Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, μια ακόμα τραγωδία –συνοδευόμενη από σκληρή αδιαφορία και ηθική τύφλωση- είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Ολοένα και πυκνώνουν τα σημάδια ότι η κοινή γνώμη, σε αγαστή σύμπνοια με τα εντυπωσιοθηρικά ΜΜΕ, σταδιακά αλλά αναπόδραστα πλησιάζουν το σημείο της «κούρασης με την προσφυγική τραγωδία». Τα πνιγμένα παιδιά, τα βιαστικά υψωμένα τείχη, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τα υπερπλήρη στρατόπεδα συγκέντρωσης («κέντρα υποδοχής») και οι κυβερνήσεις που διαγωνίζονται στη ρίψη αλατιού στις πληγές της εξορίας, του παρά τρίχα γλυτωμού και των εξουθενωτικών κινδύνων του ταξιδιού προς την ασφάλεια αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες σαν καυτές πατάτες – όλα αυτά τα ηθικά αίσχη αποτελούν ολοένα και λιγότερο «ειδήσεις» και πετιούνται ολοένα και συχνότερα κάπου «μέσα στις ειδήσεις». Αλίμονο, η μοίρα όλων των συγκλονισμών είναι η μετατροπή τους σε μια βαρετή ρουτίνα κανονικότητας –κι η μοίρα των ηθικών πανικών είναι η περιτύλιξή τους σ’ ένα πέπλο λησμοσύνης, η κατανάλωση και η εξαφάνισή τους από τα μάτια και τις συνειδήσεις μας. Ποιος θυμάται πια τους Αφγανούς πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο στην Αυστραλία κι έριχναν τα κορμιά τους πάνω στα συρματοπλέγματα της Woomera ή έλιωναν κλεισμένοι στα μεγάλα κέντρα κράτησης που η Αυστραλιανή κυβέρνηση έχτισε στο Nauru και το Νησί των Χριστουγέννων «για να εμποδίσει την είσοδό τους στα χωρικά της ύδατα»; Ή τους δεκάδες Σουδανούς εξόριστους που σφαγιάστηκαν από την αστυνομία στο κέντρο του Καΐρου «αφού απεκδύθηκαν των δικαιωμάτων τους από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ»;[2]
Η μαζική μετανάστευση δεν είναι φυσικά νέο φαινόμενο˙ συνόδευσε τη νεωτερική εποχή από την απαρχή της (αν και σε μεταβαλλόμενες, και κάποιες φορές αντιστρεφόμενες, κατευθύνσεις) –καθώς ο «σύγχρονος τρόπος ζωής μας» περιλαμβάνει εγγενώς την παραγωγή «περιττών ανθρώπων» (τοπικά «άχρηστων» –πλεοναζόντων και μη απασχολήσιμων- ελέω οικονομικής προόδου, ή τοπικά ανυπόφορων –απόβλητων ως αποτέλεσμα αναταραχών, συγκρούσεων και αλληλοσπαραγμών που οφείλονται σε κοινωνικούς/πολιτικούς μετασχηματισμούς και στους αγώνες ισχύος που ακολουθούν). Ωστόσο, τώρα υφιστάμεθα τις πρόσθετες συνέπειες της βαθιάς, και φαινομενικά αδιέξοδης, αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής, στον απόηχο των απερίσκεπτων, ανόητα μυωπικών και πασίδηλα αποτυχημένων πολιτικών και στρατιωτικών επεμβάσεων των Δυτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Οι παράγοντες που πυροδοτούν τις τωρινές μαζικές ροές στα σημεία εκκίνησής τους είναι λοιπόν διττοί· αντίστοιχα διττός είναι και ο αντίκτυπος των ροών αυτών στα σημεία προορισμού και οι αντιδράσεις των χωρών υποδοχής. Στα «ανεπτυγμένα» μέρη του κόσμου, στα οποία τόσο οι οικονομικοί μετανάστες όσο και οι πρόσφυγες αναζητούν καταφύγιο, τα επιχειρηματικά συμφέροντα επιβουλεύονται και καλωσορίζουν την εισροή του φτηνού εργατικού δυναμικού που υπόσχεται γι’ αυτούς μεγάλα κέρδη (όπως εύστοχα το συνόψισε ο Ντόμινικ Κασιάνι: «οι βρετανοί εργοδότες έχουν γίνει εξπέρ στο να βρίσκουν φτηνούς ξένους εργάτες –χρησιμοποιούν γραφεία απασχόλησης που εργάζονται πυρετωδώς στην ηπειρωτική Ευρώπη ακριβώς για το σκοπό αυτόν»)·[3] για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, από την άλλη, που ήδη κατατρύχεται από την υπαρξιακή και εργασιακή ανασφάλεια της κοινωνικής του θέσης και προοπτικής, αυτή η εισροή σηματοδοτεί ακόμα μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, βαθύτερη αβεβαιότητα και μειούμενες πιθανότητες βελτίωσης της ζωής τους: πρόκειται για μια πολιτικά και κοινωνικά εκρηκτική κατάσταση, και οι πολιτικοί προσπαθούν πολύ άγαρμπα να ισορροπήσουν τις ασύμβατες επιθυμίες να εξυπηρετήσουν τους κεφαλαιοκράτες αφέντες τους και ταυτόχρονα να καθησυχάσουν τους φόβους των ψηφοφόρων τους.
Εν γένει, όπως έχουν τα πράγματα προς το παρόν και όπως φαίνονται ότι θα είναι για πολύ καιρό στο μέλλον, η μαζική μετανάστευση είναι απίθανο να σταματήσει· παρά τις προσπάθειες να αποθαρρυνθεί ή και την αυξανόμενη εφευρετικότητα των προσπαθειών να σταματήσει. Όπως έξυπνα παρατήρησε ο Ρόμπερτ Ουάιντερ στον πρόλογο της β΄ έκδοσης του βιβλίου του Bloody Foreigners,[4] «Μπορούμε να καθόμαστε στην παραλία όσο θέλουμε και να φωνάζουμε στα κύματα, αλλά η παλίρροια δεν θα μας ακούσει, ούτε η θάλασσα θα υποχωρήσει». Η ανέγερση τειχών για να σταματήσουν οι μετανάστες πριν «μπουν στις δικές μας αυλές» μοιάζει σε γελοίο βαθμό με την ιστορία του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Διογένη, ο οποίος μια μέρα έπιασε το πιθάρι στο οποίο έμενε και άρχισε να το κυλά άσκοπα πάνω κάτω στους δρόμους της Σινώπης. Όταν τον ρώτησαν για την παράξενη συμπεριφορά του, αυτός απάντησε ότι, μια κι έβλεπε τους γείτονές του να αμπαρώνουν τις πόρτες τους και να ακονίζουν τα σπαθιά τους εν όψει της πολιορκίας της πόλης από τα στρατεύματα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, ντρεπόταν να αδρανεί κι είπε να συνεισφέρει κι εκείνος κάπως στην άμυνα της πόλης.
Αυτό όμως που έγινε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι στους μετανάστες που χτυπούν τις πόρτες της Ευρώπης προστίθενται ένας εκρηκτικά αυξημένος αριθμός προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Αυτή η έκρηξη προκλήθηκε από το αυξανόμενο πλήθος των κρατών που «αποτυγχάνουν» ή είναι ήδη «αποτυχημένα», των περιοχών όπου δεν υπάρχει καν κράτος και άρα αποτελούν θέατρα ανομίας, ατελείωτων φυλετικών και θρησκευτικών πολέμων, μαζικών σφαγών και ασταμάτητης λεηλασίας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή είναι η παράπλευρη ζημιά που προκάλεσαν οι θανατηφόρα λανθασμένες, ατυχείς και καταστροφικές στρατιωτικές αποστολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίες τελείωσαν με την αντικατάσταση των δικτατορικών τους καθεστώτων από ένα 24-ωρο θέατρο αναρχίας και φρενιτιώδους βίας, που υποβοηθείται και υποκινείται από ένα παγκόσμιο εμπόριο όπλων που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ενισχύεται από την άπληστη εξοπλιστική βιομηχανία και τη σιωπηρή (αν και συχνά υπερήφανα επιδεικνυόμενη σε διεθνή εμπορικά φόρα) υποστήριξη κυβερνήσεων διψασμένων για μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η πλημμύρα των προσφύγων που, κάτω από την κυριαρχία της αυθαιρεσίας και της βίας, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, και να αναζητήσουν καταφύγιο από τα πεδία των μαχών, ήρθε να προστεθεί στη σταθερή ροή των αποκαλούμενων «οικονομικών μεταναστών», οι οποίοι έλκονται στη Δύση από την ανθρώπινη επιθυμία τους να αφήσουν τα άγονα εδάφη τους (τις πτωχευμένες χώρες τους που δεν προσφέρουν καμιά προοπτική) για πιο πράσινα βοσκοτόπια (τους ονειρικούς παραδείσους των άπλετων ευκαιριών). Γι’ αυτό το πλατύ ποτάμι των ανθρώπων που αναζητούν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης (ένα ποτάμι με ροή σταθερή από τις απαρχές της ανθρωπότητας, που όμως φούσκωσε από τη σύγχρονη βιομηχανία περιττών ανθρώπων και «σπαταλημένων ζωών»[5]), ο Πολ Κόλιερ γράφει τα ακόλουθα[6]:
«Το πρώτο γεγονός είναι πως το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στις φτωχές και τις πλούσιες χώρες είναι τερατώδες και η παγκόσμια διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης θα το διατηρήσει έτσι για πολλές δεκαετίες. Το δεύτερο είναι πως η μετανάστευση δεν θα μειώσει δραστικά αυτό το χάσμα διότι οι μηχανισμοί ανάδρασης είναι πολύ αδύναμοι. Το τρίτο είναι πως, καθώς η μετανάστευση θα συνεχίζεται, οι μεταναστευτικές κοινότητες θα συνεχίσουν για δεκαετίες να πληθαίνουν. Οπότε, το εισοδηματικό χάσμα θα παραμένει, και οι παράγοντες διευκόλυνσης της μετανάστευσης θα πολλαπλασιάζονται. Το βέβαιο συμπέρασμα είναι πως η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες θα επιταχυνθεί. Για το προβλέψιμο μέλλον, η διεθνής μετανάστευση δεν θα φτάσει σε ισορροπία: αντίθετα, είμαστε μάρτυρες των απαρχών μιας ανισορροπίας επικών διαστάσεων».
Ο Κόλιερ υπολογίζει πως, μεταξύ του 1960 και του 2000 (οπότε τελείωναν και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία), «η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες απογειώθηκε από τα 20 εκατομμύρια (και λιγότερο) στα 60 εκατομμύρια (και περισσότερο). Επιπλέον, οι αυξητικές τάσεις επιταχύνονταν με το πέρασμα των δεκαετιών. […] Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι μετά το 2000 η επιτάχυνση συνεχίστηκε». Θα λέγαμε πως, αφημένοι στη δική τους λογική και δυναμική, οι πληθυσμοί των φτωχών και πλούσιων χωρών συμπεριφέρονται όπως ένα υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία. Ο αριθμός των μεταναστών είναι βέβαιο ότι θα αυξάνει έως ότου επιτευχθεί ισορροπία, μεταξύ των επιπέδων ευημερίας των «ανεπτυγμένων» και των «αναπτυσσόμενων» (;) τομέων του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας. Ωστόσο, ένα τέτοιο αποτέλεσμα πιθανότατα θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες μέχρι να επιτευχθεί – ακόμα κι αν αποκλείσουμε τις απρόβλεπτες καμπές της ιστορικής μοίρας.
Μια ιστορία που δεν τελειώνει
Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτά αποτελούν γενικά και υπεριστορικά προβλήματα της ύπαρξης «ξένων ανάμεσά μας», που εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και κατατρύχουν όλα τα τμήματα του πληθυσμού, με λίγο-πολύ παρόμοια ένταση και σε λίγο-πολύ παρόμοιο βαθμό. Οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές προκαλούν αναπόφευκτα τις αντιφατικές παρορμήσεις της «μεικτοφιλίας» (της έλξης προς τα πολύχρωμα, ετερόκλητα περιβάλλοντα που προμηνύουν άγνωστες και ανεξερεύνητες εμπειρίες και άρα την ευχαρίστηση της περιπέτειας και της ανακάλυψης) και της «μεικτοφοβίας» (του φόβου του μη διαχειρίσιμου όγκου των άγνωστων, ανεξημέρωτων, άβολων και ανεξέλεγκτων ερεθισμάτων). Η πρώτη παρόρμηση είναι το βασικότερο θέλγητρο της αστικής ζωής. Η δεύτερη, αντίθετα, είναι το πιο τρομακτικό της τραύμα, ιδίως στα μάτια των λιγότερο τυχερών και εύπορων, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους πλούσιους και τους προνομιούχους, που έχουν τη δυνατότητα να απομονωθούν σε «περιφραγμένες κοινότητες» προστατευόμενοι από την ενοχλητική, μπερδεμένη και συχνά τρομακτική αναταραχή και φασαρία των πολύβουων δρόμων της πόλης) δεν μπορούν εύκολα να απομακρυνθούν από τις αμέτρητες παγίδες και ενέδρες που είναι διάσπαρτες στο ετερογενές και συχνά δύσπιστο και εχθρικό αστικό περιβάλλον, στους κρυφούς του οποίου κινδύνους είναι καταδικασμένοι να μείνουν εκτεθειμένοι για όλη τους τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί ο Αλμπέρτο Ναρντέλι, «σχεδόν το 40% των Ευρωπαίων αναφέρουν το μεταναστευτικό ως το πιο σοβαρό ζήτημα που έχει να επιλύσει η ΕΕ[7] – αναδεικνύοντάς το πρώτο. Μόλις ένα χρόνο πριν, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο από 25%. Αντίστοιχα, ένας στους δύο Βρετανούς αναφέρουν πλέον το μεταναστευτικό ως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα».Οι πρόσφυγες που ξεφεύγουν από την κτηνωδία του πολέμου και του ολοκληρωτισμού ή την αγριότητα μιας πεινασμένης και αδιέξοδης ύπαρξης χτυπούν τις πόρτες κάποιων άλλων, κι αυτό συμβαίνει από τις αρχές της σύγχρονης εποχής. Για τους ανθρώπους που αφουγκράζονται τα χτυπήματα πίσω από τις πόρτες τους, οι πρόσφυγες ήταν πάντα, όπως και τώρα, ξένοι. Οι ξένοι τείνουν να προκαλούν άγχος ακριβώς γιατί δεν τους ξέρουμε — είναι απρόβλεπτοι κι αυτό έχει κάτι το τρομακτικό, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά, από τους οποίους νομίζουμε ότι ξέρουμε τι να περιμένουμε· ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι ξένοι δεν θα καταστρέψουν τα πράγματα που αγαπάμε, δεν θα σακατέψουν ή θα διαλύσουν τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μας, που τόσο μας παρηγορεί; Τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνηθίσει να συμβιώνουμε, στις γειτονιές, τους δρόμους και τα γραφεία μας τους χωρίζουμε κοινότοπα σε φίλους και «εχθρούς», τους συναναστρεφόμαστε με ευχαρίστηση ή απλώς τους ανεχόμαστε· πάντως, σε όποια κατηγορία κι αν τους βάλουμε, γνωρίζουμε καλά πώς να τους φερθούμε και πώς να οργανώσουμε τη συνύπαρξή μας μαζί τους. Για τους ξένους, ωστόσο, γνωρίζουμε τόσο ελάχιστα πράγματα, που δεν μπορούμε να διαβάσουμε κατάλληλα τις κινήσεις τους ώστε να προετοιμάσουμε τις αντιδράσεις μας, ούτε να μαντέψουμε τις προθέσεις τους και τι ετοιμάζουν. Η άγνοια πώς να κινηθούμε, πώς να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που δεν οφείλεται σε μας και δεν την ελέγχουμε, είναι ένα μείζον αίτιο του άγχους και του φόβου.
Στον ολοένα και πιο απορυθμισμένο, πολυκεντρικό, εξαρθρωμένο κόσμο μας, η μόνιμη αμφισημία της αστικής ζωής δεν είναι ο μόνος λόγος για να αισθάνεται κανείς αμήχανος ή φοβισμένος στη θέα άστεγων νεοφερμένων, ή για να εξάπτει την εχθρότητα εναντίον τους και να προκαλεί σε βία – και, επίσης, για να χρησιμοποιεί ή να καταχράται τα ολοφάνερα δεινά της φτώχειας, της δυστυχίας και της αδυναμίας τους. Μπορεί κανείς να αναφέρει δύο ακόμα παρορμήσεις, που προστίθενται από τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής και συγκατοίκησής μας μετά-την-απορρύθμιση· πρόκειται για δύο παράγοντες σαφώς διακριτούς μεταξύ τους, που επηρεάζουν μάλλον διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Καθένας από αυτούς εντείνει την πικρία και την επιθετικότητα που εκδηλώνεται προς τους μετανάστες – αλλά σε διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού υποδοχής.
Λαγοί και βατράχια
Η πρώτη παρόρμηση ακολουθεί, έστω και σε σύγχρονη μορφή, το σχήμα που περιέγραφε ο Αίσωπος στον μύθο με τους λαγούς και τα βατράχια. Οι λαγοί του μύθου δεν ήξεραν πλέον πού να καταφύγουν για να γλιτώσουν από το κυνηγητό των άλλων ζώων. Με το που έβλεπαν έστω κι ένα ζώο να τους πλησιάζει, το έβαζαν στα πόδια. Μια μέρα συνάντησαν μια αγέλη αφηνιασμένων αλόγων, και πανικόβλητοι έτρεξαν για μια κοντινή λίμνη, αποφασισμένοι να πνιγούν παρά να συνεχίσουν να ζουν μέσα στο φόβο. Αλλά καθώς πλησίαζαν στην όχθη, κάποιοι βάτραχοι, τρομαγμένοι με τη σειρά τους απ’ τους επερχόμενους λαγούς, πήδηξαν βιαστικά μες στο νερό. «Τελικά», είπε ένας λαγός, «τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα». Δεν υπάρχει πια λόγος να διαλέξουν τον θάνατο από μια ζωή στο φόβο. Το ηθικό δίδαγμα του μύθου είναι ξεκάθαρο: η ικανοποίηση που ένιωσε ο λαγός –ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από την καθημερινή απόγνωση του θηράματος– προήλθε από τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει πάντα κάποιος που κουβαλάει βαρύτερο σταυρό από τον ίδιο.
Στην κοινωνία μας, την κοινωνία των ανθρώπινων ζώων, υπάρχουν άφθονοι «λαγοί που κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα» και βρίσκονται σε μια θέση παρομοίως δεινή με αυτή του μύθου: στις τελευταίες δεκαετίες, ο αριθμός τους όλο και αυξάνεται, κι απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς σταματημό. Ζουν μέσα στη δυστυχία, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, εντός μιας κοινωνίας που τους έχει κάνει παρίες την ίδια στιγμή που επαίρεται για την πρωτοφανή άνεση και πολυτέλειά της. Οι λαγοί μας λοιδορούνται και καταδικάζονται από τα «άλλα ανθρώπινα ζώα», και προσβάλλονται που οι άλλοι τους εξευτελίζουν και τους απαξιώνουν — ενώ ταυτόχρονα λογοκρίνονται, χλευάζονται και ταπεινώνονται από το δικαστήριο της ίδιας της συνείδησής τους για την καταφανή ανικανότητά τους να αρθούν στο ύψος αυτών των άλλων. Σε έναν κόσμο όπου όλοι θεωρείται δεδομένο ότι θα «ζουν για τον εαυτό τους», και μάλιστα αναμένεται και προτρέπονται να το κάνουν, τέτοιοι ανθρώπινοι λαγοί που αποστερούνται τον σεβασμό, τη φροντίδα και την αναγνώριση από τους άλλους, είναι ακριβώς σαν αυτούς του Αισώπου που «κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα», πεταμένοι στην εσχατιά που προορίζεται για τα δίκαια λάφυρα του διαβόλου· και αφημένοι εκεί για πάντα χωρίς ελπίδα, πόσο μάλλον υπόσχεση, για λύτρωση ή για απόδραση.
Για τους απόκληρους που νομίζουν ότι έχουν φτάσει στον πάτο, η ανακάλυψη ότι υπάρχει κι άλλο ένα επίπεδο πιο κάτω από αυτό στο οποίο τους έχουν σπρώξει είναι ένα συμβάν λυτρωτικό που διασώζει την αξιοπρέπεια και ό,τι έχει απομείνει από την αυτοεκτίμησή τους. Η άφιξη ενός πλήθους άστεγων προσφύγων που έχουν απωλέσει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, όχι μόνο στην πράξη αλλά και με το γράμμα του νόμου, προσφέρει τη (σπάνια) ευκαιρία για ένα τέτοιο συμβάν. Και μας βοηθά να εξηγήσουμε τη σύμπτωση του πρόσφατου μεταναστευτικού κύματος με την άνοδο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του σοβινισμού — και τις εκπληκτικές όσο και πρωτοφανείς εκλογικές επιτυχίες των ξενοφοβικών, ρατσιστικών, σοβινιστικών κομμάτων και κινημάτων και των υπερ-εθνικιστών ηγετών τους.
Les Bas profonds[8]
Το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν συγκεντρώνει ψήφους κυρίως από τα πολύ χαμηλά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας (τους απόκληρους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς και αποκλεισμένους) και εξασφαλίζει την υποστήριξή τους άλλοτε διακηρύσσοντας ανοιχτά κι άλλοτε υπονοώντας σιωπηρά το σύνθημα «η Γαλλία για τους Γάλλους». Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθούν σ’ ένα τέτοιο σύνθημα αυτοί που απειλούνται με αποκλεισμό από την ίδια τους την κοινωνία στην πράξη, αν και όχι (ακόμα) τυπικά: εν τέλει, ο εθνικισμός τούς παρέχει το όνειρο μιας σωσίβιας λέμβου (ή ενός μηχανισμού αναβίωσης;) για την ξεθωριασμένη ή ήδη τσακισμένη αυτοεκτίμησή τους. Το να είναι Γάλλοι (ή Γαλλίδες) είναι το (ίσως μοναδικό εφικτό) χαρακτηριστικό που τους τοποθετεί στην ίδια κατηγορία με τους «καλούς καγαθούς», υψηλόφρονες και ισχυρούς ανθρώπους στην κορυφή, και ταυτόχρονα τους θέτει ψηλότερα από τους παρομοίως δυστυχείς αλλοδαπούς, τους ανέστιους νεοφερμένους. Οι μετανάστες είναι ακριβώς ο σωτήριος πάτος που βρίσκεται ακόμα πιο κάτω – χαμηλότερα από το σημείο που κρατούνται οι εγχώριοι Άθλιοι· ένας πάτος που καθιστά τη θέση των τελευταίων λίγο λιγότερο ταπεινωτική, και συνεπώς λίγο λιγότερο πικρή, αβάσταχτη και ανυπόφορη.
Υπάρχει κι άλλος ένας εξαιρετικός (με την έννοια ότι βρίσκεται πέραν της «κανονικής», υπεριστορικής δυσπιστίας για τους ξένους) λόγος ανησυχίας και αγανάκτησης με τη μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων. Και αυτός αφορά περισσότερο ένα κάπως διαφορετικό τμήμα της κοινωνίας: το αναδυόμενο «πρεκαριάτο», ανθρώπους που φοβούνται μη χάσουν τα αγαπημένα και ζηλευτά τους αποκτήματα και την κοινωνική τους θέση περισσότερο απ’ όσο το φοβούνται οι ανθρώπινοι «αισώπειοι λαγοί», που είναι απεγνωσμένοι από το γεγονός ότι τα έχουν ήδη χάσει ή δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τα αποκτήσουν.
Ξένοι στην ακτή – και στον δρόμο
Δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει ότι η μαζική και ξαφνική εμφάνιση των ξένων στους δρόμους μας, ούτε οφείλεται σε εμάς, ούτε βρίσκεται υπό τον έλεγχόμας. Κανείς δεν μας συμβουλεύτηκε, κανείς δεν μας ρώτησε αν συμφωνούμε. Και δεν είναι να απορεί κανείς που τα διαδοχικά κύματα μεταναστών αντιμετωπίζονται εχθρικά ως (για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ) «προάγγελοι κακών ειδήσεων». Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ενσωματώνουν την κατάρρευση της τάξης (ό,τι κι αν εννοούμε με τον όρο αυτό: μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία οι σχέσεις μεταξύ αιτίων και αιτιατών είναι σταθερές, κατανοητές και προβλέψιμες, επιτρέποντας στους κοινωνούς της να σχεδιάζουν πώς θα κινηθούν εντός της), που παύει πλέον να είναι δεσμευτική: θυμίζουν τους ανθρώπους με τα ολόσωμα πλακάτ που γράφουν «το τέλος του κόσμου είναι κοντά». Όπως λέει σε μια οδυνηρά εύστοχη φράση ο Τζόναθαν Ράδερφορντ, «μεταφέρουν τα άσχημα νέα από την άλλη άκρη του κόσμου μέχρι την πόρτα μας». Μας κάνουν να συνειδητοποιούμε κι επιμένουν να μας θυμίζουν αυτά που μας αρέσει να ξεχνάμε ή καλύτερα να ξορκίζουμε: ότι υπάρχουν κάποιες παγκόσμιες, μακρινές, καμιά φορά ακουστές αλλά πάντα αόρατες, ασαφείς, σκοτεινές και μυστηριώδεις δυνάμεις αρκετά ισχυρές ώστε να επεμβαίνουν και στις δικές μας τις ζωές και να αγνοούν τις προτιμήσεις μας.
Αυτοί οι νομάδες –όχι κατ’ επιλογήν αλλά καταδικασμένοι από μια άκαρδη μοίρα– μας θυμίζουν, με ενοχλητικό και εξοργιστικό τρόπο, την (αθεράπευτη;) ευαλωτότητα της δικής μας θέσης και την ευθραυστότητα της δικής μας κερδισμένης ευημερίας. Και είναι μια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη συνήθεια να κατηγορούμε και να τιμωρούμε τους αγγελιαφόρους για το μισητό περιεχόμενο του μηνύματος που μεταφέρουν εκ μέρους των περίπλοκων, ανεξιχνίαστων, τρομακτικών και δικαίως μισητών παγκόσμιων δυνάμεων που υποπτευόμαστε ως υπαίτιων για το αγωνιώδες και ταπεινωτικό συναίσθημα υπαρξιακής αβεβαιότητας που διαλύει την αυτοπεποίθησή μας και καταστρέφει τα σχέδια που κάνουμε για τις ζωές μας. Και ενώ δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να χαλιναγωγήσουμε τις διαφεύγουσες και μακρινές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, μπορούμε τουλάχιστον να διοχετεύσουμε τον θυμό που μας προκάλεσαν και εξακολουθούν να μας προκαλούν, και να ξεφορτώσουμε αυτόν το θυμό, εμμέσως, προς τα κοντινά και ευπρόσιτα προϊόντα τους. Φυσικά, δεν θα φτάσει πουθενά κοντά στη ρίζα των προβλημάτων, αλλά μπορεί να μας ανακουφίσει έστω και για λίγο από τον εξευτελισμό της κακοτυχίας μας και της ανικανότητάς μας να αντισταθούμε στην παραλυτική επισφάλεια της δικής μας θέσης στον κόσμο.
Η στρεβλή αυτή λογική και η νοοτροπία που γεννά προσφέρουν ένα καλά προετοιμασμένο, γόνιμο έδαφος, που προκαλεί πολλούς ψηφοθήρες να το βοσκήσουν — μια ευκαιρία που δεν θα ήθελαν επ’ ουδενί να χάσουν ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί. Η εκμετάλλευση της αγωνίας που προκαλεί η εισροή των ξένων, η οποία αναμένεται να σπρώξει κι άλλο προς τα κάτω μισθούς και επιδόματα που καιρό τώρα αρνούνται να μεγαλώσουν, να μακρύνει κι άλλο τις ουρές των ανθρώπων που στήνονται εις μάτην για δουλειές που μένουν πεισματικά σπάνιες, είναι ένας πειρασμός στον οποίο ελάχιστοι πολιτικοί που ήδη έχουν ή εποφθαλμιούν κάποιο αξίωμα θα μπορούσαν να αντισταθούν.
Οι στρατηγικές που επιστρατεύουν οι πολιτικοί για να αρπάξουν αυτή την ευκαιρία μπορεί να είναι –και είναι– πολλές και ποικίλες, αλλά ένα πράγμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: η πολιτική του αμοιβαίου διαχωρισμού και της τήρησης αποστάσεων, η οικοδόμηση τειχών αντί για γέφυρες και η καταφυγή σε ηχομονωμένους «ηχοθαλάμους» αντί για ανοιχτές γραμμές απαραμόρφωτης επικοινωνίας (ακόμα και η νίψη των χειρών ή η διακήρυξη της αδιαφορίας, μεταμφιεσμένης έστω σε ανεκτικότητα) δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο στην έρημο της αμοιβαίας δυσπιστίας, αποξένωσης και επιδείνωσης. Παρότι μοιάζει βραχυπρόθεσμα καθησυχαστική (γιατί διώχνει την πρόκληση εκτός πεδίου), αυτή η απατηλή, αυτοκτονική πολιτική συσσωρεύει εκρηκτικές ύλες που είναι έτοιμες να εκραγούν στην πρώτη φυτιλιά. Κι έτσι, ένα συμπέρασμα πρέπει να είναι εξίσου ξεκάθαρο: ο μόνος δρόμος που μας απομακρύνει από την τωρινή δυσφορία και τη μελλοντική συμφορά περνά μέσα από την απόρριψη του ύπουλου πειρασμού του διαχωρισμού. Ακόμα καλύτερα, μέσα από την ακύρωσή του, την αποσυναρμολόγηση των φραχτών των «κέντρων υποδοχής και φιλοξενίας» και το πλησίασμα των ενοχλητικών διαφορών, ανομοιοτήτων και των αυτοεπιβαλλόμενων χασμάτων σε στενή, καθημερινή και όλο και πιο άμεση επαφή –η οποία ελπίζω ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας γόνιμης σχέσης των δύο μερών αντί για την τωρινή, αυτοτροφοδοτούμενη σχάση ανάμεσά τους.
Ένας μακρύς και φιδωτός δρόμος
Ξέρω, ξέρω: ένα τέτοιο σχέδιο δράσης προμηνύει μια μακρά, ταραχώδη και ακανθώδη περίοδο· δεν είναι πιθανό να επιφέρει άμεση ανακούφιση, και μάλιστα μπορεί να πυροδοτήσει περισσότερο φόβο και να παροξύνει την καχυποψία και την εχθρότητα. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια εναλλακτική, πιο άνετη και λιγότερο επικίνδυνη, σύντομη λύση στο πρόβλημα. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κρίση – και δεν υπάρχει άλλη έξοδος από αυτή την κρίση εκτός από την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Το πρώτο εμπόδιο στην οδό διαφυγής από την αμοιβαία αποξένωση είναι η άρνηση του διαλόγου, η σιωπή – της αυτοαποξένωσης, της ψυχρότητας, της απροσεξίας, της περιφρόνησης, της αδιαφορίας. Αντί για το δίπολο της αγάπης και του μίσους, η διαλεκτική της περιχαράκωσης πρέπει συνεπώς να γίνει αντιληπτή με όρους τριάδας: αγάπη, μίσος και αδιαφορία ή παραμέληση.
Για την αμαρτία της αδιαφορίας, ο Πάπας Φραγκίσκος είχε τα ακόλουθα να πει στις 8 Ιουλίου 2013, κατά την επίσκεψή του στη Λαμπεντούζα – εκεί και τότε που ξεκίνησαν ο τωρινός «ηθικός πανικός» και η επακόλουθη ηθική πανωλεθρία μας:
«Πόσοι εξ ημών, εμού περιλαμβανομένου, έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας… Δεν προσέχουμε πια τον κόσμο που ζούμε, δεν μας νοιάζει· δεν προστατεύουμε αυτό που ο Θεός δημιούργησε για όλους, και καταλήγουμε να μη νοιαζόμαστε ούτε ο ένας για τον άλλο! Και όταν η ανθρωπότητα συνολικά χάνει τον προσανατολισμό της, καταλήγει σε τραγωδίες όπως αυτή που εκτυλίχθηκε εδώ… Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ποιος είναι υπεύθυνος για το αίμα αυτών εδώ των αδελφών μας, αντρών και γυναικών; Κανείς! Αυτή είναι η απάντησή μας: δεν είμαι εγώ· εγώ δεν έχω καμία ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη˙ πρέπει να είναι κάποιος άλλος, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ… Σήμερα κανείς στον κόσμο δεν αισθάνεται υπεύθυνος· έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης για τους αδελφούς και τις αδελφές μας… Η κουλτούρα της άνεσης, που μας κάνει να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, μας κάνει αναίσθητους στις οιμωγές των άλλων ανθρώπων, μας κάνει να ζούμε σε σαπουνόφουσκες που, αν και όμορφες, είναι ανούσιες· μας προσφέρουν μια φευγαλέα και άδεια ψευδαίσθηση που έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία μας για τους άλλους· στην πραγματικότητα, οδηγούν στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, καταπέσαμε στην παγκοσμιοποιημένη αδιαφορία. Συνηθίσαμε τις συμφορές των άλλων: δεν με επηρεάζει, δεν με αφορά, δεν είναι δική μου δουλειά!».
Ο Πάπας Φραγκίσκος μας καλεί «να αφαιρέσουμε τον Ηρώδη που ελλοχεύει στις καρδιές μας· να ζητήσουμε από τον Κύριο τη χάρη Του για να μπορέσουμε να θρηνήσουμε για την αδιαφορία μας, να θρηνήσουμε για τη σκληρότητα του κόσμου μας, της ίδιας της καρδιάς μας, και όλων αυτών που προστατευμένοι στην ανωνυμία παίρνουν αποφάσεις για την κοινωνία και την οικονομία μας που ανοίγουν τις πόρτες σε τραγωδίες όπως αυτή». Και, έχοντας πει αυτά, ρωτά: «Έχει θρηνήσει κανείς; Σήμερα, έχει θρηνήσει κανείς στον κόσμο μας;».
[4] Winder, R. (2013) Bloody Foreigners: The Story of Immigration to Britain, Abacus.
[5] Bauman, Z. (2005) Σπαταλημένες Ζωές: Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, Κατάρτι.
[6] Collier, P. (2014) Exodus: Immigration and Multiculturalism in the 21st Century, Penguin.
[8] Τα απύθμενα βάθη (γαλλικά στο πρωτότυπο)