Ιωάννης Ν. Λίλης
Διδάκτωρ Θεολογίας
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Διδάσκων Δογματική και
Συμβολική
στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική
Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης
Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής
φιλοσοφίας
κατά τους πρώτους Βυζαντινούς
αιώνες
Μεγάλη χαρά προξενεί το γεγονός ότι με την πάροδο των ετών,
δημοσιεύονται όλο και περισσότερες μελέτες που αφορούν το χώρο της Βυζαντινής
Φιλοσοφίας. Η παρατήρηση αυτή έχει εξόχως ιδιαίτερη σημασία καθώς, ως γνωστόν, η
έρευνα και παρουσίαση της Βυζαντινής Φιλοσοφίας αποτελεί σημαντικότατο
παράγοντα για την έρευνα και την παρουσίαση συνολικά του βυζαντινού πολιτισμού.
Με τον όρο Βυζαντινή
Φιλοσοφία εννοούμε την ενασχόληση των βυζαντινών συγγραφέων με την αρχαία
ελληνική φιλοσοφία, δηλαδή το σχολιασμό και τη μελέτη της κεντρικής σκέψης των
αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων που αφορούν τον κόσμο, το φυσικό
περιβάλλον και τον άνθρωπο (Λογική και Φυσική). Βέβαια αυτή η διεξοδική
ενασχόληση των βυζαντινών με την έρευνα και την ερμηνεία των αρχαίων
φιλοσοφικών κειμένων δεν είναι άμοιρη του γενικότερου πολιτιστικού
περιβάλλοντος στο οποίο ανέπνεε το Βυζάντιο. Το Βυζάντιο είχε αφομοιώσει γόνιμα
την ελληνικότητα σε κάθε πτυχή της ζωής του και όχι μόνο στο σχολιασμό των
αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων. Η τέχνη, η θεολογία, η εκκλησιαστική ζωή, η
διπλωματία και η πολιτική των Βυζαντινών είναι άμεσα εμποτισμένα από το μέτρο,
τα όρια και την άσκηση του ελληνικού πνεύματος. Όμως καθώς καταγράφουμε, ως μελετητές
της Φιλοσοφίας, την παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο Βυζαντινό πολιτισμό,
θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως Βυζαντινή
Φιλοσοφία ονομάζουμε μόνο την ενασχόληση των Βυζαντινών συγγραφέων με τα
καθεαυτό αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά κείμενα.
Συνεπώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο Βυζαντινή Φιλοσοφία για τα κείμενα του 9ου
αιώνα μ.Χ. και εξής, μέχρι την κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως τα
κείμενα του Μ. Φωτίου και κατόπιν του Μ. Ψελλού, του Αρέθα, του Πλήθωνα και
άλλων σοφών, οι οποίοι ασχολήθηκαν διεξοδικά με τα κείμενα των αρχαίων
φιλοσόφων,
γεγονός που δεν παρατηρείται στους προηγούμενους βυζαντινούς αιώνες. Από τον 1ο
μ.Χ. αιώνα μέχρι τον 9ο, δεν έχουμε βυζαντινή φιλοσοφία, αλλά τη φιλοσοφία του τέλους της αρχαιότητας,
του ύστερου Ελληνισμού, στους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες, καθώς και τη
χρησιμοποίηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας από τους Πατέρες της
Εκκλησίας.
Φιλοσοφία του ύστερου Ελληνισμού είναι τα φιλοσοφικά
κείμενα που παράγονται στα ελληνιστικά χρόνια, καθώς και τους τρεις πρώτους περίπου
χριστιανικούς αιώνες από τους εθνικούς δασκάλους, όπως είναι ο Πλωτίνος. Τα
συγκεκριμένα κείμενα δεν μπορούν να ενταχθούν στη Βυζαντινή Φιλοσοφία καθώς είναι καθαρά η αρχαία ελληνική φιλοσοφία
προσωπικά αφομοιωμένη και προεκτεινόμενη από μετέπειτα εθνικούς δασκάλους. Όμως
και η γνώση και χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από τους Πατέρες της
Εκκλησίας από τον 3ο μέχρι τον 9ο αιώνα (τελευταίο
εκπρόσωπο θα αναφέραμε τον Ιωάννη Δαμασκηνό) επίσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
ως Βυζαντινή Φιλοσοφία, γιατί τα
κείμενα των εν λόγω συγγραφέων δεν έχουν ως σκοπό να ερμηνεύσουν και να σχολιάσουν
κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά να διδάξουν τα κείμενα της Αγίας
Γραφής και της Εκκλησίας, με όλα τα δημιουργικά της έργα χρησιμοποιώντας ως
μέσον και ορολογία την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λαμπρός βυζαντινός συγγραφέας και
μαχητής της αλήθειας που ζει τον 8ο μ.Χ. αιώνα, στο έργο του Πρός τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας ρωτάει τον αναγνώστη του που
βρήκες στην Παλαιά Διαθήκη ή στο Ευαγγέλιο το όνομα της Τριάδος, ή το ὀμοούσιον ή το μία ὑπόστασις
του Χριστού, δύο φύσεις, αυτολεξεί; Αλλά όμως,
συνεχίζει, επειδή τα όρισαν αυτά οι άγιοι
Πατέρες από τις ισοδύναμες με αυτά λέξεις της Αγίας Γραφής τα δεχόμαστε και
αυτούς που δεν τα δέχονται τους αναθεματίζουμε.
Σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η έκφραση
της αλήθειας της Αγίας Γραφής με ισοδύναμες
λέξεις. Αν δεν είναι ακριβώς οι ίδιες δεν ενοχλεί, αρκεί να έχουν το ίδιο
περιεχόμενο, χωρίς να αλλοιώνουν τη ευαγγελική αλήθεια. Η χρησιμοποίηση της
φιλοσοφικής ορολογίας σε αυτό το έργο ήταν επιτακτική ανάγκη, γιατί με τη φιλοσοφική
ορολογία προσπαθούσαν οι αιρετικοί να αλλοιώσουν τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής
και της Εκκλησίας, και επομένως με τα ίδια όπλα έπρεπε να απαντήσουν οι μεγάλοι
Εκκλησιαστικοί Πατέρες.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο
λειτουργεί η φιλοσοφίας στον ύστερο Ελληνισμό και στους πρώτους βυζαντινούς
αιώνες (συγκεκριμένα μέχρι τον 9ο αιώνα) θα αναφερθούμε σε μερικά
παραδείγματα από τη σκέψη του Αριστοτέλη του Πλωτίνου και των Βυζαντινών
Θεολόγων – στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθούμε με την παρουσία της αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας από τον 9ο μ. Χ. και μετά, δηλαδή με την
καθεαυτό Βυζαντινή Φιλοσοφία.
Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα και λαμπρός εκπρόσωπος
της κλασικής φιλοσοφίας, έπλασε τον όρο ἐνέργεια στην προσπάθεια του να περιγράψει τον
κοσμοείδωλο του. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος συλλαμβάνει την πραγματικότητα ως μία
ιεραρχία όπου στην κορυφή βρίσκεται η πρώτη
ακίνητη ουσία και στη βάση βρίσκονται οι πρώτες ουσίες. Τα όντα κινούνται
από τη βάση προς την κορυφή και αυτή η κίνηση γίνεται από το δυνάμει ον στο ἐνεργείᾳ (ἐν ἔργῳ). Η
κορύφωση του ἐνεργείᾳ είναι η ἐντελέχειᾳ (ἐν ἐργῳ ἔχειν), και αυτή η κορύφωση του ἐνεργείᾳ φέρνει τη
συνάντηση με την πρώτη ακίνητη ουσία. Συνεπώς στην κορυφή της ιεραρχίας η ἐνέργεια γίνεται οὐσία καθώς συναντιέται μαζί της. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Μετά τὰ Φυσικὰ, διατυπώνει την άποψη πως η πρώτη ακίνητη ουσία βρίσκεται σε
τέλεια κατάσταση, γιατί εκεί η ουσία
είναι ενέργεια, και έτσι ό,τι υπάρχει είναι τέλειο.
Σε αυτήν την κατάσταση της θείας τελειότητας δεν μπορεί να υπάρξει καμία ἐνέργεια, ως κίνηση να αποκτηθεί κάτι, και γι’
αυτό στην κορυφή της ιεραρχίας και η ἐνέργεια έγινε ουσία (έπαψε να υπάρχει το έργο – ἐν ἔργῳ) αλλά είναι
και ακίνητη˙ δεν υπάρχει κίνηση για να αποκτηθεί κάτι.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η παρουσίαση του
αριστοτελικού κοσμοειδώλου γίνεται με βάση τις επιστήμες της εποχής εκείνης και
τη σύλληψη τους από τον Αριστοτέλη. Για τον Αριστοτέλη όλες οι επιστήμες βρίσκονται
σε μία διάταξη, η οποία ξεκινάει από την αίσθηση και καταλήγει στις τρεις
ανώτερες επιστήμες : τη φυσική, τα μαθηματικά και τη θεολογία˙ η θεολογία είναι
αυτή που ασχολείται με το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν.
Είναι προφανές πως στην αριστοτελική διδασκαλία επιστήμες, φιλοσοφία, και ο
κόσμος που μας περιβάλει βρίσκονται σε οργανική σχέση και αλληλεξάρτηση και με
αφορμή την περιγραφή αυτής της σύλληψης ο γλωσσοπλάστης Αριστοτέλης πλάθει τον όρο
ἐνέργεια.
Ο Πλωτίνος, τελευταίος ίσως εκπρόσωπος της αρχαιοελληνικής
φιλοσοφίας πριν τους Πατέρες της Εκκλησίας,
χρησιμοποιεί επίσης τον όρο ἐνέργεια, καθώς περιγράφει το δικό του κοσμοείδωλο. Συγκεκριμένα υποστηρίζει πως
η όλη πραγματικότητα αποτελείται από το Εν, το Νου, την Ψυχή, την φύση και την
ύλη. Το Εν είναι η κυρίαρχη θεότητα, που ξεδιπλώνεται σε Νου και κατόπιν σε
Ψυχή. Οι θείοι αυτοί κόσμοι ξεδιπλώνονται μετά στη φύση και στην ύλη, η οποία
ως το κατώτατο σκαλοπάτι δεν έχει μορφή, ενώ η φύση είναι η αισθητή πλευρά που
έχει μορφή. Ο Πλωτίνος καθώς τονίζει
πως ένας είναι ο Νους, που απορρέει από τον Εν και μία η Ψυχή μέσα στην ενιαία πραγματικότητα,
αποκαλεί το Νου και την Ψυχή ἐνεργείᾳ οὐ δυνάμει. Μάλιστα υπογραμμίζει πως έγιναν ἅπαντα ἐκ τῆς οὐσίας και σὺν τῇ οὐσίᾳ˙
ουσία και ενέργεια ταυτίζονται και δεν χωρίζουν. Γίνεται ευδιάκριτο πως και εδώ
α) ο όρος ἐνέργεια, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ο Πλωτίνος το δικό του κοσμοείδωλο και
β) ἐνέργεια και
ουσία μάλλον ταυτίζονται παρά χωρίζουν.
Αντιθέτως οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν τον όρο ἐνέργεια
στα έργα τους, αλλά με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα για τους
Βυζαντινούς Πατέρες ἐνέργεια είναι η δραστική κίνηση της φύσεως
(δεν χωρίζεται από τη φύση, αλλά διακρίνεται από αυτήν), και αποτελεί έκφραση
της ελεύθερης βουλήσεως του Θεού.
Η χρησιμοποίηση του όρου ἐνέργεια καταρχήν από το Μ. Αθανάσιο έγινε γιατί ο Άρειος χαρακτήρισε τον Υιό,
το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ως το πρώτο κτίσμα – δημιούργημα του
Πατρός. Συνεπώς αμφισβητούσε καθαρά τη θεότητα του Υιού. Για να απαντήσει ο Μ.
Αθανάσιος έπρεπε όχι μόνο να οριοθετήσει τη διάκριση κτιστοῦ (όλα τα
δημιουργήματα) και ἀκτίστου (ο Τριαδικός Θεός) και να τονίσει τη διαφορά τους, αλλά και να δείξει
πως γεφυρώνεται η σχέση μεταξύ της δημιουργίας (κτιστὸ) και του Θεού (ἄκτιστο).
Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος διέκρινε την ουσία του Θεού από τις ἐνέργειες του (δεν τις χώρισε, τις διέκρινε˙
άλλο πράγμα είναι ο χωρισμός)
και τόνισε πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την οὐσία του Θεού, μπορούμε όμως να γνωρίσουμε τις ἐνέργειες του. Για τη μετοχή του ανθρώπου στην
ουσία του Θεού δεν μπορεί να γίνει λόγος, γιατί αν ο Μ. Αθανάσιος έλεγε πως είναι
δυνατή η γνώση της ουσίας του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν ομοούσιος με το
Θεό, και δεν θα είχε την ανάγκη τη θεραπείας και της σωτηρίας που παρέχει η
Εκκλησίας. Σε μερικά κείμενα του αντί του όρου ἐνέργεια χρησιμοποιεί τον όρο δύναμις, όπως συμβαίνει στο έργο του Περὶ τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου, όμως αυτό είναι μία
εξαίρεση και στο συγκεκριμένο κείμενο ο όρος δύναμις έχει το ίδιο περιεχόμενο με τον όρο ἐνέργεια.
Μάλιστα στο έργο που κατεξοχήν στρέφεται εναντίον του Αρείου και των οπαδών
του, και φέρει τον τίτλο Κατὰ Ἀρειανῶν λόγος, υπάρχει ο χαρακτηριστικός όρος δημιουργική ἐνέργεια, η οποία διαφοροποιείται από την ουσία
και είναι η έκφραση της δημιουργικής θελήσεως του Θεού.
Ο Μ. Βασίλειος συνεχίζει στα κείμενα του τη διάκριση οὐσίας και ἐνέργειας που εγκαινίασε ο Μ. Αθανάσιος – οι
Πατέρες κινούνται σε μία κοινή γραμμή – και λέγει με απλό τρόπο πως εμείς
γνωρίζουμε το Θεό μόνο από τις ενέργειες του και σε καμία περίπτωση από την
ουσία του, η οποία παραμένει πάντοτε απρόσιτη˙ οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν
στη γη.
Είναι προφανές πως οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν τον όρο ἐνέργεια, μαζί με άλλους φιλοσοφικούς όρους, για
να χτυπήσουν μεγάλες αιρέσεις της εποχής τους και να προβάλλουν τη δογματική διδασκαλία
της Εκκλησίας, η οποία έχει κέντρο τη θεραπεία και τη σωτηρία των ανθρώπων. Δεν
προεκτείνουν το κοσμοείδωλο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως κάνει ο
Πλωτίνος, ούτε ασχολούνται διεξοδικά με την ανάλυση κλασικών κειμένων, αλλά
εκφράζουν το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής με τη φιλοσοφική ορολογία. Η διάκριση
οὐσίας και ἐνέργειας στο Θεό υπάρχει στην Αγία Γραφή, όχι φυσικά
με το φιλοσοφικό όρο ἐνέργεια αλλά με τη συμβολική και παραβολική γλώσσα, γιατί Παλαιά και Καινή
Διαθήκη τονίζουν συνεχώς πως κανείς δεν μπορεί να δει το Θεό και να ζήσει, όμως
ταυτόχρονα διευκρινίζεται πως ο Θεός είναι πανταχού παρών και κρατάει τον κόσμο
στα χέρια Του.
Ένα άλλο παράδειγμα για να καταλάβουμε την παρουσία της
αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μέχρι τον 9ο αιώνα είναι η μετάπλαση
από τους Βυζαντινούς των όρων Γενητὸ και ἀγένητο. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από τον
Πλάτωνα για να χαρακτηρίσουν τον αισθητό και τον νοητό κόσμο. Στα πλατωνικά
έργα Φαίδων και Τίμαιος, γενητὸ είναι ο αισθητός κόσμος, ενώ ἀγένητο ο νοητός. Και το γενητὸ και το ἀγένητο υπάρχουν από πάντα, αλλά το γενητὸ συνεχώς μεταβάλλεται και αλλάζει μορφή, ενώ
το ἀγένητο,
όπως είναι η ψυχή και το θείο, παραμένει αμετάβλητο και δίνει τη μορφή και το
σχήμα στο γενητό.
Ο Πλάτων αναλύει τους δύο όρους, καθώς περιγράφει τον κόσμο των Ιδεών και λέγει πως οι ψυχές έπεσαν μέσα
στα σώματα, τα οποία είναι τάφος της ψυχής, και πρέπει κάποια στιγμή να βγουν
από αυτά και να επιστρέψουν στη φωτεινή πατρίδα.
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τους δύο όρους, αλλά
και πάλι με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Γενητὸ για τους Βυζαντινούς είναι όλη η δημιουργία, την οποία ονομάζουν και κτιστὸ. Συνεχώς τρέπεται γιατί
έχει αρχή, και υπάρχει επειδή τη
συντηρεί ο Θεός. Ἀγένητο, το οποίο ονομάζεται και ἄκτιστο, είναι
στα βυζαντινά κείμενα μόνο ο Τριαδικός Θεός, και είναι άτρεπτο, αναλλοίωτο και
αυθύπαρκτο. Βέβαια μεταξύ των γενητῶν – κτισμάτων
υπάρχουν διαφορές. Διαφορετικό κτίσμα είναι ο άγγελος, διαφορετικό ο άνθρωπος,
διαφορετικό το ζώο, ο ουρανός και η γη, η φωτιά, ο αέρας και το νερό, όμως όλα
είναι γενητὰ, δηλαδή κτίσματα.
Δεν υπάρχουν και οι δυο κατηγορίες από πάντα και το γενητὸ – κτιστὸ αλλάζει απλώς μορφή, όπως έλεγε ο Πλάτωνας, αλλά
το γενητὸ δημιουργείται εξολοκλήρου από τον άκτιστο
Τριαδικό Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που υπάρχει από πάντα. Καταλαβαίνουμε πως για
τους Πατέρες της Εκκλησίας α) η ψυχή είναι και αυτή δημιούργημα του ἀγένητου,
δηλαδή ἄκτιστου, Τριαδικού Θεού και δεν
είναι συγγενής με το θείο, όπως την ήθελε ο Πλάτωνας και β) και τα νοητά (νους,
ψυχή) είναι γενητὰ (κτιστὰ) εκτός βέβαια από τον νοητό Τριαδικό Θεό.
Ο Πλάτωνας αναφέρει τους όρους γενητὸ και ἀγένητο για να περιγράψει τον κόσμο των Ιδεών,
βασικό σημείο της διδασκαλίας του, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας για να
περιγράψουν τη βιβλική αλήθεια πως μόνο δύο πράγματα υπάρχουν, ο Θεός και η
δημιουργία, η οποία συνεχώς ζωοποιείται από τον ἄκτιστο Θεό, στην προσπάθεια τους να απαντήσουν
σε μεγάλους αιρετικούς της εποχής τους. Δεν έχουμε τη συνέχιση της φιλοσοφίας
του Πλάτωνα στο Βυζάντιο, αλλά τη χρησιμοποίηση της πλατωνικής γλώσσας,
εύχρηστης κατά πάντα, για να ντύσουμε τη θεολογική αλήθεια.
Το ίδιο συνέβηκε και με τις πλατωνικές Ιδέες και τα αριστοτελικά Είδη.
Για τον Πλάτωνα τα πράγματα του αισθητού κόσμου εξαρτώνται από τις αντίστοιχες Ιδέες του νοητού κόσμου.
Με το δικό του τρόπο υιοθετεί τις Ιδέες ο
Αριστοτέλης, αλλά τις ονομάζει Είδη.
Καθώς δέχεται τον κόσμο ως μια ιεραρχία με βάση και κορυφή, και θεωρεί πως στην
κορυφή βρίσκεται η πρώτη ακίνητη ουσία,
η οποία είναι και η αιτία κάθε γενέσεως, και στη βάση βρίσκονται οι πρώτες
ουσίες, ως ατομικές υποστάσεις, που είναι και αυτές ακίνητες, θεωρεί πως
ανάμεσα στη βάση και στην κορυφή υπάρχουν οι δεύτερες ουσίες, οι οποίες κινούνται
ασταμάτητα και κάνουν τα είδη και τα γένη των όντων. Αυτές ακριβώς οι δεύτερες
ουσίες που βρίσκονται σε μία ασταμάτητη κίνηση είναι οι πλατωνικές Ιδέες που εδώ, όμως, ονομάζονται Είδη.
Οι Βυζαντινοί και σε αυτό το σημείο αφομοιώνουν μεταπλαστικά τους παραπάνω όρους,
για να μιλήσουν για τους λόγους των όντων.
Όλα τα δημιουργήματα για τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν από πάντα, αλλά
μόνο ως σκέψη στο νου του Θεού,
δηλαδή ως λόγοι των όντων. Σε
αποτελεσμένη κατάσταση υπάρχουν μόνο από κάποιο σημείο και μετά. Γι’ αυτό η
θεολογία, κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, καλεί τους λόγους των όντων θελήματα, προορισμούς και παραδείγματα του νου του
Θεού, σύμφωνα με τα οποία παρήχθη ο κόσμος, στην αποτετελεσμένη του μορφή.
Οι λόγοι των όντων δεν είναι ιδέες,
είδη και αρχέτυπα στο μυαλό του Θεού, αλλά τα αιώνιο θέλημα Του, το οποίο καθώς
είναι άκτιστο, άτρεπτο, απόλυτο και εκτός χρόνου, δεν μπορεί να αλλάζει γνώμη
από κάποια στιγμή και μετά (εδώ φαίνεται ότι ο Θεός είναι εκτός χρόνου, το μετά είναι χρονικό και ο χρόνο υπάρχει
από την ώρα της δημιουργίας και μετά), αλλά πάντοτε είναι ίδιο. Πάντοτε ήθελε ο
Θεός να φτιάξει τον κόσμο, και τον έφτιαξε. Στον Πλάτωνα ταυτίζεται η ουσία
κάθε πράγματος με τη θεία ιδέα του, ενώ στα βυζαντινά κείμενα των Πατέρων τα
κτίσματα είναι ετερούσια με το Θεό και οι
λόγοι των όντων είναι η ιδέα του Θεού για τον κόσμο.
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, τον 14ο αιώνα, (αν και τα
κείμενα του εντάσσονται στη Βυζαντινή Φιλοσοφία – είναι μετά τον 9ο
αιώνα –, τον αναφέρουμε όμως καταχρηστικά γιατί τα θεολογικά του κείμενα είναι
πολύ χαρακτηριστικά) έγραφε πως αν δεν διευκρινίσουμε θεολογικά το περιεχόμενο
που έχουν οι λόγοι των όντων και τους
θεωρήσουμε ως ιδέες και αρχέτυπα, όπως ήθελαν ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων και ο
Σωκράτης τότε τα κτιστά όντα είναι αυθύπαρκτες αιώνιες αρχές που συνυπάρχουν
παράλληλα με το Θεό και εισάγουμε την πολυθεΐα.
Για τη θεολογία όμως δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, γιατί όλη η δημιουργία
υπάρχει προ καταβολής κόσμου, αλλά μόνο στην άκτιστη και άτρεπτη βούληση του
Θεού.
Η μετάπλαση των όρων Ιδέες
και είδη των φιλοσόφων σε λόγους
των όντων έγινε στην προσπάθεια των Πατέρων να διατυπώσουν τη δογματική
διδασκαλία και όχι να εκθέσουν τη φιλοσοφική τους διδασκαλία, όπως συνέβαινε
στην αρχαιότητα. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν αντιτίθεται στους αρχαίους
φιλοσόφους, αλλά στους συγχρόνους τους αιρετικούς, όπως ο Βαρλαάμ, οι οποίοι
θεωρούν τους λόγους των όντων ιδέες
του Θεού, ως αιώνια αρχέτυπα, ομοούσια με το Θεό εισάγοντας στην Εκκλησία την
πολυθεΐα.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να σημειώσουμε πως όταν
αναφέρουμε ότι μετά τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες η φιλοσοφική γλώσσα
των αρχαίων Ελλήνων γίνεται το ένδυμα της θεολογίας, δεν εννοούμε απλώς μία
ταύτιση ή συγκόλληση των φιλοσοφικών όρων με το θεολογικό περιεχόμενο. Κάτι
τέτοιο δεν θα είχε κανένα νόημα και πολύ εύκολα θα ξεχνιούνταν. Στους
Βυζαντινούς συγγραφείς η φιλοσοφική γλώσσα έγινε το οργανικό και αξεδιάλυτο
στοιχείο της θεολογίας. Ο όρος ἐνέργεια π.χ. δέθηκε τόσο οργανικά με το θεολογικό περιεχόμενο, ώστε ο ερευνητής
των βυζαντινών κειμένων δεν μπορεί να ξεχωρίσει σε ποιο σημείο σταματά ο
Αριστοτέλης και σε ποιο ξεκινά η θεολογική αλήθεια.
Έγινε πλέον θεολογικός, γιατί οι Βυζαντινοί δεν τον επέλεξαν μηχανικά ή τυπικά
από έναν αρχαίο φιλόσοφο και τον πρόσθεσαν στη διδασκαλία τους, αλλά τον
ενέταξαν οργανικά στη θεολογία τους, καθώς τον εξέλαβαν ως δραστική κίνηση της φύσεως και έκφραση της ελεύθερης βουλήσεως του
Θεού.
Επιπλέον στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως η αρχαία
ελληνική φιλοσοφία με τα θέματα και τη σοφία της απαντά σε τρία ερωτήματα : α)
την οντολογία (τι είναι το ον και το μη ον), β) τη γνωσιολογία (με ποιο τρόπο
μπορούμε να γνωρίσουμε το ον) και γ) την ανθρωπολογία ή ηθική (ποιος ο σκοπός
της υπάρξεως του ανθρώπου, ποια είναι η συμπεριφορά του κ.τ.λ.). Η Βυζαντινή
θεολογία, εκφρασμένη με τη φιλοσοφική γλώσσα, καθώς εκθέτει την αλήθεια της εκ
των πραγμάτων απαντά σε ένα ή σε δύο ή και στα τρία από τα παραπάνω ερωτήματα
της φιλοσοφίας – αυτό γίνεται εκ των υστέρων, δευτερευόντως, αλλά πάντως
ευδιάκριτα. Συνεπώς η δογματική θεολογία των Βυζαντινών, εκφρασμένη με τη
φιλοσοφική γλώσσα, γεννάει εκ των υστέρων μία καινούρια φιλοσοφία, γιατί
στηρίζεται στην αλήθεια της Αγίας Γραφής και όχι στην αρχαία ελληνική
φιλοσοφία. Έτσι, μετά την μετάπλαση
των όρων γενητό και ἀγένητο σε κτιστὸ και ἄκτιστο ο κόσμος δεν υπάρχει από πάντα και το αισθητό – γενητὸ στοιχείο
μορφοποιείται από το νοητό – ἀγένητο, αλλά όλη η δημιουργία, νοητή και αισθητή, δημιουργήθηκε εξαρχής από
τον άκτιστο Τριαδικό Θεό. Έχει αρχή, και πρέπει συνεχώς να μετέχει στις θείες
ενέργειες για να παίρνει το είναι και τη ζωή.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αλλάζουν τα γράμμα της Αγίας
Γραφής, αλλά όχι το πνεύμα και την ουσία της. Καθιστούν τη φιλοσοφική γλώσσα
των αρχαίων Ελλήνων το νέο ένδυμα που ντύνει τη δογματική θεολογική αλήθεια και
εκφράζει καινούρια πράγματα για το Θεό, τον άνθρωπο, τον κόσμο και τη ζωή. Με
άλλα λόγια παράγουν πολιτισμό.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς ο.π. 41 2 – 3 : «Ὥν γαρ ἡ ἀρχή τῆς γενέσεως ἀπὸ τροπῆς ἥρξατο, ἀνάγκη ταῦτα τρεπτὰ εἶναι»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου μοναχοῦ πρεσβυτέρου τοῦ Δαμασκηνοῦ κατά Μανιχαίων, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1981, t. IV (Patristische Texte und Studien 22)] 24 24 – 26 : «Τροπὴ γὰρ ἐστὶ τὸ ἐκ τοῦ μὴ ὅντος εἰς τὸ εἶναι ἐλθεῖν. Ὥν δε τὸ εἶναι ἀπό τροπῆς ἥρξατο, τρεπτά πάντως καὶ ἀλλοιωτά»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων, ο.π. 68 44 – 46 : « Τὸ ἄναρχον ἄτρεπτον, τροπὴ γἀρ ἐστι τὸ μὴ πρότερον ὅντα ὕστερον γενέσθαι. Ὥν δε τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς, τρεπτά εὶσι φύσει˙ ὥν δε εἶναι οὐκ ἀπὸ τροπὴς ἥρξατο, ἀλλ’ ἄναρχον, ἄτρεπτα φύσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου