Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας
«Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα […] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται»
[Και από άλλες απόψεις ο λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη […] Κανένας δεν είχε διάθεση να επιμένει περισσότερο σε κάτι που το θεωρούσε καλό, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι δεν θα πέθαινε προτού να το πραγματοποιήσει]
Θουκυδίδης, Ιστορίαι 2,53 (μετάφρ.: Νίκος Σκουτερόπουλος)
Θα ήθελα να μοιραστώ με όσους το επιθυμούν ένα ερώτημα επί του οποίου δεν έχω πάψει εδώ και πάνω από ένα μήνα να στοχάζομαι. Πώς είναι δυνατόν μια ολόκληρη χώρα να μη συνειδητοποιεί ότι κατέρρευσε ηθικά και πολιτικά ενώπιον μιας ασθένειας; Οι λέξεις που χρησιμοποίησα για να διατυπώσω αυτό το ερώτημα ζυγίστηκαν προσεκτικά μία προς μία. Το μέτρο της παραίτησης από τις ηθικές και πολιτικές αρχές μας είναι, στην πραγματικότητα, πολύ απλό: πρέπει ν’ αναρωτηθούμε ποιο είναι το όριο πέρα απ’ το οποίο δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποχωρήσουμε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης που θα κάνει τον κόπο να εξετάσει τα ακόλουθα σημεία δε θα μπορέσει παρά να συμφωνήσει –αν δεν το έχει ήδη συνειδητοποιήσει ή αν προσποιείται ότι δεν το έχει συνειδητοποιήσει– ότι το κατώφλι που χωρίζει την ανθρωπιά από τη βαρβαρότητα ξεπεράστηκε.
1) Το πρώτο σημείο, ίσως το πιο σοβαρό, αφορά τις σορούς των νεκρών. Πώς μπορέσαμε να δεχτούμε, με την επίκληση και μόνο ενός απροσδιόριστου κινδύνου, όχι μόνο να πεθαίνουν μόνοι τους οι αγαπημένοι μας άνθρωποι και γενικά τα ανθρώπινα όντα, αλλά –πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στην ιστορία, από την Αντιγόνη μέχρι σήμερα– οι σοροί τους να καίγονται χωρίς κηδεία;
2) Δεχτήκαμε έπειτα, χωρίς να φέρουμε πολλά προσκόμματα, με την επίκληση και μόνο ενός απροσδιόριστου κινδύνου, να περιορίσουμε σε βαθμό που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία της χώρας, ούτε κατά τη διάρκεια των δύο Παγκόσμιων Πολέμων (η απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου περιοριζόταν σε ορισμένες ώρες) την ελευθερία μετακίνησής μας. Δεχτήκαμε, συνεπώς, με την επίκληση και μόνο ενός απροσδιόριστου κινδύνου, να αναστείλουμε κατ’ ουσίαν τις σχέσεις φιλίας και αγάπης, επειδή ο πλησίον μας έγινε πιθανή πηγή μόλυνσης.
3) Αυτά μπόρεσαν να συμβούν –και εδώ φτάνουμε στη ρίζα του φαινομένου– διότι έχουμε διαχωρίσει την ενιαία βιοτική μας εμπειρία, που είναι πάντα αδιαχώριστα σωματική και πνευματική, αφενός σε μια καθαρά βιολογική ύπαρξη και αφετέρου σε μια αισθηματική και πολιτισμική ζωή. Ο Ιβάν Ίλιτς έχει δείξει, και ο Ντέιβιντ Κέιλυ το ανέφερε πρόσφατα, την ευθύνη της σύγχρονης ιατρικής γι’ αυτό το διαχωρισμό, ο οποίος θεωρείται δεδομένος, ενώ είναι, αντίθετα, η μεγαλύτερη αφαίρεση. Ξέρω καλά ότι αυτή η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω συσκευών ανάνηψης, οι οποίες μπορούν να διατηρήσουν ένα σώμα σε κατάσταση καθαρά φυτικής ζωής.
Αν όμως αυτή η κατάσταση επεκτείνεται πέρα από τα αναγκαία χωρικά και χρονικά όριά της, όπως προσπαθούμε να κάνουμε σήμερα, και γίνεται ενός είδους αρχή της κοινωνικής συμπεριφοράς, πέφτουμε σε αντιφάσεις απ’ τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος.
Ξέρω ότι κάποιοι θα σπεύσουν να μου απαντήσουν πως πρόκειται για μια κατάσταση χρονικά περιορισμένη, μετά την οποία όλα θα επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση. Είναι πραγματικά παράδοξο ότι μπορούν και το επαναλαμβάνουν, εκτός αν το κάνουν με κακή πίστη, αφού η ίδια η εξουσία που κήρυξε την έκτακτη ανάγκη δεν παύει να μας υπενθυμίζει πως, όταν η έκτακτη ανάγκη ξεπεραστεί, οφείλουμε να συνεχίσουμε να τηρούμε τις ίδιες οδηγίες και ότι η «κοινωνική αποστασιοποίηση», όπως ονομάστηκε μ’ έναν εύγλωττο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή οργάνωσης της κοινωνίας. Και, σε κάθε περίπτωση, αυτό που, με καλή ή κακή πίστη, έχουμε δεχτεί να μας επιβληθεί δε θα είναι δυνατόν να ακυρωθεί.
Δεν μπορώ, σε αυτό το σημείο, αφού απέδωσα ευθύνες σε καθέναν από μας, να μην αναφερθώ επίσης στις βαρύτερες ευθύνες εκείνων που έχουν το καθήκον να διαφυλάσσουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πρώτα απ’ όλα, η Εκκλησία, έχοντας μετατραπεί σε θεραπαινίδα της επιστήμης, η οποία έχει γίνει πλέον η αληθινή θρησκεία της εποχής μας, αρνήθηκε ριζικά τις θεμελιωδέστερες αρχές της. Η Εκκλησία, υπό έναν Πάπα με το όνομα Φραγκίσκος, ξέχασε ότι ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς. Ξέχασε ότι ένα από τα έργα του ελέους είναι να επισκέπτεσαι τους ασθενείς. Ξέχασε ότι οι μάρτυρες διδάσκουν πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη ζωή και όχι την πίστη και πως η εγκατάλειψη του πλησίον μας σημαίνει εγκατάλειψη της πίστης.
Μια άλλη κατηγορία που απέτυχε στα καθήκοντά της είναι εκείνη των νομικών. Είμαστε εδώ και καιρό συνηθισμένοι στην απερίσκεπτη χρήση των διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά στην ουσία τη νομοθετική, καταργώντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών στην οποία θεμελιώνεται η δημοκρατία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως ξεπεράστηκε κάθε όριο, και έχει κανείς την εντύπωση ότι τα λόγια του πρωθυπουργού και του επικεφαλής της πολιτικής προστασίας αποκτούν, όπως είχε ειπωθεί για τα λόγια του Φύρερ, άμεση ισχύ νόμου. Και δεν είναι σαφές πώς θα διατηρηθούν, όταν εξαντληθεί το όριο χρονικής ισχύος των διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης, οι περιορισμοί της ελευθερίας, όπως ανακοινώθηκε. Με ποιες νομικές ρυθμίσεις; Με μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης; Είναι καθήκον των νομικών να ελέγχουν ότι τηρούνται οι διατάξεις του συντάγματος, αλλά οι νομικοί σωπαίνουν. Quare siletis, iuristae, in munere vestro? [Γιατί σωπαίνετε, νομομαθείς, για τα πράγματα που σας αφορούν;]*
Ξέρω πως θα υπάρξουν εκείνοι που θα απαντήσουν ότι, αν και βαριά, η θυσία έγινε στο όνομα ηθικών αρχών. Σε αυτούς θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο Άιχμαν, απ’ ό,τι φαίνεται καλή τη πίστει, δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει πως έκανε όσα έκανε ακολουθώντας τη συνείδησή του, υπακούοντας σε αυτό που πίστευε ότι είναι οι επιταγές της καντιανής ηθικής. Ένας κανόνας που διακηρύσσει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από το καλό για να διασώσουμε το καλό είναι εξίσου ψευδής και αντιφατικός μ’ εκείνον που, προκειμένου να προστατεύσουμε την ελευθερία, μας επιβάλλει να παραιτηθούμε απ’ την ελευθερία.
13 Απριλίου 2020
Giorgio Agamben
[Το κείμενο του Giorgio Agamben δημοσιεύθηκε στο Quodlibet με τίτλο Una domanda: https://www.quodlibet.it/giorgio-agamben-una-domanda]
-----------------------------------
* Πρόκειται για μια φράση με μεγάλη ιστορία. Το 1558 ο Αλμπερίκο Τζεντίλι γράφει: «Silete, theologi, in munere alieno» (Σωπάστε, θεολόγοι, για πράγματα που δε σας αφορούν), καλώντας τους θεολόγους να παραδώσουν τα ηνία των υποθέσεων του κόσμου στους νομομαθείς. Το 1946 ο Καρλ Σμιτ γράφει, με τη σειρά του: «Silete, iurisconsulti, in munere alieno» (Σωπάστε, νομομαθείς, για πράγματα που δε σας αφορούν), διαπιστώνοντας ότι τώρα καλούνται οι νομικοί να παραδώσουν τα ηνία στους τεχνοκράτες. Αυτή την προτροπή προς τους νομικούς να σωπάσουν αρνείται ο Αγκάμπεν, στο βιβλίο του Stato di eccezione (Κατάσταση εξαίρεσης)· τους καλεί να μην εγκαταλείψουν τη νομοθέτηση και την οργάνωση της κοινωνικής ζωής στους τεχνοκράτες. Γιατί σωπαίνετε, νομομαθείς, για τα πράγματα που σας αφορούν; [Σ.τ.Μ.]
Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, ταπεινή μου άποψη, καλό θα ήταν να γνωρίσουμε να έρθουμε σε συνεννόηση με τις άλλες ορθόδοξες Εκλλησίες και να παρθεί μια πανορθόδοξη απόφαση κι όχι να λειτουργούμε αυτοσχεδιάζοντας με την Δ.Ι.Σ(διαρκή ιερά σύνοδο). Θα έπρεπε να ακουστεί η ολομέλεια των επισκόπων δηλ. η Ι.Σ.Ι. (ιερά σύνοδος της ιεραρχίας). Η πρώτη απαρτίζεται από 15 επισκόπους, ενώ η δεύτερη από 84. Προφανώς και υπάρχει μείζον ζήτημα εγκυρότητας, εκτός αν κάποιοι θεωρούν ότι είναι αυτό που κατηγορούσαν τον μακαριστό Χριστόδουλο "se moi l'ekklese" (εγώ είμαι η Εκκλησία).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ για την τοποθέτηση σας. Ένα ακανθώδες οπωσδήποτε ζήτημα είναι η διαχείριση της κρίσης τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία. Το άρθρο βέβαια αναφέρεται στη γειτονική Ιταλία.
Διαγραφή