ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

«Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή», του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη (κριτική)






πηγή: bookpress

Για τη μελέτη του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη «Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή» (πρόλογος: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, εκδ. Επίκεντρο)

Του Γιώργου Σιακαντάρη*

Δυστυχώς τα περισσότερα βιβλία στη χώρα μας τα σχετικά με την ανάλυση της θρησκείας και των θρησκευτικών στάσεων και συμπεριφορών χωρίζονται είτε στην κατηγορία επιφανειακών αντικληρικαλιστικών πονημάτων είτε σ’ αυτά που λειτουργούν ως «ιδεολογικοί μηχανισμοί» ενός διχαστικού δήθεν ορθόδοξου λόγου. Το βιβλίο του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη, Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού και της Θρησκείας, ενός από τους πιο διεισδυτικούς και ανοικτόμυαλους αναλυτές της Θρησκείας ως κοινωνικού και παράγωγου πολιτισμού φαινομένου, δεν αποτελεί απλώς εξαίρεση: Αποτελεί οδηγό για το ποια μπορεί να είναι η προοδευτική ματιά στην ανάλυση της θρησκείας ως πολύπλοκης διαδικασίας που δεν μπορεί να αναλώνεται σε υπεραπλουστεύσεις ενός αντικληρικαλισμού ή ενός ορθόδοξου εθνικισμού.

Για να μη παρερμηνευτούν αυτές οι γραμμές, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου αυτού καθαυτού, με ένα θεολογικό έργο δηλαδή, αλλά με την ανάλυση των σχέσεων της θρησκείας με το κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό περιβάλλον της. Επομένως, έχουμε μια εξαιρετική κοινωνιολογία της θρησκείας. Κατ’ αυτή την κοινωνιολογία, η θρησκεία ενοποιεί ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους όσον αφορά τις ταξικές και τις πολιτικές τους ιδεολογίες. Η επιρροή της θρησκείας μάλιστα είναι πιο δυνατή, εκεί όπου αποδυναμώνεται η επιρροή της πολιτικής. Βεβαίως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίζει και την άλλη πλευρά, τον διαχωριστικό λόγο των θρησκειών, μόνο που αυτόν τον αποδίδει όχι τόσο στο θεολογικό και θρησκευτικό περιεχόμενο τους, όσο στον τρόπο που τις χειρίζονται οι ίδιες οι εκκλησίες αλλά και τα εθνικά κράτη.

Η θρησκεία ως προϊόν και παράγωγο των επιμέρους ανθρώπινων πολιτισμών αποτελεί κοινωνική κατασκευή, αλλά ταυτοχρόνως και πολιτισμικό στοιχείο, όπως αυτό αναδύεται μέσα από διαφορετικές συλλογικότητες. Βεβαίως όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν διαχρονικά, αλλά μόνο στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, πρώιμης και ύστερης, πρώτης και δεύτερης. Κατά τον συγγραφέα, και πολύ σωστά, είναι λανθασμένες εκείνες οι ερμηνείες που αποβάλλουν τη θρησκεία από τη νεωτερικότητα. Εκείνο που αποβάλλει η νεωτερικότητα δεν είναι η θρησκεία, αλλά η ταύτιση της με την κοσμική εξουσία.

Γίνονται θρησκείες οι ιδεολογίες;

Οι ιδεολογίες ως συστήματα επεξεργασμένων ιδεών της ανθρώπινης νόησης είναι παράγοντες σύγκρουσης και ανατροπής. Τι το κοινό επομένως μπορούν να έχουν με τις θρησκείες; Στις παραδοσιακές κοινωνίες η θρησκεία αποτελούσε το θεμέλιο της γνώσης, αλλά και της ευσέβειας. Την υποχώρηση της ως κανόνα συμπεριφοράς κατά τον 18ο και 19ο αιώνα έρχεται να καλύψουν οι ιδέες που παράγονται στους κόλπους των αστικών και εργατικών μαζών. Είναι τώρα οι ιδεολογίες που προβάλλονται ως νέες θρησκείες. Οι ιδρυτές των ιδεολογιών εμφανίζονται με το κύρος των ιδρυτών των μεγάλων θρησκειών. Η εκκοσμίκευση δεν είναι μόνο άρνηση της ταύτισης του κοσμικού με το ιερό, είναι και θρησκειοποίηση των ιδεολογιών. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης μας μαθαίνει ένα πολύ σοβαρό πράγμα. Αφενός πως ιδεολογία δεν σημαίνει πάντοτε στρεβλή συνείδηση και αφετέρου πως στην κοινωνία τίποτα δεν είναι καθαρό, τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Εκεί που σ’ ένα φαινόμενο το προσεκτικό μάτι διακρίνει πολλά αρνητικά στοιχεία, το ίδιο προσεχτικό και ανεχτικό -όχι αμερόληπτο- μάτι μπορεί να διακρίνει και τους σπόρους μιας άμεσης ή βραχυπρόθεσμης προοδευτικής αλλαγής.

Το θρησκευτικό φαινόμενο συνδέεται και με την εξουσία. Όχι μόνο με την εκ πρώτης όψεως εξουσία που κατέχουν οι μεγάλες Εκκλησίες, αλλά και με τον τρόπο που οι θρησκείες επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις πολιτικές ιδεολογίες. Επομένως, καθαρές καταστάσεις τύπου από εδώ η κοσμικότητα και από εκεί το ιερό δεν υπάρχουν ακόμη και στις ύστερες νεωτερικές κοινωνίες. Ο συγγραφέας βλέπει το πώς οι εθνικισμοί χρησιμοποιούν τις θρησκείες αλλά και το πώς αυτές τους χρησιμοποιούν. Ενδεικτική για το δεύτερο η διχαστική στάση του μακαριστού Χριστόδουλου τόσο στα θέματα των ταυτοτήτων όσο και στο Μακεδονικό. Βεβαίως, ο εθνικισμός των θρησκειών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μόνο αρνητικό φαινόμενο. Αυτός προήλθε από μια από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης, κάθε έθνος ένα κράτος, κάθε κράτος ένα έθνος. Οι εθνικές θρησκείες αρνούνται την μέχρι τότε νομιμοποίηση της εξουσίας του μονάρχη και το cuius regio eius religio (ότι ο βασιλιάς και η θρησκεία).

Ο αρχικός εθνικισμός των εκκλησιών, παράδειγμα η αυτονόμηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, συμβάδιζε με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Επειδή όμως όλα τα ωραία δεν διαρκούν πολύ, στη συνέχεια ο εθνικισμός εργαλειοποιήθηκε. Δυστυχώς, και οι εθνικές Εκκλησίες τον ακολούθησαν σ’ αυτόν τον δρόμο. Ας προσέξουμε όμως ότι ο συγγραφέας, ο οποίος είναι μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δεν αναζητεί κάποιες παρεκτροπές του θρησκευτικού αλλά διαβλέπει κοινωνικές τάσεις. Δεν είναι ζήτημα εγκατάλειψης από τη θρησκεία και τις εκκλησίες των αρχών τους αλλά ζήτημα προσαρμογής τους στα νέα δεδομένα και στην ανάγκη διατήρησης των εξουσιών τους.

Ο Επίκουρος Καθηγητής διαβάζει με καινοτόμο τρόπο και το πώς υψηλοί διανοητές αναλύουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Ο Χομπς θεωρεί πως ο φυσικός νόμος ως αρχή είναι εκ Θεού. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί τις απαιτήσεις της Εκκλησίας να θεωρεί πως η εξουσία και αυτή προέρχεται εκ θεού. «Η Εκκλησία μέσα σε μια Πολιτεία δεν μπορεί να αξιώνει καμία θεσμική εξουσία, καθώς κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την αφαίρεση εξουσιών από τον Λεβιάθαν και θα εισήγαγε τη διαρχία» (σ. 82). Ο Χομπς πρώτος θεωρεί πως η εκκλησιαστική εξουσία μπορεί να εκφράζεται μόνο μέσα από την ενότητά της με την πολιτική. Ο Ρουσσώ, πάλι, αφενός δεν επιθυμεί να αμφισβητήσει την πίστη κανενός, αλλά αφετέρου διαχωρίζει το κράτος ως αρμόδιο για ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας από τη θρησκεία ως αρμόδια για δογματικά και θεολογικά ζητήματα. Στη βάση αυτού του διαχωρισμού ασκεί δριμύτατη κριτική στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Χομπς αποδέχεται ως μοντέλο διακυβέρνησης την ενοποίηση των δυο εξουσιών, ενώ ο Ρουσσώ διαχωρίζει τις δυο εξουσίες και για τα εγκόσμια αποδίδει προτεραιότητα στην κρατική εξουσία. Αυτό τον καθοδηγεί και στον τριπλό διαχωρισμό των θρησκειών. Σ’ αυτή του χωρίς ναούς και θυσιαστήρια ανθρώπου, σ’ αυτή του πολίτη μιας χώρας με τα δόγματα και τους θεσμούς λατρείας της και σε αυτή της κυριαρχίας του ιερέα ως διαμεσολαβητή με τον Θεό. Ο Φόιερμπαχ με τη σειρά του προσφεύγει στην ανθρωπολογία για να εξηγήσει την πίστη προς τον Θεό. Ο άνθρωπος –υποστηρίζει– δημιουργεί καθ’ εικόνα και ομοίωσή του τον Θεό και μετά αυτός ο Θεός δημιουργεί κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση τον άνθρωπο. Ο Κοντ ορμώμενος από τη θεωρία των «τριών σταδίων» της ανθρωπότητας (θεολογικό, μεταφυσικό, θετικό) βλέπει στη θρησκεία το κατώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, για να μετατρέψει στη συνέχεια τη θετική σκέψη σε θρησκεία της ανθρωπότητας. Στη συνέχεια εξετάζει τις αντιλήψεις των λεγόμενων ουτοπιστών (Μπέικον, Μουρ, Σαιν Σιμόν και πολλών άλλων) για το θρησκευτικό φαινόμενο.

Ο κοινωνιολόγος της θρησκείας είναι ιδιαίτερα απαξιωτικός όσον αφορά το πως αντιλαμβανόταν το θρησκευτικό φαινόμενο ο Μαρξ. Νομίζω όμως πως τον αδικεί λίγο, όταν τον κατηγορεί για άγνοια της θρησκείας αλλά και για υπεραπλούστευση των παραμέτρων της. Αν και στη ρήση του Μαρξ για τη θρησκεία ως «όπιο του λαού» δεν ξεχνά να τονίσει και την λίγο πιο πάνω αναφορά πως αυτή αποτελεί «τον αναστεναγμό του καταπιεσμένου». Αυτή η θέση κάνει πιο πολύπλοκη τη σχέση του Μαρξ με τη θρησκεία και όχι όπως την «μετέφρασε» ο σοβιετικός διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός ως ψευδή συνείδηση. Για τον Μαρξ –κατά τη γνώμη μου– οι θρησκείες δεν ήταν μόνο μια «ψευτιά» αλλά και μια έκφανση του βαθμού ωριμότητας / ανωριμότητας του κοινωνικού. Η φιλελεύθερη παρέμβαση (Λοκ, Σμίθ, Μιλ, Τοκβίλ, θα πρόσθετα και τον Κοντορσέ) δεν εξετάζει τις βάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, απλά στηλιτεύει την επέμβαση του κλήρου στις ελευθερίες και στα δικαιώματα του ανθρώπου. Θα πρόσθετα πως αν ο φιλελευθερισμός αναχθεί μόνο σ’ αυτό, τότε και αυτός προσεγγίζει πολύ ρηχά το θρησκευτικό φαινόμενο.

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού καθορίζεται από το γεγονός πως η θρησκεία ως κοινωνικό φαινόμενο έχει άπειρες πολιτισμικές εκφάνσεις, απορροφά και ενσωματώνει στο περιεχόμενό της στοιχεία των πολιτισμών πάνω στους οποίους αναπτύσσεται, νοηματοδοτεί συμπεριφορές που έχουν πολιτιστικό αποτύπωμα, αναπαράγει, συμπορεύεται και υποστηρίζει συγκεκριμένες ιδεολογίες, αποτελεί συλλογικό βίωμα και πράξη. Επομένως, από ιστορικής οπτικής γωνίας, για κανένα λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αυτονόμηση της θρησκείας από τον πολιτισμό. Η θρησκεία ως φορέας συγκεκριμένων ιδεολογιών καλύπτει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού. Εδώ εξετάζεται και ο ρόλος των τεσσάρων ουμανισμών (της Αναγέννησης, της Μεταρρύθμισης, της Επανάστασης, του Φιλελευθερισμού) στη διαμόρφωση των σχέσεων θρησκείας και πολιτισμού. Για να καταλήξουμε στην ανάγκη υποστήριξης της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, στην εποχή που με αφορμή τις ακρότητες του «πολιτικά ορθού», δήθεν «φιλελεύθεροι» και «φιλελεύθερες» αρνούνται την πολυπολιτισμικότητα. Αυτοί/ες, πίσω από την ισλαμοφοβία τους αποκρύπτουν την ξενοφοβία τους (σ. 266). Την ίδια στιγμή όμως χαράσσονται και όρια στην πολυπολιτισμικότητα. Αυτά διαμορφώνονται από τη στιγμή που αυτή, σε αντίθεση με τους αρχικούς στόχους της, χρησιμοποιείται για τη γκετοποίηση και όχι την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.

Αθεϊστές και άθεοι

Η διαδρομή μας συνεχίζεται με την περιγραφή των θρησκευτικών συμπεριφορών. Διακρίνονται τέσσερεις. Εκκλησιαστικότητα με θρησκευτικότητα όπου η εξωτερική εμφάνιση της τήρησης των εκκλησιαστικών λατρειών συνοδεύεται από την ειλικρινή πίστη. Εκκλησιαστικότητα για το θεαθήναι και όχι για λόγους πραγματικής πίστης. Θρησκευτικότητα χωρίς τήρηση του εκκλησιαστικού. Και τέλος άρνηση και της θρησκευτικότητας και της εκκλησιαστικότητας. Ενώ κάνει και τη γνωστή διάκριση αγνωστικισμού και αθεϊσμού. Εδώ όμως μεγαλύτερη σημασία –κατ’ εμέ– έχει η διάκριση μεταξύ αθεϊστών (φανατικοί της αθεΐας και του αντικληρικαλισμού) και άθεων (χωρίς μίσος και περιφρόνηση προς τους ένθεους). Και γιατί εξετάζονται όλα αυτά; Γιατί όλες αυτές οι θρησκευτικές συμπεριφορές παράγουν πολιτισμό και αναπαράγονται απ’ αυτόν.

Μετά απ’ όλα αυτά, και όχι στην αρχή όπως λανθασμένα κάνουν πολλοί μελετητές, προσφεύγει στους διάφορους ορισμούς του θρησκευτικού φαινομένου και της πίστης. Για να ολοκληρώσει με την καταγραφή των θρησκευτικών συλλογικοτήτων στην Ευρώπη και την ανάγκη ανοχής που προκύπτει από την πολυθρησκευτικότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μια πολυθρησκευτικότητα που αποτελεί ένα open space της συνύπαρξης ένθεων διαφορετικών δογμάτων και άθεων. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης βεβαίως δεν υποτιμά το βαθμό δυσκολίας αυτής της συνύπαρξης στο βαθμό που, σε αντίθεση με την πολυπολιτισμικότητα, οι μονοπολιτισμικές ταυτότητες παρέχουν ασφάλεια, ενότητα και συνοχή στα μέλη τους. Εδώ η θρησκεία και η εκκλησία καλούνται να παίξουν τον ενωτικό και όχι τον διχαστικό πολιτισμικό τους ρόλο. Και μπορούν, αν θέλουν. Γιατί στο βιβλίο τονίζεται πως η ενότητα και όχι ο διχασμός ενυπάρχει στον πυρήνα της μη εργαλειοποιημένης ανοικτής θρησκευτικής συνείδησης και ταυτότητας.

Σήμερα, κυρίως στη χώρα μας, αλλά όχι μόνο, ο θρησκευτικός χώρος αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν αντιευρωπαϊκός χώρος. Αυτό όμως δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της θρησκείας, αλλά από την εκμετάλλευση και τη διαστρέβλωση με δόλια μέσα αυτού του περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτής της θέσης του ασκεί μια από τις πιο δριμύτατες κριτικές, εκ των έσω, στις πρακτικές και τους αναχρονισμούς ισχυρών εκκλησιαστικών κύκλων μέσα στην Ορθοδοξία. Πρακτικές και αναχρονισμοί που τις περισσότερες φορές συγκρούονται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τον βιβλικό-ευαγγελικό και χριστολογικό λόγο αγάπης γι’ όλους (χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο προαναφερθείς μακαριστός Χριστόδουλος και ο λόγιος Χρήστος Γιανναράς).

Θα ήθελα όμως να κάνω εδώ μια παρατήρηση. Ούτε κι ο βιβλικός-ευαγγελικός και χριστολογικός λόγος είναι εντελώς απαλλαγμένος από στοιχεία εμπάθειας και άρνησης του διαφορετικού άλλου. Μόνο ο Διαφωτισμός μπορεί να ισχυριστεί πως εκφράζει κάτι τέτοιο. Βεβαίως δεν μπορεί κανείς φίλος του Διαφωτισμού να μη συμφωνεί με φωνές σαν αυτή του συγγραφέα, όταν αυτές τονίζουν πως «ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι έννοιες οι οποίες στην πράξη δημιουργούν δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ των πιστών διαφορετικών θρησκευμάτων. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν προϊόντα ανωριμότητας και ανασφάλειας, ενδεχομένως δε και προϊόντα αλαζονείας σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο…» (σ. 280). Βεβαίως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν και προϊόν της χαμένης αξιοπρέπειας (Μάικλ Σαντέλ) των λιγότερο ευνοημένων στρωμάτων (Τζον Ρολς). Αλλά ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως ακόμη και αν ως δια μαγείας εξαφανίζονταν όλες οι υλικές ανάγκες και ανισότητες, οι συγκρούσεις για τις ταυτότητες μεταξύ των ανθρώπων δεν θα καταργούνταν. Η πίστη και η θρησκεία καλούνται να μειώνουν και όχι να αυξάνουν τις συγκρούσεις που βασίζονται σε προνεωτερικούς διαχωρισμούς. Μόνο η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει ο διάλογος της συνύπαρξης θρησκειών και πολιτισμών. Και βέβαια μακριά από αντιδραστικές φωνές, όπως αυτή του Σάμιουελ Χάντιγκτον και του δικού μας Χρήστου Γιανναρά, τους οποίους πολλές φορές ο Επίκουρος Καθηγητής φέρνει ως αντιπαράδειγμα στο νηφάλιο χριστιανικό λόγο Αγάπης του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστάσιου και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στο θεολογικό χώρο είναι δημοφιλείς αυτές οι μισαλλόδοξες φωνές και όχι αυτές της Ορθοδοξίας ως αγάπης, κατανοούμε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν και να διαβάζονται τέτοια βιβλία.


Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Σήμερα οι κλειστές κοινωνίες του φόβου και της εθνικιστικής και φυλετικής ασφάλειας έχουν επανέλθει και επιδιώκουν να κυριαρχήσουν, κατά τον τρόπο των οκτώ μηνών τρομοκρατίας από τον Κριτία και τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο ηθικός και πολιτισμικός μηδενισμός του Παλαιού Ολιγαρχικού, καταδείχθηκε μέσα από την τυραννία των Τριάκοντα, καθώς και η καταπολέμηση της ελευθερίας της σκέψης και της αλήθειας βασίστηκε, κυρίως, στη δυσπιστία έναντι του ανθρώπινου πολιτισμού. Η επιστροφή σε τέτοιες επιλογές ή σε επιλογές Ιεράς Εξέτασης και Μυστικής Αστυνομίας αποτελούν επιλογές για επιστροφή σε μια κοινωνία θηρίων για την αλλαγή της οποίας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχυσε πολύ αίμα» (σ. 284)

_______________________________
*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια)



3 σχόλια:

  1. Χαίρετε, αδελφέ μου.
    Θα μπορούσα να εγείρω αρκετές αντιρρήσεις στην οπτική του συντάκτη, αλλά δεν θέλω να γίνω γκρινιάρης, δεδομένου ότι αφορούν σε λεπτομέρειες (όχι του βιβλίου, που δεν το έχω διαβάσει) ενός άρθρου που γενικά μου άρεσε και με έπεισε, ούτως ειπείν, ότι παρουσιάζει ένα βιβλίο όντως αξιόλογο. Πάνω όμως που θα έφευγα χωρίς να σχολιάσω, δέχτηκα τη χαριστική βολή. Γράφει ο προοδευτικός μας αρθρογράφος:
    "Ούτε κι ο βιβλικός-ευαγγελικός και χριστολογικός λόγος είναι εντελώς απαλλαγμένος από στοιχεία εμπάθειας και άρνησης του διαφορετικού άλλου. Μόνο ο Διαφωτισμός μπορεί να ισχυριστεί πως εκφράζει κάτι τέτοιο".
    Νομίζω ότι είναι άρνηση της πραγματικότητας και της Ιστορίας να λέμε ότι ο ευαγγελικός και ο χριστολογικός λόγος περιέχουν στοιχεία εμπάθειας και άρνησης του "διαφορετικού άλλου", καθώς και ότι... ο Διαφωτισμός είναι (ο μόνος!) απαλλαγμένος από κάτι τέτοιο.
    Ο νοών νοείτω. Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εντάξει, για τον Σιακαντάρη μιλάμε. Και τον Χρήστο Γιανναρά "αντιδραστική φωνή" τον αποκαλεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή