[πηγή: Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗ]
Ο συλλογικός τόμος "Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης", στον οποίο συμμετέχει ο Π. Μαντζούφας |
Η
πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταθέσει νομοσχέδιο για την καταπολέμηση
σοβαρών μορφών ρατσιστικής και ξενοφοβικής συμπεριφοράς ήλθε ως
αμήχανη, πλην αναμενόμενη, αντίδραση του πολιτικού συστήματος στις
διαρκώς αυξανόμενες, σε αριθμό και ένταση, ρατσιστικές επιθέσεις των δύο
τελευταίων χρόνων. Το φαινόμενο έχει επισημανθεί τόσο από το Συμβούλιο
της Ευρώπης όσο και από της Εθνική επιτροπή για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου, ενώ ελληνικός και ξένος τύπος έχει κάνει σχετικά αφιερώματα. Η
ελληνική πολιτεία αντιδρά με το κλασσικό και μάλλον συνηθισμένο τρόπο
που είναι η ψήφιση ενός νέου νόμου σε αντικατάσταση του ήδη ισχύοντος
και σπανίως εφαρμοζόμενου ν. 927/1979 κατά των ρατσιστικών διακρίσεων.
Είναι άραγε αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος για την αντιμετώπιση του
προβλήματος;
Είναι
ανεπαρκής η ισχύουσα νομοθεσία για την καταπολέμηση της ρατσιστικής
βίας που χρειάζεται επειγόντως συμπλήρωση με νέες επιβαρυντικές μορφές
και νέα εγκλήματα ή μήπως παίζουμε το παιχνίδι των υπονομευτών της
δημοκρατίας συρόμενοι στο πεδίο όπου η ποινικοποίηση του δράστη ενισχύει
το ρόλο του αντισυστημικού παραβάτη που καταγγέλλει την σαπίλα του
συστήματος;
Στις
φιλελεύθερες δημοκρατίες η ελευθερία της έκφρασης αντιμετωπίζεται ως
ιερό δικαίωμα εφόσον μέσω αυτής δεν προσβάλλεται η προσωπικότητα φυσικών
και νομικών προσώπων, ενώ επιτρέπει να καταγγελθούν ως χείριστες οι
βασικές αξίες της δημοκρατικής συγκρότησης της κοινωνίας και το ίδιο το
Σύνταγμα μας. Από καταβολής δημοκρατικών και φιλελεύθερων δημοκρατιών ο
μισαλλόδοξος και ρατσιστικός λόγος μας θύμιζε, και κάποτε με ιδιαίτερα
σκληρό τρόπο(μεσοπόλεμος), πόσο εύθραυστη και ίσως ουτοπική μπορεί να
αποδειχθεί η φιλελεύθερη συναίνεση γύρω από την οποία οφείλει να
οργανώνεται ο κοινός μας βίος. Με τραγικό τρόπο οι δημοκρατίες μάθανε να
συμβιώνουν με τους αρνητές τους, αποφεύγοντας να γίνουν επιθετικές αν
δεν θέλανε να υπονομεύσουν τα ίδια τους τα αξιακά θεμέλια. Μοιραία
λοιπόν, οποιαδήποτε προσπάθεια να απαγορεύσουμε τον ρατσιστικό λόγο
οφείλει να αναμετρηθεί με τα όρια μεταξύ της συνταγματικά κατοχυρωμένης
ελευθερίας της έκφρασης και της υποχρέωσης της πολιτείας να προστατεύει
την ζωή, την τιμή και την ελευθερία των πολιτών αίροντας διακρίσεις που
θεμελιώνονται στην εθνικότητα, τη φυλή, την γλώσσα και τις θρησκευτικές
τους πεποιθήσεις. Αρκετοί νόμοι της ελληνικής πολιτείας ποινικοποιούν
πράξεις και λόγους που προσβάλλουν τα παραπάνω θεμελιώδη αγαθά,
ιδιαίτερα αν η εγκληματική πράξη συνοδεύεται με μίσος για την
εθνικότητα, τη φυλή, το θρήσκευμα
ή το γενετικό προσανατολισμό ενός προσώπου που σε αυτή την περίπτωση
τυποποιείται ως επιβαρυντική περίπτωση(άρθρο 79 Π.Κ). Βέβαια είναι
διαφορετική η προτροπή σε πράξεις βίας και μίσους κατά προσώπων λόγω
χρώματος, φύλου, θρησκείας και εθνικής καταγωγής και διαφορετικός ο
δημόσιος εγκωμιασμός αποτρόπαιων πράξεων με ρατσιστικό υπόστρωμα ή η
άρνηση ιστορικών γεγονότων. Η πρώτη δικαιολογημένα προβλέπεται στο
νομοσχέδιο και τιμωρείται με πολύ αυστηρότερες ποινές σε σχέση με το
παρελθόν, ενώ η δεύτερη συνιστά ένα έγκλημα γνώμης που όσο και αν είναι
αποκρουστικό για την πλειοψηφία των πολιτών, είναι δύσκολα συμβατή με
ένα ποινικό σύστημα που τιμωρεί την πράξη και όχι το φρόνημα.
Εξίσου
προβληματική μπορεί να αποδειχθεί και η σύνδεση των παραπάνω πράξεων
φυσικών προσώπων με την λειτουργία συλλογικών πολιτικών φορέων και με
ποινές που επιβάλλονται στα τελευταία. Η αντικειμενική ευθύνη του
νομικού προσώπου-πολιτικού κόμματος για τις πράξεις των μελών του μπορεί
να βρει πεδίο εφαρμογής και πέραν της δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής
και να οδηγήσει σε ένα κυνήγι μαγισσών όπου οι θύτες θα μετατρέπονται σε
θύματα και το αντίστροφο.
Ωστόσο,
η πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν στερείται σημασίας, ακόμα και σε
συμβολικό επίπεδο, αρκεί να αποφύγουμε υπερβολές, όπως η ποινικοποίηση
της έκφρασης ακόμα και προσβλητικών -για την συλλογική ιστορική μνήμη-
απόψεων, ενώ η αποτελεσματικότητα παρόμοιων μέτρων δεν συνδέεται μόνο με
την ευστοχία των ρυθμίσεων αλλά συναρτάται κυρίως με την ετοιμότητα των
οργάνων της τάξης να επιβάλλουν τη νομιμότητα και την επιθυμία των
πολιτών να συγκροτήσουν ένα αντιρατσιστικό μέτωπο. Τα δύο τελευταία
δυστυχώς δεν υπάρχουν και πρέπει να καλλιεργηθούν συστηματικά στο
εκπαιδευτικό σύστημα και να αποτελέσουν κεντρικά σημεία του δημόσιου
διαλόγου. Έτσι, η προτροπή των νεοναζιστών για ρατσιστική βία θα
προσκρούει στην σθεναρή βούληση της πολιτείας και των πολιτών να
υπερασπίζονται μια κοινωνία ισονομίας, δηλαδή να δώσουν μια πολιτική
απάντηση στη βία και το ρατσισμό και όχι να προσθέσουν μια ακόμα ψηφίδα
στην παραδοσιακή ελληνική πολυνομία.
[Δημοσιεύθηκε στα "Νέα" στις 21-5-2013]
_______________________________
Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου