ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Περί απαίτησης


Η απαίτηση, αν εξαιρέσει κάποιος την αγκαμπενική οπτική, στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει αρνητικό πρόσημο.
Ο απαιτών σχεδόν θεωρεί τον άλλο “δεδομένο” στις ορέξεις του, χωρίς να του αφήνει καθόλου χώρο ν’ αναπνεύσει.
Η απαίτηση ενίοτε μπορεί να καταδείξει το λάθος των εκτιμήσεων μας για κάποιο πρόσωπο. Σ’ αυτήν την περίπτωση δημιουργούνται -τω όντι- πολλές  παρεξηγήσεις.

Το αντίδοτο στο φόβο


Το αντίδοτο στο φόβο δεν είναι το θάρρος ή το θράσος αλλά η αγάπη. Ο φόβος καλλιεργείται από τις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, προκειμένου το υποκείμενο να χειραγωγείται εύκολα, να καθίσταται υπήκοον και όχι πολιτικόν ζώον, να μην μπορεί να στοχαστεί αλλά να εφευρίσκει "αόρατους εχθρούς", να μην έχει πραγματική ελευθερία.

φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχειὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.  ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν• ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ' αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.

Α' Ἰωάννου, 4, 18-21

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης


Ἀνωνύμου, Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινόπολης, ἐπιμέλεια: Ἐμμ. Κριαράς, ἐκδ. ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη 2012,  ISBN:978-960-231-151-6.

 [Ἀπόσπασμα, στ. 1-15]

Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη,
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις.
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία,
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους.
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε 'λθεν τὸ μαντάτο;
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου
καὶ κάτεργον* τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το:
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:

Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.
 (...)

[πηγή: nektarios.gr, όπου και άλλοι Θρήνοι της Αλώσεως]

Ολόκληρο το "Ανακάλημα** της Κωνσταντινοπόλεως" (μονοτονικό) εδώ. 


*κάτεργον=γαλέρα
**Ανακάλημα=θρήνος

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Ομιλία του Θ.Ι.Ρηγινιώτη με θέμα: «Η αρμονία των πλασμάτων και η κληρονομιά του Γέροντα Παΐσιου» στις 5-6-2013 στο Ρέθυμνο

Την Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013, Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, στο πατάρι του βιβλιοπωλείου «Αυτογνωσία» (Καλλιθέα Ρεθύμνου, έναντι Σαβοϊδάκη) θα πραγματοποιηθεί ομιλία του θεολόγου Θεόδωρου Ρηγινιώτη με θέμα: «Η αρμονία των πλασμάτων και η κληρονομιά του Γέροντα Παΐσιου».

Στην ομιλία θα επιχειρηθεί να εκφραστούν άγνωστες όψεις της ορθόδοξης πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς, που βρίσκονται πέρα από την κοινώς εννοούμενη θρησκευτικότητα και αφορούν όχι μόνο στο περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά και στα γενικότερα αιτήματα του ανθρώπου της εποχής μας, που βασανίζεται από πληγές που ο ίδιος – ή κάποιοι άλλοι – έχουν ανοίξει στο σώμα και στο πνεύμα του.

Η ώρα έναρξης είναι 7 μ.μ., ενώ θα ακολουθήσει συζήτηση. Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Παναγιώτης Μαντζούφας,Αντιρατσιστικός νόμος ή αντιρατσιστικό φρόνημα;

Ο συλλογικός τόμος "Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης", στον οποίο συμμετέχει ο Π. Μαντζούφας

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταθέσει νομοσχέδιο για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών ρατσιστικής και ξενοφοβικής συμπεριφοράς ήλθε ως αμήχανη, πλην αναμενόμενη, αντίδραση του πολιτικού συστήματος στις διαρκώς αυξανόμενες, σε αριθμό και ένταση, ρατσιστικές επιθέσεις των δύο τελευταίων χρόνων. Το φαινόμενο έχει επισημανθεί τόσο από το Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και από της Εθνική επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ ελληνικός και ξένος τύπος έχει κάνει σχετικά αφιερώματα. Η ελληνική πολιτεία αντιδρά με το κλασσικό και μάλλον συνηθισμένο τρόπο που είναι η ψήφιση ενός νέου νόμου σε αντικατάσταση του ήδη ισχύοντος και σπανίως εφαρμοζόμενου ν. 927/1979 κατά των ρατσιστικών διακρίσεων. Είναι άραγε αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος;
Είναι ανεπαρκής η ισχύουσα νομοθεσία για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας που χρειάζεται επειγόντως συμπλήρωση με νέες επιβαρυντικές μορφές και νέα εγκλήματα ή μήπως παίζουμε το παιχνίδι των υπονομευτών της δημοκρατίας συρόμενοι στο πεδίο όπου η ποινικοποίηση του δράστη ενισχύει το ρόλο του αντισυστημικού παραβάτη που καταγγέλλει την σαπίλα του συστήματος;
Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες η ελευθερία της έκφρασης αντιμετωπίζεται ως ιερό δικαίωμα εφόσον μέσω αυτής δεν προσβάλλεται η προσωπικότητα φυσικών και νομικών προσώπων, ενώ επιτρέπει να καταγγελθούν ως χείριστες οι βασικές αξίες της δημοκρατικής συγκρότησης της κοινωνίας και το ίδιο το Σύνταγμα μας. Από καταβολής δημοκρατικών και φιλελεύθερων δημοκρατιών ο μισαλλόδοξος και ρατσιστικός λόγος μας θύμιζε, και κάποτε με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο(μεσοπόλεμος), πόσο εύθραυστη και ίσως ουτοπική μπορεί να αποδειχθεί η φιλελεύθερη συναίνεση γύρω από την οποία οφείλει να οργανώνεται ο κοινός μας βίος. Με τραγικό τρόπο οι δημοκρατίες μάθανε να συμβιώνουν με τους αρνητές τους, αποφεύγοντας να γίνουν επιθετικές αν δεν θέλανε να υπονομεύσουν τα ίδια τους τα αξιακά θεμέλια. Μοιραία λοιπόν, οποιαδήποτε προσπάθεια να απαγορεύσουμε τον ρατσιστικό λόγο οφείλει να αναμετρηθεί με τα όρια μεταξύ της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης και της υποχρέωσης της πολιτείας να προστατεύει την ζωή, την τιμή και την ελευθερία των πολιτών αίροντας διακρίσεις που θεμελιώνονται στην εθνικότητα, τη φυλή, την γλώσσα και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αρκετοί νόμοι της ελληνικής πολιτείας ποινικοποιούν πράξεις και λόγους που προσβάλλουν τα παραπάνω θεμελιώδη αγαθά, ιδιαίτερα αν η εγκληματική πράξη συνοδεύεται με μίσος για την εθνικότητα, τη φυλή, το  θρήσκευμα ή το γενετικό προσανατολισμό ενός προσώπου που σε αυτή την περίπτωση τυποποιείται ως επιβαρυντική περίπτωση(άρθρο 79 Π.Κ). Βέβαια είναι διαφορετική η προτροπή σε πράξεις βίας και μίσους κατά προσώπων λόγω χρώματος, φύλου, θρησκείας και εθνικής καταγωγής και διαφορετικός ο δημόσιος εγκωμιασμός αποτρόπαιων πράξεων με ρατσιστικό υπόστρωμα ή η άρνηση ιστορικών γεγονότων. Η πρώτη δικαιολογημένα προβλέπεται στο νομοσχέδιο και τιμωρείται με πολύ αυστηρότερες ποινές σε σχέση με το παρελθόν, ενώ η δεύτερη συνιστά ένα έγκλημα γνώμης που όσο και αν είναι αποκρουστικό για την πλειοψηφία των πολιτών, είναι δύσκολα συμβατή με ένα ποινικό σύστημα που τιμωρεί την πράξη και όχι το φρόνημα.
Εξίσου προβληματική μπορεί να αποδειχθεί και η σύνδεση των παραπάνω πράξεων φυσικών προσώπων με την λειτουργία συλλογικών πολιτικών φορέων και με ποινές που επιβάλλονται στα τελευταία. Η αντικειμενική ευθύνη του νομικού προσώπου-πολιτικού κόμματος για τις πράξεις των μελών του μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και πέραν της δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής και να οδηγήσει σε ένα κυνήγι μαγισσών όπου οι θύτες θα μετατρέπονται σε θύματα και το αντίστροφο.
Ωστόσο, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν στερείται σημασίας, ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο, αρκεί να αποφύγουμε υπερβολές, όπως η ποινικοποίηση της έκφρασης ακόμα και προσβλητικών -για την συλλογική ιστορική μνήμη- απόψεων, ενώ η αποτελεσματικότητα παρόμοιων μέτρων δεν συνδέεται μόνο με την ευστοχία των ρυθμίσεων αλλά συναρτάται κυρίως με την ετοιμότητα των οργάνων της τάξης να επιβάλλουν τη νομιμότητα και την επιθυμία των πολιτών να συγκροτήσουν ένα αντιρατσιστικό μέτωπο. Τα δύο τελευταία δυστυχώς δεν υπάρχουν και πρέπει να καλλιεργηθούν συστηματικά στο εκπαιδευτικό σύστημα και να αποτελέσουν κεντρικά σημεία του δημόσιου διαλόγου. Έτσι, η προτροπή των νεοναζιστών για ρατσιστική βία θα προσκρούει στην σθεναρή βούληση της πολιτείας και των πολιτών να υπερασπίζονται μια κοινωνία ισονομίας, δηλαδή να δώσουν μια πολιτική απάντηση στη βία και το ρατσισμό και όχι να προσθέσουν μια ακόμα ψηφίδα στην παραδοσιακή ελληνική πολυνομία.
                                                           
[Δημοσιεύθηκε στα "Νέα" στις 21-5-2013]
_______________________________
Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

π. Ευάγγελος Γκανάς, Πόλεμος και ειρήνη: Σχόλιο στη σχέση θρησκείας και επιστήμης


Την Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013 η Ένωση Ελλήνων Φυσικών (Ε.Ε.Φ) και η Εταιρεία Μελέτης των Σχέσεων Επιστήμης και Θρησκείας (Ε.ΜΕ.Σ.Ε.Θ) διοργάνωσαν εκδήλωση-εσπερίδα με θέμα: «Επιστήμη και Θρησκεία: Από τις θεωρίες και τα δόγματα στον άνθρωπο».

Ο π. Ευάγγελος Γκανάς, ηλ. μηχανολόγος ΕΜΠ, εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Μελετίου Σεπολίων μίλησε με θέμα:  "Πόλεμος και ειρήνη: Σχόλιο στην σχέση Θεολογίας και Επιστήμης".


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ευστάθιου Χ. Λιανού Λιάντη, Με αφορμή τις κωδωνοκρουσίες των Καλαβρύτων: Υπάρχει ορθόδοξος εθνικισμός;

Ανιχνεύοντας την ιδεολογική παραφθορά του χριστιανικού μηνύματος
Ένα από τα σημαντικά βιβλία που έχει επιμεληθεί ο Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης


και είπε Κύριος· τί πεποίηκας; φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με εκ της γης

Γεν. 4:10

Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία υφίσταται ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να δώσει την απάντηση στην αποδοχή ή την απόρριψη του εθνικισμού από το σώμα της. Αυτό είναι η εκκλησιολογική τεκμηρίωση της αγιότητας των ονομαζόμενων «στρατιωτικών αγίων», μιας αγιολογικής κατηγορίας, η οποία, παρά τις προσπάθειες αλλοτρίωσης της ταυτότητάς της από τους κρατικούς θεσμούς, παραμένει η πλέον επαναστατική και αντιεξουσιαστική. Οι άγιοι Γεώργιος, Δημήτριος, Σεβαστιανός, για να αναφερθούμε μόνον στους επιφανέστερους, δεν ήταν στρατιωτικοί που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία· ήταν αξιωματικοί που διακήρυξαν τη χριστιανική τους πίστη, αρνούμενοι την αυτοκρατορική/εθνική λατρεία και την κρατική θρησκευτική πολιτική. Έτσι, ήλθαν αντιμέτωποι με την εξουσία, που τους επέβαλε μαρτυρικό θάνατο. Την καθοριστική τους μάχη την έδωσαν μη μαχόμενοι, ενώ τη στιγμή του θανάτου στάθηκαν άοπλοι, «άδοξοι» για την εγκόσμια «εν όπλοις» δόξα.
Όταν η αυτοκρατορία έγινε χριστιανική, τέθηκε το ζήτημα της ιερότητας των πολέμων, που διεξήγαγε, και ζητήθηκε από την Εκκλησία η αναγνώριση ως αγίων των στρατιωτών οι οποίοι έχαναν τη ζωή τους πολεμώντας υπό τα λάβαρα του χριστιανού αυτοκράτορα. Όμως, η βυζαντινή θεολογία γνώριζε τα όρια των περιχωρήσεων των θεσμών. Η απάντηση της συνόδου του Πατριαρχείου στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, ήταν: «Πώς αυτοί που φονεύουν και φονεύονται στους πολέμους θα μπορούσαν να λογισθούν μάρτυρες ή εφάμιλλοι των μαρτύρων, όταν οι θείοι κανόνες τους επιβάλουν επιτίμιο, εμποδίζοντάς τους για τρία χρόνια από την ιερή μετάληψη;». Κανένας πόλεμος για τη βυζαντινή Εκκλησία δεν μπορούσε να είναι ιερός, διότι αυτό θα αλλοίωνε την καθαυτή υπόστασή της ως Εκκλησία του Χριστού. Ο πόλεμος, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε έθνη και η αντιπαλότητά τους είναι χαρακτηριστικά του «κόσμου τούτου». Και οι ιεράρχες θεολόγοι της εποχής δεν λησμονούσαν ότι ακόμη κι αν βρίσκονταν εντός του κόσμου, και αναγκάζονταν σε συμβιβασμούς, δεν ανήκαν σ’ αυτόν· «εκ του κόσμου ουκ εισίν καθώς εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί» Ιω. 17:16.
Σήμερα οι ορθόδοξοι αρχιερείς φέρουν αμφίεση παρόμοια μ’ εκείνη του βυζαντινού αυτοκράτορα· ένα τυπολογικό ιδίωμα που διατηρείται προκειμένου να επισημανθεί η νοητή συνέχεια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Παρότι ο τύπος εμμένει, η ουσία επιλανθάνεται. Και τούτο δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τη θεολογία αλλά και με την «κοσμοθεωρία» της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ήταν πολυεθνικό και «υπερεθνικό» σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες. Αφομοίωνε και ενέτασσε λαούς όχι με εθνολογικούς αλλά με πολιτιστικούς όρους. Και οι «αλλοεθνείς» έφθαναν έως το ύπατο αξίωμα. Ο αρμενικής καταγωγής Ηράκλειος ήταν αυτός που θέσπισε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας την ελληνική. Τη δυναστεία του Ηρακλείου διαδέχθηκε η συριακή δυναστεία των Ισαύρων, για ν’ ακολουθήσουν οι Φρύγες του Αμορίου. Έναντι, λοιπόν, ποιας πολιτιστικής κληρονομιάς ή παράδοσης μπορεί ένας ιεράρχης να ιδεολογικοποιεί τον ρατσισμό, να προπηλακίζει τους μετανάστες ως ανεπιθύμητους, να μιλάει για εθνική καθαρότητα;
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας, ανάστημα κεφαλαιώδες για την Εκκλησία της Ελλάδος, αναρωτήθηκε κάποτε: «Πώς μπορούμε εγώ και ο αδελφός μου από την άλλη μεριά των συνόρων, ως ορθόδοξοι επίσκοποι, να ευλογούμε στρατεύματα, που αν χρειαστεί, θα διεξάγουν μια φονική μάχη μεταξύ τους;». Οι λόγοι αυτοί εκφράζουν την αναγκαία θεολογική ευαισθησία, το συνειδησιακό ενέργημα, του χριστιανού ποιμένα, ο οποίος αντιλαμβάνεται το σύνορο ως εμπόδιο της αδελφοσύνης. Εδώ έγκειται και η διαφορά, εκκλησιολογική και κανονική, της περιφεριοποίησης της εκκλησιαστικής διοίκησης, που υφίστατο από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες για την εξυπηρέτηση ποιμαντικών αναγκών με τον ψευδο-νεωτερικό εθνικό διαχωρισμό των Εκκλησιών.
Η πράξη του εθνικού διαχωρισμού συνιστά αίρεση για την Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνα με τον Όρο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 1872). Το κείμενο του Όρου αποκόπτει από το εκκλησιαστικό σώμα όσους πρεσβεύουν ή εφαρμόζουν εθνοφυλετικές αντιλήψεις και πρακτικές: «Αποκηρύττουμε, επικρίνοντας και καταδικάζοντας, τον φυλετισμό, δηλαδή τις φυλετικές διακρίσεις και τις εθνικές έριδες και φθόνους και διαιρέσεις στην Εκκλησία του Χριστού […]. Εκείνους που αποδέχονται αυτόν τον φυλετισμό και πάνω του τολμούν να θεμελιώνουν καινοφανείς φυλετικές παρασυναγωγές, τούς κηρύττουμε, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, αποκομμένους από τη μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και ως εκ τούτου σχισματικούς».
Η απάντηση, λοιπόν, στους ιερωμένους που σηκώνουν τα εθνικιστικά λάβαρα δεν είναι ότι δεν έχουν δικαίωμα να μιλούν γιατί είναι «εκκλησιαστικοί». Έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται, όπως κάθε κοινωνική τάξη σε μια δημοκρατική χώρα. Η απάντηση, που οφείλει να δοθεί από τους προοδευτικούς φορείς, είναι ότι αυτές οι θέσεις τους είναι απροκάλυπτα αντιχριστιανικές και τους καθιστούν υπόλογους στην ίδια την Εκκλησία. Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτήριζε αυτούς τους επισκόπους «λύκους βαρείς, που διασπούν το ποίμνιο του Χριστού»· και είναι όντως «λύκοι βαρείς» όσοι εγκολπώνονται τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον ναζισμό, ειδικά όταν οι ίδιοι φέρουν εγκόλπιο με τη μορφή του Χριστού.
——————————————
Ο Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης είναι θεολόγος και επιμελητής εκδόσεων.

Θ.Ι.Ζιάκας: Οικουμένη, Έθνος και ορθόδοξος μυστικισμός


Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]
Οι πολιτισμοί θεμελιώνονται στον ειδικό τρόπο που νοηματοδοτούν τη σχέση Ανθρώπου – Θεού. Σε εποχές όπου ο τύπος ανθρώπου που κατασκευάζουν δεν μπορεί να αναπαραχθεί εύκολα ή αποσυντίθεται, ανακύπτει, ως κεντρικό αίτημα και αναζήτηση, η αναθεμελίωση του πολιτισμού, η ανα-νοηματοδότηση της πρωταρχικής υποκειμενοποιητικής σχέσης. Είναι η εποχή του φονταμενταλισμού και του μυστικισμού. Μεγάλες προσδοκίες επενδύονται τότε στη μυστικιστική ενόραση και στις πρακτικές της.

Διεθνές και δεσπόζον σήμερα φαινόμενο είναι ο φονταμενταλισμός και η λεγόμενη “νέα θρησκευτική συνείδηση”, στα πλαίσια της οποίας ο μυστικισμός κατέχει την πρωτοκαθεδρία, εξισούμενος με την “ουσία” της θρησκείας. Είναι ένα φαινόμενο που φανερώνει ότι η κρίση του δυτικού πολιτισμού, του πολιτισμού της νεωτερικότητας, είναι πλέον κρίση θεμελιακή.

Ο Ελληνισμός μετέχει στο φαινόμενο με την αναβίωση του ελληνορθόδοξου μυστικισμού και με τη μεγάλη ακτινοβολία που έχει αποκτήσει το Άγιο Όρος, ως το μόνο ενεργό “μυστικιστικό ηφαίστειο” στον ευρωπαϊκό χώρο. Συγχρόνως ο Ελληνισμός βρίσκεται σ’ ένα επικίνδυνο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών, όπου καλείται να σπάσει τους νάρθηκες του ελλαδισμού[1] και να ξαναβρεί την οικουμενική του διάσταση. Στις συνθήκες αυτές η συζήτηση για τη σημασία, τον ρόλο και την ενδεχόμενη προσφορά του ελληνορθόδοξου μυστικισμού, βρίσκεται εδώ και καιρό στην ημερήσια διάταξη. Το θέμα είναι, με άλλη διατύπωση, η πιθανή μετανεωτερική αξία του μηνύματος που κομίζει στον κόσμο το Άγιο Όρος.

Σχέση Έθνους – Οικουμένης


Το Άγιο Όρος είναι πολιτεία οικουμενική, επί ελληνικού εδάφους. Αντιπροσωπεύονται σ’ αυτό όλα σχεδόν τα έθνη της λεγόμενης “βυζαντινής” ελληνικής Οικουμένης. Ενσαρκώνει την οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού, σε άκρα αντίθεση με το κράτος της ελλαδιστικής Ψωροκώσταινας.

Όμως η σχέση Έθνους και Οικουμένης είναι άγνωστη στη σύγχρονη “προοδευτική” και “συντηρητική” διανόησή μας. Γι’ αυτό, πριν μιλήσουμε για το θέμα, πρέπει να δώσουμε το σχετικό αλφάβητο.

Το Έθνος είναι μετοχή στον Κοινό Λόγο μιας καθορισμένης ιστορικής Οικουμένης. Ενός οικουμενικού πολιτισμού. Τα σημερινά έθνη, δηλαδή τα νεωτερικά έθνη, είναι τρόποι ύπαρξης της Νεωτερικότητας. Μετέχουν στον επικρατούντα σήμερα νεωτερικό πολιτισμό με τον ιδιαίτερο δικό τους τρόπο – τη λεγόμενη “εθνική ταυτότητα”. Έθνη υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Ήταν τα έθνη της προνεωτερικής εποχής. Μετείχαν κι αυτά σε αντίστοιχες μορφές Οικουμένης: την Ορθόδοξη (Έλληνες, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Γεωργιανοί κ.ά.), την Καθολική-παπική, την Ισλαμική κ.λπ. Μετοχή στη νεωτερικότητα σημαίνει ότι σε όλα τα σύγχρονα έθνη η νεωτερική παράδοση είναι κυρίαρχη. Δηλαδή: Ελέγχει την παιδεία. Τα πρότυπά της είναι κυρίαρχα. Καθορίζει αυτή, περισσότερο από κάθε άλλη, την ιεράρχηση των αναγκών. Είναι ο κοινός πολιτισμικός παρονομαστής, ανάμεσα στην Αμερική π.χ. και στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Κίνα ή το Μπουρούντι…

Η οικουμενικότητα είναι πάντοτε σχετική. Η νεωτερική οικουμενικότητα έχει σήμερα πλανητική διάσταση. Καμιά προηγούμενη δεν την είχε. Όλες τους εκτείνονταν σε μέρος μόνο του πλανήτη. Ποτέ στο σύνολό του. Αυτή είναι μια καθοριστική διαφορά της σημερινής Οικουμένης από τις παλιότερες. Αλλά η σχετικότητα δεν είναι μόνο γεωγραφική. Είναι ήδη φανερό ότι τα νεωτερικά οικουμενικά πρότυπα δεν έχουν την καθολικότητα, την πραγματική οικουμενικότητα, που νόμιζαν οι διαφωτιστές. Δεν είναι για όλους, αλλά μόνο για τους λίγους. Στη γενίκευσή τους είναι οφθαλμοφανώς ασυμβίβαστα με την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη. Ανάλογα ελλείμματα οικουμενικότητας, σε άλλη κλίμακα βέβαια, είχαν και οι προνεωτερικές μορφές Οικουμένης.

Οι διαφορετικές μορφές Οικουμένης παραπέμπουν σε διαφορετικούς τύπους εθνών. Τα νεωτερικά έθνη είναι τύπος εθνών διαφορετικός από τα προνεωτερικά. Οι ιστορικοί τύποι ζουν σωρευτικά στο σημερινό έθνος. Το έθνος υφίσταται έτσι ως σχηματισμός παραδόσεων. Ως ταυτόχρονη μετοχή σε διαφορετικές μορφές Οικουμένης, οι οποίες υφίστανται, ως δρώσες παραδόσεις, σε καθορισμένες σχέσεις μεταξύ τους. Κυρίαρχη παράδοση, κεντρική παράδοση, περιφερειακές παραδόσεις. Κυρίαρχη είναι σήμερα η νεωτερική. Κεντρική είναι, στα παλιά έθνη, όπως το ελληνικό, το κινεζικό κ.ά. η ιστορικότερη από τις προνεωτερικές παραδόσεις. Κεντρική σε μας είναι η Ορθοδοξία, αν μιλάμε για το θρησκευτικό πεδίο. Ο Κοινοτισμός αν μιλάμε για το πολιτειακό. Το Πρόσωπο αν μιλάμε για το οντολογικό πεδίο. Η ελληνική Κοινή αν μιλάμε για το γλωσσικό. Στην αγιορείτικη Πολιτεία όλες αυτές οι παραδόσεις υφίστανται ως ενιαία παράδοση και αποτελούν όχι μόνο την κεντρική, αλλά και την κυρίαρχη παράδοση. Εξακολουθεί να ζει εκεί “το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο”. Βεβαίως η νεωτερικότητα μπήκε στο Όρος και το επηρέασε, από πολλές πλευρές, με την κοινή σε όλο τον ορθόδοξο χώρο έκφραση, που είναι το ζεύγμα ευσεβισμού-εθνοφυλετισμού, αλλά δεν απέκτησε την επιρροή ηγετικής παράδοσης, όπως στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.

Η οικουμενικότητα δεν “αποκλείει” την εθνικότητα. Ούτε η εθνικότητα την οικουμενικότητα. Όπως πιστεύουν οι “προοδευτικοί” και οι “συντηρητικοί” μας φωστήρες. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Είναι η κλασική σχέση “ουσίας” και “υπόστασης”. Όλου και μέρους στο πεδίο του πολιτισμού.

Οι μεταβατικές εποχές


Οι μεταβάσεις, από μια μορφή Οικουμένης σε άλλη, είναι ιδιαίτερες εποχές, όπου ρευστοποιούνται οι πριν παγιωμένες πολιτισμικές δομές. Οι εποχές αυτές έχουν έντονα τα χαρακτηριστικά της “θεμελιακής” αναζήτησης. Είναι εποχές συγκρητισμού και αναθεμελίωσης.

Σήμερα η νεωτερικότητα αμφισβητείται παντού στον κόσμο. Παράλληλα ένας όψιμος “εκσυγχρονισμός” προσπαθεί να επαναλάβει το “αποτυχημένο” πείραμα εκνεωτερισμού, σε όλες σχεδόν τις χώρες της περιφέρειας. Η κυοφορούμενη μετανεωτερική μορφή Οικουμένης, αν γεννηθεί, θα αναδείξει ασφαλώς τον δικό της τύπο έθνους: το μετανεωτερικό έθνος. Από τη νεωτερική εθνική ταυτότητα βαίνουμε πιθανώς για μια άλλη μετανεωτερική. Η πάλη για τη μετανεωτερική αναμόρφωση της Οικουμένης και των εθνών, συνιστά βασική τάση στην τρέχουσα διεθνή κατάσταση. Η λεγόμενη “παγκοσμιοποίηση” δεν πρόκειται να εξαλείψει τα έθνη, απλώς θα τα αλλάξει. Το ζήτημα είναι να δει κανείς ποιο θα είναι το περιεχόμενο της μετανεωτερικής εθνικότητας. Ποιος θα είναι ο Κοινός Λόγος της μετανεωτερικής Οικουμένης.

Το μετανεωτερικό ανιχνεύεται στα συμπτώματα της κρίσης του νεωτερικού, τα οποία υποδηλώνουν ένα σαφέστατο έλλειμμα οικουμενικότητας, ήδη απειλητικό για την αναπαραγωγή του παγκόσμιου συστήματος. Απ’ έξω φαίνεται σαν “έλλειμμα δικαιοσύνης“, συναγόμενο από την πρωτοφανή εθνική και κοινωνική ανισότητα, που συμπυκνώνεται εκρηκτικά στο χάσμα Βορρά-Νότου. Επίσης σαν επικίνδυνο έλλειμμα οικολογικής ισορροπίας. Από μέσα φαίνεται σαν ανθρωπολογική αποσύνθεση. Έλλειμμα υποκειμενικότητας. Έκλειψη του υποκειμένου. Αυτονόμηση των συστημάτων. Μηχανοποίηση του ανθρώπου.

Κατά βάθος ζούμε το φαινόμενο που ονομάζουμε κρίση της εξατομίκευσης. Ο νεωτερικός πολιτισμός είναι εξατομικευτικός πολιτισμός. Παίρνει τον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του και τον εκπαιδεύει έτσι ώστε να γίνει Άτομο. Σε αντίθεση με τους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς, που φροντίζουν να καταπνίγουν την ατομικότητα μέσα στον άνθρωπο, κάνοντάς τον ανίκανο να απογαλακτισθεί από την ομάδα. Ο νεωτερικός εξατομικευτικός πολιτισμός είναι ο τρίτος στην Ιστορία, μετά τους αρχαίους, τον ελληνικό[2] και τον ρωμαϊκό. Από την ελληνική, αλλά και τη ρωμαϊκή εμπειρία, ξέρουμε, αυτό που επιβεβαιώνουμε σήμερα: ότι η εξατομίκευση, όταν πλησιάσει στο κατώφλι της ολοκλήρωσής της, έρχεται αντιμέτωπη με τις εσωτερικές της αντιφάσεις, οι οποίες εξωτερικεύονται με τη μορφή τρομερών κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία δεν μπορούν να λυθούν χωρίς “αλλαγή παραδείγματος”. Τότε το Άτομο διασπάται και το κοινωνικό οικοσύστημά  του καταρρέει. Η δε παράδοση-τροφός του περιέρχεται σε θανάσιμη “κρίση ταυτότητας”. Δυστυχώς οι επεξεργασίες μας πάνω στο καίριο αυτό θέμα είναι ακόμη στα σπάργανα.[3]

Ξέρουμε από την εποχή του Ηράκλειτου ότι ο άξονας κάθε Οικουμένης είναι θρησκευτικός. “Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπιοι νόμοι υπό ενός του θείου“. Είναι, όπως είπαμε και στην αρχή, η νοηματοδότηση της σχέσης Ανθρώπου – Θεού. Η νεωτερική νοηματοδότηση, εντελώς πρωτότυπη, ήταν η εξής: Ο Θεός είναι Μηδέν. Η σχέση με τον Θεό είναι σχέση με το Μηδέν. Γι’ αυτό και πολλοί θεωρητικοί της κρίσης της νεωτερικότητας αναγνώρισαν στον Μηδενισμό το τελικώς σαθρό θεμέλιο της νεωτερικής εξατομίκευσης. Η μηδενιστική νοηματοδότηση της θεμελιακής υποκειμενοποιητικής σχέσης είχε γίνει, σημειωτέον, καθαρώς για λόγους μεταφυσικής διασφάλισης της ατομικής ελευθερίας. Λόγους απολύτως δικαιωμένους ιστορικά, αφού ο θεός της μεσαιωνικής Δύσης παραήταν δεσποτικός και ανελεύθερος.

Η μηδενιστική νεωτερική “θέσμιση”, λόγω του ελλείμματος οικουμενικότητας στο οποίο αναφερθήκαμε, αμφισβητείται ήδη ριζικά. Απ’ έξω την πολεμά ο φονταμενταλισμός. Από μέσα τη ροκανίζει η λεγόμενη “νέα θρησκευτική συνείδηση”, στην οποία περιλαμβάνονται και οι περισσότερες μορφές της οικολογίας.

Η φονταμενταλιστική αμφισβήτηση έχει ευρύ ριζοσπαστικό βεληνεκές, διότι βοηθά τους λαούς της περιφέρειας να βγουν από την εθνική αλλοτρίωση. Να απαλλαγούν από τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της νεωτερικής παράδοσης. Οξύνει την αυτοσυνειδησία τους και τείνει να μετατρέψει τα περιφερειακά έθνη σε υποκείμενα της σύγχρονης ιστορίας τους. Ο φονταμενταλισμός είναι ωστόσο παγιδευμένος. Όχι μόνο από τη νεωτερική αλλοτρίωση των προνεωτερικών παραδόσεων, αλλά και από τα δικά τους ιστορικά ελλείμματα οικουμενικότητας, που είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτό της νεωτερικής παράδοσης. Ο βασικός λόγος, που ο φονταμενταλισμός δεν συνιστά εναλλακτική λύση στη νεωτερικότητα, είναι γιατί τα πρότυπα που επικαλείται είναι κολεκτιβιστικά.[4] Ανάλογη είναι η κατάσταση και με τη λεγόμενη “νέα θρησκευτική συνείδηση” που αναπτύσσεται στη Δύση. Ενώ αυτό που ζητά ο δυτικός άνθρωπος από τη “νέα πνευματικότητα” είναι η διάσωση του ατόμου, η αναγέννησή του σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου θα αίρεται η αντίθεση ελευθερίας – δικαιοσύνης και ανθρώπου – φύσης, παγιδεύεται σε οντολογίες κοσμοκεντρικές και κατά βάθος κολεκτιβιστικές. Ενώ καταρρίπτει τις επαναπαυτικές ανοησίες του θετικισμού και καλεί το άτομο στην εγρήγορση και την υπευθυνότητα, η “νέα πνευματικότητα” είναι αδιόρατα δεσμευμένη στην άγονη τροχιά της μεταφυσικής απροσωπίας. Οι μεταφυσικές της είναι σαφώς προχριστιανικές.[5]

Η κρίση του νεωτερικού μηδενισμού, ο φονταμενταλισμός και ο “νέος μυστικισμός“, συνθέτουν το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλούμαστε να αναρωτηθούμε για τον ρόλο της κεντρικής μας παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο. Και ειδικότερα για τον ρόλο του Αγίου Όρους, δηλαδή του χώρου όπου η παράδοση αυτή ότι έχει υποστεί τη λιγότερη νεωτερική αλλοτρίωση.

Η σημασία του ελληνορθόδοξου μυστικισμού


Το ζητούμενο (και διαφιλονικούμενο) είναι ο τύπος ανθρώπου. Το δυναμικό άτομο της νεωτερικότητας δίνει τη θέση του στο αυτοματισμένο άτομο. Ο άνθρωπος-κατασκευαστής συστημάτων υποδουλώνεται στα συστήματα, η αναπαραγωγή των οποίων αποβαίνει και ο σκοπός της χαμοζωής του. Ποιος είναι ο ζητούμενος μετανεωτερικός τύπος ανθρώπου, αν αυτός δεν θέλουμε να είναι το Αυτόματο; Ιδού το κεντρικό ερώτημα. Η σύζευξη ανθρώπου-μηχανής είναι, όλο και περισσότερο, το δεδομένο αντικειμενικό πλαίσιο του ανθρωπολογικού προβλήματος σήμερα. Ο άνθρωπος-μηχανή ζητά τον τρόπο να υπερβεί τη μηχανικότητα, μέσα κι έξω του.

Έχει απάντηση η ελληνική παιδεία; Η όποια ελληνική παράδοση;

Από τις διάφορες μερίδες της διανόησής μας μόνο η λεγόμενη “νεορθόδοξη” έχει δώσει απάντηση. Η λεγόμενη “προοδευτική”, βαθιά νυχτωμένη, δεν δέχεται καν το ερώτημα. Γι’ αυτήν η νεωτερικότητα είναι το “τέλος της Ιστορίας”. Δεν υπάρχει “πέραν” της νεωτερικότητας. Μόνο “πίσω” υπάρχει. Ούτε η λεγόμενη “συντηρητική” μερίδα έχει δώσει κάποια απάντηση. Δεν ασχολείται με  τέτοια ζητήματα. Η μόνη απάντηση που διαθέτουμε είναι λοιπόν αυτή των “νεορθόδοξων” για το Πρόσωπο. Η ενιαία ελληνική παράδοση γνωρίζει το Πρόσωπο, ως ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος υπερβαίνει το δίπολο ατομικισμού-κολεκτιβισμού. Το Πρόσωπο είναι υποκείμενο αγαπητικής και όχι κυριαρχικής-εξουσιαστικής κοινωνικής ενέργειας, όπως το Άτομο. Υποτίθεται μάλιστα ότι μας διδάσκει, η παράδοση αυτή, πώς φτιάχνεται ο εν λόγω τύπος υποκειμένου.

Από τις παραδοσιακές περιγραφές μπορούμε, όντως, να διαπιστώσουμε ότι το Πρόσωπο ταιριάζει εκπληκτικά με τον τύπο ανθρώπου που ζητάμε στα πλαίσια της μετανεωτερικής αναζήτησης. Η μόνη σοβαρή επιφύλαξη που θα μπορούσα να διατυπώσω είναι μήπως περιγράφει ένα ιδανικό, που είναι μεν ωραίο αλλά αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Μπορεί το Πρόσωπο να ενσαρκωθεί σε πρακτική πρόταση; Αυτό είναι που μετράει.

Η πίεση του πρακτικού ερωτήματος είναι, ουσιαστικά, και το αίτιο, που προκάλεσε την αναβίωση του μοναχισμού στον ελληνικό χώρο και την εκπληκτική άνοδο της ακτινοβολίας του Αγίου Όρους. Το ερώτημα απευθύνεται, πριν απ’ όλα, στους καλογήρους μας. Μπορούν να ανταποκριθούν στο πιεστικό αυτό αίτημα των καιρών; Δύσκολη η απάντηση, αλλά προκειμένου για το Όρος πρέπει να είναι, ασφαλώς, πιο εύκολη, σε σύγκριση με την κρατικοποιημένη ελλαδική εκκλησία. Υποτίθεται, επαναλαμβάνουμε, ότι εκεί είναι λιγότερο βαρύ το νεωτερικό κέλυφος και η εξ αιτίας του στρεβλωτική αλλοτρίωση. Το Όρος υπήρξε η Κιβωτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η οικουμενικότητά του παραμένει ζωντανή. Ο ελληνισμός του υπέρτερος του ελλαδισμού.

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε διατυπώσει σωστά το ερώτημα. Ότι δηλαδή ζητάμε τον μετα-ατομικό, μετα-κολεκτιβιστικό, μετα-μηχανικό άνθρωπο. Ας υποθέσουμε, επί πλέον, ότι αυτός είναι το Πρόσωπο. Ας υποθέσουμε τέλος ότι η αθωνική Πολιτεία κρύβει μέσα της, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τη δυνατότητα πραγμάτωσης του ιδανικού αυτού.[6] Τίθεται το ερώτημα: πώς φανταζόμαστε το δια ταύτα, το πρακτέο, την παρέμβαση στο ιστορικό πρόβλημα;

Από τη στιγμή που μιλάμε για σκόπιμη δραστηριότητα αυτή αυτομάτως προσδιορίζεται σε δύο μέτωπα: α) Ως ειδική εκπαίδευση που δίνει στο άτομο την ικανότητα να υπερβαίνει τη μηχανικότητα, μέσα κι έξω του. Και β) ως οικοδόμηση Κοινότητας (όχι σέκτας) ικανής να αντέχει στο μηχανικό περιβάλλον των συστημάτων και να το αλλοιώνει, λειτουργώντας ως ενσάρκωση του Προσώπου. Μιλάμε λοιπόν για προσωποκεντρική εκπαίδευση, αφ’ ενός και για δημιουργία προσωποκεντρικών κοινοτήτων, αφ’ ετέρου. Ή αλλιώς: για το πώς μαθαίνουμε να αποκτούμε την Αγάπη, που συνιστά το Πρόσωπο και για το πώς οικοδομούμε Κοινότητα πάνω στην “Άκτιστη” αυτή Ενέργεια.

Αυτά τα δυο είναι που προσδοκούμε από το πιο συνειδητό και εξελιγμένο δυναμικό της οικουμενικής μας παραδόσεως. Αν είχαμε καρποφορία στις δυο αυτές κατευθύνσεις, θα μπορούσε να δοθεί το έναυσμα για τη δημιουργία μιας νέας οικουμενικής παραδόσεως, ικανής να μπει στη θέση της νεωτερικής και να καλύψει τα κενά και τους κινδύνους που δημιουργεί η κατάρρευσή της. Θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να βγάλει τη μετανεωτερική αναζήτηση από τον κλειστό φονταμενταλιστικό και “νεοθρησκευτικό” της ορίζοντα.

Αν, όπως πιστεύουν οι συνθρησκειώτες μας, ο Λόγος του Προσώπου είναι υπεριστορικός, αλλά ενσαρκώνεται μέσα στην Ιστορία. Αν οι ιστορικές μορφές ενσάρκωσης του Λόγου είναι πάντοτε πεπερασμένες και σχετικές και κατ’ ανάγκην διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Τότε καλούμαστε, ουσιαστικά, να περάσουμε σε μιαν άλλη μορφή ιστορικού χριστιανισμού. Απροσδιόριστα διαφορετική από εκείνη του νεωτερικού ή του προνεωτερικού ιστορικού χριστιανισμού. Πώς ακριβώς θα είναι ο μετανεωτερικός ιστορικός χριστιανισμός δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά αν δεν είμαστε σταθεροί στη διαχρονική ουσία της τριαδικής παραδόσεως και ανοιχτοί σε νέες μορφές δεν θα μπορέσουμε φυσικά ποτέ να το μάθουμε.

Περιορισμοί


Σε κάθε πρόταση η διερεύνηση των περιορισμών αποτελεί σημαντικό θέμα. Αν δεν εντοπίσεις τους υφιστάμενους περιορισμούς και δεν τους παρακάμψεις, είσαι καταδικασμένος να μείνεις στις καλές προθέσεις και στους ευσεβείς πόθους.

Στην περίπτωσή μας μπορούμε να κατατάξουμε τους υφιστάμενους περιορισμούς σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με το νεωτερικό κέλυφος που βαραίνει πάνω στην Ορθόδοξη παράδοση και το οποίο δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να επιβιώσει στα πλαίσια του νεωτερικού πολιτισμού. Η δεύτερη κατηγορία συνδέεται με την αλλοτρίωση που έχει επιφέρει στην Ορθόδοξη παράδοση η υποταγή στη νεωτερικότητα και εξ αιτίας της οποίας έχουν νοθευτεί σοβαρά τα κριτήρια. Η τρίτη κατηγορία περιορισμών συνδέεται με τις επιβιώσεις του προνεωτερικού ελλείμματος οικουμενικότητας, εξ αιτίας του οποίου στο παρελθόν υπερφαλαγγιστήκαμε από το Ισλάμ και τη φραγκοτευτονική Δύση. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει ανάλυση και των τριών κατηγοριών. Για κάποια στοιχεία πάνω στις δυο πρώτες θα παραπέμψω τον αναγνώστη στα βιβλία μου Έθνος και Παράδοση[7] και Έκλειψη του Υποκειμένου,[8] για να αναφερθώ εδώ δι’ ολίγων στους προνεωτερικούς περιορισμούς.

Ο μοναχισμός ξεκίνησε ως αμυντικό κίνημα: Φεύγω στην έρημο για να διαφυλάξω την αυθεντικότητα του χριστιανικού βιώματος. Για να σώσω το ιδεώδες από την απειλούμενη παραχάραξη. Αναδιπλώνομαι μακριά από τον κόσμο, σε αναμονή ευνοϊκότερων ιστορικών συνθηκών. Παραιτούμαι, προσωρινά, από το παράγγελμα “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη” και “ως εν ουρανώ και επί της γης”. Όμως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Η φυγή από τον κόσμο έγινε ιδανικό, οριστική. Τούτο αποτελούσε σαφώς και εξακολουθεί να αποτελεί, στρεβλή κατανόηση του χριστιανισμού. Ο Χριστός πήγε στην έρημο, αλλά μόνο για σαράντα μέρες. Όχι για ολόκληρη τη ζωή του. Εμείς, κόβοντας τον Χριστό σε φέτες, παίρνουμε το κομμάτι που μας βολεύει. Στην προκειμένη περίπτωση μόνο το κομμάτι που αντιστοιχεί στις σαράντα μέρες. Είναι αυτονόητο ότι η φυγή, για κάποιο διάστημα, ενώ είναι νόμιμη και αναγκαία, δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι αναγκαία για λόγους προετοιμασίας, ώστε η επάνοδος στον κόσμο και η δουλειά μέσα στον κόσμο, να είναι αποτελεσματική. Το μοναστήρι είναι ένα είδος πανεπιστήμιο. Δεν λέμε πως δεν χρειάζεται. Απεναντίας: χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση απλώς δεν έχεις εκπαίδευση. Και χωρίς εκπαίδευση δεν έχεις τίποτα. Αλλά δεν πάμε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάζουμε αιωνίως. Ο σκοπός είναι να βοηθήσουμε τον κόσμο, όχι τον εαυτό μας. Βοηθάμε και “σώζουμε” τον εαυτό μας, μόνο στο μέτρο που βοηθούμε και “σώζουμε” τον κόσμο.

Υπάρχει λοιπόν στον δικό μας ιστορικό χριστιανισμό μια ορισμένη στρέβλωση, ως προς τη θέση του μυστικισμού. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τις ρίζες της στρέβλωσης αυτής. Βρίσκονται στην εποχή της ελληνικής παρακμής. Ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο νεοπλατωνισμός, ο γνωστικισμός, είχαν έναν κοινό παρονομαστή: η αριστοκρατία του πνεύματος αποσύρεται στον Κήπο της, μακριά από την ακάθαρτη πολιτειακή πραγματικότητα. Ο πνευματικός άνθρωπος μεταβάλλεται σε ιδιώτη, ατομικά ή κατά ομάδες. Η τραυματική εμπειρία της χρεοκοπίας του ελληνικού πολιτειακού ιδεώδους, της Πολιτείας της βασισμένης στο αυτεξούσιο ελληνικό άτομο, αφού μεταλλάχθηκε σε θεοποίηση του ηγεμόνα και εισαγωγή των περσικών αυτοκρατορικών προτύπων, ως αναγκαίων για την ύπαρξη “Οικουμένης”, έγινε θεωρία δικαιωτική της αποχής του πνευματικού ανθρώπου από τα πολιτειακά δρώμενα. Η Άνω Πόλις παίρνει διαζύγιο από την Ενθάδε Πόλιν και αυτή η τελευταία εκχωρείται στον Διάβολο (τον “άρχοντα του κόσμου τούτου”) και τελικά στον Σουλτάνο. Η “συναλληλία” υπήρξε μόνο στο πεδίο της ιδεολογίας, όχι στην πράξη. Δεν ισχυρίζομαι εδώ ότι μπορούσε να γίνει (ή όχι) και διαφορετικά. Απλή διαπίστωση κάνω. Δεν ισχυρίζομαι επίσης ότι αυτή η γραμμή κυριάρχησε απόλυτα ή στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι σίγουρο, πάντως, ότι δεν ήταν αυτή η γραμμή του οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Χρυσοστόμου, του Μαξίμου του Ομολογητή, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Όμως η σχέση των δύο γραμμών δεν έγινε ποτέ αντικείμενο διεξοδικών διευκρινίσεων. Ο όρος “συγκόλληση” θα ήταν ο καταλληλότερος για να αποδώσει αυτό που ίσχυσε στην πράξη.

Η σχέση των δύο γραμμών πρέπει να επανακαθοριστεί σήμερα διεξοδικά. Εξάπαντος και κατεπειγόντως. Αλλιώς θα ενσωματωθεί και ο Ορθόδοξος μυστικισμός στο “πάτσγορκ” της λεγόμενης “νέας θρησκευτικής συνείδησης”. Ήδη έχουν γίνει αρκετά βήματα στην κατεύθυνση αυτή. Η ευθύνη των πλέον φωτισμένων από τους μοναχούς μας είναι επί τούτου μεγάλη. Ο μοναχισμός μας πρέπει να λειτουργήσει συνειδητά σαν “μετανεωτερικό σχολειό”. Όπου ξυπνάς, μαθαίνεις πώς πολεμιέται ο Διάβολος και βγαίνεις έπειτα στον κόσμο να φτιάξεις αγαπητικές κοινότητες. Κι αν τα βρεις σκούρα ξαναγυρίζεις, για περαιτέρω εκπαίδευση. Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι Κοινότητες Προσώπων, δίχως τις οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν Έθνη Κοινοτήτων και Κοινότητες Εθνών.


[1] Ελλαδισμός είναι η βασική νεοελληνική ιδεολογία. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Ελληνισμός περιορίζεται στα πρώτα κυρίως εδαφικά όρια του ελλαδικού κράτους: Πελοπόννησο και Στερεά. Αποτελεί άρνηση της ρωμαίικης οικουμενικότητας.
[2] Βεβαίως το νεωτερικό άτομο είναι άλλου τύπου από το ελληνικό. Μας διαφεύγουν οι διαφορές τους επειδή επικρατεί ο μύθος ότι τάχα οι Έλληνες δεν ήταν Άτομα. Ότι το Άτομο είναι δυτική ανακάλυψη. Πρόκειται για μύθο που βολεύει τόσο τους “φωταδιστές”, που μας θέλουν αιωνίως προσκολλημένους στη μιμητική εισαγωγή του νεωτερικού ανθρωπολογικού τύπου, όσο και τους “σκοταδιστές”, οι οποίοι δαιμονοποιούν τη δυτική ατομικότητα και εκχωρούν την αρχαία Ελλάδα στον δυτικό πνευματικό αποικισμό. Όταν αυτοί οι τελευταίοι μιλούν για εξατομίκευση εννοούν την “αποκοπή από την ομάδα”, πράγμα που είναι σύμπτωμα της κρίσης των εξατομικευτικών πολιτισμών και όχι της ανάπτυξής της. Η ατομοκεντρική κοινωνία στηρίζεται στην ενεργό μετοχή του Ατόμου. Δεν στηρίζεται στον Ιδιώτη ή στον περιθωριακό.
[3] Στοιχεία για την προβληματική αυτή, βλ. Άρδην, τ. 9.
[4] Περισσότερα για τον φονταμενταλισμό, βλ. Άρδην, τ. 10.
[5] Περισσότερα για τη “νέα θρησκευτική συνείδηση”, βλ. περιοδικό Ανιχνεύσεις, τεύχος Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη 1997.
[6] Χρησιμοποιώ τον όρο “ιδανικό”, ως προσιτότερο στη σύγχρονη αντίληψη. Στην ορθόδοξη παράδοση καλύπτεται από τους όρους “εσχατολογικό” και “οντολογικό”. Η διαφορά είναι σημαντική: Αν το Πρόσωπο είναι “ιδανικό” καλούμαστε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Ενώ αν το Πρόσωπο έχει εσχατολογική-οντολογική νοηματοδότηση, τότε καλούμαστε να γίνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε. Να περάσουμε, όπως λέγεται, από το “παρά φύσιν” στο “κατά φύσιν”.
[7] Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 19972.

Αρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη), Θεώρησις χώρου και χρόνου στο Άγιον Όρος


Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]

Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι και έπαιζε με το κύμα. Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο.
Το Άγιον Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο. Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με έναν θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δη ποιες αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το να περνά ο χρόνος του σ’ αυτόν τον τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλουν κατά πρόσωπα και κατά τις αναζητήσεις των.
Εάν η κλίσι σου είναι γι’ αυτή τη ζωή, τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου. Οδηγείσαι από τον Γέροντα στο άγιο Θυσιαστήριο, όπου προσπίπτεις∙ όπου αφιερώνεις τη ζωή σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα, είναι ο Τάφος  ο πανάγιος του Χριστού, απ’ όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος φωτεινής. Και αγαπάς ένα Τάφο. Και προσπίπτεις στον τάφο, επειδή αγαπάς τη ζωή.
Η πρώτη ευχή των παλαιών Αγιορειτών σε ένα νέο μοναχό είναι: καλή υπομονή. Αυτή η υπομονή, το να μένεις εκούσια υπό, είναι μια ευλογία που κρύβει μέσα της πολύ δυναμισμό, γιατί σε ωθεί προς τον δρόμο της εκουσίου νεκρώσεως, της ταφής εις την γήν την καλήν και αγαθήν, απ’ όπου ελευθερώνεται, ενεργοποιείται κάποιος δυναμισμός κεκρυμμένος και συνεπτυγμένος μέσα σου, και βλαστάνει ο σπόρος της υπάρξεώς σου αποδιδών καρπόν εκατονταπλασίονα.
Και για να μη συμβή αυτό, θα πρέπη ο σπόρος της υπάρξεώς σου να είναι ζωντανός, να έχη το στοιχείο που μπορεί να αντέξη στη διαδικασία της ζωηφόρου νεκρώσεως. Και θα πρέπη να έλθη η ώρα σου, να ωριμάση ο σπόρος, να συνειδητοποιήση ο άνθρωπος ότι αυτή είναι η μόνη πορεία του, και δεν γίνεται διαφορετικά.
Και περνά ο χρόνος, για να έλθη η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγωμε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπομε μπροστά μας να πλησιάζη, είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας, είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες τον δρόμο αυτό της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζης τη νέκρωσι, και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται.
Όταν βαπτίζεται εν τω θανάτω του Ιησού, ενδύεσαι τον Χριστό, και παίρνεις όνομα. Όταν γίνεσαι μοναχός, λαμβάνεις δεύτερο βάπτισμα, και παίρνεις νέο όνομα.
Η ακολουθία της κουράς σου λέει όλη την αλήθεια για τη ζωή της ασκήσεως που σε περιμένει. Σου μιλά για την άφατη χαρά και αγαλλίαση που θα φθάσης, αφού περάσεις ατελείωτα βάσανα και απρόσμενους πειρασμούς. Σου περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τα λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής». Εν τέλει όλα οδηγούν σε μια διαδικασία, όπου απειλείται το πάν, σε μια κρίσι, που ξεπερνά συχνά τη λογική και την αντοχή σου.
Εκείνη την ώρα της έσχατης απορίας και εγκαταλείψεως, αν συνειδητά πης, με όλη σου την ύπαρξι: ας γίνη το θέλημά Σου, Θεέ μου, ό,τι κι αν μου στοιχίση∙ τότε αλλάζεις όλος. Ενδύεσαι τον Χριστό. Αλλάζει όνομα ο τόπος. Γίνεσαι άλλος.
«Οι δε υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί, δραμούνται και ου κοπιάσουσιν» (Ησ.40,31). Τότε ζης τις συνέπειες της ευχής: Καλή υπομονή.
Νοιώθεις ότι έζησες μια ζωή, για να φτάσης σ’ εκείνη τη στιγμή και σ’ εκείνο τον τόπο. Αυτή η στιγμή είναι αστραπή και αιωνιότης.
Τότε δεν έχεις καμιά απορία. Δεν αναπολείς τίποτε, ούτε προσδοκάς. Η θεία επίσκεψι δια μιας εξαφάνισε τον χωρισμό σε παρελθόν και μέλλον, κάνοντας τα πάντα ένα παρόν πλησμονής.
Ακινητείς. Μένεις ενεός. Γεμάτος έκπληξι. Με ανοικτές τις αισθήσεις. Με το να είσαι όλος μια αίσθησι.
Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στον Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον επιτάφιο θρήνο.
Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμώμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται στις πλάκες της καρδιάς σου ένας νέος νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που την δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ. Φ(ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ(όπα) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).
Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε φέρνει στη Ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ’ αυτόν, όπως το φυτό τρέφεται από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωσι αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος Αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του απ’ όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.

Όταν ο Αβραάμ βγάζη μαχαίρι, για να θυσιάση το παιδί του Ισαάκ, δηλαδή να σκοτώση τη ζωή και την ελπίδα τους, επειδή το ζητά ο Θεός, εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται άγγελος εξ ουρανού, που τον σταματά.
Η θυσία του Αβραάμ ήδη τέλειωσε. Η ζωή του άλλαξε. Το όνομα του τόπου άλλαξε. ΄Έγινε «Κύριος είδεν». Για να πουν αργότερα "εν τω όρει Κύριος ώφθη" (Γεν.22,14). Γίνεται ο πατέρας της πίστεως, ο πατέρας πλήθους πιστών.
Όποιος ζη κοντά στον άνθρωπο αυτό και στον τόπο αυτό, όπου ο Κύριος ώφθη, παίρνει άλλη αγωγή. Του επιβάλλεται άλλη συμπεριφορά.
Δεν μπορείς να αυθαδιάζης σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν μπορείς να αυτοσχεδιάζης, να κάνης ότι σου κατέβη.
Παραδίδεσαι στο λόγο και στην ακτινοβολία την ειδική του τόπου της θυσίας και της διαμορφώσεως, που υπέστη και υφίσταται διαρκώς με την πνευματική αυτή εμπειρία και το γεγονός που συνέβη.
Με τη σταυρική θυσία του Κυρίου «πας τόπος γέγονε θυσιαστήριον», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους είναι σταυροπηγιακά. Έχει μπη ο σταυρός στα θεμέλια των Μονών. Έχει μπη ο σταυρός στην καρδιά των κτιτόρων. Έχουν οι ίδιοι σταυρωθή από αγάπη, για να αντιμετωπίσουν τους χίλιους πειρασμούς του εχθρού.
Τα πόσα τράβηξαν οι άγιοι Κτίτορες για να κτίσουν τα μοναστήρια, για να διοργανώσουν τις αδελφότητες, το περιγράφει ο βίος τους. Αλλά τα απερίγραπτα βάσανα και τις ανείπωτες ουράνιες χαρές που δοκίμασαν οι άγιες ψυχές τους, μόνον εκείνοι τα ξέρουν. Και είναι απ’εκείνα τα άρρητα, τα ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι.
Ότι όμως είναι αληθινοί, γνήσιοι, άγιοι, φαίνεται από το πώς διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν όλο τον χώρο του Άθω και όλο τον χρόνο. Φαίνεται από το ότι έκαμαν το Όρος Άγιο και θεοβάδιστο.
Είναι διαποτισμένος ο χώρος και ο χρόνος με δέος συντριβής. Οσιότης αγιότητος, συντροφιά κεκοιμημένων, θέρμη παρουσίας, ομορφιά που ξεπερνά τον θάνατο, είναι κάποια γνωρίσματα του Όρους.
Τα μεγάλα, αληθινά και αείζωα έρχονται μόνα τους. Γίνονται ακόπως. Δωρίζονται άνωθεν σ’αυτούς που πρόσφεραν άνευ όρων τον εαυτό τους στον Θεό. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τα έργα τους είναι γεννηθέντα δια χάριτος Θεού, και ου ποιηθέντα δια θελήματος ανθρώπων. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για κτήρια θεότευκτα και εικόνες αχειροποίητες.
Και στον άγιο τούτο χώρο έμαθε ο μοναχός να μη χάνη τον χρόνο του με το να κάνη το θέλημά του, αλλά να είναι αργόσχολος-κατά το «σχολάσατε και γνώτε», για να βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα και εγρήγορσι. Να ακούη και να βλέπη τί θέλει ο Θεός και να το κάνη αμέσως.
Βιάζεται αβιάστως. Τα αφήνει όλα ελεύθερα σ’Αυτόν. Αναπνέει την ευχή συνειδητά και στη συνέχεια ασυναίσθητα.
Έτσι ο χρόνος του γίνεται θεία Λειτουργία. Και βλέπει όλη την κτίσι έσωθεν φωτισμένη και μεταμορφωμένη, όπως παριστάνεται στις άγιες εικόνες και όπως θα είναι -και ήδη άρχισε- στην καινή κτίσι, τότε που καινούς ουρανούς και καινήν γην κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν.
Όλη η κτίσι και τα χρώματα της φύσεως αλλοιώνονται θείως, ενδυόμενα μαρμαρυγή λειτουργικής κατανύξεως.
Τα κτήρια γίνονται ανάλαφρα, ανασαίνουν και μιλούν. Οι λίθοι εν σιγή κράζουν.
Και για να ακούσης τη φωνή των κτισμάτων, τη φωνή του σαρκωθέντος Λόγου, θα πρέπη να είσαι συντετριμμένος και νεκρός κατά το θέλημά σου.
"Έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται" (Ιω. 5,25).
Αν ακούσης τη φωνή της σαρκωθείσης Αληθείας∙ της αλήθειας που σαρκούται στο πώς διοργανώνεται ο χώρος και ο χρόνος στο Άγιον Όρος, παίρνεις ζωή. Το ήθος των κτισμάτων, ο ρυθμός του μέλους, το διακριτικό του προγράμματος, φανερώνουν μιαν αλήθεια που δεν διδάσκεται με τρόπο εξωτερικό, γιατί είναι μέθεξι ζωής, που από γενιά σε γενιά μεταφέρεται ως μυστήριο συνεχείας και κυκλοφορία αίματος στο ένα σώμα που οι πολλοί εσμέν, ζώντες και κεκοιμημένοι.
Αν δεν ζης μέσα στην αγάπη, που είναι αιωνιότης∙ αν πέσης στην παγίδα να θεωρής σπουδαία τα ασήμαντα∙να επιδιώκης θέσεις, δόξα και πλούτο, που παρέρχονται και σβήνουν, τότε από τώρα προγεύεσαι το άχαρο τέλος στο οποίο ο χρόνος αδυσώπητα σε οδηγεί.
Αντίθετα μέσα στο κλίμα της θείας αγάπης ο χρόνος δεν καταλύει τη ζωή, αλλά κατατρώγει τη φθορά, και αποκαλύπτει το φως της αφθαρσίας. Όσο περνά ο καιρός, ο άνθρωπος που έμαθε να ζη με το να προσφέρεται στο Θεό, ηρεμεί, γαληνεύει, δυναμώνει, ξανανιώνει. Δεν τελειώνει η ημέρα, δεν νυκτώνει, αλλά ξημερώνει. Και πιστεύει, ζη και νοιώθει ότι με τον θάνατο θα αυγάση το ανέσπερο φως πληρέστερα. Και όταν αισθητά θα έχη χάσει το φως του κόσμου, θα έχουν ακινητοποιηθή τα μέλη του τα επί της γης, τότε, ως νεκρό και αναίσθητο σώμα, άλλοι θα πάρουν τον εαυτό του και θα τον εναποθέσουν στα σπλάχνα της γης. Τότε και εξωτερικά θα φαίνεται από όλους, και θα βιούται και απ’αυτόν, η πλήρης παράδοσι του εαυτού του στη θεία βουλή, για να ενεργήση αυτή όπως θέλει. Και επειδή γνώρισε στο χρόνο της ζωής του τη θεία ευσπλαγχνία∙ και επειδή ένοιωσε και έζησε και στη θνητή σάρκα του τη θεία αγαλλίασι, ως δωρεά που δεν την άξιζε, είναι σίγουρος (και αυτή η σιγουριά είναι σώμα της προσφέρεται δωρεάν.
Ζης με αυτούς που δεν είδες και δεν θα δης ∙μ’ αυτούς που έζησαν πριν από αιώνες. Και είναι πιο κοντά σου οι μακρινοί, αλλά αληθινοί, που βρήκαν παράκλησι μέσα στον πόνο και στη συμφορά∙
γιατί δεν πλήγωσαν ψυχή.
Το πόσο είναι κοντά ή μακριά σου οι άνθρωποι δεν εξαρτάται από τη γεωγραφική ή χρονική απόστασι που σε χωρίζει απ’αυτούς, αλλά από το πόση υγεία πνευματική έχεις, πόσο υπάρχεις στον χώρο της αγάπης και της ευαισθησίας για τα αληθινά και μένοντα, που όλοι προσδοκούν.
Όλη η δημιουργία, ο χώρος και ο χρόνος, έχουν αξία, επειδή είναι φανέρωσι της αγάπης του Θεού.
Η αγάπη κάνει το χώρο παράδεισο, και στο χρόνο φέρνει το άχρονο και αιώνιο:
Κοντά στον ταπεινό και άνθρωπο της αγάπης ανοίγει η καρδιά σου. Βρίσκεις ευρυχωρία. Γίνεσαι μικρό παιδί. Κινείσαι άνετα. Δεν θέλεις να τον εγκαταλείψης. Ο χρόνος περνά κοντά του άγια και γόνιμα.
Αντίθετα κοντά στον φίλαυτο, που ζηλεύει και μνησικακεί, δεν μπορείς να μείνης. Δεν βρίσκεις χώρο. Σφίγγεται η καρδιά σου. Δυσφορείς. Και απωθείσαι.
Αν δεν αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου.
Αν δουλεύης φίλαυτα μόνο για τον εαυτό σου, σαν τον άφρονα πλούσιο του Ευαγγελίου, ξεχνώντας τον άλλο∙ ο χρόνος σου τελειώνει αμέσως. Η μέρα σου γίνεται νύχτα. Και ακούς τη φωνή: «ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται»;
Εκείνος όμως που αγάπη, δουλεύει και ζη για τον άλλο, όταν έλθη η ώρα η τελική, και του γίνει η ίδια ερώτησι: αυτά που ετοίμασες σε ποιόν μένουν; Η απάντησι είναι έτοιμη; Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι όλοι οι άλλοι.
Όταν δώσης χώρο στον άλλο με τη συμπεριφορά σου, δίδεις χώρο στον εαυτό σου. Όταν διώχνης, αντιπαθής ή μισής τον άλλο, μισείς τον εαυτό σου. Και εάν τώρα δεν το καταλαβαίνης, θα έλθη καιρός που θα το καταλάβης.
Οι άγιοι, οι αληθινοί, έχοντας τον πλούτο της χρηστότητος, συνάγουν όλους από αγάπη, και τους αφήνουν ελεύθερους να πορευθούν εν παντί καιρώ και τόπω κατά τη θέλησι του Κυρίου.
Έτσι η Εκκλησία είναι παντού και πάντοτε η Χώρα του Αχώρητου, όπου μπορεί να ζήση ο άνθρωπος ∙
είναι συναγωγή και αποστολή:
Δια της ευχαριστιακής συνάξεως μας βοηθεί να ζήσωμε το ότι εν σώμα και εν πνεύμα εσμέν οι πολλοί. Και δια της αποστολής των Αποστόλων φέρει το Ευαγγέλιο της χαράς και της Αναστάσεως πάση τη κτίσει.
Όταν πορεύεσαι απεσταλμένος εκ Θεού-όχι από τον λογισμό σου- απολαμβάνεις την ησυχία της ερήμου. Κι όταν ησυχάζης στην πανέρημο, ευδοκία Θεού, πορεύεσαι πανταχού βοηθών και βοηθούμενος. Οι πορευόμενοι μένουν ακίνητοι στον ένα τόπο, που είναι το θέλημα του Θεού. Και οι ησυχάζοντες εν Θεώ βρίσκονται παντού θεία χάριτι.
Αν σήκωση ο καθένας μας με καρτερία τον σταυρό που του δόθηκε κάπου κάποτε να σηκώση, δι’ αυτού θα έλθη χαρά ανείπωτη σ’όλη μας την ύπαρξι, και δι’ αυτής σε όλο τον κόσμο αιωνίως.

Χρήστος Γιανναράς, Η αγιορείτικη οικουμενικότητα

Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]

Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους είναι ζωντανό ακόμα έρεισμα της ελληνορθόδοξης οικουμενικότητας. Κοινωνία-κοινότητα πολυεθνική, πολυφυλετική και πολύγλωσση, με …. και ενοποιό ταυτότητα την ελευθερία από τη φύση για χάρη της σχέσης.
Να ξεχωρίσουμε τις σημασίες των λέξεων: Η αγιορείτικη οικουμενικότητα δεν είναι «διεθνισμός» ούτε «πλουραλισμός», ούτε «ανοχή των διαφορών». Αυτοί οι όροι της σύγχρονης γλώσσας σηματοδοτούν τη νοησιαρχική απαίτηση να αντικαταστήσουμε την Οικειότητα της πατρίδας (τις κοινές βιωματικές ρίζες που μας συνέχουν στον κεχωρισμένο τόπο της) με ορθολογικές κανονιστικές αρχές συμβίωσης: εξισορροπήσεις δικαιωμάτων, ενοποιήσεις συμφερόντων, νομική κατασφάλιση όλων.
Και ο αγιορείτης μοναχός αρνείται τη σιγουριά της πατρίδας και της συγγένειας. Αλλά για να πραγματώσει εκείνη την έσχατη ελευθερία της αυταπάρνησης που αποτυπώνεται στον σκανδαλωδέστατο λόγο του Χριστού: «Εί τίς έρχεται προς με και ού μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και τον εαυτού ψυχήν, ού δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ.14.26)
Αυτό το «μίσος» είναι ρήξη με τη φύση και άρνηση της φύσης για χάρη της σχέσης. Η φύση μας πλανεύει με σχέσεις ριζωμένες στην ανάγκη. Το «μίσος» για την ανάγκη ελευθερώνει τη σχέση, τη μεταμορφώνει σε κατακτημένη αγάπη. Ο μοναχός αναλαμβάνει να πραγματώσει ορατά αυτό που κάθε χριστιανός εσωτερικεύει ως επιδίωξη: Να αντλεί ύπαρξη όχι από τη θνητή φύση, αλλά από την υπαρκτικά απεριόριστη σχέση.  Να υπάρχει στο ποσοστό που παραιτείται από την ατομική αυθυπαρξία για χάρη της αγαπητικής κοινωνίας.
Ακόμα και στην πατρίδα ή στην συγγένεια επενδύουμε ατομοκεντρικές ψυχολογικές θωρακίσεις: την ανάγκη της σιγουριάς του οικείου και ασφαλούς απέναντι στο ανοίκειο και άγνωστο του θανάτου. Ο μοναχός «εξέρχεται εκ της γης του και της συγγένειάς του» αναζητώντας πατρίδα στο απόλυτο κενό κάθε ψυχολογικής-φυσικής παρηγοριάς. Εκεί που ή γίνεται σχέση η ίδια η ύπαρξη, ή η ατομικότητα συντρίβεται στον απελπισμό και μηδενίζεται.
Στην αγιορείτικη πολιτεία, ο επισκέπτης ψηλαφεί αυτή τη διαφορετική «πατρίδα» ανθρώπων ελευθέρων από τον πανικό του θανάτου. «Πατρίδα» του οικουμενικού και δίχως σύνορα τρόπου της ελευθερίας από τη φύση και την ψυχολογική ανάγκη. Εκεί, πραγματικά, «ούκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης δούλος, ελεύθερος». Τους «πολίτες» αυτής της πολιτείας τους συνέχει μια καινούρια οικειότητα ξεριζωμένη από την ενστικτώδη ανάγκη καταφυγής στη συλλογικότητα και φυτεμένη στην απλοχωριά της αυτοπαραίτησης και αυτοπροσφοράς.
Ως πολιτικό κατόρθωμα η αγιορείτική πολιτεία θεμελιώνει την κοσμοπολίτικη οικουμενικότητα της στις «συνταγματικές» προδιαγραφές της άσκησης: Η σκοπούμενη ελευθερία της αγαπητικής κοινωνίας δεν είναι ιδεαλιστική συναρπαγή σε ψυχολογικές ψευδαισθήσεις, αλλά πράξη καθημερινής άρνησης του «ίδιου θελήματος» και αντίστασης στις αναγκαιότητες της φύσης. Η αγιορείτικη ετερότητα παλεύει για την ελευθερία μέσα από την παραίτηση και την έμπρακτη απέκδυση των απαιτήσεων ελευθερίας, δηλαδή μέσα από το άθλημα της εκούσιας υπακοής. Δεν συμβιβάζεται με τη χρηστική ηθικοπλαστική «πειθαρχία» (κατάλληλη για τους νηπίους που φοβούνται την ενηλικίωση), αλλά θέλει κάθε στιγμή να βεβαιώνει την ελευθερία ως αυτοπαραίτηση. Γιατί, όπως συνόψισε καίρια ο Ντοστογιέφσκι, «η μόνη πραγματική ελευθερία είναι να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του».
Ο ρεαλισμός της αγιορείτικης πείρας ξέρει καλά να αποκρυπτογραφεί τις καμουφλαρισμένες αντιστάσεις της φύσης στο ασκητικό άθλημα της αγαπητικής ελευθερίας. Την αποκρυπτογράφηση αυτή τη λένε στην αγιορείτικη γλώσσα: διάκριση: Να μπορεί ο μοναχός να ξεχωρίζει την υπακοή από την πειθαρχία, την άσκηση από τον αυτάρεσκο μαζοχισμό ή τον ηθικιστικό πρωταθλητισμό, τελικά της φύσης από τη χάρη, το ατομικό κατόρθωμα από το παρεχόμενο δώρημα.
«Την φύσιν εαυτού νικήσαι τινά των ούκ ενδεχομένων εστίν», βεβαιώνει ο οικουμενικός αθλητής της ερήμου Ιωάννης της Κλίμακος. Αποκλείεται με τις δυνάμεις σου, δίχως τη χάρη του Θεού να νικήσεις τη φύση σου. Η χάρη δεν προγραμματίζεται, γι’ αυτό και ο αγιορείτικος ρεαλισμός επικεντρώνεται στην κάθαρση των κριτηρίων της διάκρισης, δεν εμπιστεύεται την αισιοδοξία για τη χαρισματική εξασφάλιση. Η οργάνωση του βίου, οι δομές, οι θεσμοί, οριοθετούν τις προϋποθέσεις ελευθερίας της άσκησης (της οικουμενικότητας του αθλήματος) από τις  επιβουλές της φύσης: τις αποκλίσεις σε εθνοκεντρικές ή ηθικιστικές προτεραιότητες, σε φυλετισμούς ή ζηλωτισμούς.
Είναι συναρπαστικές για τον μελετητή οι πρακτικές εκφάνσεις και καταστατικές διατυπώσεις της άμυνας που προβάλλει το Όρος για την προάσπιση του οικουμενικού χαρακτήρα του. Πώς αντιστάθηκε στις αρχές του αιώνα για να μην μετατραπεί σε εθνικιστικό προτεκτοράτο της ρωσικής υπερδύναμης, σε σλαβικό "κράτος του Θεού".
Πόσο συνετά αρνήθηκε ή αρνείται και τον εθνικιστικό εναγκαλισμό του από το ελλαδικό κρατίδιο, τον επαρχιωτικό εξελλαδισμό του. Πως αντιδρά στη μουσειακή και τουριστική του διεθνοποίηση. Πόσο διακριτικά εξισορροπεί σήμερα την μέσα στους κόλπους του, λαίλαπα του ζηλωτισμού που θέλει να μετατρέψει τη ζωτική οικουμενικότητα του Όρους σε υπερεθνική εισαγγελία αστυνόμευσης της πιστότητας των Ορθοδόξων σε μια ιδεολογική, νομικίστική «Ορθοδοξία».
Η αγιορείτικη πολιτεία είναι μάλλον το τελευταίο τοπικό έρεισμα και της ελληνικής οικουμενικότητας. Της ελληνικότητας που ζει ενεργητικά, δυναμικά και μεταμορφώνει την Ιστορία όταν υπερβαίνει τη φυλετική-εθνική της υπόσταση για να υπάρξει στις διαστάσεις της πνευματικής της καθολικότητας. Η ορθόδοξη λατρεία, οι αποφάσεις των Συνόδων, η θεολογία των Πατέρων, η τέχνη των Εικόνων, είναι συγκεκριμένες φανερώσεις της ελληνικής καθολικότητας. Αλλά αυτή η ελληνικότητα ενδιαφέρει πανανθρώπινα, ακριβώς επειδή έχει σταυρικά αυθυπερβαθεί, έχει παραιτηθεί από κάθε εθνοφυλετική [ακόμα και γλωσσική] αποκλειστικότητα.
Ο τρόπος που οι Νεοέλληνες υποτάξαμε την οικουμενική δυναμική της ελληνικότητας μας στον εθνικιστικό επαρχιωτισμό και στον μίζερο τοπικισμό, είναι από τα πιο εξωφρενικά ιστορικά παράδοξα που μπορεί να παραγάγει η αλλοτρίωση και παρακμή μιας κοινωνίας. Στην πολιτική πρακτική μας λογαριάζουμε την εκκλησιαστική Ορθοδοξία σαν «επικρατούσα θρησκεία» (τοπική έκφανση του θρησκευτικού «συναισθήματος») και το Άγιον Όρος σαν μουσειακό κατάλοιπο και αξιοθέατο εξωτικό απολίθωμα του θρησκευτικού μας παρελθόντος. Ούτε υποψία για την ορθόδοξη και αγιορείτικη οικουμενικότητα, την πανανθρώπινη εμβέλεια και την δυναμική παγκοσμιότητα της ελληνορθόδοξης πρότασης.
Ωστόσο, κάποια «μαγιά» σώζεται ακόμα στο Αγιονόρος: Σε μια ελάχιστη φλούδα γης σπέρμα ακαταμάχητης βλαστικής δύναμης.

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Γεώργιος Παύλος,Από τον Άθωνα στο Άγιο Όρος

Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]

Ο άνθρωπος είναι το επί της γης ζώον θεούμενον. Την ανάγκη και την ορμή του ανθρώπου να καταστεί κοσμικός θεός την διαπιστώνουμε και σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ιστορίας και του ανθρώπινου κόσμου. Παλαιότερα μέσω των θρησκειών του ή των φιλοσοφιών και των ασκητικών του, σήμερα δε μέσω της επιστήμης, της τεχνολογίας και της δύναμης. Ο καθημερινός απλός  άνθρωπος αν δεν αγωνίζεται να επιβιώσει από την πείνα και την ασθένεια, όπως συμβαίνει στον τρίτο κόσμο αλλά και εν πολλοίς στον λεγόμενο «πολιτισμένο» κόσμο, τότε επιδιώκει να πετύχει την απόλυτη ευτυχία μέσω των δυνατοτήτων που του δίδονται από το επάγγελμά του και την οποιαδήποτε κοινωνική ή πνευματική του κατάσταση. Πάνω από τον απλό καθημερινό άνθρωπο και σε πολλαπλά ιεραρχημένα επίπεδα στέκεται ο άνθρωπος της εξουσίας, ως επιστήμονας, ως φιλόσοφος, ως πολιτικός, ως επιχειρηματίας, ως στρατιωτικός, ως ιερωμένος και πάνω από τους κατά τόπους και κατά έθνη ανθρώπους της εξουσίας στέκονται σε κάποια ιεράρχηση δυνάμεων τα έθνη και κράτη που ασκούν την κυριαρχία επί άλλων εθνών ή κρατών σε μια διαρκή εναλλαγή. Και τα πράγματα ήσαν περίπου έτσι εδώ και αρκετές χιλιετηρίδες. Όμως η αξιοποίηση της ελληνικής επιστήμης από την δυτική αναγέννηση και μετά έφερε στο προσκήνιο ένα νέο δεδομένο, το οποίο είτε το θέλουμε είτε όχι έχει αλλάξει ριζικά την παραδοσιακή μορφή της ανθρώπινης ιστορίας, ενώ στο προσεχές μέλλον η αλλαγή θα είναι ανυπολόγιστος για τα δεδομένα του παρελθόντος. Αυτό που εννοούμε εδώ είναι η ενοποίηση όλου του κόσμου και όλης της γης ύστερα από τη ραγδαία εξέλιξη των επικοινωνιών και όλης γενικά της προηγμένης τεχνολογικής υποδομής σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και οικονομία. Μάλιστα η επικείμενη ενοποίηση της ανθρωπότητας που ήδη έχει αρχίσει να συντελείται και να είναι ορατή προφανώς συνεπάγεται δυνάμει μια ιδεολογική-πνευματική και πολιτιστική ενοποίηση. Στην περίπτωση αυτή αρχίζει να διακρίνεται στον ορίζοντα η ειρηνική ή και η «βίαιη», με σύγχρονους βέβαια όρους, πολιτιστική και ιδεολογική σύγκρουση.
Το διαμορφούμενο παγκόσμιο πνευματικό πολιτιστικό, κοινωνικό, οικονομικό σύστημα έχει μια πολυπλοκότητα τέτοιου επιπέδου ώστε να είναι αρκετά δύσκολο να επιχειρήσει κανείς οποιαδήποτε πρόβλεψη για πολύ μακριά στο μέλλον. Βασικές συνιστώσες της διαμορφούμενης παγκόσμιας πολυπλοκότητος είναι: η δυτικής προέλευσης παγκόσμια αγορά και τεχνοκρατία. Η απειράριθμη ανθρωπομάζα του Ασιατικού κόσμου. Η τριτοκοσμική φτώχεια και εξαθλίωση στον υπέρτατο βαθμό. Η απεριόριστη δύναμη των μαζικών μέσων επικοινωνίας. Τα προηγμένα οπλικά συστήματα τα οποία θα επιτρέπουν όλο πιο αποτελεσματικά τον παγκόσμιο έλεγχο. Τέλος αυτό που συμπληρώνει το τοπίο της σύγχρονης πολυπλοκότητας είναι η παντοδυναμία της επιστήμης τόσο στο επίπεδο της άψυχης όσο και στο επίπεδο της έμψυχης ύλης.
Η ανθρώπινη γνώση πορεύεται ασυγκράτητα σε κάθε κατεύθυνση ώστε σύντομα ο άνθρωπος θα νοιώθει ότι εξουσιάζει το υλικό σύμπαν και την ίδια την ζωή, ύστερα από την επαναστατική περίοδο της φυσικής, της βιολογίας και της τεχνολογίας ιδίως στο τέλος του 20ου αιώνα.
Έτσι έχουν τα πράγματα ως προς την εξωτερική τους μορφή. Αλλά το εξωτερικό σχήμα και η εξωτερική υφή δεν είναι το όλον. Τα πράγματα και ο κόσμος έχουν και εσωτερικές διαστάσεις που συνήθως παραβλέπονται απ’ όσους ασχολούνται με αυτά. Αν ξεκινήσουμε από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική θεωρία και εμπειρία είμαστε αναγκασμένοι να διαπιστώσουμε ότι πίσω από τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και όποια άλλα παρόμοια φαινόμενα υφίσταται η πραγματικότητα των ψυχικών φαινομένων και αιτίων σαφώς σε αλληλεπίδραση με τα πρώτα. Για τον λόγο αυτό όποιος επιθυμεί να ελέγξει τον κόσμο αντιλαμβάνεται ότι πρωτίστως πρέπει να ελέγξει τις ψυχές και το πνεύμα των ανθρώπων. Από την άποψη αυτή καθίσταται σαφής η σημασία των μέσων πληροφόρησης και η σημασία της παιδείας για τον έλεγχο του κόσμου σε οποιοδήποτε επίπεδο και εάν επιχειρείται κάτι τέτοιο. Εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τρία καίρια σημεία. Τον καθημερινό άνθρωπο ο οποίος αποβλέπει στην ευτυχία εννοούμενη και εκλαμβανόμενη αναλόγως. Τον άνθρωπο που του έλαχε η μοίρα να κυβερνά άλλους ανθρώπους σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. Και τέλος την ανάγκη ελέγχου και κυβέρνησης των ανθρώπων προκειμένου να αποφευχθεί το χάος και η αποσύνθεση.
Μέσα σε όλη αυτή την κοσμογραφία και ανθρωπογραφία καλούμαστε να εντάξουμε την σημασία και το νόημα ενός εν πολλοίς περιθωριακού τρόπου ζωής όπως αυτός που πραγματοποιείται στον Άθωνα γνωστό τουλάχιστον για μια χιλιετηρίδα ως Άγιον Όρος. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι κατά κόρον στο παρελθόν αλλά και σήμερα η Ελλάδα ως ορθοδοξία έχει ταυτιστεί με τον τρόπο του Αγίου Όρους, αυτομάτως τίθεται το ζήτημα της Ελλάδος και της ορθοδοξίας σε σχέση με τη διαμορφούμενη παγκοσμιότητα όσον αφορά την ανθρωπότητα.
Το ερώτημα λοιπόν περί του Αγίου Όρους τίθεται σε όλη του την ευρύτητα. Μπορεί να σημαίνει το Άγιον Όρος ή και ολόκληρη η Ελλάδα ως έκφραση του Αγίου Όρους κάτι περισσότερο από ένα μουσειακό ή παρελθοντολογικό γεγονός; μπορεί στη νέα δόμηση της παγκόσμιας κοινωνίας το Άγιον Όρος να συνεισφέρει κάτι περισσότερο και ουσιαστικό από ένα απλό πολιτισμικό κατάλοιπο και τουριστικό αξιοθέατο; Δηλαδή κάτι το ενδιαφέρον αλλά μόνον ως προς το παρελθόν και όχι ως προς το μέλλον.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να ανατρέξουμε στην ουσία της ελληνικής παρακαταθήκης τόσο στην αρχαία περίοδο όσο και στην Χριστιανική. Διότι είτε το θέλουμε είτε όχι ο ελληνισμός έχει διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία και ίσως αυτή η υπόθεση δεν έχει παρέλθει. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος αναδεικνύει δύο ουσιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου. Η μία είναι το θεωρητικό πνεύμα της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Η άλλη είναι το τραγικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας ιδίως η αναμέτρηση του ανθρώπου με τον χρόνο και την ελευθερία. Οι Έλληνες γνωρίζουν κατά την πρώτη περίοδο της ιστορίας των, όπως αυτή αναδιπλούται από τον μύθο έως την ποίηση και την φιλοσοφία, ότι κάθε επιτυχία στα όρια του χρόνου ανατρέπεται από μια αποτυχία και κάθε ευτυχία την διαδέχεται μια δυστυχία. Την γέννηση τη διαδέχεται η φθορά και την ύπαρξη την συγκεκριμένη η ανυπαρξία και το μη ον. Βαθύτερα την απόφαση του ανθρώπου να ευτυχίσει εντός του χρόνου και του χώρου την χαρακτηρίζει η ύβρις. Για αυτό επέρχεται η νέμεσις του χρονοκράτορα νόμου. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Αναξίμανδρου «εξ ων δε γένεσις εστί τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγεσθαι κατά το χρεών και διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν…». Δηλαδή τα όντα είναι ανάγκη να επιστρέψουν στην ανυπαρξία και στο μη ον διότι με το να υπάρχουν ατομικά και χρονικά αδικούν.
Η άρση της τραγικότητας του χρόνου και της ιστορίας επιτυγχάνεται στα όρια της πόλης. Εάν η σημερινή «πόλις» υπηρετεί την υποκειμενική και ατομοκεντρική καταξίωξη του ανθρώπου, δηλαδή την αφηρημένη και ατομικοποιημένη ευτυχία του ανθρώπου, η ελληνική πόλις υπηρετεί την συνάντηση των πολιτών στην περιοχή της ελευθερίας και της χρονοποιημένης αιωνιότητας. Στα όρια της πόλις αναδεικνύεται ο άνθρωπος πολίτης ως ον κατ’ ουσίαν κοινωνικό όπως το περιγράφει ο Αριστοτέλης. Αυτό σημαίνει ότι στα όρια της πόλης ο άνθρωπος καθίσταται ελεύθερος ήτοι γίνεται πρόσωπο και όνομα, ενώ υπερβαίνεται κάθε μορφή δουλείας και υποτέλειας. Το ότι μάλιστα για τους Έλληνες η πολιτική σχετίζεται άμεσα με την άθληση της αρετής, αυτό σημαίνει ότι η χειρότερη μορφή δουλείας δεν είναι τόσο η εξωτερική δουλεία του ανθρώπου σε κάτι εκτός εαυτού όσο η εσωτερική δουλεία στον ίδιο τον υποκειμενοποιημένο και ατομικοποιημένο εαυτό μας. Έτσι η πόλις καθίσταται τόπος άθλησης, αρετής και ελευθερίας.
Πότε όμως όντως ο άνθρωπος καθίσταται πολίτης πόλης, ελευθέρας όντως από κάθε τραγική λειτουργία του χρόνου; Κατ’ αρχάς πολίτης καθίσταται ο ατομικός και βιολογικός άνθρωπος όταν δεν ζει για τον εαυτόν του αλλά για την πόλη και τους συμπολίτες του. Εξ’ άλλου η πόλις δεν υφίσταται ως αφηρημένη ιδέα και ως αφαίρεση αλλά  ως απτό και συγκεκριμένο σώμα πολιτών με όνομα και ταυτότητα. Και όχι μόνο των πολιτών μιας χρονικής στιγμής αλλά του συνόλου και διαχρονικού κόσμου των πολιτών της. Είσαι πολίτης πόλεως συγκεκριμένης όταν στην ζωή της πόλης είναι παρόντες όλοι οι πολίτες. Ο δυτικός κόσμος με όλες τις ριζοσπαστικές καινοτομίες του αδυνατεί να κατανοήσει αυτή τη σημασία και αυτή την δυναμική παραμένοντας πάντα στα όρια της βιολογικής και ατομοκεντρικά χρησιμοθηρικής «πόλης». Ο δυτικός κόσμος έχει σαφώς υποκαταστήσει την κοινωνία των πολιτών με την κοινωνία του κέρδους και του κεφαλαίου. Και αυτό σαφώς πηγάζει από τις φιλοσοφικές και θεολογικές προϋποθέσεις της δύσης όπως αυτές ανάγονται στην σχολαστική φιλοσοφία και την ουσιοκρατική θεολογία. Ο δυτικός κόσμος με την θεολογία, την φιλοσοφία, την επιστήμη και την τεχνολογία του έχει υποτάξει τον άνθρωπο στην ψυχολογία, την βιολογία, την χημεία, και κάθε άλλη μορφή αντικειμενοποίησης. Για το δυτικό άνθρωπο το ανθρώπινο ον είναι αντικειμενοποιημένο, φυσικό και εγκόσμιο ον που δεν συνορεύει με τίποτε πέραν του φυσικού περιβάλλοντος, ούτε ακόμη με τους άλλους ανθρώπους κατά το πρότυπο των κλειστών μονάδων του Λαιμπνιτς.
Εν μέσω όλων αυτών η Αθωνική πολιτεία των ασκητών του Αγίου Όρους αποτελεί την μόνη αυθεντική από ωρισμένης άποψης συνέχεια της ελληνικής αντίληψης περί πόλης ιδίως όπως αυτή διαμορφώνεται στα όρια του βυζαντινού ελληνισμού και της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης. Ο ασκητής πολίτης του Αγίου Όρους τυπικά έχει αρνηθεί να τρέφεται από την δόξα του κόσμου η οποία είναι και ο βασικός φθορέας της πόλης των πολιτών, με όνομα και ταυτότητα. Αντίθετα ο ασκητής πολίτης του Άθωνα υποτάσει τον ατομικό, ψυχολογικό, βιολογικό και φυσικό εαυτό του σε ένα πρόγραμμα και έναν τρόπο ζωής κατ’ εξοχήν αναρχικό και ανοικτό. Διότι αντί της ψυχολογικής και συναισθηματικής αυτάρκειας του φυσικοποιημένου ανθρώπου ο ασκητής του Αγίου Όρους αθλείται προκειμένου να πραγματοποιήσει τον εκκλησιοποιημένο άνθρωπο. Δηλαδή τον άνθρωπο που δεν στοχεύει σε τίποτε το άμεσο χρονικά αντικειμενοποιήσιμο, αλλά μόνον στην τέλεια αγάπη προς κάθε τι το απτό και συγκεκριμένο. Η τέλεια αγάπη είναι και η τέλεια γνώση, και τα δύο που ουσιαστικά είναι ένα, δεν αποσκοπούν στην χρήση ή την εκμετάλλευση αλλά στην συνάντηση εν απολύτω ελευθερία. Η τέλεια αγάπη και η τέλεια γνώση δεν αποσκοπούν στην χρήση του κόσμου αλλά στην σωτηρία του κόσμου. Οι Έλληνες της προχριστιανικής περιόδου γίνονται οι κατ’ εξοχήν δάσκαλοι της ανθρώπινης ιστορίας επειδή αναμετριώνται με το γεγονός της ύπαρξης.
Αεί απορούμενον και αεί ζητούμενον, θα διακηρύξει ο Αριστοτέλης, τι εστί το ον. Έτσι η οντολογική αναζήτηση των ελλήνων θα εκτινάξει τον ανθρώπινο πολιτισμό σε μια τροχιά δίχως προηγούμενο με καρπούς μοναδικούς. Επιστήμη, τεχνολογία, τέχνη, ποίηση και πολλά άλλα. Το ον. Τόδε τι. Αυτό εδώ που ίσταται εμπρός μου. Αυτός που ίσταται απέναντί μου και με κυττάζει. Ο Έλληνας θα αναμετρηθεί λοιπόν με αυτό το συγκλονιστικό βίωμα της ύπαρξης μη νοουμένης ψυχολογικά και υποκειμενικά, αλλά οντολογικά, ρεαλιστικά, και ασκητικοερωτικά. Το μέτρο της αλήθειας μου και της αλήθειας σου είναι αυτό, αυτής, αυτός που ίσταται απέναντί μου και με κυττάζουν. Το βλέμμα του άλλου και το βλέμμα της ύπαρξης είναι ο κριτής της αλήθειας και κάθε αλήθειας.
Αυτό είναι λοιπόν το πέρασμα και η ατραπός προς την τέλεια αγάπη και την τέλεια γνώση. Δηλαδή ο νεώτερος τρόπος των Ελλήνων ως ορθόδοξων που δεν είναι άλλος από τον τρόπο του Αγίου Όρους. Το Άγιον Όρος υφίσταται ως μια εκκλησιοποιημένη επανάσταση απεριόριστου βεληνεκούς ακόμη και αν όλοι οι πολίτες ασκητές του δεν έχουν φθάσει στο τέλος προς το οποίο πορεύονται. Το τέλος του ασκητή πολίτη της Αθωνικής πολιτείας είναι η τελείωση της αγάπης, της ελευθερίας και της γνώσης του άλλου ως του Όντος Άλλου. Αυτού Όν ηγάπησε η ψυχή μας έως τέλους…Μήπως τουλάχιστον οίδατε  εσείς Αυτόν που επόθησε η ψυχή μου έως τέλους….. ερωτά η τρισέμορφη κόρη στο Άσμα Ασμάτων, για να λάβει την απάντηση πως ούτε αυτοί γνωρίζουν Αυτόν που αγάπησε έως τέλους, και έτσι να οδηγεί στην τέλεια γνώση δια της πλήρους αποδοχής της αδυναμίας προς γνώση και δια της πλήρους αγνωσίας.
Για αυτό ο ασκητής πολίτης του  Όρους της επανάστασης προς κάθε νομοτέλεια, νόμο και ανάγκη νηστεύει από κάθε γνώση μερική και αποσπασματική που φονεύει τον άλλον και τον Όντως Άλλον, για να του δοθεί το χάρισμα της Όντος Πολιτείας. Το χάρισμα της ανεπανάληπτης, ανέντακτης, και απεριόριστης γνώσης του άλλου και του Όντως Άλλου.
Ο ασκητής πολίτης του Άθωνα παλεύει και αντιμάχεται με όλες τις σκιές του εαυτού του που του αποκρύπτουν  τον άλλον και τον κατ’ εξοχήν Άλλον ως το Παν (;) ακριβές περιεχόμενο του χώρου, του χρόνου και της Βασιλείας. Και η Βασιλεία είναι η πολιτεία του Ονόματος ως το παν ακριβές. Αυτό που δεν υποκαθίσταται ποτέ, δεν ανταλλάσσεται ποτέ, δεν λησμονιέται ποτέ. …Μήπως τουλάχιστον οίδατε εσείς Αυτόν Όν επόθησε η ψυχή μου έως τέλους. Αντίστοιχα ένα παλιό λαϊκό τραγούδι λέει: σχίζω τα βουνά και παντού ρωτάω ποιος είδε τα μάτια που αγαπάω….
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως προϋπόθεση των λαϊκών μας τραγουδιών είναι η τέλεια εμπειρία του Αγίου Όρους, ως εκκλησιοποιημένη εμπειρία του άλλου και του κατ’ εξοχήν Άλλου.
Έτσι ο πολίτης του Άθωνα καθημερινά φονεύει τον φυσικό, βιολογικό, και ψυχολογικό εαυτό του προκειμένου να επανεύρει τον καθολικό και οικουμενικό εαυτό του που δεν είναι άλλο από όλους τους άλλους, τους αδελφούς του ως το παν ακριβές και ως το Όντως Άλλου, τον κατ’ εξοχήν Άλλον. …Αφού εποιήσατε αυτά ενί τοις ελαχίστοις αδερφοίς μου εμοί εποιήσατε….
Και ο μοναχός του Άθωνα που καθίσταται Όρος Άγιον, χαρίζει στον κόσμο την εκπληκτική εκείνη εμπειρία της Παρουσίας και της συνάντησης στις παρυφές του χώρου και του χρόνου, που διαποτίζει τον χώρο, τον χρόνο και τα πράγματα. Χαρίζει στον κόσμο την εμπειρία εκείνη της βεβαιότητας που καθιστά τον χώρο, τον χρόνο και κόσμο όντος πόλη και πολιτεία. Ο μοναχός του Άθω χαρίζει στον κόσμο την φωταγωγική εκείνη εμπειρία που δικαιώνει την Αντιγόνη και Ιφιγένεια οι οποίες γνώριζαν πως έχουν στον κόσμο αδερφούς. Ο μοναχός της Αθωνικής πολιτείας μας βεβαιώνει όλους πως έχουμε στον κόσμο αδέρφια ασχέτως χρώματος, φυλής, καταγωγής ή ότι άλλο. Ότι ο κόσμος μας δεν είναι άλλο από τα αδέρφιά μας. Τώρα, χθες, αύριο. Εδώ, εκεί, εκεί, παντού.
Ο αρχαίος ασκητής πολίτης της Ιωνίας αναμετριέται με την γένεση και την φθορά. Ο νέος Ασκητής πολίτης του Αγίου Όρους αναμετριέται με την Ανάσταση, την ελευθερία, την Ζωή. Βεβαιώνεται ο ίδιος και βεβαιώνει τους αδελφούς του για την Ζωή  την ανίκητη και αθάνατη. Χαμένος από τον κόσμο και την πόλη σώζει τον κόσμο και την πόλη. Επιλέγοντας ο ίδιος τον δρόμο της ασθένειας και της αδυναμίας εξυγιαίνει και δυναμώνει τον κόσμο, τους άλλους, τους αδερφούς του. Τους βεβαιώνει στην εμπειρία της Ζωής την ανίκητη. Την εμπειρία την αλησμόνητη. Ο μοναχός πολίτης ασκητής της Αθωνικής πολιτείας όταν πραγματοποιεί το αξίωμα του μας εισάγει στο όντως γεγονός της πόλης. Της πόλης της ελευθερίας όπου όλες οι ρωγμές πληρούνται και οι έρημοι ζωοποιούνται, οι βάραθροι γεφυροποιούνται και ο κόσμος καθίσταται κοινωνία προσώπων. Ο φυσικός κόσμος δια του Αθωνίτου πολίτου-ασκητού καθίσταται πόλις απεριόριστος και ελευθέρα. Ο φυσικός κόσμος, ο χώρος και ο χρόνος καθίστανται εορτή και πανήγυρις, ενώ ο καθημερινός και ο ασήμαντος άνθρωπος της ιστορίας καθίστανται φωταγωγική παρουσία μοναδική και ανεπανάληπτος. Εν τέλει ο ασκητής πολίτης του Αγίου Όρους μιμούμενος τον Σωτήρα και θυσιάζοντας τον ατομικό και μερικό εαυτό του καθίσταται κατά χάριν, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δια του Σωτήρος, σωτήρ του κόσμου.
Τέλος είναι βέβαιον πως όταν θα παρέλθει η νεύρωσις της επιστήμης, της τεχνολογίας και κάθε άλλης φαντασίωσης του ανθρώπου, τότε θα μπορεί να καταστεί φανερή η συμβολή και η σημασία του Αγίου Όρους και των Ασκητών του για την ανθρώπινη ιστορία και τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τότε δηλαδή που οι άνθρωποι θα έχουν ανάγκη τους ανθρώπους και όχι τα αντικείμενα. Αλλά πέραν αυτού η εμπειρία του Αγίου Όρους σώζει τον κόσμο ακόμη και όταν κάτι τέτοιο μένει απαρατήρητο για την πλειοψηφία, όπως ακριβώς η εκκλησία σώζει τα πράγματα και τον κόσμο έστω και αν αυτό δεν αντικειμενοποιέιται. Εξ’ άλλου το Άγιον Όρος δεν είναι άλλο από την εμπειρία της εκκλησιοποιημένης πόλης στην απόλυτη έκφρασή της. Εδώ στην εμπειρία της εκκλησίας και του Αγίου Όρους ο κόσμος και τα πράγματα σώζονται με το να μην καθίστανται αντικείμενα αλλά να φυλάσσονται ως σημεία και σύμβολα της Απολύτου και Φωταγωγικής Παρουσίας.