Ο ποιμενάρχης Τιράνων και πάσης Αλβανίας αποκαλύπτει ότι ένιωσε πικραμένος και προδομένος αρκετές φορές, αλλά δηλώνει ότι «όποιος κλείνεται στον εαυτό του χάνει τελικά τον εαυτό του».
«ΑΡΚΕΤΕΣ φορές ένιωσα πικραμένος. Για μια στιγμή σκέφτηκα να υποβάλω την παραίτησή μου» δηλώνει στο «Βήμα» ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιος.Ο άλλοτε βοηθός Επίσκοπος Ανδρούσης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο πρώην ιεραπόστολος των χωρών της Αφρικής, Προκαθήμενος σήμερα μιας Εκκλησίας που είχε κηρυχθεί παράνομη στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού, μιλάει για τις στιγμές της δοκιμασίας του. Για την απόφασή του να φύγει από την Ελλάδα, για την πορεία του την οποία πολλοί προσπάθησαν να ναρκοθετήσουν, για το κλίμα καχυποψίας που αντιμετώπισε.
- Μακαριότατε,συμπληρώσατε το 80ό έτος της ηλικίας σας. Θα ήθελα να μου περιγράψετε τις δύο σημαντικότερες στιγμές της ζωής σας. Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτών των στιγμών που σας κάνουν να τα ξεχωρίζετε;
«Θυμούμαι τα Χριστούγεννα του 1962 στην Πάτμο, σε ώρα παρατεταμένης περισυλλογής. Αντιμετώπιζα ένα έντονο δίλημμα: να μείνω στην Ελλάδα, μέσα στο περιβάλλον που αγαπούσα και που με αγαπούσε, ή να αναχωρήσω για ιεραποστολή στην Αφρική, να βοηθήσω μία από τις πιο αδικημένες ανθρώπινες κοινότητες; Ατενίζοντας τον ορίζοντα του ανοικτού πελάγους από το μικρό ασκητήριο όπου είχα αποσυρθεί, ζητούσα μέσα μου μια ουσιαστική απάντηση σε αυτό το δίλημμα. Η απάντηση ήλθε τελικά με ένα κρίσιμο ερώτημα: “Σου φθάνει ο Θεός; Τότε πήγαινε. Δεν σου φθάνει; Τότε κάθησε εδώ που είσαι”. Ενα επόμενο ερώτημα έκανε το πρώτο πιο ισχυρό. “Αν όμως δεν σου φθάνει ο Θεός, σε ποιον ακριβώς Θεό πιστεύεις;”. Ακολούθησε μια ήρεμη απόφαση για την πορεία στην Ανατολική Αφρική, σε περιοχές που είχαν ταλαιπωρηθεί από τη φτώχεια και την αδικία.
Μια άλλη σημαντική στιγμή ήταν στο τέλος του 1990, όταν μου ανακοινώθηκε από τον Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι με καλούσαν να πάω ως πατριαρχικός έξαρχος στην Αλβανία. Βρισκόμουν στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Αποσύρθηκα στο απλό δωμάτιο όπου έμενα. Εβρεχε, και όπως ήμουν γονατισμένος αναλογιζόμουν: Αν σου πρότειναν να πας στην τάδε μεγάλη πόλη, θα έλεγες ασφαλώς ότι έχω προτιμήσει την Αφρική. Τώρα που σου ζητούν να προχωρήσεις σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και αμφίβολη αποστολή, έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς; Οταν μου ξανατηλεφώνησαν ρώτησα: πότε πρέπει να ΄ρθω; Η απάντηση ήταν “αύριο”. Είχαν αρχίσει τότε κατά κύματα αλβανοί μετανάστες να πηγαίνουν στην Ελλάδα. Εφθασα τελικά στην Αλβανία ύστερα από αναμονή μηνών για τη θεώρηση, τον Ιούλιο του 1991. Οσα συνήντησα στην περιοδεία μου ήταν πραγματικά συγκλονιστικά. Στις 24 Ιουλίου 1992, ύστερα από πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε τον έως τότε πατριαρχικό έξαρχο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας. Είχε προηγηθεί επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη μιας επιτροπής Ορθοδόξων της Αλβανίας που ζήτησαν μια τέτοια εκλογή. Μαζί εξελέγησαν και τρεις αρχιμανδρίτες ως μητροπολίτες των άλλων τριών μητροπόλεων της Αλβανίας.
Οταν μου το ανεκοίνωσαν τηλεφωνικά, ρώτησα αν είχε ενημερωθεί σχετικά η αλβανική κυβέρνηση. Δεν είχε. Ηταν προφανές ότι προχωρούσαμε σε μια φοβερή περιπέτεια. Ζήτησα να δω τον πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Μπερίσα. Οι μέρες περνούσαν χωρίς απάντηση. Εκλεκτοί συνεργάτες μου στην Αλβανία με συμβούλευαν να μην αποδεχθώ την εκλογή, διότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτε σε συνθήκες τόσο αντίξοες. Συνήντησα τον πρόεδρο μόλις στις 30 Ιουνίου 1992. Τόσο στη συνάντηση αυτή όσο και στην τριμελή πατριαρχική Αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε στις 4 Ιουλίου 1992 δήλωσε ότι δέχεται την εγκατάσταση του έως τότε πατριαρχικού εξάρχου, αλλά επ΄ ουδενί λόγω συγκατατίθεται στην έλευση άλλων ιεραρχών ελληνικής καταγωγής. Νέα φοβερά ερωτήματα: θα μπορούσα μόνος να προχωρήσω σε αυτή την αποστολή; Τελικά έδωσα το μεγάλο μήνυμα στο Φανάρι 20 μέρες μετά την εκλογή μου, 12 Ιουλίου 1992. Το σχετικό έγγραφο της αποδοχής τοποθετείται πάνω στο Ευαγγέλιο που ανοίγεται τυχαία. Εκείνη τη φορά είχε ανοίξει στην περικοπή της Μ. Παρασκευής. Ενθρονίστηκα στον Καθεδρικό των Τιράνων στις 2 Αυγούστου. Ηταν ολοφάνερο ότι η πορεία θα ήταν εξαιρετικά ανηφορική, αμφίβολη και επίπονη. Οχι μόνο διότι όλα έπρεπε να αρχίσουν από μηδενική βάση λόγω ανυπαρξίας οποιασδήποτε υποδομής, αλλά κυρίως λόγω του κλίματος καχυποψίας, το οποίο διάφοροι κύκλοι καλλιεργούσαν εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής του νέου Αρχιεπισκόπου».
- Ποιες στιγμές σάς προκάλεσαν πίκρα;
«Οταν άρχισε να διαδίδεται στην Ελλάδα ότι δεν ήθελα να έχω Ιερά Σύνοδο. Στις συγκεκριμένες συνθήκες που εργαζόμουν έπρεπε να αναζητηθούν λύσεις βιώσιμες. Για να αναγνωρίζεται και να ενεργεί η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας ως νομικό πρόσωπο στο εσωτερικό αποφασίστηκε μέχρι της εγκαταστάσεως της Ιεράς Συνόδου να υπάρχει ως μεταβατικό διοικητικό όργανο Γενικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αποτελούμενο από οκτώ κληρικούς και τέσσερις λαϊκούς εκπροσώπους της Αρχιεπισκοπής και των τριών μητροπόλεων. Διάφοροι κύκλοι, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους δεν ήθελαν να επιτύχει η αποστολή μου στην Αλβανία, άρχισαν να ψιθυρίζουν ότι είχα υιοθετήσει, αντί του κανονικού συνοδικού συστήματος, κάποιο προτεσταντικό σύστημα. Διαμαρτυρήθηκα, καταγγέλλοντας σε τόνους που δεν συνηθίζω, ότι πρόκειται για αστήρικτο και κακόβουλο ισχυρισμό που επιδιώκει να σπιλώσει και να υπονομεύσει τον ιερό αγώνα μας στην Αλβανία. Ηταν πάρα πολύ δύσκολες μέρες, να περπατάς (μιλώ συμβολικά) μέσα σε μια χαράδρα χιονισμένη και να δέχεσαι πυρά και από τις δύο πλευρές. Για μια στιγμή σκέφθηκα να υποβάλω την παραίτησή μου. Γνώριζα όμως καλά ότι αυτό δεν θα βοηθούσε την Εκκλησία της Αλβανίας. Τελικά, το θέμα της Ιεράς Συνόδου διευθετήθηκε κατόπιν επιμόνων διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσωπειών του Οικονομικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Αλβανίας και των αλβανικών αρχών μεταξύ Νοεμβρίου του 1997 και Ιουλίου του 1998, με την εκλογή δύο αρχιερέων αλβανικής καταγωγής και την αποδοχή εισόδου του ενός εκλεγμένου, αρβανίτου, μητροπολίτου. Τελικά η σύνθεση ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2006 με την εκλογή τριών ακόμη αρχιερέων».
- Αν σας ζητούσα να μου πείτε ποια είναι η παρακαταθήκη σας στην Εκκλησίατι θα απαντούσατε;
«Κατ΄ αρχήν, είναι υπερβολικό να μιλάτε για “παρακαταθήκη”. Ακούγεται κάπως υπεροπτικό. Απλώς θα ήθελα να υπογραμμίσω μια βεβαιότητα που έχει σταθεροποιηθεί από την επιστημονική μου αναζήτηση, δεκαετίες τώρα, στον τομέα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων. Πιστεύω ότι από όλες τις θρησκευτικές προτάσεις, αλλά και τις φιλοσοφικές, σχετικά με την αξία και το μέλλον του ανθρώπου, η πιο τολμηρή και μεγαλειώδης παραμένει η χριστιανική. Αυτή επιμένει στην ενανθρώπιση του υπερτάτου Οντος, του Θεού, “όστις αγάπη εστί” και στην πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάρη “θέωση” με την αγάπη. Ακόμη να υπενθυμίσω ότι λίγο πριν από το Πάθος Του ο Χριστός, ύστερα από μια συνάντηση με Ελληνες (Ιω. 12: 20-26), τόνισε: “Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει”. Μόνο με θυσιαστική προσφορά πραγματώνεται η αγάπη. Γενικότερα πιστεύω ότι για να βρει κανείς τον εαυτό του, πρέπει να τον προσφέρει με διάθεση θυσίας. Αυτό ισχύει για τα ανθρώπινα πρόσωπα, για τις οικογένειες, για τις ενορίες, για τις μονές, για τις τοπικές Εκκλησίες. Οποιος κλείνεται στον εαυτό του, χάνει τελικά τον εαυτό του. Η αληθινή άνθηση και καρποφορία προϋποθέτει απόφαση θυσίας. Ανήκουμε στο “Σώμα του Χριστού”, στην Εκκλησία, που οφείλει να αγκαλιάζει με την αγάπη της τους πάντες και τα πάντα».
- Υπήρχαν στιγμές στην πορεία σας που σας έκαναν να αισθανθείτε προδομένος;
«Αρκετές. Μετά την αλλαγή της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην Ελλάδα συνάδελφοι ή υφιστάμενοί μου όχι μόνο έσπευσαν στην άλλη όχθη αλλά στη συνέχεια ποικιλότροπα ναρκοθέτησαν την πορεία μου. Επίσης στην Αφρική και στην Αλβανία δεν έλειψαν ορισμένοι συνεργάτες οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη μου και, ιδίως σε περιόδους απουσίας μου, υπονόμευσαν το έργο μου. Κάποιοι άλλοι στενοί μου άνθρωποι δεν δυσκολεύτηκαν να κρατήσουν στην αυλή τους πρόσωπα που τους εμπιστεύτηκα για εκπαίδευση. Αρκετές φορές ένιωσα πικραμένος. Προσπάθησα όμως να διώχνω το δηλητήριο του παραπόνου από την καρδιά μου. Τελικά όλα αυτά βοηθούν για να ζούμε συνεπέστερα το “και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”. Αλλωστε ο Θεός μού έδωσε πολλές άλλες χαρές: εξαιρετικούς συνεργάτες, αφοσιωμένους, φίλους πραγματικούς, “συνεργούς εν Κυρίω” πολύτιμους. Προς όλους αυτούς αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου