ο ήλιος, δεν έχει πρακτική σημασία. Αντίθετα ο Θεός της Ορθοδοξίας (όλων των Αγίων της) είναι ένας Ήλιος, του οποίου οι ακτίνες φθάνουν στην γη και την ζωογονούν. Γι’ αυτό και σπεύδουν οι άνθρωποι από τα οποιαδήποτε «υπόγεια» της αμαρτίας και ασωτείας τους να ανεβούν (=μετάνοια) στην επιφάνεια, για να δεχθούν την σωστική ενέργεια του Ηλίου της δικαιοσύνης και να σωθούν δι’ Αυτού.
3.1.1. Από την δυτική σχολαστική διδασκαλία περί ταυτίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό απορρέουν όλες οι άλλες αιρέσεις και πλάνες της δυτικής χριστιανοσύνης. Λ.χ. το Filioque, που συνιστά βλασφημία κατά της Αγίας Τριάδος: Ο Πατήρ, μεταδίδοντας (ανάρχως και ατελευτήτως) την ουσία του στον Υιό, Του μεταδίδει (δήθεν) και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως καταργούνται τα προσωπικά και ακοινώνητα ιδιώματα των θείων Προσώπων, η αγεννησία του Πατρός, το γεννητόν του Υιού και το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος. Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος στο σημείο αυτό να διερωτηθεί: Μήπως όλ’ αυτά είναι σχολαστικά ζητήματα χωρίς σωτηριολογική σημασία; Όπως, όμως, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680-πριν από το 754): «Ο Θεός απεκάλυψεν ημίν ό,τι ην δυνατόν ημίν γνώναι και εδυνάμεθα φέρειν». Για τον Θεό γνωρίζουμε ό,τι Αυτός απεκάλυψε. Αν, λοιπόν, αναφέρουμε στον Τριαδικό Θεό τις δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σε ειδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, που δεν υπάρχει.
3.1.2. Η περί κτιστής θείας χάριτος διδασκαλία, όπως και ο νομιναλισμός, είχαν θλιβερές για τον χριστιανισμό της Δύσης συνέπειες, διότι οδήγησαν (τέλη του 16ου αι.) στον γνωστόν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ως προϋπόθεση της «Θεολογίας του θανάτου του Θεού» (μέσα του 20ού αι.). Είτε υπάρχει, δηλαδή, ο Θεός, είτε δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν, είναι άνευ πρακτικής σωτηριολογικής σημασίας, διότι η ύπαρξή του ουδεμία έχει συνέπεια στην ζωή του ανθρώπου και στην πορεία του κόσμου. Η εμμονή της δυτικής χριστιανοσύνης στα ηθικοκοινωνικά προβλήματα είναι καρπός αυτής της αντιλήψεως. Ο αγώνας για θέωση υποκαθίσταται από την προσπάθεια για ηθικοποίηση του ανθρώπου. Σωτηρία όμως είναι η διά της ακτίστου ενεργείας (Χάριτος) του Θεού μεταμόρφωση της φύσεως του ανθρώπου. Η έλλαμψη δηλαδή του ανθρώπου από το άκτιστο, αγιοτριαδικό, Φως, όπως πυρακτώνεται και ο σίδηρος από το υλικό πυρ και αποκτά τις ιδιότητές του. Η πορεία προς την θέωση διαμορφώνει το ορθόδοξο ήθος (Γαλ. 5, 22).
Η ορθόδοξη περί ακτίστου Χάριτος διδασκαλία εμπνέει αισιοδοξία. Ο ορθόδοξος πιστός γνωρίζει ότι ο Θεός κοινωνεί με τον κόσμο μεταδίδοντας σ’ αυτόν την ζωή του. Η σχέση Θεού και κόσμου στην Ορθοδοξία είναι οντολογική, άμεση, ενεργειακή και όχι έμμεση και ηθική. Ο κόσμος ορθόδοξα μεταμορφούται σε «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) και ό,τι ο όρος αυτός εκφράζει. Η κοινωνία Θεού-κόσμου, εξ άλλου, είναι γεγονός εκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη με την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας.
3.2. Μετά από αυτά, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναβεβαιώνει την ουσία και τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Η θεολογία και το θεολογείν δεν είναι καρπός μιας ευσεβούς, έστω, αλλά διανοητικής ενασχολήσεως με τα θεία. είναι μαρτυρία της εν Αγίω Πνεύματι αλλοιώσεως του «πάσχοντος τα θεία». Ο λόγος περί Θεού προϋποθέτει γνώση του Θεού. Η θεογνωσία όμως προϋποθέτει την εμπειρική προσέγγιση και γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον οποίο ακολουθεί και αναπαράγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς10. Ο Θεός γνωρίζεται στα όρια της θεοπτίας ή θεώσεως. Θεολόγος είναι ο κοινωνών του Θεού, δηλαδή ο Άγιος. Ο ορθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «συν πάσι τοις Αγίοις», και πριν ακόμη φθάσει στην εμπειρία της θεώσεως -όπως εμείς οι ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι- θεολογεί με βάση την εμπειρία του δοξασμού των Αγίων και όχι κάποιες στοχαστικές-μεταφυσικές ατομικές αναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικά είναι ο «προφήτης», ο διά της θεοπτικής εμπειρίας, τόσον στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα του Θεού προς τον κόσμον» «ο κατ’ ενώπιον Θεού εν Χριστώ λαλών» (Β’ Κορ. 2, 17).
3.3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς επεβεβαίωσε την διαπίστωση του αγίου Ειρηναίου (β’ αι.), ότι αυθεντίες στην Εκκλησία δεν είναι τα κείμενα, αλλά οι θεούμενοι, οι Άγιοι12. Εξ άλλου, η θεολογία και κυρίως η δογματική διδασκαλία, ανήκει στον χώρο της εκκλησιαστικής ποιμαντικής. Αυτό τον χαρακτήρα έχουν τα έργα των Αγίων Πατέρων. Δεν πρόκειται για «lavoro da tavolino», εργασία του γραφείου ή του σπουδαστηρίου. Η διακρίβωση της αλήθειας και η προφύλαξη από τις αιρέσεις συμπορεύονται με την θεραπεία της καρδίας από τα πάθη, την παράκληση, την παραμυθία και την πνευματική οικοδομή. Η πατερική αντιρρητική δεν είναι κοσμική πολεμική, αλλά ποιμαντική-θεραπευτική αγωγή για τα νοσούντα μέλη του σώματος, τους αιρετικούς και εν πλάνη ευρισκομένους. Ο αντιαιρετικός αγώνας είναι έργο αγάπης και φιλανθρωπίας, διά την απελευθέρωση από την νόσο της αιρέσεως, αφού η αίρεση δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Γι’ αυτό η απόκρουση, με κάθε ποιμαντικό μέσο, της αιρετικής πλάνης είναι φιλανθρωπία και ευεργεσία. Αυτό τον χαρακτήρα έχει η αντιδυτική στάση Πατέρων, όπως ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, τους οποίους μπορούμε άφοβα να χαρακτηρίζουμε «ευεργέτες της Ευρώπης» και του χριστιανισμού της13.
3.4. Εξ άλλου, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανανέωσε την αγιοπατερική στάση έναντι της παιδείας. Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, έτσι και αυτός, άριστος μάλιστα γνώστης του Αριστοτέλους, δεν απέρριπτε την χρησιμότητα της θύραθεν σοφίας («των ελληνικών μαθημάτων»), αλλά μόνον «προς παίδευσιν». Απεδοκίμαζε όμως, ως πατερικός, την τάση υποβαθμίσεως ή υποκαταστάσεως με αυτήν της πληρότητας και αυτάρκειας της Ορθοδοξίας στο θέμα της σωτηρίας. Αυτήν την φιλοσοφία απέρριπτε, που εκφιλοσοφεί τελικά την «άπαξ τοις Αγίοις παραδοθείσαν πίστιν» (Ιουδ. 3), την εν Χριστώ αποκάλυψη. «Προσδοκάν δε τι των θείων ακριβώς παρ’ αυτής (=της ελληνικής σοφίας) είσεσθαι και τελείως απαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περί των ιερώς ησυχαζόντων 1.1.12). Απορρίπτει, δηλαδή, τον προβαλλόμενο από τον Βαρλαάμ λυτρωτικό χαρακτήρα της θύραθεν σοφίας, κάνοντας και αυτός (πρβλ. Ιακ. 3, 13 ε.) διάκριση σαφή δύο γνώσεων και σοφιών, της θείας και της ανθρωπίνης. Η θεία («άνωθεν») σοφία σώζει, η «επίγειος» απλώς παιδεύει και φωτίζει την διάνοια, αν δεν οδηγεί στην δαιμονοποίηση τον άνθρωπο.
3.5. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσης, προσφέρει πρότυπο αγωνιστού Θεολόγου υπέρ της σωζούσης πίστεως και υπόδειγμα εκκλησιαστικού ανδρός και θεολόγου διαλεγομένου με την αίρεση και την μη Ορθοδοξία. Η μεγαλωσύνη δε και εγκυρότητά του έγκειται στο ότι δεν θέτει ποτέ την γνήσια εκκλησιαστική παράδοση υπό διαπραγμάτευση. Αντίθετα, την θεωρεί πάντοτε αμετακίνητο θεμέλιο και αφετηρία στην συνάντηση με την αίρεση. Σώζοντας δε την εκκλησιαστική και πατερική παράδοση ολόκληρη, υπενθυμίζει ότι η ησυχαστική παράδοση αποτελεί τον πολυτιμότερο καταλύτη για την σύγχρονη θεολογία Ανατολής και Δύσεως, για να επανεύρει τον πραγματικό δυναμισμό της μέσα στην δίνη των σημερινών προκλήσεων. Με τους διαλόγους του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδειξε, ότι αυτό είναι το ορθό πλαίσιο κινήσεως του θεολογικού διαλόγου. Έξω από κάθε κοσμική σκοπιμότητα, αλλά με μόνο στόχο την σωτηρία ως θέωση. Ο διάλογος πρέπει να αποβλέπει στην μετάνοια, για να είναι δυνατή και η σωτηρία. Ο Άγιος Γρηγόριος φωτίζει εξ άλλου, μεθοδολογικές δυσλειτουργίες του σημερινού θεολογικού διαλόγου. Όπως ο καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης έχει υποστηρίξει: «Αν η διάκριση αυτή (ουσίας και ενεργείας) ετίθετο ως βάση των συζητήσεων, αν οι διαλεγόμενοι με μας μπορούσαν να αποδεχθούν την διάκριση αυτή, πολλά εμπόδια θα είχαν αρθεί και ο δρόμος της συνεννοήσεως θα ήταν πολύ εύκολος»15. Αυτό όμως θα καθιστούσε πιο εμφανείς πλάνες, όπως το Παπικό πρωτείο, σ’ αντίθεση με εκείνους, που αγωνίζονται στην εποχή μας, να το καταξιώσουν ως εκκλησιαστική διδασκαλία.
3.6. Ο Άγιος Γρηγόριος γίνεται, εξ άλλου, δείκτης πορείας για την θέση και ευθύνη της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, σ’ όλο το φάσμα μάλιστα της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ησυχασμός δεν είναι πολιτική απραξία. (Ο όρος «πολιτική» βέβαια χρησιμοποιείται με την αριστοτελική της σημασία, που εξεχριστιάνισε ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, τον 8ο αιώνα). Αυτό επιβεβαιώνει η πολιτική παρέμβαση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα δρώμενα της εποχής του. Ο Παλαμάς άσκησε κριτική στις πολιτικές ίντριγκες του Πατριάρχου Ιωάννου Καλέκα, όταν συνήργησε στο πραξικόπημα κατά του Ιωάννου Καντακουζηνού (1295-1383), έλεγξε όμως και τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης για τις εγκληματικές ενέργειές τους στην Θεσσαλονίκη, αλλ’ εξίσου και όσους με την αφιλάνθρωπη στάση τους εξέτρεφαν και προωθούσαν την βία. Η παρέμβαση των Ποιμένων και μάλιστα των Επισκόπων είναι αναγκαία και απαρέγκλιτη σε μία κοινωνία μάλιστα, που θέλει να λέγεται χριστιανική. Η θεολογία του γίνεται «άλας της γης» και «φως του κόσμου». Ο διάλογος με τον κόσμο, στην πράξη του Αγίου Γρηγορίου, έχει τον χαρακτήρα της Ιεραποστολής. Δεν τίθεται ποτέ εν αμφιβόλω η αποκλειστικότητα και μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), όπως βιώνεται στην παράδοση των Αγίων Πατέρων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του π. Ιωάννου Meyendorf στην «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Αθήνα 1965) στ. 83-87, με βιβλιογραφία. Η εκτενέστερη συλλογή σχετικών κειμένων είναι η «Φιλοκαλία». Τα κείμενα όμως είναι εγκατεσπαρμένα στην PG του Migne. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη σ’ όλες τις βαλκανικές χώρες. Βλ. ενδεικτικά π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979. Του Ιδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, Λεβαδειά 1992. Του Ιδίου (ως Μητροπολίτου), Παλαιά και Νέα Ρώμη - ορθόδοξη και δυτική παράδοση, Λεβαδειά 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο και σπουδαίο υλικό για τον Ησυχασμό, την εποχή και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά περιέχει ο συλλογικός τόμος: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν (Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού), Άγιον Όρος 2000. Για τον Ησυχασμό στην Ρουμανία βλ. την σπουδαία ανακοίνωση του πρώην Αντιπροέδρου της Ρουμανικής Ακαδημίας μακαριστού Virgil Candea, στις σελ. 727-736 (βιβλιογραφία).
2. Βλ. το εκτενές άρθρο του Παναγιώτου Κ. Χρήστου στην ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη είναι η μεταγενέστερη βιβλιογραφία.
3. Όπως εδήλωσε ο Πρόεδρος της Συνόδου του 1368, Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Και στέργω και τιμώ τούτον ως Άγιον από των θαυμάτων αυτού, α μετά την ενθένδε προς Θεόν εκδημίαν του ειργάσατο, ιαμάτων πηγήν τον ίδιον αναδείξας τάφον...», («Τόμος Συνοδικός» ανακηρύξεως της αγιότητος Γρηγορίου του Παλαμά, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Γρηγόριον, Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον Παλαμάν, PG 151, 648/9.
4. PG 102, 263-391.
5. Από μεγάλους Θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή ως η τελευταία προ του σχίσματος Γενική Σύνοδος της αρχαίας Εκκλησίας, με την συμμετοχή και του Πατριαρχείου της Δύσεως (Παλαιάς Ρώμης). Έχει όλα τα γνωρίσματα της Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι I9602, σ. 261-2.
6. Α’ Άλωση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας.
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Παλαιά και Νέα Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι και Θεολογία για τον Ησυχασμό, (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1997.
8. Είναι η περιβόητος διδασκαλία Ανσέλμου του Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία και η νεοελληνική κατηχητική και κηρυκτική πράξη, στο: Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στη νεοελληνική θεολογία, στο περιοδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τον τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).
9. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ ο Ιλδεβράνδης (1073-1085) με το κείμενο του «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε την περί απόλυτης εξουσίας του πάπα, ακλόνητη έκτοτε, θεωρία σε 27 θέσεις. Η ταύτιση με τις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις είναι πλήρης. «Ο πάπας είναι απόλυτος κύριος της Εκκλησίας και της Πολιτείας».
10. Η θεολόγηση είναι κατ’ αυτόν υπόθεση «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία (δηλαδή στην θεοπτία) και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικός Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση αυτή, ισχύει ο λόγος του Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δε πας, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας» (PG 32, 213D).
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση από τα ρωσικά).
12. Βλ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1977, σ. 300.
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Αντιδυτικοί» Πατέρες ευεργέτες της Ευρώπης, στο Του Ιδίου, Ιχνηλασία πνευματικής σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Και στα Ρουμανικά.
14. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 1, 12: («Αποκλείομεν τελείως να περιμένει ότι θα μάθει κάποιος από αυτήν κάτι σχετικό με τα θεία»).
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας, στον παραπάνω τόμο: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς..., σ. 481-488 (εδώ: 484).
ΠΗΓΗ: “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”, ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου