Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]
Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν
φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι και
έπαιζε με το κύμα. Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη
στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι
δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν
γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο.
Το Άγιον
Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν
βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο. Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι
ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και
ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και
σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με έναν θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος
μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δη ποιες
αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το να περνά ο χρόνος του σ’ αυτόν
τον τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλουν κατά πρόσωπα και
κατά τις αναζητήσεις των.
Εάν η κλίσι σου είναι γι’ αυτή τη ζωή,
τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου.
Οδηγείσαι από τον Γέροντα στο άγιο Θυσιαστήριο, όπου προσπίπτεις∙ όπου
αφιερώνεις τη ζωή σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα, είναι ο
Τάφος ο πανάγιος του Χριστού, απ’ όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος
φωτεινής. Και αγαπάς ένα Τάφο. Και προσπίπτεις στον τάφο, επειδή αγαπάς
τη ζωή.
Η πρώτη ευχή των παλαιών Αγιορειτών σε ένα νέο μοναχό
είναι: καλή υπομονή. Αυτή η υπομονή, το να μένεις εκούσια υπό, είναι μια
ευλογία που κρύβει μέσα της πολύ δυναμισμό, γιατί σε ωθεί προς τον
δρόμο της εκουσίου νεκρώσεως, της ταφής εις την γήν την καλήν και
αγαθήν, απ’ όπου ελευθερώνεται, ενεργοποιείται κάποιος δυναμισμός
κεκρυμμένος και συνεπτυγμένος μέσα σου, και βλαστάνει ο σπόρος της
υπάρξεώς σου αποδιδών καρπόν εκατονταπλασίονα.
Και για να μη συμβή
αυτό, θα πρέπη ο σπόρος της υπάρξεώς σου να είναι ζωντανός, να έχη το
στοιχείο που μπορεί να αντέξη στη διαδικασία της ζωηφόρου νεκρώσεως. Και
θα πρέπη να έλθη η ώρα σου, να ωριμάση ο σπόρος, να συνειδητοποιήση ο
άνθρωπος ότι αυτή είναι η μόνη πορεία του, και δεν γίνεται διαφορετικά.
Και
περνά ο χρόνος, για να έλθη η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή,
που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγωμε. Όμως δεν
γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η
μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπομε
μπροστά μας να πλησιάζη, είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας,
είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες τον δρόμο αυτό
της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζης
τη νέκρωσι, και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν
παρέρχεται.
Όταν βαπτίζεται εν τω θανάτω του Ιησού, ενδύεσαι τον
Χριστό, και παίρνεις όνομα. Όταν γίνεσαι μοναχός, λαμβάνεις δεύτερο
βάπτισμα, και παίρνεις νέο όνομα.
Η ακολουθία της κουράς σου λέει
όλη την αλήθεια για τη ζωή της ασκήσεως που σε περιμένει. Σου μιλά για
την άφατη χαρά και αγαλλίαση που θα φθάσης, αφού περάσεις ατελείωτα
βάσανα και απρόσμενους πειρασμούς. Σου περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τα
λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής». Εν τέλει όλα οδηγούν σε
μια διαδικασία, όπου απειλείται το πάν, σε μια κρίσι, που ξεπερνά συχνά
τη λογική και την αντοχή σου.
Εκείνη την ώρα της έσχατης απορίας
και εγκαταλείψεως, αν συνειδητά πης, με όλη σου την ύπαρξι: ας γίνη το
θέλημά Σου, Θεέ μου, ό,τι κι αν μου στοιχίση∙ τότε αλλάζεις όλος.
Ενδύεσαι τον Χριστό. Αλλάζει όνομα ο τόπος. Γίνεσαι άλλος.
«Οι δε
υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί,
δραμούνται και ου κοπιάσουσιν» (Ησ.40,31). Τότε ζης τις συνέπειες της
ευχής: Καλή υπομονή.
Νοιώθεις ότι έζησες μια ζωή, για να φτάσης σ’
εκείνη τη στιγμή και σ’ εκείνο τον τόπο. Αυτή η στιγμή είναι αστραπή
και αιωνιότης.
Τότε δεν έχεις καμιά απορία. Δεν αναπολείς τίποτε,
ούτε προσδοκάς. Η θεία επίσκεψι δια μιας εξαφάνισε τον χωρισμό σε
παρελθόν και μέλλον, κάνοντας τα πάντα ένα παρόν πλησμονής.
Ακινητείς. Μένεις ενεός. Γεμάτος έκπληξι. Με ανοικτές τις αισθήσεις. Με το να είσαι όλος μια αίσθησι.
Αξιολογείς
τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο
εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στον Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον επιτάφιο θρήνο.
Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμώμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται
στις πλάκες της καρδιάς σου ένας νέος νόμος, όπως γράφτηκε στις
πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που την
δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου.
Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα που είναι σταυρός, με την ομολογία
της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ. Φ(ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι).
Τ(όπα) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).
Έκτοτε κυκλοφορείς
διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή,
που σε φέρνει στη Ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ’
αυτόν, όπως το φυτό τρέφεται από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την
εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα
φανέρωσι αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα
κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο
Αιτωλός, γνήσιος Αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά
δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του
απ’ όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.
Όταν ο Αβραάμ βγάζη
μαχαίρι, για να θυσιάση το παιδί του Ισαάκ, δηλαδή να σκοτώση τη ζωή και
την ελπίδα τους, επειδή το ζητά ο Θεός, εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται
άγγελος εξ ουρανού, που τον σταματά.
Η θυσία του Αβραάμ ήδη
τέλειωσε. Η ζωή του άλλαξε. Το όνομα του τόπου άλλαξε. ΄Έγινε «Κύριος
είδεν». Για να πουν αργότερα "εν τω όρει Κύριος ώφθη" (Γεν.22,14).
Γίνεται ο πατέρας της πίστεως, ο πατέρας πλήθους πιστών.
Όποιος ζη κοντά στον άνθρωπο αυτό και στον τόπο αυτό, όπου ο Κύριος ώφθη, παίρνει άλλη αγωγή. Του επιβάλλεται άλλη συμπεριφορά.
Δεν μπορείς να αυθαδιάζης σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν μπορείς να αυτοσχεδιάζης, να κάνης ότι σου κατέβη.
Παραδίδεσαι
στο λόγο και στην ακτινοβολία την ειδική του τόπου της θυσίας και της
διαμορφώσεως, που υπέστη και υφίσταται διαρκώς με την πνευματική αυτή
εμπειρία και το γεγονός που συνέβη.
Με τη σταυρική θυσία του Κυρίου «πας τόπος γέγονε θυσιαστήριον», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Και
τα μοναστήρια του Αγίου Όρους είναι σταυροπηγιακά. Έχει μπη ο σταυρός
στα θεμέλια των Μονών. Έχει μπη ο σταυρός στην καρδιά των κτιτόρων.
Έχουν οι ίδιοι σταυρωθή από αγάπη, για να αντιμετωπίσουν τους χίλιους
πειρασμούς του εχθρού.
Τα πόσα τράβηξαν οι άγιοι Κτίτορες για να
κτίσουν τα μοναστήρια, για να διοργανώσουν τις αδελφότητες, το
περιγράφει ο βίος τους. Αλλά τα απερίγραπτα βάσανα και τις ανείπωτες
ουράνιες χαρές που δοκίμασαν οι άγιες ψυχές τους, μόνον εκείνοι τα
ξέρουν. Και είναι απ’εκείνα τα άρρητα, τα ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι.
Ότι
όμως είναι αληθινοί, γνήσιοι, άγιοι, φαίνεται από το πώς διαμόρφωσαν
και διαμορφώνουν όλο τον χώρο του Άθω και όλο τον χρόνο. Φαίνεται από το
ότι έκαμαν το Όρος Άγιο και θεοβάδιστο.
Είναι διαποτισμένος ο
χώρος και ο χρόνος με δέος συντριβής. Οσιότης αγιότητος, συντροφιά
κεκοιμημένων, θέρμη παρουσίας, ομορφιά που ξεπερνά τον θάνατο, είναι
κάποια γνωρίσματα του Όρους.
Τα μεγάλα, αληθινά και αείζωα
έρχονται μόνα τους. Γίνονται ακόπως. Δωρίζονται άνωθεν σ’αυτούς που
πρόσφεραν άνευ όρων τον εαυτό τους στον Θεό. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι
τα έργα τους είναι γεννηθέντα δια χάριτος Θεού, και ου ποιηθέντα δια
θελήματος ανθρώπων. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για κτήρια θεότευκτα και
εικόνες αχειροποίητες.
Και στον άγιο τούτο χώρο έμαθε ο μοναχός να
μη χάνη τον χρόνο του με το να κάνη το θέλημά του, αλλά να είναι
αργόσχολος-κατά το «σχολάσατε και γνώτε», για να βρίσκεται σε συνεχή
ετοιμότητα και εγρήγορσι. Να ακούη και να βλέπη τί θέλει ο Θεός και να
το κάνη αμέσως.
Βιάζεται αβιάστως. Τα αφήνει όλα ελεύθερα σ’Αυτόν. Αναπνέει την ευχή συνειδητά και στη συνέχεια ασυναίσθητα.
Έτσι
ο χρόνος του γίνεται θεία Λειτουργία. Και βλέπει όλη την κτίσι έσωθεν
φωτισμένη και μεταμορφωμένη, όπως παριστάνεται στις άγιες εικόνες και
όπως θα είναι -και ήδη άρχισε- στην καινή κτίσι, τότε που καινούς
ουρανούς και καινήν γην κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν.
Όλη η κτίσι και τα χρώματα της φύσεως αλλοιώνονται θείως, ενδυόμενα μαρμαρυγή λειτουργικής κατανύξεως.
Τα κτήρια γίνονται ανάλαφρα, ανασαίνουν και μιλούν. Οι λίθοι εν σιγή κράζουν.
Και
για να ακούσης τη φωνή των κτισμάτων, τη φωνή του σαρκωθέντος Λόγου, θα
πρέπη να είσαι συντετριμμένος και νεκρός κατά το θέλημά σου.
"Έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται" (Ιω. 5,25).
Αν
ακούσης τη φωνή της σαρκωθείσης Αληθείας∙ της αλήθειας που σαρκούται
στο πώς διοργανώνεται ο χώρος και ο χρόνος στο Άγιον Όρος, παίρνεις ζωή.
Το ήθος των κτισμάτων, ο ρυθμός του μέλους, το διακριτικό του
προγράμματος, φανερώνουν μιαν αλήθεια που δεν διδάσκεται με τρόπο
εξωτερικό, γιατί είναι μέθεξι ζωής, που από γενιά σε γενιά μεταφέρεται
ως μυστήριο συνεχείας και κυκλοφορία αίματος στο ένα σώμα που οι πολλοί
εσμέν, ζώντες και κεκοιμημένοι.
Αν δεν ζης μέσα στην αγάπη, που
είναι αιωνιότης∙ αν πέσης στην παγίδα να θεωρής σπουδαία τα ασήμαντα∙να
επιδιώκης θέσεις, δόξα και πλούτο, που παρέρχονται και σβήνουν, τότε
από τώρα προγεύεσαι το άχαρο τέλος στο οποίο ο χρόνος αδυσώπητα σε
οδηγεί.
Αντίθετα μέσα στο κλίμα της θείας αγάπης ο χρόνος δεν
καταλύει τη ζωή, αλλά κατατρώγει τη φθορά, και αποκαλύπτει το φως της
αφθαρσίας. Όσο περνά ο καιρός, ο άνθρωπος που έμαθε να ζη με το να
προσφέρεται στο Θεό, ηρεμεί, γαληνεύει, δυναμώνει, ξανανιώνει. Δεν
τελειώνει η ημέρα, δεν νυκτώνει, αλλά ξημερώνει. Και πιστεύει, ζη και
νοιώθει ότι με τον θάνατο θα αυγάση το ανέσπερο φως πληρέστερα. Και όταν
αισθητά θα έχη χάσει το φως του κόσμου, θα έχουν ακινητοποιηθή τα μέλη
του τα επί της γης, τότε, ως νεκρό και αναίσθητο σώμα, άλλοι θα πάρουν
τον εαυτό του και θα τον εναποθέσουν στα σπλάχνα της γης. Τότε και
εξωτερικά θα φαίνεται από όλους, και θα βιούται και απ’αυτόν, η πλήρης
παράδοσι του εαυτού του στη θεία βουλή, για να ενεργήση αυτή όπως θέλει.
Και επειδή γνώρισε στο χρόνο της ζωής του τη θεία ευσπλαγχνία∙ και
επειδή ένοιωσε και έζησε και στη θνητή σάρκα του τη θεία αγαλλίασι, ως
δωρεά που δεν την άξιζε, είναι σίγουρος (και αυτή η σιγουριά είναι σώμα
της προσφέρεται δωρεάν.
Ζης με αυτούς που δεν είδες και δεν θα
δης ∙μ’ αυτούς που έζησαν πριν από αιώνες. Και είναι πιο κοντά σου οι
μακρινοί, αλλά αληθινοί, που βρήκαν παράκλησι μέσα στον πόνο και στη
συμφορά∙
γιατί δεν πλήγωσαν ψυχή.
Το πόσο είναι κοντά ή μακριά σου
οι άνθρωποι δεν εξαρτάται από τη γεωγραφική ή χρονική απόστασι που σε
χωρίζει απ’αυτούς, αλλά από το πόση υγεία πνευματική έχεις, πόσο
υπάρχεις στον χώρο της αγάπης και της ευαισθησίας για τα αληθινά και
μένοντα, που όλοι προσδοκούν.
Όλη η δημιουργία, ο χώρος και ο χρόνος, έχουν αξία, επειδή είναι φανέρωσι της αγάπης του Θεού.
Η αγάπη κάνει το χώρο παράδεισο, και στο χρόνο φέρνει το άχρονο και αιώνιο:
Κοντά
στον ταπεινό και άνθρωπο της αγάπης ανοίγει η καρδιά σου. Βρίσκεις
ευρυχωρία. Γίνεσαι μικρό παιδί. Κινείσαι άνετα. Δεν θέλεις να τον
εγκαταλείψης. Ο χρόνος περνά κοντά του άγια και γόνιμα.
Αντίθετα
κοντά στον φίλαυτο, που ζηλεύει και μνησικακεί, δεν μπορείς να μείνης.
Δεν βρίσκεις χώρο. Σφίγγεται η καρδιά σου. Δυσφορείς. Και απωθείσαι.
Αν δεν αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου.
Αν
δουλεύης φίλαυτα μόνο για τον εαυτό σου, σαν τον άφρονα πλούσιο του
Ευαγγελίου, ξεχνώντας τον άλλο∙ ο χρόνος σου τελειώνει αμέσως. Η μέρα
σου γίνεται νύχτα. Και ακούς τη φωνή: «ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται»;
Εκείνος όμως που
αγάπη, δουλεύει και ζη για τον άλλο, όταν έλθη η ώρα η τελική, και του
γίνει η ίδια ερώτησι: αυτά που ετοίμασες σε ποιόν μένουν; Η απάντησι
είναι έτοιμη; Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι
όλοι οι άλλοι.
Όταν δώσης χώρο στον άλλο με τη συμπεριφορά σου,
δίδεις χώρο στον εαυτό σου. Όταν διώχνης, αντιπαθής ή μισής τον άλλο,
μισείς τον εαυτό σου. Και εάν τώρα δεν το καταλαβαίνης, θα έλθη καιρός
που θα το καταλάβης.
Οι άγιοι, οι αληθινοί, έχοντας τον πλούτο της
χρηστότητος, συνάγουν όλους από αγάπη, και τους αφήνουν ελεύθερους να
πορευθούν εν παντί καιρώ και τόπω κατά τη θέλησι του Κυρίου.
Έτσι η Εκκλησία είναι παντού και πάντοτε η Χώρα του Αχώρητου, όπου μπορεί να ζήση ο άνθρωπος ∙
είναι συναγωγή και αποστολή:
Δια
της ευχαριστιακής συνάξεως μας βοηθεί να ζήσωμε το ότι εν σώμα και εν
πνεύμα εσμέν οι πολλοί. Και δια της αποστολής των Αποστόλων φέρει το
Ευαγγέλιο της χαράς και της Αναστάσεως πάση τη κτίσει.
Όταν
πορεύεσαι απεσταλμένος εκ Θεού-όχι από τον λογισμό σου- απολαμβάνεις την
ησυχία της ερήμου. Κι όταν ησυχάζης στην πανέρημο, ευδοκία Θεού,
πορεύεσαι πανταχού βοηθών και βοηθούμενος. Οι πορευόμενοι μένουν
ακίνητοι στον ένα τόπο, που είναι το θέλημα του Θεού. Και οι ησυχάζοντες
εν Θεώ βρίσκονται παντού θεία χάριτι.
Αν σήκωση ο καθένας μας με
καρτερία τον σταυρό που του δόθηκε κάπου κάποτε να σηκώση, δι’ αυτού θα
έλθη χαρά ανείπωτη σ’όλη μας την ύπαρξι, και δι’ αυτής σε όλο τον κόσμο
αιωνίως.