πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19/4/2020
Στην πλειονότητά τους οι σύγχρονες κοινωνίες διαστέλλουν την όποια γιορτή (θρησκευτική ή εθνική) από το «νόημά» της. «Νόημα» λέμε την αιτία και τον σκοπό πράξεων, συμβάντων, ενεργημάτων, τη σημασία τους για τη ζωή μας. Και «γιορτή» ονομάζουμε τη συλλογική χαρά και ευφροσύνη που εισπράττουμε από συμβάντα - γεγονότα ευεργετικά για τη ζωή όλων μας.
Ο συλλογικός εορτασμός συνεπαγόταν πάντοτε κοινή αργία. Όταν οι άνθρωποι γιορτάζουν, δεν εργάζονται, έχουν «σχόλη», εγκαταλείπουν την «α-σχολία». Η ασχολία είναι δουλεία στην ανάγκη, η σχόλη ανακουφίζει την ασχολία, η ασχολία παρηγορείται από τη σχόλη. «Ασχολούμεθα ίνα σχολάζωμεν», είπε ο Αριστοτέλης.
Σχολάζουμε και γιορτάζουμε με τη μνήμη πάντοτε κάποιας μεγάλης χαράς που δίνει σταθερά «νόημα» στη ζωή μας. Έστω, σε μια «μικρά ζύμη», ελάχιστη πληθυσμική ομάδα. Κάποτε, στις χριστιανικές κοινωνίες, όταν η συνοχή της συλλογικότητας προέκυπτε από μια κοινή εύρεση και βίωση ελπίδας για ελευθερία από τον θάνατο, οι γιορτές ήταν εκρήξεις χαράς από ρεαλιστική ψηλάφηση αυτής της προσδοκίας. Τότε αυτονόητο πλαίσιο του βίου ήταν η κοινωνία των σχέσεων, οικογένεια και κοινότητα. Οι άνθρωποι μοιράζονταν τη ζωή, ανάγκες, χαρές και πόνους – δεν λογάριαζαν για «πρόοδο» τη θωράκιση της εγωτικής ακοινωνησίας με ατομικά «δικαιώματα».
Σήμερα, το «νόημα» της γιορτής αρχίζει και τελειώνει στην αργία, ίσως και σε κάποια διαφοροποίηση των εδεσμάτων. Το αίνιγμα του θανάτου το απωθούμε ή το παρακάμπτουμε, οι άνθρωποι προτιμάμε το απλοϊκότερο ενδεχόμενο: να μηδενίζεται η ύπαρξη με τον θάνατο. Συντηρούμε ακόμα εθιμοτυπικά κατάλοιπα της άλλοτε εόρτιας χαράς του κοινοτικού βίου, εκκλησιαστικές ονομασίες περιόδων ή ημερών αργίας και ευωχίας, ίσως και τη συναισθηματική εμμονή σε θρησκευτικές τελετουργίες που εκτιμώνται για τη γραφικότητά τους. Συντηρούμε προσχήματα, οι «γιορτές» μας δεν έχουν «νόημα».
Σε αυτή την ανεπρόκοπη χώρα, που συνεχίζουμε να τη λέμε «Ελλάδα», η ιστορική αποτυχία μας των κατοίκων και πολιτών της είναι μια πραγματική οδύνη.
Κυριολεκτικά και συγκεκριμένα: Διακόσια χρόνια τώρα, είναι αδύνατο να συνειδητοποιήσουμε (ο λαός, οι πολιτικοί μας ηγέτες, το επιστημονικό δυναμικό, οι δάσκαλοι, οι δημιουργοί - καλλιτέχνες) πως όταν στο Σύνταγμά μας ονομάζουμε την Εκκλησία «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία» κατεδαφίζουμε και διαγράφουμε, όχι δοξασίες, «πεποιθήσεις», χρησιμοθηρικές πρακτικές κοινωνικής συνοχής, αλλά την ιστορική δυναμική ενός πολιτισμού.
Αυτές οι δύο λεξούλες «επικρατούσα θρησκεία» αρνούνται και ατιμάζουν την «πόλιν» των Ελλήνων, την «εκκλησία του δήμου», την «πολιτικήν τέχνην» ως άθλημα μίμησης του «τρόπου της του παντός διοικήσεως», τρόπου της αθανασίας και του συμπαντικού κάλλους. Να μιλάνε οι Έλληνες για «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουν πια τίποτε από τον Παρθενώνα, τίποτε από την Αγιά-Σοφιά, γέννησαν κατά λάθος τον Πανσέληνο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, πέρασαν τυχαία από την τραγωδία στην ευχαριστιακή δραματουργία, τυχαία από τον Αριστοτέλη στον Μάξιμο τον Ομολογητή.
Ίσως σκόπιμα, όσοι πιθηκίζουν τον μηδενισμό και αμοραλισμό για να ακκίζονται σαν «προοδευτικές» δυνάμεις, υπερτονίζουν τα συμπτώματα παρακμής, δηλαδή θρησκειοποίησης, της Εκκλησίας στην Ελλάδα.
Βλέπουν στην Εκκλησία μόνο την παιδαριώδη ηθικολογία, τον θεολογικό αναλφαβητισμό, την ψυχανωμαλία των δήθεν «συντηρητικών» κληρικών και λαϊκών – με πολυθόρυβη αγραμματοσύνη και ψυχαναγκασμό.
Χαρακτηριστική η συγκεφαλαίωση όλων αυτών των συμπτωμάτων σε δύο κραυγαλέες εμμονές που ταλαιπώρησαν την ελλαδική Εκκλησία στο φετινό Πάσχα: Ο ναρκισσισμός των «συντηρητικών» απαιτούσε να υποταχθεί η εκκλησία στην ψυχολογική τους ανάγκη να λατρεύουν είδωλα. Πρώτο είδωλο, το Άγιο Φως, το «αυθεντικό» και «γνήσιο», που με προγραμματισμένη κάθε χρόνο θαυματοποιία, εξάγεται αεροπορικώς από τα Ιεροσόλυμα. Και δεύτερο είδωλο, ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας, που (όπως το απαίτησε η ρωμαιοκαθολική νοησιαρχική ειδωλοποιία) υφίστανται «μεταστοιχείωση» (transubstantiatio), θεοποιούνται μαγικά.
Δεν υποψιάζονται οι θλιβεροί νάρκισσοι της «συντηρητικής» εγωπάθειας ότι έτσι καταργούν τον πυρήνα του χριστιανικού ευ-αγγελίου. Ότι ο Θεός δεν είναι «οντότητα», ένα αναγκαία προκαθορισμένο «τι», είναι σχέση, η ύπαρξη ως σχέση: είναι «Πατήρ», «Υιός», «Πνεύμα», υποστάσεις που ορίζονται ως ελευθερία αγάπης – «ο Θεός αγάπη εστί» (1 Ιωαν. 4,16). Δεν προκαθορίζεται από την αναγκαιότητα να υπάρχει, αλλά αυτοκαθορίζεται ως ελευθερία αγάπης, αγάπης που «γεννά» και «εκπορεύει». Η αγάπη (ο «μανικός έρως») είναι ο τρόπος ύπαρξης (όχι απλώς συμπεριφοράς) του Θεού.
Επομένως, το Άγιο Φως είναι άγιο, επειδή κοινωνείται αγαπητικά «εκκλησιαζόμενο», όχι μαγικά επιβαλλόμενο καθιστώντας την πίστη «αναγκαστή κατά πάντων».
Και τα «τίμια δώρα» της Ευχαριστίας, η κοινωνία του άρτου και του οίνου, δεν μεταστοιχειώνουν το κτιστό σε άκτιστο, αλλά χαρίζουν στο κτιστό να υπάρχει με τον τρόπο του ακτίστου, την αγαπητική ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου