Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]
Οι πολιτισμοί θεμελιώνονται στον ειδικό τρόπο που νοηματοδοτούν τη
σχέση Ανθρώπου – Θεού. Σε εποχές όπου ο τύπος ανθρώπου που κατασκευάζουν
δεν μπορεί να αναπαραχθεί εύκολα ή αποσυντίθεται, ανακύπτει, ως
κεντρικό αίτημα και αναζήτηση, η αναθεμελίωση του πολιτισμού, η
ανα-νοηματοδότηση της πρωταρχικής υποκειμενοποιητικής σχέσης. Είναι η
εποχή του φονταμενταλισμού και του μυστικισμού. Μεγάλες προσδοκίες επενδύονται τότε στη μυστικιστική ενόραση και στις πρακτικές της.
Διεθνές
και δεσπόζον σήμερα φαινόμενο είναι ο φονταμενταλισμός και η λεγόμενη
“νέα θρησκευτική συνείδηση”, στα πλαίσια της οποίας ο μυστικισμός
κατέχει την πρωτοκαθεδρία, εξισούμενος με την “ουσία” της θρησκείας.
Είναι ένα φαινόμενο που φανερώνει ότι η κρίση του δυτικού πολιτισμού,
του πολιτισμού της νεωτερικότητας, είναι πλέον κρίση θεμελιακή.
Ο Ελληνισμός μετέχει στο φαινόμενο με την αναβίωση του
ελληνορθόδοξου μυστικισμού και με τη μεγάλη ακτινοβολία που έχει αποκτήσει το
Άγιο Όρος,
ως το μόνο ενεργό “μυστικιστικό ηφαίστειο” στον ευρωπαϊκό χώρο.
Συγχρόνως ο Ελληνισμός βρίσκεται σ’ ένα επικίνδυνο μεταίχμιο μεγάλων
αλλαγών, όπου καλείται να σπάσει τους νάρθηκες του ελλαδισμού
[1]
και να ξαναβρεί την οικουμενική του διάσταση. Στις συνθήκες αυτές η
συζήτηση για τη σημασία, τον ρόλο και την ενδεχόμενη προσφορά του
ελληνορθόδοξου μυστικισμού, βρίσκεται εδώ και καιρό στην ημερήσια
διάταξη. Το θέμα είναι, με άλλη διατύπωση, η πιθανή μετανεωτερική αξία
του μηνύματος που κομίζει στον κόσμο το Άγιο Όρος.
Σχέση Έθνους – Οικουμένης
Το Άγιο Όρος είναι πολιτεία οικουμενική,
επί ελληνικού εδάφους. Αντιπροσωπεύονται σ’ αυτό όλα σχεδόν τα έθνη της
λεγόμενης “βυζαντινής” ελληνικής Οικουμένης. Ενσαρκώνει την οικουμενική
διάσταση του Ελληνισμού, σε άκρα αντίθεση με το κράτος της ελλαδιστικής
Ψωροκώσταινας.
Όμως η σχέση Έθνους και Οικουμένης είναι
άγνωστη στη σύγχρονη “προοδευτική” και “συντηρητική” διανόησή μας. Γι’
αυτό, πριν μιλήσουμε για το θέμα, πρέπει να δώσουμε το σχετικό αλφάβητο.
Το Έθνος είναι μετοχή στον Κοινό Λόγο μιας καθορισμένης ιστορικής Οικουμένης. Ενός οικουμενικού πολιτισμού. Τα σημερινά έθνη, δηλαδή τα νεωτερικά έθνη, είναι τρόποι ύπαρξης της Νεωτερικότητας.
Μετέχουν στον επικρατούντα σήμερα νεωτερικό πολιτισμό με τον ιδιαίτερο
δικό τους τρόπο – τη λεγόμενη “εθνική ταυτότητα”. Έθνη υπήρχαν και πριν
την εμφάνιση του καπιταλισμού. Ήταν τα έθνη της προνεωτερικής εποχής.
Μετείχαν κι αυτά σε αντίστοιχες μορφές Οικουμένης: την Ορθόδοξη
(Έλληνες, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Γεωργιανοί κ.ά.), την
Καθολική-παπική, την Ισλαμική κ.λπ. Μετοχή στη νεωτερικότητα σημαίνει
ότι σε όλα τα σύγχρονα έθνη η νεωτερική παράδοση είναι κυρίαρχη. Δηλαδή:
Ελέγχει την παιδεία. Τα πρότυπά της είναι κυρίαρχα. Καθορίζει αυτή,
περισσότερο από κάθε άλλη, την ιεράρχηση των αναγκών. Είναι ο κοινός
πολιτισμικός παρονομαστής, ανάμεσα στην Αμερική π.χ. και στην Ελλάδα,
την Τουρκία, την Κίνα ή το Μπουρούντι…
Η οικουμενικότητα είναι πάντοτε σχετική.
Η νεωτερική οικουμενικότητα έχει σήμερα πλανητική διάσταση. Καμιά
προηγούμενη δεν την είχε. Όλες τους εκτείνονταν σε μέρος μόνο του
πλανήτη. Ποτέ στο σύνολό του. Αυτή είναι μια καθοριστική διαφορά της
σημερινής Οικουμένης από τις παλιότερες. Αλλά η σχετικότητα δεν είναι
μόνο γεωγραφική. Είναι ήδη φανερό ότι τα νεωτερικά οικουμενικά πρότυπα
δεν έχουν την καθολικότητα, την πραγματική οικουμενικότητα, που νόμιζαν
οι διαφωτιστές. Δεν είναι για όλους, αλλά μόνο για τους λίγους. Στη
γενίκευσή τους είναι οφθαλμοφανώς ασυμβίβαστα με την επιβίωση της ζωής
στον πλανήτη. Ανάλογα ελλείμματα οικουμενικότητας, σε άλλη κλίμακα βέβαια, είχαν και οι προνεωτερικές μορφές Οικουμένης.
Οι
διαφορετικές μορφές Οικουμένης παραπέμπουν σε διαφορετικούς τύπους
εθνών. Τα νεωτερικά έθνη είναι τύπος εθνών διαφορετικός από τα
προνεωτερικά. Οι ιστορικοί τύποι ζουν σωρευτικά στο σημερινό έθνος. Το
έθνος υφίσταται έτσι ως σχηματισμός παραδόσεων. Ως
ταυτόχρονη μετοχή σε διαφορετικές μορφές Οικουμένης, οι οποίες
υφίστανται, ως δρώσες παραδόσεις, σε καθορισμένες σχέσεις μεταξύ τους.
Κυρίαρχη παράδοση, κεντρική παράδοση, περιφερειακές παραδόσεις. Κυρίαρχη
είναι σήμερα η νεωτερική. Κεντρική είναι, στα παλιά έθνη, όπως το
ελληνικό, το κινεζικό κ.ά. η ιστορικότερη από τις προνεωτερικές
παραδόσεις. Κεντρική σε μας είναι η Ορθοδοξία, αν μιλάμε για το
θρησκευτικό πεδίο. Ο Κοινοτισμός αν μιλάμε για το πολιτειακό. Το Πρόσωπο
αν μιλάμε για το οντολογικό πεδίο. Η ελληνική Κοινή αν μιλάμε για το
γλωσσικό. Στην αγιορείτικη Πολιτεία όλες αυτές οι παραδόσεις υφίστανται
ως ενιαία παράδοση και αποτελούν όχι μόνο την κεντρική, αλλά και την
κυρίαρχη παράδοση. Εξακολουθεί να ζει εκεί “το Βυζάντιο μετά το
Βυζάντιο”. Βεβαίως η νεωτερικότητα μπήκε στο Όρος και το επηρέασε, από
πολλές πλευρές, με την κοινή σε όλο τον ορθόδοξο χώρο έκφραση, που είναι
το ζεύγμα ευσεβισμού-εθνοφυλετισμού, αλλά δεν απέκτησε την επιρροή ηγετικής παράδοσης, όπως στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Η
οικουμενικότητα δεν “αποκλείει” την εθνικότητα. Ούτε η εθνικότητα την
οικουμενικότητα. Όπως πιστεύουν οι “προοδευτικοί” και οι “συντηρητικοί”
μας φωστήρες. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Είναι η κλασική σχέση “ουσίας”
και “υπόστασης”. Όλου και μέρους στο πεδίο του πολιτισμού.
Οι μεταβατικές εποχές
Οι
μεταβάσεις, από μια μορφή Οικουμένης σε άλλη, είναι ιδιαίτερες εποχές,
όπου ρευστοποιούνται οι πριν παγιωμένες πολιτισμικές δομές. Οι εποχές
αυτές έχουν έντονα τα χαρακτηριστικά της “θεμελιακής” αναζήτησης. Είναι
εποχές συγκρητισμού και αναθεμελίωσης.
Σήμερα
η νεωτερικότητα αμφισβητείται παντού στον κόσμο. Παράλληλα ένας όψιμος
“εκσυγχρονισμός” προσπαθεί να επαναλάβει το “αποτυχημένο” πείραμα
εκνεωτερισμού, σε όλες σχεδόν τις χώρες της περιφέρειας. Η κυοφορούμενη
μετανεωτερική μορφή Οικουμένης, αν γεννηθεί, θα αναδείξει ασφαλώς τον
δικό της τύπο έθνους: το μετανεωτερικό έθνος. Από τη
νεωτερική εθνική ταυτότητα βαίνουμε πιθανώς για μια άλλη μετανεωτερική. Η
πάλη για τη μετανεωτερική αναμόρφωση της Οικουμένης και των εθνών,
συνιστά βασική τάση στην τρέχουσα διεθνή κατάσταση. Η λεγόμενη
“παγκοσμιοποίηση” δεν πρόκειται να εξαλείψει τα έθνη, απλώς θα τα
αλλάξει. Το ζήτημα είναι να δει κανείς ποιο θα είναι το περιεχόμενο της
μετανεωτερικής εθνικότητας. Ποιος θα είναι ο Κοινός Λόγος της μετανεωτερικής Οικουμένης.
Το μετανεωτερικό ανιχνεύεται στα συμπτώματα της κρίσης του νεωτερικού, τα οποία υποδηλώνουν ένα σαφέστατο έλλειμμα οικουμενικότητας, ήδη απειλητικό για την αναπαραγωγή του παγκόσμιου συστήματος. Απ’ έξω φαίνεται σαν “έλλειμμα δικαιοσύνης“,
συναγόμενο από την πρωτοφανή εθνική και κοινωνική ανισότητα, που
συμπυκνώνεται εκρηκτικά στο χάσμα Βορρά-Νότου. Επίσης σαν επικίνδυνο έλλειμμα οικολογικής ισορροπίας. Από μέσα φαίνεται σαν ανθρωπολογική
αποσύνθεση. Έλλειμμα υποκειμενικότητας. Έκλειψη του υποκειμένου.
Αυτονόμηση των συστημάτων. Μηχανοποίηση του ανθρώπου.
Κατά βάθος ζούμε το φαινόμενο που ονομάζουμε
κρίση της εξατομίκευσης.
Ο νεωτερικός πολιτισμός είναι εξατομικευτικός πολιτισμός. Παίρνει τον
άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του και τον εκπαιδεύει έτσι ώστε να
γίνει Άτομο. Σε αντίθεση με τους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς, που
φροντίζουν να καταπνίγουν την ατομικότητα μέσα στον άνθρωπο, κάνοντάς
τον ανίκανο να απογαλακτισθεί από την ομάδα. Ο νεωτερικός
εξατομικευτικός πολιτισμός είναι ο τρίτος στην Ιστορία, μετά τους
αρχαίους, τον ελληνικό
[2]
και τον ρωμαϊκό. Από την ελληνική, αλλά και τη ρωμαϊκή εμπειρία,
ξέρουμε, αυτό που επιβεβαιώνουμε σήμερα: ότι
η εξατομίκευση, όταν
πλησιάσει στο κατώφλι της ολοκλήρωσής της, έρχεται αντιμέτωπη με τις
εσωτερικές της αντιφάσεις, οι οποίες εξωτερικεύονται με τη μορφή
τρομερών κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία δεν μπορούν να λυθούν χωρίς
“αλλαγή παραδείγματος”. Τότε το Άτομο διασπάται και το κοινωνικό
οικοσύστημά του καταρρέει. Η δε παράδοση-τροφός του περιέρχεται σε
θανάσιμη “κρίση ταυτότητας”. Δυστυχώς οι επεξεργασίες μας πάνω στο
καίριο αυτό θέμα είναι ακόμη στα σπάργανα.
[3]
Ξέρουμε από την εποχή του Ηράκλειτου ότι ο άξονας κάθε Οικουμένης είναι θρησκευτικός. “Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπιοι νόμοι υπό ενός του θείου“.
Είναι, όπως είπαμε και στην αρχή, η νοηματοδότηση της σχέσης Ανθρώπου –
Θεού. Η νεωτερική νοηματοδότηση, εντελώς πρωτότυπη, ήταν η εξής: Ο Θεός
είναι Μηδέν. Η σχέση με τον Θεό είναι σχέση με το Μηδέν. Γι’ αυτό και
πολλοί θεωρητικοί της κρίσης της νεωτερικότητας αναγνώρισαν στον Μηδενισμό
το τελικώς σαθρό θεμέλιο της νεωτερικής εξατομίκευσης. Η μηδενιστική
νοηματοδότηση της θεμελιακής υποκειμενοποιητικής σχέσης είχε γίνει,
σημειωτέον, καθαρώς για λόγους μεταφυσικής διασφάλισης της ατομικής ελευθερίας. Λόγους απολύτως δικαιωμένους ιστορικά, αφού ο θεός της μεσαιωνικής Δύσης παραήταν δεσποτικός και ανελεύθερος.
Η
μηδενιστική νεωτερική “θέσμιση”, λόγω του ελλείμματος οικουμενικότητας
στο οποίο αναφερθήκαμε, αμφισβητείται ήδη ριζικά. Απ’ έξω την πολεμά ο
φονταμενταλισμός. Από μέσα τη ροκανίζει η λεγόμενη “νέα θρησκευτική
συνείδηση”, στην οποία περιλαμβάνονται και οι περισσότερες μορφές της
οικολογίας.
Η φονταμενταλιστική αμφισβήτηση έχει ευρύ ριζοσπαστικό βεληνεκές, διότι βοηθά τους λαούς της περιφέρειας να βγουν από την
εθνική αλλοτρίωση.
Να απαλλαγούν από τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της νεωτερικής
παράδοσης. Οξύνει την αυτοσυνειδησία τους και τείνει να μετατρέψει τα
περιφερειακά έθνη σε υποκείμενα της σύγχρονης ιστορίας τους. Ο
φονταμενταλισμός είναι ωστόσο παγιδευμένος. Όχι μόνο από τη νεωτερική
αλλοτρίωση των προνεωτερικών παραδόσεων, αλλά και από τα δικά τους
ιστορικά
ελλείμματα οικουμενικότητας, που είναι πολύ
μεγαλύτερα απ’ αυτό της νεωτερικής παράδοσης. Ο βασικός λόγος, που ο
φονταμενταλισμός δεν συνιστά εναλλακτική λύση στη νεωτερικότητα, είναι
γιατί τα πρότυπα που επικαλείται είναι
κολεκτιβιστικά.
[4]
Ανάλογη είναι η κατάσταση και με τη λεγόμενη “νέα θρησκευτική
συνείδηση” που αναπτύσσεται στη Δύση. Ενώ αυτό που ζητά ο δυτικός
άνθρωπος από τη “νέα πνευματικότητα” είναι η διάσωση του ατόμου, η
αναγέννησή του σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου θα αίρεται η αντίθεση
ελευθερίας – δικαιοσύνης και ανθρώπου – φύσης, παγιδεύεται σε οντολογίες
κοσμοκεντρικές και κατά βάθος κολεκτιβιστικές. Ενώ καταρρίπτει τις
επαναπαυτικές ανοησίες του θετικισμού και καλεί το άτομο στην εγρήγορση
και την υπευθυνότητα, η “νέα πνευματικότητα” είναι αδιόρατα δεσμευμένη
στην άγονη τροχιά της μεταφυσικής απροσωπίας. Οι μεταφυσικές της είναι
σαφώς προχριστιανικές.
[5]
Η κρίση του νεωτερικού μηδενισμού, ο φονταμενταλισμός και ο “νέος μυστικισμός“,
συνθέτουν το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλούμαστε να
αναρωτηθούμε για τον ρόλο της κεντρικής μας παράδοσης στον σύγχρονο
κόσμο. Και ειδικότερα για τον ρόλο του Αγίου Όρους, δηλαδή του χώρου
όπου η παράδοση αυτή ότι έχει υποστεί τη λιγότερη νεωτερική αλλοτρίωση.
Η σημασία του ελληνορθόδοξου μυστικισμού
Το ζητούμενο (και διαφιλονικούμενο) είναι ο τύπος ανθρώπου.
Το δυναμικό άτομο της νεωτερικότητας δίνει τη θέση του στο
αυτοματισμένο άτομο. Ο άνθρωπος-κατασκευαστής συστημάτων υποδουλώνεται
στα συστήματα, η αναπαραγωγή των οποίων αποβαίνει και ο σκοπός της
χαμοζωής του. Ποιος είναι ο ζητούμενος μετανεωτερικός τύπος ανθρώπου, αν αυτός δεν θέλουμε να είναι το Αυτόματο;
Ιδού το κεντρικό ερώτημα. Η σύζευξη ανθρώπου-μηχανής είναι, όλο και
περισσότερο, το δεδομένο αντικειμενικό πλαίσιο του ανθρωπολογικού
προβλήματος σήμερα. Ο άνθρωπος-μηχανή ζητά τον τρόπο να υπερβεί τη μηχανικότητα, μέσα κι έξω του.
Έχει απάντηση η ελληνική παιδεία; Η όποια ελληνική παράδοση;
Από
τις διάφορες μερίδες της διανόησής μας μόνο η λεγόμενη “νεορθόδοξη”
έχει δώσει απάντηση. Η λεγόμενη “προοδευτική”, βαθιά νυχτωμένη, δεν
δέχεται καν το ερώτημα. Γι’ αυτήν η νεωτερικότητα είναι το “τέλος της
Ιστορίας”. Δεν υπάρχει “πέραν” της νεωτερικότητας. Μόνο “πίσω” υπάρχει.
Ούτε η λεγόμενη “συντηρητική” μερίδα έχει δώσει κάποια απάντηση. Δεν
ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Η μόνη απάντηση που διαθέτουμε είναι
λοιπόν αυτή των “νεορθόδοξων” για το Πρόσωπο. Η ενιαία ελληνική παράδοση γνωρίζει το Πρόσωπο, ως ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος υπερβαίνει το δίπολο ατομικισμού-κολεκτιβισμού. Το Πρόσωπο είναι υποκείμενο αγαπητικής και όχι κυριαρχικής-εξουσιαστικής κοινωνικής ενέργειας, όπως το Άτομο. Υποτίθεται μάλιστα ότι μας διδάσκει, η παράδοση αυτή, πώς φτιάχνεται ο εν λόγω τύπος υποκειμένου.
Από
τις παραδοσιακές περιγραφές μπορούμε, όντως, να διαπιστώσουμε ότι το
Πρόσωπο ταιριάζει εκπληκτικά με τον τύπο ανθρώπου που ζητάμε στα πλαίσια
της μετανεωτερικής αναζήτησης. Η μόνη σοβαρή επιφύλαξη που θα μπορούσα
να διατυπώσω είναι μήπως περιγράφει ένα ιδανικό, που είναι μεν ωραίο
αλλά αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Μπορεί το Πρόσωπο να ενσαρκωθεί σε πρακτική πρόταση; Αυτό είναι που μετράει.
Η
πίεση του πρακτικού ερωτήματος είναι, ουσιαστικά, και το αίτιο, που
προκάλεσε την αναβίωση του μοναχισμού στον ελληνικό χώρο και την
εκπληκτική άνοδο της ακτινοβολίας του Αγίου Όρους. Το ερώτημα
απευθύνεται, πριν απ’ όλα, στους καλογήρους μας. Μπορούν να
ανταποκριθούν στο πιεστικό αυτό αίτημα των καιρών; Δύσκολη η απάντηση,
αλλά προκειμένου για το Όρος πρέπει να είναι, ασφαλώς, πιο εύκολη, σε
σύγκριση με την κρατικοποιημένη ελλαδική εκκλησία. Υποτίθεται,
επαναλαμβάνουμε, ότι εκεί είναι λιγότερο βαρύ το νεωτερικό κέλυφος και η
εξ αιτίας του στρεβλωτική αλλοτρίωση. Το Όρος υπήρξε η Κιβωτός της
Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η οικουμενικότητά του παραμένει ζωντανή. Ο
ελληνισμός του υπέρτερος του ελλαδισμού.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε διατυπώσει σωστά το ερώτημα. Ότι δηλαδή
ζητάμε τον μετα-ατομικό, μετα-κολεκτιβιστικό, μετα-μηχανικό άνθρωπο. Ας υποθέσουμε, επί πλέον, ότι αυτός είναι το
Πρόσωπο.
Ας υποθέσουμε τέλος ότι η αθωνική Πολιτεία κρύβει μέσα της, με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο, τη δυνατότητα πραγμάτωσης του ιδανικού αυτού.
[6] Τίθεται το ερώτημα: πώς φανταζόμαστε το δια ταύτα, το πρακτέο, την
παρέμβαση στο ιστορικό πρόβλημα;
Από τη στιγμή που μιλάμε για σκόπιμη δραστηριότητα αυτή αυτομάτως προσδιορίζεται σε δύο μέτωπα: α) Ως ειδική εκπαίδευση που δίνει στο άτομο την ικανότητα να υπερβαίνει τη μηχανικότητα, μέσα κι έξω του. Και β) ως οικοδόμηση Κοινότητας
(όχι σέκτας) ικανής να αντέχει στο μηχανικό περιβάλλον των συστημάτων
και να το αλλοιώνει, λειτουργώντας ως ενσάρκωση του Προσώπου. Μιλάμε
λοιπόν για προσωποκεντρική εκπαίδευση, αφ’ ενός και για δημιουργία
προσωποκεντρικών κοινοτήτων, αφ’ ετέρου. Ή αλλιώς: για το πώς
μαθαίνουμε να αποκτούμε την Αγάπη, που συνιστά το Πρόσωπο και για το πώς
οικοδομούμε Κοινότητα πάνω στην “Άκτιστη” αυτή Ενέργεια.
Αυτά
τα δυο είναι που προσδοκούμε από το πιο συνειδητό και εξελιγμένο
δυναμικό της οικουμενικής μας παραδόσεως. Αν είχαμε καρποφορία στις δυο
αυτές κατευθύνσεις, θα μπορούσε να δοθεί το έναυσμα για τη δημιουργία
μιας νέας οικουμενικής παραδόσεως, ικανής να μπει στη
θέση της νεωτερικής και να καλύψει τα κενά και τους κινδύνους που
δημιουργεί η κατάρρευσή της. Θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να βγάλει τη
μετανεωτερική αναζήτηση από τον κλειστό φονταμενταλιστικό και
“νεοθρησκευτικό” της ορίζοντα.
Αν, όπως πιστεύουν οι συνθρησκειώτες μας, ο Λόγος του Προσώπου είναι υπεριστορικός, αλλά ενσαρκώνεται μέσα στην Ιστορία. Αν οι ιστορικές μορφές ενσάρκωσης του Λόγου είναι πάντοτε πεπερασμένες και σχετικές
και κατ’ ανάγκην διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Τότε καλούμαστε,
ουσιαστικά, να περάσουμε σε μιαν άλλη μορφή ιστορικού χριστιανισμού.
Απροσδιόριστα διαφορετική από εκείνη του νεωτερικού ή του προνεωτερικού
ιστορικού χριστιανισμού. Πώς ακριβώς θα είναι ο μετανεωτερικός ιστορικός
χριστιανισμός δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά αν δεν είμαστε σταθεροί στη διαχρονική ουσία της τριαδικής παραδόσεως και ανοιχτοί σε νέες μορφές δεν θα μπορέσουμε φυσικά ποτέ να το μάθουμε.
Περιορισμοί
Σε
κάθε πρόταση η διερεύνηση των περιορισμών αποτελεί σημαντικό θέμα. Αν
δεν εντοπίσεις τους υφιστάμενους περιορισμούς και δεν τους παρακάμψεις,
είσαι καταδικασμένος να μείνεις στις καλές προθέσεις και στους ευσεβείς
πόθους.
Στην περίπτωσή μας μπορούμε να κατατάξουμε τους
υφιστάμενους περιορισμούς σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία
σχετίζεται με το
νεωτερικό κέλυφος που βαραίνει πάνω
στην Ορθόδοξη παράδοση και το οποίο δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της
προσπάθειάς της να επιβιώσει στα πλαίσια του νεωτερικού πολιτισμού. Η
δεύτερη κατηγορία συνδέεται με την
αλλοτρίωση που έχει
επιφέρει στην Ορθόδοξη παράδοση η υποταγή στη νεωτερικότητα και εξ
αιτίας της οποίας έχουν νοθευτεί σοβαρά τα κριτήρια. Η τρίτη κατηγορία
περιορισμών συνδέεται με τις επιβιώσεις του
προνεωτερικού ελλείμματος οικουμενικότητας,
εξ αιτίας του οποίου στο παρελθόν υπερφαλαγγιστήκαμε από το Ισλάμ και
τη φραγκοτευτονική Δύση. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει ανάλυση και των τριών
κατηγοριών. Για κάποια στοιχεία πάνω στις δυο πρώτες θα παραπέμψω τον
αναγνώστη στα βιβλία μου
Έθνος και Παράδοση[7] και
Έκλειψη του Υποκειμένου,
[8] για να αναφερθώ εδώ δι’ ολίγων στους προνεωτερικούς περιορισμούς.
Ο
μοναχισμός ξεκίνησε ως αμυντικό κίνημα: Φεύγω στην έρημο για να
διαφυλάξω την αυθεντικότητα του χριστιανικού βιώματος. Για να σώσω το
ιδεώδες από την απειλούμενη παραχάραξη. Αναδιπλώνομαι μακριά από τον
κόσμο, σε αναμονή ευνοϊκότερων ιστορικών συνθηκών. Παραιτούμαι,
προσωρινά, από το παράγγελμα “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη” και
“ως εν ουρανώ και επί της γης”. Όμως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Η
φυγή από τον κόσμο έγινε ιδανικό, οριστική. Τούτο αποτελούσε σαφώς και
εξακολουθεί να αποτελεί, στρεβλή κατανόηση του χριστιανισμού. Ο Χριστός
πήγε στην έρημο, αλλά μόνο για σαράντα μέρες. Όχι για ολόκληρη τη ζωή
του. Εμείς, κόβοντας τον Χριστό σε φέτες, παίρνουμε το κομμάτι που μας
βολεύει. Στην προκειμένη περίπτωση μόνο το κομμάτι που αντιστοιχεί στις
σαράντα μέρες. Είναι αυτονόητο ότι η φυγή, για κάποιο διάστημα, ενώ
είναι νόμιμη και αναγκαία, δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι αναγκαία για
λόγους προετοιμασίας, ώστε η επάνοδος στον κόσμο και η δουλειά μέσα στον
κόσμο, να είναι αποτελεσματική. Το μοναστήρι είναι ένα είδος
πανεπιστήμιο. Δεν λέμε πως δεν χρειάζεται. Απεναντίας: χωρίς τριτοβάθμια
εκπαίδευση απλώς δεν έχεις εκπαίδευση. Και χωρίς εκπαίδευση δεν έχεις
τίποτα. Αλλά δεν πάμε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάζουμε αιωνίως. Ο
σκοπός είναι να βοηθήσουμε τον κόσμο, όχι τον εαυτό μας. Βοηθάμε και
“σώζουμε” τον εαυτό μας, μόνο στο μέτρο που βοηθούμε και “σώζουμε” τον
κόσμο.
Υπάρχει λοιπόν στον δικό μας ιστορικό χριστιανισμό
μια ορισμένη στρέβλωση, ως προς τη θέση του μυστικισμού. Είναι πολύ
σημαντικό να κατανοήσουμε τις ρίζες της στρέβλωσης αυτής. Βρίσκονται
στην εποχή της ελληνικής παρακμής. Ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο
νεοπλατωνισμός, ο γνωστικισμός, είχαν έναν κοινό παρονομαστή: η
αριστοκρατία του πνεύματος αποσύρεται στον Κήπο της, μακριά από την
ακάθαρτη πολιτειακή πραγματικότητα. Ο πνευματικός άνθρωπος μεταβάλλεται
σε ιδιώτη, ατομικά ή κατά ομάδες. Η τραυματική εμπειρία
της χρεοκοπίας του ελληνικού πολιτειακού ιδεώδους, της Πολιτείας της
βασισμένης στο αυτεξούσιο ελληνικό άτομο, αφού μεταλλάχθηκε σε θεοποίηση
του ηγεμόνα και εισαγωγή των περσικών αυτοκρατορικών προτύπων, ως
αναγκαίων για την ύπαρξη “Οικουμένης”, έγινε θεωρία δικαιωτική της αποχής
του πνευματικού ανθρώπου από τα πολιτειακά δρώμενα. Η Άνω Πόλις παίρνει
διαζύγιο από την Ενθάδε Πόλιν και αυτή η τελευταία εκχωρείται στον
Διάβολο (τον “άρχοντα του κόσμου τούτου”) και τελικά στον Σουλτάνο. Η
“συναλληλία” υπήρξε μόνο στο πεδίο της ιδεολογίας, όχι στην πράξη. Δεν
ισχυρίζομαι εδώ ότι μπορούσε να γίνει (ή όχι) και διαφορετικά. Απλή
διαπίστωση κάνω. Δεν ισχυρίζομαι επίσης ότι αυτή η γραμμή κυριάρχησε
απόλυτα ή στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι σίγουρο, πάντως, ότι δεν
ήταν αυτή η γραμμή του οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, του Μεγάλου
Βασιλείου, του Χρυσοστόμου, του Μαξίμου του Ομολογητή, του αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά ή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Όμως η σχέση των δύο
γραμμών δεν έγινε ποτέ αντικείμενο διεξοδικών διευκρινίσεων. Ο όρος
“συγκόλληση” θα ήταν ο καταλληλότερος για να αποδώσει αυτό που ίσχυσε
στην πράξη.
Η σχέση των δύο γραμμών πρέπει να
επανακαθοριστεί σήμερα διεξοδικά. Εξάπαντος και κατεπειγόντως. Αλλιώς θα
ενσωματωθεί και ο Ορθόδοξος μυστικισμός στο “πάτσγορκ” της λεγόμενης
“νέας θρησκευτικής συνείδησης”. Ήδη έχουν γίνει αρκετά βήματα στην
κατεύθυνση αυτή. Η ευθύνη των πλέον φωτισμένων από τους μοναχούς μας
είναι επί τούτου μεγάλη. Ο μοναχισμός μας πρέπει να λειτουργήσει
συνειδητά σαν “μετανεωτερικό σχολειό”. Όπου ξυπνάς, μαθαίνεις πώς
πολεμιέται ο Διάβολος και βγαίνεις έπειτα στον κόσμο να φτιάξεις
αγαπητικές κοινότητες. Κι αν τα βρεις σκούρα ξαναγυρίζεις, για περαιτέρω
εκπαίδευση. Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι Κοινότητες Προσώπων, δίχως τις οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν Έθνη Κοινοτήτων και Κοινότητες Εθνών.
[1]
Ελλαδισμός είναι η βασική νεοελληνική ιδεολογία. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο
Ελληνισμός περιορίζεται στα πρώτα κυρίως εδαφικά όρια του ελλαδικού
κράτους: Πελοπόννησο και Στερεά. Αποτελεί άρνηση της ρωμαίικης
οικουμενικότητας.
[2]
Βεβαίως το νεωτερικό άτομο είναι άλλου τύπου από το ελληνικό. Μας
διαφεύγουν οι διαφορές τους επειδή επικρατεί ο μύθος ότι τάχα οι Έλληνες
δεν ήταν Άτομα. Ότι το Άτομο είναι δυτική ανακάλυψη. Πρόκειται για μύθο
που βολεύει τόσο τους “φωταδιστές”, που μας θέλουν αιωνίως
προσκολλημένους στη μιμητική εισαγωγή του νεωτερικού ανθρωπολογικού
τύπου, όσο και τους “σκοταδιστές”, οι οποίοι δαιμονοποιούν τη δυτική
ατομικότητα και εκχωρούν την αρχαία Ελλάδα στον δυτικό πνευματικό
αποικισμό. Όταν αυτοί οι τελευταίοι μιλούν για εξατομίκευση εννοούν την
“αποκοπή από την ομάδα”, πράγμα που είναι σύμπτωμα της κρίσης των
εξατομικευτικών πολιτισμών και όχι της ανάπτυξής της. Η ατομοκεντρική
κοινωνία στηρίζεται στην ενεργό μετοχή του Ατόμου. Δεν στηρίζεται στον
Ιδιώτη ή στον περιθωριακό.
[3] Στοιχεία για την προβληματική αυτή, βλ. Άρδην, τ. 9.
[4] Περισσότερα για τον φονταμενταλισμό, βλ. Άρδην, τ. 10.
[5] Περισσότερα για τη “νέα θρησκευτική συνείδηση”, βλ. περιοδικό Ανιχνεύσεις, τεύχος Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη 1997.
[6]
Χρησιμοποιώ τον όρο “ιδανικό”, ως προσιτότερο στη σύγχρονη αντίληψη.
Στην ορθόδοξη παράδοση καλύπτεται από τους όρους “εσχατολογικό” και
“οντολογικό”. Η διαφορά είναι σημαντική: Αν το Πρόσωπο είναι “ιδανικό”
καλούμαστε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Ενώ αν το Πρόσωπο έχει
εσχατολογική-οντολογική νοηματοδότηση, τότε καλούμαστε να γίνουμε αυτό
που πραγματικά είμαστε. Να περάσουμε, όπως λέγεται, από το “παρά φύσιν”
στο “κατά φύσιν”.
[7] Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 1997
2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου