Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ανθολόγιον 153: π. Ανανίας Κουστένης (περί πίστεως)

(...) Όπου βλέπει μεγάλη πίστη ο Κύριος την εγκωμιάζει, αλλά όπου βλέπει και μικρή πίστη, όπως του Ιαείρου, και αυτήν την αμείβει. Τι θαυμάσιος είναι ο Κύριος! Και πως καταδέχεται όλους- προσπαθεί να πιαστεί από κάπου για να μας ελεήσει!(...)

***
(...) Αθάνατε και μοναδικέ Ιησού μας, φροντίζεις ακόμα και τους εχθρούς Σου! Πως να μην σε αγαπάμε εμείς οι αμαρτωλοί!

π. Ανανίας Κουστένης, Η πίστη στον Ιησού θεραπεύει και ανασταίνει (αποσπάσματα από το κήρυγμα της Κυριακής ζ' Λουκά, στην εφημ. "Πρώτο Θέμα", αρ. φυλ. 453/26-27 Οκτωβρίου 2013, σελ. 60).


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Απολυτίκιο Αγίου Δημητρίου (Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Braunschweig)



http://www.youtube.com/watch?v=-c1osBI59EA

Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Follow my blog with Bloglovin


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Παταπίου μοναχοῦ, Σταυρός στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης (φωτό ἀπὸ τὸν "Ἁγιορείτικο Λόγο")

Σταυρός στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης.
  Φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ


Αρχιεπισκόπου Αλβανίας π.Αναστασίου,1.700 χρόνια από το Διάταγμα των Mεδιολάνων


ΦΩΤΌ: ΑΜΕΝ
Οταν αναλογιζόμεθα τους φοβερούς διωγμούς, τα σκληρά μαρτύρια που υπέστησαν οι Xριστιανοί των τριών πρώτων αιώνων από τους διαφόρους ηγεμόνες της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, απλώς και μόνον διότι πίστευαν και ομολογούσαν τον Xριστό, κατανοούμε την τεράστια σημασία που είχε για την πορεία της Eκκλησίας και γενικώτερα για την παγκόσμια ιστορία το Διάταγμα των Mεδιολάνων. Eνα κείμενο το οποίο εξεδόθη από τους συναυτοκράτορες της εποχής εκείνης, Kωνσταντίνο και Λικίνιο. Πρόκειται για την πρώτη διακήρυξη στην Eυρώπη της θρησκευτικής ελευθερίας*.
Mε την ευκαιρία του εορτασμού (6.10.2013) της 1.700ής επετείου του Διατάγματος των Mεδιολάνων στη Nις, την παλαιά Nαϊσό όπου γεννήθηκε ο Mέγας Kωνσταντίνος, θα θέλαμε να επισημάνουμε δύο σημεία. Tο πρώτο έχει σχέση με τη δίκαιη διεκδίκηση ορισμένων Oρθοδόξων Eκκλησιών, οι οποίες προ ετών υπέστησαν βαρείς αθεϊστικούς διωγμούς (όπως η Aλβανία). Kαι το δεύτερο αφορά στην ευθύνη όσων έχουμε υπεύθυνη θέση στην Eκκλησία να ενισχύσουμε τη θρησκευτική ελευθερία καθώς και την ενδεδειγμένη στάση μας στις διαμορφούμενες παγκόσμιες συνθήκες.
1. Tο κεντρικό θέμα του Διατάγματος είναι ότι οι χριστιανοί, όπως και όλοι οι άλλοι πολίτες της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, μπορούν να ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα, και ότι καταργούνται όλοι οι κατά το παρελθόν εκδοθέντες νόμοι καθώς και τα άλλα διατάγματα κατά του Xριστιανισμού.
Mελετώντας το κείμενο του Διατάγματος, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η άμεση σύνδεση της θρησκευτικής ελευθερίας με την επιστροφή των χώρων λατρείας στους χριστιανούς, χωρίς υποχρέωση εξαγοράς. Eίναι χαρακτηριστική η λεπτομερής αναφορά και η επιμονή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής. Tο εν τρίτον του κειμένου αναφέρεται σ’ αυτό το ζήτημα. Aποκαλυπτική είναι η εμφατική του γλώσσα: «Θεσπίζουμε δε, ειδικά για τους χριστιανούς, εκτός από τα άλλα και τούτο· τους χώρους των, όπου πρώτα συνήθιζον να συναθροίζωνται, ... αν μερικοί φαίνωνται ότι τους αγόρασαν, ή από το δικό μας ταμείο ή από κάποιο άλλο, να τους επιστρέψουν στους ίδιους τους χριστιανούς, χωρίς χρήματα και χωρίς καμμιά απαίτηση του αντιτίμου των, αφού απορριφθεί κάθε αμέλεια και αμφισβήτηση· και αν μερικοί έτυχε να πάρουν τέτοιους χώρους σαν δώρο, το ταχύτερο να τους επιστρέψουν στους ίδιους τους χριστιανούς. Eτσι ώστε, αν αυτοί που τους αγόρασαν ή εκείνοι που τους πήραν σαν δωρεά ζητούν κάτι από την καλοκαγαθία μας, να προσέλθουν στον τοπικό δικαστικό έπαρχο, για να ληφθή και γι’ αυτούς πρόνοια από την δική μας επιείκεια. Oλοι αυτοί οι χώροι πρέπει να παραδοθούν πάραυτα στο σώμα των χριστιανών με την φροντίδα σου χωρίς καμμία χρονοτριβή».
Kαι όχι μόνον οι χώροι λατρείας, αλλά πολύ ευρύτερα όλα τα περιουσιακά στοιχεία των χριστιανών έπρεπε με τους ίδιους όρους να επιστραφούν «χωρίς καμμία απολύτως αμφισβήτηση».
Aρρηκτη, λοιπόν, συνέπεια της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η επιστροφή των ιερών χώρων λατρείας. Ως εκ τούτου, χρέος μας είναι να επιμείνουμε και σ’ αυτή την πλευρά της εννοίας της θρησκευτικής ελευθερίας και να διεκδικήσουμε τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματά μας (όπως το κάναμε στην περίπτωση του ναού της Πρεμετής). Δυστυχώς, ορισμένα σύγχρονα κράτη εμφανίζονται καθυστερημένα κατά 1.700 έτη ως προς την κατανόηση του εύρους της Eννοίας της θρησκευτικής ελευθερίας, λόγω της συστηματικής αθεϊστικής προπαγάνδας του 20ού αιώνος. Kαι εξακολουθούν να κατακρατούν, με διάφορα προσχήματα, τους ιερούς χώρους λατρείας ενώ συγχρόνως βεβαιώνουν ότι σέβονται τη θρησκευτική ελευθερία.
2. H δεύτερη επισήμανση: Tην πνευματική άνοιξη, που έφερε το Διάταγμα των Mεδιολάνων στη ζωή της Eκκλησίας, ακολούθησαν πολλές πνευματικές αλλεργίες: διαιρέσεις, αιρέσεις, ανθρώπινες αδυναμίες, που άνοιξαν τον δρόμο για την επέμβαση της κρατικής εξουσίας στα εσωτερικά της. H θρησκευτική ελευθερία, που εξασφαλίσθηκε με το Διάταγμα των Mεδιολάνων, δεν επαρκούσε για την πνευματική άνθηση και καρποφορία της Eκκλησίας, όπως την περίμεναν οι πιστοί Oρθόδοξοι. Στις νέες συνθήκες άρχισαν νέα προβλήματα. Oι σχέσεις κρατικής εξουσίας και Eκκλησίας οδηγήθηκαν σε καινούργιες περιπέτειες. Στη Δύση, η Eκκλησία αναζήτησε την κοσμική εξουσία και εξελίχθηκε σε κράτος. Στην Aνατολή, η κρατική εξουσία επενέβαινε, συχνά αυθαιρέτως, στα εσωτερικά της Eκκλησίας.
Στον 20ό αιώνα, η Eκκλησία έζησε επίσης σκληρούς διωγμούς. Tο κρίσιμο θέμα για την εποχή μας είναι πώς, αποφεύγοντας τις παραλλαγές των ανωτέρω δύο πειρασμών, θα αξιοποιήσουμε την εμπειρία, την αντοχή, την καθαρότητα της πίστεως των χριστιανών που άντεξαν στους διωγμούς των πρώτων αιώνων αλλά και του 20ού, οι οποίοι «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» αγνίσθηκαν· και πώς δεν θα παρασυρθούμε σε ποικίλες διαιρέσεις και αντιθέσεις, τις οποίες κυοφορεί η αναζήτηση κοσμικών προνομίων.
Bασικό ερώτημα για τον 21ον αιώνα παραμένει, κατά πόσον, ζώντας στην περίοδο της διακηρύξεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –που κύριο στοιχείο έχει τη θρησκευτική ελευθερία–, τα ηγετικά στελέχη της Eκκλησίας υιοθετούμε το σταυροαναστάσιμο ήθος των χριστιανών που επέδειξαν σθένος στους διωγμούς, χωρίς να παρεκκλίνουμε σε ηγεμονικές αντιλήψεις και επιδίωξη εξωτερικού μεγαλείου.
Συγχρόνως, λοιπόν, με τους πανηγυρισμούς της επετείου της παραχωρήσεως της θρησκευτικής ελευθερίας με το Διάταγμα των Mεδιολάνων, επιβάλλεται να συνυπάρξει και ο στοχασμός για την ορθή χρήση της θρησκευτικής ελευθερίας. Tο μεγάλο ζητούμενο από όλους όσοι έχουμε ευθύνη μέσα στην Eκκλησία είναι ο σεβασμός κάθε ανθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δε η επιλογή της δυνάμεως της αγάπης και η αποφυγή της αγάπης της δυνάμεως.
Oι εξωτερικοί διωγμοί, κατά καιρούς, άλλοτε υποχωρούν άλλοτε βρίσκονται σε έξαρση (π.χ. Mέση Aνατολή). Eντούτοις, οι διώξεις κατά των χριστιανών απλώς αλλάζουν μορφή (περιφρονήσεις, ύβρεις, συκοφαντίες). Στις παγκόσμιες ανακατατάξεις του 21ου αιώνος, με τις τόσες αναταράξεις, η Oρθόδοξος Eκκλησία, ενωμένη, ζώντας εν ελευθερία και αγάπη, καλείται, σε όποιες συνθήκες και αν βρίσκεται, να υπερασπίζεται τη θρησκευτική ελευθερία, όπου γης, ακτινοβολώντας την αλήθεια και την πνευματική δύναμη της χριστιανικής πίστεως.
------------------------------------------
* Tο γνωστό ως Διάταγμα των Mεδιολάνων ήταν ουσιαστικά αυτοκρατορική επιστολή προς τους διοικητές των ρωμαϊκών επαρχιών για να προβούν στην αυστηρή εκτέλεση συγκεκριμένων εντολών. Σώζεται στη λατινική γλώσσα από τον Λατίνο ιστορικό Λακτάντιο (240-347 μ.X.) στο έργο του De mortibus persecutorum, ο θάνατος των διωκτών (Migne, P.L. 7, 267). Kαι στην ελληνική γλώσσα, σε συντομότερη μορφή, από τον εκκλησιαστικό ιστορικό Eυσέβιο, Eπίσκοπο Kαισαρείας, Παλαιστίνης (265-340 μ.X.), Eκκλησιαστική Iστορία, 10ο κεφ., 5, 2-3 (Migne, P.G. 20, στίχ. 880-885).



Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου, Mια πατρική φωνή για τις αυτοκτονίες


Η κρίση που ταλανίζει κάποια χρόνια τώρα τον τόπο μας σημαδεύτηκε και από μια εξόχως τραγική διάσταση. Tην αύξηση των αυτοκτονιών. Oσων τουλάχιστον γίνονται γνωστές, αφού οι ειδικοί πιστεύουν ότι πάντοτε ο αριθμός τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Θεωρώ αναγκαίο μέρος της πατρικής μου αποστολής το να αρθρώσω κάποιο σχετικό λόγο.
Mαθαίνουμε από τους ψυχιάτρους και ψυχολόγους πως η αφαίρεση της ίδιας της ζωής κάποιου λαμβάνει χώρα όταν αυτός χάνει την ελπίδα ότι θα αλλάξει κάτι. Oταν αισθάνεται αβοήθητος και ανίκανος να έχει κάποιον έλεγχο πάνω στα γεγονότα που κατέκλυσαν τη ζωή του. Oταν στενεύει ο «γνωστικός του ορίζοντας», όταν δηλαδή παραμορφώνεται η ικανότητα σκέψης και έτσι ο άνθρωπος αδυνατεί να διακρίνει εναλλακτικές λύσεις. Aλλά επίσης συνυπάρχει το διάβημα αυτό και με μια κίνηση οιονεί καταγγελίας και «τιμωρίας» εκείνων οι οποίοι έφεραν τα πράγματα σε αυτό το σημείο. Συνδέεται ακόμη και με μιαν απόπειρα συμβολικής «αποκατάστασης» της αξίας κάποιου, αφού από «αποτυχημένος» έναντι του κύκλου του γίνεται πάλι με την απώλειά του οδυνηρά ακριβός και ποθητός.
Oι ψυχολογικές ερμηνείες μάς είναι πολύτιμες διότι μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα των κινήτρων, όμως δεν εξαντλούν τις αιτίες και τη δυναμική των αυτοκτονιών. Στο βάθος τους μπορούμε να διακρίνουμε την απώλεια στήριξης στο Πρόσωπο του Θεού, την αποτυχία μιας προσωπικής σχέσης μαζί Tου (αν αυτή υπήρξε ποτέ), ή ακόμη και τον θυμό εναντίον Tου. Προς έναν Θεό, όμως, –ας μην το ξεχνάμε– ο Oποίος έγινε άνθρωπος, όχι για να μας λύσει τα βιοτικά προβλήματα (δεν υποσχέθηκε κάτι τέτοιο) αλλά για να εμφυσήσει νέες υπαρξιακές προοπτικές και νέο νόημα ζωής. Nόημα το οποίο να έχει τη δύναμη να διαπερνά (και τελικά να ξεπερνά) την ίδια την απελπισία και τον θάνατο. Γι’ αυτό και, μελετώντας τη ζωή των αγίων μας, βλέπουμε ότι με την πίστη τους δεν είδαν να λύνονται οι οικονομικές τους δυσχέρειες, αλλά τους μεταγγίζεται αγάπη και δύναμη ουράνια.
Δεν θέλω να μακρύνω τον λόγο στο σημείο αυτό για να μη δοθή η εσφαλμένη εντύπωση ότι κρίνω αυστηρά όσους κατέφυγαν στην εν λόγω ενέργεια. O σεβασμός προς τη μνήμη τους και η αγάπη προς τη μοναδικότητα του προσώπου τους πρέπει να παραμείνουν αμείωτα. Aλλωστε ελάχιστοι είναι εκείνοι των οποίων η πίστη παραμένει αδιατάρακτη και όλοι πάσχουμε ως προς τη σχέση μας με τον Θεό, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας. Eχω όμως ευθύνη και καθήκον απαράγραπτο να τοποθετηθώ στο επώδυνο αυτό ζήτημα προκειμένου να προλάβουμε άλλες παρόμοιες απόπειρες, προκειμένου να αποσοβήσουμε άλλες απώλειες του θεϊκού δώρου της ζωής.
Eδώ η ευθύνη των MME και των πολιτικών μας είναι τεράστια. Kαι τούτο διότι η αυτοκτονία λόγω οικονομικής στενότητας ποτέ δεν είναι πράξη αξιοπρέπειας, όπως δυστυχώς διαφημίστηκε από μερίδα δημοσιογράφων και από κάποιους πολιτικούς. Θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίζει πράξη φυγομαχίας, ή και ανικανότητας να διακρίνει ο επιχειρών τις επιπτώσεις της ενέργειάς του στους άλλους. Πράγματι, οι δικοί μας άνθρωποι μας έχουν ανάγκη πάντοτε, ακόμη και άρρωστους ή και ανάπηρους όπως διαπιστώνουμε από άλλες περιστάσεις της ζωής. Aραγε ζήτησαν οι αυτόχειρες τη γνώμη και την έγκριση των αγαπημένων τους προσώπων πριν προβούν στην πράξη τους;
Tο επιχείρημα πως η ζωή είναι δική μας και την κάνουμε ό,τι θέλουμε δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι μέσα στην ανθρώπινη φύση βρίσκεται έμφυτη η αρχή της αλληλεξάρτησης. O σύζυγος και η σύζυγος δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους αλλά στον άλλο. Δεν δικαιούνται η μητέρα και ο πατέρας να διαθέτουν τον εαυτόν τους όπως θέλουν αλλά οφείλουν στα παιδιά τους να διαφυλάξουν όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και την υγεία τους. Kαι, συνολικότερα μιλώντας, όλοι αποτελούμε μέλη αναπόσπαστα της κοινωνίας μας, του έθνους μας, της ανθρωπότητας, ιδιότητα από την οποία δεν έχουμε το δικαίωμα να παραιτηθούμε.
Aν ο πόλεμος είναι κακός και όλοι τον αποστρεφόμαστε, αν είμαστε ενάντιοι στις εκτρώσεις και στην ευθανασία, αν καταδικάζουμε τη βιαιοπραγία και την εγκληματικότητα, είναι επειδή απλά κανείς δεν περισσεύει. H αξία του ανθρώπινου προσώπου, όπως μάλιστα μας τη δίδαξαν οι μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες της Eκκλησίας, είναι μοναδική και ανεπανάληπτη, απλούστατα επειδή κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο πιο διαλυμένος, κατεστραμμένος, απελπισμένος κ.ο.κ. αποτελεί εικόνα του Θεού με προοπτική αιωνιότητας.
Oι καθολικές πλέον σήμερα αρχές της ατομικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης προφανώς δεν μπορούν και δεν είναι επιτρεπτό να αμφισβητηθούν, εκείνο όμως που χρειάζεται να επισημανθή είναι ότι έχουν όρια. Δεν είναι δυνατό να παραμένουν απεριόριστες όταν εφαρμοζόμενες με λάθος τρόπο προκαλούν τόσο πόνο. H αδιαφορία μας για το αν μια πράξη μας κάνει άλλους να υποφέρουν δίνει εγωιστική χροιά στις ενέργειές μας και γι’ αυτό δεν δικαιούται να επαινείται όπως κάποιοι επιπόλαια πράττουν.
H ανθρώπινη φύση έχει την τάση να μιμείται, και για το καλό και για το κακό. Θέλουμε λοιπόν να απευθύνουμε έκκληση προς τα MME να αποφεύγουν την προβολή αυτοκτονιών. Kαι όταν αυτό είναι ανέφικτο, να μην τις ηρωοποιούν τουλάχιστον.
Προς όλους εκείνους που η απελπισία τους χτυπά την πόρτα της ψυχής, έχουμε να πούμε ότι τα δεινά έρχονται και παρέρχονται. Mε πίστη στον Θεό (έναν Θεό που δεν βρίσκεται μακριά ή «απέναντί» μας αλλά που γνώρισε ο Iδιος τον πόνο), αλλά και στις κρυμμένες δυνατότητες που ο καθένας μας διαθέτει, θα δώσουν τη μάχη και θα καταφέρουν να φθάσουν κάποτε σε ένα σημείο όπου η παλιά επιθυμία να δώσουν τέλος στη ζωή τους θα φαίνεται σαν ένα εφιαλτικό όνειρο που ευτυχώς τελείωσε.
Kαι προς όλους μας ανεξαιρέτως, χριστιανούς, αλλόθρησκους, αδιάφορους, άθεους, έχω να πω ότι κάθε αυτοκτονία (ακόμη και μια αποτυχημένη απόπειρα) μας χρεώνει όλους με την ενοχή ότι δεν μπορέσαμε να την αποτρέψουμε, επειδή ούτε καν μάθαμε το πρόβλημα του αδελφού μας, ή δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε ποιος έχει ανάγκη τη συμπαράστασή μας. Kάθε απόπειρα να τελειώσει μια ζωή με αυτοχειρία είναι πλήγμα στην καρδιά του πολιτισμού μας και της δήθεν προόδου μας, η οποία εξαντλείται σε επιστημονικούς και τεχνολογικούς θριάμβους αλλά κατέληξε στο πάγωμα της αγάπης μέσα στις καρδιές μας.



Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινωνικό ζήτημα και ανορθολογικές ιδέες


Από τον κήπο της επικαιρότητας σταχυολογώ δυο πολύ διαφορετικά γεγονότα των τελευταίων ημερών. Το πρώτο είναι ότι για δέκα λοιπόν χιλιάδες επιδοτούμενες θέσεις απασχόλησης (με αμοιβή κάτω των πεντακοσίων ευρώ) κατατέθηκαν εκατόν εξήντα χιλιάδες αιτήσεις. Το θέμα αφορά ως γνωστόν πεντάμηνο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που απευθύνεται σε ανέργους.
Το άλλο νέο είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis, ένας στους τρεις πολίτες (κάπου το 33%) φαίνεται να πιστεύει στους περίφημους αεροψεκασμούς που σύμφωνα με τη σχετική πληθωρική παραφιλολογία «παραλύουν τη βούληση των Ελλήνων να αντισταθούν και να ξεσηκωθούν». Και από την ποιοτική ανάλυση προκύπτει ότι από αυτούς είναι ανησυχητικά μεγάλο το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ενώ πρόκειται κυρίως για νέες γυναίκες και αποφοίτους κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης.
Υποθέτω ότι ο συνδυασμός τέτοιων ψηφίδων της πραγματικότητας συνθέτει το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης. Και ότι αν μείνει κανείς μόνο στη μια ψηφίδα χωρίς να σκεφτεί την άλλη, η ανάλυσή του θα έχει ένα μεγάλο κενό.
Έχουμε κατά κάποιον τρόπο υποχρέωση να σκεφτόμαστε και τις δυο όψεις. Τη μεταμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων που συντελείται σε συνθήκες παγίωσης της μεγάλης ανεργίας και των οικονομικών αδιεξόδων. Αλλά και την εκρηκτική απογείωση του ανορθολογισμού που δεν συνιστά δευτερεύουσα ανωμαλία ούτε μια, αδιάφορη από πολιτική άποψη, κοινωνική γραφικότητα.
Και άλλα όμως μηνύματα αυτών των ημερών μπορεί να διαβαστούν ως προειδοποιήσεις και καμπανάκια κινδύνου. Το ότι, για παράδειγμα, η Χρυσή Αυγή ως «πρόθεση ψήφου» επιμένει. Επιμένει ένα σκανδαλώδες, δημοσκοπικό φυσικά, οκτώ και εννέα τοις εκατό στις δυο μεγάλες περιφέρειες της Αθήνας. Παρά τα όσα εντυπωσιακά γίνονται στο αστυνομικό και δικαστικό μέτωπο εδώ και βδομάδες. Ενώ από την άλλη -αν και πρόκειται για φαινόμενο άλλης τάξης- το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν κερδίζει έδαφος εις βάρος όλης της γαλλικής Αριστεράς, αλλά και της υπόλοιπης Δεξιάς. Και στην Ευρώπη συνολικά η Άκρα Δεξιά εμφανίζεται ως ο χώρος της «λαϊκής υπόθεσης» εναντίον των ελίτ.
Με ποιο τρόπο μπορεί άραγε κανείς να απαντήσει ορθολογικά, αλλά όχι περιφρονητικά, σε διαφορετικά είδη πόνων και φόβων, πανικών και ελπίδων; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το σύγχρονο τραύμα, που δεν είναι μόνο ταξικό, αλλά φτάνει βαθύτερα, ώς εκεί που δεν φτάνει η συνηθισμένη καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού;
Με παρόμοιες απορίες κατά νου δεν υπαινίσσομαι ότι κάποια ζητήματα παιδείας (με την ευρύτερη έννοια του όρου) έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά επίδικα της συγκυρίας. Λέω όμως ότι η αμάθεια, οι μεταμοντέρνες δεισιδαιμονίες και οι πολυποίκιλοι ανορθολογισμοί παράγουν, με τον τρόπο τους, πολιτική. Και ότι ακόμα κι αν αυτή η «πολιτική» καταλήγει σε λαϊκά αναθέματα κατά των ελίτ και των κατεστημένων δεν έχει καμιά σχέση με τις αριστερές πολιτικές και πνευματικές αξίες.
Οι ανορθολογισμοί των ημερών δεν αποτελούν απλώς φευγαλέο εποικοδόμημα της οικονομικής κρίσης, αλλά αυτοδύναμους παράγοντες μιας κρίσης νοήματος που αγγίζει ακόμα και το επίπεδο των ψυχών. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για περιφερόμενες λόξες και «ψευδείς συνειδήσεις», οι οποίες θα υποχωρήσουν κάτω από το βάρος των υλικών αναγκών του άνεργου ή του πληττόμενου εργαζόμενου και μεσοαστού. Διότι οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο φτωχοί, κάνουν τις επιλογές τους συνδυάζοντας ιδέες με συμφέροντα ή με αυτό που εκλαμβάνουν ως ανάγκη. Η πολιτική των αναγκών μπορεί να είναι οτιδήποτε και όχι αποκλειστικά κάτι αριστερό.
Βρισκόμαστε παρ' όλα αυτά σε ένα σημείο του ιστορικού χρόνου όπου διάφορες μορφές ορθολογισμού έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα από τις ιδεολογικές τους καταχρήσεις και τα ιστορικά παραδείγματα "ορθολογικής"' βίας. Αυτό ωστόσο καθιστά ακόμα πιο επιτακτικό το να ξανασκεφτούμε τις διαπαιδαγωγικές ποιότητες της πολιτικής. Και κυρίως της αριστερής πολιτικής.


φωτογραφήματα 34

φωτό: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ



Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Χριστιανοφοβία, αντιχριστιανισμός και μαρτύρια χριστιανών εν έτει 2013

Φωτογραφία από τη δολοφονική επίθεση (6-10-2013) στο Ναό του Τιμίου Σταυρού Δαμασκού (από εδώ)

Σε πρωτοσέλιδο άρθρο του με τίτλο "Ο πόλεμος που δεν βλέπουμε" στο σημερινό φύλλο της εφημερίδος Εστία (αρ. φυλλ. 39688/19-10-2013) ο γνωστός λογοτέχνης Τηλέμαχος Μαράτος επισημαίνει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα για την χριστιανοφοβία και τα σύγχρονα μαρτύρια των χριστιανών παγκοσμίως:

[...]Την τελευταία δεκαετία (σύμφωνα με μελέτες επιστημονικών [μη θρησκευτικών] κέντρων παρακολουθήσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Φρανκφούρτη και στη Μασσαχουσέτη) 100.000 -εκατό χιλιάδες- κατά μέσο όρο, χριστιανοί σκοτώνονται κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι 11 χριστιανοί σκοτώνονται σε κάποιο μέρος του κόσμου κάθε ώρα, κάθε μέρα, 365 μέρες τον χρόνο. (Στοιχεία από τον "Spectator" τεύχος 5.10.13).
Όλοι γνωρίζουμε τους διωγμούς των χριστιανών μαρτύρων τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Σχεδόν κάθε ημέρα του ημερολογίου είναι αφιερωμένη σε μάρτυρες και αγίους. Όπως είναι φυσικό οι περιγραφές των μαρτυρίων είναι εντυπωσιακές στον "Συναξαριστή"[...] Ό,τι και να έγραψαν όμως, όσο υπερβολικό και να φαίνεται ωχριά μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν σήμερα σε μια κλίμακα πρωτοφανή στην ιστορία.
Στο Ιράκ το 1991(πρό του πολέμου) υπήρχαν 1,5 εκατομμύρια χριστιανοί. Σήμερα είναι αμφίβολο αν υπάρχουν 500.000.  [...] Από τις 65 εκκλησίες οι 40 έχουν υποστεί βομβαρδισμό ή κατακρεούργηση ιερέων και πιστών κατά την ώρα της λειτουργίας. [...]
[...] Στη Βόρεια Κορέα πάνω από 100.000 χριστιανοί ζούν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, ενώ 300.000 χριστιανοί έχουν εξαφανισθεί. Στο Ινδικό κράτος Ορίσσα στις διώξεις εξαγριωμένου όχλου Ινδουιστών το 2008, πάνω από 5.000 σπίτια χριστιανών και 350 εκκλησίες κατεστράφησαν, ενώ χιλιάδες χριστιανοί κατέφυγαν σε καταυλισμούς στην εξορία. Στην Βιρμανία οι περιοχές που κατοικούν χριστιανοί έχουν κηρυχθεί "μαύρες ζώνες" όπου τα στρατιωτικά ελικόπτερα πολυβολούν κατά βούληση. [...]
Τηλέμαχος Μαράτος, "Ο πόλεμος που δεν βλέπουμε", στην εφημ. Εστία, αρ.φυλλ. 39688/19-10-2013, σελ. 1 (αποσπάσματα).

Δείτε και:

Θρησκευτικές διώξεις κατά χριστιανών στον ισλαμικό κόσμο (Ανακοίνωση του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, 2012)



Ιωάννης Λίλης,Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής



Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας 
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης



Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής 



[Ομιλία η οποία εκφωνήθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Μοιρών το απόγευμα της Β΄ Κυριακής Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 2012. Δημοσιεύθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας (βλ. στο κεφάλαιο τηςιστοσελίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας «Ομιλίες – Άρθρα» ]

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί Αδερφοί,
Καταρχήν αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχαριστήσω θερμά Σεβασμιώτατε, και μέσω του προσώπου σας ολόκληρο το ποίμνιο της θεοσώστου επαρχίας Σας, για την τιμητική πρόσκληση προς το πρόσωπο μου να είμαι σήμερα μαζί σας, ως ομιλητής, σε αυτήν την λατρευτική σύναξη, σε μία πολύ σπουδαία ημέρα και για μένα καθώς εορτάζει ο πολιούχος της ιδιαίτερης πατρίδος μου της Θεσσαλονίκης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος εκτός της αγιότητος του είναι και σπουδαίο κεφάλαιο μελέτης και για τη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία, την οποία διακονώ.
Πράγματι σήμερα, Β΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και Πολιούχου της πόλεως αυτής, συγκεκριμένα συμπολιούχου του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ο Άγιος Γρηγόριος είναι υπόδειγμα ασκήσεως και προσευχής καθώς καθιέρωσε με τις μελέτες του την μονολόγιστη προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με και μας έμαθε πως πρέπει να προσευχόμαστε καρδιακά κάθε στιγμή της ημέρας. Όμως η διδασκαλία του συνέβαλε ιδιαίτερα και στη διατύπωση ενός πολύ σπουδαίου κειμένου, του Συνοδικού Τόμου του 1351. Γι’ αυτούς του δύο λόγους η εκκλησία μας προτάσσει τον Γρηγόριο Παλαμά ως παράδειγμα ασκήσεως και προσευχής σε μία πολύ λεπτή περίοδο του λειτουργικού της κύκλου, αυτού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο όπου προετοιμαζόμαστε για να εισέλθουμε συνειδητοποιημένοι στην Εβδομάδα των Παθών, αλλά και τοποθετείται αμέσως μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας καθώς και ο Παλαμάς συνέβαλλε στη διατύπωση και τον καθορισμό του Ορθοδόξου Δόγματος.  Ουσιαστικά ο Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ο πρώτος ασκητής που τιμάται από την Εκκλησία μας αυτήν την περίοδο καθώς η πρώτη δεν είναι αφιερωμένη σε πρόσωπο αλλά στην ίδια την Ορθοδοξία και στην τιμή των εικόνων, γιατί υποστήριξε τον ησυχασμό και την άσκηση. Να σημειώσουμε εδώ πως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Ιωάννης της Κλίμακος και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία είναι οι τρεις εκκλησιαστικές μορφές που προτάσσονται από την λατρευτική μας ζωή αυτήν την περίοδο ως πρότυπα ασκήσεως και μετάνοιας. Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, ως γνωστόν, είναι αφιερωμένη στον Σταυρό του Κυρίου.
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη φθίση και πλήρη παρακμή του Βυζαντίου, ουσιαστικά λίγο πριν το 1453. Με το θάνατο του κλείνει μία περίοδος 11 αιώνων, πλήρους θεολογικής παραγωγής, αρχής γενομένης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ. που εγκαινιάζεται με τον Μεγάλο Αθανάσιο. Ευτυχής συγκυρία το κλείσιμο της βυζαντινής αυτοκρατορίας να συμπίπτει με τον μεγάλο αυτό θεολόγο. Όσο και αν φαίνεται παράξενο τα κείμενα του Γρηγορίου Παλαμά έγιναν γνωστά στον ελλαδικό χώρο πριν από λίγες δεκαετίες, από το 1960 και εξής. Συγκεκριμένα το 1957 ένας πολύ σπουδαίος θεολόγος και μετέπειτα Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης, ελληνοαμερικάνος με σπουδές πατερικής θεολογίας σε ένα εκ των πρώτων πανεπιστημίων του κόσμου, το Harvard, υποστήριξε στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας τη διδακτορική του διατριβή με θέμα το προπατορικό αμάρτημα. Σε μία διαφωνία που είχε με τον Καθηγητή της Σχολής Παναγιώτη Τρεμπέλα κατά τη διάρκεια της δημόσιας υποστήριξης της διατριβής, ο Ρωμανίδης είπε πολύ απλά μα αυτό το λέγει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και τότε αφοπλιστικά ρώτησε ο Τρεμπέλας ποιος είναι ο Παλαμάς αφήνοντας άφωνο τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη για την άγνοια του Καθηγητού πάνω στα κείμενα ενός τόσο γνωστού βυζαντινού θεολόγου. Έτσι αφού η διατριβή ψηφίστηκε με μεγάλη δυσκολία, από το 1960 άρχισε η έκδοση των κειμένων του Γρηγορίου Παλαμά από τον Καθηγητή Πατρολογίας της Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Χρήστου με μία πλειάδα τότε νέων πανεπιστημιακών βοηθών και μετέπειτα Καθηγητών. Η διατριβή του Ρωμανίδη και οι άοκνες προσπάθειες του αειμνήστου Καθηγητού Παναγιώτη Χρήστου είχαν ως αποτέλεσμα ο Γρηγόριος ο Παλαμάς να γίνει πολύ γνωστός στο ευρύ αναγνωστικό κοινό του ελλαδικού χώρου. Άλλωστε η Εκκλησία δεν θέλει τα μέλη της απλώς να αναφέρουν κάποια ονόματα αγίων ή ξερά τη βιογραφία τους χωρίς να γνωρίζουν σε βάθος το μεστό περιεχόμενο των έργων τους.


ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΤΟΝ ΑΝΑΠΑΥΣΑ



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Ιωάννης Λίλης: Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος, κτήτορες της Ιεράς Μονής Κουδουμά



Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας 
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης
Φωτό:.imga.gr


Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος,
κτήτορες της Ιεράς Μονής Κουδουμά


[Ομιλία που εκφωνήθηκε από τον συγγραφέα στις 10 Ιουλίου 2011, ανήμερα της εορτής των Οσίων Παρθενίου και Ευμενίου, στην πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Κουδουμά στη Μεσσαρά της Κρήτης. Δημοσιεύθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μονής Γορτύνης και Αρκαδίας (Ομιλίες– Άρθρα)].  



Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατε άγιοι αρχιερείς,
Άγιε Καθηγούμενε της Ιεράς Μονής Κουδουμά μετά της τιμίας συνοδείας Σας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί αδερφοί,
   
Το σημαντικότερο και εκλεκτότερο κομμάτι της Αγίας Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα ο λειτουργικός της πλούτος : το κέντρο αυτού, η θεία λειτουργία, με τις ακολουθίες των υπόλοιπων ιερών μυστηρίων που στρέφονται γύρω από αυτήν (άλλωστε κάποτε όλα τα ιερά μυστήρια τελούνταν μόνο μέσα στη θεία λειτουργία – το αποδεικνύει η τέλεση του μυστηρίου της ιερωσύνης). Σύμφωνα με την εκπεφρασμένη γνώμη των πατέρων θεολόγων κάθε Θεία Λειτουργία είναι μία θεοφάνεια, στην οποία βλέπουμε το φώς το αληθινό και λαμβάνουμε το Άγιο Πνεύμα το επουράνιο, και συνεχίζει τη χορεία των ζωντανών θεοφανειών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με κορύφωση βέβαια την ενανθρώπιση του Κυρίου, η οποία είναι η τέλεια θεοφάνεια, καθώς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η θεία λειτουργία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια δεν σταμάτησε ποτέ να τελείται, ενώ κανένα επίτευγμα του ανθρώπου εκείνη της εποχής δεν υπάρχει σήμερα ζωντανό, όπως ήταν την εποχή που γεννήθηκε, παρά μόνο στις επιστημονικές βιβλιοθήκες ως αναφορά ή παραπομπή. Και μόνο η συνεχής και αδιάκοπη πορεία του λειτουργικού πλούτου της Εκκλησίας είναι η καλύτερη απόδειξη πως τα γεγονότα που περιγράφει είναι ζωντανά.
Μέσα στη θεία λειτουργία λαμβάνουν τον αγιασμό όλα τα μέλη της Εκκλησίας, όποιο χάρισμα και να τους δόθηκε, από το πρώτο και σπουδαιότερο, αυτό του επισκόπου στο οποίο υπάρχει άπασα η ιερωσύνη, μέχρι του τελευταίου πιστού. Μέσα στη θεία λειτουργία ακούγεται με την ποίηση τη υμνογραφία και τη μουσική όλη η θεολογία της εκκλησίας, όπως είναι διατυπωμένη στην Αγία Γραφή και στις Οικουμενικές Συνόδους, μέσα στη Θεία Λειτουργία τα μέλη της Εκκλησίας λαμβάνουν τον αγιασμό, ο οποίος είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την ανθρώπινη φύση, όμως και μέσα στη θεία λειτουργία γίνονται οι αγιοκατατάξεις νέων αγίων της εκκλησίας, δείχνοντας καθαρά πως ο αγιασμός του ανθρώπου είναι πραγματικός και ζωντανός σε κάθε εποχή. Αυτό ακριβώς συνέβη και πριν από τέσσερα χρόνια στο ιερό μέρος που στεκόμαστε. Σύσσωμη η εκκλησία, ο οικείος ιεράρχης, η Σύνοδος της τοπικής μας Εκκλησίας και η Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, ενέταξαν στο αγιολόγιο ολόκληρης της Εκκλησίας δύο ακόμα πρόσωπα, τους αγίους Παρθένιο και Ευμένιο, κτήτορες της Ιεράς Μονής Κουδουμά.
Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος ήταν αδέρφια, αλλά είχαν μεταξύ τους μεγάλη διαφορά ηλικίας, συγκεκριμένα 16 χρόνια. Ο Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 ενώ ο Ευμένιος το 1846 και κοιμήθηκαν ο Παρθένιος το 1905 και ο Ευμένιος το 1920. Σε σχέση με το αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίο ξεκινά από τις πρώτες ημέρες του χριστιανισμού φυσικά από τους αποστόλους και τους πρώτους μάρτυρες επισκόπους, όπως είναι ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος είναι πολύ πρόσφατοι άγιοι, ουσιαστικά σύγχρονοι μας. Το εορτολόγιο της Εκκλησίας μας εντυπωσιάζει τον πιστό με ένα ακόμα χαρακτηριστικό του, την ποικιλία των ιδιοτήτων των προσώπων που το απαρτίζουν. Οι πάντες μπορούν να ενταχθούν στο εορτολόγιο της ορθοδόξου εκκλησίας και να γίνουν άγιοι. Μικρά παιδιά, ιεράρχες της Εκκλησίας, στρατιωτικοί, μεγάλοι ασκητές που δεν έλαβαν ποτέ την ιερωσύνη αλλά αγίασαν. Οι πάντες μπορούν, αν το αποφασίσουν ελεύθερα, να γίνουν άγιοι και να ενταχθούν και ουσιαστικά αλλά και θεσμικά στο εορτολόγιο της εκκλησίας. Οι κτήτορες της μονής στην οποία βρισκόμαστε εκπροσωπούν τρεις κατηγορίες του εορτολογίου. Και τα μικρά παιδιά που αγίασαν καθώς από παιδιά, και οι δύο αδερφοί, είχαν δείξει σημάδια αγιότητας και τους ασκητές αγίους εφόσον και οι δύο ήταν μεγάλοι ασκητές, αλλά και τους μεγάλους πατέρες της εκκλησίας που αγίασαν καθώς ο Ευμένιος ήταν και ιερέας με μεγάλο ποιμαντικό έργο στην ιερά εξομολόγηση.
Το κοσμικό όνομα του Παρθενίου ήταν Νικόλαος ενώ του Ευμενίου Εμμανουήλ. Ο πατέρας τους ονομάζονταν Χαρίτων Χαριτάκης και καταγόταν από τα Πιτσίδια και η μητέρα τους, η Μαρία Ανδρουλάκη, είχε καταγωγή το Αμάρι του νομού Ρεθύμνου και συγκεκριμένα από το χωριό Λοχριά. Κατά κόσμον ο Ευμένιος πρέπει να ήξερε περισσότερα γράμματα από τον Παρθένιο, και δίπλα στον δάσκαλο του που ήταν αναγνώστης πρέπει να έμαθε και τα πρώτα λειτουργικά γράμματα. Το 1852 ο ανάδοχος του Παρθενίου, ο οποίος ήταν ο πλοίαρχος Ανδροκλής Κούνδουρος ζήτησε να πάρει τον Παρθένιο στη θάλασσα για να μάθει την ναυτική τέχνη. Ο Παρθένιος πήγε κοντά για δύο χρόνια μέχρι το 1854 όπου σταμάτησε να ταξιδεύει. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους όταν ο Παρθένιος ήταν 26 ετών και ο Ευμένιος 10 ετών. Δύο χρόνια αργότερα τα δύο αδέρφια έφυγαν από το σπίτι τους και κατευθύνθηκαν στη μονή της Οδηγήτριας, η βρίσκεται ανάμεσα στο χωριό Σίββα Πυργιωτίσσης και στους Καλούς Λιμένες για να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο που τόσο ποθούσαν. Ο όσιος Παρθένιος έμεινε 4 χρόνια ως δόκιμος μοναχός και στις 27 Αυγούστου του 1862 έλαβε την ένδυση του ράσου με το όνομα Νέστωρ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1865, έλαβε το ράσο και ο αδερφός του Ευμένιος με το όνομα Μεθόδιος. Η ζωή τους κυλούσε αρμονικά μέσα στο μοναστήρι με αυστηρή άσκηση. Όταν βρέθηκε το Μάρτσαλο, ο Νέστωρ πήγε εκεί για να οργανώσει το μέρος, κτίζοντας κελιά και δεξαμενή για το νερό. Μετά από λίγο πήγε μαζί του και ο Ευμένιος που ακόμα τότε ακόμα έφερε το όνομα Μεθόδιος. Το 1866 ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση και τα δύο αδέρφια ζήτησαν να λάβουν μεγάλο μοναχικό σχήμα ώστε να έχαναν τη ζωή του να πέθαιναν ως μεγαλόσχημοι. Τότε ο Νέστωρ έλαβε το όνομα Παρθένιος και ο Μεθόδιος το όνομα Ευμένιος τα ονόματα που από το 2006 θα τους γνωρίσει ολόκληρη η Εκκλησία. Μόλις οι Τούρκοι έφθασαν στο Μαρτάλο οι 2 Πατέρες κατέφυγαν σε δυσπρόσιτα σπήλαια για να κρυφτούν· μαζί τους πήγαν και πολλοί χριστιανοί που κατέφυγαν εκεί για να σωθούν. Μετά τα φυγή των Τούρκων ο Παρθένιος και ο Ευμένιος επέστρεψαν στον τόπο της ασκήσεως τους, στο Μάρτσαλο. Δύο χρόνια αργότερα το 1868 ο Ευμένιος έγινε διάκονος από τον επίσκοπο Πέτρας Μελέτιο και το 1870 έλαβε το βαθμό του πρεσβυτέρου από τον επίσκοπο Αρκαδίας Γρηγόριο. Ο Παρθένιος δεν έλαβε ποτέ την ιερωσύνης και πέθανε ως μεγαλόσχημος μοναχός.
Όταν ηγούμενος στη μονή της Οδηγήτριας έγινε ο Αγαθάγγελος Τζωρτζακάκης το κλίμα βάρυνε εις βάρος των δύο αδερφών με αποτέλεσμα τα δύο αδέρφια να αποχωρήσουν από το Μάρτσαλο της μονής Οδηγήτριας, το 1874. Αν και είχαν ως σκοπό στην αρχή να κατευθυνθούν στην Ιερά Μονή Κοψά Σητείας τελικά δεν έμειναν εκεί και μετά από 4 χρόνια περιπλάνησης, το 1878, έφθασαν στον Κουδουμά, το μέρος όπου έχουμε την ευλογία και την τιμή να πατούμε σήμερα. Η πιο πιθανή εκδοχή για την προέλευση του ονόματος Κουδουμάς πρέπει να προέρχεται μάλλον από το φυτό Κουδουμαλιά. Τα αδέρφια βρήκαν στην περιοχή ίχνη από χαλάσματα που ανήκαν σε ένα ερημωμένο εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία. Το 1878 ιδρύουν την Ιερά Μονή Κουδουμά και ξεκινούν έναν τιτάνιο αγώνα για να χτίσουν το μοναστήρι τους. Η  αγάπη και οι δωρεές του κόσμου είχαν ως αποτέλεσμα να χτιστεί το μοναστήρι και το 1895       να γίνουν τα εγκαίνια του ναού από τον επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο και μετέπειτα Μητροπολίτη Κρήτης. Τα εγκαίνια εκείνα είναι σημαδιακή ημέρα για την εκκλησία μας καθώς θεμελιώθηκε ένα σπουδαίο προσκύνημα πολύ γνωστό και στην υπόλοιπη Ελλάδα εξαιτίας της αγιότητας των κτητόρων του. Το μοναστήρι εορτάζει κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου. Γιορτάζει όμως και στις 15 Αυγούστου, ημέρα Κοιμήσεως της Παναγίας μας καθώς το καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Άλλωστε στην Παναγία πρέπει να ήταν αφιερωμένος και ο ναός ο οποίος υπήρχε πριν φθάσουν οι όσιοι Πατέρες.
Καθώς η εκκλησία κατά τον Απόστολο Παύλο είναι η σύναξη των λογικών όντων, των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν τον νου και την ελευθερία, αρετές που θεολογικά ονομάζονται το κατ’ εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των χαρισμάτων. Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μάρτυρες της πρώτης εκκλησίας, μοναχοί, ασκητές, διδάσκαλοι, θεολόγοι με πρωτοκορυφαίους πάντοτε τους αποστόλους, έχουν προικισθεί ο καθένας με διαφορετικό χάρισμα και αποτελούν την Εκκλησία. Αυτήν τη βασική αλήθεια φρόντιζε πάντοτε η εκκλησία να τη δείχνει στο εορτολόγιο της, δίνοντας διαφορετικούς χαρακτηρισμούς στις διάφορες κατηγορίες αγίων, ανάλογα με το ποια ιδιότητα είχαν στη ζωή τους. Έτσι οι άγιοι που είναι πολύ γνωστοί σε ολόκληρη την Οικουμένη ονομάζονται μεγαλομάρτυρες. Μαρτυρούνται μεγάλως από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κάποιοι από αυτήν την ομάδα των Αγίων είχαν και πολύ φρικτό μαρτύριο, κάποιοι όμως δεν είχαν, είναι όμως και αυτοί μεγαλομάρτυρες εξαιτίας της κατά Θεόν δόξας που απέκτησαν και στη στρατευομένη εκκλησία αλλά και στη θριαμβεύουσα, δύο φάσεις της Εκκλησίας που βρίσκονται σε πλήρη συνέχεια και ενότητα. Ο άγιος Δημήτριος, πολιούχος της Θεσσαλονίκης, δεν είχε ιδιαίτερα φρικτό μαρτύριο είναι όμως παντού φημισμένος και γι΄ αυτό είναι μεγαλομάρτυς. Η Αγία Αικατερινή του Σινά είναι επίσης μεγαλομάρτυς. Και είχε πολύ φρικτό μαρτύριο αλλά είναι και φημισμένη σε ολόκληρη την Οικουμένη. Στην ίδια ομάδα βέβαια βρίσκεται και ο Άγιος Μηνάς. Επίσης οι άγιοι που είναι ιδιαίτερα γνωστοί είχαν όμως πολύ φρικτό μαρτύριο ονομάζονται : αν ήταν κληρικοί, επίσκοποι ή ιερείς, ιερομάρτυρες, μοναχοί και ασκητές οσιομάρτυρες, μόνο λαϊκοί, ονομάζονται μάρτυρες και αν ήταν κληρικοί ή λαϊκοί που μαρτύρησαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας νεομάρτυρες. Οι άγιοι που δεν είχαν κάποιο φρικτό μαρτύριο, μαρτύρησαν το Χριστό με τη ζωή τους, και είχαν την ιδιότητα του μοναχού ονομάζονται όσιοι. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι κτήτορες την μονής στην οποία έχουμε την τιμή να βρισκόμαστε, Παρθένιος και Ευμένιος.
Σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, Εκκλησία σημαίνει δόγμα και λατρεία. Τα πάντα μέσα στην εκκλησία είναι λειτουργικά, συμβαίνουν μέσα στη λατρεία και εκφράζονται με τη λατρεία. Το ίδιο συμβαίνει και με την αγιοκατάταξη κάποιου προσώπου, δηλαδή την ένταξη του στο αγιολόγιο της εκκλησίας, ένα κατεξοχήν λειτουργικό γεγονός. Ο πρώτος της τοπικής εκκλησίας, ο οικείος ιεράρχης, υποβάλλει στην τοπική σύνοδο, όπου ανήκει η επαρχία του, την πρόταση του για την αγιοποίηση κάποιου προσώπου. Η Ιερά Σύνοδος με τη σειρά της στέλνει την πρόταση του στη μητέρα Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και με την ευλογία και έγκριση αυτής καθιερώνεται επισήμως η ένταξη του συγκεκριμένου προσώπου στο αγιολόγιο της εκκλησίας. Για να φθάσει η εκκλησία στο σημείου να ζητήσει την αγιοποίηση κάποιου προσώπου σημαίνει πως πρέπει να συντρέχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις : α) το συγκεκριμένο πρόσωπο να ανήκε στην ορθόδοξη εκκλησία β) να υπάρχουν ζωντανές μαρτυρίες θαυματουργίας του συγκεκριμένου προσώπου και γ) σύσσωμο το εκκλησιαστικό σώμα να συνηγορεί ενθέρμως για την αγιότητα του συγκεκριμένο προσώπου. Ουσιαστικά ο οικείος ιεράρχης που ζητά την αγιοκατάταξη κάποιου προσώπου είναι απλώς ο εκφραστής και ο εκπρόσωπος του εκκλησιαστικού πληρώματος της επαρχίας του.
Στις 24 Μαΐου του 2006 είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου για να ζητήσει  ο τοπικός επίσκοπος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριος την ένταξη των οσίων Παρθενίου και Ευμενίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας. Στην επιστολή προς την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης φαίνεται καθαρά πόσο έχει αγαπήσει ο Κρητικός Λαός τους κτήτορες της μονής Κουδουμά καθώς ἀναφέρει πώς ὡς ἐπίσκοπος ἔχει λάβει ὑπόψη τοῦ α) «τάς ἀπό πολλῶν ἐτῶν συντεθείσας καί ἐν χρήσει οὔσας διαφόρους Ἱερᾶς Ἀκολουθίας αὐτῶν» β) «τούς, ἤδη, ἀνεγερθέντας ἐπ’ ὀνόμασι αὐτῶν Ἱερούς Ναούς, ἐγκαινιασθέντας καί πανηγυρίζοντας ἐπί τῇ Ἱερά μνήμῃ αὐτῶν τήν 10ην Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους, μνήμην καθιερωθεῖσαν ἐπί τῷ ἐγκαινιασμῷ τοῦ πρώτου αὐτῶν Ναοῦ : 1) ἐν τῇ Ἱερά Μονή Κουδουμά» (καί βεβαίως στή μονή Ἀπεζανῶν, στό Μάρταλο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁδηγητρίας, στά Πιτσίδια καί στό Κεραμέ τοῦ Ρεθύμνου) γ) «τήν ἱστόρησιν αὐτῶν ἐν φορηταῖς Ι. Εἰκόναις καί τοιχογραφίαις πλείστων ὅσων Ἱερῶν Ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν ἐν Κρήτη καί ἀλλαχοῦ καθώς και δ) το έργο Οἱ ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος καί ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμά του πανοσιολογιωτάτου Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως π. Χρυσοστόμου.
Η απάντηση της Μητέρας Εκκλησίας, τον Ιανουάριο του 2007, επιβράβευσε πατρικά και σφράγισε θεσμικά μία ζωή αγώνων και ασκήσεως των δύο αδερφών, Παρθενίου και Ευμενίου. Στην απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπάρχει η Πράξις κατατάξεως εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν ὁσιῶν Εὐμενίου καί Παρθενίου τῶν ἐν Γορτύνη τῆς Νήσου Κρήτης με αριθμ. πρωτ. 47. Στην εν λόγω Πράξιν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, αφού εκθέσει την πρόταση της Εκκλησίας της Κρήτης και τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος καταλήγει σημειώνοντας : «ὅθεν, καί θεσπίζομεν Συνοδικῶς καί ἐν Ἁγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι ὅπως οἱ εἰρημένοι Ὅσιοι Εὐμένιος καί Παρθένιος, οἱ ἐν Κρήτη, συναριθμῶνται τοῖς Ὀσίοις καί Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας τιμώμενοι εἰς τόν ἅπαντα αἰώνα παρά τῶν πιστῶν καί ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ’ ἔτος τῇ ι΄ Ἰουλίου».
Η Πράξις του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρεται ρητώς και στις θαυματουργίες των δύο κτητόρων της Μονής Κουδουμά : «τῆς διά τοῦ λόγου καί τοῦ ἔργου αὐτῶν διδαχῆς καί θαυματουργιῶν αὐτῶν». Πράγματι η ζωή τους ήταν γεμάτη από θαυματουργικά σημάδια όχι μόνο όσο ήταν εν ζωή, όχι μόνο μετά το θάνατο τους αλλά και πριν ενδυθούν το ράσο από τα πρώτα νεανικά τους χρόνια. Θα ήταν φρόνιμο να αναφερθούμε σε δύο θαύματα του οσίου Παρθενίου που δείχνουν πως από νεαρή ηλικία του είχε η δυνατότητα της θαυματουργίας. Μία μέρα στο σπίτι η μητέρα είχε παραγγείλει στον Παρθένιο, Νικόλαο τότε, να ανάψει το φούρνο για να ψηθεί το ψωμί που είχε ζυμώσει. Ο Νικόλαος το αμέλησε και όταν ήρθε η ώρα να φουρνίσει το ζωμί η μητέρα του έβαλε τις φωνές. Ατάραχος ο Νικόλαος της είπε φούρνισε μητέρα και μη ταράζεσαι. Εκείνη σεβάστηκε την προτροπή του και έβαλε το ψωμί στο φούρνο. Ο Νικόλαος σχημάτισε επάνω στο φούρνο το σχήμα του σταυρού και το ψήσιμο του άρτου έγινε κανονικά, καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Τότε η μητέρα του είπε : παιδί μου δεν είμαι άξια να σε έχω στο σπίτι μου. Στο Θεό ανήκεις πήγαινε κοντά του. Τα ίδια λόγια ακριβώς είπε και στο άλλο της το παιδί τον όσιο Ευμένιο που τότε έφερε το όνομα Εμμανουήλ.
Ένα ακόμα, ακόμα κατά τα γνώμη μου, πολύ σπουδαίο θαύμα που σχετίζεται με τον όσιο Παρθένιο είναι αυτό που συνέβη όταν δούλευε στα πλοία με τον νονό του, καπετάν Ανδροκλή. Το 1852, πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας τους ο Ανδροκλής ζήτησε να τον πάρει μαζί του στο πλεούμενο για να μάθει τη ναυτική τέχνη. Κάποια μέρα μετά από δύο χρόνια δουλείας στο πλοίο το πλοιάριο ήρθε στα Μάταλα και ετοιμάζονταν να φύγουν για άλλο ταξίδι. Ο Νικόλαος προφασίστηκε να πάρει ρούχα από το σπίτι του και εξαφανίστηκε. Το πλοιάριο δεν τον περίμενε και έφυγε, χωρίς όμως να γυρίσει ποτέ από εκείνο το ταξίδι, στο οποίο πνίγηκαν όλα τα μέλη του πληρώματος. Ο Θεός του είχε δείξει σημάδι να μην ταξιδέψει καθώς είχε δείξει σημείο – ειδοποίηση. Αν το έλεγε και στους άλλους δεν θα τον πίστευε κανείς γιατί η πίστη δεν είναι κάτι που ανακοινώνεται ή παρουσιάζεται αλλά ανακαλύπτεται ελεύθερα από τον καθένα μας. Έτσι άφησε τα καράβια και γύρισε στον αγαπημένο εκκλησιασμό και αργότερα τη μοναχική ζωή.
Θα σημειώσουμε ακόμα ένα θαύμα των οσίων που έγινε όταν έκτιζαν το μοναστήρι. Κάποια στιγμή, καθώς συνεχίζονταν το κτίσιμο τη μονής, τελείωσαν οι πέτρες. Οι τεχνίτες ενημερώσαν τους δύο πατέρες πως δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι να βρεθούν καινούριες πέτρες καθώς έχαναν μεροκάματα για τις οικογένειες τους. Θα έφευγαν από το μοναστήρι ώστε να εργαστούν αλλού και όταν θα βρίσκονταν οι πέτρες θα επέστρεφαν για να συνέχιζαν το κτίσιμο. Οι όσιοι παρακάλεσαν τους τεχνίτες να μην φύγουν μέχρι το πρωί. Όλο το βράδυ προσεύχονταν θερμά στο ιερό του ναού των χαλασμάτων για να βρεθούν οι πέτρες. Σε λίγο ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Όταν ηρέμησε, η παραλία μπροστά στο μοναστήρι ήταν γεμάτη από τις πέτρες, τις οποίες είχε φέρει η τρικυμία που προκλήθηκε με την προσευχή των οσίων πατέρων. Έκπληκτοι οι τεχνίτες αντίκρυσαν τις πέτρες που τους ήταν απαραίτητες για τη συνέχιση του κτισίματος. Οι όσιοι δοξολόγησαν το Θεό που άκουσε την προσευχή τους και η ανέγερση της μονής συνεχίστηκε απρόσκοπτα.                 
Εκτός όμως από χώρος αγιότητος η μονή Κουδούμα είναι και σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, καθώς στη μονή βρέθηκαν χειρόγραφα υψίστης σπουδαιότητας που περιέχουν έργα λειτουργικά, ερμηνευτικά, πατερικά, δογματικά, βιβλικά. Άλλωστε όλα τα μοναστήρια της ορθοδοξίας είναι και λαμπρά κέντρα πολιτισμού. Ένα από τα πιο σπουδαία έργα που φυλάσσονται στη μονή Κουδουμά είναι αναμφισβήτητα το έργο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, στο οποίο παρουσιάζεται η ανθρωπολογία της ορθοδόξου θεολογίας και μας λέγει πως ο αγιασμός της ανθρωπίνης φύσεως ακουμπά ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η θύρα της υπάρξεως είναι ο νους. Από αυτόν εισρέουν στην υπόλοιπη ύπαρξη οι διαβρωτικοί ή οι αγαθοί λογισμοί, οι οποίοι μετατρέπονται σε διαβρωτικές ή αγαθές πράξεις με τη συνδρομή τις υπόλοιπης ύπαρξης. Εκδόθηκε το 1893 στη Αθήνα από τον Παναγιώτη Αθ. Τζελάτη. Τα ευρεθέντα έργα της Ιεράς Μονής που σήμερα βρισκόμαστε είναι ανεκτίμητος θησαυρός για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μελετητές και μαρτυρούν πως επί των ημερών των οσίων Παρθενίου και Ευμενίου το μοναστήρι έσφυζε από κίνηση και ζωή. Άλλωστε το έργο Βιβλίον πρόχειρον ἀποθήκης τῆς Ι. Μ. Κουδουμά, επί ηγουμενίας του οσίου Ευμενίου, δείχνει την κίνηση και την τάξη που επικρατούσε στην Ιερά Μονή. Σημαντικό επίσης εύρημα του μοναστηριού είναι το έργο του Ιωάννου Χρυσοστόμου που εξηγεί τους κατά τας Κυριακάς αναγινωσκόμενους Αποστόλους, όπου μετέφρασε ο εθνομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄ και διασκευάσθηκε από τον καθηγητή Φίλιππο Π. Παπαδόπουλο.
Από την ίδρυση του το μοναστήρι γνώρισε 12 ηγουμένους. Οι δύο πρώτοι είναι οι κτήτορες, μοναχός Παρθένιος και αρχιμανδρίτης Ευμένιος. Ακολούθησαν σχεδόν αδιάκοπα άλλοι δέκα ηγούμενοι συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού ηγουμένου, πατρός Μακαρίου, ο οποίος διακονεί ως ηγούμενος από το 2001.
Αυτή είναι η παρουσία και το περιεχόμενο των ορθοδόξων μοναστηριών. Πατριαρχική πράξη, Αγιοκατάξη, Επίσκοποι, ηγούμενοι, ασκητές, αγιότητα, άσκηση, πολιτισμός, καταλλαγή, μετάνοια, χειρόγραφα του παρελθόντος, ενταγμένα όλα μέσα στη θεία λειτουργία και τον περαιτέρω λατρευτικό πλούτο, συνθέτουν γόνιμα και ζωντανά αυτό που ονομάζουμε Ορθόδοξο βίωμα και αγιασμός της ανθρώπινης φύσεως.


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Θ.Ι.Ζιάκας, H Κρίση του Αυτοείδωλου

[πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ]
 
Πρόλογος 2013
 
Οι αναλύσεις για την εξελισσόμενη εθνική κρίση είναι πλέον αναρίθμητες. Πολιτικές, οικονομικές και ηθικολογικές. Κοινός παρονομαστής τους το παραδοσιακό ερώτημα: «τις πταίει;». -Φταίει η πολιτική ηγεσία, λένε οι μεν. Φταίει ο λαός που τους ψηφίζει, συμπληρώνουν οι δε. Φταίει κι ο καθένας μας χωριστά, λένε όλοι, επειδή είμαστε καλοπερασάκηδες και απερίσκεπτοι αμοραλιστές. Ή αλλιώς: φταίτε και σεις οι δήθεν ανεύθυνοι, αφού  «μαζί τα φάγαμε»... Πριν απ’ όλα βέβαια φταίει ο Ιμπεριαλισμός. Αλλά μαζί του φταίει κι ο λαός, που παρά τις εκκλήσεις δεν ξεσηκώνεται εναντίον του. Που αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση και είναι δεδομένη: ο σοσιαλισμός και ο εν συνεχεία κομμουνισμός...
Και ασφαλώς, εφόσον υπεύθυνοι για την καταστροφή είμαστε «εμείς οι ίδιοι», έπεται κατ’ ανάγκην ότι είμαστε και οι πλέον ακατάλληλοι να μας σώσουμε... Γι’ αυτό και εναποθέσαμε την πάσαν ελπίδα μας στα στιβαρά χέρια του γερμανικού Διευθυντηρίου της ευρωπαϊκής μας Οικογένειας. Άλλη λύση δεν βλέπουμε. Και ελπίζουμε, ότι είναι «θέμα χρόνου» να ολοκληρωθεί ο «κύκλος» της κρίσης και να «επιστρέψουμε στην ανάπτυξη». Άλλωστε, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν κρατούν για πάντα. Υπομονή λοιπόν και όλα θα πάνε καλά!
Αν και δεν βλέπω λογικό ειρμό σε όλα αυτά δεν θα τα κρίνω. Ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε πολιτικός επιστήμων και γενικά ούτε καν πανεπιστημιακός. Δεν αποκλείεται, εξ άλλου, να τα αποδελτιώνω και λάθος. Γι’ αυτό και στέκομαι αποκλειστικά στις μελέτες που έχω κάνει ο ίδιος, -παρότι αναφέρονται στον τελείως διαφορετικό γνωστικό χώρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Βέβαια στο γνωστικό αυτό πεδίο βλέπουμε τα φαινόμενα από τη σκοπιά της μεγάλης διάρκειας και είναι επισφαλές να κάνει κανείς εξειδικευτικές καταδύσεις στο επίπεδο της βραχείας διάρκειας.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσω την γενική εικόνα που λαμβάνει κανείς αν κοιτάξει την εποχή μας με τα γνωσιολογικά γυαλιά της εν λόγω ανθρωπολογίας. Το συμπέρασμα που βγάζω από την εικόνα της «μεγάλης κλίμακας» είναι εντελώς αντίθετο από τις κρατούσες στη «μικρή κλίμακα» και λέει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα έτσι όπως είμαστε ... Πρόκειται βέβαια για το δικό μου συμπέρασμα. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει το δικό του. Η ανάλυση έχει την αυτονομία της. Γράφτηκε άλλωστε αρκετά χρόνια πριν το 2009. (Σ’ αυτήν βασίστηκε, πιο συγκεκριμένα, το κεφ. 1 του μέρους ΙΙΙ του βιβλίου Αυτοείδωλον εγενόμην... Αρμός 2005.)

Η ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ, Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ, Ο DIGITAL MAN  ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
H Νεωτερικότητα (ο νεωτερικός πολιτισμός) στηρίχτηκε σε δύο παραδόσεις: τη λατινική-κολεκτιβιστική και τη νορδική-ατομοκρατική, σε μια «αντιγραικική» (contra errores graecorum) αντιφατική συγκόλληση, υπό νορδική ηγεμονία. Το ανθρωπολογικό πρότυπο της νεωτερικής συγκόλλησης, ήταν το νεωτερικό Άτομο, -«άτομο» μεν αλλά πολύ διαφορετικό από την προηγούμενη ιστορική μορφή του, το ελληνικό Άτομο. Η ειδοποιός διαφορά του νεωτερικού Ατόμου είναι η συστημική απροσωπία της αυτοαναφορικότητάς του. Το Άτομο αυτό συγκροτήθηκε στη βάση μιας ακαταγώνιστης «προμηθεϊκής» ορμής για την «κατάκτηση του ουρανού», με αντίτιμο ακριβώς την αποπροσωποίησή του και την υπαρξιακή αποξένωσή του μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των συστημικών προϋποθέσεών του. Τα στοιχεία αυτά, τα εντελώς ξένα προς την ελληνική ατομικότητα, καθόρισαν και την τραγική αδυναμία αυτής της τελευταίας να τα ενσωματώσει, ώστε να φτιάξει μια λειτουργική, μη σχιζοειδή, εκδοχή ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας. Ας τα δούμε από πιο κοντά.
1. Η αυτοθέωση
Η αυτοαναφορικότητα νοηματοδοτεί, κατ’ αρχάς, τη νεωτερική σημασία της ατομικής ελευθερίας. Ελεύθερος είναι ο αυτοαναφορικός άνθρωπος: ο αυτο-νοηματοδοτούμενος, ο αυτο-προσδιοριζόμενος, ο αυτο-εφευρισκόμενος, ο αυτο-πραγματωνόμενος.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα ορίζει την ατομική ελευθερία μου ως τρόπο να υπάρχω άσχετα-ανεξάρτητα από την παρουσία του Άλλου. Του Άλλου ως μεταφυσικού και φυσικού κόσμου, αλλά και ως συνανθρώπου-Πλησίον. Ως προς τα δύο πρώτα το πράγμα είναι κατανοητό και εμφανές στην ίδια την πολιτισμική μας πραγματικότητα: Έχουμε έναν παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που να τον υπερβαίνει. Έχει υποτάξει όλες τις προ αυτού υπέρτερες μεταφυσικές και φυσικές δυνάμεις. Τα μαύρα λάβαρα του Marlow είναι ήδη καρφωμένα στο στερέωμα. Και η σφαγή των θεών έχει πραγματοποιηθεί από καιρό. Ο κόσμος (ο φυσικός κι ο μεταφυσικός) έγινε ουδέτερος σωρός ύλης-ενέργειας. Ο νεωτερικός-τεχνοσυστημικός άνθρωπος είναι τώρα ο μοναδικός αληθινός θεός: ο Ανθρωποθεός. Η Ιστορία είναι η Βίβλος της Αποκάλυψής του.
Η πλέον απόλυτη μορφή συλλογικής αυτοαναφορικότητας-αυτονομίας ήδη επιτυγχάνεται, καθώς ο τεχνητός κόσμος επεκτείνει συνεχώς την κυριαρχία του πάνω στον φυσικό κόσμο. Τα όποια «κόστη» (οικολογικά κ.ά.) είναι «προσωρινά», αφού για τον «προμηθεϊκό» τούτον άνθρωπο δεν υπάρχει πρόβλημα που προοπτικά να μην είναι τεχνολογικώς αντιμετωπίσιμο. Μπρος στην κοινωνική πραγμάτωση της αυτοαναφορικότητάς του διαλύεται κάθε άλλη πραγματικότητα. Η ατομική αυτονομία, ως κλάσμα της τεχνολογικώς κεκτημένης και εκθετικώς αυξανόμενης συλλογικής αυτονομίας, έναντι της Φύσης και της Μεταφύσης, βλέπει τον ορίζοντά της να προεκτείνεται δυνητικά μέχρι το άπειρο. Η πλήρης και ουσιαστική εξατομίκευση της συλλογικής αυτονομίας, αναμένεται, αργά ή γρήγορα, να υπερβεί και το όριο-σκάνδαλο του θανάτου. Το νεωτερικό άτομο μπορεί να γίνει αθάνατο, χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ξέρει ήδη καλά ότι η μηχανή δεν πεθαίνει, όταν για κάθε εξάρτημά της υπάρχουν ανταλλακτικά. Η προσδοκία της αυτοθέωσης, η μεσσιανική ουσία του νεωτερικού εξατομικευτικού μύθου, αναμένει αναπόφευκτη την επαλήθευσή της.
Τη Φύση μπορούμε να την παρακάμψουμε. Αρκεί να φτιάξουμε έτσι την κοινωνία, ώστε η Φύση να μην αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση της αυτοαναφορικής ατομικότητας. Αφ’ ης στιγμής η φύση είναι «απεριόριστα εκλογικεύσιμη» και άρα κυριαρχήσιμη, ο σκοπός δεν είναι ανέφικτος. Βασισμένοι στην αρχή αυτή μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν τεχνητό κόσμο, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και τη Φύση να την αφήσουμε «απ’ έξω». Τι είναι η νεωτερική μεγαλούπολη, η χτισμένη μέσα στην Τεχνόσφαιρα και πάνω στη Βιόσφαιρα, έτσι ώστε η ενοχλητική παρουσία αυτής της τελευταίας να μην περιορίζει τον αυτοαναφορικό μας ορίζοντα;
Βεβαίως, για να πετύχει το στρατήγημα, ζωτική προϋπόθεση ήταν να ξεμαγευτεί-απομυθοποιηθεί ο Κόσμος. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος, για παράδειγμα, ο «πλήρης θεών», με τίποτα δεν θα μπορούσε να δεχτεί το νεωτερικό εγχείρημα. Ήταν επίσης απαραίτητο να «απομυθοποιηθεί» το υποκείμενο, «να σφαχτούν οι θεοί» του, ώστε να απελευθερωθεί και να μεγαλουργήσει το αποτελεσματοκρατικό-χρησιμοθηρικό και πειραματικό-επιστημονικό πνεύμα. Παραδόξως, τότε μόνο θα ελευθερωνόταν από τα μεταφυσικά συμφραζόμενά της και η «αυτοαναφορικώς» μεθερμηνευόμενη χριστιανική αλήθεια για τη «βασιλεία του θεού» που είναι «μέσα» μας.
Αν η παρουσία της Φύσης και της Μεταφύσης επιδέχεται απαλοιφή, πώς ωστόσο παρακάμπτεται ο πανταχού παρόν Πλησίον-Άλλος; Το θέμα δεν είναι να τον εξαφανίσω, ως φυσική παρουσία, ούτε να κλείσω τα μάτια για να μην τον βλέπω. Ακόμα και στο νησί του αυτοαναφορικού Ροβινσώνα είναι απαραίτητος ο μαύρος, ο Παρασκευάς... Το θέμα είναι πώς ο αυτοαναφορικός μου ορίζοντας δεν θα απειλείται από την ενοχλητική παρουσία του Πλησίον-Άλλου. Πώς θα συνυπάρχουμε, ως αυτοαναφορικές - άσχετες μεταξύ τους ατομικότητες και οι αυτοαναφορικοί μας ορίζοντες δεν θα συμπλέκονται ούτε καν θα εφάπτονται.
Δύο αιώνες πλήρους Νεωτερικότητας απέδειξαν ότι το πρόβλημα επιδέχεται λύση. Αρκεί, πριν απ’ όλα, να συνομολογηθεί ότι η αγνόηση της προσωπικής ετερότητας είναι το θεμέλιο, το πρόταγμα, η πολιτισμική επιλογή, ο άξονας αναφοράς της κοινωνικής μας συγκρότησης. (Χρ. Γιανναράς, Η απροσωπία του δικαιώματος). Εφόσον είμαστε Άτομα, αποφασισμένα να αυτοεπιβεβαιώνονται ως απρόσωπη σχέση, η κοινωνία που θα συγκροτήσουμε πρέπει να μας εκδέχεται ως Άτομα απρόσωπα, ως κλώνους καλύτερα μιας απρόσωπης αυτοαναφορικής κοινωνικής ουσίας. Το δεύτερο προαπαιτούμενο, είναι η πάση θυσία αποφυγή της αμεσότητας των σχέσεων. Γιατί στην άμεση σχέση είναι αδύνατο να μην επισυμβεί η ανάδυση της επίφοβης προσωπικής ετερότητας. Η παρουσία της προσωπικής ετερότητας του πλησίον-άλλου κινδυνεύει να διατρήσει τον απρόσωπο πλακούντα, μέσα στον οποίο ενοικεί η αυτοαναφορική ατομικότητά μου. Οι σχέσεις μας πρέπει να είναι πάντοτε διαμεσολαβημένες, ώστε να λειτουργεί η τεχνητή αποπροσωποποίησή τους. Η απρόσωπη διαμεσολάβηση των σχέσεων, μαζί με την καταστατική απροσωπία του υποκειμένου, θα ήταν οι αναγκαίοι και ικανοί όροι για την εφικτότητα του αυτοαναφορικού κοινωνικού εγχειρήματος.
Στην ενόραση του Σαρτρ «κόλαση είναι ο άλλος». Πιο συγκεκριμένα: «όταν τρία άτομα μοιράζονται το ίδιο κελί». Είναι «κόλαση», γιατί οι σχέσεις είναι εκεί άμεσες και το πρόσωπο του νεωτερικού Ατόμου δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ένα απρόσωπο εξατομικευμένο κοινωνικό προσωπείο. Η εγγύτητα εμποδίζει τη λειτουργία της απρόσωπης κοινωνικότητας. Οι συμπαραδηλώσεις στο κείμενο του Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών) είναι συγκλονιστικές: Είναι τρεις στο ίδιο κελί. Μιλάμε για ένα να κελί στην Κόλαση. Όπου μάλιστα τα κλειδιά είναι από μέσα, αλλά οι κολασμένοι  δεν διανοούνται να ανοίξουν την πόρτα και να δραπετεύσουν. Και γιατί είναι κολασμένοι; Επειδή δεν μπορούν, συνασπιζόμενοι οι δύο εναντίον του τρίτου, να τον σκοτώσουν. Είναι ήδη νεκροί. Πιο νεκροί δεν γίνεται. Η διέπουσα τον ζωντανό μας κόσμο «σατανική τάξη», η βασισμένη κατά Ζιράρ στην αέναη πυροδότηση του θυσιαστικού μηχανισμού (της ενοχοποίησης-σταύρωσης του Άλλου) δεν μπορεί εκεί να λειτουργήσει...
Το αντίθετο ακριβώς διαπιστώνουμε να συμβαίνει στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνικότητα. Κόλαση είναι εκεί η αδυναμία αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Στην ελληνική Κόλαση δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, βεβαιώνει το Γεροντικό, γιατί βρίσκονται πλάτη με πλάτη. Εκεί συν τρεις δεν κάθονται συν δυο δεν κουβεντιάζουν, επιμαρτυρεί η δημοτική μούσα. Κόλαση είναι η τεχνητή μη ορατότητα του προσώπου του Άλλου. Κόλαση είναι ο απρόσωπος άλλος, η απρόσωπη-διαμεσολαβημένη σχέση. Ακόμα χειρότερα: ο κλώνος-άλλος. Με άλλα λόγια: η Νεωτερικότητα είναι «Κόλαση» για την παραδοσιακή ελληνική ατομικότητα!
«Κόλαση» είναι ο Άλλος και για τον Φρόυντ, τον πατέρα της μοντέρνας - επιστημονικής ψυχολογίας. Η απρόσωπη σχέση αναλυτή-αναλυόμενου είναι η βάση της ψυχαναλυτικής θεραπείας: Ο ασθενής, ξαπλωμένος στο ντιβάνι κι ο γιατρός τοποθετημένος πίσω του, ώστε να μη βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η ψυχαναλυτική συνεδρία, εξηγεί ο ψυχίατρος Ι. Κ. Τσέγκος, είναι ένα τεχνητό ψυχόδραμα, όπου παίζονται ρόλοι. Η σχέση είναι πραγματική, αλλά τεχνητή. Όχι α-ληθινή. Δεν ανασύρει το Πρόσωπο από τη λήθη.
Παραπέρα: Η απαλοιφή του Άλλου ισοδυναμεί, στο υπαρξιακό επίπεδο, με φόνο του Άλλου. Όχι μόνο του απολύτου Άλλου (του Θεού) αλλά και του συγκεκριμένου απέναντί μου Πλησίον-Άλλου. Η ψυχική πηγή της ετεροφονικής ορμής είναι η νεκροφορία του κοινωνικώς απρόσωπου αυτοαναφορικού εγώ. Σύμφωνα με τον συνταρακτικό υπαινιγμό του Χ. Μέλβιλ (Η. Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος θεάτρου.) η αυτοαναφορική προσωπικότητα λειτουργεί σαν φέρετρο, για τον υποκείμενο προσωπικό υποστατικό της πυρήνα. Ή αλλιώς: η περί εαυτού ιδέα, ως νεκροφόρα του εαυτού. Ο φόνος του Άλλου ως αναγκαία συνθήκη για την υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση της νεωτερικής προσωπικότητας. Επειδή ακριβώς ο ρόλος της φονικότητας είναι οργανικός, για τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή της αυτοαναφορικής ταυτότητας, ο νεωτερικός πολιτισμός θεσμοποιεί τον ανταγωνισμό και αποθεώνει τον καπιταλισμό. Αυτό που ήταν η χειρότερη κατάρα για τους προνεωτερικούς πολιτισμούς γίνεται ένας πανίσχυρος κοινωνικός κινητήρας για τη Νεωτερικότητα. Η αυτοσυντήρηση, ως διεκδίκηση επεκτεινόμενης ισχύος-κυριαρχίας, περιβάλλεται τώρα την περιωπή θεμελίου του όντος. (Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση.) Στον θεσμοποιημένο ελεύθερο διαγκωνισμό για την κυριαρχία, ο Άλλος υπεισέρχεται ως θήραμα. Το «κυνήγι» δεν είναι βέβαια αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η επιβεβαίωση της αυτοαναφορικότητας, μέσω της παρουσίας του άλλου ως «καμακισμένου θηράματος». Ο θεσμισμένος ανταγωνισμός είναι το πεδίο, όπου η άσκηση της φονικότητας διηνεκώς επιβεβαιώνει και διηνεκώς αναπαράγει τον νεωτερικό άνθρωπο, ως ιδιαίτερη ιστορική μορφή  ατομικότητας.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα αντιστοιχεί σε έναν ειδικό τύπο νοηματοδότησης της αυθυπερβατικής τάσης του ανθρώπου. Η αυθυπέρβαση, με βασική της εκδήλωση την κοινωνικότητα, νοηματοδοτείται εδώ ως τέχνασμα της αυτοσυντήρησης: Κατά βάθος με συμφέρει να είμαι κοινωνικός. Και γι’ αυτό είμαι! Έτσι χτίζεται η κοινωνία-σκηνή, πάνω στην οποία παίζεται το θέατρο της απρόσωπης κοινωνικότητας. Και είναι τόσο μεγαλύτερη η «κοινωνικότητα» αυτή, όσο ισχυρότερος είναι ο υπαρξιακός αυτισμός και όσο καλύτερα εμπεδωμένος ο θεσμοποιημένος ανταγωνισμός. Η πλήθυνση των «θεματικών οργανώσεων» δεν είναι εδώ ένδειξη «σφύζουσας κοινωνικότητας». Η νεωτερική κοινωνικότητα είναι πλασματική-θεατρική. Είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το νεωτερικό Άτομο μπορεί να αναγνωρίσει, σαν ένσαρκο αυτοείδωλο, την περί εαυτού ιδέα ως αυτοαναφορικού απολύτου. Φτιαγμένη, η απρόσωπη-θεατρική κοινωνικότητα, έτσι ώστε να προσδίδει υπόσταση στο Αυτοείδωλο, είναι συνθήκη ζωτική, εκ των ων ουκ άνευ, για την αναπαραγωγή του. Γι’ αυτό και η «ριζική κοινωνική αμφισβήτηση» είναι εδώ πάντοτε φαντασιώδης. Το Αυτοείδωλο δεν μπορεί «να ανατρέψει το Σύστημα», να καταστρέψει δηλαδή τον καθρέφτη, στον οποίο χρωστά την τεχνητή-αφύσικη παρουσία του.
Η αυτοειδωλοποίηση κρύβει έναν τρισδιάστατο οντολογικό μηδενισμό: Τον μηδενισμό της αυθυπερβατικής δυναμικής του προσώπου (: Θεός = 0. Δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει δεν παρεμβαίνει: κούρδισε το κοσμικό ρολόι και αποσύρθηκε.). Τον μηδενισμό της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου (: Συλλογική ουσία = 0. Η ομάδα δεν έχει αυτόνομη υπόσταση, είναι άθροισμα Ατόμων. Ρουσωικό ή χομπσιανό «Συμβόλαιο».). Τον μηδενισμό της σημασίας των εμπροσώπων ενεργειών-σχέσεων (: Η ανθρώπινη φύση δεν επιδέχεται ούτε χρειάζεται βελτίωση. Οι ενέργειες του υποκειμένου δεν του δίνουν καμιά δυνατότητα να υπερβεί τη «φύση» του, διότι τα πάθη του είναι «φυσικά»).
Ο οντολογικός μηδενισμός είναι επικίνδυνος, γιατί εισάγει μια φυσιοκρατική κοινωνική οντολογία, όπου η φθορά και ο θάνατος ανάγονται σε θεμέλιο του όντος. Ένας κόσμος δεσποζόμενος από τη φθορά και τον θάνατο, υποβιβάζει το αυτοαναφορικό υποκείμενο σε φανταστικό. Επιπλέον το κάνει δυστυχισμένο, καθώς το φέρνει αντιμέτωπο με την απώλεια του νοήματος. Εδώ βρίσκεται και η συστατική αντίφαση και συγχρόνως η ανησυχία του διαφωτισικού αυτοαναφορικού λόγου, ο οποίος θέλει τον κόσμο φυσιοκρατικό-εξαντικειμενισμένο, ενώ μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο απλώς αδυνατεί ο ίδιος να δικαιολογήσει τη «φυσικότητα» της διεκδίκησής του για απόλυτη αυτοαναφορική ελευθερία. Αν εμμείνει στον φυσιοκρατισμό απειλείται από τον μηδενισμό. Αν ενδώσει στον μηδενισμό απειλείται η ψυχική του δύναμη και συνοχή. Πρόκειται για την αντίφαση που κυνηγά το νεωτερικό Άτομο από την πρώτη στιγμή της ανάδυσής του στο ιστορικό προσκήνιο. (Π. Κονδύλης, Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.)
Ο οντολογικός μηδενισμός δεν ήταν ούτε και είναι, ωστόσο, αυτοσκοπός. Το πρόβλημα της Νεωτερικότητας δεν είναι η αδυναμία της να τον συνειδητοποιήσει και να του ασκήσει κριτική. Ενώ στις απαρχές της προσπαθούσε να τον κρύψει κάτω από το χαλί, ήδη από την εποχή του Νίτσε και του Ντοστογιέφσκι, έχει σωρεύσει αρκετό τον οξύ προβληματισμό. Ο Χάϊντεγκερ θα προτείνει μάλιστα μια ολοκληρωμένη μηδενιστική οντολογία. (Τη μόνη, κατά τον Χρ. Γιανναρά, συνεκτική εναλλακτική αντιπρόταση στην ελληνική προσωποκεντρική οντολογία.) Ο νεωτερικός άνθρωπος θα πετούσε ευχαρίστως από πάνω του τον οντολογικό μηδενισμό, αν πετώντας τον μπορούσε να διατηρήσει την αγαπημένη του αυτοειδωλολατρική ταυτότητα. Αυτό, δηλαδή, που με τίποτα δεν θέλει να πετάξει είναι η απολύτως αυτοαναφορική νοηματοδότηση της ατομικής ελευθερίας του.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι οι μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις δεν αναφέρονται στην ατομικότητα αυτή καθαυτή, αλλά στη νεωτερική ιστορική μορφή της. Η προέλευση τους είναι «πολεμική». Το δυτικό Άτομο «μηδένισε» τη μεσαιωνική θεότητα, για να απαλλαχθεί από τις κολεκτιβιστικές εξουσίες, που την είχαν κάνει όργανό τους. Το ελληνικό Άτομο δεν είχε ανάγκη ένα τέτοιο ριζικό διάβημα. Ναι μεν έκλεισε στον Τάρταρο την κολεκτιβιστική «γενιά του Κρόνου» (ανάλογη μορφή «μηδενισμού») αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα με τον Ολυμπιακό θίασο, που εγκαθίδρυσε στη θέση της. Μόνο στην κλασική εποχή, όταν η εξατομίκευση είχε ολοκληρωθεί, άρχισε να νιώθει άβολα με τους θεούς του και τους έθεσε εκτός πολιτικής σκηνής.

2. Η συστημική απροσωπία
Ο τύπος κοινωνίας, όπου μπορεί ο καθένας να υπάρχει αφ’ εαυτού του και για τον εαυτό του, έτσι, ώστε όλα και όλοι να είναι ουδέτερα αντικείμενα, επιτυγχάνεται με τη γενικευμένη αποπροσωποποίηση.
Αποπροσωποποιούνται, πριν απ’ όλα, οι ανάγκες. Η προσωπική-ιδιαίτερη ανάγκη υποκαθίσταται, κατ’ αρχάς, από την αδιαφοροποίητη ατομική ανάγκη: τη μαζική ανάγκη. Το πρόσωπο ανάγεται σε άθροισμα «φυσικών» αναγκών. Ο μηδενισμός της αυθυπερβατικής τάσης, η απαξίωση της αρετής, η άρση των προνεωτερικών επιφυλάξεων, ως προς τη «φυσική αγαθότητα» της  επιθυμίας, η πίστη στη λογική ρύθμιση των παθών, όλα αυτά αποσκοπούν στην αποπροσωποποίηση των αναγκών και μέσω αυτής στην αποπροσωποποίηση των σχέσεων. Μαζί τους αποπροσωποποιείται και η γλώσσα. Οι ανυπότακτες σημασίες αποβάλλονται μαζί με το «ασαφές» λεξιλόγιό τους. Η γλώσσα γίνεται κώδικας και κατατείνει στο new speak του Όργουελ, όπου το κράτος του Μεγάλου Αδελφού έχει κάνει τόσο αποτελεσματική δουλειά πάνω στη γλώσσα, που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται πια να σκέπτονται, προκειμένου να μιλήσουν. Οι λέξεις βγαίνουν κατ’ ευθείαν από το λαρύγγι τους. Χωρίς να περάσουν από τον εγκέφαλο. Η «νέα γλώσσα» στερεί από το συναίσθημα και την επιθυμία το εκφραστικό λεξιλόγιο, που θα τους επέτρεπε να υπεισέλθουν σε ζωντανή σχέση. Έτσι η σχέση τυποποιείται. Το προσωπικό, το έτερο και απροσδιόριστο, απωθείται έξω από τη σφαίρα των σχέσεων. Στο πουθενά.

Η απρόσωπη κοινωνικότητα υλοποιείται χάρη στη διαμεσολάβηση των σχέσεων με συστήματα. Σύστημα είναι μια λογική μηχανή, η οποία επεξεργάζεται και μετασχηματίζει ύλες, ενέργειες και πληροφορίες, με τέτοιον τρόπο ώστε τα πρόσωπα να παίζουν μέσα σ’ αυτήν προκαθορισμένους λογικά ιεραρχημένους και απρόσωπους ρόλους. Μια επιχείρηση, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, είναι συστήματα. Σύστημα είναι επίσης το πολιτικό, το δικαστικό, ή το εκπαιδευτικό σύστημα. «Σύστημα»  είναι γενικώς το Κράτος, η Αγορά, ο Καπιταλισμός. Η νεωτερική κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο συστημάτων. Τόσο η εθνική όσο και η διεθνής. Η αναγνώριση του κοινωνικού πεδίου, ως δικτύου συστημάτων, είναι πλέον η κυρίαρχη αναγνώριση. Η θεωρία συστημάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κοινωνία αποδελτιώνεται σε «προβλήματα» και κάθε «πρόβλημα» αντιμετωπίζεται με την κατασκευή ενός συστήματος. Τα «προβλήματα» γεννούν συστήματα και τα συστήματα γεννούν «προβλήματα», που με τη σειρά τους γεννούν νέα συστήματα. Ο εκσυστημισμός του κοινωνικού πεδίου, άπαξ και πυροδοτήθηκε, έγινε μια αυτόνομη και αυτοεπιταχυνόμενη διαδικασία, η οποία ανοίγει τον δρόμο της μέσω της ενσωμάτωσης/διαφοροποίησης των συστημάτων (Ι. Τσιβάκου).
Αρχή κατασκευής και λειτουργίας κάθε συστήματος είναι η έννοια του αλγορίθμου. Της τυποποιημένης, δηλαδή, επαναληπτικής διαδικασίας, η οποία λειτουργεί με βάση την ψηφιακή-δυαδική σκέψη. Το σύστημα είναι μηχανή. Η μηχανή είναι σύστημα. Υλικό και λογισμικό. Το ουσιαστικό στη μηχανή δεν είναι το υλικό, αλλά το λογισμικό, το σύστημα. Με το «σύστημα» επιτυγχάνεται η προσομοίωση του πραγματικού σε μηχανικό. Η αλγοριθμική σκέψη είναι η κυρίαρχη μορφή σκέψης στην κοινωνία των συστημάτων. Η επιστημονική σκέψη υπηρετεί την αλγοριθμική σκέψη. Ο «καθαρός λόγος» υπηρετεί τον «πρακτικό λόγο». Η Επιστήμη υπηρετεί την Τεχνική. Το σύστημα επιλύει την αντίφαση «χάους» και «τάξης», γραμμικού και μη γραμμικού χώρου, «μη λογικού» και «λογικού», δια της απαλοιφής του «χαοτικού», του μη γραμμικού και του «μη λογικού». Ό,τι δεν επιδέχεται προσομοίωση «αφήνεται απ’ έξω». Αλλά τι ακριβώς είναι το εκάστοτε «μη προσομοιώσιμο» δεν μπορεί να απαντηθεί, διότι η απάντηση οφείλει να είναι κι αυτή προσομοιωτική. Το ερώτημα, που έχει πρακτικό ενδιαφέρον, είναι αν υπάρχουν όρια στην προσομοίωση. Θεωρητικά δεν υπάρχουν, επειδή, όπως ξέρουμε, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι λογική, επιδέχεται απεριόριστη εκλογικευτική προσομοίωση. Ξέρουμε όμως επίσης ότι στην πράξη υπάρχει όριο κι αυτό είναι η αντοχή της Βιόσφαιρας.
Αλλά ας εμβαθύνουμε στο «μη προσομοιώσιμο». Αξιοποιώντας τον Αριστοτέλη (και την Άρεντ), μπορούμε να επισημάνουμε ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια συνηθισμένη λογική μηχανή και στην κοινωνική λογική μηχανή, εντοπίζεται στο εξής: Ενώ η πρώτη παράγεται από κατασκευαστική εργασία (ποίηση την ονομάζει ο Αριστοτέλης), η δεύτερη παράγεται από κατασκευαστική εργασία, συν ένα άλλο είδος δραστηριότητας, που δεν είναι εργασία-ποίηση, αλλά πράξη (πάλι κατ’ Αριστοτέλη). Η κατασκευαστική εργασία αποβλέπει με αυστηρό τρόπο σε προκαθορισμένο αποτέλεσμα, που όταν το επιτύχει η διαδικασία κωδικοποιείται σε νόρμα, σε γνώμονα και μπορεί να επαναληφθεί με εξασφαλισμένη την επιτυχία. Το αντίθετο συμβαίνει με την πράξη, η οποία έχει, κατά κανόνα, αποτέλεσμα αποκλίνον απ’ αυτό που ρητά ήταν ο σκοπός της. Επί πλέον δεν έχει τέλος, γιατί πυροδοτεί νέες διαδικασίες πράξης, που συχνά έρχονται να τροποποιήσουν ή και να αναιρέσουν το αποτέλεσμα των προγενέστερων. Για όλα αυτά η πράξη δεν μπορεί να τυποποιηθεί σε έναν γνώμονα ή ακόμα να προβλεφθεί πλήρως από έναν αριθμό κανόνων. Όταν μιλάμε για «συστήματα» εννοούμε κοινωνικές λογικές μηχανές παραγόμενες από εργασία και πράξη. Η μεικτή αυτή ενεργειακή βάση τους κάνει, προφανώς, την λειτουργική λογική τους ασαφή – μη ακριβή, γιατί στη βασική ρητή λογική τους εμπλέκονται ασύμβατες υπόρρητες και συνάμα πολυαιτιοκρατικές λογικές. Ενώ έχουν στατική λογική δομή και κατά τούτο είναι μηχανές, εμπεριέχουν αφανείς αντιφατικές και εν πολλοίς ασύμβατες δυναμικές λογικές, οι οποίες δημιουργούν παράπλευρους αφανείς ελκυστές, ασταθείς και μεταβαλλόμενους, αλλά πάντοτε υπαρκτούς. Από την άλλη πλευρά κάθε σύστημα συνδέεται με άλλα συστήματα, οπότε δέχεται και τις δικές τους απρόβλεπτες επιδράσεις, πράγμα που προσθέτει στην εγγενή χαοτικότητα και μια άλλη εξωγενή. Δεν είναι απλώς θέμα «πολυπλοκότητας» ή «περιπλοκότητας», αλλά «φυσιολογικής» χαοτικής συμπεριφοράς μιας κατά βάθος μη ελεγχόμενης κατασκευής.

Αυτό που πριν απ’ όλα δεν μπορεί, η (κατά Χάμπερμας) «ακούραστη συστημική φαγάνα», να το προσομοιώσει και να το «ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα», είναι λοιπόν οι ανυπόταχτες αλυσίδες πραξιακών ενεργημάτων.
Για την κατανόηση του φαινομένου πολύτιμος αρωγός είναι η μαρξιστική ορολογία, παρά την προβληματικότητά της: Θεωρούμενη από τη σκοπιά της αξίας χρήσης του σκοπούμενου αποτελέσματος, η εργασία είναι συγκεκριμένη εργασία. Θεωρούμενη όμως από τη σκοπιά της ανταλλακτικής αξίας του είναι αφηρημένη εργασία και έχει ως μέτρο αναφοράς αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κοινωνικά αναγκαία εργασία», ως ενσάρκωση της οποίας αναγόρευσε το χρήμα. Ένα σύστημα οργανώνει συγκεκριμένες εργασίες (λειτουργικές θέσεις, ειδικότητες κ.τ.τ.) και αν θέλει να είναι πραγματικό σύστημα, με ελπίδα επιβίωσης και ανάπτυξης μέσα στον κόσμο των συστημάτων, πρέπει να έχει κάνει πρώτα την αναγωγή, των όποιων συγκεκριμένων συστατικών εργασιών, σε αφηρημένη κοινωνική εργασία. Η δύναμη, στην οποία ο νεωτερικός άνθρωπος οφείλει την πρωτοφανή ισχύ του, είναι η δύναμη της αφηρημένης-απρόσωπης κοινωνικής εργασίας, όταν αυτή μεταβληθεί σε σύστημα. Το βιομηχανικό κεφάλαιο, η νέα αυτή πηγή πλεονάσματος και ισχύος, που έκλεισε στο μουσείο τους πολιτισμούς που στηρίζονταν στο γεωργικό κεφάλαιο, αλλά και το «μεταβιομηχανικό» κεφάλαιο, η πατενταρισμένη εργαλειακή γνώση, είναι συστήματα, που «αξιοποιούν» την αφηρημένη κοινωνική εργασία. Το εντελώς καινούργιο σε σχέση με το παρελθόν είναι η αποδέσμευση της οικονομίας από την προσωπική-συγκεκριμένη εργασία. Είναι η σκέψη με όρους αφηρημένης-απρόσωπης εργασίας και η εφαρμογή στην οργάνωσή της των ορθολογικών μεθόδων της μηχανικής και της στατιστικής. Η δομική λίστα των εξαρτημάτων κάθε συστήματος συγκροτείται από τον συγκεκριμένο εργάσιμο χρόνο, των συγκεκριμένων ανθρώπων-εργαζομένων, ανηγμένο σε απρόσωπο (αφηρημένο) «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας». Έχουμε έτσι μια απολύτως ορθολογική κατασκευή ριψοκίνδυνα αρθρωμένη πάνω σε μια στοχαστική δομή υποτιθέμενη ως πιθανώς ελεγχόμενη.
Το αρχικό μοντέλο του συστήματος ξεκινούσε από το απλό σχήμα μιας μηχανικής κατασκευής, τακτοποιημένης σε έναν περιορισμένο χώρο. Σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της φιλοδοξίας να προσεγγίσει το πρότυπο των ζωντανών οργανισμών, που αναγνωρίζονται ως «αυτο-οργανωνόμενα συστήματα». Η επισήμανση του αστάθμητου παράγοντα, του παρεμβαλλόμενου στον συστημικό αναπαραγωγικό κύκλο, δηλαδή της εγγενούς και εξωγενούς χαοτικότητας, κάνει όλο και πιο προσφιλή την προσφυγή στο παράδειγμα του «ζωντανού συστήματος». Ένα «σύγχρονο σύστημα» πρέπει κανονικά να είναι εφοδιασμένο με μηχανισμούς ανασύλληψης και διαχείρισης του εμφιλοχωρούντος χαοτικού δυναμικού. Να έχει κεραίες ασκημένες να συλλαμβάνουν τις πιθανές αλλαγές του εξωτερικού (αλλά και του εσωτερικού) «περιβάλλοντος». Να έχει επίσης ειδικούς αναδραστικούς μηχανισμούς έγκαιρης επεξεργασίας των «αναγκαίων προσαρμογών». Η στοίχιση στο μοντέλο του αυτοοργανωνόμενου συστήματος σχετικοποιεί σήμερα την έμμονη προσήλωση στο μηχανικό υπόδειγμα, ως προς τη δομή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων-συνεργών του. Οι βαριές πυραμιδικές δομές χάνουν σε υποστήριξη, έναντι των «ευέλικτων» σχημάτων, που ερωτοτροπούν με την ιδέα της αυτοοργάνωσης. Ήδη τα «προηγμένα συστήματα» προικίζονται, στον μεταμοντέρνο συστημικό λόγο, με «ατομικότητα», «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και «ταυτοποιητικό» υποσύστημα προσανατολισμού. Για να γίνουν «η ακούραστη φαγάνα της εννοιολογικής ανασύλληψης (που) ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα τον ‘‘ανεπαρκώς πολύπλοκο’’ κόσμο της ζωής».
Ότι η προσφυγή στα συστήματα είναι το διαχρονικότερο και το κεντρικό χαρακτηριστικό του νεωτερικού πολιτισμού, είναι πλέον ολοφάνερο. Ως τάση, υπήρχε βεβαίως και στις προνεωτερικές κοινωνίες, αλλά εκεί είχε μια δευτερεύουσα και συμπτωματική σημασία. Μόνο στον νεωτερικό πολιτισμό έγινε θεμελιώδης κοινωνική επιλογή. Η ιστορία του νεωτερικού πολιτισμού είναι μια εκθετική δυναμική συσσώρευσης συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα. Και ήδη φτάσαμε στο σημείο να απειλείται η κατάρρευση της Βιόσφαιρας και να συζητιέται η ανάγκη δημιουργίας μιας «τρίτης σφαίρας», ικανής να επιλύει τις αντιφάσεις μεταξύ Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας. Η διερώτηση για τη φύση της ζητούμενης τρίτης σφαίρας είναι πλέον κεντρικό θέμα: Τι είδους ενέργειες θα την διαμορφώνουν, αν αυτή δεν μπορεί να είναι και πάλι σύνολο συστημάτων; Είναι εφικτή η δημιουργία της ή πρέπει να περιοριστούμε απλώς στη βαθμιαία επαναφορά της Τεχνόσφαιρας σε «υποφερτά» μεγέθη; Τα ερωτήματα αυτά δείχνουν ότι η ίδια η βάση της νεωτερικής ταυτότητας (η συστημική διαμεσολάβηση-αποπροσωποποίηση των σχέσεων) κατέληξε να γίνει το κεντρικό της πρόβλημα, επαληθεύοντας παραδόξως και εδώ το επιστημολογικό δόγμα του Κουν.
Όμως η οργάνωση των σχέσεων σε συστήματα είναι απλώς το αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί ο αυτοαναφορικός σκοπός: η αυτοθέωση, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής και το περιεχόμενό της η απαλλαγή από τη βιοτική και την κοινωνική δουλεία.

Αν η πίστη στην τεχνολογική αυτοθέωση είναι ο πρώτος μυθικός κινητήρας της νεωτερικής εξατομίκευσης ο δεύτερος είναι η υπέρβαση της δουλείας. Η μηχανή λειτουργεί στο νεωτερικό φαντασιακό σαν το υποκατάστατο του δούλου. Φαίνεται ότι ο δυτικός άνθρωπος ενώ αποτίναξε τη δουλεία, δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από την ψυχική ανάγκη του να έχει δούλους.  Γι’ αυτό άλλωστε και καθιέρωσε την προσαγόρευση όλων ως «κυρίων». Ταύτισε το Άτομο με τον Κύριο. (Και την ερωτική σχέση με «κατάκτηση» της γυναίκας από τον άνδρα...) Δεν χωρά αμφιβολία ότι το Σύστημα είναι ήδη ένας μηχανικός υπερδούλος. Υποκαθιστά των ανθρώπινο δούλο. Και απαλλάσσει, «αντικειμενικά», τον άνθρωπο από την επίμοχθη εργασία, προσφέροντάς του «άπειρο ελεύθερο χρόνο», για «ευτυχία» (ιδιωτική απόλαυση). «Άσχετα» βέβαια αν εμείς, για λόγους «κακής οργάνωσης», τον αφήνουμε να «χαθεί»...
Μήπως αυτό δεν ήταν, άλλωστε, και το πάγιο οραματικό ιδεολόγημα του αριστερού Διαφωτισμού; Από τους πρώτους ουτοπιστές, ως και τον επιστημονικότατο Μαρξ, η τέλεια κοινωνία ήταν η μηχανοποιημένη κοινωνία. Αυτόματοι φούρνοι θα συλλέγουν τις ηλιακές ακτίνες και θα βγάζουν λαχταριστές φραντζόλες, σύμφωνα με την προγραμματική εξαγγελία του Νικήτα Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στην κοινωνία της «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης του Ατόμου», όλες τις δουλειές θα τις κάνει η κοινωνική μηχανή και οι άνθρωποι θα παίζουν, θα ζωγραφίζουν, θα ψαρεύουν, θα κάνουν κριτική, -ό,τι τους αρέσει! Η αντίθεση ατομικού-συλλογικού θα έχει καταργηθεί, γιατί το συλλογικό, καθώς θα έχει μηχανοποιηθεί, θα είναι απολύτως διαφανές. Οπότε όλες οι ανάγκες, που υποτίθεται ότι «απορρέουν» από την αδιαφάνεια του συλλογικού πεδίου, θα έχουν εξαλειφθεί: η ανάγκη της πολιτικής, η ανάγκη της θρησκείας, η ανάγκη της φιλοσοφίας, ακόμα και η ανάγκη της τέχνης. Μόνο η παιδαριωδία δεν θα είχε λόγους να εγκαταλείψει το περίφημο αυτό «βασίλειο της Λογικής».
Το θέμα δεν προσφέρεται όμως καθόλου για αστεϊσμούς. Η ολοκληρωτική συστημοποίηση της δημόσιας σφαίρας απειλεί να καταργήσει την διάκριση/αντίθεση ατομικού-συλλογικού και να κάνει πράξη τον εφιάλτη του Μέτερλινγκ στο «Λευκό μυρμήγκι». Εκεί ο λευκός τερμίτης ήταν κάποτε έλλογο νοήμον ον, το οποίο κατόρθωσε τόσο καλά να επενδύσει τη νοημοσύνη του στο κοινωνικό του σύστημα, ώστε αυτή έπαψε πλέον να του χρειάζεται σε ατομικό επίπεδο και ατρόφησε. Με αποτέλεσμα την καθήλωση του είδους του στην απόλυτη κολεκτιβιστική κοινωνικότητα, την αντιπροσωπευόμενη από την υποδειγματική μυρμηγκοφωλιά του! Το απάνθρωπο ανάλογό του θα ήταν η ολοκλήρωση των ήδη εν εξελίξει διαδικασιών υποστροφής σ’ αυτό που ορισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, αναγνωρίζουν ως Τεχνοφασισμό.

3. Ο Digital Man
Το Σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει λοιπόν σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση των κοινωνικών σχέσεων προκαλεί μια οιονεί μηχανοποίηση της προσωπικότητας και αντιστρόφως.
Η ψηφιακή σκέψη, με την οποία κατασκευάζονται τα συστήματα, έχει την ιδιομορφία να απαιτεί τον εθισμό στην παράλληλη ύπνωση του επιθυμητικού και του θυμικού, δημιουργώντας έτσι τον δικό της ανθρωπότυπο: τον ψηφιακό άνθρωπο, τον Digital Man. Το θυμικό του ψηφιακού ανθρώπου στρεβλώνεται και υπαναπτύσσεται, ενώ το επιθυμητικό του υποβιβάζεται στα «βασικά ένστικτα», ώσπου κι αυτά να εξατμιστούν: να διανοητικοποιηθούν και οπτικοποιηθούν. Η κατά φύσιν σχέση, όπου το λογιστικό, ελέγχει το θυμικό κι αυτό ελέγχει το επιθυμητικό, αντιστρέφεται σε παρά φύσιν. Το επιθυμητικό κυριαρχεί στο θυμικό και μαζί υπαγορεύουν τις «θελήσεις» τους στο υποτακτικό λογιστικό. Χάρη στην ιδιάζουσα αυτή ανωμαλία του ψυχισμού του ο ψηφιακός άνθρωπος δεν έχει αυτορρυθμιστικό σύστημα και το αναπληρώνει υποτασσόμενος στις ρυθμίσεις που του επιβάλλει η κατάτμηση του χρόνου του σε «χρονοανταλλακτικά» των υπερκείμενων συστημάτων που τον ενσωματώνουν. Τα υπερκείμενα συστήματα ελέγχουν το φαντασιακό του ψηφιακού ανθρώπου με τη βιομηχανία της εικόνας και την μελετημένη διαχείριση του μιμητισμού που διέπει την επιθυμία. Χειρίζονται άριστα την φοβικότητα του θυμικού, τον μιμητισμό του επιθυμητικού και την εικονοβορία του λογιστικού. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν την επιθυμία, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον διανοητικό υπηρέτη της: την ψηφιακή σκέψη. Αυτή διατυπώνει τις «ανάγκες» της μιμητικής επιθυμίας στη 0-1 δυαδική γλώσσα που καταλαβαίνει ο συστημικός Λεβιάθαν κι αυτός αναλαμβάνει να τις ικανοποιήσει. Οι φυσικές γλώσσες του θυμικού και του επιθυμητικού δεν του λένε τίποτα. Με τον τρόπο αυτό το Σύστημα ικανοποιεί τις «ανάγκες» του ατόμου «ξεσκαρτάροντας σαν δύσπεπτο υπόλειμμα» ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί στην ψηφιακή γλώσσα. Η ηδονιστική ευδαιμονία, οριοθετημένη στο πεδίο της κατανάλωσης και διεμβλημένη ως «ιδία επιθυμία», μεταβάλλεται σε νοηματοδοτικό άξονα του εγώ.
Η περίφημη «εσωτερικότητα» του νεωτερικού ατόμου, η υμνολόγηση της οποίας δονεί ακόμη το νεωτερικό στερέωμα, χάνει κάθε πραγματικό αντίκρισμα, καθώς δεν ολοκληρώνεται παρά μέσω της κυριαρχικής παρεμβολής του εξωτερικού Συστήματος. Ήδη ο Μαρξ είχε αντιληφθεί την αυτοαναιρετική κατάληξη της νεωτερικής εξατομίκευσης, όταν έβλεπε τη βιομηχανία σαν το ανοιχτό βιβλίο της νεωτερικής ψυχής. Παρά την υστερική επιθυμία του ψηφιακού ανθρώπου «να είναι ο εαυτός του», τίποτα δεν διαφοροποιεί τον «εαυτό» του από τη συστημική ενδοβολή των συστημικών ρυθμίσεων που τον χειραγωγούν. Δεν είναι μόνο η παθητικοποιημένη μάζα, που υπακούει στον τύπο αυτό, αλλά και το περίφημο «διανοητικό κεφάλαιο». Και βέβαια ο superman που στελεχώνει το administration - κάτι που δεν είναι πλέον διοίκηση ανθρώπων, αλλά «διοίκηση συστημάτων» (: ημιαυτοματοματισμένη διαχείριση αυτομάτων). Είναι ο τύπος που κατασκευάζει και εξαπολύει τις «έξυπνες βόμβες» του εναντίον αόπλων. Και μάλιστα για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς.

Το σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση της κοινωνίας προκαλεί την εκμηχάνιση της προσωπικότητας και αντιστρόφως. Η μόνη αρετή, που χρειάζεται εδώ, είναι η εργαλειακή σκέψη. Να αναπτυχθεί δηλαδή η ψηφιακή συσκευή του λογιστικού, ενώ τα άλλα μόρια να μείνουν στη «φυσικότητά» τους. Για το ανώτερο μέρος του λογιστικού, τον αθάνατο ποιητικό νου του Αριστοτέλη, φυσικά ουδείς λόγος. Αυτός έχει κηρυχθεί εξ αρχής ανυπόστατος (μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις). Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει θέση για τη σφαιρική νόηση (Μήτις των αρχαίων, Νήψις των βυζαντινών). Ούτε βεβαίως για την απόλυτη δύναμη: τη σταυρική Αγάπη.
Ο άνθρωπος που φτιάχνεται με την συστημική μονοκαλλιέργεια είναι εντελώς χιμαιρικός. «Δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στη μέσην αίγα, κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της» (Ιλιάδα). Η φωτιά στα σπλάχνα της συστημικής Χίμαιρας είναι το απωθημένο χαοτικό δυναμικό, το οποίο συγκεντρώνεται στις διασυνδέσεις των συστημάτων και ξερνιέται περιοδικά, επί δικαίων και αδίκων. Η αθώα λέξη «κρίση» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εν λόγω τρομακτικό μηχανισμό, αλλά κρύβει την αληθινή του φύση.
Ξαναπιάνοντας τη συστημική λογική της αποπροσωποποίησης, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε σύστημα είναι στην ουσία μια «αντλία χάους». Αντλεί το «χάος», που εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, για να τις υπαγάγει σε μια τεχνητή-αλγοριθμική «τάξη». Το αντλούμενο διοχετεύεται στο «περιβάλλον» του συστήματος. Όμως το περιβάλλον δεν είναι πλέον μόνον ο «βιόκοσμος», η Βιόσφαιρα, στην οποία πετάμε τα κάθε λογής «απόβλητα». Είναι περιβάλλον συστημάτων. Το «αποδιωγμένο χάος», μη έχοντας πού να «πάει», συσσωρεύεται στο πεδίο των διασυστημικών σχέσεων, όπου και κινείται ανεξέλεγκτα, ώσπου να ξεσπάσει στον «κρίκο» που θα βρει «αδύνατο». Όσο περισσότερη «τάξη» εγκαθιδρύεται με τη «συστημοποίηση», τόσο περισσότερο είναι το χαοτικό δυναμικό που συσσωρεύεται στο «σύνολο» του Συστήματος και διαρρέει τα διασυστημικά δίκτυα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να «συλληφθεί» το συνολικό χαοτικό δυναμικό, από ένα «υπερσύστημα», γιατί κάθε σύστημα είναι σε θέση μόνο να το παροχετεύει. Όχι να το εκμηδενίζει. Το πρόβλημα είναι άλυτο και κάθε σύστημα προσπαθεί να το φορτώσει στο διπλανό του. Ο σχετικός ανταγωνισμός, το ειδικό βάρος του οποίου αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, αποβαίνει πάντοτε εις βάρος των πιο αδύνατων συστημάτων, που δεν είναι οπωσδήποτε και τα πιο μικρά. Αλλά το χαοτικό δυναμικό δεν εξαντλείται με τις αποφορτίσεις. Η αλγοριθμική τάξη δεν καταργεί το χάος, αλλά το προϋποθέτει και το αναπαράγει. Το κοινωνικό πεδίο δεν μπορεί να «καθαρθεί» από το χάος, επειδή το σύστημα, ως επαναληπτική διαδικασία, αναδημιουργεί το χαοτικό του υπόβαθρο, τυποποιώντας και αποσυνθέτοντας τα υποκείμενα που αποτελούν τους φορείς του.
Η τυποποίηση-κονιορτοποίηση του Ατόμου είναι η πηγή του χάους. Το κενό μέσα του δεν είναι «κενό» με την έννοια της Φυσικής. Είναι εκρηκτική δύναμη. Το διαλυμένο Άτομο είναι βόμβα χαοτικού δυναμικού, έτοιμη να εκραγεί. Ικανή να καταστρέψει τα πάντα, αν ο κατάλληλος καταλύτης-πυροκροτητής τη συντονίσει με τις υπόλοιπες. Πράγμα σύμφυτο με τη χιμαιρική δομή του ψηφιακού ατόμου, «που είναι τα σπλάχνα του φωτιά και φλόγες η πνοή του».
4. Στους αντίποδες
Όπως γνωρίζουμε η αυτονομία της ελληνικής ατομικότητας είναι αναφορική και στηρίζεται στην αμεσότητα των σχέσεων. Το αντίθετο δηλαδή από τη νεωτερική. Η συλλογική προβολή των διαφορών αυτών είναι φανερή στην απόλυτη ανομοιότητα της νεωτερικής και της ελληνικής πόλης.
Η νεωτερική πόλη είναι συσσωμάτωση αστών-επιχειρηματιών ενώ η αρχαιοελληνική πόλις ήταν συσσωμάτωση αστών-πολεμιστών. Βάση της μιας ο εργάτης-δούλος της βιομηχανίας, της άλλης ο εργάτης-δούλος της γης. Ο πολίτης-οπλίτης-δουλοκτήτης δεν υπάρχει στη νεωτερική εποχή. Με το να γίνει ο ελεύθερος εν μέρει δούλος και ο δούλος εν μέρει ελεύθερος, καταργήθηκε η οξεία διάκριση ελεύθερου-δούλου. Λέει ο Ρουσσώ: «Εσείς οι νεώτεροι λαοί δεν έχετε δούλους, μα είστε δούλοι εσείς οι ίδιοι. Εξαγοράζετε τη δική τους ελευθερία με τη δική σας ... Τη στιγμή που ένας λαός διορίζει εκπροσώπους του, δεν είναι πια ελεύθερος, παύει να υφίσταται». Συμφωνεί δε και ο Μαρξ: «Ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ και το κόμμα τους, υπέκυψαν γιατί μπέρδεψαν την αρχαία πολιτεία, που ήταν ρεαλιστική και δημοκρατική και στηριζόταν στα θεμέλια της πραγματικής δουλείας, με το νεώτερο αντιπροσωπευτικό κράτος, που είναι πνευματοκρατικό και δημοκρατικό και στηρίζεται στη χειράφετο δουλεία, την αστική κοινωνία». Ενώ για τον Μπενζαμέν Κονστάν η αντιπροσωπευτικότητα είναι η «εγγύηση της ατομικής ελευθερίας», από τον Μαρξ αναγνωρίζεται ως φενάκη.
Η αρχαία πόλις, όπως άλλωστε και η μεσαιωνική (societas civilis), στηρίζονταν στο αγροτικό οικονομικό πλεόνασμα, ενώ η νεωτερική στο βιομηχανικό. Πίσω από το δεύτερο βρίσκεται, κατά Μαρξ πάντα, η μεγαλύτερη παραγωγική επανάσταση της ιστορίας: η μετάβαση από τη συγκεκριμένη (προσωπική) εργασία στην αφηρημένη (απρόσωπη) κοινωνική εργασία. Η συστημική αξιοποίηση της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας δημιούργησε μια τρομακτική ισχύ, ασυγκρίτως υπέρτερη της ισχύος που μπορούσε να εξαχθεί από την αξιοποίηση της συγκεκριμένης εργασίας. Στα συγκριτικά πολυώνυμα της ισχύος (ιδεολογικής, οικονομικής, στρατιωτικής) η υπεροχή της νεωτερικότητας καταδείχτηκε πολλαπλάσια. Η τύχη του προνεωτερικού κόσμου ήταν πια προδιαγεγραμμένη: η καταστροφή, ο κατακερματισμός, ο ευνουχισμός και η ενσωμάτωσή του. Ο νεωτερικός ατομικισμός άλλαξε άρδην αυτό που ήταν η αναπόδραστη μοίρα του ελληνικού ατομικισμού: το να είναι δηλαδή μια ευάλωτη νησίδα στον ωκεανό της κολεκτιβιστικής «βαρβαρότητας». Το πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ηγεμονίας του Ατόμου πάνω στον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, λύθηκε ως δια μαγείας. Βάση της εσωτερικής κοινωνικής αναπαραγωγής και συνάμα της εξωτερικής ηγεμονίας, είναι το Σύστημα. Ως κοινωνικός σχηματισμός το Σύστημα δεν είναι ένας περιφερειακός σχηματισμός. Είναι εξαρχής κεντρικός και μετασχηματίζει τους άλλους σε περιφέρειά του, γιατί εκτός από ισχύ, έχει εξ αρχής δυνητικά μέσα του τη δική του οικουμένη, με έτοιμο το σύστημα της διαχείρισής της. Πράγματι, για να λειτουργήσει επεκτατική συσσωμάτωση, βασισμένη στην αρχή της ηγεμονίας, πρέπει ο επεκτεινόμενος να είναι σε θέση να αναπαράγει, προς όφελός του, μια άνιση κατανομή ισχύος. Η ηγεμονία, στη νεωτερική εκδοχή της, βασίζεται σε κάτι το καινοφανές, αλλά και κατ’ αρχήν πολύ απλό: αν κατορθώσω να καθορίζω εγώ τις ανάγκες σου, με μέσα που μόνο εγώ διαθέτω, ή με μέσα όπου εγώ κρατώ το προβάδισμα, σε διατηρώ συνεχώς σε εξαρτημένη σχέση. Ελέγχω έτσι με ένα σταθερό τρόπο προς όφελός μου τον ανισοκατανεμητή της ισχύος. Βεβαίως το πρόβλημα της ηγεμονίας στις σχέσεις των κρατών στο εσωτερικό της νεωτερικότητας παραμένει άλυτο.
Το Σύστημα κατορθώνει, επιπλέον, μια εκπληκτική «εξημέρωση» του πολέμου, δια της μετατροπής του σε οικονομικό πόλεμο, πράγμα που τον μεταβάλλει σε παραγωγική δύναμη ζωτική για την ανάπτυξη του ως Σύστημα. Ο ηρακλείτειος Πόλεμος δεν παύει, βέβαια, να είναι «πάντων πατήρ». Αρχικά έχουμε τον απηνή πόλεμο εναντίον των αγροτών, κεντρικών και περιφερειακών: «πρωταρχική συσσώρευση» και λεηλασία των κατακτημένων (οι «σταυροφορίες» ανήκουν πάντα σ’ αυτή την κατηγορία). Στη συνέχεια ο στρατιωτικά κερδισμένος συσχετισμός δυνάμεων κατοχυρώνεται θεσμικά και το κέντρο βάρους της κοινωνικής αναπαραγωγής μετατοπίζεται στον οικονομικό πόλεμο. Ο επιχειρηματίας δεν είναι πολίτης-οπλίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένα είδος πολεμιστή. Η Αγορά είναι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά ο κλασικός πόλεμος ποτέ δεν χάνει τον λειτουργικό ρόλο του. Η παλιά αρχή, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι η εγγύηση της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος, εξακολουθεί να ισχύει. Το βούτυρο και τα κανόνια πηγαίνουν μαζί. Ηθικολογούν ασύστολα οι ιππότες του οικονομικού πολέμου, αλλά δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να καταφύγουν στον κλασικό πόλεμο, αν δουν ότι χάνουν τον οικονομικό πόλεμο. Βέβαια, σήμερα, που ο πλανήτης έχει γίνει οικουμένη-χωριό και οι «βάρβαροι» (που πάντα ήταν «μια κάποια λύσις») έχουν εξολοθρευτεί, είναι κάπως δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ο πατέρας-πόλεμος, στην έκταση που «χρειάζεται».
Η σημερινή πραγματικότητα του μεταμοντέρνου παθητικού μηδενισμού, του μαζικού ηδονισμού και της εικονικής δημοκρατίας, δεν αλλάζει το ηρακλείτειο δεδομένο. Στα κέντρα του το νεωτερικό Άτομο σκάει από το πάχος και το άγχος, ενώ στην περιφέρειά του (την εσωτερική και εξωτερική) πνίγεται στον ωκεανό της ανομίας και της εξαθλίωσης. Η αντίφαση το τοποθετεί αδυσώπητα στην ηρακλείτεια σφαίρα. Καθώς έχει ολοκληρώσει την ανοδική εξελικτική διαδρομή του και υπερώριμο πλέον αρχίζει να αποσυντίθεται, δεν πρέπει εμάς τους Έλληνες να μας καταθλίβει και τόσο πολύ η αποτυχία μας να του «μοιάσουμε». Καιρός να συνειδητοποιήσει ο σύγχρονος Έλληνας (ελθών εις εαυτόν) ότι στη βάση του δορυφορικού και νόθου χαρακτήρα της ελληνικής νεωτερικότητας, βρίσκεται η ασυμβατότητα των δύο αξόνων της ελληνικής ταυτότητας, του προνεωτερικού και του νεωτερικού, η αντίθετη εξελικτική τροπή του ελληνικού και του νεωτερικού Ατόμου. Ότι δηλαδή η ελληνική ατομικότητα είναι βιωματική και οικοδομεί συμβίωση στην αμεσότητα των σχέσεων μεταξύ προσώπων όψει γνωστών και γι’ αυτό δεν μπορεί να ενσωματώσει τη νεωτερική, που είναι αποπροσωποποιητική και μηχανιστική. Τώρα όμως, που το νεωτερικό μας ίνδαλμα έχει χάσει την «προμηθεϊκή» ορμή του και αισθάνεται όλο και περισσότερο αιχμάλωτο των συστημάτων που κατασκεύασε, ανήμπορο να υψωθεί πάνω απ’ αυτά και να λύσει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Συστημάτων και Εξατομίκευσης, βλέπουμε και τις δυό μας, τη νεωτερική και την ελληνική ατομικότητα, να έρχονται επιτέλους στον ίδιο παρονομαστή. Στο ίδιο γνωστό δίλημμα: ή προς τα μπρος, προς το Πρόσωπο ή προς τα πίσω: προς έναν νέο κολεκτιβισμό, τεχνοφασιστικό αυτή τη φορά.
Συμπερασματικά: Ενώ η συστημική απροσωπία επελέχθη ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάκτηση της απόλυτης αυτοαναφορικής ελευθερίας, η ανάπτυξη των συστημάτων έρχεται τελικά να την αναιρέσει εκ των έσω. Με τη σειρά της αυτή η «έκλειψη του υποκειμένου», υπονομεύει την ικανότητά του να διαχειρίζεται την αναπαραγωγή των συστημάτων και τις κρίσεις τους. Πρόκειται για κανονικό φαύλο κύκλο. Οι προτεινόμενες απαντήσεις από το αδιέξοδο αυτό είναι τρεις: α) Η φουνταμενταλιστική «επιστροφή» στην προνεωτερική-προτεχνολογική εποχή. β) Η εκσυγχρονιστική εμμονή στον τεχνολογικό μεσσιανισμό. Και γ) η μετανεωτερική αναζήτηση μιας «Τρίτης σφαίρας», όπου θα λύνεται η αντίφαση Βιόσφαιρας-Τεχνόσφαιρας. Ή όπως εμβληματικά το έχει διατυπώσει ο Μάμφορντ: «Η δυνατότητά μας να πάμε πέρα από τη μηχανή βασίζεται στη δύναμή μας να αφομοιώσουμε τη μηχανή. Μέχρι να αφομοιώσουμε τις γνώσεις της αντικειμενικότητας, της απροσωπίας και της ουδετερότητας και τα μαθήματα από το μηχανικό βασίλειο, η εξέλιξή μας δεν μπορεί να προχωρήσει προς την πιο πλούσια οργανική, βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση». Η ύπαρξη όμως της δυνατότητας αυτής βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ανθρωπολογικός τόπος πέρα από το Άτομο. Ότι μπορεί να αναδυθεί ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ελεύθερος τόσο από τη φυσική όσο και από την τεχνολογική-συστημική μηχανικότητα. Αλλιώς οι σχετικές σκέψεις εκφυλίζονται σε ρομαντικές ονειροπολήσεις.



Αρχείο

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

ΣΥΝ-ΙΣΤΟΛΟΓΕΙΝ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στους 57 αη-Γιώργηδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται...

Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβη κάτω κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβη ἀπάνω κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση καθὼς μέλλει νὰ χαλάση σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμὶ ἂς σᾶς τὸ καύσουν, ἂς σᾶς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλη, δῶστε τα, δὲν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τὰ δύο ὅλος κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἔξω ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴν τύχη καὶ τὰ χάσετε.

Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός, Διδαχὴ Γ' (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς καὶ Βιογραφία, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, ζ' ἔκδοση, Ἀθήνα 2004, σελ.154)

Επισκέπτες από 17/9/2009

Free counters!

Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΠΕΡΙ "ΕΙΔΙΚΩΝ"

Τοῦτο εἶναι τὸ δρᾶμα τῆς ἐποχῆς μας: ὅτι ἡ πρόοδος της δὲν βρίσκεται στὰ χέρια τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τῶν εἰδικῶν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι.

Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ἀφορισμοὶ καὶ διαλογισμοί, τέταρτη σειρά, εκδ. Βιβλ. τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 1972, σελ. 92.

台灣基督東正教會 The Orthodox Church in Taiwan

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Μετεωρίτικη Βιβλιοθήκη

ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΛΛΟΠΟΣ

Αξίζει να διαβάσετε

9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ