Δρ.
Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου
Κρήτης
Οι
Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος,
κτήτορες
της Ιεράς Μονής Κουδουμά
Σεβασμιώτατοι
και Θεοφιλέστατε άγιοι αρχιερείς,
Άγιε Καθηγούμενε
της Ιεράς Μονής Κουδουμά μετά της τιμίας συνοδείας Σας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί
αδερφοί,
Το
σημαντικότερο και εκλεκτότερο κομμάτι της Αγίας Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα
ο λειτουργικός της πλούτος : το κέντρο αυτού, η θεία λειτουργία, με τις ακολουθίες
των υπόλοιπων ιερών μυστηρίων που στρέφονται γύρω από αυτήν (άλλωστε κάποτε όλα
τα ιερά μυστήρια τελούνταν μόνο μέσα στη θεία λειτουργία – το αποδεικνύει η
τέλεση του μυστηρίου της ιερωσύνης). Σύμφωνα με την εκπεφρασμένη γνώμη των πατέρων
θεολόγων κάθε Θεία Λειτουργία είναι μία θεοφάνεια, στην οποία βλέπουμε το φώς
το αληθινό και λαμβάνουμε το Άγιο Πνεύμα το επουράνιο, και συνεχίζει τη χορεία
των ζωντανών θεοφανειών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με κορύφωση βέβαια
την ενανθρώπιση του Κυρίου, η οποία είναι η τέλεια θεοφάνεια, καθώς το δεύτερο
πρόσωπο της Αγίας Τριάδος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η θεία
λειτουργία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια δεν σταμάτησε ποτέ να τελείται, ενώ
κανένα επίτευγμα του ανθρώπου εκείνη της εποχής δεν υπάρχει σήμερα ζωντανό,
όπως ήταν την εποχή που γεννήθηκε, παρά μόνο στις επιστημονικές βιβλιοθήκες ως
αναφορά ή παραπομπή. Και μόνο η συνεχής και αδιάκοπη πορεία του λειτουργικού
πλούτου της Εκκλησίας είναι η καλύτερη απόδειξη πως τα γεγονότα που περιγράφει
είναι ζωντανά.
Μέσα
στη θεία λειτουργία λαμβάνουν τον αγιασμό όλα τα μέλη της Εκκλησίας, όποιο
χάρισμα και να τους δόθηκε, από το πρώτο και σπουδαιότερο, αυτό του επισκόπου
στο οποίο υπάρχει άπασα η ιερωσύνη, μέχρι του τελευταίου πιστού. Μέσα στη θεία
λειτουργία ακούγεται με την ποίηση τη υμνογραφία και τη μουσική όλη η θεολογία
της εκκλησίας, όπως είναι διατυπωμένη στην Αγία Γραφή και στις Οικουμενικές
Συνόδους, μέσα στη Θεία Λειτουργία τα μέλη της Εκκλησίας λαμβάνουν τον αγιασμό,
ο οποίος είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την ανθρώπινη φύση, όμως και μέσα
στη θεία λειτουργία γίνονται οι αγιοκατατάξεις νέων αγίων της εκκλησίας, δείχνοντας
καθαρά πως ο αγιασμός του ανθρώπου είναι πραγματικός και ζωντανός σε κάθε
εποχή. Αυτό ακριβώς συνέβη και πριν από τέσσερα χρόνια στο ιερό μέρος που
στεκόμαστε. Σύσσωμη η εκκλησία, ο οικείος ιεράρχης, η Σύνοδος της τοπικής μας
Εκκλησίας και η Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, ενέταξαν στο
αγιολόγιο ολόκληρης της Εκκλησίας δύο ακόμα πρόσωπα, τους αγίους Παρθένιο και
Ευμένιο, κτήτορες της Ιεράς Μονής Κουδουμά.
Οι
όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος ήταν αδέρφια, αλλά είχαν μεταξύ τους μεγάλη διαφορά
ηλικίας, συγκεκριμένα 16 χρόνια. Ο Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 ενώ ο Ευμένιος
το 1846 και κοιμήθηκαν ο Παρθένιος το 1905 και ο Ευμένιος το 1920. Σε σχέση με
το αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίο ξεκινά από τις πρώτες ημέρες του
χριστιανισμού φυσικά από τους αποστόλους και τους πρώτους μάρτυρες επισκόπους,
όπως είναι ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος είναι πολύ
πρόσφατοι άγιοι, ουσιαστικά σύγχρονοι μας. Το εορτολόγιο της Εκκλησίας μας
εντυπωσιάζει τον πιστό με ένα ακόμα χαρακτηριστικό του, την ποικιλία των
ιδιοτήτων των προσώπων που το απαρτίζουν. Οι πάντες μπορούν να ενταχθούν στο
εορτολόγιο της ορθοδόξου εκκλησίας και να γίνουν άγιοι. Μικρά παιδιά, ιεράρχες
της Εκκλησίας, στρατιωτικοί, μεγάλοι ασκητές που δεν έλαβαν ποτέ την ιερωσύνη
αλλά αγίασαν. Οι πάντες μπορούν, αν το αποφασίσουν ελεύθερα, να γίνουν άγιοι
και να ενταχθούν και ουσιαστικά αλλά και θεσμικά στο εορτολόγιο της εκκλησίας.
Οι κτήτορες της μονής στην οποία βρισκόμαστε εκπροσωπούν τρεις κατηγορίες του
εορτολογίου. Και τα μικρά παιδιά που αγίασαν καθώς από παιδιά, και οι δύο
αδερφοί, είχαν δείξει σημάδια αγιότητας και τους ασκητές αγίους εφόσον και οι
δύο ήταν μεγάλοι ασκητές, αλλά και τους μεγάλους πατέρες της εκκλησίας που
αγίασαν καθώς ο Ευμένιος ήταν και ιερέας με μεγάλο ποιμαντικό έργο στην ιερά
εξομολόγηση.
Το
κοσμικό όνομα του Παρθενίου ήταν Νικόλαος ενώ του Ευμενίου Εμμανουήλ. Ο πατέρας
τους ονομάζονταν Χαρίτων Χαριτάκης και καταγόταν από τα Πιτσίδια και η μητέρα τους,
η Μαρία Ανδρουλάκη, είχε καταγωγή το Αμάρι του νομού Ρεθύμνου και συγκεκριμένα
από το χωριό Λοχριά. Κατά κόσμον ο Ευμένιος πρέπει να ήξερε περισσότερα γράμματα
από τον Παρθένιο, και δίπλα στον δάσκαλο του που ήταν αναγνώστης πρέπει να
έμαθε και τα πρώτα λειτουργικά γράμματα. Το 1852 ο ανάδοχος του Παρθενίου, ο
οποίος ήταν ο πλοίαρχος Ανδροκλής Κούνδουρος ζήτησε να πάρει τον Παρθένιο στη
θάλασσα για να μάθει την ναυτική τέχνη. Ο Παρθένιος πήγε κοντά για δύο χρόνια
μέχρι το 1854 όπου σταμάτησε να ταξιδεύει. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους όταν ο
Παρθένιος ήταν 26 ετών και ο Ευμένιος 10 ετών. Δύο χρόνια αργότερα τα δύο
αδέρφια έφυγαν από το σπίτι τους και κατευθύνθηκαν στη μονή της Οδηγήτριας, η βρίσκεται
ανάμεσα στο χωριό Σίββα Πυργιωτίσσης και στους Καλούς Λιμένες για να
ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο που τόσο ποθούσαν. Ο όσιος Παρθένιος έμεινε 4
χρόνια ως δόκιμος μοναχός και στις 27 Αυγούστου του 1862 έλαβε την ένδυση του
ράσου με το όνομα Νέστωρ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1865, έλαβε το ράσο και ο
αδερφός του Ευμένιος με το όνομα Μεθόδιος. Η ζωή τους κυλούσε αρμονικά μέσα στο
μοναστήρι με αυστηρή άσκηση. Όταν βρέθηκε το Μάρτσαλο, ο Νέστωρ πήγε εκεί για
να οργανώσει το μέρος, κτίζοντας κελιά και δεξαμενή για το νερό. Μετά από λίγο
πήγε μαζί του και ο Ευμένιος που ακόμα τότε ακόμα έφερε το όνομα Μεθόδιος. Το
1866 ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση και τα δύο αδέρφια ζήτησαν να λάβουν μεγάλο
μοναχικό σχήμα ώστε να έχαναν τη ζωή του να πέθαιναν ως μεγαλόσχημοι. Τότε ο
Νέστωρ έλαβε το όνομα Παρθένιος και ο Μεθόδιος το όνομα Ευμένιος τα ονόματα που
από το 2006 θα τους γνωρίσει ολόκληρη η Εκκλησία. Μόλις οι Τούρκοι έφθασαν στο
Μαρτάλο οι 2 Πατέρες κατέφυγαν σε δυσπρόσιτα σπήλαια για να κρυφτούν·
μαζί τους πήγαν και πολλοί χριστιανοί που κατέφυγαν εκεί για να σωθούν. Μετά τα
φυγή των Τούρκων ο Παρθένιος και ο Ευμένιος επέστρεψαν στον τόπο της ασκήσεως
τους, στο Μάρτσαλο. Δύο χρόνια αργότερα το 1868 ο Ευμένιος έγινε διάκονος από τον
επίσκοπο Πέτρας Μελέτιο και το 1870 έλαβε το βαθμό του πρεσβυτέρου από τον
επίσκοπο Αρκαδίας Γρηγόριο. Ο Παρθένιος δεν έλαβε ποτέ την ιερωσύνης και πέθανε
ως μεγαλόσχημος μοναχός.
Όταν
ηγούμενος στη μονή της Οδηγήτριας έγινε ο Αγαθάγγελος Τζωρτζακάκης το κλίμα
βάρυνε εις βάρος των δύο αδερφών με αποτέλεσμα τα δύο αδέρφια να αποχωρήσουν
από το Μάρτσαλο της μονής Οδηγήτριας, το 1874. Αν και είχαν ως σκοπό στην αρχή
να κατευθυνθούν στην Ιερά Μονή Κοψά Σητείας τελικά δεν έμειναν εκεί και μετά
από 4 χρόνια περιπλάνησης, το 1878, έφθασαν στον Κουδουμά, το μέρος όπου έχουμε
την ευλογία και την τιμή να πατούμε σήμερα. Η πιο πιθανή εκδοχή για την
προέλευση του ονόματος Κουδουμάς πρέπει να προέρχεται μάλλον από το φυτό
Κουδουμαλιά. Τα αδέρφια βρήκαν στην περιοχή ίχνη από χαλάσματα που ανήκαν σε
ένα ερημωμένο εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία. Το 1878 ιδρύουν την Ιερά Μονή
Κουδουμά και ξεκινούν έναν τιτάνιο αγώνα για να χτίσουν το μοναστήρι τους.
Η αγάπη και οι δωρεές του κόσμου είχαν
ως αποτέλεσμα να χτιστεί το μοναστήρι και το 1895 να γίνουν τα εγκαίνια του ναού από τον επίσκοπο Λάμπης και
Σφακίων Ευμένιο και μετέπειτα Μητροπολίτη Κρήτης. Τα εγκαίνια εκείνα είναι
σημαδιακή ημέρα για την εκκλησία μας καθώς θεμελιώθηκε ένα σπουδαίο προσκύνημα
πολύ γνωστό και στην υπόλοιπη Ελλάδα εξαιτίας της αγιότητας των κτητόρων του.
Το μοναστήρι εορτάζει κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου. Γιορτάζει όμως και στις 15
Αυγούστου, ημέρα Κοιμήσεως της Παναγίας μας καθώς το καθολικό της Μονής είναι
αφιερωμένο στην Παναγία. Άλλωστε στην Παναγία πρέπει να ήταν αφιερωμένος και ο
ναός ο οποίος υπήρχε πριν φθάσουν οι όσιοι Πατέρες.
Καθώς
η εκκλησία κατά τον Απόστολο Παύλο είναι η σύναξη των λογικών όντων, των
ανθρώπων, οι οποίοι έχουν τον νου και την ελευθερία, αρετές που θεολογικά
ονομάζονται το κατ’ εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, χαρακτηρίζεται από την
ποικιλία των χαρισμάτων. Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μάρτυρες της πρώτης
εκκλησίας, μοναχοί, ασκητές, διδάσκαλοι, θεολόγοι με πρωτοκορυφαίους πάντοτε
τους αποστόλους, έχουν προικισθεί ο καθένας με διαφορετικό χάρισμα και
αποτελούν την Εκκλησία. Αυτήν τη βασική αλήθεια φρόντιζε πάντοτε η εκκλησία να
τη δείχνει στο εορτολόγιο της, δίνοντας διαφορετικούς χαρακτηρισμούς στις
διάφορες κατηγορίες αγίων, ανάλογα με το ποια ιδιότητα είχαν στη ζωή τους. Έτσι
οι άγιοι που είναι πολύ γνωστοί σε ολόκληρη την Οικουμένη ονομάζονται
μεγαλομάρτυρες. Μαρτυρούνται μεγάλως από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κάποιοι από αυτήν
την ομάδα των Αγίων είχαν και πολύ φρικτό μαρτύριο, κάποιοι όμως δεν είχαν,
είναι όμως και αυτοί μεγαλομάρτυρες εξαιτίας της κατά Θεόν δόξας που απέκτησαν
και στη στρατευομένη εκκλησία αλλά και στη θριαμβεύουσα, δύο φάσεις της
Εκκλησίας που βρίσκονται σε πλήρη συνέχεια και ενότητα. Ο άγιος Δημήτριος,
πολιούχος της Θεσσαλονίκης, δεν είχε ιδιαίτερα φρικτό μαρτύριο είναι όμως
παντού φημισμένος και γι΄ αυτό είναι μεγαλομάρτυς. Η Αγία Αικατερινή του Σινά
είναι επίσης μεγαλομάρτυς. Και είχε πολύ φρικτό μαρτύριο αλλά είναι και
φημισμένη σε ολόκληρη την Οικουμένη. Στην ίδια ομάδα βέβαια βρίσκεται και ο
Άγιος Μηνάς. Επίσης οι άγιοι που είναι ιδιαίτερα γνωστοί είχαν όμως πολύ φρικτό
μαρτύριο ονομάζονται : αν ήταν κληρικοί, επίσκοποι ή ιερείς, ιερομάρτυρες,
μοναχοί και ασκητές οσιομάρτυρες, μόνο λαϊκοί, ονομάζονται μάρτυρες και αν ήταν
κληρικοί ή λαϊκοί που μαρτύρησαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας νεομάρτυρες. Οι
άγιοι που δεν είχαν κάποιο φρικτό μαρτύριο, μαρτύρησαν το Χριστό με τη ζωή τους,
και είχαν την ιδιότητα του μοναχού ονομάζονται όσιοι. Σε αυτήν την κατηγορία
ανήκουν οι κτήτορες την μονής στην οποία έχουμε την τιμή να βρισκόμαστε,
Παρθένιος και Ευμένιος.
Σύμφωνα
με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, Εκκλησία σημαίνει δόγμα και λατρεία. Τα
πάντα μέσα στην εκκλησία είναι λειτουργικά, συμβαίνουν μέσα στη λατρεία και
εκφράζονται με τη λατρεία. Το ίδιο συμβαίνει και με την αγιοκατάταξη κάποιου
προσώπου, δηλαδή την ένταξη του στο αγιολόγιο της εκκλησίας, ένα κατεξοχήν
λειτουργικό γεγονός. Ο πρώτος της τοπικής εκκλησίας, ο οικείος ιεράρχης,
υποβάλλει στην τοπική σύνοδο, όπου ανήκει η επαρχία του, την πρόταση του για
την αγιοποίηση κάποιου προσώπου. Η Ιερά Σύνοδος με τη σειρά της στέλνει την
πρόταση του στη μητέρα Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και με την
ευλογία και έγκριση αυτής καθιερώνεται επισήμως η ένταξη του συγκεκριμένου
προσώπου στο αγιολόγιο της εκκλησίας. Για να φθάσει η εκκλησία στο σημείου να
ζητήσει την αγιοποίηση κάποιου προσώπου σημαίνει πως πρέπει να συντρέχουν
κάποιες βασικές προϋποθέσεις : α) το συγκεκριμένο πρόσωπο να ανήκε στην
ορθόδοξη εκκλησία β) να υπάρχουν ζωντανές μαρτυρίες θαυματουργίας του
συγκεκριμένου προσώπου και γ) σύσσωμο το εκκλησιαστικό σώμα να συνηγορεί
ενθέρμως για την αγιότητα του συγκεκριμένο προσώπου. Ουσιαστικά ο οικείος
ιεράρχης που ζητά την αγιοκατάταξη κάποιου προσώπου είναι απλώς ο εκφραστής και
ο εκπρόσωπος του εκκλησιαστικού πληρώματος της επαρχίας του.
Στις
24 Μαΐου του 2006 είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου για να ζητήσει ο τοπικός επίσκοπος, Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριος την ένταξη των οσίων Παρθενίου
και Ευμενίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας. Στην επιστολή προς την Ιερά
Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης φαίνεται καθαρά πόσο έχει αγαπήσει ο Κρητικός Λαός
τους κτήτορες της μονής Κουδουμά καθώς ἀναφέρει πώς ὡς ἐπίσκοπος ἔχει λάβει ὑπόψη
τοῦ α) «τάς ἀπό πολλῶν ἐτῶν συντεθείσας καί ἐν χρήσει οὔσας διαφόρους Ἱερᾶς Ἀκολουθίας
αὐτῶν» β) «τούς, ἤδη, ἀνεγερθέντας ἐπ’ ὀνόμασι αὐτῶν Ἱερούς Ναούς, ἐγκαινιασθέντας
καί πανηγυρίζοντας ἐπί τῇ Ἱερά μνήμῃ αὐτῶν τήν 10ην Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους,
μνήμην καθιερωθεῖσαν ἐπί τῷ ἐγκαινιασμῷ τοῦ πρώτου αὐτῶν Ναοῦ : 1) ἐν τῇ Ἱερά
Μονή Κουδουμά» (καί βεβαίως στή μονή Ἀπεζανῶν, στό Μάρταλο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁδηγητρίας,
στά Πιτσίδια καί στό Κεραμέ τοῦ Ρεθύμνου) γ) «τήν ἱστόρησιν αὐτῶν ἐν φορηταῖς
Ι. Εἰκόναις καί τοιχογραφίαις πλείστων ὅσων Ἱερῶν Ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν ἐν Κρήτη
καί ἀλλαχοῦ καθώς και δ) το έργο Οἱ ὅσιοι
Παρθένιος καί Εὐμένιος καί ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμά του πανοσιολογιωτάτου
Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως π. Χρυσοστόμου.
Η
απάντηση της Μητέρας Εκκλησίας, τον Ιανουάριο του 2007, επιβράβευσε πατρικά και
σφράγισε θεσμικά μία ζωή αγώνων και ασκήσεως των δύο αδερφών, Παρθενίου και
Ευμενίου. Στην απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπάρχει η Πράξις κατατάξεως εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῶν ὁσιῶν Εὐμενίου καί Παρθενίου τῶν ἐν Γορτύνη τῆς Νήσου Κρήτης
με αριθμ. πρωτ. 47. Στην εν λόγω Πράξιν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ.
Βαρθολομαίος, αφού εκθέσει την πρόταση της Εκκλησίας της Κρήτης και τη
συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος καταλήγει σημειώνοντας : «ὅθεν, καί
θεσπίζομεν Συνοδικῶς καί ἐν Ἁγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι ὅπως οἱ εἰρημένοι Ὅσιοι
Εὐμένιος καί Παρθένιος, οἱ ἐν Κρήτη, συναριθμῶνται τοῖς Ὀσίοις καί Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας
τιμώμενοι εἰς τόν ἅπαντα αἰώνα παρά τῶν πιστῶν καί ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι
κατ’ ἔτος τῇ ι΄ Ἰουλίου».
Η
Πράξις του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρεται ρητώς και στις θαυματουργίες
των δύο κτητόρων της Μονής Κουδουμά : «τῆς διά τοῦ λόγου καί τοῦ ἔργου αὐτῶν
διδαχῆς καί θαυματουργιῶν αὐτῶν». Πράγματι η ζωή τους ήταν γεμάτη από
θαυματουργικά σημάδια όχι μόνο όσο ήταν εν ζωή, όχι μόνο μετά το θάνατο τους
αλλά και πριν ενδυθούν το ράσο από τα πρώτα νεανικά τους χρόνια. Θα ήταν
φρόνιμο να αναφερθούμε σε δύο θαύματα του οσίου Παρθενίου που δείχνουν πως από
νεαρή ηλικία του είχε η δυνατότητα της θαυματουργίας. Μία μέρα στο σπίτι η
μητέρα είχε παραγγείλει στον Παρθένιο, Νικόλαο τότε, να ανάψει το φούρνο για να
ψηθεί το ψωμί που είχε ζυμώσει. Ο Νικόλαος το αμέλησε και όταν ήρθε η ώρα να
φουρνίσει το ζωμί η μητέρα του έβαλε τις φωνές. Ατάραχος ο Νικόλαος της είπε
φούρνισε μητέρα και μη ταράζεσαι. Εκείνη σεβάστηκε την προτροπή του και έβαλε
το ψωμί στο φούρνο. Ο Νικόλαος σχημάτισε επάνω στο φούρνο το σχήμα του σταυρού
και το ψήσιμο του άρτου έγινε κανονικά, καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Τότε η
μητέρα του είπε : παιδί μου δεν είμαι άξια να σε έχω στο σπίτι μου. Στο Θεό
ανήκεις πήγαινε κοντά του. Τα ίδια λόγια ακριβώς είπε και στο άλλο της το παιδί
τον όσιο Ευμένιο που τότε έφερε το όνομα Εμμανουήλ.
Ένα
ακόμα, ακόμα κατά τα γνώμη μου, πολύ σπουδαίο θαύμα που σχετίζεται με τον όσιο
Παρθένιο είναι αυτό που συνέβη όταν δούλευε στα πλοία με τον νονό του, καπετάν
Ανδροκλή. Το 1852, πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας τους ο Ανδροκλής ζήτησε να τον
πάρει μαζί του στο πλεούμενο για να μάθει τη ναυτική τέχνη. Κάποια μέρα μετά
από δύο χρόνια δουλείας στο πλοίο το πλοιάριο ήρθε στα Μάταλα και ετοιμάζονταν
να φύγουν για άλλο ταξίδι. Ο Νικόλαος προφασίστηκε να πάρει ρούχα από το σπίτι
του και εξαφανίστηκε. Το πλοιάριο δεν τον περίμενε και έφυγε, χωρίς όμως να
γυρίσει ποτέ από εκείνο το ταξίδι, στο οποίο πνίγηκαν όλα τα μέλη του
πληρώματος. Ο Θεός του είχε δείξει σημάδι να μην ταξιδέψει καθώς είχε δείξει
σημείο – ειδοποίηση. Αν το έλεγε και στους άλλους δεν θα τον πίστευε κανείς
γιατί η πίστη δεν είναι κάτι που ανακοινώνεται ή παρουσιάζεται αλλά
ανακαλύπτεται ελεύθερα από τον καθένα μας. Έτσι άφησε τα καράβια και γύρισε
στον αγαπημένο εκκλησιασμό και αργότερα τη μοναχική ζωή.
Θα
σημειώσουμε ακόμα ένα θαύμα των οσίων που έγινε όταν έκτιζαν το μοναστήρι.
Κάποια στιγμή, καθώς συνεχίζονταν το κτίσιμο τη μονής, τελείωσαν οι πέτρες. Οι
τεχνίτες ενημερώσαν τους δύο πατέρες πως δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι να
βρεθούν καινούριες πέτρες καθώς έχαναν μεροκάματα για τις οικογένειες τους. Θα
έφευγαν από το μοναστήρι ώστε να εργαστούν αλλού και όταν θα βρίσκονταν οι
πέτρες θα επέστρεφαν για να συνέχιζαν το κτίσιμο. Οι όσιοι παρακάλεσαν τους
τεχνίτες να μην φύγουν μέχρι το πρωί. Όλο το βράδυ προσεύχονταν θερμά στο ιερό
του ναού των χαλασμάτων για να βρεθούν οι πέτρες. Σε λίγο ξέσπασε μια μεγάλη
τρικυμία. Όταν ηρέμησε, η παραλία μπροστά στο μοναστήρι ήταν γεμάτη από τις
πέτρες, τις οποίες είχε φέρει η τρικυμία που προκλήθηκε με την προσευχή των
οσίων πατέρων. Έκπληκτοι οι τεχνίτες αντίκρυσαν τις πέτρες που τους ήταν
απαραίτητες για τη συνέχιση του κτισίματος. Οι όσιοι δοξολόγησαν το Θεό που
άκουσε την προσευχή τους και η ανέγερση της μονής συνεχίστηκε απρόσκοπτα.
Εκτός
όμως από χώρος αγιότητος η μονή Κουδούμα είναι και σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, καθώς
στη μονή βρέθηκαν χειρόγραφα υψίστης σπουδαιότητας που περιέχουν έργα λειτουργικά,
ερμηνευτικά, πατερικά, δογματικά, βιβλικά. Άλλωστε όλα τα μοναστήρια της
ορθοδοξίας είναι και λαμπρά κέντρα πολιτισμού. Ένα από τα πιο σπουδαία έργα που
φυλάσσονται στη μονή Κουδουμά είναι αναμφισβήτητα το έργο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, στο οποίο παρουσιάζεται η
ανθρωπολογία της ορθοδόξου θεολογίας και μας λέγει πως ο αγιασμός της
ανθρωπίνης φύσεως ακουμπά ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η θύρα της υπάρξεως
είναι ο νους. Από αυτόν εισρέουν στην υπόλοιπη ύπαρξη οι διαβρωτικοί ή οι
αγαθοί λογισμοί, οι οποίοι μετατρέπονται σε διαβρωτικές ή αγαθές πράξεις με τη
συνδρομή τις υπόλοιπης ύπαρξης. Εκδόθηκε το 1893 στη Αθήνα από τον Παναγιώτη
Αθ. Τζελάτη. Τα ευρεθέντα έργα της Ιεράς Μονής που σήμερα βρισκόμαστε είναι
ανεκτίμητος θησαυρός για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μελετητές και μαρτυρούν
πως επί των ημερών των οσίων Παρθενίου και Ευμενίου το μοναστήρι έσφυζε από
κίνηση και ζωή. Άλλωστε το έργο Βιβλίον
πρόχειρον ἀποθήκης τῆς Ι. Μ. Κουδουμά, επί ηγουμενίας του οσίου Ευμενίου,
δείχνει την κίνηση και την τάξη που επικρατούσε στην Ιερά Μονή. Σημαντικό
επίσης εύρημα του μοναστηριού είναι το έργο του Ιωάννου Χρυσοστόμου που εξηγεί
τους κατά τας Κυριακάς αναγινωσκόμενους Αποστόλους, όπου μετέφρασε ο εθνομάρτυς
Γρηγόριος ο Ε΄ και διασκευάσθηκε από τον καθηγητή Φίλιππο Π. Παπαδόπουλο.
Από
την ίδρυση του το μοναστήρι γνώρισε 12 ηγουμένους. Οι δύο πρώτοι είναι οι
κτήτορες, μοναχός Παρθένιος και αρχιμανδρίτης Ευμένιος. Ακολούθησαν σχεδόν αδιάκοπα
άλλοι δέκα ηγούμενοι συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού ηγουμένου, πατρός
Μακαρίου, ο οποίος διακονεί ως ηγούμενος από το 2001.
Αυτή
είναι η παρουσία και το περιεχόμενο των ορθοδόξων μοναστηριών. Πατριαρχική
πράξη, Αγιοκατάξη, Επίσκοποι, ηγούμενοι, ασκητές, αγιότητα, άσκηση, πολιτισμός,
καταλλαγή, μετάνοια, χειρόγραφα του παρελθόντος, ενταγμένα όλα μέσα στη θεία
λειτουργία και τον περαιτέρω λατρευτικό πλούτο, συνθέτουν γόνιμα και ζωντανά
αυτό που ονομάζουμε Ορθόδοξο βίωμα και αγιασμός της ανθρώπινης φύσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου