Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Πολλοί άγιοι εντάσσονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες (δηλαδή ομάδες, είδη), ανάλογα με τη ζωή και την ιστορία τους, γι’ αυτό και δίπλα στον χαρακτηρισμό «άγιοι» λαμβάνουν και κάποιον ιδιαίτερο τίτλο. Έτσι, μπορεί να τους διακρίνουμε σε ομάδες όπως οι παρακάτω:
Δίκαιοι: έτσι χαρακτηρίζονται οι άγιοι που έζησαν στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή μέχρι τη σταύρωση και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Πολλές φορές χαρακτηρίζονται «άγιοι και δίκαιοι». Λέγονται έτσι, επειδή θεωρούμε ότι οι άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να ενωθούμε με τον Θεό (δηλ. να γίνουμε άγιοι) μόνο από τη στιγμή που ο Θεός έγινε άνθρωπος, δηλ. μετά την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού· μπορούμε να ενωθούμε με τον Θεό μέσω της ένωσής μας με τον Χριστό, με τη βάπτισή μας και την ένταξή μας στο διαχρονικό «σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, που έχει κεφαλή τον Χριστό και μέλη όλους εμάς – αυτό φυσικά είναι το πρώτο βήμα, που ακολουθείται από τον προσωπικό και συλλογικό αγώνα μας για να ζήσουμε σύμφωνα με την εντολή του Χριστού, την εντολή της αγάπης (Ματθ. 22, 35-40). Οι ενάρετοι και πιστοί άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, όσο ζούσαν σε αυτό τον κόσμο, δεν έγιναν χριστιανοί, συνεπώς τότε δεν ενώθηκαν με τον Χριστό.
Πιστεύουμε βέβαια ότι Τον γνώρισαν, πίστεψαν σ’ αυτόν και ενώθηκαν μαζί του (όπως και πολλοί άλλοι – αν όχι όλοι – από τους προ Χριστού νεκρούς όλων των λαών), όταν κι εκείνος προσήλθε στον «κόσμο των ψυχών», μετά τον σταυρικό του θάνατο – αναφορές γίνονται στην Α΄ επιστολή του αποστόλου Πέτρου, μέσα στην Καινή Διαθήκη: «ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν», «εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη, ἵνα κριθῶσι μὲν κατὰ ἀνθρώπους σαρκὶ, ζῶσι δὲ κατὰ Θεὸν πνεύματι» (Α΄ Πέτρου, κεφ. 3, στίχ. 19, και κεφ. 4, στ. 6). Γι’ αυτό, κι εκείνοι είναι άγιοι· όμως χαρακτηρίζονται «δίκαιοι», ώστε να διαφοροποιούνται από τους αγίους της μετά Χριστόν εποχής, για να δηλώνεται αυτή η διαφορά. Έτσι λέμε «ο δίκαιος Ιώβ», μνημονεύουμε «των αγίων και δικαίων θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννας» (των γονιών της Θεοτόκου), «του δικαίου Συμεών» (που πήρε στην αγκαλιά του τον Ιησού ως βρέφος, σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή του) κ.τ.λ.
Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από την Αγία Γραφή, όπου διαβάζουμε π.χ.: «μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων» (η ανάμνηση των δικαίων επαινείται), «ἔργα δικαίων ζωὴν ποιεῖ» (Παλαιά Διαθήκη, βιβλίο Παροιμίαι, 10, στίχοι 7 και 16), «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν» (Ματθ. 1, 19), «πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου…» (Ματθ. 23, 35), «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰερουσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής» (Λουκ. 2, 25) κ.λ.π.
Συγκεκριμένα οι άγιοι που προέρχονται από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης ταξινομούνται και σε μερικές επιμέρους κατηγορίες:
Πρωτόπλαστοι χαρακτηρίζονται ο Αδάμ και η Εύα, δηλαδή οι πρώτοι άνθρωποι σύμφωνα με τη διήγηση της Γενέσεως. Οι δύο αυτοί, μαζί με τους απογόνους τους των πρώτων γενεών (μέχρι τον Νώε), που κατονομάζονται στο κεφάλαιο 5 της Γένεσης και από τη γενιά τους αργότερα γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηρίζονται «προπάτορες», οι δε γυναίκες «προμήτορες» (ο προπάτωρ Αδάμ και η προμήτωρ Εύα).
Προχωρώντας στο βιβλίο της Γένεσης, από το κεφ. 12 και μετά, οι γενάρχες του εβραϊκού έθνους χαρακτηρίζονται «πατριάρχες», δηλαδή αρχηγοί μιας πατριάς (μεγάλης οικογένειας με ηγετική φιγούρα τον πατέρα και παππού). Είναι ο πατριάρχης Αβραάμ, ο γιος του ο Ισαάκ, ο γιος εκείνου, ο Ιακώβ, και οι 12 γιοι του Ιακώβ, από τους οποίους κατάγονται οι 12 φυλές του Ισραήλ. Στην περίπτωση αυτή, ο χαρακτηρισμός «πατριάρχης» δεν έχει την ίδια έννοια με αυτήν που έχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου πατριάρχης τιτλοφορείται ο αρχιεπίσκοπος που προΐσταται ως πνευματικός πατέρας των χριστιανών ενός έθνους ή μιας μεγάλης βυζαντινής πόλης, με δικαιοδοσία σε μια ευρεία γεωγραφική περιοχή (π.χ. ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο πατριάρχης Σερβίας κ.λ.π.).
Στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε επίσης τους προφήτες, οι οποίοι καλούνταν από τον Θεό σε μια συγκεκριμένη αποστολή για την αποκάλυψη του λόγου Του στον ιουδαϊκό λαό, που περιελάμβανε και προφητείες για μελλοντικά γεγονότα, αλλά και διδασκαλία του λαού, καθώς και αυστηρό έλεγχο της αδικίας και της ανηθικότητας. Τελευταίος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης θεωρείται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παρόλο που η ζωή του εξιστορείται στο βιβλίο που ονομάζουμε Καινή Διαθήκη.
Προχωρώντας στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, βλέπουμε εκεί τους αποστόλους, δηλαδή τους μαθητές του Χριστού – όχι μόνο τους 12, αλλά και μία ομάδα εβδομήντα αποστόλων, καθώς και τον απόστολο Παύλο, που κλήθηκε από τον Ιησού Χριστό στην αποστολή του μετά την ανάληψή Του. Χαρακτηρίζονται «απόστολοι», επειδή ο Χριστός τους απέστειλε να διαδώσουν το μήνυμά του σε όλα τα έθνη, βαπτίζοντας τους ανθρώπους που θα το αποδέχονταν. Τον τίτλο αυτόν επίσης τον συναντούμε στην Καινή Διαθήκη: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10, 16) «καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ' αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε» (Λουκ. 6, 13), «ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ ἐκδιώξουσιν» (δηλ. πολλούς από αυτούς θα θανατώσουν και θα καταδιώξουν, Λουκ. 11, 49).
Εκτός από τους αποστόλους, έχουμε τους λεγόμενους «ισαποστόλους», δηλ. αγίους, που δεν ανήκουν στις δύο αυτές ομάδες των μαθητών του Χριστού (τους 12 και τους 70), αλλά επιτέλεσαν έργο ισοδύναμο με τους αποστόλους, είναι δηλαδή ισάξιοί τους. Έτσι, ισαπόστολοι χαρακτηρίζονται π.χ. τρεις μαθήτριες του Κυρίου, οι αγίες Μαρία η Μαγδαληνή, Φωτεινή η Σαμαρείτισσα και Μαριάμνη, ενώ από τους επόμενους αιώνες χαρακτηρίζονται έτσι άγιοι όπως ο άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η μητέρα του, η αγία Ελένη, η αγία Νίνα, που έφερε τον χριστιανισμό στη χώρα της Γεωργίας, οι άγιοι του 9ου αιώνα Κύριλλος και Μεθόδιος (που έφεραν τον χριστιανισμό στα σλαβικά έθνη δημιουργώντας και το πρώτο σλαβικό αλφάβητο, το γλαγολιτικό, που αργότερα το διαδέχτηκε το κυριλλικό αλφάβητο) κ.ά.
Τέλος, οι τέσσερις συγγραφείς του Ευαγγελίου, οι οποίοι προέρχονται από τους αποστόλους, χαρακτηρίζονται «ευαγγελιστές»: ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο ευαγγελιστής Λουκάς και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται «θεολόγος» λόγω της ιδιαίτερης θεολογικής ποιότητας του ευαγγελίου που συνέγραψε, το οποίο έρχεται σε διάλογο με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, και όχι μόνον. Ο χαρακτηρισμός ευαγγελιστής σημαίνει εκείνον που «ευαγγελίζεται», δηλαδή φέρνει στους ανθρώπους ένα «ευαγγέλιο», λέξη που σημαίνει το ευχάριστο, αισιόδοξο και θετικό μήνυμα, τα καλά νέα.