ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Χρήστος Γιανναράς, Η αγιορείτικη οικουμενικότητα

Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]

Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους είναι ζωντανό ακόμα έρεισμα της ελληνορθόδοξης οικουμενικότητας. Κοινωνία-κοινότητα πολυεθνική, πολυφυλετική και πολύγλωσση, με …. και ενοποιό ταυτότητα την ελευθερία από τη φύση για χάρη της σχέσης.
Να ξεχωρίσουμε τις σημασίες των λέξεων: Η αγιορείτικη οικουμενικότητα δεν είναι «διεθνισμός» ούτε «πλουραλισμός», ούτε «ανοχή των διαφορών». Αυτοί οι όροι της σύγχρονης γλώσσας σηματοδοτούν τη νοησιαρχική απαίτηση να αντικαταστήσουμε την Οικειότητα της πατρίδας (τις κοινές βιωματικές ρίζες που μας συνέχουν στον κεχωρισμένο τόπο της) με ορθολογικές κανονιστικές αρχές συμβίωσης: εξισορροπήσεις δικαιωμάτων, ενοποιήσεις συμφερόντων, νομική κατασφάλιση όλων.
Και ο αγιορείτης μοναχός αρνείται τη σιγουριά της πατρίδας και της συγγένειας. Αλλά για να πραγματώσει εκείνη την έσχατη ελευθερία της αυταπάρνησης που αποτυπώνεται στον σκανδαλωδέστατο λόγο του Χριστού: «Εί τίς έρχεται προς με και ού μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και τον εαυτού ψυχήν, ού δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ.14.26)
Αυτό το «μίσος» είναι ρήξη με τη φύση και άρνηση της φύσης για χάρη της σχέσης. Η φύση μας πλανεύει με σχέσεις ριζωμένες στην ανάγκη. Το «μίσος» για την ανάγκη ελευθερώνει τη σχέση, τη μεταμορφώνει σε κατακτημένη αγάπη. Ο μοναχός αναλαμβάνει να πραγματώσει ορατά αυτό που κάθε χριστιανός εσωτερικεύει ως επιδίωξη: Να αντλεί ύπαρξη όχι από τη θνητή φύση, αλλά από την υπαρκτικά απεριόριστη σχέση.  Να υπάρχει στο ποσοστό που παραιτείται από την ατομική αυθυπαρξία για χάρη της αγαπητικής κοινωνίας.
Ακόμα και στην πατρίδα ή στην συγγένεια επενδύουμε ατομοκεντρικές ψυχολογικές θωρακίσεις: την ανάγκη της σιγουριάς του οικείου και ασφαλούς απέναντι στο ανοίκειο και άγνωστο του θανάτου. Ο μοναχός «εξέρχεται εκ της γης του και της συγγένειάς του» αναζητώντας πατρίδα στο απόλυτο κενό κάθε ψυχολογικής-φυσικής παρηγοριάς. Εκεί που ή γίνεται σχέση η ίδια η ύπαρξη, ή η ατομικότητα συντρίβεται στον απελπισμό και μηδενίζεται.
Στην αγιορείτικη πολιτεία, ο επισκέπτης ψηλαφεί αυτή τη διαφορετική «πατρίδα» ανθρώπων ελευθέρων από τον πανικό του θανάτου. «Πατρίδα» του οικουμενικού και δίχως σύνορα τρόπου της ελευθερίας από τη φύση και την ψυχολογική ανάγκη. Εκεί, πραγματικά, «ούκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης δούλος, ελεύθερος». Τους «πολίτες» αυτής της πολιτείας τους συνέχει μια καινούρια οικειότητα ξεριζωμένη από την ενστικτώδη ανάγκη καταφυγής στη συλλογικότητα και φυτεμένη στην απλοχωριά της αυτοπαραίτησης και αυτοπροσφοράς.
Ως πολιτικό κατόρθωμα η αγιορείτική πολιτεία θεμελιώνει την κοσμοπολίτικη οικουμενικότητα της στις «συνταγματικές» προδιαγραφές της άσκησης: Η σκοπούμενη ελευθερία της αγαπητικής κοινωνίας δεν είναι ιδεαλιστική συναρπαγή σε ψυχολογικές ψευδαισθήσεις, αλλά πράξη καθημερινής άρνησης του «ίδιου θελήματος» και αντίστασης στις αναγκαιότητες της φύσης. Η αγιορείτικη ετερότητα παλεύει για την ελευθερία μέσα από την παραίτηση και την έμπρακτη απέκδυση των απαιτήσεων ελευθερίας, δηλαδή μέσα από το άθλημα της εκούσιας υπακοής. Δεν συμβιβάζεται με τη χρηστική ηθικοπλαστική «πειθαρχία» (κατάλληλη για τους νηπίους που φοβούνται την ενηλικίωση), αλλά θέλει κάθε στιγμή να βεβαιώνει την ελευθερία ως αυτοπαραίτηση. Γιατί, όπως συνόψισε καίρια ο Ντοστογιέφσκι, «η μόνη πραγματική ελευθερία είναι να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του».
Ο ρεαλισμός της αγιορείτικης πείρας ξέρει καλά να αποκρυπτογραφεί τις καμουφλαρισμένες αντιστάσεις της φύσης στο ασκητικό άθλημα της αγαπητικής ελευθερίας. Την αποκρυπτογράφηση αυτή τη λένε στην αγιορείτικη γλώσσα: διάκριση: Να μπορεί ο μοναχός να ξεχωρίζει την υπακοή από την πειθαρχία, την άσκηση από τον αυτάρεσκο μαζοχισμό ή τον ηθικιστικό πρωταθλητισμό, τελικά της φύσης από τη χάρη, το ατομικό κατόρθωμα από το παρεχόμενο δώρημα.
«Την φύσιν εαυτού νικήσαι τινά των ούκ ενδεχομένων εστίν», βεβαιώνει ο οικουμενικός αθλητής της ερήμου Ιωάννης της Κλίμακος. Αποκλείεται με τις δυνάμεις σου, δίχως τη χάρη του Θεού να νικήσεις τη φύση σου. Η χάρη δεν προγραμματίζεται, γι’ αυτό και ο αγιορείτικος ρεαλισμός επικεντρώνεται στην κάθαρση των κριτηρίων της διάκρισης, δεν εμπιστεύεται την αισιοδοξία για τη χαρισματική εξασφάλιση. Η οργάνωση του βίου, οι δομές, οι θεσμοί, οριοθετούν τις προϋποθέσεις ελευθερίας της άσκησης (της οικουμενικότητας του αθλήματος) από τις  επιβουλές της φύσης: τις αποκλίσεις σε εθνοκεντρικές ή ηθικιστικές προτεραιότητες, σε φυλετισμούς ή ζηλωτισμούς.
Είναι συναρπαστικές για τον μελετητή οι πρακτικές εκφάνσεις και καταστατικές διατυπώσεις της άμυνας που προβάλλει το Όρος για την προάσπιση του οικουμενικού χαρακτήρα του. Πώς αντιστάθηκε στις αρχές του αιώνα για να μην μετατραπεί σε εθνικιστικό προτεκτοράτο της ρωσικής υπερδύναμης, σε σλαβικό "κράτος του Θεού".
Πόσο συνετά αρνήθηκε ή αρνείται και τον εθνικιστικό εναγκαλισμό του από το ελλαδικό κρατίδιο, τον επαρχιωτικό εξελλαδισμό του. Πως αντιδρά στη μουσειακή και τουριστική του διεθνοποίηση. Πόσο διακριτικά εξισορροπεί σήμερα την μέσα στους κόλπους του, λαίλαπα του ζηλωτισμού που θέλει να μετατρέψει τη ζωτική οικουμενικότητα του Όρους σε υπερεθνική εισαγγελία αστυνόμευσης της πιστότητας των Ορθοδόξων σε μια ιδεολογική, νομικίστική «Ορθοδοξία».
Η αγιορείτικη πολιτεία είναι μάλλον το τελευταίο τοπικό έρεισμα και της ελληνικής οικουμενικότητας. Της ελληνικότητας που ζει ενεργητικά, δυναμικά και μεταμορφώνει την Ιστορία όταν υπερβαίνει τη φυλετική-εθνική της υπόσταση για να υπάρξει στις διαστάσεις της πνευματικής της καθολικότητας. Η ορθόδοξη λατρεία, οι αποφάσεις των Συνόδων, η θεολογία των Πατέρων, η τέχνη των Εικόνων, είναι συγκεκριμένες φανερώσεις της ελληνικής καθολικότητας. Αλλά αυτή η ελληνικότητα ενδιαφέρει πανανθρώπινα, ακριβώς επειδή έχει σταυρικά αυθυπερβαθεί, έχει παραιτηθεί από κάθε εθνοφυλετική [ακόμα και γλωσσική] αποκλειστικότητα.
Ο τρόπος που οι Νεοέλληνες υποτάξαμε την οικουμενική δυναμική της ελληνικότητας μας στον εθνικιστικό επαρχιωτισμό και στον μίζερο τοπικισμό, είναι από τα πιο εξωφρενικά ιστορικά παράδοξα που μπορεί να παραγάγει η αλλοτρίωση και παρακμή μιας κοινωνίας. Στην πολιτική πρακτική μας λογαριάζουμε την εκκλησιαστική Ορθοδοξία σαν «επικρατούσα θρησκεία» (τοπική έκφανση του θρησκευτικού «συναισθήματος») και το Άγιον Όρος σαν μουσειακό κατάλοιπο και αξιοθέατο εξωτικό απολίθωμα του θρησκευτικού μας παρελθόντος. Ούτε υποψία για την ορθόδοξη και αγιορείτικη οικουμενικότητα, την πανανθρώπινη εμβέλεια και την δυναμική παγκοσμιότητα της ελληνορθόδοξης πρότασης.
Ωστόσο, κάποια «μαγιά» σώζεται ακόμα στο Αγιονόρος: Σε μια ελάχιστη φλούδα γης σπέρμα ακαταμάχητης βλαστικής δύναμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου