Δρ.Θεολογίας
Για τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, τον επονομαζόμενο Στέφανο Πωγωνάτο η μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την προσφορά του στο υπόδουλο Γένος. Κι αυτό διότι ο Λέσβιος αυτός λόγιος του δεύτερου μισού του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σ’ ένα μεγάλο ποσοστό η υπάρχουσα βιβλιογραφία τον αποτιμά αρνητικά, ενώ δεν λείπουν και οι θετικές κρίσεις για την προσωπικότητά του. Όσον αφορά στην αρνητική θεώρηση ενδεικτικά αναφέρω εδώ δύο βασικούς εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, τον Γαλαξιδιώτη Κωνσταντίνο Σάθα και τον Μακεδόνα Γεώργιο Ζαβίρα, οι οποίοι στα δύο βασικότερα έργα τους, τη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1868, ο πρώτος, και το Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Θεσσαλονίκη 1972, ο δεύτερος, βασιζόμενοι στα ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια του συγχρόνου του Σεραφείμ Λαρισαίου λογίου Αλέξανδρου Ελλάδιου, τον κατατάσσουν στις προσωπικότητες εκείνες που με την παρουσία του στις πόλεις όπου έδρασε, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Όσον αφορά στη θετική θεώρηση, ο Σεραφείμ Μυτιληναίος, με πρωτεργάτη τον Γεώργιο Βαλέτα, υπήρξε ο λόγιος εκείνος που με το εθνοδιαφωτιστικό του έργο έγινε πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της εθνεγερσίας της Επανάστασης του 1821, (βλ. «Σεραφείμ Μυτιληναίος. Πρόδρομος της Εθνεγερσίας και του Διαφωτισμού», Αιολικά Γράμματα 1(1971)226-235). Την ίδια θεώρηση κάμει και ο Στυλιανός Μπαϊρακτάρης στη μονογραφία του Σεραφείμ Μυτιληναίος. Ο λησμονημένος πρωτοπόρος (1670-1735), Αθήνα 1973. Στην περίπτωση αυτή αξίζει να αναφέρω και το γεγονός ότι στη νεότερη λεσβιακή ιστοριογραφία, ο Σεραφείμ παραμένει ο φωτισμένος και δραστήριος κληρικός, που με το φωτεινό και μαχητικό του πνεύμα αγωνίστηκε να σκορπίσει το ζόφο της δουλείας από τα Γένος, (Π. Παρακευαΐδης, Η Λέσβος κατά την Τουρκοκρατία. Οι αιώνες της ανάκαμψης (17ος -18ος), Μυτιλήνη 2001, σσ. 95-97. Πρβλ., και την μυθιστορηματική βιογράφηση του Σεραφείμ από τον Στράτο Χατζηγιάννη, Οι Πωγωνάτοι της Λέσβου, Μυτιλήνη 1980, σσ. 77-126).
Ενώ λοιπόν μέχρι σήμερα η βιβλιογραφία ήταν διχασμένη, η παρουσιαζόμενη εδώ μονογραφία του Κυριάκου Κ. Παπουλίδη, Λέκτορα Νεοελληνικών Σπουδών στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Adam Mickiewcz στο Poznam της Πολωνίας, έρχεται και καλύπτει το υπάρχον κενό και αποκαθιστά την παρουσία του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού.
Όπως είναι γνωστό, οι απαρχές του 18ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τις πρώτες οργανωμένες πολιτικές δραστηριότητες των Ελλήνων για την απελευθέρωση του Ελληνισμού από τον οθωμανικό ζυγό. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις Ελλήνων λογίων που έδρασαν κυρίως στη μακρινή Ρωσία, όπως του «κλεινού» Ευγένιου Βούλγαρι, που με τα αλλεπάλληλα υπομνήματά του προς την Αικατερίνη Β΄, έκαμε πράξη το εθνικό του όραμα για εθνική αποκατάσταση. Στα πλαίσια αυτά είναι που αντίστοιχες πατριωτικές πρακτικές αποτέλεσαν το προοίμιο των συλλογικών αγώνων των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση. Εδώ είναι που ο λόγιος ιερομόναχος Σεραφείμ ο Μυτιληναίος και το κίνημα του Ιεροεθνισμού, εμφανίστηκαν ιστορικά ως οι δυο κύριες συνιστώσες μιας εταιριστικής κίνησης, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν τόσο με τον πολιτικό, όσο και με το θρησκευτικό τους ρόλο, στη μάχη για την απελευθέρωση των Ελλήνων.
Στην παρούσα μελέτη του Κυριάκου Παπουλίδη, για πρώτη φορά παρουσιάζεται λεπτομερώς η πολύπλευρη προσωπικότητα του λογίου ιερομόναχου Σεραφείμ Μυτιληναίου, ως βασικού πρωταγωνιστή και πρωτεργάτη της οργανωμένης πολιτικής δραστηριότητας των υποδούλων Ελλήνων. Μια σειρά από ανέκδοτες και εκδιδόμενες αρχειακές πηγές, φέρνουν στο φως την πολυσχιδή δραστηριότητα του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην ανάπτυξη του κινήματος του Ιεροεθνισμού, μέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών πολιτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Στη εν λόγω μελέτη γίνεται λόγος για το βίο και τη δράση του Σεραφείμ Μυτιληναίου, η οποία ξεκινά από τη γενέτειρά του Μυτιλήνη και διέρχεται μια σειρά από πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Μόσχα, το Λονδίνο, το Άμστερντάμ, η Βιέννη, η Κοπεγχάγη, η Κωνστάντζα, η Βαρσοβία, η Αγία Πετρούπολη, (σσ. 19-124). Στις πόλεις αυτές ο Σεραφείμ βρέθηκε όχι μόνο για σπουδές, όπως στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και στο Ελληνικό Κολλέγιο της Οξφόρδης στο Λονδίνο, αλλά και για πολιτική δράση, είτε ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μ. Πέτρο στη Ρωσία, είτε ως ενεργά αναμειγμένος στη σύσταση της Εταιρείας των Ελλήνων, την ορθά από το Ζαχαρία Τσιρπανλή χαρακτηριζόμενη «Σοσιετά των Γραικών», της οποίας προκήρυξης συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Σεραφείμ, τυπωμένη σε τυπογραφείο της Κρακοβίας 1720, με σαφή πατριωτικό και πολιτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και ο όρος Ιεροεθνισμός. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια των αλλεπάλληλων μετακινήσεών του, ο Σεραφείμ ήρθε σε επαφή σημαντικά πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, το λόγιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Νοταρά, τον Μ. Πέτρο, τον ελληνιστή καθηγητή στην Οξφόρδη Dr. Benjamin Woodroffe, το λόγιο και πολυμαθή ιεράρχη Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Νεόφυτο, τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Άννα, τον πρίγκιπα της Σαβοΐας Ευγένιο, τον καγκελάριο της Πολωνίας Σεμπέκ, τον Ρώσο Αρχιεπίσκοπο Νόβγοροδ Θεοφάνη Προκόποβιτς, κ.ά.
Το μεταφραστικό έργο του Σεραφείμ σχετίζεται με την αναθεώρηση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης, του γνωστού λογίου ιερομονάχου Μάξιμου Καλλιουπολίτη στα 1703, γεγονός που τον έφερε αντιμέτωπο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄. Το ζήτημα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης στην Ιστορία της Εκκλησίας, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δυστυχώς είχε οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα. Ήδη, πριν από τον 17ο αιώνα, υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων που δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννίκιου Καρτάνου της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης το 1536. Από την εποχή όμως της μετάφρασης του Μάξιμου Καλλιουπολίτη που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1638, όταν ο Μάξιμος είχε πεθάνει, μολονότι είχε την υποστήριξη του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι, η ίδια γνώρισε τρεις καταδίκες από ισάριθμες Τοπικές Συνόδους, στην Κωνσταντινούπολη το 1638 και το 1642 και στο Ιάσιο το 1641-1642, (βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Νέα στοιχεία για την πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική γλώσσα από το Μάξιμο Καλλιουπολίτη», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 2(1986)7–70. Για το θέμα των μεταφράσεων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η βιβλιογραφία είναι ιδιαιτέρα σημαντική. Ο πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, μας έχει δώσει μια εξαιρετική μελέτη, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2004).
Η επανέκδοση λοιπόν της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, αν και συνάντησε τη μήνιν του Αλέξανδρου Ελλάδιου, στόχο είχε να δώσει τη δυνατότητα στον υπόδουλο Ελληνισμό να μελετά την Καινή Διαθήκη στην γλώσσα του. Ο Κυριάκος Παπουλίδης, στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του (σσ. 125-184), με σαφήνεια εκθέτει όλα τα προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτό το εγχείρημα του Σεραφείμ. Αναφέρεται στη γλώσσα της μετάφρασης, τα προβλήματά της, το λεξιλόγιο, την ορθογραφία και παραθέτει σχετικό παράρτημα με τον πρόλογο του έγραψε ο Σεραφείμ στο Λονδίνο το 1703, κάνοντας σχετικά σχόλια και παραθέτοντας το καταδικαστικό συνοδικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄ το 1704.
Σύμφωνα με τον Ρώσο συγγραφέα G. Episov, που στα 1876 σε ένα άρθρο του βιογράφησε τον Σεραφείμ (το άρθρο αυτό μεταφράστηκε από τον Κ Παλαιολόγο και με τίτλο: «Ο Έλλην κληρικός Σεραφείμ» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παρνασσός 4(1886)28-51), ο Λέσβιος λόγιος κληρικός, στα 1732 συνελήφθη στην Αγία Πετρούπολη για κατασκοπία, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια εξορία στην κωμόπολη Οχότσκ της Σιβηρίας. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το γεγονός αυτό, δημοσιεύοντας το κείμενο της καταδίκης από τα ρωσικά αρχεία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο Σεραφείμ καταδικάστηκε χωρίς καν να δικαστεί, (σσ. 185-232). Τα πρόσωπα που άμεσα αναμείχθηκαν στην καταδίκη, ήταν η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Άννα Ιβάνοβνα και ο Αρχιεπίσκοπος Νόβγοροδ Θεοφάνης Προκόποβιτς. Ωστόσο, πίσω από την καταδίκη ως ηθικός αυτουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, γεγονός που κατά τον συγγραφέα, ενισχύει την άποψη ότι οι ανακριτικές αρχές της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, στηρίχθηκαν στις κατηγορίες που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στα 1714, δεκαοκτώ δηλαδή χρόνια πριν, στο έργο του Status Praesens Ecclesiae Graecae.
Το βιβλίο του Κυριάκου Παπουλίδη, στηριζόμενο σε αρχειακή έρευνα και αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, πιστεύω ότι επιλύει αρκετά προβλήματα της ιδεολογικής ταυτότητας και δράσης του λησμονημένου Σεραφείμ Μυτιληναίου και ταυτόχρονα ανοίγει νέους δρόμους στην έρευνα, δείχνοντας το τρόπο με τον οποίο αυτή οφείλει να είναι γόνιμη, αντικειμενική και αξιόπιστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου