ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Παναγιώτης Ασημακόπουλος,Πανάρετος vs Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας

Καλά το λέει ο λαός: «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Αποφάσισε ξαφνικά ο υφυπουργός Παιδείας να μην εισαχθούν φέτος φοιτητές στο τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι πρόκειται για μια άδικη, αυθαίρετη και αυταρχική απόφαση, σύνηθες δείγμα γραφής του Υπουργείου Παιδείας, τον τελευταίο καιρό.
Εκεί όμως που είναι να γελάει κανείς (και εφαρμόζεται και η παραπάνω λαϊκή ρήση) είναι στη «θεμελίωση» της απόφασης αυτής. Εξαναγκάστηκε – λέει – ο κύριος Πανάρετος να πάρει αυτή την απόφαση εξαιτίας σκανδάλων και φαινομένων οικογενειοκρατίας που παρουσιάστηκαν στο τμήμα.
Σε ένα κόμμα και σε ένα σάπιο πολιτικό σκηνικό που όζει από σκάνδαλα τεραστίου μεγέθους μιλούν για σκάνδαλα στο τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας. Όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν είναι ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα από αυτά που συναντάς σε άλλες σχολές, οι οποίες θα δεχθούν κανονικά εισακτέους φέτος. Και ηθικοί αυτουργοί είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί που έφτασαν εκεί την κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μετά την μεταπολίτευση. Αυτοί εισήγαγαν την απουσία ελέγχου και ώθησαν και καλλιέργησαν την κομματοκρατία που λύνει και δένει. Μήπως να μην πάρει εισακτέους και η Βουλή λόγω των σκανδάλων που την ταλανίζουν; Για να είστε δίκαιος, κύριε Πανάρετε, δεν το προτείνετε; Έτσι, για να δούμε πώς θα αντιδράσουν τα παιδιά του λαού. Εσάς δεν σας ακουμπάει, αφού δεν είστε κοινοβουλευτικός.
Σε ένα κόμμα όπου ο Γεώργιος έβαλε τον Αντρέα και αυτός το Γιωργάκη, σε ένα πολιτικό σκηνικό όπου ο Κωνσταντίνος έβαλε τη Ντόρα και τον Κυριάκο και ο θείος Κωνσταντίνος έβαλε τον ανιψιό Κώστα, μιλάνε για οικογενειοκρατία. Οϊμέ, οϊμέ…. Γιατί τώρα, σε όσους έχουμε περάσει από τα Πανεπιστήμια και ακούμε τη λέξη «οικογενειοκρατία» πάει το μυαλό μας πρωτίστως στις Ιατρικές σχολές; Εκεί, κύριε Πανάρετε και άλλοι κήρυκες της ηθικής, θα πέσει μαχαίρι και έλεγχος; Εάν κρίνουμε από το ποσοστό των βουλευτών, πολιτευτών και κομματικών δορυφόρων που προέρχονται από τις σχολές αυτές, είναι μάλλον απίθανο να ακούσουμε τον παραμικρό υπαινιγμό. Υπάρχει κι άλλη λαϊκή ρήση εκτός από το γάιδαρο και τον πετεινό. Αυτή που λέει για τους κόρακες. Ακόμη κι ένας μη κοινοβουλευτικός υφυπουργός Παιδείας δεν θα ψελλίσει τίποτε, γιατί βασίζεται στο κομματικό καταστημένο και αναδεικνύεται από αυτό.
Κακόμοιρε πετεινέ, πόσα θα ακούσεις ακόμη; Όταν αρχίσεις να τσιμπάς, να δούμε πού θα κρυφτούν κάποιοι…
Π. Ασημακόπουλος
πηγή:

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Ανθολόγιον 65: Σεβ.Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ

(...)Μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὅλη ἡ φύση «συνωδύνει καί συστενάζει» μέ τόν ἄνθρωπο, γιά νά βγεῖ μαζί Του, μαζί μέ τόν Νικητή Θεό, σ’ ἕνα φῶς τέλειο καί μόνιμο, δίνοντας ἔτσι νόημα στίς πέντε πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Ἐδῶ ἡ φύση, λυρική, δωρική, τραγική, σ’ αὐτούς τούς βράχους, ποτέ δέν στάθηκε ξένη πρός τίς περιπέτειες τῶν Ἑλλήνων. Ἄλλοτε τούς συνοδεύει σιωπηλά, ὑπομνηματίζει τά δεινά ἤ τίς χαρές τους, ἄλλοτε μέ τρόπο μυστηριώδη, συμπρωταγωνιστεῖ. Καί πρέπει κάποτε κάποιος ἀφοσιωμένος μελετητής, μέ τέτοιο πρίσμα νά ξαναδεῖ ὅλη τή νέα μας λογοτεχνία, καί τόν Σολωμό, καί τόν Κάλβο, καί τόν Παπαδιαμάντη.


Κάτω ἀπό τέτοιους κανόνες βαθύτερης ἁρμονίας διεμόρφωσε ὁ Ἕλληνας τήν νεώτερη ἱστορία του. Ἀνάσταση στή φύση - ἀνάσταση στήν ψυχή - ἀνάσταση στό γένος : ἧταν ἕνας κανόνας τετράγωνος σάν ἀγκωνάρι, ἱκανός νά χωρέσει καί νά στηρίξει ἀκόμη καί τήν πιό ἀπλή ἑλληνική καρδιά. Κι’ αὐτός ὁ κανόνας, τετρακόσια χρόνια βαρειᾶς σκλαβιᾶς, τηρήθηκε μέ αἷμα, μέ Μάρτυρες, μέ θυσίες.


Ἡ Ἀνάσταση, ἡ ριζωμένη ἀπό τό Χριστιανισμό, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσα στίς ψυχές, μεγάλωνε τόν καημό τῆς ἐλευθερίας πού ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ἡ ζωή ἔπρεπε νά ἐναρμονιστεῖ μέ τό φῶς καί τό ἄνθισμα τῆς γῆς, νά ἐναρμονιστεῖ μέ τό φῶς καί τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο, διά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.


Ὅσο ἡ φύση ἀνθοβολεῖ, ὅσο ἡ ψυχή πανηγυρίζει τήν σφραγισμένη μέ τό θεῖο γεγονός αἰωνιότητά της, τήν κατανίκηση τοῦ θανάτου καί τό σπάσιμο τῶν δεσμῶν τοῦ σκότους, τόσο ὁ Νεοέλληνας πού ἀπό καταβολῆς τῆς πατρίδας του λαχταρᾶ γιά φωτεινά καί ἁρμονικά βιώματα, ἀγωνίζεται νά ἐπιβάλει τόν ἴδιο νόμο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πνευματικοῦ θριάμβου πάνω στήν ἐθνική του ζωή. Μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐντυπωσιάζει, ἐμᾶς τούς ἄσωτους καί τούς ἀμαρτωλούς τοῦ αἰώνα, ὅταν διαβάζουμε σέ ἀπομνημονεύματα ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα πώς ὄχι μονάχα συναρτοῦν τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους μέ τό θέλημα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου ἀλλά καί καθορίζουν τήν ἔναρξη τῶν ἀγώνων τους, συχνά, ἐκεῖ κοντά στό Πάσχα, τότε πού θριαμβεύει στίς καρδιές ἡ Ἐλευθερία.


Ὑπάρχει κάποιο βαθύ, ἀνέγγιχτο, καί ὑποβλητικό μυστήριο ἐδῶ. Ἡ Ὁρθοδοξία κράτησε ὡς κύρια γιορτή της τό Ἅγιον Πάσχα. Εἶναι Ἐκκλησία ὀδύνης καί θριάμβου, θανάτου καί ἀναστάσεως. Ἡ Ἀδιαίρετη Ὁρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τήν κράτησε, ὄχι μονάχα γιατί ἁρμόζει στό κλίμα καί στό φῶς τῶν τόπων ὅπου φέγγει πνευματικά αὐτή, ἀλλά γιατί ταιριάζει στό ὕφος καί στό ἦθος της, γιατί ἐναρμονίζεται οὐσιαστικά μέ τά δόγματά της. Τήν κράτησε ἀκόμη γιατί σάν νά ἤθελε νά ἐναρμονίση τό παρελθόν μέ τό μέλλον της ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, σά νά προϊδέαζε τό μέλλον της, τό μαρτυρικό, περιπετειῶδες, ποτισμένο μέ δάκρυα, σά νά ἔκαμε μιά ξεχωριστά, μοναδικά βαρυσήμαντη πρόβλεψη διαλέγοντας τό αἱματοβαμμένο Πάσχα σάν σύμβολο ἀκραῖο καί ὕψιστο τῆς πνευματικῆς της ὑποστάσεως – καί σέ ἀντίθεση μέ τόν εὐδαίμονα, τόν συχνά χωρίς νεῦρο, ἀποκεκομμένο έκ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας Χριστιανισμό τῆς Δύσεως.(...)
Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Πασχάλιος Ποιμαντορική Εγκύκλιος 2011(απόσπασμα).
Ολόκληρη εδώ.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.Ιερόθεος:"Μια άλ­λη τρό­ϊ­κα σέ σχέ­ση με την ευ­τυ­χί­α και την ε­λευ­θε­ρία" (Ηράκλειο 4-5-2011)

 Πηγή: Ρομφαία

Υπάρχει μια ιστορική, φιλοσοφική και θεολογική αρχή, ότι τα γεγονόνα επαναλαμβάνονται στην διαδρομή των αιώνων, ότι υπάρχουν ανυψώσεις και καταβάσεις, ότι τελικά κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα που είχαν και οι προηγούμενες κοινωνίες, ότι ο κάθε άνθρωπος ζη μέσα στην ύπαρξή του, αλλά και στην κοινωνική του ζωή την παγκόσμια ιστορία, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις. Οπότε, διαβάζοντας κανείς διάφορα κείμενα παλαιών ιστορικών, φιλοσόφων, λογοτεχνών, θεολόγων, ανευρίσκει και προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Βεβαίως, υπάρχουν μερικές διαφοροποιήσεις σε κάθε εποχή, αλλά στην βάση τους τα προβλήματα είναι τα ίδια.
Το θέμα που θα παρουσιάσω σήμερα είναι «Μια άλλη τρόϊκα σε σχέση με την ευτυχία και την ελευθερία». Φυσικά, δεν πρόκειται να ομιλήσω για την γνωστή τρόϊκα, δηλαδή την επιτροπή που εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προτείνουν η και επιβάλλουν τρόπους αντιμετωπίσεως της διαχείρισης του Κράτους μας στα οικονομικά θέματα, ώστε και αυτοί να εξασφαλίσουν την δυνατότητα να εισπράξουν το δάνειο που έχουν δώσει στην Ελλάδα και μας έχουν τρελάνει τα ΜΜΕ, αλλά για μια άλλη τρόϊκα που σχετίζεται με την ευτυχία και την ελευθερία, η οποία, όπως πιστεύω, είναι η βάση των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων που απασχολούν την Πατρίδα μας.
Στην ομιλία μου θα γίνη μια μικρή αναφορά στο έργο Αδελφοί Καραμάζοβ του διάσημου Ρώσου λογοτέχνη Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και σε μερικά από τα μηνύματα τα οποία μπορεί κανείς να αναφέρη και τα οποία έχουν μεγάλη επικαιρότητα στην εποχή μας. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας παγκοσμίου κύρους Ρώσος λογοτέχνης, γεννήθηκε στην Μόσχα της Ρωσίας την 30η Οκτωβρίου του έτους 1821 και πέθανε στην Πετρούπολη την 28η Ιανουαρίου του έτους1881, σε ηλικία 60 ετών, και έχει επηρεάσει κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, όπως την διαλεκτική θεολογία, την υπαρξιακή φιλοσοφία, την αναλυτική ψυχολογία και την ρωσική θεολογία.
Με συγκίνηση επισκέφθηκα την κατοικία του στην αγία Πετρούπολη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ξεναγήθηκα μέσα σε αυτήν, και είδα μερικά από τα προσωπικά του αντικείμενα. Περπάτησα στην γειτονιά που και εκείνος έζησε και εκινείτο και πήγα στην Μεγίστη Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, όπου και ετάφη, και έτσι συγκινήθηκα βαθύτατα από εκείνο το προσκύνημα που έκανα στην αγία Πετρούπολη.
Το έργο Αδελφοί Καραμάζοβ είναι το τελευταίο του, είναι η «γενική εξομολόγησή του», η «τελευταία λέξη» του, είναι «το κύκνειο άσμα του», «είναι το απόγειο, ο δραματικός επίλογος μιας ζωής» και αποτελεί «ένα απ' τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
«Το έργο αυτό γραμμένο όταν ο Ντοστογιέβσκη ήταν εξήντα χρόνων σχεδόν και δημοσιευμένο στα 1880, λίγο πριν απ' το θάνατό του, είναι όχι μονάχα το πιο ώριμο και το πιο ολοκληρωμένο απ' τα μεγάλα έργα του, αλλά χωρίς αμφιβολία ένα απ' τα πιο αντιπροσωπευτικά του μια και συγκεφαλαιώνει σ’ αυτό όλες τις ιδέες του και παρουσιάζει ανάγλυφα όλα τα επιτεύγματα της τέχνης του». Πρόκειται για ένα «πολύπλοκο αριστούργημα».
Το έργο αναφέρεται στην δολοφονία του Θεόδωρου Καραμάζοβ και στην διερεύνηση του θανάτου του, για το ποιός ήταν ο φονιάς, και στις ανακρίσεις που γίνονται και στην δίκη που ακολουθεί, εμπλέκονται όλα τα παιδιά του. Ο Θεόδωρος Καραμάζοβ έχει τρία παιδιά, τον Μήτια-Ντιμήτρι από την πρώτη του γυναίκα, καθώς και τον Ιβάν και Αλεξέϊ-Αλιόσα από την δεύτερη γυναίκα. Συγχρόνως έχει και ένα νόθο παιδί τον Σμερντιακόβ.  Τελικά, η δολοφονία αποδίδεται στο μεγαλύτερο παιδί του τον Μήτια-Ντιμήτρι, χωρίς όμως να είναι ο δολοφόνος του πατέρα του. «Ο γέρο-Καραμάζοβ δολοφονείται -και οι συνθήκες του θανάτου του είναι τόσο παράξενες ώστε να εμπλέκουν όλους τους γυιούς του- όχι μονάχα τον πραγματικό δολοφόνο αλλά ακόμα και κείνους που μολονότι είναι αθώοι ντε φάκτο, έχουν ωστόσο εκθρέψει εγκληματικές προθέσεις στην καρδιά τους και γι’ αυτό τον λόγο είναι ηθικά ένοχοι.
Ο Ντιμήτρι, ο μεγάλος γιος, μισεί τον πατέρα του και είναι έτοιμος να τον σκοτώση, χωρίς τελικά να το κάνη, πράγμα που έκανε το νόθο παιδί του, ο Σμερντιακόβ. Ο Ιβάν σιχένεται τον πατέρα του και αυτό συνδέεται και με την ανταρσία του εναντίον του Θεού που έχει σχέση με την βασική του αρχή «όλα επιτρέπονται» και «κατά συνέπεια είναι υπεύθυνος για τις διεστραμμένες αντιλήψεις του νόθου μηλαδερφού του Σμερντιακόβ. Ούτε τ’ άλλα πρόσωπα είναι αθώα από παραβάσεις έστω και μικρότερες». Τελικά, «η τιμωρία διαμοιράζεται σ’ όλους, ο Ντιμήτρι κατηγορείται και καταδικάζεται από δικαστήριο. Ο Ιβάν καταρρέει ψυχικά, ενώ ο Σμερντιακόβ αυτοκτονεί. Η συμπεριφορά όλων των ηρώων (περιλαμβανομένου και του τετάρτου γιου, του Αλιόσα, που είναι ένοχος μονάχα για το ότι δεν κατάφερε να προλάβει το έγκλημα) έχει τις ρίζες της στην ηθική τους στάση, στις θρησκευτικές αμφιβολίες και στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, συγχωνεύοντας έτσι πλοκή, μύθο και κεντρική ιδέα σ’ ένα και μόνο δυναμικό σύνολο».
Θα πρέπει να εξηγήσω τον τίτλο του θέματός μου με τα όσα θα αναφέρω στην συνέχεια. Η λέξη τρόϊκα είναι ρωσική και κυριολεκτικά δηλώνει το «ρωσικό έλκηθρο η άμαξα που σύρεται από τρία άλογα» (Μπαμπινιώτης). Στο έργο Αδελφοί Καραμάζοβ αναφέρεται στα τρία παιδιά του δολοφονηθέντος πατέρα Θεόδωρου Καραμάζοβ και σε ο,τι εκπροσωπούν. Ο Ντοστογιέφσκι βάζει την λέξη αυτήν -τρόϊκα- στην αγόρευση του εισαγγελέα Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς, κατά την διάρκεια της δίκης για τον φόνο του γέρο Καραμάζοβ. Αναφέρεται στον Γκόγκολ, έναν «μεγάλο συγγραφέα της προηγούμενης σχολής» από τον οποίον είχε επηρεασθή αρχικά, και στο μυθιστόρημά του «νεκρές ψυχές» που παρομοιάζει την Ρωσία με τρόϊκα «που καλπάζει προς το άγνωστο» και αναφωνεί: «Αχ τρόϊκα, πουλί τρόϊκα, ποιός σε σοφίστηκε;». Καί «με περήφανο ενθουσιασμό προσθέτει πως μπροστά στην τρόϊκα που τρέχει με ξέφρενο καλπασμό παραμερίζουν, με σεβασμό όλοι οι λαοί». Έάν σε αυτήν την τρόϊκα ζεύσει κανείς «τους ίδιους τους ήρωές του» «τότε όποιον και να βάλεις αμαξά, ένας Θεός ξέρει που θα φτάσεις με τέτοια άλογα».
Ο Ντοστογιέφσκι στα λόγια που βάζει στον εισαγγελέα εννοεί ως τρόϊκα τα τρία παιδιά του γέρο-Καραμάζοφ, και αυτόν τον ίδιο -τον πατέρα τους- ως αμαξά. Πρόκειται για τα τρία ρεύματα που κυριαρχούσαν στην Ρωσία της εποχής του Ντοστογέφσκι, τα οποία εξέφραζαν τα τρία παιδιά του πατέρα τους Καραμάζοβ. Θα το δούμε αυτό στην συνέχεια της ομιλίας μου. Έτσι, τα τρία αυτά ρεύματα συνδέονται με το ερώτημα «ευτυχία η ελευθερία;» που βάζει ο Νοστογιέβσκι στο στόμα ενός άλλου ήρωά του, του Μεγάλου Ιεροεξεταστού. Νομίζω δε αυτά τα σημεία, που είναι βασικά στην σκέψη του μεγάλου αυτού Ρώσου λογοτέχνη, αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα του έργου του, καθώς επίσης αποτελούν και την νοοτροπία του σύγχρονου κόσμου, ιδιαιτέρως της πολιτιστικής ατμόσφαιρας που επικρατεί στην Πατρίδα μας και είναι η βάση των κοινωνικών, αλλά και οικονομικών προβλημάτων που μας απασχολούν τον τελευταίο καιρό. Γι’ αυτό και θεωρώ το έργο αυτό «αδελφοί Καραμάζοφ» ως ένα σημαντικό έργο, που καθρεπτίζει και την σύγχρονη κοινωνία μας.
Στην συνέχεια θα τονίσω τέσσερα σημεία τα οποία, κατά την γνώμη μου, έχουν μεγάλη σημασία για την εποχή μας.

1. Η μεταπτωτική κοινωνία στα έργα του Ντοστογιέφσκι

Η κοινωνία των ανθρώπων, από παλαιά μέχρι σήμερα,  δεν είναι όπως την έχει καθορίσει ο Θεός με την δημιουργία των Πρωτοπλάστων. Όταν διαβάζη κανείς το βιβλίο της Γενέσεως καταλαβαίνει ότι το πρώτο ανδρόγυνο ζούσε στον Παράδεισο αγγελικό βίο. Είχε σχέση και κοινωνία με τον Θεό, μεταξύ τους και την κτίση. Και αυτό γινόταν με την πλούσια παρουσία της Χάριτος του Θεού. Η σχέση με τον Θεό ήταν προσωπική, συνομιλούσαν μαζί Του «πρόσωπον προς πρόσωπον», η σχέση του Αδάμ με την Εύα ήταν αγγελική, αλλά και η επικοινωνία με την κτίση κατά πάντα ευλογημένη, αφού η κτίση δεν δεχόταν κανένα βιασμό από τον άνθρωπο. Το σχήμα που επικρατούσε ήταν ότι η ψυχή του ανθρώπου, δια του νοός, τρεφόταν από την Χαρη του Θεού, το σώμα λάμβανε δύναμη από αυτήν την εμπειρία της ψυχής. Επομένως, ο άνθρωπος ήταν πνευματικός. Στην συνέχεια το φως του Θεού που υπήρχε πλούσια μέσα στον άνθρωπο ακτινοβολούσε σαν σε καθρέπτη σε όλη την κτίση.
Μετά, όμως, την αμαρτία αντιστράφηκε όλη αυτή η κατάσταση. Η ψυχή έπαυσε να κοινωνή με τον Θεό, δεν δεχόταν πια το φως της ακτίστου δόξης του Θεού, γι’ αυτό απομυζούσε το σώμα, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται τα ψυχικά πάθη της φιλοδοξίας, της υπερηφανείας και της αλαζονείας. Έτσι, τώρα το σώμα υποφέρει από αυτήν την κατάσταση της ψυχής. Αλλά και το σώμα αντί να τρέφεται από την ψυχή, προσπαθεί τώρα να τρέφεται από την κτίση και έτσι αναπτύσσονται τα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και πολλά άλλα. Το αποτέλεσμα με αυτόν τον τρόπο είναι ότι βιάζεται η κτίση και δημιουργείται το οικολογικό πρόβλημα.
Έτσι, η κοινωνία των ανθρώπων άλλαξε κατεύθυνση και νοοτροπία. Τα ψυχικά και σωματικά πάθη των ανθρώπων εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως με αποτέλεσμα η κοινωνία, αντί να βιώνη την κατάσταση του Παραδείσου, εκφράζει την κόλαση. Ο άνθρωπος προσπαθεί τώρα να φέρη μια ισορροπία στην κοινωνία με τους θεσμούς. Αλλά και αυτοί οι θεσμοί, επειδή οι άνθρωποι είναι άρρωστοι, λειτουργούν κατά τρόπο αρρωστημένο, και έτσι αναπτύσσονται δικτατορίες, απολυταρχικά καθεστώτα, φοροδιαφυγές, πλουτισμός μερικών ανθρώπων, καταστροφή της ελευθερίας των άλλων, αδιαφάνεια στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ανταγωνισμοί κ.λ.π.
Ο Ντοστογιέφσκι  σε όλα του τα έργα, αλλά ιδιαίτερα στο έργο που μελετάμε, παρουσιάζει όλην αυτήν την τραγική μεταπτωτική κατάσταση της κοινωνίας. Περιγράφει κατά τρόπο απαράμιλλο την ασθένεια της κοινωνίας, βάζει στους ήρωές του όλη την ακαταστασία των ανθρώπων. Έκανε φοβερές περιγραφές με την παρατηρητικότητα, το λογοτεχνικό του ταλέντο, αλλά και την βαθειά αίσθηση της πραγματικότητας που τον διακρίνει, την μεγάλη ψυχική ευαισθησία του, αλλά και την προσωπική του πείρα, λόγω της καταδίκης του σε θάνατο. Καταδικάσθηκε σε θάνατο επειδή συμμετείχε σε μια μυστική εταιρία σοσιαλιστικού περιεχομένου, αλλά και λόγω της μετατροπής της ποινής του θανάτου, στον τόπο της εκτέλεσης, (λέγεται μάλιστα ότι επρόκειτο για μια εικονική εκτέλεση) σε εξορία στην Σιβηρία. Αυτή η τραγική και οδυνηρή περιπέτειά του αποτυπώνεται σε πολλά έργα του και φαίνεται στην περιγραφή της αντιφατικής μεταπτωτικής κοινωνίας. Είναι σημαντικό πως περιγράφει αυτήν την κατάσταση ο Μαρκ Σλόνιμ, αναλύοντας το έργο αυτό του Ντοστογιέφσκι .
«Οι αδελφοί Καραμάζοβ που εμπερικλείουν μια μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων από πολλά στρώματα της τσαρικής κοινωνίας -αριστοκράτες, δουλοπάροικους, καλόγερους, γυναίκες του λαού, υπαλλήλους, διανοουμένους -και προσφέρουν ένα πραγματικό πανόραμα της τσαρικής ζωής στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, είναι ταυτόχρονα ένα μυθιστόρημα οικογενειακής ζωής. Μέσα στα πλαίσια μιας μελέτης κληρονομικότητας, αναλύονται οι σχέσεις ανάμεσα σε πατέρα και γιους σ’ όλες τις ιδιόρρυθμες διακλαδώσεις τους, του μίσους, της αποστροφής και της συγγενικότητας που οξύνονται από σεξουαλικό ανταγωνισμό κι από φονικές ροπές, συγκρούσεις που οι σύγχρονοι φροϋδιστές θα τις εξηγούσαν με την ορολογία του οιδιποδείου συμπλέγματος. Αποτελούν επίσης μιαν απεικόνιση διαφορετικών ψυχολογικών τύπων, απ' το γέρο παραλυμένο Καραμάζοβ πατέρα ως τον ασκητικό γιο του Αλιόσα‧ από τον άλλο του γιο, τον Ιβάν, τον εγκεφαλικά αναρχικό ως τον άγιο καλόγερο Ζωσιμά· απ' τη μαζοχίστρια, ηλίθια Λιζαβέτα ως τη γήϊνη Γκρούσενκα, την Κίρκη της μικρής πολιτείας. Η πλοκή κινείται σε πολλά επίπεδα και ξετυλίγεται σαν μυθιστόρημα μυστηρίου».
Αυτήν την πολυπλοκότητα και την αντιφατικότητα της κοινωνίας της εποχής του Ντοστογιέφσκι  την βλέπουμε και σήμερα στην δική μας κοινωνία. Αυτό κάνει το έργο αυτό διαχρονικό και παγκόσμιο. Αυτό θα το διαπιστώσουμε και πιο κάτω στα άλλα βασικά σημεία του έργου αυτού τα οποία θα τονίσουμε.

2. Τα τρία ρεύματα της ρωσικής και της σημερινής κοινωνίας  

Είδαμε προηγουμένως ότι ο Ντοστογιέφσκι, με θαυμάσιο τρόπο, βάζει στον εισαγγελέα Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς την σκιαγράφηση της τρόϊκας των αδελφών, αλλά και του πατέρα τους.
Ο πρώτος γιος του από την πρώτη γυναίκα του, ο Μίτια (Ντιμήτρι) που κατηγορείται για τον φόνο του πατέρα του, αν και δεν τον έχει διαπράξει, εκπροσωπεί την παλαιά πρωτόγονη αισθησιακή και διονυσιακή Ρωσία, εκφράζει την λεγόμενη «στοιχειακή Ρωσία», όπως και άλλοι Ρώσοι «στοιχειακοί», κατά τα λεγόμενα του Εισαγγελέα, περιγράφοντας τον Μίτια: «είμαστε το καλό και το κακό σ’ ένα καταπληχτικό ανακάτωμα, είμαστε εραστές του πολιτισμού και του Σίλερ και την ίδια ώρα καυγαδίζουμε στις ταβέρνες και ξεριζώνουμε τα γένεια των μπεκρήδων της παρέας μας». Οι «στοιχειακοί» δεν θέλουν να πληρώνουν, αλλά να παίρνουν όλα τα αγαθά της ζωής, δεν θέλουν να τους βάζουν «εμπόδια στις παρορμήσεις», γιατί τότε μπορούν να αποδείξουν ότι είναι «καλοί και υπέροχοι». Δεν θέλουν να είναι άπληστοι, αλλά ζητούν πολλά χρήματα για να τα σκορπίσουν «όλα σε μια νύχτα σε ακράτητο γλέντι». Και όταν δεν τους δίνουν λεφτά, τότε ξέρουν να τα βρίσκουν όταν το θελήσουν.
Ο δεύτερος γιος -ο μεγαλύτερος από την δεύτερη γυναίκα του- ο Ιβάν εκφράζει τον «ευρωπαϊσμό» που είχε επηρεάσει τότε την Ρωσία, με τις διαφωτιστικές και αθεϊστικές αρχές. Ήταν ένας σύγχρονος νέος με «περίφημη μόρφωση, με μυαλό αρκετά δυνατό, που όμως δεν πιστεύει πια σε τίποτα, που απέκρουσε και διέγραψε πια πάρα πολλά στη ζωή του, όπως ακριβώς και ο πατέρας του». Δεν έκρυβε τις ιδέες του, διαπνεόταν από μια ελευθερία στην έκφραση των απόψεών του  «προκαλούσε φρίκη με την πνευματική του ασέλγεια». Η «πνευματική του ασέλγεια» βρισκόταν στο ότι βασική του φιλοσοφία, που την διέδιδε ήταν «όλα επιτρέπονται ο,τι υπάρχει στον κόσμο και τίποτα δεν πρέπει ν’ απαγορεύεται από δω και πέρα».
Ο τρίτος γιος, ο Αλεξέϊ, που θωπευτικώς αποκαλείται Αλιόσα, ακολούθησε αντίθετο δρόμο από όλους τους άλλους της οικογένειάς του. Μετά από σκέψη πείστηκε για την αθανασία, και γι’ αυτό αποφάσισε: «θέλω να ζήσω για την αθανασία. Δεν παραδέχομαι τις μέσες λύσεις». Έτσι, λοιπόν, προσκολλήθηκε στον στάρετς Ζωσιμά που εξέφραζε την ησυχαστική παράδοση και ήταν σαν άγγελος. Ο Αλιόσα είναι εκφραστής των ανθρώπων εκείνων που ενδιαφέρονται για τις «λαϊκές ρίζες», σύμφωνα με την δράση που χαρακτήριζαν αυτούς τους τύπους «μερικοί θεωρητικίζοντες κύκλοι των διανοουμένων μας». «Είναι έφηβος ακόμα, ευσεβής και ταπεινόφρων· σε αντίθεση με τη ζοφερή διαβρωτική κοσμοθεώρηση του αδερφού του, γυρεύει να προσκολληθεί, ούτως ειπείν στις "λαϊκές ρίζες"». Ἀ­γα­πᾶ τον μοναχισμό και κυρίως τον ησυχασμό, όπως θα δούμε πιο κάτω, και εκφράζει την μοναχική, ασκητική παράδοση της Ρωσίας της εποχής εκείνης. Σε αντίθεση με αυτούς που δέχθηκαν την επίδραση «του ευρωπαϊκού πολιτισμού», «αυτός προσκολλήθηκε στο μοναστήρι», στον στάρετς Ζωσιμά, σε αυτό που λέγεται «γενέθλιο σώμα» «στη μητρική αγκάλη της πατρίδας, σαν παιδιά τρομαγμένα απ' τα οράματα, και στα στερεμένα στήθια της αδυνανατισμένης μητέρας διψάνε να τους πάρει τουλάχιστο ήσυχα ο ύπνος και μάλιστα να κοιμηθούν εκεί σ’ όλη τους την ζωή, αρκεί να μη βλέπουν τις φρίκες που τους τρομάζουν». Ο Εισαγγελέας απέδωσε αυτήν την νοοτροπία που βίωνε ο Αλιόσα στον «ζοφερό μυστικισμό» και τον «κοντόφθαλμο σοβινισμό», που όπως είπε, «ίσως απειλούν το έθνος με μεγαλύτερο κακό απ' όσο η πρόωρη αποσύνθεση που προέρχεται απ' τον κακώς εννοημένο και αβασάνιστα αποχτημένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, που απ' αυτόν υποφέρει ο μεγαλύτερος αδερφός του», ο Ιβάν.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι την πολιτισμική αυτή τρόϊκα εκπροσωπούν τρία βασικά ρεύματα της τότε ρωσικής κοινωνίας, ήτοι η «στοιχειακή Ρωσία», ο «ευρωπαϊκός πολιτισμός», και οι «λαϊκές ρίζες». Η τρόϊκα αυτή, είναι τρία δυνατά άλογα, που οδηγούνται, κατά τον Νοστογέβσκι, από έναν αμαξά, τον πατέρα τους Θεόδωρο Καραμάζοβ «τον δυστυχισμένο, αχαλίνωτο κι ακόλαστο γέρο», «τον πάτερ φαμίλια», «που τελείωσε τόσο θλιβερά τη ζωή του». Ο Εισαγγελέας περιγράφει την ζωή και τον χαρακτήρα του πατέρα αυτού, που δυστυχώς ομοιάζει με πολλούς άλλους σύγχρονους πατέρες και γονείς.
«Ευγενής από καταγωγή, που άρχισε το στάδιό του σαν φτωχό παράσιτο που ύστερ’ απ' το αναπάντεχο κι απρόβλεπτο γάμο γίνεται κάτοχος ενός μικρού κεφαλαίου. Στην αρχή μικροκατεργάρης και δουλοπρεπής παλιάτσος, με κάποια εξυπνάδα ωστόσο και πριν απ' όλα τοκογλύφος. Με τα χρόνια, δηλαδή όσο μεγαλώνει το κεφάλαιό του, παίρνει θάρρος. Η ταπεινότητα κι η δουλοφροσύνη εξαφανίζονται και μένει μονάχα ο είρων και μοχθηρός κυνικός, κι ο ακόλαστος. Κάθε πνευματικότητα έχει ταφεί κι ένα μονάχα απομένει, μια υπέρμετρη δίψα ζωής. Και καταλήγει να μη βλέπει στη ζωή άλλο από αισθησιακές απολαύσεις κι αυτό διδάσκει τα παιδιά του. Από πατρικές ηθικές υποχρεώσεις - τίποτα. Τις κοροϊδεύει, ανατρέφει τα παιδιά του στην πίσω αυλή και χαίρεται που του τα παίρνουν από μπροστά του». Η βασική αρχή του πατέρα είναι: «Ας πάει να καεί όλος ο κόσμος, φτάνει να  ‘μαι γω καλά». «Και είναι καλά, είναι απόλυτα ευχαριστημένος, διψάει να ζήσει έτσι άλλα είκοσι, τριάντα χρόνια ακόμα».
Αυτή είναι η οικογένεια του Θεοδώρου Καραμάζοβ. Κάθε ένα μέλος της έχει την δική του προσωπικότητα και τις δικές του επιλογές της ζωής. Μια οικογένεια και μια κοινωνία πολυπολιτισμική. Πόσο ομοιάζει με πολλές οικογένειες στην σύγχρονη Ελλάδα! Ενώ πολλοί γονείς ενδιαφέρονται για την δική τους απόλαυση, και την κοινωνική και οικογενειακή τους κατοχύρωση, αφήνουν τα παιδιά τους στον δικό τους κόσμο και ρυθμό. Δεν τους ενδιαφέρει η πνευματική τους καλλιέργεια, η εκκλησιαστική ζωή, με την οποία λύονται τα υπαρξιακά τους ερωτήματα, αλλά φροντίζουν μόνον για την ηδονή και την καλοπέραση. Περιφρονούν την Εκκλησία, την διαχρονική παράδοση του γένους μας και ασχολούνται μόνον με την  ευδαιμονία.
Οι τρεις «αδελφοί Καραμάζοβ» εκφράζουν και στην δική μας κοινωνία τρία ρεύματα. Το ένα είναι το παγανιστικό και ειδωλολατρικό, που ζη με το σύνθημα των επικουρίων και των υλιστών-αθεϊστών φιλοσόφων, το: «φάγομεν πίομεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Το άλλο είναι το ρεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του αγνωστικισμού, που ασχολείται με τις θεωρίες, τις ιδέες, αλλά αρνείται όχι τόσο τον Θεό, αλλά τον Χριστό, αφού εκφράζει τον λεγόμενο δεϊσμό,  η αγνοεί και τον Θεό και βασικό του σύνθημα είναι το «όλα επιτρέπονται». Είναι ο νιτσεϊσμός στην πράξη, η εικόνα του υπερανθρώπου, του οποίου βασική θεωρία είναι ότι δεν υπάρχει Θεός, πρέπει να επικρατή ο ανελέητος πόθος για την εξουσία, ότι η  ζωή που κινείται πέρα από την ηθική του καλού και του κακού, δηλαδή δεν υπάρχουν αναστολές,  και η κατάληξη είναι ότι όλα επιτρέπονται. Και το τρίτο ρεύμα ενδιαφέρεται για την πνευματική υποδομή του γένους μας, που έχει κέντρο τον Θεό, τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, την ησυχαστική ζωή, όπως διασώζεται στις Ενορίες και τα Μοναστήρια.
Τα τρία αυτά ρεύματα που συγχρόνως είναι και τάσεις φάνησαν καθαρά στις παραμονές της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, στα πρόσωπα του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος, του Μητροπολίτου Νικαίας Βησαρίωνος και του Γεωργίου- Γενναδίου Σχολαρίου και έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως προς την αλλοίωση η την διατήρηση της ταυτότητας του Γένους μας.
Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων ήταν πλατωνικός φιλόσοφος, ο οποίος μάλιστα ευρισκόμενος στην Φλωρεντία, για τον διάλογο που γινόταν τότε μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού το 1438-39, με τις διαλέξεις που έδωσε για τον Πλατωνισμό, συνετέλεσε στο να στραφή η Αναγέννηση από τον Αριστοτέλη στον Πλάτωνα. Ο Γεμιστός Πλήθων διέβλεπε την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και συνέθεσε την θεωρία ότι αυτό θα αποφευγόταν με την στροφή του Γένους στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και γι’ αυτό πρότεινε μεταρρυθμίσεις που θα γίνονταν με βάση τις αρχές του Πλάτωνα. Η θεωρία του αυτή αποδείχθηκε ανεδαφική. Ο ίδιος αποσύρθηκε στον Μυστρά και πέθανε εκεί χωρίς να πείση για την αναγκαιότητα και την βιωσιμότητα της θεωρίας του.
Ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησαρίων είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, ήταν και εκείνος πλατωνιστής και ήταν υπέρμαχος της απόψεως ότι η Αυτοκρατορία θα σωζόταν εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία ενωνόταν με τον Πάπα, αφού ο Πάπας με το κύρος που είχε στην Δύση θα φρόντιζε να μη πέση η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Μωαμεθανών. Από όλες τις ενέργειές του και κατά την Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας αποδείχθηκε ότι διακετεχόταν από την στροφή προς την Δύση. Αυτό το έδειξε και εμπράκτως, γιατί τελικά προσχώρησε στον «Καθολικισμό», έγινε Καρδινάλιος και παρά λίγο να εκλεγόταν Πάπας. Από την Δύση που βρισκόταν ενδιαφερόταν για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των Μωαμεθανών, για να μην υποδουλωθή η Κωνσταντινούπολη σε αυτούς, αλλά και μετά την άλωσή της να απελευθερωθή, όμως απέτυχε παταγωδώς, γιατί την εποχή εκείνη ο Πάπας δεν είχε μεγάλη δύναμη και υψηλό κύρος στους πολιτικούς άρχοντες.
Ο Γεώργιος-Γεννάδιος Σχολάριος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, γνώριζε τον δυτικό σχολαστικισμό, αλλά επηρεάσθηκε πολύ από την ησυχαστική θεολογία, όπως την εξέφραζε και την δίδασκε ο διδάσκαλός του άγιος Μάρκος, Μητροπολίτης Εφέσου, ο Ευγενικός. Ο Γεννάδιος Σχολάριος είχε την άποψη ότι το Γένος θα διατηρούσε την αυτοσυνειδησία του και την συνέχεια της ταυτότητός του, εάν παρέμενε στην Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στον ησυχασμό, όπως τον είχε διατυπώσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τον είχαν αποδεχθή οι Σύνοδοι του 14ου αιώνος. Πρόκειται για την παράδοση εκείνη που κάνει λόγο για τους λογισμούς, την καρδιά, την νοερά προσευχή, την ιερά ησυχία και γενικά την πορεία του ανθρώπου προς την θεογνωσία, δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί αν ο άνθρωπος επιτύχει την εσωτερική του θεραπεία και ελευθερωθή από την φιλαυτία, τότε αποκτά την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, δηλαδή την αγάπη του προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Ο μεγάλος σύγχρονός μας Βυζαντινολόγος Runciman υπεστήριξε την άποψη ότι ο Γεννάδιος Σχολάριος, που έγινε ο πρώτος Πατριάρχης του υπόδουλου Γένους, ήταν περισσότερο ρεαλιστής και δικαιώθηκε απολύτως. Πράγματι, αυτό το ησυχαστικό πνεύμα, αντίθετα από το αρχαιοελληνικό και δυτικό, διέσωσε την ταυτότητα του Γένους και η Ορθόδοξη Εκκλησία διεφύλαξε το Γένος καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, παρά τις διώξεις, τους εξισλαμισμούς και το παιδομάζωμα, ανέδειξε τους Νεομάρτυρας που μαρτύρησαν για τον Χριστό, έδωσε δύναμη στους ανθρώπους να υπομένουν την δουλεία για τετρακόσια περίπου χρόνια και υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της ελευθερίας του. Έτσι, λοιπόν, στην περίπτωση αυτή έχουμε μια άλλη τρόϊκα, σύμφωνα με το πρότυπο που μας έδειξε ο Ντοστογιέφσκι .
Όμως και μετά την ελευθέρωση του 1821 μέχρι σήμερα υπάρχει στον τόπο μας αυτή η ίδια τρόϊκα, δηλαδή τα τρία ρεύματα που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όπως τα περιέγραψε ο Ντοστογιέφσκι  και τα εντόπισε ο Ranciman προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Έλλη Σκοπετέα στο έργο της «Το πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα», αναλύει αυτήν την νέα ιδεολογία του ελεύθερου Γένους, μετά την επανάσταση του 1821, που προσπάθησαν να μας επιβάλουν οι δυτικές δυνάμεις οι οποίες βοήθησαν στην απελευθέρωση του ελλαδικού Χώρου. Φάνηκε τότε καθαρά ότι έγινε προσπάθεια να στραφούν οι απελευθερωμένοι Έλληνες στην αρχαία ελληνική παράδοση, όπως αγωνιζόταν να γίνη ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, να αναβιώση, δηλαδή, η αρχαία ελληνική συνείδηση, και αυτό έγινε με την παιδεία, τις ανασκαφές των χώρων, όπου άνθισαν οι αρχαίοι ελληνικοί πολιτισμοί, με την δημιουργία Εταιρειών και Συλλόγων που θα μελετούν την αρχαία ελληνική παράδοση, όπως η Αρχαιοελληνική Εταιρεία Αθηνών κ.λ.π. Επίσης, επιχειρήθηκε να γίνη στροφή προς την Δύση, στην Ευρώπη, όπως το ήθελε ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησαρίων, και την είσοδο του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, την συμμετοχή σε δυτικές συμμαχίες. Ακόμη, με το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας, τους δυτικούς μισιοναρίους, την είσοδο στην Ελλάδα του δυτικού σχολαστικισμού, όπως φάνηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, έγινε προσπάθεια να αποκοπή η Ελλάδα από τις ρίζες της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ησυχαστική της παράδοση, δηλαδή να παραθεωρηθή η θεολογία του Γενναδίου Σχολαρίου. Και όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε έναν βαθμό.
Έτσι, σήμερα στην Πατρίδα μας υπάρχει αυτή η «άλλη Τρόϊκα», τα τρία ρεύματα και δημιουργούνται έντονα προβλήματα. Ας εντοπισθή αυτή η πολιτιστική γεωγραφία.
Το πρώτο ρεύμα, το αρχαιοελληνικό, κάνει λόγο για την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Δεν υπάρχει, βέβαια, αντίρρηση να μελετούμε τον αρχαίο πολιτισμό, αλλά το πρόβλημα είναι ότι αυτή η τάση παραθεώρησε την δημιουργική συνέχειά της. Από την μια μεριά πολλοί διασπούν τον ίδιο τον Ελληνισμό, ο οποίος έχει κάνει μεγάλη διαδρομή από τις μαγικές θρησκείες, στον ανθρωπομορφισμό (δωδεκάθεο), τους Ίωνες φυσικούς, τον μυστικισμό (ορφισμό), την οντολογική ερμηνεία της φύσης (Ελεάτες, Ηράκλειτο), τον ορθολογισμό (Σοφιστές), τον ιδεαλισμό (Πλάτων-Αριστοτέλης), την μετακλασσική περίοδο (Στωικοί-Επικούρειοι) και τον νεοπλατωνισμό (Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος), και απομονώνουν και υπερτονίζουν μόνον ένα ρεύμα. Από την άλλη μεριά αποκόπτουν τον ελληνικό πολιτισμό από τον ρωμαίϊκο-βυζαντινό πολιτισμό, αν και γνωρίζουν ότι ο,τι καλό είχε η αρχαία ελληνική σκέψη, εγκολπώθηκε από τον ρωμαίϊκο-βυζαντινό πολιτισμό. Η διατύπωση των δογμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας έγινε με τις κατηγορίες της ελληνικής σκέψεως και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο σήμερα να δη κανείς τον ελληνισμό έξω από την θεολογία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Παρά ταύτα μερικοί επιμένουν να βλέπουν απομονωμένα και αποσπασματικά την αρχαία ελληνική σκέψη.
Το δεύτερο ρεύμα, το φιλοδυτικό, κάνει λόγο για την αξία και ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού, που δίνει προτεραιότητα στην ανθρώπινη διάνοια, την συναισθηματική αγάπη, τον ουμανισμό. Έτσι, περνούν μέσα στην κοινωνία μας οι διαφωτιστικές και ρομαντικές αρχές, ακόμη και το μοντέρνο και μεταμοντέρνο, ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, η εσωτερική ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόϋντ, η κοινωνιολογία του Μαρξ, παραθεωρώντας και άλλες φωνές που ακούγονται στην Δύση. Οι άνθρωποι που ανήκουν στο ρεύμα αυτό εντυπωσιάζονται από τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού, εγκαταλείπουν τις βάσεις του ρωμαίϊκου παραδοσιακού πολιτισμού, εμφορούνται από τον αθεϊστικό υπαρξισμό, τον θάνατο του Θεού, τον αμοραλισμό του «όλα επιτρέπονται» και την ζωή χωρίς ηθικές αναστολές, η στην πιο μέτρια μορφή εμφορούνται από τις τάσεις του ουμανισμού και του ψυχολογισμού που δρα ομοιοστατικά στον κοινωνικό ιστό.
Το τρίτο ρεύμα, το ησυχαστικό, καίτοι γνωρίζει επαρκώς την δυτική κουλτούρα και δεν την απορρίπτει, εν τούτοις εμμένει στην ρωμαίϊκη παράδοση, όπως την περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και την διασώζει το βιβλίο της Φιλοκαλίας των Ιερών νηπτικών. Οι άνθρωποι αυτής της παραδόσεως αγαπούν τον θεραπευτικό χαρακτήρα του ησυχασμού, που είναι η αληθινή Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, η οποία έχει σίγουρα κοινωνικές συνέπειες, αφού όσοι θεραπεύονται είναι οι πνευματικοί μυστικοί αδένες μέσα στην κοινωνία, εκκλησιάζονται τακτικά και ζουν μέσα στο ρεύμα της Ορθοδόξου λατρείας και του ρωμαίϊκου πολιτισμού με την βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική, την ναοδομία, την αγιογραφία κ.λ.π., επισκέπτονται μοναστικά Ορθόδοξα κέντρα, όπου διασώζονται τα ασφαλή κριτήρια της ησυχαστικής Παραδόσεως και συνδέονται με πρόσωπα, όπως τον π. Παΐσιο, π. Πορφύριο, π. Ιάκωβο και τους συνεχιστές τους, αλλά και με άλλους κεκοιμημένους και ζώντας μοναχούς, Ιερομονάχους και Επισκόπους που ζουν τον ησυχαστικό τρόπο ζωής.
Έτσι, στην Χώρα μας αυτό τον καιρό, πέρα από την οικονομική κρίση, υφίσταται και κρίση παραδόσεως, οντολογικών και ηθικών κριτηρίων, κρίση προτύπων και αξιών, και αυτά δημιουργούν και την οικονομική κρίση. Πράγματι, μια ευδαιμονιστική, ατομιστική, φίλαυτη ζωή είναι υπεύθυνη για την υπερκατανάλωση και την απόγνωση, αφού ο άνθρωπος πρέπει να κινήται πέρα από την ζωώδη νοοτροπία και κατάσταση. Έτσι, στην εποχή μας και στον τόπο μας γίνεται μια διαπάλη μεταξύ Βαρλααμιτών και φιλοησυχαστών, όπως τον 14ο αιώνα έγινε συζήτηση μεταξύ Βαρλαάμ και αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που εξέφραζαν σαφώς δύο διαφορετικές παραδόσεις και στάσεις ζωής.
Όμως εμείς, πρέπει να στηριζόμαστε στο ρεύμα του ιερού ησυχασμού, το ρεύμα που εξέφραζε ο Αλιόσα, ο στάρετς Ζωσιμάς, ο π. Παΐσιος, ο π. Πορφύριος κ.α., οι οποίοι, αν και γνώριζαν τον δυτικό πολιτισμό, σαφώς προτιμούσαν την ρωμαίϊκη παράδοση, η οποία λύει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Έτσι, καταλαβαίνουμε τον λόγο: «Είμαστε νάνοι πάνω στους ώμους γιγάντων. Έτσι, βλέπουμε περισσότερο και μακρύτερα από αυτούς, όχι επειδή η όραση είναι οξύτερη και το ύψος μας μεγαλύτερο, αλλά επειδή μας σηκώνουν στον αέρα και μας ανεβάζουν στο γιγάντιο ύψος τους».
Οι συγκρούσεις στην κοινωνία οφείλονται σε αυτά τα τρία ρεύματα που έχουν σχέση με το ερώτημα: «ελευθερία η ευτυχία;».

3. Το ερώτημα «ελευθερία η ευτυχία»

Ένα από τα κεντρικά σημεία του βιβλίου αυτού του Ντοστογιέφσκι  είναι το πέμπτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «ο Μέγας Ιεροεξεταστής». Σ’ αυτό ο Ιβάν διαβάζει στον Αλιόσα ένα ποίημα-κείμενό του, που αναφέρεται σε μια φανταστική ιστορία, που όμως έχει μεγάλο νόημα. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή στην Σεβίλη στα μέσα του 16ου αιώνα, όπου επικρατούσε η Ιερά Εξέταση, και ο Καρδινάλιος Ιεροεξεταστής, «είχε κάψει εκατό αιρετικούς μονομιάς» «προς μεγαλυτέραν δόξαν του Θεού», εμφανίσθηκε ο Χριστός, χωρίς επίδειξη. Ο λαός τον αναγνωρίζει και τον ακολουθεί. Ο πόνος των ανθρώπων είναι μεγάλος και ζητούν από τον Χριστό να κάνη θαύματα. Έτσι, ο Χριστός με την θαυματουργική Του δύναμη θεράπευσε έναν τυφλό και ανέστησε «ένα κοριτσάκι επτά ετών» που το πήγαιναν στον Ναό για την κηδεία. Ο λαός ενθουσιάζεται «κλαίει και φιλάει το χώμα όπου Εκείνος βαδίζει», τα παιδιά ρίχνουν λουδούδια και φωνάζουν «ωσανά», δηλαδή επαναλήφθηκε η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή των Βαΐων.
Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίζεται ο Καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής και έδωσε διαταγή στην φρουρά του να συλλάβουν τον Χριστό. Αμέσως άλλαξε η διάθεση του λαού απέναντι στον Χριστό, που προηγουμένως τον επευφημούσε. «Και το πλήθος σκύβει παρευθύς το κεφάλι σαν ένας άνθρωπος και υποκλίνεται ως τη γη μπροστά στον ιεροεξεταστή. Αυτός ευλογεί σιωπηλός το λαό και συνεχίζει το δρόμο του». Έπειτα, έκλεισε τον Χριστό στην φυλακή και μετά ήλθε ο ίδιος ο Ιεροεξεταστής την νύκτα και άρχισε έναν μονόλογο κατηγορώντας τον Χριστό και το έργο Του. Αυτός ο μονόλογος εκφράζει ανάγλυφα την νοοτροπία του Ιεροεξεταστή, και κατ’ επέκταση του Χριστιανισμού της δύσης, αλλά και το ευμετάβολο του λαού.
Στην  αρχή του είπε με θράσος και ιταμότητα: «Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;…αύριο θα Σε καταδικάσω και θα Σε κάψω πάνω στην πυρά, σαν τον χειρότερο αιρετικό, και εκείνος ο ίδιος ο λαός, που φιλούσε σήμερα τα πόδια Σου, αύριο κιόλας, μ’ ένα μονάχα νεύμα θα τρέξει και θα συνδαυλίσει την πυρά Σου».
Στην συνέχεια ο Ιεροεξεταστής άρχισε ένα φοβερό μονόλογο, και στην πραγματικότητα έθεσε το καυτό ερώτημα: «ελευθερία η ευτυχία;». Ἀ­πό όσα λέγει εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Χριστός μιλούσε, κατά την πρώτη παρουσία Του στην γη, για την ελευθερία του ανθρώπου, ήθελε να τον  απελευθερώση από κάθε τυραννία, αλλ’ όμως απέτυχε στο έργο Του, γιατί ο λαός πάντοτε προτιμά την ευτυχία της καθημερινότητας και όχι την ελευθερία.  Έτσι, αυτήν την αποτυχία του Χριστού την διόρθωσε ο Πάπας, σε αυτόν που ο Χριστός μεταβίβασε την εξουσία Του, και έτσι τώρα δίνουν στον λαό ψωμί, δόξα, και ο,τι επιθυμεί, καταργώντας την ελευθερία του. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο λαός θέλησε να υποδουλωθή στον Πάπα, αρκεί να του εξασφαλίζη την ευτυχία. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είπε στον Χριστό:
«Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ’ αυτήν την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ’ αυτή και τελειώσαμε για καλά… Μάθε όμως πως τώρα ίσα ίσα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βέβαιοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, για την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Και αυτό το πετύχαμε εμείς… Εσύ απαρνήθηκες τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους, μα ευτυχώς φεύγοντας παράδωσες σε μας τη δουλειά. Μας υποσχέθηκες, μας έδωσες τον λόγο Σου, μας έδωσες το δικαίωμα του λύειν και δεσμείν και φυσικά δεν μπορείς ούτε να το σκεφθείς να μας το πάρεις πίσω. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;».
Στην συνέχεια ο Μέγας Ιεροεξεταστής αναφέρθηκε στους τρεις πειρασμούς που αντιμετώπισε ο Χριστός στην έρημο και τον κατηγόρησε ότι απέτυχε, γιατί δεν μετέτρεψε τις πέτρες σε ψωμιά για να χορτάση τους ανθρώπους, δεν δέχθηκε να πέση από το πτερύγιο του Ναού και να ικανοποιήση την περιέργεια και τα θεάματα των ανθρώπων, δεν προσκύνησε τον διάβολο και δεν έλαβε την εξουσία του κόσμου. Απέτυχε ο Χριστός και στα τρία αυτά σημεία να προσφέρη την ευτυχία στους ανθρώπους,  γιατί ενδιαφέρθηκε για την ελευθερία του. Όμως, αυτό που απέτυχε ο Χριστός να κάνη, το έκανε ο Πάπας, ο αντιπρόσωπός Του, και έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι. Ο Πάπας απάντησε σε αυτά τα τρία μεγάλα ερωτήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους σε όλους τους αιώνες, και στην λύση των οποίων απέτυχε ο Χριστός.  Έτσι, ο Πάπας έδωσε στους ανθρώπους ψωμί, ινανοποίησε την επιθυμία τους για το θαύμα, το μυστήριο, το κύρος, και απέκτησε την εξουσία του κόσμου, την οποία εξουσία έλαβε από τον διάβολο τον οποίο ο Χριστός νίκησε στην έρημο. Μάλιστα ο Μέγας Ιεροεξεταστής κατηγόρησε τον Χριστό, γιατί δεν κατέβηκε από τον Σταυρό, όπως του ζητήθηκε, για να αποκτήση την κοσμική εξουσία. Απέρριψε την ευκαιρία που του δόθηκε για να κυριαρχήση στο κόσμο.
Θα ήθελα να σημειώσω τα όσα είπε ο Καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής, για τον τρίτο πειρασμό, γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν την αλλοίωση του μηνύματος που έφερε στον κόσμο ο Χριστός, από τους ίδιους τους Χριστιανούς της δύσεως, ένα μήνυμα που συνδέεται με την ταπείνωση, την αγάπη, την μετοχή του Παναγίου Πνεύματος, την αναζήτηση και την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού. Είπε ο Μέγας Ιεροεξεταστής στον φυλακισμένο Χριστό:
«Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον (τον διάβολο εννοείται), να το μυστικό μας.. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ’ αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντάς Σου όλα τα γήϊνα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τώρα δεν προφθάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας…Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεσθεί, και η γη θα ‘χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φθάσουμε στον σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφθούμε την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ο,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή: ποιόν να προσκυνήσει, σε ποιόν να εναποθέσει τη συνείδησή του και με ποιόν τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν’ αποτελέσουν όλοι μια αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά……Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμελίωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα ‘δινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιός άλλος μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί την συνείδησή τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους; Ε, λοιπόν, εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίροντάς το Σ’ απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον, τον διάβολο».
Είναι φανερό από όλον τον τραγικό μονόλογο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ότι ετέθησαν δύο βασικά ερωτήματα. Το ένα: «ελευθερία η ευτυχία;», δεί­χνο­ντας ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν μόνον την ευτυχία και ακολουθούν όποιον τους την προσφέρει, αν και ο Χριστός κάνει το αντίθετο. Και το δεύτερο ερώτημα: «Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;». Πρό­κει­ται για δύο μεγάλα ερωτήματα που κυριαρχούν ιδίως στην σημερινή μας εποχή, και αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων. Αυτό δείχνει και την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού που παρατηρείται στις ημέρες μας από όλους, άλλον σε μεγαλύτερο και άλλον σε μικρότερο βαθμό, αλλά και την κατάσταση των σημερινών Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών.
Αυτός ο λόγος, βέβαια, ισχύει και για εμάς, τηρουμένων των αναλογιών. Είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, χωρίς όμως ταυτότητα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δεν έχουμε σχέση με την ουσία του Χριστιανισμού που είναι η φιλοκαλική ζωή.

4. Οι στάρετς και η φιλοκαλική παράδοση

Πέρα από όσα αναφέρθησαν προηγουμένως ένα βασικό σημείο του καταπληκτικού αυτού έργου του Ντοστογιέφσκι  είναι το πρόσωπο και η διδασκαλία του στάρτετς Ζωσιμά. Στο πρόσωπό του, από ο,τι λένε οι αναλυτές του έργου αυτού, περιγράφεται ο όσιος Αμβρόσιος που ζούσε στην Μονή της Όπτινα. Πρόκειται για την μονή που ίδρυσαν οι πνευματικοί απόγονοι του οσίου Παϊσίου Βελιτσόφσκι, ο οποίος επανέφερε τον μαναχισμό στην Ρωσία, μεταφέροντας το νηπτικό και ησυχαστικό πνεύμα. Την Μονή αυτή επισκεπτόταν ο Ντοστογιέφσκι , όπως και άλλοι επιφανείς λογοτέχνες, για παράδειγμα ο Γκόγκολ, ο Λέων Τολστόϊ, και βεβαίως με τον στάρετς Ζωσιμά είχε πνευματική επικοινωνία ο ήρωας του Ντοσογιέβσκι Αλιόσα.
Ο Ντοστογιέφσκι  από την αρχή ακόμη του έργου του αναφέρεται στον στάρετς Ζωσιμά. Η λέξη στάρετς δηλώνει τον Γέροντα που απέκτησε μεγάλη πνευματική πείρα, ύστερα από πολυχρόνιους αγώνες και γι’ αυτό μπορεί να βοηθήση τους άλλους. Επισημαίνει ότι ο θεσμός των στάρετς επικρατούσε πάνω από χίλια χρόνια στην ανατολή, ιδιαιτέρως στο Σινά και το Άγιον Όρος, και μεταφέρθηκε προ περίπου εκατόν χρόνια στην Ρωσία από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι και τους μαθητές του. Προσδιορίζει δε την Μονή Όπτινα όπου ζούσε ο στάρετς Ζωσιμάς. Αναφέρει ότι ο θεσμός των στάρετς υπήρχε και στην Ρωσία από παλαιά, αλλά αργότερα από διάφορες επιδρομές ξεχάσθηκε και εξαφανίσθηκαν οι στάρετς.
Αναλύοντας ο Ντοστογιέφσκι  τον ορισμό και το έργο των στάρετς λέγει: «Στάρετς είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, την θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. Εκλέγοντας τον στάρετς σας, απαρνιέστε την θέλησή σας και την παραδίδετε σ’ αυτόν με την υποχρέωση της πλέριας υπακοής, με πλέρια αυταπάρνηση». Αυτή η δοκιμασία είναι «το τρομερό σχολείο της ζωής» και εκείνος που μαθητεύει σε αυτό θα κυριαρχήση στον εαυτό του και θα αποκτήση την απόλυτη ελευθερία. Πολλοί προσκυνητές από όλη την Ρωσία πήγαιναν για να δουν τους στάρετς και να τους ακούσουν, αλλά πήγαιναν και «σπουδαία πρόσωπα με σκοπό να τους προσκυνήσουν, να τους εξομολογηθούν τις αμφιβολίες τους, τ’ αμαρτήματά τους, τα πάθη τους και να ζητήσουν συμβουλές κι οδηγίες».
Ένας τέτοιος στάρετς ήταν ο Ζωσιμάς, ο δε Αλιόσα έμενε στο κελλί του. Ο στάρετς Ζωσιμάς είχε αποκτήσει μια «λεπτή διορατικότητα» και με ένα βλέμμα του σε έναν προσκυνητή καταλάβαινε τον σκοπό της ελεύσεώς του, το τι ήθελε «και μάλιστα τι είδους τύψεις βασανίζουν την συνείδησή του». Ο Αλιόσα γνώριζε ότι ο στάρετς Ζωσιμάς «δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Οι καλόγεροι λέγανε πως βάζει στη καρδιά του κείνον ακριβώς που είναι πιο αμαρτωλός κι αγαπάει πιότερο απ' όλους κείνον που αμάρτησε περισσότερο». Ο Αλιόσα έβλεπε τον σεβασμό και την τιμή που απέδιδαν οι προσκυνητές στον αββά Ζωσιμά, γιατί αναγνώριζαν την αγιότητά του και γνώριζε πως έννοιωθε ο λαός: «Ας είμαστε μεις αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα κι ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Κάπου σ’ αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μέρος, υπάρχει ένας άγιος. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια. Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα ‘ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ’ όλους τους ανθρώπους όπως μας είναι υποσχεμένο».
Ο Αλιόσα πίστευε ότι όταν θα αποδημούσε ο στάρετς, τότε το Μοναστήρι θα αποκτούσε δόξα, έστω κι αν είναι μόνο ένας.  Έλεγε: «Το ίδιο κάνει. Είναι άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγέννησης όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ’ αγαπάνε ο ένας τον άλλο και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε αλαζόνες, ούτε ταπεινοί, μα θα ‘ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θα ‘ρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού».
Ο Αλιόσα είχε καταγράψει και μερικές διδαχές του στάρετς Ζωσιμά. Θα παρατεθούν εδώ μερικές συμβουλές του.
Μιλώντας για την προσευχή έλεγε: «Νέε, μην ξεχνάς την προσευχή σου· σε κάθε σου προσευχή, αν είναι ειλικρινής, θα προβάλλει ένα καινούργιο αίσθημα και μέσα σ’ αυτό μια καινούργια σκέψη, που άλλοτε την αγνοούσες και που θα σου δώσει καινούργιο θάρρος. Και θα καταλάβεις πως η προσευχή είναι διαπαιδαγώγηση». «Όταν είσαι μόνος, να προσεύχεσαι. Ν’ αγαπάς, να γονατίζεις και ν’ ασπάζεσαι τη γη. Να φυλάς τη γη και να την αγαπάς ακούραστα, αχόρταγα, όλα να τ’ αγαπάς, να επιζητάς τον ενθουσιασμό και την έκσταση της αγάπης. Πότισε τη γη με τα δάκρυα της αγαλλίασης κι αγάπα αυτά τα δάκρυά σου. Αυτή την έκσταση μη την ντρέπεσαι, αγάπα την γιατί είναι μεγάλο δώρο του Θεού και δε δίνεται στους πολλούς μα μονάχα στους εκλεκτούς».
Ο Στάρετς Ζωσιμάς συμβούλευε τους ανθρώπους να αγαπούν. Έλεγε: «Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, την κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το κάθε τι. Όταν θα αγαπήσεις το κάθε τι, θ’ ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μια ακέραια, παγκόσμια αγάπη… Ν’ αγαπάτε ιδιαίτερα τα παιδάκια γιατί κι αυτά είναι αναμάρτητα, σαν τους αγγέλους, και ζούνε για να μας δίνουν χαρά, για να εξαγνίζουν τις καρδιές μας και είναι σαν μια υπόδειξη για μας. Αλλοίμονο σ’ όποιον προσβάλλει ένα παιδί».
Μιλούσε για την αποδίωξη της απόγνωσης λόγω της αμαρτίας. Έλεγε: «Αν αμαρτήσεις συ ο ίδιος και είναι η ψυχή σου περίλυπη μέχρι θανάτου για τα κρίματά σου η για το αναπάντεχο κρίμα σου, τότε αγάλλου για έναν άλλο, για έναν δίκαιο, αγάλλου για το ότι, αν και συ αμάρτησες, αυτός είναι δίκαιος και δεν αμάρτησε».
Ο στάρετς Ζωσιμάς δίδοντας τον ορισμό της κόλασης έλεγε ότι η κόλαση «είναι το μαρτύριο να μην αγαπάει κανείς» Και συνέχισε: «Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη -με την εμφάνισή της στη γη- η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: "υπάρχω άρα αγαπώ"».
Αυτή είναι η μεγάλη αξία των στάρετς, των γερόντων, και βέβαια της φιλοκαλικής-ησυχαστικής παραδόσεως που τους αναδεικνύει. Αυτή η παράδοση είναι η βάση των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, αυτή καταγράφεται μέσα στην Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Αυτήν την βλέπουμε στο βιβλίο με τον τίτλο «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» που κατήρτισαν οι δύο άγιοι, ο άγιος Μακάριος Νοταράς, επίσκοπος πρώην Κορίνθου και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η οποία μεταφράσθηκε από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι στα Σλαβορωσικά και επηρέασε τον ρωσικό ησυχασμό και τον στάρετς Ζωσιμά. Αυτή η παράδοση θεραπεύει τον άνθρωπο, σύμφωνα με τον υπότιτλο της Φιλοκαλίας «εν η δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε αυτήν την παράδοση, η οποία διαφοροποιείται από άλλες παραδόσεις, δυτικής και ανατολικής προέλευσης και πρέπει να ζούμε μέσα σε αυτήν για να αποκτήση η ζωή μας νόημα.
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν θεούμενοι που είχαν σχέση με τον Μεγάλης Βουλής άγγελο, τον άσαρκο Λόγο, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και μετέφεραν τον λόγο του Θεού στους ανθρώπους με τον χαρακτηριστικό λόγο: «τάδε λέγει Κύριος».
Ο λαός τους χαρακτήρισε «βλέποντες» και «ορώντες» γιατί προανήγγειλαν με σαφήνεια, με την φώτιση του Θεού, εκείνα που θα γίνονταν στον μέλλον. Οι λογοτέχνες δια μέσου των αιώνων δεν είναι βέβαια θεούμενοι, δεν είναι «ορώντες» και «βλέποντες» τον Θεό, αλλά είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, έχουν μια έμπνευση που δημιουργείται από διάφορα γεγονότα και γι’ αυτό παρατηρούν με ένα άλλο μάτι την κοινωνία και την ερμηνεύουν στο βάθος της. Όσοι δε από αυτούς έχουν μετάνοια από διάφορα τραγικά γεγονότα στην ζωή τους, και περισσότερο όσοι είναι κατά διαφόρους βαθμούς ζωντανά μέλη της Εκκλησίας έχουν μεγάλη διεισδυτικότητα στα κοινωνικά γεγονότα και αυτό τους κάνει να είναι διαχρονικοί.
Ο Ντοστογιέφσκι  ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος, πέρασε διάφορα τραγικά γεγονότα στην ζωή του, αντιμετώπισε τον θάνατο, την εικονική εκτέλεση για τις ιδέες του, ήλθε δηλαδή αντιμέτωπος με τον θάνατο, αντιμετώπισε την εξορία, τα καταγκαστικά έργα, πόνεσε πολύ στην ζωή του από την στέρηση, τις αρρώστιες και τον θάνατο προσφιλών του προσώπων, γι’ αυτό είπε τον λόγο: «πονώ άρα υπάρχω», αλλά και αγαπώ άρα υπάρχω, όπως και προτιμούσε τον «υψηλό πόνο» από την προσωρινή ευτυχία. Διακατεχόταν από την ενέργεια διαφόρων παθών, αλλά και είχε μια αναφορά στον Θεό, με την μετάνοια και την εκκλησιαστική ζωή. Αυτό τον έκανε να έχει ένα άλλο μάτι με το οποίο παρακολουθούσε την κοινωνία, και τις παρατηρήσεις του τις πέρασε στα λογοτεχνικά του κείμενα.
Ο Ντοστογιέφσκι  «είχε πιστέψει στην απέραντη και θεία δύναμη της ανθρώπινης ψυχής που θριαμβεύει πάνω σε κάθε εξωτερική βία και σε κάθε εσωτερικό ξεπεσμό. Έχοντας συγκεντρώσει στην ψυχή του όλο το μίσος αυτού του κόσμου, όλο το βάρος και τη ζωφερότητα της ζωής, κι έχοντάς τα ξεπεράσει με την άμετρη δύναμη της αγάπης και της συγγνώμης ο Ντοστογιέφσκι  ευαγγελίζεται σ’ όλα τα έργα αυτή τη νίκη».
Οι Προφήτες και οι λογοτέχνες, αν και ζουν διαφορετικά και το έργο τους δεν είναι το ίδιο, εν τούτοις μας διδάσκουν ότι δεν πρέπει να παραμένουμε σε μια επίπεδη ερμηνεία των κοινωνικών πραγμάτων, αλλά πρέπει να τα βλέπουμε μέσα από μια άλλη διάσταση, την εσωτερική και την πνευματική.
Όταν διάγουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχουμε εσωτερική ειρήνη, θα αποφεύγουμε την εξωτερική ταραχή, και θα είμαστε πραγματικοί άνθρωποι. Πέρα από τα ψυχολογικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα υπάρχουν και τα λεγόμενα υπαρξιακά και πνευματικά προβλήματα.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χάϊντεγκερ λέει ότι υπάρχει ο καθημερινός τρόπος ζωής, με τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, και ο οντολογικός τρόπος ζωής, που φανερώνεται με τις ασθένειες, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτός ο δεύτερος τρόπος ζωής, δηλαδή ο οντολογικός, είναι και ο πιο γνήσιος τρόπος ζωής, και συνιστά τον αυθεντικό άνθρωπο. Αν τον αναζητούμε θα τον βρούμε, οπότε θα αποκτήσουμε την ελευθερία του πνεύματος που είναι υπεράνω της ευτυχίας των αισθήσεων και των αισθητών. Χρειαζόμαστε ελπίδα, νόημα ζωής, ειρήνη εσωτερική, ανύψωση σε ένα άλλο επίπεδο σχέσης με τον Θεό και τους αδελφούς μας, χρειαζόμαστε μία δυνατή Τρόϊκα, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα και προ παντός την ανιδιοτελή αγάπη, που δεν τελειώνει ποτέ και είναι πηγή ζωής.–

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Γ. Δελαστίκ, Μόνη της η κυβέρνηση


Δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας του πραγματικού στόχου της προχθεσινής σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κάθε ψύχραιμος και σοβαρός αναλυτής το εκτιμούσε αυτό εκ των προτέρων και φυσικά το αποτέλεσμα της σύσκεψης τον δικαίωσε. Οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί ήταν περιττοί. Το επιδιωκόμενο εκ μέρους του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου ήταν να πιεστεί ακόμη περισσότερο ο πρόεδρος της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, μήπως και φοβηθεί και συναινέσει τελικά στην πολιτική του Μνημονίου της κυβέρνησης με την ΕΕ και το ΔΝΤ όπως αυτή υλοποιείται σήμερα, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. Απέτυχε παταγωδώς αυτή η προσπάθεια του πρωθυπουργού, παρά την εκστρατεία καλλιέργειας κλίματος φόβου που εξαπέλυσε η κυβέρνηση.
Ο Α. Σαμαράς αρνήθηκε να συναινέσει στην "αποδεδειγμένα λανθασμένη κυβερνητική συνταγή", όπως τη χαρακτήρισε. "Δεν συναινώ στο λάθος" επανέλαβε. Πρόβαλε ως διέξοδο την επαναδιαπραγμάτευση και κατήγγειλε τον πρωθυπουργό ότι "δεν έχει διάθεση για συναίνεση σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου", την οποία προτείνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πολιτικά ανόητο θα ήταν άλλωστε εκ μέρους του προέδρου της ΝΔ να τηρήσει διαφορετική στάση τη στιγμή αυτή. Είναι κάτι παραπάνω από εξόφθαλμη σήμερα η πλήρης αποτυχία του Μνημονίου - αν βεβαίως υποτεθεί ότι στόχος του Μνημονίου ήταν η δημοσιονομική εξυγίανση της Ελλάδας και όχι η λεηλασία των μισθών και των συντάξεων των Ελλήνων. Μετά από έναν χρόνο εφαρμογής του Μνημονίου, η Ελλάδα όχι μόνο δεν σώθηκε, αλλά βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο χείλος της χρεοκοπίας.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε από τη ΝΔ το δημόσιο χρέος στο ύψος του 115% του ΑΕΠ (ή 125% με τις "διορθώσεις") και στα τέλη Μαρτίου το είχε ήδη εκτοξεύσει στο... 154% του ΑΕΠ, ενώ το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι στο τέλος της φετινής χρονιάς το δημόσιο χρέος θα έχει ανέλθει στο πρωτοφανές και εφιαλτικό... 163,5% του ΑΕΠ! Από φέτος μέχρι και στο τέλος του 2015, δηλαδή σε μια πενταετία, η Ελλάδα πρέπει να βρει λεφτά να πληρώσει κρατικά ομόλογα που λήγουν αξίας... 205 δισεκατομμυρίων ευρώ!!! Πού να βρει η όποια κυβέρνηση να της δανείσουν 200 δισεκατομμύρια ευρώ;
Αδύνατο να βρεθούν αυτά τα λεφτά - και τα ποσά που αναφέραμε δεν συμπεριλαμβάνουν το νέο δάνειο 50-60 δισεκατομμυρίων ευρώ που ετοιμάζεται να πάρει η κυβέρνηση με το νέο Μνημόνιο. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να βρει η Ελλάδα τα ποσά αυτά στις αγορές. Μάλιστα το 2014, την πρώτη χρονιά μετά τη λήξη του Μνημονίου, η τότε κυβέρνηση πρέπει να πληρώσει ομόλογα που λήγουν αξίας... 58 δισεκατομμυρίων ευρώ! Υπάρχει κανένας που πιστεύει ότι μόλις -υποτίθεται- βγούμε από το Μνημόνιο, θα τρέξουν οι αγορές να δανείσουν τη χώρα 60 δισεκατομμύρια;
Αναπότρεπτη η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η άγρια διαπάλη για το πότε θα γίνει και κυρίως ποια μορφή θα πάρει έχει ήδη ξεκινήσει ανάμεσα στις κυβερνήσεις, τις ιδιωτικές τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η έκβαση της σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτά τα κέντρα θα καθορίσει την τύχη του ελληνικού λαού και κανείς δεν θα ρωτήσει την κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία παραμένει θεατής που πειθήνια εκτελεί όποιες εντολές της δίνουν οι ξένοι δανειστές.
Συναίνεση στην καταστροφή που επέρχεται με μαθηματική πλέον βεβαιότητα και πολιτική συνυπευθυνότητα της ΝΔ στη χρεοκοπία της χώρας ζητάει από τον Αντώνη Σαμαρά ο Γιώργος Παπανδρέου, διαπιστώνοντας πλέον το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε τη χώρα η πολιτική του Μνημονίου που ακολούθησε ο ίδιος. Πώς θα ήταν άραγε δυνατόν να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Θα ήταν παράλογο.
Η κυβέρνηση έμεινε μόνη μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών. Αυτό είναι το σωστό. Αυτήν εξέλεξε ο λαός -με τεράστια διαφορά- για να κυβερνήσει. Αυτή υπέγραψε το Μνημόνιο. Λογικό είναι λοιπόν αυτή να κριθεί από το λαό για την πολιτική που ακολούθησε και με την οποία διαφωνεί η τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων.

αποκόμματα 11: Γιώργος Ρούσης, Η ελπίδα του αυθόρμητου

Κλίκ εδώ:

Γιώργος Ρούσης, Η ελπίδα του αυθόρμητου(Ελευθεροτυπία 29-5-2011).

Μικρό απόσπασμα:

(...)Ακολούθησε η μεγαλειώδης συγκέντρωση ενός εκατομμυρίου πιστών-αφελών για να παραστούν στην τελετή-απάτη αγιοποίησης του πάπα, η οποία, άκουσον, άκουσον, αποκορύφωμα του σκοταδισμού, έγινε στη βάση της μαρτυρίας της μοναχής Μαρί Σιμόν Πιέρ ότι γιατρεύτηκε από το πάρκινσον επειδή προσευχόταν στον Ιωάννη Παύλο, όταν ακόμη αυτός ήταν εν ζωή(...)

Γιώργος Κοντογιώργης, Κάλεσμα στην κοινωνία των πολιτών. Τι πρέπει να αλλάξει, πως πρέπει να δράσουμε

Μην τρέφουμε αυταπάτες. Οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στους δρόμους και στις πλατείες είναι αδιέξοδες, διότι δεν αίρουν την αιτία του προβλήματος, που είναι η μονοπωλιακή συγκέντρωση του συνόλου της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των νομέων  του κράτους. Όταν η κοινωνία των πολιτών, έχοντας εκτονωθεί ή εξαντληθεί, θα επιστρέφει στα σπίτια της, οι πολιτικοί θα συνεχίζουν να διαλέγονται και να συναποφασίζουν με τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς φορείς των μηχανισμών (τους χορηγούς ισχύος, χρήματος, επικοινωνίας κλπ), που τους κρατούν όμηρους στην πολιτική επιφάνεια.
Είναι επείγον να αντιληφθούμε ότι θεμελιώδη αιτία του σημερινού προβλήματος αποτελεί το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν είναι ούτε δημοκρατικό ούτε αντιπροσωπευτικό. Το πολιτικό προσωπικό κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο και την ιδιότητα του εντολοδόχου και του εντολέα, ενώ η κοινωνία των πολιτών είναι εγκιβωτισμένη στην ιδιωτική σφαίρα. Με όχημα το πολιτικό αυτό σύστημα και τον αναπόφευκτο εκφυλισμό του σε μια δυναστική κομματοκρατία, οι δυνάμεις που ορίζουν την παγκόσμια τάξη κατάφεραν να ελέγξουν το κράτος και να επιβάλουν την πολιτική τους κυριαρχία επί της κοινωνίας των πολιτών.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινωνία των πολιτών καλείται:
(α) να πάρει την πολιτεία στα χέρια της, να αξιώσει την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος που αναιρούν την αντιπροσωπευτική αρχή της πολιτείας, που της αφαιρούν την ιδιότητα του εντολέα. Να επεξεργασθεί προτάσεις νόμων που θα καταργούν τον κατοχικό χαρακτήρα του κράτους και τη δυναστική κομματοκρατία, που θα εξαρτούν το πολιτικό προσωπικό από την κοινωνία των πολιτών, που θα καταργούν την "ασυλία" του και θα το υπάγουν απευθείας στη δικαιοσύνη για τα πολιτικά του πεπραγμένα, που θα παρέχουν στον πολίτη δικαίωμα εννόμου συμφέροντος για τη βλάβη που θα του προκαλούν οι φορείς της διοίκησης και το πολιτικό προσωπικό. Να επεξεργασθεί, τέλος, τις πολιτικές κατευθύνσεις μέσα στις οποίες θα υποχρεούται η πολιτική εξουσία να κυβερνήσει.
(β) Να περικυκλώσει ειρηνικά, αλλά μαζικά τη Βουλή (κατά προτίμηση σε ώρα ολομέλειας) και το Μαξίμου (όταν θα συνεδριάζει ο μονάρχης πρωθυπουργός με τους συνεργάτες του) και να αξιώσει την υπερψήφιση των νομοθετικών της προτάσεων. Εν ανάγκη να μην τους αφήσει να αποχωρήσουν εάν δεν τις ψηφίσουν ή να απαιτήσει την προσέλευσή τους γι'αυτό. Να συνεχίσει έτσι με επιμονή, ώσπου να κατοχυρωθεί ότι η βούληση της κοινωνίας των πολιτών θα διατυπώνεται θεσμικά και θα συνεκτιμάται υποχρεωτικά στις πολιτικές τους αποφάσεις. Να τους υπενθυμίσει με σαφήνεια ότι αυτή (η κοινωνία των πολιτών) αποτελεί τον λόγο ύπαρξης και του κράτους και του πολιτικού προσωπικού και της οικονομίας. Ότι η κοινωνία των πολιτών, και όχι το κράτος, ενσαρκώνει και διερμηνεύει το έθνος. Ότι το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών οφείλει να αποτελεί το μοναδικό "τέλος" της πολιτικής τους λειτουργίας. Ότι αυτή, η κοινωνία, και όχι αυτοί, οι πολιτικοί, είναι αρμόδια να μορφοποιήσει τις πολιτικές που θα συνάδουν με το κοινό συμφέρον.  Ότι η θέση της κοινωνίας είναι μέσα στην πολιτεία, όχι στις πλατείες. Και ότι ο χρόνος της εν λευκώ εξουσιοδότησης που τους παρέχει το σύστημα να διερμηνεύουν τη βούλησή της και να προσδιορίζουν το συμφέρον της έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.  Ήρθε η ώρα η κοινωνία των πολιτών να διεκδικήσει τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος ώστε η ψήφος της να αποκτήσει αντιπροσωπευτικό (και όχι απλώς νομιμοποιητικό) περιεχόμενο. Αντί να δεοντολογεί, πιέζοντας την εξουσία να ενεργήσει υπέρ του κοινού συμφέροντος, να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα της συναπόφασης. Να ανακτήσει το δικαίωμα του "ελέγχειν" και του "ευθύνειν" των πολιτικών, την ιδιότητα του εντολέα, αντί να αποδέχεται τον εγκλεισμό της στην ιδιωτική σφαίρα, αφήνοντάς τους να αλωνίζουν και να νέμονται το κράτος από κοινού με τους ποικιλώνυμους της διαπλοκής συγκατανευσιφάγους.  
Την ημέρα που η κοινωνία των πολιτών θα αποκτήσει επίγνωση των αιτίων του προβλήματος και θα διακηρύξει το τέλος του "κοινωνικού συμβολαίου" που της επέβαλαν μονομερώς οι νομείς του κράτους, που θα διατυπώσει με ρητό τρόπο την αξίωσή της να γίνει θεσμικός συντελεστής της πολιτείας και όχι υπήκοος, που θα αντιληφθεί ότι αποτελεί την πρωτογενή πηγή κάθε εξουσίας και, φυσικά, της δικής τους ύπαρξης, θα διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα της δύναμής της. Την ημέρα εκείνη το πολιτικό προσωπικό θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στο δρόμο της άρνησης και, συνακόλουθα, της οπισθοδρόμησης, ο οποίος θα το εκθέσει ανεπανόρθωτα ως αυταρχικό και στη μεταβολή του σε προσήλυτη θεραπαινίδα της κοινωνίας των πολιτών και απλό εντολοδόχο του συμφέροντός της. Στο διακύβευμα αυτό, το  συγκριτικό πλεονέκτημα της κοινωνίας των πολιτών είναι ότι ο χρόνος του (μη δημοκρατικού και μη αντιπροσωπευτικού) πολιτικού συστήματος, που γέννησε η εξερχόμενη από τη μεσαιωνική δεσποτεία Ευρώπη, και της εκφυλιστικής του εκδοχής της κομματοκρατίας, έχει παρέλθει. Ούτε το ίδιο, ούτε η εξω-πολιτειακή δράση που επιφυλάσσεται στην κοινωνία των πολιτών, μπορεί να ανατρέψει τη μονοσήμαντη πολιτική ηγεμονία των "αγορών" που διαφεντεύει την πλανητική "δικαιοταξία".
Οπωσδήποτε, η πολιτική τάξη δεν διαθέτει καμία νομιμοποίηση να αρνηθεί στην κοινωνία των πολιτών το δικαίωμα να άρει, εφόσον το επιθυμεί, την εμπιστοσύνη της στο πολιτικό σύστημα που αποκλείει τη συμμετοχή της στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων.  

Οδηγός περαιτέρω ενημέρωσης στην ιστοσελίδα: http://contogeorgis.blogspot.com/

Αθήνα, 29 Μαΐου 2011
Γιώργος Κοντογιώργης

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Το Χαμόγελο του Παιδιού χρειάζεται τη βοήθεια όλων μας


Για να μην κόψουμε τίποτα, χρειαζόμαστε το ευρώ που δεν σας περισσεύει.

Γιατί χωρίς αυτό, τα 275 παιδιά - θύματα κακοποίησης - που φιλοξενούμε, θα βρεθούν χωρίς σπίτι.

Γιατί η Εθνική Γραμμή για Παιδιά και Εφήβους SOS1056 το 2010 δέχτηκε 270.000 κλήσεις για βοήθεια.

Γιατί οι κινητές ιατρικές μας μονάδες που μόνο πέρυσι μετέφεραν 2.360 νεογνά και παιδιά, σώσανε ζωές.

Γιατί 9.344 παιδιά που νοσηλεύονταν το 2010 χρειάστηκαν το στήριγμά μας.

Γιατί κάθε μήνα στηρίζουμε περισσότερα από 3.000 παιδιά και τις οικογένειές τους που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.

Γιατί έχουμε ανάγκη τους εξειδικευμένους ανθρώπους που μέρα - νύχτα δουλεύουν για να εξασφαλίσουν καλύτερη ζωή για όλα τα παιδιά.

Γι' αυτό σήμερα, σας έχουμε ανάγκη.

Χωρίς εσάς έχουμε μόνο ενάμιση μήνα "ζωής".

Με την δική σας συνδρομή, όμως, θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Γιατί δεν εξαρτώμαστε από καμία κρατική χρηματοδότηση ή μεγάλους ευεργέτες.

Οι ευγεργέτες μας είστε εσείς.

Βοηθήστε να κρατήσουμε το χαμόγελο ζωντανό. Τηλεφωνήστε ή στείλτε μήνυμα.
Τώρα.

14545
για κλήσεις από σταθερό και κινητό
σταθερό χρέωση 2,27 / κλήση
κινητό χρέωση 2,46 / κλήση
54020
για SMS από κινητό στείλτε
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ή XAMOGELO
χρέωση 2,46 / sms




Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης

 Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Ο ποιητής, θεατρικός κριτικός και μεταφραστής Γιάννης Βαρβέρης, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας τον τελευταίο καιρό, πέθανε από ανακοπή καρδιάς το βράδυ της Τετάρτης, σε ηλικία 56 ετών.
 
Διαβάστε περισσότερα εδώ

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Ανθολόγιον 64: Πέτρος Π. Θεοδωρίδης (περί ατόμου και εξατομίκευσης)

Στην προνεωτερική σκέψη, άτομο σήμαινε "αδιαίρετος" και χρησιμοποιείτο, κυρίως, μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας Τριάδας. Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως από τη θέση του μέσα στην κοινωνική οργάνωση.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη νεωτερικότητα οδήγησε σε επανακαθορισμό της έννοιας του ατόμου: η φράση "αυτό πού είμαι" επεκτάθηκε και έγινε "αυτό πού θέλω να γίνω". Ωστόσο το άτομο στο κοσμοθεωρητικού πλαισίου του 19ου και 20ου αιώνα προσπαθούσε να εναρμονίσει τις αντιφάσεις των επιμέρους στοιχείων της ταυτότητας του, συνθετικά και ιεραρχικά, με μια σειρά πού θύμιζε το αστικό μυθιστόρημα: αρχή, μέση και τέλος.
Η έννοια της σύγχρονης μετανεωτερικής εξατομίκευσης είναι διαφορετική. Ο εξατομικευμένος, μετανεωτερικός άνθρωπος-σε αντίθεση με το νεωτερικό άτομο- καλείται να διαλέξει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο άπειρων επιλογών. Αυτή η καθημερινή ανασφάλεια καταργεί τον κανονικό τρόπο ζωής πού γίνεται πια ευέλικτος και κατασκευάσιμος. Έτσι το γεγονός ότι έχουμε νικήσει τη μοίρα καταντά απρόσμενο μειονέκτημα της σύγχρονης ζωής. Από μας περιμένουν να αποφασίζουμε για πολλά, σχεδόν για όλα. Οι κίνδυνοι πού ελλοχεύουν σε τέτοιες αποφάσεις είναι διαρκείς και πάντα παραμονεύει η αποτυχία.
Η διαρκής αναζήτηση της ατομικής εμπειρίας δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή: Αντίθετα, οι άνθρωποι είναι "καταδικασμένοι στην εξατομίκευση" σε μια αναζήτηση "χειροτεχνημένης" βιογραφίας, στην αναζήτηση της ταυτότητας τους και στην ανάγκη να μετατρέψει κανείς τις ξένες –οικείες θρυμματισμένες επιλογές σε μια "ενότητα". "Χειροτεχνημένη βιογραφία" ανάμεσα στα άλλα σημαίνει και καθημερινή, προσωπική επιλογή και ανασκευή του χρόνου μας, όχι μόνο του παροντικού ή μελλοντικού αλλά και του προσωπικού μας παρελθόντος. Ο καθένας καλείται να επιλέξει την προσωπική ιστορία του,με τον αποκλεισμό εικόνων πού ενοχλούν και απωθούνται, να κατασκευάσει ένα παρελθόν αναπλασμένο έτσι ώστε να ταιριάζει στο παρόν ως "ενθυμούμενο παρόν" .
Το άτομο καλείται σήμερα να γίνει "σκηνοθέτης" της βιογραφίας του, της ταυτότητας του, της κοινωνικής του δικτύωσης, των δεσμών, των πεποιθήσεων του.
Εξατομίκευση σήμερα, σημαίνει και την ανάγκη να βρει κανείς και να επινοήσει για τον εαυτό του και για άλλους, νέα αυτονόητα. Σημαίνει και πώς, η διάκριση του φίλου από τον εχθρό μετατρέπεται σε καθημερινό επίπονο εγχείρημα. Και για το λόγο αυτό αναγορεύεται η "προδοσία" ως καθημερινό καθήκον και απόλαυση μαζί,η προδοσία ως "πανταχού παρούσα, προσιτή, επιτρεπτή παράβαση". Προδοσία πού δεν καλύπτεται πια κάτω από το πέπλο της υποκρισίας της πρώτης νεωτερικότητας του καπιταλισμού και του μοντέρνου ατόμου(...)

(...)H σύγχρονη ταυτότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με τον χαμαιλέοντα, αφορά στον πρωτεϊκό άνθρωπο της νέας εποχής, ο οποίος όλο και περισσότερο ζει σε προσομοιωμένα περιβάλλοντα και αναπτύσσει πολλαπλούς χαρακτήρες –ρόλους, πού πορεύεται χωρίς Εγώ και Εαυτό αλλά με θρύμματα μιας βραχύβιας συνείδησης, πού χρησιμοποιούνται γα την εκάστοτε επικοινωνία του με τους εικονικούς του κόσμους.(...)
Πέτρος Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, εκδ. Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 130-132.

[Το παραπάνω απόσπασμα το πρωτοείδαμε στο ιστολόγιο Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ. Τίτλος ανάρτησης: Για το ατομο, και την συγχρονη Εξατομίκευση].

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ; ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ

Θα σας απασχολήσω με την διευκρίνιση των εννοιών που υποκρύπτονται στον όρο της πολυπολιτισμικότητας και με τις παράπλευρες συνέπειες που έχει η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης εκδοχής στα σημερινά πράγματα, αλλά και τις προεκτάσεις τους στο εξελικτικό γίγνεσθαι των κοινωνιών.

1. Σπεύδω να επισημάνω το λογικό σφάλμα της νεοτερικότητας να ορίζει την έννοια του πολιτισμού με βάση όχι την ιδιοσυστασία ή τον χαρακτήρα του, αυτό που τον παράγει και τον αποδίδει, αλλά κατά συνεκτίμηση ορισμένων εξωτερικών φαινομένων, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν παράγωγα δηλαδή μεταβλητές του κοσμοσυστημικού κεκτημένου του πολιτισμού[1]. Υπενθυμίζω το λογικό αυτό σφάλμα διότι έχει σημαίνουσες επιπτώσεις στον προβληματισμό που ακολουθεί.
Συγκρατώ δύο από τα κυρίαρχα στοιχεία με τα οποία ο σημερινός άνθρωπος ορίζει την έννοια του πολιτισμού: τη θρησκεία και την ταυτοτική συλλογικότητα, που στις μέρες μας αποκαλείται έθνος. Ωστόσο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως ότι η θρησκεία δεν είναι παραγωγός, αλλά παράγωγο πολιτισμού. Αρκούν δύο παραδείγματα, τα οποία αντλώ από το ελληνικό παράδειγμα, για να κατανοήσουμε τι εννοώ. Η χριστιανική θρησκεία, εμφανίζει σημαίνουσες αποκλείσεις στη λατινική (καθολική) και στην ελληνική της (ορθόδοξη) εκδοχή. Η καθολική εκδοχή του χριστιανισμού εξακολουθεί να είναι βαθειά δεσποτική, ενώ αντιθέτως, η ελληνική του εκδοχή, στον ιστορικό της πυρήνα διέθετε θεμελιωδώς ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, η ορθόδοξη εκκλησία υπό το κράτος έθνος υποχώρησε σημαντικά ως προς την ανθρωποκεντρική της σημειολογία, μεταγράφοντας εις εαυτήν βατικάνιες παραδοχές. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι η ίδια η θρησκεία προβάλει μια διαφορετική αντίληψη του θείου, της σχέσης του ανθρώπου με τον θεό και, κατ' επέκταση, του συστήματος της θρησκείας, ανάλογα με την κοσμοσυστημική φύση των κοινωνιών στις οποίες βιώνεται.
Το ίδιο θα λέγαμε και για την αρχαία ελληνική θρησκεία. Η αρχαία θρησκεία δεν ήταν ελληνική, ως προς την προέλευσή της, ήταν βασικά η αιγυπτιακή θρησκεία, η οποία όμως όταν υιοθετήθηκε από τους Έλληνες, κλήθηκε να προσαρμοσθεί σε κοινωνίες ριζικά διαφορετικές. Ποιό είναι λοιπόν το υπόβαθρο αυτής της μεταβολής; Προφανώς, το γεγονός ότι στη μία περίπτωση οι κοινωνίες ήσαν δεσποτικές, κοινωνίες χωρίς ελευθερία που αποτελούσαν αντικείμενο ιδιοκτησίας, όπως και τα πράγματα. Το δεσποτικό υπόβαθρο του ενγένει πολιτισμού, προσέδωσε και στη θρησκεία δεσποτική λογική. Στην άλλη, στην ελληνική περίπτωση, βρισκόμαστε ενώπιον ανθρωποκεντρικών κοινωνιών, δηλαδή κοινωνιών εν ελευθερία. Έχει σημασία να γνωρίζουμε ότι η ελευθερία αυτή δεν είναι στατική. Συνάπτεται με ένα εξελικτικό γίγνεσθαι, το οποίο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι επιδρά επίσης στην πρόσληψη και τη συγκρότηση του θρησκευτικού φαινομένου.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τις συλλογικές ταυτότητες που μας ενδιαφέρουν άμεσα εδώ. Τι είναι η ταυτότητα; Η ταυτότητα είναι η θεμέλιος βάση της ιδιοπροσωπίας μας: της ατομικότητάς μας, της συλλογικότητάς μας και, κατ' επέκταση, της πολιτείας. Αποτελεί την προϋπόθεση για τη συγκρότηση των κοινωνιών εν ελευθερία.
Η ταυτότητα δεν υπάρχει ως συγκροτησιακή παράμετρος της ατομικότητας και της συλλογικότητας του ανθρώπου στις δεσποτικές κοινωνίες. Ο δουλοπάροικος ανήκει στον δεσπότη, η αναφορά του σ'αυτόν συνθέτει την ταυτότητά του. Το συλλογικό του "είναι" ανάγεται στο ανήκειν στον φεουδάρχη. Η επισήμανση αυτή είναι θεμελιώδης. Ο άνθρωπος μόνον ως ελεύθερη οντότητα αρχίζει να διερωτάται για τον εαυτό του. Δεν είναι όμως απαραίτητο να διακρίνει στον εαυτό του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν αποτελούν γνωρίσματα του "άλλου" για να διαπιστώσει την ταυτοτική του οντότητα. Αρκεί η υποστασιοποίησή του με όρους ελευθερίας.
Ώστε, στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες υπάρχει η πρώτη ύλη, η ατομική ταυτότητα, στην οποία προστίθενται και οι άλλες, οι συλλογικές ταυτότητες. Από την άλλη, ο ελεύθερος άνθρωπος φέρει μαζί του μια ποικιλία ταυτοτήτων. Η μια, συμπληρώνει την άλλη, έτσι ώστε να λειτουργούν σωρευτικά. Διαθέτουν ωστόσο μια σχετική αυτονομία και, ως εκ τούτου, τη βούληση της επιβεβαίωσής τους. Η επιβεβαίωση αυτή μεταφράζεται τελικά σε διάβημα ελευθερίας, δηλαδή σε αίτημα συμμετοχής στη διαδικασία της διαχείρισης του συλλογικού "είναι". Ο Έλληνας, για παράδειγμα,  διακρίνει τον εαυτό του έναντι του "άλλου" και εντάσσεται στη συλλογική ταυτότητα/κοινωνία των Ελλήνων. Συγχρόνως, αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μέρος άλλων μικρότερων πολιτισμικών οντοτήτων, στο εσωτερικό της εθνικής του συλλογικότητας, που ενδεχομένως είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του, η ευρύτερη περιφέρεια (λχ η Ήπειρος κλπ), ο χώρος όπου εργάζεται και πάρα πολλές άλλες περιοχές αναγνωρισιμότητας της ύπαρξής του[2]. Για τους ιστορικούς Έλληνες η ισορροπία μεταξύ της εθνικής συλλογικότητας και των επιμέρους ταυτοτήτων (λχ των πολεοτικών) διαφοροποιήθηκε στο χρόνο σε συνάρτηση με το ανθρωποκεντρικό τους ανάπτυγμα. Εξόχως σημαντικές υπήρξαν, ωστόσο, και οι μεταλλάξεις του περιεχομένου της εθνικής συλλογικότητας. Η αδυναμία της νεοελληνικής επιστήμης να συλλάβει την έννοια της ελληνικής ταυτότητας στις διάφορες ιστορικές φάσεις της καθώς και η ευκολία με την οποία, η ελληνική κοινωνία, αντιπαρατίθεται με μέτρο τις επιμέρους ταυτότητες στις μέρες μας ανάγεται ακριβώς στην ιστορικότητα αυτή. Ο ελληνισμός συγκροτήθηκε ως έθνος κοσμοσύστημα, όχι ως έθνος κράτος[3].
Οπωσδήποτε, το ελληνικό παράδειγμα καταδεικνύει ότι οι διαφοροποιήσεις των ταυτοτήτων έχουν να κάνουν τόσο με τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτισμική τους συγκρότηση όσο και με τις μεταλλάξεις της ελευθερίας, η οποία συμμετέχει στο πολιτικό της γινόμενο.
Η θεμελιώδης διαπίστωση, που αφορά στις επιμέρους συλλογικές ταυτότητες είτε στη γενική έννοια του έθνους, είναι ότι απηχούν μια εξαιρετικά πρώιμη εποχή ή φάση της εξέλιξης των κοινωνιών εν ελευθερία. Η φάση αυτή, αποτυπώνεται στον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και στη διχαστική σχέση μεταξύ κοινωνίας και (οικονομικο-κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος. Η επισήμανση αυτή, αφορά στο σύνολο του πλανήτη, σήμερα. Έχει όμως ως πρωτοπορία τον λεγόμενο "δυτικό κόσμο", το έδαφος δηλαδή όπου πρωτοσυγκροτήθηκαν οι νεότερες κοινωνίες με γνώμονα τον ανθρωποκεντρικό τύπο.
Στο περιβάλλον αυτό, η πολυπολιτισμικότητα εστιάζεται στην εθνική συλλογικότητα, δηλαδή στις ειδικότερες εκφάνσεις που ενσωματώνει κάθε συνολικό (εθνικό) ταυτοτικό γεγονός. Υπογραμμίζω το γεγονός αυτό, διότι κατ'αυτάς διαπιστώνεται ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας καλείται να υποδηλώσει την πολυεθνικότητα, την πολυεθνική συγκρότηση του κοινωνικού ιστού του κράτους. Η προσέγγιση αυτή όμως λαμβάνει ως βάση μια λάθος αφετηρία. Η πολιτισμική πολυσημία λαμβάνει ως θεμέλιο το αποτέλεσμα της σύνθεσης των επιμέρους ταυτοτήτων στο περιβάλλον μιας κοινής ταυτοτικής και, κατ' επέκταση, πολιτειακής στέγης. Η πολυεθνικότητα ανάγεται σε μια παραλληλία εθνικών συλλογικοτήτων με αυτοτελή και, ενδεχομένως, αποκλίνουσα πολιτική αναφορά. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με τη συνάντηση περισσοτέρων της μιας εθνικών συλλογικοτήτων, στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης πολιτειακής οντότητας.
Αφήνω κατά μέρος την ιδιαιτερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι τα ζητήματα που εγείρει είναι διαφορετικής φύσεως και, εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι του παρόντος[4]. Θα εστιάσω την προσοχή μου στην πρωτογενή πολιτεία που υποστασιοποιεί η εθνική συλλογικότητα, για να καταδείξω πώς οι δυο αυτές έννοιες έγιναν αντικείμενο πολλών χρήσεων από το νεοτερικό κράτος, κατά τη διαδρομή του από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό. Όντως, από τη στιγμή που ο κόσμος συγκροτήθηκε ανθρωποκεντρικά στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, άρχισε να επιζητείται μια νέα ταυτότητα, η οποία να δημιουργεί το συνεκτικό υπόβαθρο του κράτους, τη βούληση για τη συνύπαρξη ενός κοινωνικού όλου σε μια "κοινή εστία"/πατρίδα, αλλά και τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, που θα απαντούσε στο ερώτημα ποιος θα έχει την ευθύνη της διαχείρισης των συμφερόντων της κοινωνίας των πολιτών. Το ζήτημα εάν το κράτος δημιούργησε την εθνική συλλογικότητα ή, αντιθέτως, εάν αυτή οδήγησε στον αναπροσανατολισμό του κράτους με πρόσημο το ανθρωποκεντρικό γινόμενο της κοινωνίας, προκειμένου να το εκφράσει πολιτικά, δηλαδή με όρους ελευθερίας, θα αποκτήσει, μετά από κάποια στιγμή, κρίσιμη σημασία.
Χωρίς αμφιβολία το έθνος θα κληθεί να αποδώσει την κοινή συνείδηση της κοινωνίας μέσα στο κράτος. Θα οικοδομηθεί, ωστόσο, στο περιβάλλον των ανθρωποκεντρικών θυλάκων που κινούσαν τη διαδικασία της μετάβασης και όχι από αυτό. Αυτοί θα αξιώσουν όπως το κράτος πάψει να ανήκει σε έναν ιδιοκτήτη δεσπότη (τον απόλυτο μονάρχη) και να εξελιχθεί σε "νομικό πρόσωπο" που να τάξει ως σκοπό του το εθνικό συμφέρον, αντί του συμφέροντος του μονάρχη. Η αναφορά στο έθνος και όχι στην κοινωνία, υποδηλώνει, από την άλλη, ότι η τελευταία, στη φάση της μετάβασης δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει πολιτικό υποκείμενο. Η νίκη του κράτους αυτού και η επίκληση του έθνους, προκειμένου να νομιμοποιηθεί στην εμπραγμάτωση του σκοπού της νέας τάξης, θα συνδυασθούν με υψηλές καταχρήσεις δυνάμεως που θα λάβουν ως αφετηρία την αρχή της ομοιογενοποίησης, δηλαδή την καταστολή του εθνοτικώς διαφορετικού.
Το φαινόμενο όμως αυτό, επειδή ακριβώς συνάδει με τα πρώτα βήματα της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν απαντάται στο νεότερο ελληνικό κόσμο. Ο τελευταίος, λόγω της μακραίωνης θητείας του στον ανθρωποκεντρισμό, υποστήριξε μέχρι τέλους, τον 19ο αιώνα, την αρχή της εθνικής πολυσημίας[5].
Συγκρατούμε λοιπόν ότι στο μέτρο που έθνος και κράτος αναγορεύθηκαν αμοιβαίως το ένα θεράπων του άλλου, στην εποχή μας, έθεσαν όρια στην περαιτέρω ολοκλήρωση της εθνογενετικής διαδικασίας. Πολλές εθνοτικές ή ευρύτερες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αναγκάσθηκαν να συναντηθούν με την εθνική ομάδα που κυριάρχησε στο κράτος και αποτέλεσαν μέρος της. Η απαγόρευση όμως αυτή της εθνογενετικής δυναμικής και, μάλιστα, της πολιτισμικής πολυσημίας του έθνους, εντός του νεοτερικού κράτους, δεν αποτελεί εγγενές φαινόμενο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Είναι απόρροια της πρωτο-ανθρωποκεντρικής φάσης που διερχόταν ο νεότερος κόσμος.
Στην ίδια ακριβώς αιτία πρέπει να χρεωθεί και η συγκρότηση του κράτους ως μιας πολιτικά κυρίαρχης οντότητας, η οποία κατακρατούσε το μονοπώλιο του πολιτικού συστήματος και τοποθετούσε την κοινωνία στον ιδιωτικό χώρο. Η κοινωνία, που μόλις εισήρχετο στο στάδιο της ανθρωποκεντρικής εμπειρίας, διέθετε έναν εξαιρετικά περιορισμένο ορίζοντα ελευθερίας. Το διακύβευμά της εστιαζόταν στη διασφάλιση της ατομικής και της εθνικής (έναντι του "άλλου") ελευθερίας. Πέραν αυτού, σε ότι αφορά στη σχέση της με την πολιτεία, αρκείτο στην ιδιότητα του ατελούς πολίτη. Ο ατελής πολίτης αξιώνει το δικαίωμα της ψήφου, το οποίο όμως έχει νομιμοποιητικό -όχι όμως και αντιπροσωπευτικό- περιεχόμενο έναντι του σύνολου κράτους. Ορίζεται δυνάμει του ανήκειν στο κράτος και όχι στην πολιτεία. Η μη αναγνώριση της πολιτισμικής πολυσημίας συνάδει ακριβώς με την αρχή της ολοκληρωτικής οικειοποίησης της πολιτείας από το κράτος. Και όχι στο γεγονός της εθνικής συλλογικότητας.
Που καταλήγουμε; Ότι οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται σήμερα, δυνάμει του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου που αναπαριστά η εθνική ταυτοτική συλλογικότητα, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Δεν υπεισέρχονται ως διακύβευμα στη συλλογική σχέση: η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία αφενός, και αφετέρου η ελευθερία που συνέχεται με την πολυσημική συγκρότηση της πολιτείας του κράτους, απουσιάζουν ολοσχερώς.
Να δούμε πιο συγκεκριμένα τις διαστάσεις αυτές της ελευθερίας:
Πρώτον, η ελευθερία, που συνέχεται με την πολιτισμική πολυσημία του συλλογικού ταυτοτικού γεγονότος, προϋποθέτει ότι μας αναγνωρίζεται η δυνατότητα, στο πλαίσιο ενός κράτους, να συγκροτούμε ιδιαίτερες πολιτειακές οντότητες, οι οποίες να μεθερμηνεύουν την ιδιαιτερότητά μας και, συγχρόνως, να μετέχουν στη διαμόρφωση του γενικότερου δημοσίου χώρου.
Δεύτερον, η ελευθερία που συνέχεται με την σχέση μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας ή κοινωνίας και πολιτικής, αφορά στην κοινωνική και στην πολιτική ελευθερία. Η ελευθερία αυτή έχει να κάνει με τη διερώτηση εάν το (οικονομικό και/ή πολιτικό σύστημα) ανήκει σε κάποιον διαφοροποιημένο ιδιοκτήτη ή στους συντελεστές του (εν προκειμένω, στην κοινωνία).
Έχουμε ήδη διαπιστώσει αλλού ότι η νεοτερικότητα ορίζει την μεν ατομική ελευθερία με όρους αυτονομίας, δηλαδή  με την ακρίβεια της έννοιας που υποδεικνύει ότι καθένα από τα μέλη της κοινωνίας δεν αποδέχεται να ορίσει κάποιος τρίτος, τι θα  κάνει ή τι δεν θα κάνει. Όταν όμως καλείται να ορίσει την κοινωνική και την πολιτική ελευθερία, μας υποδεικνύει ότι πρέπει να απεμπολήσουμε την αρχή της αυτονομίας υπέρ ενός ετεροκαθοριστικού προτάγματος, του δικαιώματος. Έχουμε δικαίωμα να διαδηλώσουμε, αλλά διαδηλώνουμε επειδή κάποιος άλλος κατέχει την ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού μας, δηλαδή την αυτονομία μας. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο της οικονομίας. Η αντίφαση αυτή συγκροτεί το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουμε οικοδομήσει και βιώνουμε τις αυταπάτες μας, νομίζοντας ότι είμαστε ελεύθεροι, μόνο και μόνο επειδή, στη φάση που διερχόμαστε, η συγκεκριμένη ελευθερία απλώς δεν μας χρειάζεται και επομένως δεν αποτελεί αίτημα για την εποχή μας.
Το ερώτημα που εγείρεται, ωστόσο, είναι εάν είναι εφικτή η πολιτική σήμανση της έννοιας της πολυπολιτισμικότητας, δηλαδή η προσέγγισή της υπό το πρίσμα της ελευθερίας. Διότι θεωρείται ακόμη στις μέρες μας ότι η πολυπολιτειακή συγκρότηση της εθνικής συλλογικότητας αποτελεί απειλή για το κράτος και για το έθνος. Υπό το ίδιο πρίσμα, αντιμετωπίζεται και η πολιτική ελευθερία, που ανάγεται στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Το ερώτημα του ποιός θα έχει την ευθύνη της διαχείρισης της εθνικής συλλογικότητας συνέχεται με το συμφέρον όχι της κοινωνίας, αλλά του κράτους.
Δεν είναι τυχαίο, από την άποψη αυτή, ότι ο -κατά τα άλλα μαρξιστής- ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ επιχειρηματολογεί δια μακρόν ότι εάν ο ηγετικός πυρήνας, ο οποίος μονοπωλεί σήμερα το κράτος της πολιτικής κυριαρχίας, αποκαθηλωθεί από το βάθρο της εξουσίας, θα απειληθεί το έθνος, θα εκλείψει, ως άχρηστο το έθνος. Σπεύδω να αντιτείνω ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι απλώς γνωσιολογικά αβαθής, είναι και αυθαίρετος και, θα έλεγα, ιδεολογικά εξόχως αντιδραστικός. Διότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης του έθνους από την κοινωνία, η ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από αυτήν, αντί του κράτους, δεν απειλεί το έθνος, αλλά το πολιτικά κυρίαρχο κράτος. Και πιο συγκεκριμένα τη μονοπωλιακή θέση που κατέχουν σ'αυτό οι εκάστοτε νομείς του. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη δημοκρατία, στην οποία η ταυτοτική συλλογικότητα επανέρχεται στον φυσικό της φορέα, στην κοινωνία των πολιτών.
Η διευκρίνιση αυτή και, συνάμα, η επισήμανση ότι το πολιτικό σύστημα αποτελεί γνωσιολογικά μια διάφορο έννοια, η οποία δεν ταυτίζεται εκ φύσεως με το αυτόνομο κράτος/σύστημα, έχει καταστατική σημασία, διότι μας επιβεβαιώνει ότι βιώνουμε ακόμη μία "προ-πολιτειακή" κοινωνία, κατά την οποία ουσιώδεις διαστάσεις της ελευθερίας δεν συναντήθηκαν ακόμη με τα μέλη της.