(...)Μετά
τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὅλη ἡ φύση «συνωδύνει καί συστενάζει» μέ τόν
ἄνθρωπο, γιά νά βγεῖ μαζί Του, μαζί μέ τόν Νικητή Θεό, σ’ ἕνα φῶς τέλειο
καί μόνιμο, δίνοντας ἔτσι νόημα στίς πέντε πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας
τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Ἐδῶ ἡ φύση, λυρική, δωρική, τραγική, σ’ αὐτούς
τούς βράχους, ποτέ δέν στάθηκε ξένη πρός τίς περιπέτειες τῶν Ἑλλήνων.
Ἄλλοτε τούς συνοδεύει σιωπηλά, ὑπομνηματίζει τά δεινά ἤ τίς χαρές τους,
ἄλλοτε μέ τρόπο μυστηριώδη, συμπρωταγωνιστεῖ. Καί πρέπει κάποτε κάποιος
ἀφοσιωμένος μελετητής, μέ τέτοιο πρίσμα νά ξαναδεῖ ὅλη τή νέα μας
λογοτεχνία, καί τόν Σολωμό, καί τόν Κάλβο, καί τόν Παπαδιαμάντη.
Κάτω
ἀπό τέτοιους κανόνες βαθύτερης ἁρμονίας διεμόρφωσε ὁ Ἕλληνας τήν
νεώτερη ἱστορία του. Ἀνάσταση στή φύση - ἀνάσταση στήν ψυχή - ἀνάσταση
στό γένος : ἧταν ἕνας κανόνας τετράγωνος σάν ἀγκωνάρι, ἱκανός νά χωρέσει
καί νά στηρίξει ἀκόμη καί τήν πιό ἀπλή ἑλληνική καρδιά. Κι’ αὐτός ὁ
κανόνας, τετρακόσια χρόνια βαρειᾶς σκλαβιᾶς, τηρήθηκε μέ αἷμα, μέ
Μάρτυρες, μέ θυσίες.
Ἡ
Ἀνάσταση, ἡ ριζωμένη ἀπό τό Χριστιανισμό, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
μέσα στίς ψυχές, μεγάλωνε τόν καημό τῆς ἐλευθερίας πού ἦταν ἡ ἀνάσταση
τοῦ Γένους. Ἡ ζωή ἔπρεπε νά ἐναρμονιστεῖ μέ τό φῶς καί τό ἄνθισμα τῆς
γῆς, νά ἐναρμονιστεῖ μέ τό φῶς καί τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν
αἰώνιο θάνατο, διά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ὅσο
ἡ φύση ἀνθοβολεῖ, ὅσο ἡ ψυχή πανηγυρίζει τήν σφραγισμένη μέ τό θεῖο
γεγονός αἰωνιότητά της, τήν κατανίκηση τοῦ θανάτου καί τό σπάσιμο τῶν
δεσμῶν τοῦ σκότους, τόσο ὁ Νεοέλληνας πού ἀπό καταβολῆς τῆς πατρίδας του
λαχταρᾶ γιά φωτεινά καί ἁρμονικά βιώματα, ἀγωνίζεται νά ἐπιβάλει τόν
ἴδιο νόμο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πνευματικοῦ θριάμβου πάνω στήν ἐθνική
του ζωή. Μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐντυπωσιάζει, ἐμᾶς τούς ἄσωτους καί τούς
ἀμαρτωλούς τοῦ αἰώνα, ὅταν διαβάζουμε σέ ἀπομνημονεύματα ἀγωνιστῶν τοῦ
Εἰκοσιένα πώς ὄχι μονάχα συναρτοῦν τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους μέ τό θέλημα
τοῦ ἀναστημένου Κυρίου ἀλλά καί καθορίζουν τήν ἔναρξη τῶν ἀγώνων τους,
συχνά, ἐκεῖ κοντά στό Πάσχα, τότε πού θριαμβεύει στίς καρδιές ἡ
Ἐλευθερία.
Ὑπάρχει
κάποιο βαθύ, ἀνέγγιχτο, καί ὑποβλητικό μυστήριο ἐδῶ. Ἡ Ὁρθοδοξία
κράτησε ὡς κύρια γιορτή της τό Ἅγιον Πάσχα. Εἶναι Ἐκκλησία ὀδύνης καί
θριάμβου, θανάτου καί ἀναστάσεως. Ἡ Ἀδιαίρετη Ὁρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία
τήν κράτησε, ὄχι μονάχα γιατί ἁρμόζει στό κλίμα καί στό φῶς τῶν τόπων
ὅπου φέγγει πνευματικά αὐτή, ἀλλά γιατί ταιριάζει στό ὕφος καί στό ἦθος
της, γιατί ἐναρμονίζεται οὐσιαστικά μέ τά δόγματά της. Τήν κράτησε ἀκόμη
γιατί σάν νά ἤθελε νά ἐναρμονίση τό παρελθόν μέ τό μέλλον της ἡ
Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, σά νά προϊδέαζε τό μέλλον
της, τό μαρτυρικό, περιπετειῶδες, ποτισμένο μέ δάκρυα, σά νά ἔκαμε μιά
ξεχωριστά, μοναδικά βαρυσήμαντη πρόβλεψη διαλέγοντας τό αἱματοβαμμένο
Πάσχα σάν σύμβολο ἀκραῖο καί ὕψιστο τῆς πνευματικῆς της ὑποστάσεως – καί
σέ ἀντίθεση μέ τόν εὐδαίμονα, τόν συχνά χωρίς νεῦρο, ἀποκεκομμένο έκ
τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας Χριστιανισμό τῆς Δύσεως.(...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου