Παραδόθηκε στο αναγνωστικό κοινό από της εκδόσεις Αρμός το
βιβλίο του καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Αθηνών Ιωσήφ Βιβιλάκη με τίτλο: «Το κήρυγμα ως performance». Αντικείμενο του βιβλίου είναι να διευρύνει τον
προβληματισμό γύρω από την παραστασιακή διάσταση του
κηρύγματος. Βασικός στόχος αυτής της επιμελημένης έκδοσης είναι να μας
μεταφέρει σε καιρούς όπου ο εκκλησιαστικός λόγος των πατέρων πρόσφερε
από τον άμβωνα μία έντονη δραματική εμπειρία. Με αφορμή την έκδοση αυτή η Πεμπτουσία έλαβε αποκλειστική συνέντευξη από τον κ. Ιωσήφ
Βιβιλάκη.
Πεμπτουσία: Ποια η πρόθεσή σας με αυτή τη εργασία;
Ιωσήφ Βιβιλάκης: Θέλω
να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε να συνομιλήσουμε για την
πρόσφατη μελέτη μου, μια μονογραφία για το μεταβυζαντινό κήρυγμα.
Γνωρίζω ότι το θέμα του βιβλίου μπορεί να δημιουργήσει τριγμούς και
άγχος διότι ίσως να σκεφθεί κάποιος: τί σχέση μπορεί να έχει το θείο
κήρυγμα με την performance, με κάτι που δείχνει τελείως άσχετο ή και
αντίθετο με τη λατρεία στην οποία εντάσσεται η διδασκαλία του θείου
λόγου. Πόσο νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για θέατρο και ιερό κήρυγμα;
Ωστόσο, δεν αναφέρομαι σε ένα ζήτημα άγνωστο αλλά για κάτι που ήταν,
μάλλον, στο περιθώριο των σπουδών της εκκλησιαστικής ρητορικής. Για ένα
θέμα που δεν έμπαινε στο επίκεντρο διότι υπήρχε μια πολύ παλαιά
αντιθεατρική προκατάληψη που λέει ότι θέατρο και Εκκλησία είναι δύο
χώροι ασύμβατοι. Εν τούτοις όσοι ειδικοί ασχολούνται με την ομιλητική
ξέρουν πολύ καλά ότι άλλο είναι να γράφεις έναν εκκλησιαστικό λόγο και
είναι τελείως διαφορετικό πώς θα τον παρουσιάσεις. Στην εργασία μου,
λοιπόν, εστιάζω, κυρίως, στο εφήμερο γεγονός της παρουσίασης του λόγου,
σε ένα στοιχείο που είναι κρίσιμο για την επιτυχία τού κηρύγματος όταν
τελείται μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων.
Η αφετηρία της ενασχόλησής μου με το
κήρυγμα βρίσκεται στο ερώτημα εάν η καθιερωμένη πρακτική της διδαχής
εντός της λατρείας ενδιαφέρει τις θεατρικές σπουδές. Το ζήτημα αυτό είχε
τεθεί αρχικά από μία άλλη πλευρά σε συζητήσεις που είχα στο παρελθόν με
τον δάσκαλό μου, τον καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ, δηλαδή τί θα μπορούσαμε
να μάθουμε για το θέατρο μελετώντας τις εκκλησιαστικές ομιλίες. Η
απάντηση στο ερώτημα ήρθε με τη διδακτορική μου διατριβή όταν μελέτησα
τη θεατρική ορολογία σε κείμενα της πατρολογίας, όπου εκεί αποκαλύφθηκε η
βαθειά γνώση των πατέρων για το θέατρο. Στη συνέχεια με απασχολούσε εάν
το κήρυγμα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία δράματος αλλά και εάν έχει
θέση σε μια ιστορία της ελληνικής υποκριτικής. Ήταν η περίοδος που
ερευνούσα το ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο του 18ου αιώνα,
προετοιμάζοντας τη δημοσίευση του έργου
Αυξεντιανός μετανοημένος,
μία ανέκδοτη πεντάπρακτη κωμωδία του 1752 (εκδόθηκε από την Ακαδημία
Αθηνών το 2010), που προέρχεται από κύκλους του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως.
Το 2008 σε μια ανακοίνωση που έκανα σε
ένα ειδικό θεατρολογικό συνέδριο στη μνήμη της συναδέλφου μου Αγνής
Μουζενίδου υποστήριξα ότι εάν δούμε το κήρυγμα μέσα στο φυσικό του
πλαίσιο, δηλαδή ως προφορική παρουσίαση ενώπιον της σύναξης, τότε μπορεί
να μας φανερωθεί ένας κρίκος που συνδέει τεχνικές υποκριτικής σε μια
παράδοση που ενώνει τον μεταβυζαντινό κόσμο από την Κρήτη και τα
Επτάνησα, έως το Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολη. Η ανταπόκριση στην
εισήγηση ήταν εξαιρετικά θερμή και έντονη. Δεχόμουν για μεγάλο διάστημα
ερωτήματα για τα ζητήματα αυτά από συνέδρους και συναδέλφους. Έτσι,
αποφάσισα να δουλέψω στο θέμα του κηρύγματος έχοντας στο νου μου ότι
αναφέρομαι σε έναν πολιτισμό, κυρίως, προφορικό, όπου το σώμα και η φωνή
ήταν τα κύρια μέσα επικοινωνίας. Επομένως, με ενδιέφερε το σώμα του
ιεροκήρυκα το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στα σώματα της σύναξης. Στην
πορεία συνειδητοποίησα ότι αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα ήταν
πώς μπορώ να αντιληφθώ τη δραματικότητα του κηρύγματος ως κειμένου αλλά
και πώς απευθύνεται στο κοινό του ο αγγελιαφόρος του Θεού, ο κήρυκας,
και, βεβαίως, πώς ανταποκρίνεται το ακροατήριό του.
Π.: Πιστεύετε ότι η εργασία σας θα συμβάλει στο τρόπο του κηρύγματος σήμερα;
Ι.Β.: Δεν μπορώ να ξέρω
εάν η δουλειά μου θα συμβάλει στον σημερινό τρόπο κηρύγματος. Προσπαθώ
με τις μικρές μου δυνάμεις να βοηθήσω να βρει το κήρυγμα την αίγλη που
είχε στην εκκλησιαστική ζωή. Και πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να
ευαισθητοποιήσει κληρικούς οι οποίοι προβληματίζονται για τον ρόλο τους
ως ιεροκήρυκες σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Σήμερα οι ενορίες
δεν είναι συμπαγείς κοινότητες και οι απαιτήσεις των ακροατηρίων
φαινομενικά αυξάνονται, αν και προσωπικά πιστεύω ότι οι προσωπικές
ανάγκες του κοινού ενός ιεροκήρυκα παραμένουν οι ίδιες, όπως και παλαιά:
ένταξη σε μια συλλογικότητα, προσωπική παραμυθία και απόλαυση. Πάντως,
δεν σας κρύβω ότι στη διάρκεια της συγγραφής της εργασίας
είχα διαρκώς στο νου μου μαζί με τους κληρικούς, τους ηθοποιούς και τους
αφηγητές. Αισθανόμουν ότι όφειλα να τους δείξω έναν χώρο τελείως
άγνωστο σε αυτούς, όπου μπορούν να βρουν συγγενείς. Σήμερα, όταν
διαβάζουν το βιβλίο άνθρωποι του θεάτρου, η ανταπόκρισή τους στο
εγχείρημά μου είναι κάτι παραπάνω από συγκινητική.
Π.: Θεωρείτε ότι το σημερινό κήρυγμα «πάσχει» κατά το κινητικό του μέρος;
Ι.Β.: Αν πάσχει από
κάτι το κήρυγμα σήμερα είναι περισσότερο ο προσωπικός λόγος του κήρυκα
και λιγότερο το κινητικό μέρος της παρουσίασης. Δύσκολα, θα γίνουν
δεκτές σήμερα διδαχές που είναι γραμμένες αιώνες πριν σε Κυριακοδρόμια
και ούτε αφορούν τους σοβαρούς ανθρώπους τα copy paste κηρύγματα. Ο
ιεροκήρυκας οφείλει να δημιουργήσει το δικό του κείμενο. Να βρει τον
δικό του λόγο. Να ανακαλύψει τη δική του φωνή. Και αυτό είναι μια
πρόκληση που μπορεί να αποβεί πάρα πολύ γόνιμη. Ακόμη, δεν αρκεί ο
συλλογισμός ότι ο Θεός επιτρέπει να μιλάει έτσι ο δείνα ή ότι κάποιος
είναι σκεύος εκλογής για να μεταφερθεί το μήνυμα του ευαγγελίου, οπότε,
ενδεχομένως, δικαιολογούνται λάθη και αστοχίες. Για να αντιληφθεί
κάποιος τον ρόλο του ως ιεροκήρυκα μπορεί να δει τον εαυτό του ως
performer, ως έναν δημιουργό ο οποίος μέσα από την ομιλία του επιτελεί
μια δράση που την μοιράζεται με άλλους ενεργούς συμμετέχοντες. Αυτή,
εξάλλου, είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου.
Π.: Αναφέρεστε στο μεταβυζαντινό κήρυγμα γιατί όχι και στο βυζαντινό;
Ι.Β.: Σε μία επόμενη
εργασία μπορεί να παρουσιαστούν ενοποιημένες οι δύο περίοδοι του
κηρύγματος. Μελετώ το θέμα από μια ιδιαίτερη σκοπιά που έχει να κάνει με
τις παραστασιακές αξίες. Πρόκειται για μια θεώρηση που δεν υπάρχει στην
ελληνική βιβλιογραφία. Στο βιβλίο αυτό με ενδιαφέρει το κήρυγμα στην
περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας διότι είναι περισσότερο κοντά μας
χρονικά αλλά και επειδή προϋποθέτει τη ρητορική παράδοση που είχε
διαμορφωθεί στον βυζαντινό πολιτισμό, κάτι στο οποίο αναφέρομαι. Για
μένα ήταν εξαιρετικά δελεαστικό να ψηλαφήσω το κήρυγμα σε έναν πολιτισμό
που δεν είχε επίσημα θέατρο δυτικού τύπου, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη
ανεγείρονται θεατρικά κτήρια. Στον πολιτισμό αυτό σταθερό σημείο
αναφοράς είναι η Εκκλησία όπου οι κήρυκες είναι φορείς ελπίδας,
ελληνικής παιδείας και αναστοχασμού για το Γένος. Με εργαλείο τη δημώδη
ελληνική γλώσσα έχουν μια ιερή αποστολή: τη συνοχή των μελών των
εκκλησιαστικών κοινοτήτων.
Ένας ακόμη λόγος, πέρα από τον εύλογο
χρονολογικό περιορισμό που οφείλει να έχει μια παρόμοια μελέτη, είναι
ότι ήδη διαθέτουμε σημαντικές εργασίες για το κήρυγμα στη βυζαντινή
αυτοκρατορία ενώ υπάρχει ένα κενό στην έρευνα της μεταβυζαντινής
ομιλητικής. Βέβαια, έχουμε σημαντικές σύγχρονες μελέτες για την ορθόδοξη
ομιλητική, όπως των καθηγητών Γιώργου Φίλια και Δήμητρας Κούκουρα.
Ωστόσο, η δικιά μου ματιά στέκεται στον σύνδεσμο που έχει ο λόγος και το
σώμα του ποιμένα που διδάσκει. Με ενδιαφέρει το κείμενο πώς εκφέρεται
αλλά και η γλώσσα του σώματος.
Πεμπτουσία: Με αφορμή το έργο σας πόσο πιστεύετε ότι θα ήταν σημαντική μια διεπιστημονική προσέγγιση ομιλητικής-θεατρολογίας;
Ιωσήφ Βιβιλάκης:
Πιστεύω ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για εκκλησιαστική ομιλητική εάν δεν
θέσεις κατ᾽ ενώπιον την ξεχωριστή τέλεση του κηρύγματος. Και αυτή η
τέλεση είναι δημόσια. Εδώ, δεν έχουμε μια ιδιωτική αναγνωστική εμπειρία,
αλλά ένα γεγονός συγκλονιστικό. Εάν μελετήσουμε την ομιλητική
φιλολογικά ή ως πηγή ιστορικών πληροφοριών τότε αφαιρούμε από το κήρυγμα
αυτό που ήταν: ένα δρώμενο μέσα στη Θεία Λειτουργία. Αυτό που έχει
φθάσει σήμερα σε μας ως κείμενα στα Κυριακοδρόμια, στις Διδαχές του Ηλία
Μηνιάτη ή στους φλογερούς λόγους του Μελέτιου Πηγά είναι ίχνη μια
παραστασιακής εμπειρίας.
Πώς άραγε ερμηνευόταν τον 16ο αιώνα ο
Λόγος του Δαμασκηνού Στουδίτου «Εις την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού και εις τον θρήνον της Παναγίας και εις την εις Άδου
κάθοδον»; Στο κείμενο αυτό η μοναξιά της Θεομήτορος είναι αβάσταχτη.
Εμφανίζεται πικραμένη με την απρόσμενη συμπεριφορά του γιου της προς την
ίδια, αφού ήταν το μοναδικό στήριγμα που είχε στον κόσμο και τώρα το
χάνει. Τα βάζει με τον Πέτρο που δεν είναι εκεί να τη στηρίξει στον
θρήνο της και νιώθει να την έχουν εγκαταλείψει όλοι. Στην κρισιμότερη
στιγμή ο αφηγητής-κήρυκας την παρακινεί να κλάψει: «Δάκρυσε εσύ, και
κλαύσε τον υιόν σου τον γλυκύν. Κανένας δεν ευρίσκεται να χύση ένα
δάκρυον. Κανένας δεν θέλει να τον λυπηθή». Με απασχολεί με τι μέσα και
χειρονομίες μπορούσε να αποδοθεί ένας τέτοιος συνταρακτικός μονόλογος
ώστε να προκληθεί συγκίνηση και δάκρυα.
Ουσιαστικά, ο κήρυκας μέσα στη
χριστιανική παράδοση έχει τρεις ρόλους: είναι συγγραφέας, ερμηνευτής και
σκηνοθέτης. Τον αντιμετωπίζω ως έναν καλλιτέχνη που τον απασχολεί τόσο ο
τρόπος γραφής, όσο και ο τρόπος μετάδοσης του λόγου του. Από την πλευρά
αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε την τέλεση του θείου κηρύγματος με τα
εργαλεία που μας προσφέρει η θεατρολογία με την ανάλυση του θεατρικού
κώδικα, τις χειρονομίες και τη σωματική κίνηση στον χώρο, τη φωνή και τη
στρατηγική για επίτευξη δραματικής έντασης μέσα από τεχνικές του λόγου,
αλλά και τεχνικές του σώματος. Θεωρώ ότι η σημερινή εποχή, όπου έχουμε
απομακρυνθεί από τη δαιμονοποίηση της σκηνής (αλλά και από τη συμβατική
αστική έννοια του θεάτρου) είναι θαυμάσια για να ανοίξουμε δρόμους και
νέα θεματικά πεδία, τα οποία μέχρι πρόσφατα ήταν στο ημίφως (αν όχι στο
σκοτάδι).
Π. : Το έργο σας μας
προσεγγίζει σε απόψεις ότι η χριστιανική λατρεία διατήρησε στοιχεία του
αρχαίου δράματος στη λειτουργική της πράξη.
Ι.Β.: Συχνά η φράση
«αρχαίο δράμα» προκαλεί προβλήματα στη συζήτηση για τη σχέση
λειτουργικής πράξης και θεάτρου. Υπάρχει μια αμφίθυμη στάση ως προς το
θεατρικό γεγονός στην εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία. Από τη μια έχουμε
μια άρνηση θεατρικών παραστάσεων του τέλους της ύστερης αρχαιότητας στα
πατερικά κείμενα και σε συνοδικές αποφάσεις, από την άλλη διαπιστώνουμε
στην ίδια την εκκλησιαστική λατρεία να υιοθετούνται πρακτικές οι οποίες
είναι σε άρρηκτη σχέση με τις παραστατικές τέχνες.
Ξεκινώντας από το κήρυγμα, αναμφίβολα, η
αφετηρία του είναι ο ίδιος ο Ιησούς. Θα έλεγα ότι ο Χριστός είναι ο
πρώτος performer στην ιστορία του χριστιανικού κηρύγματος. Ήδη τον
συναντούμε δωδεκάχρονο να λειτουργεί ως εξηγητής του νόμου στο ναό, ο
Ματθαίος μας πληροφορεί ότι κήρυττε τη βασιλεία στις συναγωγές ενώ εάν
δούμε τί συμβαίνει στην επί του Όρους ομιλία θα παρατηρήσουμε ότι ο
τρόπος που μίλησε, τα παραδείγματα και οι παραβολές είναι μικρές
ιστορίες που κάνουν τον λόγο του εύληπτο και κατανοητό στον κόσμο που
τον παρακολουθούσε.
Γενικά, μιλώντας, όλη του η ζωή είναι
μία δράση με κοσμογονικές συνέπειες από τη στιγμή της γέννησής του έως
και την Ανάληψή του. Ο Χριστός είναι ένα δρων πρόσωπο στην ανθρώπινη
ιστορία. Είναι ο πρωταγωνιστής ενός δράματος το οποίο γνωρίζουμε από
τους τέσσερις ευαγγελιστές και το οποίο επαναλαμβάνεται αενάως από τις
πρωτοχριστιανικές κοινότητες έως σήμερα. Ο ίδιος ο Χριστός μας προσκαλεί
να το πράξουμε ως ανάμνηση. Τί είναι η χριστιανική λατρεία με επίκεντρο
την Ευχαριστία από τις απαρχές της έως και σήμερα; Μία τελετή που μας
τέλεσε πρώτος ο ίδιος ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο.Πρόκειται για μια
αναπαράσταση που καλούμαστε με τη σειρά μας να τελέσουμε.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας μας λέει ότι «σε
όσα τελούνται στην ιερουργία βλέπουμε σε αυτά να τυπώνεται ο Χριστός και
τα υπέρ ημών έργα και πάθη του». Το τελετουργικό της λατρείας ορίζεται
από μία σειρά δρωμένων από ήχους και κινήσεις, μουσική και εικόνες που
κωδικοποιούν τη συλλογική μνήμη του εκκλησιαστικού σώματος. Και αυτές οι
δράσεις είναι θεατρικές επιτελέσεις όπου ως βασικό στοιχείο
αξιοποιείται η όραση. Έχουμε ανάγκη ως άνθρωποι να χρησιμοποιήσουμε
οπτικά σύμβολα που μας ανάγουν σε άλλες πραγματικότητες, που σημαίνουν
και δηλώνουν την επί γης «πολιτεία του Σωτήρος». Δεν σκεπτόμαστε μόνο
αλλά βλέπουμε και ο Καβάσιλας επιμένει στο στοιχείο της «θεωρίας», της
όψεως θα λέγαμε.
Π.: Πόσο αληθές είναι αυτό και πόσο εμφανές σήμερα;
Ι.Β.: Θεωρώ ότι η σχέση
της λατρείας με το αρχαίο δράμα δεν εξαντλείται στην αρχιτεκτονική δομή
του χριστιανικού ναού με τα ημιχόρια και το τέμπλο που παραπέμπει στο
ελληνορωμαϊκό προσκήνιο. Πιστεύω ότι σημαντικότερη συνάφεια βρίσκεται
στο διαλογικό στοιχείο που διαχέεται σε όλη την υμνολογία και τις
τελετές του ενιατού, καθώς και στη μιμητική πρακτική που συναντούμε στην
αναπαράσταση για το πάθος και την ανάσταση του Ιησού. Δυστυχώς, σήμερα,
με την εύκολη χρήση της τεχνολογίας, χάνουμε ένα σημαντικό τμήμα της
θεατρικής μαγείας της λατρείας. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει λογική στη
χρήση του φωτός, όπως συμβαίνει σε μοναστήρια που προσέχουν ιδιαίτερα το
άναμμα σε κανδήλες, λαμπάδες και κεριά, ανάλογα με τη στιγμή της
ακολουθίας. Στις πόλεις οι επίτροποι ανάβουν τα φώτα χωρίς επίγνωση των
επιπτώσεων που έχει η σχέση φωτός-σκιάς στο λατρευτικό περιβάλλον.
Το δράμα του Ιησού ιστορείται με λόγια
από το ευαγγέλιο και με πράξεις που τελούνται από τον ιερέα. Όπως στη
θεατρική παράσταση: με την έναρξη που γίνεται αντιληπτή με έναν
συμβατικό τρόπο (σβήσιμο φώτων, τρίτο κουδούνι) το κοινό οδηγείται σε
μεταβάσεις από την καθημερινή πραγματικότητα σε μια αναδημιουργία σέ
έναν άλλο χώρο και χρόνο. Για να γίνει αντιληπτό το σχέδιο της σωτηρίας
και τί θέση που έχουμε μέσα σε αυτό ως θνητά όντα αλλά και πέρα από την
ατομικότητά μας οι δράσεις αυτές μας οδηγούν σε έναν άλλο χρόνο, τον
λειτουργικό, ενσωματώνοντας νοήματα για τη θέση του Ιησού, της Θεοτόκου
και των αγίων στη θεία οικονομία.
Π.: Το κήρυγμα έχει ένα τέτοια υπόβαθρο;
Ι.Β.: Το κήρυγμα έχει
μια αρχαία ρίζα που βρίσκεται εξαιρετικά πλησίον της θεατρικής
πρακτικής. Οι χειρονομίες των αρχαίων ρητόρων αποτελούσαν ένα ξεχωριστό,
αυτόνομο σύστημα σημείων που ήταν αναγνωρίσιμα διότι βασίζονταν σε
χειρονομίες της καθημερινότητας. Η διαφορά με τις θεατρικές χειρονομίες
ήταν η αποφυγή της υπερβολής και η έμφαση στην ανδροπρέπεια του ρήτορα.
Το βάρος έπεφτε κυρίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Είναι γνωστό πως ο
όρος «υπόκρισις» σημαίνει τόσο τη σκηνική όσο και τη ρητορική
υποκριτική, δηλαδή και τη σκηνική ερμηνεία και τη ρητορική απαγγελία.
Στο Βυζάντιο οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί πατέρες σπούδασαν την τέχνη του
λόγου σε έναν πολιτισμό που ευνόησε τις σπουδές της ρητορικής έως τον
15ο αιώνα, και όπου διασώθηκε η λογική της σκηνικής παράστασης ως
αφήγηση μιας ιστορίας. Υπενθυμίζω φωτεινές μορφές του Βυζαντίου, όπως ο
άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ο οποίος θεωρούσε τον ηθοποιό «αρετής
απάσης διδάσκαλον». Σε όσους, λοιπόν, ήταν επαγγελματίες του λόγου στο
Βυζάντιο σκηνική και ρητορική υπόκριση αλληλοπεριχωρούνται.
Π.: Βλέποντας σήμερα έναν ιεροκήρυκα τι θα του συστήνατε εσείς προσωπικά για να βελτιώσει τη καρποφορία του λόγου του;
Ι.Β: Δεν ζούμε σε
αγροτικές κοινωνίες. Πολλοί θεωρούν στις μέρες μας το κήρυγμα περιττό
και δείχνει να μην απασχολεί τους ίδιους τους ιερείς. Οι πληροφορίες που
λαμβάνει σήμερα ο μέσος άνθρωπος από τα μαζικά μέσα και το διαδίκτυο
είναι πάρα πολλές και ο ρόλος που καλείται να επιτελέσει ο ιεροκήρυκας
είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και δύσκολος. Η αποτελεσματικότητα του
καθενός είναι ζήτημα εμπειρίας, εξαρτάται από την παιδεία του και την
αίσθηση που έχει για τον ρόλο του, και δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις
βελτίωσης. Ωστόσο, επειδή με ρωτάτε σκέπτομαι τα εξής για το θέμα, και
επιτρέψτε μου να τα διατυπώσω.
Οι κήρυκες του θείου λόγου ας έχουν στο
νου τους ότι απευθύνονται σε ένα κοινό που μπορεί να έχει ή να μην έχει
διάθεση για κήρυγμα. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουν να τραβήξουν την προσοχή
των ακροατών από την αρχή.
Ένας χρυσός κανόνας είναι να
αντιμετωπίσουν το κήρυγμα ως μια ιστορία που πρόκειται να αφηγηθούν.
Αυτή η ιστορία πρέπει να είναι γοητευτική, να έχει περιορισμένη χρονική
διάρκεια, αλλιώς ο κόσμος θα κουραστεί σύντομα. Ο σκοπός του κηρύγματος
δεν είναι μόνο η διδαχή αλλά και η απόλαυση.
Το ενδιαφέρον του κοινού θα στηριχθεί
στην ιστορία που έχει προετοιμάσει ο ιεροκήρυκας την οποία, όμως, δεν θα
πρέπει να τη διαβάσει από χειρόγραφο. Όσο τέλειο και να είναι το
κείμενο δεν θα διαβαστεί σε συνέδριο ή σε ένα κοινό που είναι
συνηθισμένο να ακούει αναγνώσεις. Η προσκόλληση στο γραπτό απαιτεί μία
επιπλέον φροντίδα για τον κήρυκα με αποτέλεσμα να τον δεσμεύει στην
απευθείας επικοινωνία με τη σύναξη. Άρα, ο κήρυκας λειτουργεί
περισσότερο ως storyteller: ένας αφηγητής που δημιουργεί εκείνη τη
στιγμή τη διήγησή του.
Η επιτέλεση του κηρύγματος θα συμβεί
όταν απελευθερωθεί ενέργεια από τον ομιλητή και αυτή η ενέργεια
επιδράσει στο σώμα των ακροατών. Η γεφύρωση μεταξύ άμβωνα και
εκκλησιάσματος γίνεται αντιληπτή από τις αντιδράσεις. Το ίδιο το σώμα
των ακροατών μιλάει χωρίς να ακούγεται. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας οφείλει
να το προσέχει αλλιώς μιλάει μπροστά στον καθρέπτη του ή βλέπει τα
σώματα να αποχωρούν διακριτικά.
Η σύναξη κρύβει μέσα της ένα παιδί που
θέλει να ακούσει αλλά ζητεί να τη σέβεται και ο κήρυκας. Όταν λέω παιδί
εννοώ ότι το κοινό δίνει χώρο και εμπιστεύεται κατ᾽ αρχάς τον ομιλητή
που έχει ανέβει στον άμβωνα. Με τον ίδιο τρόπο ο κήρυκας είναι ανάγκη να
εμπιστευθεί τη σύναξη για να μπορέσει να ξεπεράσει το ενδεχόμενο άγχος
που του προκαλεί το έργο που πρόκειται να κάνει.
Ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη σοβαροφάνεια
του ομιλούντος, τον ναρκισσισμό του, την αμετροέπειά του και τον
φαρισαϊσμό του. Θα έλεγα λοιπόν ότι το κήρυγμα είναι ένα άθλημα με
απαιτήσεις που δεν μπορεί να παραβλέψει ο λειτουργός του. Ας
αναζητήσουν, λοιπόν, οι κήρυκες τον τρόπο ώστε να μιλάνε όμορφα και να
έχουν αίσθηση του μέτρου και στο περιεχόμενο του λόγου, στις χειρονομίες
αλλά και στη διάρκεια της ομιλίας. Σκέπτομαι όσα έλεγε ο Φραγκίσκος
Σκούφος τον 17ο αιώνα για τον ρήτορα πόσο είναι εξαιρετικά σύγχρονα: 1)
«να μην ψάλλη ώστε να φέρνη ύπνον και όχι ακρόασιν εις τους ακούοντας»
2) «να μην είναι μονότονος αλλά κατά τα πράγματα που διηγάται
ποικιλόφθογγος» 3) «να μην βοά έξω από το πρέπον». Με άλλα λόγια: να
συνταιριάζει λόγο και κίνηση, ήχο και χειρονομίες του σώματος ώστε να
καταφέρει να επικοινωνήσει και να βρει ανταπόκριση στη σύναξη.
Και πώς θα γίνουν όλα τα προηγούμενα
εφικτά; Είναι στη φύση του ιεροκήρυκα η ικανότητα της προφορικής
επικοινωνίας ή αρκεί, άραγε, η προσευχή; Η απάντηση είναι μόνο μια λέξη,
την οποία ήδη βρίσκουμε στον Αριστοτέλη. Εκτός από την προσευχή, ένα
πράγμα απαιτείται, σύμφωνα με τους δασκάλους της εκκλησιαστικής
ρητορικής για να γίνει ο κήρυκας δημιουργός: Άσκηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου