ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Ανθολόγιον 329: Νίκος Ματσούκας

 


[...] Επιστήμη και τεχνολογία είναι πολιτισμός μόνο όταν υπηρετούν τον άνθρωπο. Αλλιώτικα πρόκειται για βαρβαρότητα. [...]


Νίκου Α. Ματσούκα, Νεοελληνικός πολιτισμός και διανόηση, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 83.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ανθολόγιον 328: Νίκος Ματσούκας

 


[...] Εξάλλου εντυπωσιάζει το γεγονός ότι από την πλευρά των διανοουμένων παρατηρείται αδιαφορία ή καχυποψία ή κυρίως ασυγχώρητη α ν ε π ά ρ κ ε ι α σε ό, τι αφορά την επιστημονική γνώση εκκλησιαστικών και θεολογικών πραγμάτων. Δεν είναι νοητό, βέβαια, να απαιτεί κανείς να' ναι οι διανοούμενοι υποχρεωμένοι να ασχολούνται σοβαρώς με αυτά τα πράγματα. Ωστόσο εξάπαντος δικαιούται μια τέτοια απαίτηση, όταν οι Α ή Β διανοούμενοι αποφαίνονται με αξιώσεις για εκκλησιαστικά και θεολογικά θέματα. Λόγου χάρη, συνέχεται κανείς από ευφορία ή θ υ μ η δ ί α, καθώς ακούει ή διαβάζει μερικούς να απορρίπτουν το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας επικαλούμενοι ως γεγονός ότι στο Ευαγγέλιο υπάρχει η ρήση "πίστευε και μη ερεύνα". Αλλά μήτε στην Αγία Γραφή μήτε σ' όλα τα ιερά κείμενα, κατά την υπεύθυνη έρευνα, υφίσταται μια τέτοια ρήση. [...] Και από άλλα αστραφτερά μαργαριτάρια επιλέγω τούτω μόνο∙ η γνωστή σύνοδος της Εφέσου το 449, που έμεινε στην ιστορία ως ληστρική- όπως την αποκάλεσε ο πάπας Λέων ο Α' : latrocinium Ephesinum - αποδόθηκε από μεταφραστή στην ελληνική γλώσσα ως "Η αρπαγή της Εφέσου". [...] Εξάλλου διάβασα κάπου ότι εν έτει σωτηρίω 1870 κατέρρευσε (sic) το αλάθητο του πάπα, ενώ τότε θεσπίστηκε ως δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την πρώτη σύνοδο του Βατικανού. [...]

Νίκου Α. Ματσούκα, Νεοελληνικός πολιτισμός και διανόηση, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 36-37.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Ανθολόγιον 327: Νίκος Ματσούκας



[...] τίποτα στὸν κόσμο δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐξαχρειωμένο, καὶ τίποτε ἀπολύτως ἐξιδανικευμένο. [...]


Νίκου Α. Ματσούκα, Νεοελληνικός πολιτισμός και διανόηση, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 14.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ

Κωνσταντίνος Κούκουνας,Διήμερον εν Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Historia, Αθήνα 2022, ISBN: 978-618-5227-40-1.





«Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ»

Στο θέρος του 2020, ένας μοναχικός ταξιδιώτης από την Νότια Ελλάδα ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη για ένα βιαστικό πέρασμα δύο ημερών. Επωφελείται να περπατήσει μέσα στην ακριβή, σπάνια πόλη, να αντικρύσει τους βυζαντινούς της ναούς.

Είναι αρχές Αυγούστου, η πόλη έχει αδειάσει προσωρινά από τον ντόπιο πληθυσμό της. Ο αφηγητής νοιώθει για λίγο αφεντικό, «κυρίαρχος της λεωφόρου Τσιμισκή». Βλέπει και οράματα μπροστά στα μάτια του, όπως τον όσιο Δαβίδ τον δενδρίτη που φυλάει σκοπιά πάνω στα Κάστρα. Τολμά μάλιστα να κάνει και υποθέσεις για τον βίο του ασκητή:

«Το γραφτό τόν έστησε εδώ στην Άνω Πόλη, στους εξώστες. Παρέα με τα νυχτοπούλια, άγρυπνο φύλακα στα Κάστρα. Πάνω στα άκρα, θα προσφερόταν ωραία η θέα κι εκείνος όρθιος σαν το φανάρι. Οι περίπολοι περνάγαν με ακρίβεια κάτω απ´ τον κορμό της αμυγδαλιάς στις 2.30 τα χαράματα. Βάρβαρο μερίδιο της νύχτας. Αφήναν ένα ξερό παξιμάδι στο κρεμασμένο καλαθάκι, τού λέγαν «την ευχή σου, πάτερ», κι έτσι σπάγαν στα δύο την άχαρη βάρδια. Με το ξημέρωμα θα γυρίζαν σπίτι, κομμάτια από την κούραση. Αυτοί δεν ξέραν από αγιοσύνη και τέτοια, είχαν μέριμνες. Μια οικογένεια τούς περίμενε».

Έπειτα οραματίζεται μία επίσκεψη του αυτοκράτορα στο κέντρο της πόλης, κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Κόσμος πολύς έχει έρθει για να τον υποδεχθεί μέσα σε πανηγυρικό κλίμα:

«Στην καρδιά των λαϊκών εορτασμών, κοντοκουρεμένοι νέοι, με γυμνασμένο στήθος, κρατάνε δαυλούς σαν καπνογόνα. Κι έτσι φωτίζεται ο αέρας, παρ᾽ όλο που δεν είναι ακόμα νύχτα. Και τα πόδια να σηκώνουν σκόνη, κι αυτή ανέβαινε ψηλά. Ένας τριαντάρης με φουσκωμένα μάγουλα, ιδρωμένος, δεν κουράζεται να βαράει το ταμπούρλο. Μπάμπα-μπούμπα χωρίς σταματημό. Κάποιοι κρυφογελάνε με την κοντόχοντρη φιγούρα ή τα τσουλούφια του, καθώς μάχεται και λαχανιάζει. Μα αφηνιασμένος, αυτός δίνει τον ρυθμό κι οι άλλοι ακολουθάνε. Ενθουσιώδης εξέδρα που τής αρέσει ο αυτοσχεδιασμός, μόλις φτιάξαν ένα πρόχειρο σύνθημα. Τό τραγουδούν κυματιστά, συλλαβή προς συλλαβή. Τούς ακούς να λένε με μια φωνή, σαν βροντερός άνθρωπος:

"Χαίρεις ὁ βασιλεὺς ἡμῶν.

Στέφανος ἰσχύος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.

Ὡς τρομερός, ὡς δεινός, ὡς λέων ὀρεγόμενος.

Χαίρε και πάλι χαίρε.

Πολλὰ τὰ ἔτη τῆς δεσποτείας σου!".

Κι εκείνος, σε απάντηση, κουνά το σκήπτρο και τούς χαιρετά. Ύστερα ξαναστέκει για λίγο ακούνητος, περιβεβλημένος τον αστερόεντα μανδύα. Φλόγες, δεν τόν κοιτάμε κατά πρόσωπο, τα μάτια του καίνε. Είναι μονάρχης, δράκοντας».

Στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα, ο Κωνσταντίνος Κούκουνας ξεκινά να πλέκει ένα εγκώμιο για το πόλισμα της Θεσσαλονίκης. Ναοί και κολώνες της πόλης αποτελούν την αφορμή, το υλικό πάνω στο οποίο χτίζονται αφηγηματικά συνομιλίες του παρόντος με το παρελθόν. Γύρω από τέτοια μνημεία εμφανίζονται φιγούρες που θίγουν τα μεγάλα ζητήματα της ταυτότητας, της σχέσης με την εξουσία, της πίστης σε θεία και ανθρώπινα ιδανικά.

Ο ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ (ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ «ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΑΣΗΜΑΚΗ»)

 Κωστή Παπαγιώργη, Γειά σου, Ασημάκη, εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, Αθήνα 1994, ISBN: 960-03-1128-5.




Στον Ηλία Παπαγιαννόπουλο

Στο δοκίμιο του με τίτλο Γειά σου, Ασημάκη (εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, Αθήνα 1994) ο Κ. Παπαγιώργης ουσιαστικά γράφει έναν εκτεταμμένο επικήδειο για τον Χ. Βακαλόπουλο, στο γνωστό του ύφος, χωρίς φιοριτούρες ή άστοχες λεκτικές υπερβολές. Η ανάγνωση του Βακαλόπουλου από τον Παπαγιώργη γίνεται αρχικά μέσω της βιωματικής οδού: η απώλεια είναι σύστοιχη με μια οιονεί αποθέωση («ο δικός μας νεκρός […] μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό», ό.π., σελ. 23). Ακολουθεί η γνωριμία τους στα στέκια της Καλλιδρομίου και η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Βακαλόπουλου. Το γεγονός ότι ο Βακαλόπουλος ήταν μοναχοπαίδι εξηγεί ίσως, εν μέρει, τον υφέρποντα ναρκισισμό και τον εστετισμό του: «Σαν ευπαθές θαύμα, ο μονογενής υιός βάζει χρόνια μέσα σε ένα εγωκεντρικό σύμπαν που κλώθει με τα γονικά χέρια όλα τα κεντρομόλα αισθήματα» (ό.π., σελ. 65). Εξηγεί προσέτι, κατά τον Παπαγιώργη, την ολοφάνερη κατάφαση του Βακαλόπουλου σε έναν sui generis παροντισμό: «…οι μονογενείς έχουν μεγάλη αδυναμία στο παρόν» (ό.π., σελ. 66).

Αναφερόμενος στα πρώτα, επιτυχημένα ομολογουμένως, βήματα του Βακαλόπουλου στο δημόσιο χώρο ο Παπαγιώργης θα σχολιάσει αποφθεγματικά: «Πάντως, αφού ό,τι σωστό κάνουμε στην ζωή μας είναι μια σειρά από λάθη, ο Βακαλόπουλος βρισκόταν στα πρόθυρα του “σωστού” δρόμου» (ό.π., σελ. 83-84). Μέχρι να φτάσει η «αποφασιστική στιγμή» της ανακάλυψης της αρρώστιας του, ο Βακαλόπουλος βιώνει την αυταπάτη της αέναης αχρονίας: «Το άχρονο γεύεται την αυταπάτη του όχι γιατί όντως στερείται ή αποτάσσει τον χρόνο, αλλά επειδή ακριβώς ταυτίζεται με τον εαυτό του» (ό.π., σελ. 107). Αυτό, κατά την ανάγνωση του Παπαγιώργη, οφείλεται στην εξής διαπίστωση: «Ό,τι διαρκεί πολύ είναι σαν να μην παρέρχεται» (ό.π., σελ. 108-109). Από την άλλη πλευρά, η ενδιάθετη ειρωνία του Βακαλόπουλου δεν είναι άμυνα αλλά επίκτητη κατάφαση στην υποκειμενικότητα: «Ό,τι στον αδύναμο γίνεται μνησικακία και αδιέξοδη εμπάθεια, στον αγχίνοα παίρνει τη μορφή αποφασιστικής αποθάρρυνσης. Με αυτόν τον τρόπο, παρότι ο είρωνας αφήνει την εντύπωση ότι μετέχει σε έναν πόλεμο, στην πραγματικότητα καθορίζει έμμεσα την υποκειμενικότητα του» (ό.π., σελ. 112). Ωστόσο, κατά τον Παπαγιώργη, παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν άδηλο τι είναι ο άλλος, ο Βακαλόπουλος είχε ως κύριο γνώρισμα «μια τεταμένη προσήνεια, που είχε σταθερή ανάγκη να συνέρχεται από τους περίπλοκους συνδυασμούς μιας άτονα αποθαρυμμένης οίησης» (ό.π., σελ. 127).

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Παπαγιώργη είναι αφιερωμένο στη Γραμμή του Ορίζοντος. Μόλις που χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο Παπαγιώργης θεωρεί αυτό το βιβλίο ως την κορωνίδα του όλου έργου του Βακαλόπουλου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο λόγος αυτής της οιονεί απόφανσης: «Η Γραμμή του ορίζοντος ήρθε έτσι, σαν ξαφνική φώτιση, με την κατάπληξη που νιώθουμε όταν, απογοητευμένοι από την ειλικρίνεια πού πάντα ξεγελάει, βρίσκουμε παρηγοριά στο ψέμα – που ενίοτε αυτοχλευάζεται, λέγοντας την αλήθεια» (ό.π., σελ. 138). Με δεδομένο ότι «δεν μπορούμε να ζήσουμε τη στιγμή, αλλά μόνο τη διάρκεια» (ό.π., σελ. 144), ο Παπαγιώργης εξηγεί τον ιδιότυπο παροντισμό στο ύφος του Βακαλόπουλου, όπου ο ιστορικός οιονεί ενεστώτας γίνεται προοδευτικά αόριστος (αυτόθι). Κατά τον Παπαγιώργη, στη Γραμμή του Ορίζοντος «αλλάζει η στάση του Βακαλόπουλου απέναντι στον παρελθόντα χρόνο» (ό.π., σελ. 145), εξ ου και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για το έργο αυτό.

Πολύ μπροστά από την εποχή του ο Παπαγιώργης, είχε σχεδόν προφητεύσει αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας: κάποιοι εμπαθείς, ιδεοληπτικοί ή κοντόφθαλμοι, που δεν έχουν διαβάσει ούτε μια σελίδα από τον Βακαλόπουλο, με ευκολία, που εγγίζει τα όρια της αφέλειας, τον χαρακτηρίζουν “νεο-ορθόδοξο”! Τους πρόλαβε φυσικά ο Παπαγιώργης: «Κάποτε, που τον είπα “νεο-ορθόδοξο” για να τον πειράξω, η αντίδραση του ήταν πολύ καθαρή: “Απ’ όλα αυτά μου αρέσει η άσκηση, εκεί νομίζω ότι υπάρχει κάτι που με αφορά…”» (ό.π., σελ. 150). Για να καταλήξει ο Παπαγιώργης: «Η ορθοδοξία του, αν υπήρχε, ήταν εκτίμηση ανθρώπινων μεγεθών, όχι αποφασισμένη πίστη» (ό.π., σελ. 151). Κοντολογίς, με τα λόγια του Παπαγιώργη: «(…) το αληθινό είναι πάντα σαν ψεύτικο» (ό.π., σελ.51).

Ηράκλειο Κρήτης, 10 Οκτωβρίου 2024

Γ. Μ. Βαρδαβάς


τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ




Επειδή το πράγμα επαναλαμβάνεται και αρχίζει να κουράζει, ας πω κι εγώ κάτι αυτονόητο: άλλο θεολογία, άλλο θεολογούμενο και άλλο θεολογική γνώμη.


4/10/2024
Γ.Μ.Β.

Ο χρόνος είναι χρήμα

 

Αμαριανό Πεδιάδος, Ηράκλειο Κρήτης
φωτό: Γ.Μ.Β.



Οι παραδόπιστοι ψάχνουν παντού για χρήματα, οι συνεπείς και οι συνετοί για χρόνο.



Ηράκλειο, 5 Οκτωβρίου 2024