Κωστή Παπαγιώργη, Γειά σου, Ασημάκη, εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, Αθήνα 1994, ISBN: 960-03-1128-5.
Στον Ηλία Παπαγιαννόπουλο
Στο δοκίμιο του με τίτλο Γειά σου, Ασημάκη (εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, Αθήνα 1994) ο Κ. Παπαγιώργης ουσιαστικά γράφει έναν εκτεταμμένο επικήδειο για τον Χ. Βακαλόπουλο, στο γνωστό του ύφος, χωρίς φιοριτούρες ή άστοχες λεκτικές υπερβολές. Η ανάγνωση του Βακαλόπουλου από τον Παπαγιώργη γίνεται αρχικά μέσω της βιωματικής οδού: η απώλεια είναι σύστοιχη με μια οιονεί αποθέωση («ο δικός μας νεκρός […] μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό», ό.π., σελ. 23). Ακολουθεί η γνωριμία τους στα στέκια της Καλλιδρομίου και η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Βακαλόπουλου. Το γεγονός ότι ο Βακαλόπουλος ήταν μοναχοπαίδι εξηγεί ίσως, εν μέρει, τον υφέρποντα ναρκισισμό και τον εστετισμό του: «Σαν ευπαθές θαύμα, ο μονογενής υιός βάζει χρόνια μέσα σε ένα εγωκεντρικό σύμπαν που κλώθει με τα γονικά χέρια όλα τα κεντρομόλα αισθήματα» (ό.π., σελ. 65). Εξηγεί προσέτι, κατά τον Παπαγιώργη, την ολοφάνερη κατάφαση του Βακαλόπουλου σε έναν sui generis παροντισμό: «…οι μονογενείς έχουν μεγάλη αδυναμία στο παρόν» (ό.π., σελ. 66).
Αναφερόμενος στα πρώτα, επιτυχημένα ομολογουμένως, βήματα του Βακαλόπουλου στο δημόσιο χώρο ο Παπαγιώργης θα σχολιάσει αποφθεγματικά: «Πάντως, αφού ό,τι σωστό κάνουμε στην ζωή μας είναι μια σειρά από λάθη, ο Βακαλόπουλος βρισκόταν στα πρόθυρα του “σωστού” δρόμου» (ό.π., σελ. 83-84). Μέχρι να φτάσει η «αποφασιστική στιγμή» της ανακάλυψης της αρρώστιας του, ο Βακαλόπουλος βιώνει την αυταπάτη της αέναης αχρονίας: «Το άχρονο γεύεται την αυταπάτη του όχι γιατί όντως στερείται ή αποτάσσει τον χρόνο, αλλά επειδή ακριβώς ταυτίζεται με τον εαυτό του» (ό.π., σελ. 107). Αυτό, κατά την ανάγνωση του Παπαγιώργη, οφείλεται στην εξής διαπίστωση: «Ό,τι διαρκεί πολύ είναι σαν να μην παρέρχεται» (ό.π., σελ. 108-109). Από την άλλη πλευρά, η ενδιάθετη ειρωνία του Βακαλόπουλου δεν είναι άμυνα αλλά επίκτητη κατάφαση στην υποκειμενικότητα: «Ό,τι στον αδύναμο γίνεται μνησικακία και αδιέξοδη εμπάθεια, στον αγχίνοα παίρνει τη μορφή αποφασιστικής αποθάρρυνσης. Με αυτόν τον τρόπο, παρότι ο είρωνας αφήνει την εντύπωση ότι μετέχει σε έναν πόλεμο, στην πραγματικότητα καθορίζει έμμεσα την υποκειμενικότητα του» (ό.π., σελ. 112). Ωστόσο, κατά τον Παπαγιώργη, παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν άδηλο τι είναι ο άλλος, ο Βακαλόπουλος είχε ως κύριο γνώρισμα «μια τεταμένη προσήνεια, που είχε σταθερή ανάγκη να συνέρχεται από τους περίπλοκους συνδυασμούς μιας άτονα αποθαρυμμένης οίησης» (ό.π., σελ. 127).
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Παπαγιώργη είναι αφιερωμένο στη Γραμμή του Ορίζοντος. Μόλις που χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο Παπαγιώργης θεωρεί αυτό το βιβλίο ως την κορωνίδα του όλου έργου του Βακαλόπουλου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο λόγος αυτής της οιονεί απόφανσης: «Η Γραμμή του ορίζοντος ήρθε έτσι, σαν ξαφνική φώτιση, με την κατάπληξη που νιώθουμε όταν, απογοητευμένοι από την ειλικρίνεια πού πάντα ξεγελάει, βρίσκουμε παρηγοριά στο ψέμα – που ενίοτε αυτοχλευάζεται, λέγοντας την αλήθεια» (ό.π., σελ. 138). Με δεδομένο ότι «δεν μπορούμε να ζήσουμε τη στιγμή, αλλά μόνο τη διάρκεια» (ό.π., σελ. 144), ο Παπαγιώργης εξηγεί τον ιδιότυπο παροντισμό στο ύφος του Βακαλόπουλου, όπου ο ιστορικός οιονεί ενεστώτας γίνεται προοδευτικά αόριστος (αυτόθι). Κατά τον Παπαγιώργη, στη Γραμμή του Ορίζοντος «αλλάζει η στάση του Βακαλόπουλου απέναντι στον παρελθόντα χρόνο» (ό.π., σελ. 145), εξ ου και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για το έργο αυτό.
Πολύ μπροστά από την εποχή του ο Παπαγιώργης, είχε σχεδόν προφητεύσει αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας: κάποιοι εμπαθείς, ιδεοληπτικοί ή κοντόφθαλμοι, που δεν έχουν διαβάσει ούτε μια σελίδα από τον Βακαλόπουλο, με ευκολία, που εγγίζει τα όρια της αφέλειας, τον χαρακτηρίζουν “νεο-ορθόδοξο”! Τους πρόλαβε φυσικά ο Παπαγιώργης: «Κάποτε, που τον είπα “νεο-ορθόδοξο” για να τον πειράξω, η αντίδραση του ήταν πολύ καθαρή: “Απ’ όλα αυτά μου αρέσει η άσκηση, εκεί νομίζω ότι υπάρχει κάτι που με αφορά…”» (ό.π., σελ. 150). Για να καταλήξει ο Παπαγιώργης: «Η ορθοδοξία του, αν υπήρχε, ήταν εκτίμηση ανθρώπινων μεγεθών, όχι αποφασισμένη πίστη» (ό.π., σελ. 151). Κοντολογίς, με τα λόγια του Παπαγιώργη: «(…) το αληθινό είναι πάντα σαν ψεύτικο» (ό.π., σελ.51).
Ηράκλειο Κρήτης, 10 Οκτωβρίου 2024
Γ. Μ. Βαρδαβάς