Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Ένας ησυχαστής του Αγίου Όρους στην καρδιά της πόλης: π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (1906-1991)



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη, τεύχος 117 (2011), σελ. 50-­67 


Πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ






Η θεολογική μελέτη της ζωής και της διδασκαλίας συγχρόνων προσώπων του εκκλησιαστικού στερεώματος είναι μια ιδιότυπη άσκηση (1). Θα την ονόμαζα "άσκηση στη συνάντηση με το σήμερα", υπό την έννοια ότι πασχίζεις να διακρίνεις ποια ρεύματα συνθέτουν την τρέχουσα συγκυρία, να αφουγκραστείς τι ιδιαίτερο κομίζει κάθε παρουσία, να διαγνώσεις συγκλίσεις και αποκλίσεις, να νοήσεις τη θεολογία ως ζωντανή πράξη. Όλα αυτά έχουν κόπο άσκησης στη μαθητεία και στην ευθυκρισία, κόπο στον οποίον υποχρεούνται μεν όλοι οι βαπτισμένοι, αλλά τον οποίον αντιστρατεύεται ο μορφέας των μονομερειών και της αυτοδικαίωσης.




Ομολογώ ότι την πρόσκληση για πραγμάτευση του θέματος την αποδέχτηκα με αμφιθυμία: Από τη μια, βλέπω το εν λόγω θέμα ως πρόκληση γοητευτική, καθ’ όσον σχετίζεται με διαχρονικά ζητήματα της εκκλησιαστικής αποστολής. Από την άλλη, το νιώθω ως διακινδύνευση, ως ψηλάφηση πραγμάτων που με ξεπερνούν. Σχετίζεται, μάλιστα, με μιαν επί πλέον, ιδιαίτερη δυσκολία. Ο γέροντας Πορφύριος δεν δημοσιοποίησε σχεδόν κανένα δικό του γραπτό κείμενο(2). Στη διάθεσή μας έχουμε μαρτυρίες αυτοπτών και αυτηκόων, οι οποίες, όμως, φυσικώ τω λόγω, εμφανίζουν εξαιρετική ανομοιογένεια. Μια σφαιρική ανάγνωσή τους δίνει την αίσθηση ότι σε κάποιες εξ αυτών όντως αποτυπώνεται η οπτική του γέροντα, σε άλλες, όμως, ότι γενικεύονται αδιάκριτα θέσεις τις οποίες ο ίδιος διατύπωσε κατά περίπτωση ή (ακόμη χειρότερα) ότι τα λόγια του χρησιμοποιούνται έτσι ώστε απλώς να επιβεβαιώνουν πεποιθήσεις του αφηγητή!

Προσώρας δεν μπορεί να γίνει κάτι γι' αυτό, πέρα από σεβαστική θεολογική δουλειά, η οποία θα μπορέσει, ίσως, σε βάθος χρόνου, να δείξει τι αντέχει και τι όχι. Και πάλι, δηλαδή, με άσκηση έχουμε να κάνουμε, για την οποία και ευχόμαστε να μην αστοχήσουμε δραματικά!




ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ Ή...ΑΦΙΞΗ;

Είναι πλήθος οι άγιοι στους οποίους αναφερόταν (σε διάφορες ευκαιρίες και με ποικίλες αφορμές) ο γέροντας Πορφύριος. Νομίζω, όμως, ότι μπορούμε να σταθούμε ειδικά σε τρεις: στον άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη του 5ου αιώνα, τον άγιο Πορφύριο Γάζης του 5ου αιώνα και τον άγιο Ανδρέας Κρήτης του 8ου αιώνα. Στη σχέση του Πορφυρίου μαζί τους αποκαλύπτεται, ίσως, η λεπτή διελκυστίνδα συγκλίσεων και αποκλίσεων, η οποία, όπως είπαμε, συμβάλλει στη διαμόρφωση του σήμερα.



Κατ' επανάληψη ο Πορφύριος ομολόγησε τη μεγάλη του αγάπη για τον άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, η οποία του γεννήθηκε όταν, σε ηλικία δώδεκα περίπου ετών, πρωτοδιάβασε τον Βίο του αγίου. Στο Άγιο Όρος ανέβηκε, και μάλιστα σε άγουρη ηλικία, ακριβώς με τον πόθο να μιμηθεί τον άγιο(3). Αλλά, ποια ήταν η πολιτεία του Ιωάννη του Καλυβίτη; Σύμφωνα με το συναξάρι του(4), δωδεκάχρονος όντας ο Ιωάννης στην Κωνσταντινούπολη, αρνήθηκε τις προοπτικές μιας λαμπρής καριέρας, εγκατέλειψε κρυφά το πατρικό του σπίτι και έγινε μοναχός στην περίφημη μονή των Ακοιμήτων(5). Εκεί ο διάβολος τον ωθούσε να εγκαταλείψει τη μοναχική ζωή, εξάπτοντας την αγάπη του προς τους γονείς του. Για να αντέξει αυτό τον πειρασμό, ο Ιωάννης επέστρεψε μεν στο πατρικό του, επέστρεψε όμως ως άγνωστος επαίτης μοναχός. Οι γονείς του δεν τον αναγνώρισαν, και του επέτρεψαν να χτίσει μια ευτελή καλύβα κοντά στην είσοδο του σπιτιού τους. Εκεί έζησε ασκητικά επί τρία χρόνια και, λίγο πριν κοιμηθεί, αποκάλυψε την ταυτότητά του στη μητέρα του.




Εδώ υπάρχει κάτι αξιοπρόσεκτο. Κοινό στοιχείο του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη και του γέροντα Πορφυρίου είναι αφενός ο πόθος για αναχώρηση από την κοινωνία, και αφετέρου η ακύρωση της αναχώρησης. Ο άγιος Ιωάννης παρέμεινε μεν ασκητής μέχρι τέλους, όμως ξαναεισήλθε στην κοινωνία που είχε αφήσει. Παρόμοια, ο Πορφύριος κράτησε μεν μέχρι τέλους την αγάπη του για το αγιορείτικο κελί του, το άφησε, όμως, πριν γίνει είκοσι ετών. Τα εξηνταπέντε από τα ογδονταπέντε χρόνια της επίγειας ζωής του τα έζησε στην κοινωνία. Ωστόσο, ο Πορφύριος κομίζει κάτι, το οποίο υπερβαίνει τα μέτρα του Καλυβίτη. Ο ίδιος αφηγήθηκε ότι, ενόσω μόναζε στο Άγιον Όρος, ένιωσε σφοδρή την έγνοια για τους γονείς του και για έναν ξάδερφό του, χάριν του οποίου σκεφτόταν να ταξιδέψει στον κόσμο, για να τον πάρει μαζί του, στην ευτυχία του Όρους(6). Τις σκέψεις αυτές, όμως, ο ίδιος ο Πορφύριος και οι πνευματικοί του τις απέκρουσαν ως πειρασμό. Η επιστροφή στον κόσμο αποκλείστηκε. Κι όμως, αυτό που συνέβη στη συνέχεια (ως πρωτοβουλία του Θεού, σύμφωνα με την αφήγηση του Πορφυρίου), ήταν το αδιανόητο - αυτό που ποτέ δεν φανταζόταν ο ίδιος: η οριστική εγκατάλειψη του Όρους, χάριν του κόσμου(7). Όχι, όμως, χάριν των κατά σάρκα συγγενών του, αλλά χάριν όλων των ανθρώπων, δηλαδή χάριν εκείνων με τους οποίους τον συνέδεε όχι ένα γεγονός βιολογίας (η συγγένεια του αίματος), αλλά ένα άλμα στην ελευθερία: η αγάπη. Στον Πορφύριο ανήκει η συγκλονιστική συμβουλή προς τους εκπαιδευτικούς, δηλαδή προς αυτούς που έχουν πλήθος τέκνων όχι κατά σάρκα: "Η αγάπη σας να είναι αληθινή. [Τα παιδιά] να μην τ' αγαπάτε ανθρώπινα, όπως κάνουν συνήθως οι γονείς· δεν τα βοηθάτε"(8).




Το πεδίο, λοιπόν, όπου κατ' εξοχήν έζησε και έδρασε ο γέροντας Πορφύριος ήταν το πιο πολυάνθρωπο και ποικιλόμορφο τμήμα της Ελλάδας: το κέντρο της πόλης των Αθηνών και η ευρύτερη περιοχή της(9). Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε το εξής: Η εγκατάστασή του στον κόσμο δεν ήταν πράξη κατ' οικονομίαν, δεν ήταν παρέκκλιση. Ήταν η κυρίως αποστολή του. "Έμεινα εκεί", έλεγε ο ίδιος. "Εκείόπου με είχε φέρει ο Θεός"(10). Άρα, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με έξοδο (με αναχώρηση, δηλαδή, από το Όρος), αλλά πρωτίστως μεείσοδο (με την είσοδό του στην πόλη). Στην ιστορία της Εκκλησίας συναντάμε διαφόρων ειδών εισόδους ασκητών σε χώρους γεμάτους προβλήματα, ακριβώς για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Συναντάμε, για παράδειγμα, αναχωρητές οι οποίοι εισέρχονταν στην έρημο, όχι για να βρουν εκεί την ηρεμία (όπως έκαναν πολλοί άλλοι ασκητές), αλλά για να συγκρουστούν μετωπικά με τον διάβολο ο οποίος, σύμφωνα με τη σημιτική παράδοση, έδρευε εκεί και από εκεί εξαπέλυε τις επιθέσεις του κατά των ανθρώπων. Ίδιας λογικής είναι και η είσοδος του ασκητή στην κοινωνία, ώστε να συγκρουστεί με τον διάβολο και να ελευθερώσει τις πόλεις από την δαιμονική κατοχή(11). Βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή, αυτού του είδους εισόδου, είναι η επιδίωξη άμεσης και μετωπικής σύγκρουσης με το κακό.




Χαρακτηριστική αυτής της αποζήτησης μετωπικής σύγκρουσης είναι η περίπτωση του αγίου Πορφυρίου, επισκόπου Γάζης. Ο Πορφύριος αυτός, άλλοτε με την προσευχή και άλλοτε με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, γκρέμισε τα εθνικά ιερά της Γάζας και μέσωαυτής της βίας (κατά τη λογική της εποχής) κατέδειξε τον Χριστό ως Θεό ισχυρότερο από τον Γαζαίο πολιούχο Δία / Μαρνά(12). Ο γέροντας Πορφύριος έφερε το όνομα ακριβώς του εν λόγω αγίου. Ο ναός, μάλιστα, του ησυχαστηρίου που ίδρυσε ο γέροντας στο Μήλεσι(λιγότερο από πενήντα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα), θεμελιώθηκε σε αγρυπνία εορτής του αγίου Πορφυρίου (13). Ωστόσο, ίσως είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο γέροντας, κάποια στιγμή που μνημόνευσε τον άγιό του, τον μνημόνευσε ως ασκητή (ως ταπεινώσαντα τα πάθη μετην εγκράτεια), όχι όμως ως μαχητή και καθαιρέτη των ειδώλων(14). Η τακτική του γέροντα Πορφυρίου, όσον αφορά την αναμέτρηση μετο κακό, υπήρξε ριζικά διαφορετική (θα έλεγα: διαμετρικά αντίθετη) προς εκείνην του αγίου του.



Ο γέροντας Πορφύριος διαφωνούσε εντελώς με την επιδίωξη μετωπικής σύγκρουσης με τον διάβολο. Πίστευε ότι αυτό στο οποίο θα στρέψεις το νου σου, αυτό στο οποίο θα επικεντρώσεις τις δυνάμεις σου, αυτό θα καθορίσει την ύπαρξή σου, είτε πρόκειται για κάτι που αγαπάς, είτε πρόκειται για κάτι που μισείς(15). Ο γέροντας σαφώς και πίστευε ότι η ζωή του Χριστιανού τελεί σε αντιδικία προς τα έργα του σατανά, επέμενε όμως κατηγορηματικά ότι η λύση είναι το να στραφεί ο άνθρωπος στον Χριστό, στην αγάπη του και στο φως του. Αυτό το φως και η μεταλαμπάδευσή του διώχνει τα σκοτάδια - όχι η πάλη κατά του σκοταδιού καθεαυτού. Μια άμεση πάλη κατά του σκοταδιού καθιστά κέντρο της ζωής του σταυροφόρου το σκοτάδι, το οποίο κατά τα άλλα ο σταυροφόρος αντιμάχεται! Ο γέροντας Πορφύριος, δηλαδή, πραγματοποίησε κι αυτός είσοδο στην κοινωνία, αλλά με τη λογική του ενοφθαλμισμού: για να μπολιάσει τον κόσμο με αγάπη.




Εξαιρετικά χαρακτηριστική είναι η στάση του σε ένα συναφές ζήτημα, το οποίο έχει καταταλαιπωρήσει πλήθη ψυχών στην Ελλάδα: το ζήτημα του 666 και του Αντιχρίστου. Επέμενε ότι δεν επέρχεται "σφράγισμα" με τη χρήση αριθμών και συμβόλων, αλλά ότι, αντιθέτως, σημασία έχει ποιον δέχεται η καρδιά του ανθρώπου ως αφέντη της(16), διαφοροποιούν εκκωφαντικά τον γέροντα Πορφύριο από πλήθος πνευματικών των ημερών μας.



Ο γέροντας Πορφύριος, προφανώς, δεν ήταν ο θεολόγος του δημόσιου χώρου. Ήταν, όπως, είπαμε, ενοφθαλμιστής και δίνει καίρια κριτήρια ως τέτοιος . Η νηφάλια πραότητά του διαφέρει απίστευτα από την μέχρι υβριστικού παραληρήματος ζηλωτική επιθετικότητα, η οποία ευδοκιμεί στιςμέρες μας εν ονόματι της προάσπισης της πίστης. "Στην ιεραποστολική μας προσπάθεια", έλεγε ο Πορφύριος, "να υπάρχει λεπτός τρόπος [...]Λίγα λόγια [...] Η καλύτερη ιεραποστολή γίνεται με το καλό μας παράδειγμα, την αγάπη μας, την πραότητά μας"(17). Ο ίδιος έκανε κάποτε την αυτοκριτική του για την πρώιμη περίοδό του, οπότε, όντας ζηλωτής της πίστης, έσχισε στο πατρικό του σπίτι "ένα ερμηνευμένο ευαγγέλιο" που διάβαζε ο πατέρας του(18). Οι μαρτυρίες δείχνουν ότι ο γέροντας Πορφύριος, ο άνθρωπος που πρόθυμα συζητούσε με τους πρόθυμους ανθρώπους επί ατελείωτες ώρες, δεν εισέβαλε στον χώρο του άλλου. Δεν μιλούσε απρόκλητα για τον Θεό, όπως, παρόμοια, δεν έσπευδε να ραντίσει με τον αγιασμό όλους τους παρισταμένους, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι οι ίδιοι το ήθελαν(19).




Στο ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η μαρτυρία του Σέρβου Ορθόδοξου επισκόπου Ειρηναίου Μπούλοβιτς. Ο π. Ειρηναίος υπήρξε μαθητήςτου π. Ιουστίνου Πόποβιτς (1894 - 1979), ο οποίος πρόσφατα (στις 2 Μαΐου 1910) ανακηρύχθηκε άγιος από το Σερβικό Πατριαρχείο. Ο Πορφύριος γνώριζε ότι ο π. Ιουστίνος ερχόταν συχνά σε οξεία αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές κυβερνώντες της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Τι ποιο φυσικό, να τον μιμούνται οι μαθητές του; Και τι θα έλεγαν, άραγε, οι μαθητές του σε κάποιον που θα ερμήνευε διαφορετικά τον δάσκαλό τους, παρ' όλο που ο ίδιος δεν τον είχε ζήσει; Εδώ, κοντολογίς, έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο που θα το ονόμαζα "φετιχισμό του βιώματος": η προσωπική γνωριμία ή η βίωση προσώπων και πραγμάτων απολυτοποιείται, σε βαθμό που η προσωπική εμπειρία να τίθεται πάνω από τα θεολογικά κριτήρια (και να εκτρέφει, συν τοις άλλοις, τη νόσο του γεροντισμού). Ο γέροντας Πορφύριος, λοιπόν, αναγνώριζε μεν ότι ο ίδιος ο Πόποβιτς ηδύνατο να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση, διαφωνούσε όμως με το συμπέρασμα ότι η στάση του αυτή θεμελιώνει γενικό υπόδειγμα. Ζηλωτικές φράσεις, μάλιστα, του τύπου "Εγώ θα μείνω εδραίος στην πίστη, κι ας μου κόψουν το κεφάλι", ο Πορφύριος τις σχολίασε ως εξής:




"Καλό είναι και αυτό, αλλά έτσι δεν γίνεται το έργο του Χριστού [...] Σε συμβουλεύω, πάτερ Ειρηναίε, να πορεύεσαι κάπως διαφορετικά. Για να γίνεται το έργο του Χριστού, για να ωφελούνται και να σώζωνται ακόμη και οι άθεοι, οι κομμουνισταί και άλλοι, να μην τους αντιπαρατίθεσαι· να μην τα βάζης μαζί τους και να μην τους προκαλής"(20). "Ακόμη κι αν κάποιος μπροστά σου πτύση την εικόνα, το πρόσωπο του Χριστού, εσύ να σιωπήσης. Μην υπερασπίζεσαι τον Χριστό. Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός να τον υπερασπισθής εσύ. Τι λες εσύ γι' αυτά; Θέλει ο Χριστός να σωθούν και οι άθεοι και οι κομμουνισταί ή όχι;"(21).



Τα λόγια αυτά (καλλίτερα: αυτή τη στάση ζωής) τα βρίσκω συγκλονιστικά και, ταυτοχρόνως, δυσβάστακτα. Η διαφοροποίηση της Εκκλησίας από ανελεύθερα καθεστώτα είναι σημαντικό χρέος της, όμως, τα λόγια του Πορφυρίου προφανώς δεν υπονοούν σύμπλευση με την πολιτική εξουσία, αλλά άλλου είδους αντίσταση. Θα έλεγα ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας ο Πορφύριος θα ήταν με το μέρος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, κι όχι των αρματωλών(22). Τα συγκεκριμένα, λοιπόν, λόγια του Πορφυρίου, σχετικά με την Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, έχουν, νομίζω, ένα ιδιαίτερο νεύρο: Κλείνουν την πόρτα σε έναν από τους μεγαλύτερους πειρασμούς της εκκλησιαστικής ζωής: το σταυροφορικό πνεύμα. Και μετακινούν το κέντρο βάρους, από την υπεράσπιση του Χριστού, στη διακονία των ανθρώπων - όλων των ανθρώπων. 



Εδώ ας μου επιτραπεί να διατυπώσω μια διερώτηση, από ερευνητικό ενδιαφέρον. Διάφορες μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι με τον Πορφύριο συζητούσαν, συν τοις άλλοις, άνθρωποι αριστεροί, μαρξιστές, άθεοι κοκ(23). Ωστόσο, δεν μπόρεσα να εντοπίσω σχετικές αφηγήσεις! Πιθανολογώ ότι θα είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και μάλιστα αν σκεφτούμε ότι με τα χρόνια διακονίας του στο κέντρο της Αθήνας συνέπεσε ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) και το μέγιστο μέρος της δικτατορίας (1967-1974), καταστάσεις που προκάλεσαν αφόρητο πόνο και συχνά φανέρωσαν ένα έλλειμμα εκκλησιαστικής παρουσίας (ενδεικτικά υπενθυμίζω ότι κατά τη δικτατορία οικογένειες φυλακισμένων φοιτητών είχαν ζητήσει την αρωγή της Ιεράς Συνόδου, εις μάτην όμως[24]). Είναι γεγονός, πάντως, ότι στους λόγους του Πορφυρίου δεν συναντάμε την εθνικιστική ρητορία που αφθονεί σε εκκλησιαστικούς χώρους. Σχετικά με το όλο ζήτημα, έχω συναντήσει ένα σπάραγμα, το οποίο αφορά την περίοδο του εμφυλίου. Αναφέρεται ότι σε κάποια εκδρομή στην περιοχή της Άμφισσας (στην κεντρική Ελλάδα) ο γέροντας "είδε" μια μάχη που είχε διεξαχθεί προ δεκαετιών μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και κομμουνιστών ανταρτών, και επεσήμανε πόσο άγριες και θηριώδεις ένιωθε τις ψυχές και στις δύο πλευρές(25). Αν τυχόν αυτό δείχνει την δίχως ιδεολογική προσχώρηση έγνοια του για τον άνθρωπο, τότε μαρτυρίες από τις οδυνηρές περιόδους που ανέφερα ίσως να είχαν να πουν πολλά. Και ίσως να φώτιζαν παραπάνω την μόνη επιβεβλημένη για τους Χριστιανούς προσχώρηση: την προσχώρηση στους οδινομένους.



Ο Πορφύριος δεν φρεναπατώταν ότι τάχα δεν υπάρχουν πολέμιοι της πίστης· ούτε αγνοούσε τις ειδοποιούς διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού και άλλων θρησκειών, κυρίως ανατολικών και νεοπαγανιστικών· ούτε έκρυβε ότι επιθυμούσε την συνάντηση όλων με τον Χριστό(26). Αλλά, ταυτόχρονα έδινε το ήθος του σεβασμού και της συνύπαρξης:


"Εκεί [...] έχετε και αλλοθρήσκους και αλλοδόξους. Σε όλους να φέρεσαι με λεπτότητα, με αγάπη. Κανένα να μην προσβάλλης. Όλους να τους αισθάνεσαι και να τους αποκαλείς αδελφούς, ακόμη και όσους ανήκουν σε άλλες θρησκείες. Όλοι είμεθα παιδιά του ιδίου Πατέρα. Να μην κάνης παρατηρήσεις για την θρησκεία τους σε όσους είναι αλλόθρησκοι"(27). "Ο φανατισμός δεν έχει σχέση με τον Χριστό [...].Να υπάρχει σεβασμός της ελευθερίας του άλλου"(28).



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αρχείο

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

Παναγία Οδηγήτρια του Balamand (Λίβανος)

ΣΥΝ-ΙΣΤΟΛΟΓΕΙΝ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στους 57 αη-Γιώργηδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται...

Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβη κάτω κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβη ἀπάνω κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση καθὼς μέλλει νὰ χαλάση σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμὶ ἂς σᾶς τὸ καύσουν, ἂς σᾶς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλη, δῶστε τα, δὲν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τὰ δύο ὅλος κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἔξω ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴν τύχη καὶ τὰ χάσετε.

Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός, Διδαχὴ Γ' (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς καὶ Βιογραφία, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, ζ' ἔκδοση, Ἀθήνα 2004, σελ.154)

Επισκέπτες από 17/9/2009

Free counters!

Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΠΕΡΙ "ΕΙΔΙΚΩΝ"

Τοῦτο εἶναι τὸ δρᾶμα τῆς ἐποχῆς μας: ὅτι ἡ πρόοδος της δὲν βρίσκεται στὰ χέρια τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τῶν εἰδικῶν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι.

Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ἀφορισμοὶ καὶ διαλογισμοί, τέταρτη σειρά, εκδ. Βιβλ. τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 1972, σελ. 92.

台灣基督東正教會 The Orthodox Church in Taiwan

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Μετεωρίτικη Βιβλιοθήκη

ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΛΛΟΠΟΣ

Αξίζει να διαβάσετε

9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ