ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Οι ταυτότητες, οι φόβοι και η απάντηση

πηγή: LIFO

του Νικόλα Σεβαστάκη*



O κόσμος που κινητοποιείται κατά των καινούργιων ταυτοτήτων φέρνει στη μνήμη όντως τους ανθρώπους και των προηγουμένων κυμάτων φόβου και οργής: λόγου χάρη τους αμφισβητίες του Covid και τους αντιεμβολιαστές, τα μέλη του υπερπατριωτικού χώρου και τα δίκτυα επιρροής ζηλωτών και φονταμενταλιστών της Ορθοδοξίας. Είναι έτσι όλο και πιθανότερο πως καθώς θα προχωρούμε προς την ημερομηνία για την έκδοση των νέων ταυτοτήτων, πράξεις και λόγια από αυτή την πλευρά θα τραβήξουν την προσοχή της δημοσιότητας: ο κήπος, ιδίως, των social media προσφέρεται για επίδειξη ανυπότακτων φρονημάτων, το χτίσιμο διαχωριστικών νησίδων και τη διασπορά «τρελών» πεποιθήσεων.

Βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες που θεωρούν τη νέα ταυτότητα ως κρυφό πρόγραμμα υποταγής σε σατανικές δυνάμεις θα έχουν την τιμητική τους. Και το ενδιαφέρον των μίντια θα απογειωθεί αν πολιτικές δυνάμεις και δημόσια πρόσωπα (ας πούμε γνωστοί καλλιτέχνες ή άλλοι) βρεθούν κι αυτοί στο κίνημα. Ήδη, η κρίση στους «Σπαρτιάτες», η ρευστότητα στην άκρα δεξιά και η γενικότερη κατάσταση του χώρου επηρεάζουν το τοπίο, αφού οι ινφλουένσερ των μέχρι τώρα κινητοποιήσεων για τις ταυτότητες κινούνται εντός ή γύρω από μια παρδαλή εθνικιστική δεξιά.

Πώς, όμως, στεκόμαστε εμείς οι άλλοι απέναντι σε αυτό; Τώρα, και σε αντίθεση με προηγούμενα κύματα ανορθολογισμού, διακρίνω μια παγίδα: να «διαβάσουμε» τις προσεχείς διαμάχες ιδεών και αξιών στη χώρα ξαναπιάνοντας την κλασική αντίθεση μεταξύ ορθολογιστών και «ψεκασμένων», φαντασμένων και ρεαλιστών. Αυτό σημαίνει πως θα πάμε να αναγορεύσουμε πρακτικά κάποιες περιθωριακές αντιδράσεις (έστω και αν κατορθώσουν να κάνουν επικοινωνιακό θόρυβο) σε κυρίαρχο θέμα της κριτικής μας.

Ο παραλληλισμός μάλιστα με την πρώτη διαμάχη για το θρήσκευμα στις ταυτότητες (την εποχή του Χριστόδουλου και του Σημίτη) δημιουργεί σύγχυση και είναι λάθος. Σε εκείνη τη διαμάχη υπήρχε μια πραγματικά μαζική αντίδραση με επίσημη ενθάρρυνση και συμπόρευση της θεσμικής Εκκλησίας. Εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια πολίτες είχαν (και παρά τη συμμόρφωση, συνεχίζουν να διατηρούν) την πεποίθηση ότι το νομικό και διοικητικό τους πρόσωπο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θρησκευτική τους πίστη και το χριστιανικό τους βίωμα. Οι πιστοί αποδέχονται μια «κοινοτική» φιλοσοφία ζωής που αντιστέκεται στη φιλελεύθερη ιδέα για το άτομο αλλά και στη ρεπουμπλικανική αντίληψη για την ουδετερόθρησκη, κοσμική πολιτεία.

Στην τωρινή περίπτωση, όμως, των κινήσεων κατά των νέων αστυνομικών ταυτοτήτων, βλέπει κανείς κυρίως ή μόνο ζηλωτές, ακροδεξιούς και γνωστούς «ακτιβιστές» των συνωμοσιολογικών αφηγημάτων. Έχουμε μια περιορισμένη λαϊκή βάση που αγγίζει την ελληνική θρησκευτική (ακρο)δεξιά, ενώ δεν φαίνεται να περιλαμβάνει την ευρύτερη κοινωνία των πιστών και τους θεσμούς της.

Μια δεύτερη όμως διάσταση μου φαίνεται ακόμα πιο καθοριστική: πίσω από κάποιους φόβους για τα βιομετρικά δεδομένα και το «τσιπάκι» δεν υπάρχουν μόνο παραλογισμοί των φανατικών και ακροδεξιές ονειροφαντασίες. Πολλά πολιτικά και ηθικά ερωτήματα για τα προσωπικά δεδομένα, τις τεχνολογίες επιτήρησης των προσώπων και ιδίως την πρόσβαση που έχουν αποκτήσει σε ευαίσθητες πληροφορίες ιδιωτικές εταιρίες και κρατικές υπηρεσίες είναι ερωτήματα εύλογα και απαραίτητα για κάθε δημοκρατικό άνθρωπο. Από κριτική πολιτική άποψη αυτά τα ζητήματα έχουν απασχολήσει μια τελείως διαφορετική δημόσια σφαίρα από αυτήν της ακροδεξιάς φούσκας. Μια ορθολογική προσέγγιση σε δημόσιες και προσωπικές αγωνίες δεν μπορεί έτσι να είναι η κληρονομημένη από παλιότερες εποχές αισιόδοξη πίστη στην αέναη πρόοδο. Δεν μπορεί να είναι δηλαδή ένας τεχνολογικός μεσσιανισμός που διακινεί σε συνέδρια τεχνητής νοημοσύνης και podcast την αστεία πεποίθηση ότι όλα τα προβλήματα (από τις κοινωνικές ανισότητες ως τις κλιματικές καταστροφές) θα τα λύσει η νέα τεχνολογία. Αυτή η ιδεολογία διευθύνοντος συμβούλου start-up, αντί να μειώνει τους φόβους των ανθρώπων, τους κάνει ακόμα πιο έντονους.



Προφανώς, το μέτωπο κατά της συνωμοσιολογικής αντίδρασης είναι σημαντικό και πολιτικά και επιστημονικά. Συντονίζεται, άλλωστε, με μια ηθική και πολιτική αφύπνιση για τις νέες μορφές «τραμπισμού» που ξεπερνούν τις ΗΠΑ ‒ και σ’ εμάς εμφανίζονται με ψευτο-ορθόδοξους ζηλωτές που αντιγράφουν τους ακροδεξιούς ευαγγελιστές της Αμερικής. Το συγκεκριμένο μέτωπο, ωστόσο, δεν σημαίνει πως πρέπει συνεχώς να επιστρέφουμε στη διαίρεση μεταξύ ορθολογιστών και ανορθολογικών λες και αυτό θα μας λύσει όλα τα προβλήματα κοινωνικής ανάλυσης και πολιτικού προσανατολισμού. Ούτε είναι δυνατό να βλέπουμε τον ρεαλισμό ως μοναδικό αντίδοτο για την αντιμετώπιση φαινομένων σαν τις αντιδράσεις για τις ταυτότητες. Ο ρεαλισμός δεν είναι μια ενιαία υπόσταση, μια αδιαμφισβήτητη τοποθέτηση ή ένα έγκυρο πρόγραμμα που περιμένει απλώς να συμφωνήσομε όλοι στα σκληρά δεδομένα του. Όταν, ας πούμε, το θέμα της διαμάχης ήταν ο Covid-19 και η δημόσια αναγνώριση κάποιων πολύ βασικών κανόνων προστασίας για τον έλεγχο της πανδημίας, η κριτική στον ανορθολογισμό των αρνητών είχε πραγματικά κεντρική σημασία.

Τώρα όμως η χώρα βρίσκεται σε άλλη φάση, όπου απελευθερώνεται μια διαφορετική αντίθεση: η αντίθεση μεταξύ ενός πενιχρού ρεαλισμού και εκείνου του ρεαλισμού που ανοίγεται σε αιτήματα ποιοτικής ανασυγκρότησης της ζωής. Ένας ορθολογισμός ο οποίος απαιτεί απλώς εμπιστοσύνη στην πολιτική εξουσία ή στις αγορές είναι αδύναμος απέναντι στην πολύχρωμη θρησκευτική και πολιτιστική ακροδεξιά. Γιατί είναι ένας ρεαλισμός μειωμένων προσδοκιών που αποδέχεται με μεγάλη ευκολία κυβερνητικές αυθαιρεσίες, σπεύδοντας να βρει ελαφρυντικά για παραβιάσεις του κράτους δικαίου, μέχρι και για την περιβαλλοντική καταστροφή πολλών περιοχών της χώρας. Πώς μπορεί, όμως, να απαντήσει σε ζητήματα ταυτότητας και κοινωνικού νοήματος ένας ορθολογισμός που δεν έχει κριτικές αιχμές και ποιοτικούς στόχους;

Εκτός, λοιπόν, από το να μας συνεπαίρνουν οι ζηλωτές που φωνάζουν για το 666 και το Θηρίο της Αποκάλυψης, χρειαζόμαστε και κριτική σε όσους επιμένουν σε έναν πενιχρό ορθολογισμό και ρεαλισμό. Σπεύδοντας στον πόλεμο με διάφορες «διαταραγμένες» ταυτότητες (ακραίες, γραφικές και αλλοπρόσαλλες), απολαμβάνουμε την καλή μας συνείδηση ως κοσμική και προοδευτική διανόηση. Σε αυτή όμως την ιστορική και πολιτική συγκυρία χρειαζόμαστε περισσότερα από την αυτοκολακεία των διανοουμένων και την αυταρέσκεια του ορθολογισμού.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.



* Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ. 

3 σχόλια:

  1. Σεβαστή η άποψη του κ. Σεβαστάκη (αν επιτρέπεται το λογοπαίγνιο), αλλά χρειάζεται προσπάθεια για να διακρίνει κανείς μέσα από την κάπως νεφελώδη διατύπωσή του αν συμφωνεί ή όχι με την αντίρρηση στις ταυτότητες ως δυνητικό μέσο καταστρατήγησης πολιτικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Νομίζω ότι αυτή καταρχήν θα πρέπει να είναι η ένσταση και το θέμα συζήτησης. Οι μεταφυσικές/Αποκαλυπτικές προεκτάσεις μπορεί συνειρμικά να γίνονται από όσους δεχόμαστε την Αποκάλυψη ως προειδοποίηση για τα έσχατα, αλλά (νομίζω) δεν πρέπει να προτάσσονται στον διάλογο, για να μη δίνουν αφορμές σε όσους επιζητούν να απορρίψουν στο σύνολό τους τους αντιρρητικούς λόγους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νομίζω,κύριε Παπαγιάννη, ότι ως προς αυτό είναι ξεκάθαρος:"Μια δεύτερη όμως διάσταση μου φαίνεται ακόμα πιο καθοριστική: πίσω από κάποιους φόβους για τα βιομετρικά δεδομένα και το «τσιπάκι» δεν υπάρχουν μόνο παραλογισμοί των φανατικών και ακροδεξιές ονειροφαντασίες. Πολλά πολιτικά και ηθικά ερωτήματα για τα προσωπικά δεδομένα, τις τεχνολογίες επιτήρησης των προσώπων και ιδίως την πρόσβαση που έχουν αποκτήσει σε ευαίσθητες πληροφορίες ιδιωτικές εταιρίες και κρατικές υπηρεσίες είναι ερωτήματα εύλογα και απαραίτητα για κάθε δημοκρατικό άνθρωπο."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Να προσθέσω επίσης ότι πολύ σωστά διακρίνει τις διαμαρτυρίες επί Σημίτη από τις σημερινές. Οι τότε διαμαρτυρίες είχαν μια καθολικότητα και την υποστήριξη της θεσμικής Εκκλησίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή