Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο Γ. Καραμπελιάς συνομιλεί με τον Θ. Ζιάκα για τα Ιουλιανά (Αθήνα, 29/6//2015)



Πρόταση για διετή συμφωνία υπέβαλε στον ESM η Αθήνα



Την πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), με διετή συμφωνία, καθώς και αναδιάρθρωση του χρέους διεκδικεί η κυβέρνηση, με νέα πρόταση που κατέθεσε.


Περισσότερα εδώ:


Δείτε και: 



Απολαύστε υπεύθυνα: Α. Λυμπεράκη, "Οι φτωχοί κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές"



Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ψυχραιμία (σχόλιο στην επικαιρότητα ΙΙ)

Ψυχραιμία και περίσκεψη. Ο διχασμός μόνο καταστρεπτικές συνέπειες θα έχει.

Ο φόβος δεν είναι καλός σύμβουλος.

Ο φόβος χειραγωγεί.

Ο φόβος προκαλεί πανικό.

Ο φόβος στην έσχατη έκφανση του καθιστά το υποκείμενο όχι μόνο ευάλωτο αλλά και ανελεύθερο.


Δείτε και:


Το αντίδοτο στο φόβο


Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Ραγδαίες εξελίξεις: Κλειστές από τη Δευτέρα οι τράπεζες - Περιορισμός στις αναλήψεις


πηγή: in.gr

Κλειστά θα παραμείνουν αύριο, Δευτέρα, τα καταστήματα των ελληνικών τραπεζών μετά από εισήγηση που έκανε το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας στο υπουργείο Οικονομικών. Την ίδια στιγμή αποφασίσθηκε να επιβληθούν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι τράπεζες θα παραμείνουν κλειστές ολόκληρη την εβδομάδα (έως τις 6 Ιουλίου)


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ:





Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Περί ιστορίας (σχόλιο στην επικαιρότητα)

Άλλο είναι να μελετάς ιστορία κι άλλο να συναντάς και να βιώνεις την Ιστορία.



Γ.Μ.Β.
27/6/2015



Δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου υπέρ ή κατά της πρότασης των Θεσμών

Πηγή: in.gr

Τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την επόμενη Κυριακή 5 Ιουλίου, με ερώτημα την αποδοχή ή απόρριψη της πρότασης των Θεσμών, ανακοίνωσε τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Περισσότερα εδώ


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Τσίπρας σε Τουσκ: «Δεν πρέπει να υποτιμούνται οι αντοχές ενός ταπεινωμένου λαού»

Πηγή-Φωτό: stokokkino.gr

Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής, ο Ντόναλντ Τουσκ είπε στον Αλέξη Τσίπρα: "The game is over" για να λάβει την οργισμένη απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού:



«Η Ελλάδα έχει 1,5 εκατομμύριο ανέργους, 3 εκατομμύρια φτωχούς και χιλιάδες οικογένειες που ζουν χωρίς εισόδημα, μόνο με τη σύνταξη των παππούδων. Αυτό δεν είναι παιχνίδι».



Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ.


Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ὁ ἐν Νιβρύτῳ



Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Γ.Κοντογιώργης, Η ελληνική κοινωνία ενώπιον της Ιεράς Συμμαχίας της δεσποτείας των "αγορών", της Γερμανικής Ευρώπης και ο ρόλος της ελληνικής πολιτικής "κάστας"



Συνέντευξη του Γ. Κοντογιώργη στον δημοσιογράφο Γ. Σαχίνη (ΡΑΔΙΟ 984, 22-6-2015)
https://www.youtube.com/watch?t=75&v=jZtQutGeBFQ
&
http://contogeorgis.blogspot.gr/2015/06/blog-post_22.html


Θεόδωρος Ι. Ζιάκας: «Η πολιτισμική παρακμή ως “μηδενισμός"- το ελληνικό και νεωτερικό υπόδειγμα» (27/1/2015)

Πηγή: Αντίφωνο

Στα πλαίσια των διαλέξεων, “Πέραν της Παρακμής” την Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015 πραγματοποιήθηκε διάλεξη με θέμα: «Η πολιτισμική παρακμή ως “μηδενισμός”- το ελληνικό και νεωτερικό υπόδειγμα» με εισηγητή τον συγγραφέα Θεόδωρο Ζιάκα.



Ο Γ. Καραμπελιάς συνομιλεί με το Θ. Ζιάκα για τα Ιουλιανά (Δευτέρα 29-6-2015 στην Αθήνα)



Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Γ. Κοντογιώργης, Το δίλημμα και η ουσία της ρήξης: Η χώρα αντιμέτωπη με το δίλημμα της μεθάρμοσης δυναστών ή της δυναστικής συνέχειας


Η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς ρήξης του συνόλου της πολιτικής τάξης με την ελληνική κοινωνία. Και αυτό το καθεστώς, που αποδίδει η έννοια της ολιγαρχικής κομματοκρατίας και το περιεχόμενο του δυναστικού κράτους, ουδείς εκ των μελών της πολιτικής τάξης διανοείται να το αγγίξει. Ακόμη και στις ημέρες της κρίσης, που πανθομολογουμένως αυτή προκάλεσε, το καθεστώς της ρήξης διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Επομένως, το δίλημμα ρήξη ή συμβιβασμός με τους "δανειστές", είναι ψευδές. Η ρήξη με τους δανειστές θα διασφαλίσει στην ολιγαρχική κομματοκρατία το μονοπώλιο της κατοχής επί της ελληνικής κοινωνίας και της νομής του κράτους. Η μη ρήξη θα επιβεβαιώσει απλώς τη σταθερά του νεοελληνικού κράτους, την συγκατοχή και την συννομή της ελληνικής κοινωνίας από τις εσωτερικές και τις εξωτερικές δυναστικές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις, η χώρα, η ίδια η κοινωνία των πολιτών, προόρισται να συνεχίσει να αποτελεί το υποζύγιο και, κυριολεκτικά, το λάφυρο των (φιλελευθέρων ή των σοσιαλιστών) δυναστών της.


Αρχιεπισκόπου Αθηνών π. Ιερωνύμου, Έλληνες και Ευρωπαίοι να κάνουμε πράξη την ενότητα


Στον ποταμό της ιστορίας, σε μία γωνιά ακουμπισμένες, βρίσκονται δύο μεγάλες πέτρες. Όμορφα λαξεμένες από το νερό που κυλά ανά τους αιώνες, σμιλεύτηκαν τόσο πολύ, που, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, θεωρήσαμε πως έγιναν ένα. Ευρώπη και Ελλάδα, δύο αναπόσπαστες όψεις της ίδιας πέτρας, που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε ακατόρθωτο να σπάσει στα δύο. Με πρωτογενή υλικά την ελληνική παιδεία, το ρωμαϊκό δίκαιο και τον χριστιανισμό, η Ευρώπη διαμόρφωσε την ταυτότητά της και απέκτησε τη σημερινή της δομική υπόσταση. Έχοντας ως βασική της μαγιά τον χριστιανισμό και προέλευση τις ελληνικές ρίζες. 

Κι όταν γεννήθηκε το όραμα για τη διαμόρφωση στους κόλπους της Ευρώπης μιας οικογένειας λαών και πολιτισμών, η Ελλάδα ήταν παρούσα. Δεν θα μπορούσα να λησμονήσω τη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, Φεβρουάριο του 1979, λίγο πριν η χώρα υπογράψει τη συνθήκη ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ο οποίος είχε εκφράσει την προσδοκία «να κάνει η Ευρώπη πράξη τη χριστιανική ενότητα, να φέρει και την ουσιαστική ενότητα των λαών». 

Πέρασαν τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια από τότε που παρακολουθούσα τα γεγονότα από τη θέση του Αρχιγραμματέα. Σήμερα, γράφω με την ιδιότητα του επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Εκφράζω όμως προβληματισμούς όχι ενός Αρχιεπισκόπου, αλλά ενός απλού ιερέα και Έλληνα. Ενός ανθρώπου, που ως παλιός δάσκαλος, είχε την εντύπωση πως η κοινή βάση που ενώνει την ευρωπαϊκή οικογένεια είναι στέρεη και δεν αποσαθρώνεται. 

Μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται, χρόνια τώρα, ένα αφήγημα που βρίθει από διαφωνίες, διαπραγματεύσεις, εντάσεις και ρήξεις. Σκληρότερες, ακόμη, εκφράσεις και πράξεις που δεν ταιριάζουν στο λεξιλόγιο μελών της ίδιας οικογένειας. Ανακαλώ στο μυαλό μου εκείνη τη δήλωση περί ενότητος. Πώς είναι δυνατόν να απειλούνται οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα σε ανθρώπους που αφομοίωναν για δεκαετίες το ίδιο όραμα;

Τι τάραξε συθέμελα τον βυθό του ποταμού και η πέτρα δεν κύλησε μόνο, αλλά κοντεύει να διαλυθεί; Ποια πολιτικά και οικονομικά σταθμά και αποφάσεις που φαίνονται να οδηγούνται από το θυμικό των ανθρώπων, είναι τόσο δυνατά για να ταράξουν την ταυτόσημη πορεία λαών και πολιτισμών; «Ανεξαρτήτως εάν κάποιος πιστεύει ή όχι», έγραφε ο Γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ, «η ευρωπαϊκή αντίληψη έχει βαθιές τις ρίζες της στη χριστιανική παράδοση». Κι όμως αυτή η κοινή ευρωπαϊκή καταγωγή, το όραμα και οι στόχοι για το μέλλον των παιδιών μας, καταρρέουν μεμιάς, όταν δεν υπακούν σε όσα οι αριθμοί επιτάσσουν. 

Η κόπωση είναι μεγάλη. Όσων διαπραγματεύτηκαν και εξακολουθούν να το κάνουν. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σήμερα και εχθές. Θέλει αγώνα με το μέσα μας για να ξεπεράσουμε εγωισμούς και ανθρώπινες αδυναμίες και να βρούμε την κοινή συνιστώσα που θα μας φέρει ένα βήμα πιο πέρα. Μπροστά όμως στην κόπωση και όσα έχει υποστεί ο ελληνικός λαός τόσα χρόνια, όλες αυτές οι δυσκολίες είναι μηδαμινές. Κι αυτό θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους όλοι όσοι έχουν τη δύναμη να αποφασίζουν για το μέλλον του. 

Ο ελληνικός λαός έχει την ικανότητα να σταθεί στα πόδια του. Έχει το κουράγιο να σηκώσει τα μανίκια και να εργαστεί, διπλά και τριπλά αν χρειαστεί, για να αποκτήσει η χώρα «νοικοκυριό». Αρκεί να πειστεί μέσα του πως δεν υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών του, δεν δίνει έναν σκληρό αγώνα χωρίς νόημα, χωρίς να επιστρέφει αενάως στο μηδέν. 

Δεν είναι δουλειά ενός παπά να μπλέκει στα χωράφια των πολιτικών. Δεν φεύγει όμως από το μυαλό μου η προσπάθεια των Ελλήνων όλες αυτές τις δεκαετίες. Οι κόποι τους και οι αγώνες που έκαναν για να μπει η χώρα σε έναν δρόμο. Και αυτή την προσπάθεια δεν μπορώ να μην την υπογραμμίσω.

Λάθη έγιναν πολλά. Από όλους. Από εκείνους που έκαναν δεκαετίες τώρα όσα μετέωρα βήματα άλλαξαν τη ρότα της Ελλάδας και την έφεραν ενώπιον αδιεξόδων. Από τους υπόλοιπους που δείξαμε, μάλλον, περισσότερη ανοχή απ’ όση έπρεπε μπροστά στα ψεγάδια των πράξεων των ανθρώπων. Από τους Ευρωπαίους που θα έπρεπε να δείξουν μεγαλύτερη κατανόηση μπροστά στα δεινά που περνούν τα αδέλφια τους.

Είναι όμως ικανή μία κακή «στροφή» του ποταμού, μία τόσο μικρή διαδρομή μέσα στους αιώνες, να αλλάξει τη ροή και τη σύσταση της πέτρας; Ασφαλώς και όχι. Ολα μπορούν να διορθωθούν. Γιατί στον ορίζοντα του ποταμού υπάρχει κάτι που μας ενώνει: η κοινή ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή η ενότητα που ίσως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να κάνουμε πράξη. Ελληνες και Ευρωπαίοι. 

Ηρθε ο καιρός να φτιάξουμε την Ελλάδα που θέλουν τα παιδιά μας για να ριζώσουν στον τόπο τους. Ακόμη και αν χρειαστεί να βάλουμε για θεμέλια σε όσα χτίζουν, τους κόπους και τα δικά μας όνειρα. Ηρθε ο καιρός να κάνουμε το ακατόρθωτο εφικτό. Το έχουμε ξανακάνει, άλλωστε, στο παρελθόν.

Ας φανούμε αντάξιοι στις προσδοκίες των γονέων μας. Ας δώσουμε στις επόμενες γενιές έναν ακόμη λόγο να μας αναφέρουν όχι ως τους Έλληνες που έζησαν μία μεγάλη κρίση, αλλά τους Έλληνες που αναγέννησαν τον τόπο τους από τις στάχτες. Ας δείξουμε πως το κράμα μας όσες φορές και αν λιώσει, παραμένει πάντοτε ένα άριστο υλικό.



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Θ.Παπαθανασίου, Το καινό που κόμισε ο Χριστιανισμός: η ανάδυση του Υποκειμένου (5/3/2015)

Διάλεξη του Θ. Παπαθανασίου στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών (5/3/2015) στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων: "Χριστιανισμός και Προσωπική Ελευθερία. Το υποκείμενο και οι κοινότητες"



Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη Γιόγκα



Στο πλαίσιο του σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία στην Ελλάδα είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη και σεβαστή, αλλά και της ποιμαντικής της ευθύνης για την αποφυγή δημιουργίας κλίματος θρησκευτικού συγκρητισμού, με αφορμή την πρόσφατη καθιέρωση από τον ΟΗΕ της 21ης Ιουνίου ως «Παγκόσμιας Ημέρας Γιόγκα», η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπενθυμίζει στο χριστεπώνυμο Πλήρωμα ότι: η «Γιόγκα» αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο της θρησκείας του Ινδουϊσμού, έχει ποικιλομορφία σχολών, κλάδων, εφαρμογών και τάσεων και ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ «είδος γυμναστικής». 

Ως εκ τούτου η «Γιόγκα» τυγχάνει απολύτως ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη μας και δεν έχει καμία θέση στη ζωή των Χριστιανών.

Εκ του Γραφείου Τύπου



Σταύρος Ζουμπουλάκης, Άτομο και κοινότητα στο θρησκευτικό περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας (2-4-2015)

Διάλεξη του Στ. Ζoυμπουλάκη στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών (2/4/2015)



Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η ΕΥΡΩΠΗ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ "ΣΧΙΣΜΑ": ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ



Χρήστος Γιανναράς, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το "Σχίσμα", εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2015, ISBN: 978-960-572-063-6.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Το σήμερα έρχεται από το χθες, το μέλλον αναδύεται από το παρελθόν». Από το χθες προέκυψαν δύο πολιτισμικά «παραδείγματα» καθοριστικά της ανθρώπινης Ιστορίας: Το ελληνικό κοινωνιοκεντρικό και το δυτικοευρωπαϊκό (μεταρωμαϊκό) ατομοκεντρικό «παράδειγμα». Αντιθετικά τα δύο «παραδείγματα», ασύμπτωτα, η πραγματοποίηση του ενός προϋποθέτει τη συνεπή άρνηση-απόρριψη του άλλου. Ο παγκοσμιοποιημένος σήμερα πολιτισμός της «Δύσης» είναι η αντιστροφή των όρων του κάποτε ελληνικού πολιτισμού, το αναποδογύρισμα (σαν αντεστραμμένο γάντι) των προϋποθέσεων και των στόχων του.


Η υπενθύμιση αυτού του κοσμοϊστορικού «Σχίσματος» πιθανόν να καρπίζει προσωπικές αντιστάσεις στον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού και της χρησιμοθηρίας – στον ριζοσπάστη μηδενισμό» (radikale Nihilismus) που ο Nietzsche κατάγγελνε σαν τον φρικτότερο εφιάλτη για την Ευρώπη.

Δείτε και:
ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ: Η Ευρώπη γεννήθηκε από το "Σχίσμα"(στην ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟ)


Χ. Ἀνδρεόπουλος: Ἀνδρέα (Νανάκη) Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος




ΑΝΔΡΕΑ ΝΑΝΑΚΗ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ, Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος: Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ὕστερη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἐκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2013.

Μέ τά σημαντικά ἐκκλησιαστικά, πολιτικά καί κοινωνικά γεγονότα τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα πού συνθέτουν τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δρομολογοῦν τό πέρασμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τό Γένος καί τή Ρωμιοσύνη τῆς ἐθναρχικῆς παραδόσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Ἔθνος καί τό ἑλλαδικό Κράτος τῆς «νεωτερικότητας», ἀσχολεῖται τό νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί καθηγητού τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. Ἀνδρέα Νανάκη. Στό βιβλίο συντίθεται ἡ προβληματική μελετημάτων τοῦ συγγραφέα, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε τήν τελευταία δεκαπενταετία μέ κείμενα πού ξεκινοῦσαν κατ’ ἀρχήν ἀπό τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις καί προσεγγίζονται, πέρα ἀπό τά τυποποιημένα ἱστορικά σχήματα τῶν ἰδεολογικῶν ἐπιλογῶν τῆς νεωτερικότητας τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα, πτυχές ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία βρίσκεται στή δύση τῆς ἱστορικῆς της πορείας, ἐν μέσῳ κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν καί ἀνακατατάξεων.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου: «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ὕστερη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος», τό ὁποῖο κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις Μπαρμπουνάκη τῆς Θεσσαλονίκης. Πρόκειται γιά ἕνα ἱστορικό πόνημα μέ τό ὁποῖο ὁ Σεβασμιώτατος Ἀνδρέας Νανάκης, μέ τή διεισδυτική ματιά τοῦ ἱστορικοῦ, προσεγγίζει καί ἀναλύει τήν κρίσιμη γιά τό Γένος περίοδο πού ἔχει ἀφετηρία τίς σουλτανικές μεταρρυθμίσεις τῶν «Tanzimat» καί κατάληξη τήν ἐπικύρωση τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης ἡ ὁποία ἀποψίλωσε καί νομικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν ἐναπομείνασα, ἐκ τοῦ ἐθναρχικοῦ ρόλου, πολιτική ἰσχύ του. Στίς σελίδες τοῦ βιβλίου τά δημοσιευόμενα κείμενα συνθέτουν πτυχές ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς ὕστερους χρόνους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Πιό συγκεκριμένα μεταξύ τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα, κυρίως μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ὅταν ἡ τότε νέα τάξη πραγμάτων, μέ τίς ἀντιπαλότητες καί τούς ἐθνικούς πολέμους ἐπέφερε τήν ὁλοκληρωτική ἀναδόμηση στόν βαλκανικό καί μικρασιατικό κόσμο, ἐν μέσῳ τῶν ἐθνοκαθάρσεων καί τῶν ἐθνοκτονιῶν ἐκείνης τῆς περιόδου.

Ὅπως γράφαμε πρόσφατα, σ΄ αὐτές ἐδῶ τίς σελίδες («Θεολογία», τόμ. 84, τ. 2, σ. 279) καί γιά τό προηγούμενο βιβλίο του («Μικρά Ἀσία. Προσφυγικά ἀτελεύτητα», ἔκδ. Ἄντ. Σταμούλη, 2012), ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρκαλοχωρίου τόσο ὡς ἀκαδημαϊκός δάσκαλος τῆς Ἱστορίας καί συγγραφέας ὅσο καί ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (καί κατά τήν τρέχουσα περίοδο μέλος τῆς Ἁγιᾶς καί Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ), ἀποτελεῖ φορέα τῆς ἐθναρχικῆς μνήμης, τήν ὁποία διαρκῶς ὄχι ἁπλῶς ἐμπλουτίζει ἱστορικά, ἀλλά καί τονώνει συναισθηματικά ὄντας καί ὁ ἴδιος μικρασιατικῆς - ἐκ μητρός - καταγωγῆς καί συγκεκριμένα ἀπό τ’ Ἀλάτσατα, πόλη κειμένη στήν ἐπαρχία τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς – γῆς τῶν Ἰώνων - Σμύρνης.

Ὁ Μητροπολίτης καί πανεπιστημιακός καθηγητής Ἀνδρέας Νανάκης, ἐξ αἰτίας τοῦ πλούσιας σχετικῆς ἐργογραφίας καί τῆς ἐν γένει ποιμαντικῆς καί ἐπιστημονικῆς του δραστηριότητας ἔχει καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική καί ἀκαδημαϊκή κοινότητα ὡς ὁ κάτ΄ ἐξοχήν ἱστορικός τῆς Ἐθναρχίας, τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μέ τό νέο του βιβλίο ἔρχεται νά ρίξει περισσότερο φῶς στίς αἰτίες καί τίς ἀφορμές, τίς συνθῆκες κάτω ἄπ΄ τίς ὁποῖες ἔγινε τό πέρασμα ἀπό τό Γένος στό Ἔθνος, ἀπό τήν ἐθναρχοῦσα (Πατριαρχεῖο) στή ἐθνική Ἐκκλησία, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν καί ἀνακατατάξεων τῆς ἐκρηκτικῆς περιόδου τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα. Ἔρχεται νά ἐξηγήσει τό πώς διαμορφώθηκε ἡ ἰδιοπροσωπεία τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ καί πώς σχηματίσθηκε διαχρονικά τό ἰδεολογικό καί πολιτικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Πολιτείας καί ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί ἀμφοτέρων ἔναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς διαχρονικοῦ διεθνοῦς θεσμοῦ καί πρωτόθρονης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας. Τό βιβλίο, ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερα κεφάλαια καί 530 σελίδες συνολικά μαζί μέ τό ἀναλυτικό εὑρετήριο καί τό πλούσιο παράρτημα εἰκόνων μέ τίς προσωπικότητες καί τά στιγμιότυπα ἀπό τά γεγονότα πού σημάδεψαν τίς ἐποχές στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ἡ ὕλη του, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τέσσερα Κεφάλαια.

Στό Α΄ Κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», ἐξετάζονται οἱ προσωπικότητες καί οἱ ἱστορικές δράσεις ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι καθόρισαν τήν πορεία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, ὡς προκαθήμενοί τους. Ἐδῶ δεσπόζουν οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες: ὁ ἀπό Θεσσαλονίκης Ἰωακείμ Γ΄ (Δεβετζής η Δημητριαδης) καί ὁ ἀπό Ἀθηνῶν Μελέτιος Δ΄ (Μεταξάκης), ὁ πρῶτος κλείνοντας, οὐσιαστικά, τήν περίοδο τῆς Ἐθναρχίας καί ὁ δεύτερος ἐπιχειρώντας τήν ἰδεολογική σύνθεση Ἐκκλησίας καί Ἔθνους στό ὅραμα μίας νέας διηπειρωτικῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀφήγηση τῶν γεγονότων εἶναι συναρπαστική, μέ ἐμφανῆ τόν στόχο τοῦ συγγραφέα νά συνδέσει τόν σημερινό ἀναγνώστη μέ τήν ἐμπειρία τῶν προηγουμένων γενεῶν, οἱ ὁποῖες οὕτως ἤ ἄλλως ἀποτελοῦν τήν ἱστορική του ρίζα, τή ρωμαίικη, ὅπως προκύπτει παραστατικά μέσα ἄπ΄ τά πρόσωπα – τίς μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ρωμιοσύνης - πού πρωταγωνιστοῦν στά περιεχόμενα τοῦ βιβλίου. Ὁ ἀναγνώστης «ζεῖ» τήν ἱστορία ὄχι ὡς ἁπλή περιγραφή ἄλλ΄ ὡς ἀναπαράσταση γεγονότων καί καταστάσεων ἡ ἀναλυτική καί συστηματική ἐπεξήγηση τῶν ὁποίων δίδει ἀπαντήσεις σέ προβληματισμούς πού φθάνουν μέχρι τό σήμερα, ὅσον ἀφορᾶ κρίσιμα ζητήματα πού ἔχουν νά κάνουν μέ τή ἐξελικτική πορεία τῆς Ρωμιοσύνης στό διάβα τῆς ἱστορίας. Βλέπουμε ἕναν Ἰωακείμ στή πρώτη του πατριαρχία (1878-1884) νά πασχίζει νά διασφαλίσει τό ὅραμα τῆς ἑνότητας τοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου, μέσα ἀπό τή συνύπαρξη καί συνεργασία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων, στό πλαίσιο μίας ὀρθοδόξου κοινοπολιτείας ἐντός τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος θά εἶχε καθοριστικό λόγο καί ἐθναρχικό ρόλο. Τόν παρατηροῦμε νά συγκρούεται μέ τόν Πρωθυπουργό τῆς ἐποχῆς Χάρ. Τρικούπη ὁ ὁποῖος προσλάμβανε τό Πατριαρχεῖο ὡς μέσον γιά ἄσκηση ἀθηνοκεντρικής πολιτικῆς, ὡς ἐθνοποιητικό μηχανισμό γιά τούς ὁμογενεῖς μας στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορίας. Στή δεύτερη πατριαρχία τοῦ (1901 – 1912), μέσα ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν πηγῶν πού παραθέτει ὁ συγγραφέας, βλέπουμε ἕναν Ἰωακείμ νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι μέσα ἀπό τήν ἐπικείμενη δίνη τῶν ἐθνικῶν ἀντιπαραθέσεων θά δοκιμαστεῖ ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμένη, πού ἔχει κέντρο τῆς τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Ἀνδρέας Νανάκης, ἀκριβῶς αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού σημειώνεται στήν περίοδο αὐτή ἡ στροφή τοῦ Ἰωακείμ πρός τήν Ἀθήνα καί τή σύνδεση τοῦ Πατριαρχείου μέ τό ἐθνικό κέντρο, μία στροφή πού ἐκφράζεται καί ἐμπράκτως. Εἶναι ἡ ἐποχή πού ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ’ ἐπανδρώνει τή Μακεδονία, πού δοκιμάζεται ἀπό τό βουλγαρικό ἐθνικισμό καί τήν ἐξαρχία μέ νέους καί δυναμικούς ἀρχιερεῖς, πτυχιούχους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅπως ὁ Δράμας Χρυσόστομος (1901), ὁ Στρωμνίτσης Γρηγόριος (1902), ὁ Νευροκοπίου Θεοδώρητος (1903), ὁ Θεσσαλονίκης Ἀλέξανδρος (1903), ὁ Πελαγονίας Ἰωακείμ (1903), καί ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός (1908) οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν ἐθνική συνείδηση, τήν ἐθνική ἰδέα καί ἰδεολογία. Οἱ περισσότεροι ἐγκαθίστανται στή Μακεδονία πρίν ἀπό τόν Παῦλο Μελά καί ἄλλους πρoξένους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀθήνα γιά νά ἐνισχύσουν καί νά διαμορφώσουν τό ἐθνικό φρόνημα τῶν πληθυσμῶν στή Μακεδονία, πού δοκιμαζόταν ἀπό τή δράση τῶν ἐξαρχικῶν καί ἐθνικιστῶν βουλγάρων. Στήν «στροφή» αὐτή τοῦ Ἰωακείμ πρός τό ἐθνικό κέντρο ματαίως θά ἀναζητήσει κανείς αἰτίες ἤ ἀφορμές ἰδεολογικοπολιτικές. Οὐδόλως ὁ Ἰωακείμ ἀπέστη τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἀπόψεών του γιά τόν οἰκουμενικό ρόλο τοῦ Πατριαρχείου. Ἐπρόκειτο γιά μία «στροφή» πού ὑπηρετοῦσε τά συμφέροντα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, αὐτή ἦταν ἡ ἔγνοια του. «Ὁ Ἰωακείμ εἶχε τό χάρισμα νά προσλαμβάνει τόν μεταβαλλόμενο κόσμο, νά τοποθετεῖται σ΄ αὐτόν καί νά διαμορφώνει τό αὔριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό μέλλον τοῦ ὁριοθετώντας τούς σκοπούς καί τούς στόχους τοῦ μέσα στό χρόνο», ὑπογραμμίζει ὁ συγγραφέας θεωρώντας ὅτι ἕναν αἰώνα μετά τήν ἐκδημία τοῦ Ἰωακείμ στόν ἄξονα τῆς ἴδιας προοπτικῆς κινεῖται, ὑπηρετώντας μέ περισσή εὐθύνη τά δίκαια τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Βασιλεύουσας, καί ὁ σημερινός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος Α΄, «διαπνεόμενος ἀπό μία βαθιά καί ὀξύτατη ἐνόραση περί τῶν κατά καιρούς διαδραματιζομένων σ΄ ἕνα διαρκῶς ἐξελισσόμενο κοινωνικό, πολιτικό καί οἰκονομικό περιβάλλον». Ἐξ΄ ἴσου ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ παρουσίαση στό βιβλίο τῆς προσωπικότητας καί τῆς διαδρομῆς του ἀπό Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη ὡς Ἀθηνῶν (1918 – 1920), ὅπου ἐπεχείρησε ν΄ ἀπαλλάξει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τά δεσμά τῆς πολιτειοκρατίας καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά τήν αὐτοτέλειά της καί ὡς Κωνταντινουπόλεως (1921 – 1923), ὅπου ὑπηρέτησε τούς στόχους τοῦ βενιζελισμοῦ στόν ὁποῖο πολιτικά ἦταν ἀφοσιωμένος, μέσα ἀπό τό ὅραμα τῆς ἐθνικῆς ἰδέας μίας διηπειρωτικῆς Ἑλλάδος, χωρίς, ὅμως, ἀποτέλεσμα καθώς οἱ συγκυρίες ὑπῆρξαν ἀρνητικές. Τό νέο τουρκικό ἐθνικό κράτος τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ θεωρώντας τόν Μελέτιο ἐκπρόσωπο τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικισμοῦ ἀρνεῖται νά τόν ἀποδεχθεῖ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ Μελέτιος μετά τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης τῆς Λωζάνης τό 1923 ἀναγκάζεται νά ὑποβάλλει τήν παραίτησή του. Ὁ συγγραφέας παρότι διακρίνει στόν Μελέτιο μία ἐκκλησιαστική προσωπικότητα δημιουργική καί χαρισματική (τήν ὁποία ἔχει ἤδη διερευνήσει διεξοδικά στό παρελθόν στό πλαίσιο τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς), ἐν τούτοις καί εἰδικά γιά τό θέμα αὐτό, συμπεραίνει ὅτι, λόγω τῶν συγκυριῶν, τό πέρασμά του στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὄχι μόνο δέν βοήθησε, ἀλλά καί ἔβλαψε.

Τό Β΄ Κεφάλαιο ἀποτελεῖ κατά τή γνώμη μας τό «ψαχνό» τοῦ βιβλίου. Ἔχει τίτλο «Ἀπό τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος» καί σ΄ αὐτό παρουσιάζονται προσωπικότητες καί γεγονότα, πού διαδραμάτισαν, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, σημαίνοντα ρόλο στή διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἡ ἐξιστόρηση ἐκκινεῖ ἀπό τόν ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (Ἀγγελόπουλο) καί συνεχίζει μέ τούς διαφωτιστές καί «νεωτεριστές» διδασκάλους Ἀδαμάντιο Κοραή καί Θεόκλητο Φαρμακίδη, ἀναλύοντας τή ἀντιπαράθεσή τους μέ τούς ἐκπροσώπους τῆς «παραδοσιαρχίας» καί, εἰδικά, μέ τόν κορυφαῖο ἐξ αὐτῶν, Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν ἐξ Οἰκονόμων. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι στό Κεφάλαιο αὐτό ἡ ἱστορική καί νομοκανονική ἀνάλυση τοῦ συγγραφέα γιά τήν ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς διαμάχης, μεταξύ «νεωτεριστῶν» - «παραδοσιακῶν», ἡ ὁποία κορυφώθηκε μέ τήν αὐτογνώμονα ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στά 1833 καί εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν παραμονή τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας σέ σχισματική κατάσταση ἡ ὁποία διήρκησε μέχρι τό 1850, ὅποτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παραβλέποντας τό προηγούμενο δεκαεπτάχρονο ἀντικανονικό καθεστώς, ἀνεκήρυξε (29.06.1850) αὐτοκέφαλη τήν Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τῆς ἐκδόσεως (29.06.1850) τοῦ σχετικοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου (Π.Σ.Τ.) ὁ ὁποῖος ἰσχύει μέχρι σήμερα καί μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένος. Πρόκειται γιά τόν Τόμο, ὁ ὁποῖος σέ συνδυασμό μέ τήν συμπληρωματική αὐτοῦ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη (Π.Σ.Π.) τοῦ 1928 - τήν ἀφορώσα στήν «ἄχρι καιροῦ» ἐπιτροπική παραχώρηση τῶν πατριαρχικῶν Μητροπόλεων τῶν «Νέων Χωρῶν» στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος - ρυθμίζει τό συνολικό πλαίσιο τῆς κανονικῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν δυό Ἐκκλησιῶν, Μητρός τέ (Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) καί τῆς Θυγατρός (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος). Οἱ ἀναφορές τοῦ συγγραφέα γιά τό κρίσιμο ζήτημα τῆς (προβληματικῆς ἐξ ἐπόψεως κανονικότητος) διαπλάσεως τῶν σχέσεων τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τοῦ συστήματος τῆς «νόμω κρατούσης Πολιτείας» πού ἐπεξεργάσθηκαν καί ἐπέβαλαν στό νεοελληνικό Κράτος ἀπό τό 1833 ὁ βαυαρός Ἀντιβασιλεύς τῆς Ἑλλάδος Γ. Μάουρερ καί ὁ σύμβουλός του ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, προεκτεινόμενες στό χρόνο εὑρίσκουν τά παράλληλά τους σέ ἀντικανονικές συμπεριφορές πού ἐκδηλώθηκαν, ὡς πιστά ἀντίγραφα τῆς πολιτικῆς τῶν Μάουρερ – Φαρμακίδη, τά πρόσφατα χρόνια. Ὅπως γιά παράδειγμα τή περίοδο τῆς Ἑπταετίας (1967 – 1974), ὅταν ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου Ἅ΄ (Κοτσώνη) παραγκωνίσθηκαν ὁ Πατριαρχικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, καθώς ὁ Ἱερώνυμος Α΄ ἠρνεῖτο νά ἐφαρμόσει τίς σχετικές περί τῶν πρεσβείων ἀρχιερωσύνης διατάξεις γιά τήν συγκρότηση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, θέτοντας ἔτσι σέ ἀμφισβήτηση τά de jure δικαιώματα συμμετοχῆς τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (Νέων Χωρῶν) στή Διαρκῆ Σύνοδο. Ἐπρόκειτο γιά μία ἐνέργεια πού προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί στό ἐσωτερικό της Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού σταδιακά ἐξελίχθηκαν σε boomerang για τόν ἴδιο τόν Ἱερώνυμο Α΄ ἐξαναγκάζοντας τόν στήν ὑποβολή παραιτήσεως ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Τοῦτο συνέβη μετά τήν ἀποδοκιμασία πού γνώρισε ἡ σαφέστατα ἀντιπατριαρχική πολιτική του στήν ἱστορική συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 10ης Μαΐου 1973, ὅταν διαφοροποιήθηκαν ἀπό τήν τακτική του τότε Ἀρχιεπισκόπου ἀκόμη καί Ἐπίσκοποι ἐκλεγέντες ὑπό τῆς – ὕπ΄ αὐτοῦ προεδρευομένης – «Ἀριστίνδην» Συνόδου. Τόν Σεβασμιώτατο Ἀνδρέα Νανάκη τόν ἀπασχολεῖ σ΄ ὅλα σχεδόν τά πονήματά του τό θέμα τῆς κανονικῆς ἑνότητας τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πατριαρχεῖο. Μάλιστα, ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δέν εἶχε διστάσει στό πρόσφατο παρελθόν μέ ἐπιφυλλίδες καί ἄρθρα του σέ μεγάλες ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν νά ὑπερασπισθεῖ τά κανονικά δικαιώματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στήν ἑλλαδική ἐπικράτεια ὁσάκις αὐτά ἀμφισβητήθηκαν ἤ (ξανά-) ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀπομείωσή τους, ὅπως συνέβη στά νεώτερα χρόνια καί εἰδικότερα τήν περίοδο 2000 – 2004. Δέν τόν ἐνδιαφέρουν τά πρόσωπα, ἀλλά οἱ θεσμοί καί ἡ (διά-) τήρησή τους, ἔτσι ὥστε ἡ κανονική ἑνότητα μεταξύ τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέσω τῶν πατριαρχικῶν πράξεων τοῦ 1850 καί τοῦ 1928, νά ὑποστασιάζεται ὡς ἐκκλησιολογικῆ προέκταση καί συνέπεια τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας. Ὁ Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου ἐπισημαίνοντας ὅτι τό πολιτιστικά «ὄμαιμον» καί «ὁμόγλωττον» τῆς αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνιστᾶ τό μεγάλο προνόμιο ἠμῶν τῶν Ἑλλήνων, τονίζει ὅτι στή κρίση τῶν σχημάτων καί τῶν ἰδεολογιῶν τῆς μετενεωτερικῆς ἐποχῆς ἤ τῆς δεύτερης νεωτερικότητας, ὁ ὑπερεθνικός καί διαχρονικός θεσμός τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σέ συνάρτηση μέ τήν ἑλληνική πολιτιστική του παράδοση, θά ἀποτελέσει καί πάλι τή μήτρα πού θά διαφυλάξει καί θά διασώσει καί πάλι τήν πνευματική μας παρακαταθήκη καί τήν ἰδιαίτερή μας παράδοση. Πρόκειται, οὐσιαστικά, γιά τό κεντρικό μήνυμα τοῦ συγγραφέα: μᾶς συνδέει μέ τόν Φανάρι ἕνας «ὀμφάλιος λῶρος», ἐκεῖ κτυπᾶ ἡ καρδιά τοῦ Γένους μας, συνεπῶς, ὀφείλουμε, εἰδικά ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, νά διαφυλάξουμε τή σχέση αὐτή ὡς «κόρην ὀφθαλμοῦ». Ὑπενθυμίζει μάλιστα ὁ συγγραφέας, ἐπικαλούμενος σχετικές ἱστορικές πηγές, τή θλίψη πού ἐξέφρασε, ἐν εἴδει μετανοίας, ὁ πρωταγωνιστής τῆς αὐτογνωμόνου ἀνακηρύξεως, τό 1833, τῆς «αὐτοκεφαλίας» τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης ὅταν ἔμαθε ὅτι τά δικά του (ἐθνικοπολιτικοῦ τύπου: Κάθε Ἔθνος / Κράτος νά ἔχει τή δική του - «ἀνεξάρτητη» ἄπ΄ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο - Ἐκκλησία) ἐπιχειρήματα χρησιμοποιοῦσαν οἱ Βούλγαροι γιά νά ἀποσκιρτίσουν ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία, ἔχοντας, ἐν τῷ μεταξύ, παύσει νά μνημονεύουν τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στίς ἐκκλησιές τούς ἀκόμη καί ἐντός τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μία μετάνοια ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ ἄλλες, ἀντίστοιχες σχετικές πηγές (Πανώτη, Αριστ., «Συνοδικόν», τομ. Β’, σ. 144), ἔλαβε καί δραματικότερα χαρακτηριστικά ὅταν ὁ πρωτοστατήσας στήν ἀπόσχιση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχίας Θεόκλητος Φαρμακίδης λίγο πρό τῆς κοιμήσεώς του (1860), τή τελευταία στιγμή τῆς ἐκπνοῆς τοῦ ἐκραύγασε εἰς ἐπήκοον τῶν παρισταμένων: «Ἥμαρτον γιά τό κακό πού ἔπραξα στήν Ἐκκλησία μας».

Στό Γ΄ Κεφάλαιο παρατίθενται καί σχολιάζονται τά σημαντικότερα κείμενα ἐσωτερικῶν κανονισμῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τά ὁποία καί σηματοδότησαν τή μετάβαση ἀπό τό καθεστώς τοῦ «Γεροντισμοῦ» σέ συλλογικότερες μορφές διοικήσεως. Τό ἔργο ὁλοκληρώνεται μέ τό Δ΄ Κεφάλαιο πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν εἰδική περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία, παρά τήν πολιτική ἐνσωμάτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς της ἐπικρατείας στό νεοελληνικό κράτος, δέν ἐντάχθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλά παρέμεινε ἡμιαυτόνομη σέ σχέση ὀργανικῆς ἑνότητας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Προλογίζοντας τό βιβλίο ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Νίκος Ζαχαρόπουλος ἀναφέρει γιά τόν συγγραφέα καί παλαιό μαθητή του Ἀνδρέα Νανάκη, ὅτι «τά γραπτά του ἀποπνέουν ἕνα μίγμα ἀρχοντιᾶς, λεπτότητας καί δυναμισμοῦ πού ἔχει τήν ἔκφρασή του, στήν πορεία τῆς ζωῆς του, μέσα ἄπ΄ τά αἰσθήματά του πού ἐκδιπλώνονται τελείως φυσικά μέ κάθε ἐκδήλωσή του πρός τό Γένος, τήν Πατρίδα καί τήν Ἐκκλησία». Τήν ἴδια αἴσθηση, πού τόσο ὄμορφα περιγράφει στό προλόγισμα τοῦ βιβλίου ὁ ἀκαδημαϊκός δάσκαλος τοῦ συγγραφέα, εἴχαμε τήν τύχη – μιλώντας θεολογικά: τήν εὐλογία – νά νιώσουμε καί ὅσοι μαθητεύσαμε κοντά στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου καί δάσκαλό μας στό Θεολογικό Τμῆμα τοῦ Α.Π.Θ. Ἀνδρέα Νανάκη. Διερμηνεύοντας τά αἰσθήματα τῶν πολλῶν θεολόγων, λαϊκῶν καί κληρικῶν, μίας νεώτερης γενιᾶς, τήν ἄποψη αὐτή, γιά τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ συγγραφέα, καταθέτει εὐγνωμόνως ὁ συντάκτης αὐτῆς τῆς βιβλιοπαρουσιάσεως καί μαθητής του.

Χάρης Ἀνδρεόπουλος

________________________
Ἡ βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύθηκε στό ἐπιστημονικό περιοδικό «Θεολογία», τομ. 86, τχ. 1, Ἰανουαρίου – Μαρτίου 2015, σσ. 393 – 398.




Παρουσίαση του βιβλίου "Το ευσεβές γένος των Ρωμηών" του Ιωάννη Κ. Νεονάκη στις 14/6/2015 στο Ηράκλειο Κρήτης




Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Άνοιξε η ΕΡΤ


Δυο χρόνια μετά το "μαύρο" η ΕΡΤ επαναλειτουργεί από σήμερα το πρωί. 
Από χτες το βράδυ λειτουργεί και ο ιστότοπος της ΕΡΤ:



Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Παρουσίαση του βιβλίου ”Πως να εισέλθω στην καρδιά” του Κάλλιστου Ware



Σπ. Κουτρούλης, Δημήτρης Πικιώνης: Μεταξύ παράδοσης και Νεωτερικότητας

πηγή: Aντίφωνο

Ο Δ.Πικιώνης στέκεται ανάμεσα στην νεωτερικότητα, τον μοντερνισμό και την παράδοση. Όπως και άλλοι στοχαστές που ανήκαν στην γενιά του ’30 επέτυχε να αφομοιώσει ό,τι ζωντανό και γνήσιο μας έχει παραδοθεί από τις παλαιότερες γενιές και ταυτόχρονα να συνδιαλεχθεί με τα γονιμότερα στοιχεία του μοντερνισμού.

Ένας στοχαστής που η σκέψη του είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε τον Πικιώνη, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, προσδιόρισε κατά σειρά τα στοιχεία που τον επηρέασαν καταλυτικά: το έργο και το παράδειγμα του Δ. Σολωμού, ο Σικελιανός και η αποκάλυψη της νεοπλατωνικής παράδοσης του Πλωτίνου και του Πρόκλου, το έργο του ίδιου του Πλάτωνα, και η Ορθοδοξία[1]. Μα ακόμη πιο εμφατικά θα ορίσει ότι «η αρχιτεκτονική του Πικιώνη βγαίνει κατευθεία μέσα από τη γη. Και μαζί ο αρχιτέκτονας»[2].

Στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, ο Δ. Πικιώνης, γράφει ότι βρέθηκε τα ίδια περίπου χρόνια φοιτητής στο Πολυτεχνείο μαζί με τον Μπουζιάνη και τον Ντε Κίρικο. Γνώρισε τον Καμπούρογλου και τον Π. Γιαννόπουλο ο οποίος «ενσάρκωνε το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα»[3]. Το 1906 γνώρισε τον Κ. Παρθένη. Με την υπόδειξη των δύο τελευταίων ο πατέρας του τον έστειλε στο Μόναχο να σπουδάσει ζωγραφική, όπου συνέπεσε για δύο μήνες με τον Ντε Κίρικο. Για τρία χρόνια , κατόπιν, θα ζήσει στο Παρίσι όπου με «άρρητη χαρά»[4] βρέθηκε και πάλι με τον Κ. Παρθένη. Κάποια στιγμή, εντελώς συμπτωματικά θα συναντηθεί με τον Ντε Κίρικο, ο οποίος θα του ομολογήσει τις επιρροές που έλαβε από τον Ηράκλειτο και τον Νίτσε και την μεταφυσική ερμηνεία που τους απέδωσε. Προφανώς υπήρξε μια βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση, που θα τους φέρει πολλές φορές κοντά.

Όταν ο Πικιώνης θα ξαναγυρίσει στην Ελλάδα θα γνωρίσει όλη την νέα, τότε, διανόηση : τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Μητσάκη, τον Στρατή Δούκα, τον Βέλμο, τον Χατζηκυριάκο- Γκίκα, τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο, τον Διαμαντόπουλο αλλά και τον Γιάννη Αποστολάκη. Όπως γράφει με τόνο εξομολογητικό και καταληκτικό: «η άσκηση της πρακτικής του Σεζάν με ήγαγε μακριά απ’ τα ιδεώδη της Δύσης. Η Ανατολή και το Βυζάντιο μου αποκάλυψαν πως η δημιουργία μιας ανηγμένης απ’ τη φύση και απ’ την ύλη της μίμησης συμβολικής γλώσσας, είναι ο δρόμος ο μόνος έγκυρος και άξιος του πνεύματος για να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά μας απ’ τη Ζωή. Κάποιος είπε σωστά πως απ’ την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης θα εξαρτηθεί η πορεία του Ελληνισμού. Θα προσθέσω: κι από την αρμόδια σύνθεση των αντιθετικών ρευμάτων σε μια νέα μορφή. Θα μπορούσα ν’ αναλύσω πως παρουσιάζεται το πρόβλημα τούτο στην Αρχιτεκτονική. Μα θ’ αρκούσε εδώ να πω πώς είμαι ανατολίτης»[5].

Βεβαίως ο Πικιώνης δεν εγκλωβίζεται, ούτε περιορίζεται στο τοπικό και στο εθνικό. Το χρησιμοποιεί ως απαραίτητο εφαλτήριο για να αναχθεί στο οικουμενικό. Χαρακτηριστικά για αυτό είναι όσα γράφει για ένα από τα γνωστότερα έργά του, τον Παιδικό Κήπο της Φιλοθέης: «θα ήθελα να πω δύο λόγια για τον Παιδικό Κήπο της Φιλοθέης…Η κυρίαρχη μέσα μου αίσθηση ήταν να αναχθώ εις την μια και αδιαίρετη παράδοση του κόσμου. Είχα πρώιμα διίδει την παγκόσμια ενότητά της τη μια και αδιαίρετη σ’ όλο τον πλανήτη. Ήθελα ν’ αναχθώ σ’ αυτήν, εις τον ρουν της, να την αναπλεύσω, όπως η πέστροφα. Οι επιμέρους διαφορές δεν είναι βέβαια αμελητέες, αλλά κάτω απ’ αυτές διακρίνεις μίαν ισχύουσα θεμελιώδη…Ανάμεσα απ’ τη Φρυγία και την Περσία, την Καρία, ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία ξανοίγεις τη λανθάνουσαν ενότητα όπως και τη λανθάνουσα διαφορά. Ανάμεσα Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Μεσημβρίας διακρίνεις τη διαφορά και τη μυστική ταυτότητα. Αυτό το αίδιο ήταν το θεμελιακό. Οι διαφορές είναι επουσιώδεις, η βαθιά και εσωτερική ταυτότητα το ουσιώδες»[6].

Σε επιστολή του από την Ελβετία, ο Πικιώνης, μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι «παρότι όλος τούτος ο κόσμος ο γοτθικός μου είναι ξένος, ξένος κι αντίθετος προς ό,τι εννοούμε ελληνικό, κι όμως τον θαυμάζω για την τύχη μιας αδιατάραχτης εξέλιξης»[7], ενώ σε άλλη από το Μόναχο γράφει «είμαστε απαίδευτοι, μιμούμαστε τα ξένα. Ας είναι καλά ο λαός μας που κρατάει τη μνήμη, χωρίς να το ξέρει – ακριβώς γιατί δεν το ξέρει- τη μνήμη της ουσίας της ελληνικής. Όσο για τις δυνάμεις τις αρνητικές, αυτές από κανέναν λαό και κανέναν τόπο δεν λείπουν… Ο Θεός να μας βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας…Το φως το ελληνικό μας τον δείχνει, οι μεγάλοι μας, οι ήρωες μας. Ο λαός. Αλλά μας έλειψε πεντακοσίων χρόνων δουλειά…είμαστε πίσω…»[8]

Στο δοκίμιο του «η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», που είναι το τρίτο μέρος, μίας εκτενέστερης μελέτης, τα υπόλοιπα δύο μέρη της οποίας δεν βρέθηκαν ποτέ, επιχειρεί να αναδείξει τον δυναμισμό, την αγνότητα, την απλότητα και τις πολλαπλές σημασίες της λαϊκής τέχνης. Θα δείξει ότι προυποθέτει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου και έναν τρόπο να ερμηνεύεις τον κόσμο, δηλαδή «η αγνότης κι η αλήθεια που αναγνωρίζουμε στην τέχνη του λαού, προϋποθέτει ένα σύνολο ανθρώπου, ένα σύνολο ζωής αγνής και φυσικής. Και πώς τούτες οι μερικές αλήθειες, στη γλώσσα, στο ήθος, στους τρόπους, μ’ ένα λόγο στην κάθε έκφανση της ζωής και της τέχνης του λαού, είναι αλληλένδετες και πηγάζουν όλες από το βάθος, από την ουσία αυτού του συνόλου»[9]. Από την λαϊκή τέχνη, θεωρεί ο Πικιώνης, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε κάποια κομμάτια, απορρίπτοντας με ευκολία τα υπόλοιπα. Θα πρέπει να την δεξιωθούμε ως σύνολο, αφού πρώτα πετάξουμε «ό,τι ψεύτικο και περιττό φωλιάζει» μέσα μας[10]. Ο μεγάλος της δάσκαλος είναι η «φύση η ίδια, πότε με τα εμπόδια που του’ χει στήσει, πότε με τις ευκολίες που του παρουσιάζει, είναι σαν να του δείχνει το δρόμο»[11]. Ο άνθρωπος του χωριού, που έζησε από την φύση και μέσα από αυτή, κατανόησε πως εκείνη «είναι που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε τη ζωή του. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο, όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό. Ας δούμε αίφνης πως χτίζει το σπίτι του ο χωρικός. Το φυσικό δρόμο που ακολουθεί γι’ αυτό. Δεν του χρειάζεται κανένα γραφείο, ούτε μολύβι, για ν’ αραδιάσει μάταιες γραμμές της φαντασίας του. Κανένα βιβλίο αρχιτεκτονικής δε διάβασε. Από ρυθμούς και χαρακτήρα δε νιώθει. Μα τα πραγματώνει ασυνείδητα, ακολουθώντας τη φύση. Ξέρει πλέρια τις ανάγκες του. Στο έδαφος επάνω θα χαράξει το χώρο το χρήσιμο για την κατοικία του…Ακανόνιστο χωρίς να το ζητήσει ξεπίτηδες, κανονικό όσο είναι βολετό, συμμετρικό ή ασύμμετρο, τι ωραία ενώνεται με τη φύση γύρω! Από τα ίδια της υλικά πλασμένο, παίρνει κάτι από την ίδια, στις γραμμές και στο χρώμα του. Θαυμαστή συνεργασία φύσης και ανθρώπου…Και δεν έχω δει τίποτε πιο αρμονικό και γραφικό από αυτή τη διάταξη των μαζών που πηγάζει μ’ αυτό το φυσικό τρόπο και που, ενώ ούτε οφείλεται σε καμιά σύλληψη ενός συνόλου αρχιτεκτονικού ούτε φαίνεται να πηγάζει από καμιάν αφηρημένη αρχιτεκτονική αρχή, μολαταύτα κρύβει τόση φυσική αρμονία»[12].



Το ταπεινό βασίλειο του ατόμου και το αιώνιο του ανθρώπου

Στην λαϊκή αρχιτεκτονική το άτομο υποχωρεί έναντι της ολότητας. Μπορεί τα έργα της να μην είναι ιδιαίτερα σπουδαία, αλλά διακρίνονται για την απλότητα, την αυθεντικότητα και την εναρμόνιση με την φύση. Ο Πικιώνης φέρνει τα παραδείγματα μιάς σκάλας στην Αίγινα, ενός χωριατόσπιτου και ενός μαρμάρινου φεγγίτη στην Τήνο. Το συμπέρασμά του είναι πως «τέχνη σπουδαία δε θα βρείς ποτέ στο βουνό ή στο χωριό, ούτε εξαιρετικά ωραία θα τη βρείς πάντοτε. Μα φυσική, δηλαδή αληθινή, θα’ ναι πέρα και πέρα πάντοτε, και δοσμένη να πούμε από το Θεό –έτσι όπως η φύση δεν είναι πάντα γεμάτη ομορφάδες, ούτε η φυσική ζωή είναι όλο ευλογία. Αυτή είναι, κι έχεις να συμμορφωθείς μ’ αυτή, κι αν δεν μπορείς, αιτία είναι ότι ή το σώμα σου ή το πνεύμα σου είναι άρρωστο»[13]. Ο ανθρώπινος τύπος που αντιστοιχεί στην λαϊκή τέχνη, έχει ασκηθεί στον καθημερινό αγώνα με την ζωή καθώς «η λιτή ζωή του τον εδίδαξε από νωρίς την εγκράτεια, κι έτσι, τη σκέψη του, ήρεμη, όπως η ήρεμη ζωή γύρώ του, δε θα την ταράξουν άμετροι πόθοι και άπρεπες φιλοδοξίες»[14]. Βεβαίως η κράση του έχει περισσότερο μια περισσότερο ενστικτώδη, παρά εκλογικευμένη θεμελίωση. Για αυτό, ο Πικιώνης, πρόβλεψε ορθά, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ότι η επαφή του με την «ψευτιά της πολιτισμένης ζωής» θα τον εκμηδένιζε. 

Ο Πικιώνης θα τονίσει ότι ο δημιουργός της λαϊκής τέχνης είναι οι πολλοί: «βλέποντας ένα έργο της αρχαίας τέχνης, αισθάνεσαι πως η μορφή του βγήκε από μια πραγματική ιδανική σχέση του καλλιτέχνη με τους διπλανούς του. Πως δεν είναι έργο ενός μα πολλών. Πως έχει μέσα του κάτι τόσο θεμελιακό, ώστε γίνεται κοινό απόκτημα όλων. Έχει δηλ. μ’ άλλους λόγους αυτό που ο Σολωμός το λέει κοινό και κύριο. Γι’ αυτό, τη μορφή τη βλέπεις να μην είναι ατομική, μα αντικειμενική»[15].

Τελειώνοντας ο Πικιώνης επανέρχεται στο Σολωμό και στον στίχο του, πως τα σημαντικά λόγια δεν γεννιούνται από το στόμα δύο-τριών, αλλά από το στόμα του λαού, ώστε « υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Η κατάληξη είναι πως «τα συμπεράσματα του νου μας οδηγούν πάντα εκεί που μας πάει και το ένστικτο»[16], ώστε η «απλή τέχνη έχει ό,τι είναι προνόμιο μόνο των έργων των μεγάλων δασκάλων: Μία ψυχή ψυχές όλη γεμάτη».[17] Η φύση ώθησε τον απλό άνθρωπο να διακρίνει το αναγκαίο, το αληθινό, το απαραίτητο. Τα στοιχεία πήραν μορφή ιδιαίτερα στην λαϊκή αρχιτεκτονική: «η κάμαρα της πόρτας και του παραθυριού, η κάμαρα κάτω απ’ τη σκάλα, το χαγιάτι, η αυλή, το πηγάδι, έχουν την ποίηση που μόνο από την αλήθεια πηγάζει. Είναι στιγμές που μέσα στην ψυχή σου παίρνουν τη σημασία συμβόλων της ζωής. Τέτοια δύναμη έχει μόνο η μορφή που είναι αντικειμενική»[18].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο μεταφέρει, κατά το παράδειγμα του Σολωμού, την σημασία του λαού από την γλώσσα στην αρχιτεκτονική. Οι παρακάτω λόγοι του Πικιώνη έχουν πρωταρχική σημασία : « ο λαός που παραδίνει τις λέξεις στο συγγραφέα, μας παραδίνει και τούτα τα σχήματα ως άλλες λέξεις της πλαστικής μας γλώσσας. Άμποτε να μαθαίναμε τη σημασία της προσφοράς. Μα, αστόχαστοι, ακολουθούμε το ξένο, για να μένουμε πάντ’ αποπίσω του. Το καινούργιο μας τραβάει, γιατί η ψευτιά γλήγορα παλιώνει. Μόνο το σωστό είναι αγήραστο, γιατί κρύβει μέσα του περασμένο και το μέλλον. Αληθινά εβάλαμε το ταπεινό βασίλειο του ατόμου ψηλότερα από το αιώνιο του ανθρώπου. Και με τούτες τις πράξεις μας άλλο δεν καταφέρνουμε παρά να μακραίνουμε από κοντά μας την ώρα που θα μας έφερνε ό,τι η αρχιτεκτονική ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες μπορεί να δώσει: Την ποίηση στην καθημερινή μας ζωή »[19]. 

Ο Πικιώνης βλέπει στον αρχαιοελληνικό στοχασμό, στην ποίηση του Ευριπίδη για παράδειγμα, όπως και στον Ινδό Ταγκόρ την ίδια λατρεία προς την φύση και τον κόσμο. Όπως γράφει «η σοφία τους είναι η σοφία αυτής της ίδιας γης που κατοικούσαν»[20]. Αντίθετα οι νεώτεροι Έλληνες ακολούθησαν μια πορεία καταστροφής της γης και της ιερότητας της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ιερό της Ψυχής στην Ελευσίνα που «το πνίξαμε ανάμεσα σ’ ένα εργοστάσιο τσιμέντων, ένα σιδηροδρομικό σταθμό και ένα φρικτό λατομείο»[21]. Περισσότερα αναλυτικά αναφέρει: « λατομούμε λοιπόν όλους τους λόφους μας, αντί να καταδικάσουμε στην καταστροφή τους αφανέστερους απ’ αυτούς, κι έτσι αφανίζουμε – κάτι χειρότερο, παραμορφώνουμε εσαεί- την εικόνα της ένδοξης αυτής γης, αυτής που φάνταζε εις τα μάτια των προγόνων μας σαν διαλεγμένη επίτηδες και στολισμένη από τη θεά για κατοικία της ίδιας και του λαού που τη λάτρεψε… Την καταστρέψαμε λοιπόν οι ανίδεοι τη γη τούτη που ήταν η μήτρα και η τροφός των λαμπρών κοσμογονικών μύθων, η κοίτη εις το πλαίσιο της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής»[22]. 

Σε ομιλία σχετικά με τις αρχές πάνω στις οποίες «πρέπει να βασισθούν τα νομοθετικά μέτρα προασπίσεως της αισθητικής της χώρας εις τας τουριστικάς ζώνας» θα αναφέρει το δεοντολογικό πλαίσιο εντός του οποίου θα έπρεπε να κινηθεί η τουριστική ανάπτυξη. Βεβαίως η μεταγενέστερη εξέλιξη είναι εντελώς ενάντια σε επισημάνσεις όπως : «δεν είναι βεβαίως η χλιδή του πλούτου ή η ματαιόδοξος επίδειξις της τυφλής και ανίδεης μάζης, αλλά του πολλού λαού, της νεότητος και του πνευματικού προσκυνητού αι απλαί και νόμιμοι ανάγκαι που θα χρησιμεύσουν ως κριτήρια δια το έργον μας. Αυτών θα επιδιώξωμεν την πλήρωσιν, με τρόπους ανταξίους αυτού του ιδεώδους, με ταπεινότητα δηλαδή και με απλότητα»[23]. Φυσικά δεν αγνοούσε ότι η κατάσταση διαμορφωνόταν ήδη εξαιρετικά προβληματική: «η θρησκευτική αγάπη προς το αυτοποιόν φύτευμα, το γλαυκόν φύλλον ελαίας του Σοφοκλέους, εμαράνθη. Από τα δύο ιερά νάματα, αγιάσματα της πόλεως, όπως τα ύμνησεν ο Ευριπίδης, το ένα εκαλύψαμεν, το άλλο μένει εγκαταλελειμμένων, υπόνομοι και νερά εργοστασίων διοχετεύονται μέσα εις την κοίτην των. Λατομούμεν τους λόφους, που είναι η κοιτίς και το σύμφυτον πλαίσιον της αθηναϊκής τέχνης. Κανέν αίσθημα ιερόν δεν μας εμψυχώνει προς τα όρη, τους λόφους, τους ποταμούς, τας πηγάς, τους κρημνούς, τα σπήλαια αυτής της γής∙ το καθ’ ένα από τα οποία η θρησκευτική φαντασία των αρχαίων είχε περιβάλει με υψηλήν καθιέρωσιν, και δεν μιλεί επίσης δια την επιβίωσιν αυτής της ιδίας διαθέσεως απέναντι της φύσεως, που την ανευρίσκωμεν ολοζώντανην εις την λαϊκήν μας παράδοσιν. Μολαταύτα, από εν τέτοιο θρησκευτικό αίσθημα, όπως είπα, θα ηδύνατο να προκύψη μια ελληνική σύλληψις. Αντί τούτου, η φαντασία μας κυριαρχείται και εδώ από εικόνας και σχήματα μιας κοσμικής, θα έλεγα, ουσίας, όπως είναι τα σχήματα της γαλλικής αναγεννήσεως ή της αγγλικής κηποτεχνίας , και καμμία προσπάθεια μιάς γνήσιας και εκφραστικής που είναι «του είναι μας» μορφής δεν έχει ακόμη αναφανή εις το πεδίον τούτο»[24].



Η εντοπιότητα, η οικουμενικότητα και το πνεύμα της παράδοσης

Η παράδοση, κατά τον Δ.Πικιώνη, είναι η «γνήσια έκφραση της ψυχής κάθε εθνότητας»[25].Όμως πάνω από την κάθε ξεχωριστή παράδοση στέκεται μια ενιαία παράδοση.

Μπορεί μια εθνική και λαϊκή παράδοση να γίνει όχημα μιας οικουμενικής παράδοσης; Ο Πικιώνης απαντά καταφατικά. Ως ένα τέτοιο παράδειγμα αρμονικής σύνθεσης διαφορετικών χωρο-χρονικά παραδόσεων αναφέρει ότι συμβαίνει στο Βυζάντιο, δηλαδή στο ελληνικό μεσαιωνικό πολιτισμό όπου «επιτελείται ο άθλος της σύνθεσης των ελληνορωμαϊκών στοιχείων με τ’ ανατολικά»[26].

Η ελληνική παράδοση συναντάται, λογικά, με τα στοιχεία του μοντερνισμού, προαναγγέλλει ακριβέστερα τις αισθητικές μορφές του μοντερνισμού: «η οικουμενικότητα τούτη –προνόμιο όλων των μεγάλων παραδόσεων του Αρχαίου Κόσμου- λανθάνει μέσα στη λαϊκή μας παράδοση, είναι προάγγελος του μοντερνισμού. Δεν είναι από την καθολικότητά της τούτη που πηγάζει η ανεξάντλητη δύναμή της γι’ ανανέωση που απ’ ανέκαθεν τη χαρακτήριζε, και τώρα στους καιρούς μας δεν είναι ανοιχτή, για να πω έτσι, στα σχήματα του πρωτοποριακού κινήματος της Νέας Τέχνης, όσο, για παράδειγμα, η Αναγέννηση είναι κλειστή σ’ αυτά; Πραγματικά, θα δούμε μια μύχια συγγένεια αρχών ανάμεσα στα κυβικά σχήματα της αιγαιοπελαγικής μας αρχιτεκτονικής κι εκείνα της Νέας Τέχνης. Όμοια πάλι υπάρχει μια σχηματική συνάφεια ανάμεσα στα λεπτά υποστυλώματα, επιστύλια και τοιχώματα της σύγχρονης τέχνης, με την ξύλινη κατασκευή της ηπειρωτικής Ελλάδος, και γενικά της Βαλκανικής και της Μικρασίας. Η καθολικότητα τούτη της παράδοσής μας, απ’ όπου απορρέει, όπως είπα, η μύχια- και παρ’ όλες τις εσώτερες αντιθέσεις της- συνάφεια μ’ ένα κίνημα το ίδιο οικουμενικής σημασίας όπως είναι το σύγχρονο, που παρουσιάζει τ’ αναμφισβήτητα γνωρίσματα μιας γνήσιας κι αντιπροσωπευτικής για την εποχή μας ανακαινιστικής προσπάθειας της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, και που κάτω από την καινοτομία των σχημάτων της και την επαναστατικότητα των αρχών της κρύβει στο βάθος την προσπάθεια της ανασύνδεσης της με τις αρχές των μεγάλων παραδόσεων –η καθολικότητα, λέω, της παράδοσής μας κι η απ’ αυτήν απορρέουσα συνάφειά της με το σύγχρονο κίνημα, ανοίγει στον Έλληνα αρχιτέκτονα ένα στάδιο, όπου τα έπαθλα είν’ αντάξια των αγώνων που έχει να επιτελέσει για ν’ ανταποκριθεί στην υψηλή ιστορικότητα της παράδοσης του»[27].

Οι αρχιτέκτονες οφείλουν να σκορπιστούν στην ύπαιθρο ώστε να «ζήσουν μαζί και κοντά στο λαό τις όσιες ανάγκες του αληθινού του βίου»[28]. Ο ορθολογισμός της νέας Τέχνης είναι ο πιο ικανός για «να ερμηνέψει τον ασυνείδητο ορθολογισμό που βρίσκουμε μέσα στην παράδοση κι ακόμα ν’ αντιμετωπίσει την αισθητική πλευρά των προβλημάτων εξαιτίας της πνευματικότητας του και των διαισθητικών παρορμήσεων που, ίσως από μιαν ενδόμυχην αντίθεση, λανθάνουν αναμφίβολα μέσα της»[29].

Ο Πικιώνης, όπως και Ν. Χατζηκυριάκος- Γκίκας, αποκαλύπτουν στα προσφυγικά σπίτια των Μικρασιατών, ένα πρότυπο που συμπυκνώνει με επιτυχία την παράδοση, αποτελώντας ταυτόχρονα αφετηρία αντιμετώπισης των σύγχρονων αρχιτεκτονικών προβλημάτων: «την πτώση τούτη θα μπορούσε ως ένα σημείο ν’ αντισταθμίσει η συμμετοχή του λαϊκού τεχνίτη στην ανοικοδόμηση. Έχουμε ένα πειστικό παράδειγμα γι’ αυτό, με τους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας. Τι θα ήτανε, αν το νεκρό σχήμα του επίσημου σχεδίου δε μετασχηματιζόταν μ’ ένα τρόπο τόσο ζωντανό από τις έμφυτες πλαστικές και χρωματικές αρετές του Μικρασιάτη, θαυμαστό δείγμα της επιβίωσης μέσα του τού αρχαίου ιωνικού πνεύματος».[30]

Στο δοκίμιο του «Συναισθηματική τοπογραφία»[31], ο Πικιώνης, επισημαίνει πως «μετρούμε τη γη με τον κόπο του κορμιού μας»[32]. Ο φυσικός χώρος αντιπαρατίθεται με τα στοιχεία του αστικού χώρου, ώστε η ατομικότητα και το επιμέρους να ενσωματωθεί στο Όλον: «το έρημο τούτο μονοπάτι είναι απείρως ανώτερο από τις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων. Γιατί με την κάθε πτυχή του, με τις καμπές του, τις άπειρες εναλλαγές της προοπτικής του χώρου που παρουσιάζει, μας μαθαίνει τη θεία υπόσταση της ατομικότητας της υποταγμένης εις την αρμονία του Όλου»[33]. 

Τελικά το Φως θα παίξει τον πιο κρίσιμο ρόλο: «το φως έπλασε τούτο τον Κόσμο. Το φως τον συντηρεί και τον γονιμοποιεί»[34]. Τελικά με ποιητικό τρόπο θα ανασύρει μια βαθιά, υπόγεια ενότητα, που εντός της περιέχει τα πάντα: «τίποτα δεν υπάρχει μόνο του αλλά τα πάντα είναι μέρος μιας καθολικής Αρμονίας. Όλα διαπερνούν το ένα τ’ άλλο και πάσχουν και μεταβάλλονται το ένα από τ’ άλλο. Και δεν μπορείς να συλλάβεις το ένα παρά μέσων των άλλων»[35].

Απόρροια όλων αυτών των σκέψεων αλλά και των περιπλανήσεων στον τόπο και τον χρόνο είναι το συμπέρασμα ότι «είναι ανάγκη ν’ αντιμετωπίσουμε στοχαστικότερα τις λύσεις που μας προσφέρει η Δύση».[36] Βεβαίως το συμπέρασμα αυτό περιέχει άλλη μια προκείμενη σκέψη: πως κάθε λαός έχει κάποιες δυνάμεις και δυνατότητες αυτόνομες από εκείνες των άλλων λαών και εθνών ώστε «μια ιδέα ή μια μορφή, για να ριζώσει μέσα της, να πλασθεί στα μέτρα τα δικά της»[37].

Ο Δ. Πικιώνης, γράφοντας για το πρόβλημα της μορφής, δηλαδή τελικά για τις αισθητικές προτεραιότητες των κτιρίων και των κοινοτήτων και των πόλεων συμπεραίνει: «μελετάω μέσα μου τις μεγάλες μορφές του έθνους μας. Ποιητές, ήρωες… Ήρωες που η αρετή και η αντρεία των είναι αρετή και αντρεία ελληνική. Τους ποιητές μας. Τον πρώτο, τον πιο μεγάλο απ’ αυτούς, και τον αγώνα του για μορφή και για έκφραση ελληνική. Τους μεγάλους μας αυτοδίδακτους που ο Θεός τους χάρισε το δώρημα της «αυτοποιάς» έκφρασης και που το έργο τους υψώνεται κι αυτών «κάθετα εις το κέντρο της εθνικότητας». Όλους τους άλλους που με λογισμό και πειθαρχία δουλεύουν στο αληθινό και ετοιμάζουν το δρόμο των κατοπινών. Και τη νέα γενιά των ζωγράφων μας, που μας δίνουν τόσες ελπίδες: Ανάλαβαν τον μεγάλο άθλο να συλλάβουν τον εσωτερικό κόσμο τον ελληνικό και να τον εκφράσουν όχι περιγραφικά μα με συμβολικά μέσα που ορίζει η Τέχνη τους»[38]. 

Τα κτίρια δίχως την πνευματική καλλιέργεια του δημιουργού τους δεν μπορούν να τελεσφορήσουν, δηλαδή να ανταποκριθούν σε ένα σκοπό που τελικά τα νοηματοδοτεί. Για τον Πικιώνη αυτό το κριτήριο και μόνο «μπορεί να φωτίσει και της τέχνης και της τεχνικής τα κριτήρια να τα ελευθερώσει από τη συμβατικότητα στην οποία τούτα στον έχουν καιρό μας ξεπέσει»[39].

Ο Δ.Πικιώνης απάντησε με επιτυχία στα ερωτήματα τι σχέση έχει ο ελληνισμός με την οικουμενικότητα, η παράδοση με την νεωτερικότητα, η λαϊκότητα και ο πολιτισμός. Έδειξε ότι ανάμεσα τους, υπό προϋποθέσεις, δεν υπάρχει διάκριση, αγεφύρωτη αντίθεση, αντιφατική και εχθρική συνάντηση, αλλά διαλεκτική σύνθεση και αλληλουχία. Ως παράδειγμα ωφέλειας από το δυτικό χώρο παραθέτει την μελέτη των ιταλικών κήπων. Ότι ονομάζει όμως ως ελληνικότητα, που καθρεφτίζει τις δυνατότητες αυτονομίας του ελληνικού λαού, «δεν μπορεί να προκύψει παρ’ ως καρπός ενός πολυώδυνου άθλου»[40] κι όχι ως αυτοαναφορική ιδεολογία. Ο Πικιώνης άλλωστε γνωρίζει ότι η έννοια αυτή περιέχει πολλούς κινδύνους και την χαρακτηρίζει «από τις πιο προβληματικές αμφισβητίσιμες»[41]. Όμως στο δοκίμιο του «Υποθήκες από την ελληνική παράδοση»[42] θα δούμε να επιβεβαιώνονται οι κρίσεις του Ζ.Λορεντζάτου για αυτόν. Ο στοχαστής, τονίζει ο Πικιώνης είναι αναγκαίο να αποφεύγει την ύβριν και την αλαζονεία. Συγχρόνως αποκαλύπτει τις οφειλές του στον Ηράκλειτο, στον Πλάτωνα, στον Σολωμό, στον Σικελιανό.

Ο Πικιώνης μας άφησε παρακαταθήκη το αρχιτεκτονικό του έργο, τα δοκίμια και τα αισθητικά έργά του. Απάντησε όπως και οι άλλοι δημιουργοί που συμβατικά ονομάζονται γενιά του ΄30, στο ερώτημα για την σχέση μας με την Δύση, πως ο μοντερνισμός είναι ριζοσπαστικός μεν, απέναντι σε ότι κυριαρχεί εκεί μετά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει αξίες και μορφές που δημιουργήθηκαν στην ελληνική παράδοση από ανώνυμους συχνά τεχνίτες. Στα όρια αυτού του στοχασμού ούτε ο μιμητισμός είναι λύση αλλά ούτε και η εθνική αυτάρκεια. Δυστυχώς οι πόλεις μας δεν κτίστηκαν κατά τα πρότυπα που μας έδειξε ο Δ.Πικιώνης, αλλά συγχρόνως δεν υπήρξε ούτε η δημιουργική αφομοίωση του όποιου θετικού προϋπήρξε στον δυτικό κόσμο. Αντίθετα η εχθρότητα προς την παράδοση συνδυάστηκε με την ανομία και την αντιαισθητική κακογουστιά. Η αντιπαροχή, η δόμηση δίχως καμμιά προοπτική και σχέδιο κατέστρεψε τον οικιστικό χώρο και επιβάρυνε τραγικά το φυσικό περιβάλλον. Ο μεταπολεμικός ελληνικός αστικός χώρος, συγκέντρωσε ασυλλόγιστα το μεγαλύτερο αριθμητικά πληθυσμό, ερημώνοντας ταυτόχρονα όλες τις άλλες περιοχές. Βεβαίως το γεγονός αυτό προϋπέθεσε ότι το κέρδος, τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα θα έπρεπε να εκμηδενίσουν κάθε αξία, ειδικά την πνευματική καλλιέργεια και την αιτιώδη σχέση του ανθρώπου με την φύση και τον κόσμο που καθόρισε διαχρονικά την φυσιογνωμία του ελληνισμού. 



Σημειώσεις

[1] Ζ. Λορενζάτος, Μελέτες, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1994, τόμος β’, σελ.9-62.

[2] Όπ.πρ. σελ.45.

[3] Δ. Πικιώνη, Κείμενα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 27.

[4] Όπ. προηγ. σελ.29.

[5] Όπ. προηγ. σελ.35.

[6] Όπ. προηγ. σελ.36.

[7] Όπ. προηγ. σελ.41.

[8] Όπ. προηγ. σελ.44.

[9] Όπ. προηγ. σελ.54.

[10] Όπ. προηγ. σελ.55.

[11] Όπ. προηγ. σελ.55.

[12] Όπ. προηγ. σελ.56,57.

[13] Όπ. προηγ. σελ.58.

[14] Όπ. προηγ. σελ.59.

[15] Όπ. προηγ. σελ.67.

[16] Όπ. προηγ. σελ.69

[17] Όπ. προηγ. σελ.69.

[18] Όπ. προηγ. σελ.69.

[19] Όπ. προηγ. σελ.69.

[20] Όπ. προηγ. σελ.135.

[21] Όπ. προηγ. σελ.136.

[22] Όπ. προηγ. σελ.138.

[23] Όπ. προηγ. σελ.142.

[24] Όπ. προηγ. σελ.145,146.

[25] Όπ. προηγ. σελ.157.

[26] Όπ. προηγ. σελ.163.

[27] Όπ. προηγ. σελ.163,164.

[28] Όπ. προηγ. σελ.165.

[29] Όπ. προηγ. σελ.166.

[30] Όπ. προηγ. σελ.166.

[31] Όπ. προηγ. σελ.73.

[32] Όπ. προηγ. σελ.73.

[33] Όπ. προηγ. σελ.73.

[34] Όπ. προηγ. σελ.74.

[35] Όπ. προηγ. σελ.81.

[36] Όπ. προηγ. σελ.170.

[37] Όπ. προηγ. σελ.171.

[38] Όπ. προηγ. σελ.206.

[39] Όπ. προηγ. σελ.226.

[40] Όπ. προηγ. σελ.258.

[41] Όπ. προηγ. σελ.264.

[42] Όπ. προηγ. σελ.282.



Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες (φ.110,111,112) στην εφημερίδα ῾ΡΗΞΗ῾.






Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

διαΚρητικά 47: Αλέκος Καραβίτης (1904-1975)

Αλέκος Καραβίτης, Ας ήξευρα που μένει αητός

http://www.youtube.com/watch?v=stJaH3MCago




Δεν αποδέχθηκε τον διορισμό της η Ελ. Παναρίτη


Την απόφασή της να μη δεχθεί τον διορισμό της ως εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ ανακοίνωσε η Έλενα Παναρίτη μετά το κύμα αντιδράσεων που προκλήθηκε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. 

Περισσότερα εδώ:



Ανθολόγιον 194: Z. Bauman



(...)Θέλοντας και μη, όλοι μας, εκούσια ή ακούσια, βρισκόμαστε επί ποδός. Είμαστε επί ποδός, ακόμα και αν, σωματικά, μένουμε ακίνητοι: η ακινησία δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή σ' έναν κόσμο συνεχών μεταβολών. (...)







Αρχείο

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

ΣΥΝ-ΙΣΤΟΛΟΓΕΙΝ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στους 57 αη-Γιώργηδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται...

Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβη κάτω κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβη ἀπάνω κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση καθὼς μέλλει νὰ χαλάση σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμὶ ἂς σᾶς τὸ καύσουν, ἂς σᾶς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλη, δῶστε τα, δὲν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τὰ δύο ὅλος κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἔξω ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴν τύχη καὶ τὰ χάσετε.

Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός, Διδαχὴ Γ' (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς καὶ Βιογραφία, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, ζ' ἔκδοση, Ἀθήνα 2004, σελ.154)

Επισκέπτες από 17/9/2009

Free counters!

Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΠΕΡΙ "ΕΙΔΙΚΩΝ"

Τοῦτο εἶναι τὸ δρᾶμα τῆς ἐποχῆς μας: ὅτι ἡ πρόοδος της δὲν βρίσκεται στὰ χέρια τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τῶν εἰδικῶν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι.

Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ἀφορισμοὶ καὶ διαλογισμοί, τέταρτη σειρά, εκδ. Βιβλ. τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 1972, σελ. 92.

台灣基督東正教會 The Orthodox Church in Taiwan

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Μετεωρίτικη Βιβλιοθήκη

ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΛΛΟΠΟΣ

Αξίζει να διαβάσετε

9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ