«Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ»
Στο θέρος του 2020, ένας μοναχικός ταξιδιώτης από την Νότια Ελλάδα ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη για ένα βιαστικό πέρασμα δύο ημερών. Επωφελείται να περπατήσει μέσα στην ακριβή, σπάνια πόλη, να αντικρύσει τους βυζαντινούς της ναούς.
Είναι αρχές Αυγούστου, η πόλη έχει αδειάσει προσωρινά από τον ντόπιο πληθυσμό της. Ο αφηγητής νοιώθει για λίγο αφεντικό, «κυρίαρχος της λεωφόρου Τσιμισκή». Βλέπει και οράματα μπροστά στα μάτια του, όπως τον όσιο Δαβίδ τον δενδρίτη που φυλάει σκοπιά πάνω στα Κάστρα. Τολμά μάλιστα να κάνει και υποθέσεις για τον βίο του ασκητή:
«Το γραφτό τόν έστησε εδώ στην Άνω Πόλη, στους εξώστες. Παρέα με τα νυχτοπούλια, άγρυπνο φύλακα στα Κάστρα. Πάνω στα άκρα, θα προσφερόταν ωραία η θέα κι εκείνος όρθιος σαν το φανάρι. Οι περίπολοι περνάγαν με ακρίβεια κάτω απ´ τον κορμό της αμυγδαλιάς στις 2.30 τα χαράματα. Βάρβαρο μερίδιο της νύχτας. Αφήναν ένα ξερό παξιμάδι στο κρεμασμένο καλαθάκι, τού λέγαν «την ευχή σου, πάτερ», κι έτσι σπάγαν στα δύο την άχαρη βάρδια. Με το ξημέρωμα θα γυρίζαν σπίτι, κομμάτια από την κούραση. Αυτοί δεν ξέραν από αγιοσύνη και τέτοια, είχαν μέριμνες. Μια οικογένεια τούς περίμενε».
Έπειτα οραματίζεται μία επίσκεψη του αυτοκράτορα στο κέντρο της πόλης, κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Κόσμος πολύς έχει έρθει για να τον υποδεχθεί μέσα σε πανηγυρικό κλίμα:
«Στην καρδιά των λαϊκών εορτασμών, κοντοκουρεμένοι νέοι, με γυμνασμένο στήθος, κρατάνε δαυλούς σαν καπνογόνα. Κι έτσι φωτίζεται ο αέρας, παρ᾽ όλο που δεν είναι ακόμα νύχτα. Και τα πόδια να σηκώνουν σκόνη, κι αυτή ανέβαινε ψηλά. Ένας τριαντάρης με φουσκωμένα μάγουλα, ιδρωμένος, δεν κουράζεται να βαράει το ταμπούρλο. Μπάμπα-μπούμπα χωρίς σταματημό. Κάποιοι κρυφογελάνε με την κοντόχοντρη φιγούρα ή τα τσουλούφια του, καθώς μάχεται και λαχανιάζει. Μα αφηνιασμένος, αυτός δίνει τον ρυθμό κι οι άλλοι ακολουθάνε. Ενθουσιώδης εξέδρα που τής αρέσει ο αυτοσχεδιασμός, μόλις φτιάξαν ένα πρόχειρο σύνθημα. Τό τραγουδούν κυματιστά, συλλαβή προς συλλαβή. Τούς ακούς να λένε με μια φωνή, σαν βροντερός άνθρωπος:
"Χαίρεις ὁ βασιλεὺς ἡμῶν.
Στέφανος ἰσχύος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Ὡς τρομερός, ὡς δεινός, ὡς λέων ὀρεγόμενος.
Χαίρε και πάλι χαίρε.
Πολλὰ τὰ ἔτη τῆς δεσποτείας σου!".
Κι εκείνος, σε απάντηση, κουνά το σκήπτρο και τούς χαιρετά. Ύστερα ξαναστέκει για λίγο ακούνητος, περιβεβλημένος τον αστερόεντα μανδύα. Φλόγες, δεν τόν κοιτάμε κατά πρόσωπο, τα μάτια του καίνε. Είναι μονάρχης, δράκοντας».
Στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα, ο Κωνσταντίνος Κούκουνας ξεκινά να πλέκει ένα εγκώμιο για το πόλισμα της Θεσσαλονίκης. Ναοί και κολώνες της πόλης αποτελούν την αφορμή, το υλικό πάνω στο οποίο χτίζονται αφηγηματικά συνομιλίες του παρόντος με το παρελθόν. Γύρω από τέτοια μνημεία εμφανίζονται φιγούρες που θίγουν τα μεγάλα ζητήματα της ταυτότητας, της σχέσης με την εξουσία, της πίστης σε θεία και ανθρώπινα ιδανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου