Η ζημία που έχει προκαλέσει η καθεστωτική διανόηση στη χώρα είναι τεράστια. Τελευταίο δείγμα η εκ νέου προσπάθεια ενοχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας από τους γνωστούς θιασώτες (ή και μεταπράτες, αδιάφορον) των μεταμοντερνιστικών ιδεολογημάτων. Με ύφος περισπούδαστο και επιτηδευμένη κυνικότητα, που θυμίζει τον αλήστου μνήμης Ρίχτερ, έτερος προφέσορας λέγει τα ακόλουθα: "Ο ηθικός πανικός και ο μιντιακός κουρνιαχτός που σημειώθηκε με το θάνατο του βρέφους των προσφύγων, είναι ένα από τα αναρίθμητα γεγονότα που συγκροτούν ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα καθεστώς έναντι των προσφύγων, καθεστώς πολιτικό και νοοτροπιακό, για το οποίο οι Έλληνες θα απολογούνται μετά από χρόνια, όπως οι Γερμανοί για τα χρόνια του ναζισμού". Μάλιστα! Τόσο απλά και άκριτα εξισώνεται το ειδεχθές έγκλημα του Ολοκαυτώματος με τις σαφώς απαράδεκτες αντιπροσφυγικές συμπεριφορές ορισμένων συμπολιτών μας! Τα σχόλια νομίζω περιττεύουν. Όσο για την πρόταση του περί "αντικατάστασης του πληθυσμού" δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, οπότε την αντιπαρέρχομαι.
Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (Πρός Κορινθίους A' 13,9-13).
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
▼
Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020
Κοτζαμπάσηδες με απόφαση υπαρξιακή
[O τίτλος ανήκει στον λίαν αγαπητό Γιώργο Ζαχαρίου]
Διαβάζω στον τύπο κάποιες δηλώσεις γνωστού προφέσορα της διαβόητης σημιτικής νομενκλατούρας, που τόση ζημιά έκανε στα συμφέροντα της χώρας μας (εξαιρείται φυσικά ο αείμνηστος Γ. Κρανιδιώτης), οι οποίες καταφέρονται κατά της ελληνικής κοινωνίας (για να μην πούμε ότι προσπαθούν ιεροκρυφίως να την ενοχοποιήσουν). Λέγει λοιπόν ο προφέσορας πως η ελληνική κοινωνία "γαλουχήθηκε μέσα από αρχές και αξίες που δεν είναι απαραίτητα σωστές, δηλαδή συνυφασμένες με το διεθνές δίκαιο" (sic). Ποιες άραγε θεωρεί ο προφέσορας σωστές αξίες; Την υποτέλεια; Την υποχώρηση της χώρας μας στις απαράδεκτες αξιώσεις κυριαρχίας του "σουλτάνου" ή ακόμα και τα αλήστου μνήμης kazan - kazan; Οι διεθνείς σχέσεις ερείδονται στην κυριαρχία. Αυτή την αυτονόητη αλήθεια που γνωρίζει ακόμα και πρωτοετής φοιτητής των διεθνών σχέσεων φαίνεται να αγνοεί ο προφέσορας. Δικαίωμα του φυσικά. Όχι όμως και να κάνει επίδειξη μαξιμαλιστικού διδακτισμού στην ελληνική κοινωνία...
Περί εμμονής δευτερολογία
Η εμμονή δεν είναι καλός σύμβουλος, ακόμα και αν κάποιος έχει δίκιο. Εύκολα μπορεί να εκβάλλει στην εμπάθεια, στο φόβο και στη μονομανία.
Η εμμονή είναι ο εκμηδενισμός του προσώπου.
Η εμμονή οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην άκριτη αυτοδικαίωση και το ναρκισσισμό του «αυτοειδώλου».
Γ.Μ.Β.
Ηράκλειο 29/2/2020
[πηγή]
Η Ιερά Σύνοδος για τον κορονοϊό
πηγή: orthodoxia.info, 28/2/2020
H Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος γνωρίζει ότι σήμερα το πρωί ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο Β’, ζητώντας του την αρωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς το κομβικό για την αποτροπή της εξαπλώσεως του νέου κοροναϊού (2019-nCov) ζήτημα της ενημερώσεως του πιστού Λαού.
Ο Μακαριώτατος επεσήμανε στον κύριο Πρωθυπουργό ότι, όπως πάντοτε, η Εκκλησία της Ελλάδος στέκεται στο πλευρό της Ελληνικής Πολιτείας και θα Την συνδράμει με όλες Της τις δυνάμεις και τα μέσα σε κάθε ζήτημα που αφορά στον Ελληνικό Λαό.
Κατόπιν τούτων, η Ιερά Σύνοδος, με Εγκύκλιο Σημείωμα το οποίον ήδη απεστάλη προς τις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, επεσήμανε την συμβολή της Εκκλησίας στην προσπάθεια για την πρόληψη της νόσου, την οποία προκαλεί ο νέος κοροναϊός, ζητώντας τα εξής:
1) Να εντείνουμε όλοι τις προσευχές μας προς τον Νικητή της φθοράς και του θανάτου Κύριο Ιησού Χριστό, ώστε να διαφυλάξει υγιή και ακεραία την κληρονομία Του.
2) Οι ειδικοί επιστήμονες, τόσο της Πατρίδος μας όσο και του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού και ότι η μεγαλύτερη πλειοψηφία όσων νοσήσουν, απλώς θα παρουσιάσει συμπτώματα, τα οποία ομοιάζουν προς την γρίπη. Ως εκ τούτου, ακολουθούμε μόνο τις επίσημες ενημερώσεις και το τι μας συστήνουν οι επιστήμονες.
3) Ως προς την πρόληψη του ιού, οφείλουμε: α) Να πλένουμε τα χέρια μας τακτικά. β) Να χρησιμοποιούμε αντισηπτικά με οινόπνευμα. γ) Εάν έχουμε βήχα ή πυρετό να επικοινωνούμε τηλεφωνικά με τον ιατρό μας και όχι να μεταβαίνουμε στο ιατρείο ή στο νοσοκομείο αμέσως. δ) Να τηρούμε απόσταση από όποιον παρουσιάζει συμπτώματα. ε) Να καθαρίζουμε τις επιφάνειες και να αερίζουμε καλά τα σπίτια, τους χώρους εργασίας και τους Ιερούς Ναούς. στ) Όσοι παρουσιάζουν συμπτώματα ασθενείας, ας αποφύγουν προσωρινώς τους χώρους μαζικής συναθροίσεως καθώς και τους ασπασμούς και εναγκαλισμούς, χάριν της προστασίας της υγείας των αδελφών του Χριστού.
4) Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για όσους συνανθρώπους μας ανήκουν στις υγειονομικώς ευπαθείς ομάδες, πάσχοντες από αναπνευστικά προβλήματα ή σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιαγγειακά νοσήματα, οι οποίοι οφείλουν να επιδείξουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή ώστε να μη νοσήσουν. Καλό είναι να αποφεύγουν την έξοδο από την οικία τους εάν δεν είναι απολύτως απαραίτητο, να είναι ακόμη πιο προσεκτικοί στην σχολαστική υγιεινή και καθαριότητα και, εάν υπάρχουν κάποιοι που φροντίζουν τους ασθενείς, αυτοί να φορούν μάσκα.
Τέλος, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επισημαίνει ότι όλοι μας δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κάθε δυσκολία, ακόμα και η νόσος, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία συνοχής και να φέρει στην επιφάνεια την θετική πλευρά των ανθρωπίνων σχέσεων, η οποία δύναται να εκφραστεί με γενναιότητα, ηρεμία και αλληλεγγύη. Όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καλούμαστε να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού, γνωρίζοντας πως η θεοπρεπής και αξιοπρεπής αντιμετώπιση της ασθένειας, συνιστά μετοχή του ανθρώπου στο μαρτύριο της συνειδήσεως και θυσία ευώδη ενώπιον του Θεού, ενώ και η ουσιαστική βοήθεια και συνεργασία στην μη εξάπλωση της ασθενείας, μάς οδηγεί στην πραγμάτωση της διακονικής αγάπης.
Εκ της Ιεράς Συνόδου
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020
Θανάσης Παπαθανασίου: Επιδημίες, πανδημίες και εκκλησιαστική ζωή
Το 2011 είχα δημοσιεύσει ένα μελέτημα για τη σχέση της κοινωνίας και της πολιτείας με τις διάφορες κοινότητες (θρησκευτικές και πολιτισμικές πρωτίστως, αλλά και πολιτικές). Ένα βασικό ερώτημά του είναι αν και με ποιους όρους τα αξιώματα της κάθε κοινότητας (δηλαδή τα χαρακτηριστικά που την ορίζουν ως συγκεκριμένη κοινότητα) έχουν προτεραιότητα έναντι του ευρύτερου κοινωνικού - πολιτειακού. Μια εύκολη εκδοχή αυτού του ερωτήματος έχουμε όποτε το βασικό αξίωμα κάποιας κοινότητας είναι κάτι απάνθρωπο, κάτι το οποίο κάποιους τους καθιστά θύματα (π.χ. η εξουσία των θρησκευτικών λειτουργών της να επιβάλει θανατική ποινή κατά διαφωνούντων). Σ' αυτή την περίπτωση εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί η προτεραιότητα του κοινωνικού κανόνα έναντι του κοινοτικού. Αλλά οι δύσκολες περιπτώσεις είναι άλλες. Έγραφα λοιπόν:
«Σε περίπτωση πανδημίας νόσου θανατηφόρου και μεταδοτικής, πώς θα αντιμετωπιστεί η απαίτηση μιας κυβέρνησης να ανασταλεί η τέλεση της θείας Ευχαριστίας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας; Προφανώς, ο πιστός μπορεί να βιώνει ως υπερεπαρκή την όποια μεταφυσική πίστη του, δεν μπορεί όμως να περιμένει ότι η επίκληση της αποτελεί ικανοποιητική απάντηση για το κράτος. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ποια στάση θα μπορέσει να τηρήσει η Εκκλησία σε περίπτωση τέτοιας κρίσης. Θα εμμείνει στην τέλεση της Ευχαριστίας αποδεχόμενη το κόστος του πιο οξέως κοινωνικού οστρακισμού της (δηλαδή την απόσυρση των μελών της από κάθε κοινωνική σχέση και δραστηριότητα); Ή μήπως, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της πρωτίστως ως πραγμάτωση της διακονικής αγάπης, θα προχωρήσει ενσυνείδητα στην πιο επώδυνη κένωσή της, δηλαδή την αναστολή τέλεσης του μυστηρίου, χάριν της αγάπης των τρομοκρατημένων ανθρώπων; Αλλά, θα κατόρθωνε, άραγε, να το αποτολμήσει αυτό με τρόπο ώστε να μαρτυρηθεί το πρωτείο της θυσιαστικής αγάπης και να μην εκληφθεί αυτή η κίνηση ως βολική συναίνεση στο πνεύμα του κόσμου, το οποίο ειδωλοποιεί την υγεία και την επιβίωση;»*.
Για τον Χριστιανό η προσέλευση στη θεία Κοινωνία εν μέσω πανδημίας είναι μια έμπρακτη κατάφαση αυτού που πάντα θα ακούγεται σαν τρέλα: ότι η αγάπη / το κοινωνείν είναι ανώτερη της επιβίωσης. Και νομίζω ότι αυτή η προσέλευση στην θεία Κοινωνία δεν πρέπει να θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι με την Ευχαριστία δεν μεταδίδονται ασθένειες (να σκεφτούμε εδώ ότι ουδείς κοινωνός της θείας Ευχαριστίας έπαψε να είναι θνητός), αλλά στην έμπρακτη πρόταξη του κοινωνείν έναντι του επιβιώνειν. Και στην αυτοπαράδοση στον ζωντανό Θεό, ιδίως όποτε αυτός ο ζωντανός Θεός αφήνει να γκρεμιστεί ό,τι ενδέχεται να στρεβλώνεται σε ιερό είδωλο που Τον υποκαθιστά...
Από την άλλη, αυτό που στο κείμενό μου ονόμασα την "επώδυνη κένωση" της Εκκλησίας, το συνάντησα μετά από χρόνια, διατυπωμένο με κορυφαία ένταση, στο βιβλίο και στο κινηματογραφική ταινία "Σιωπή" (Σουσάκου Έντο / Μάρτιν Σκορτσέζε). Την κορύφωση της πίστης στον ζωντανό Θεό, η οποία φτάνει στην πιο αδιανόητη αυτοθυσία: στο να ρισκάρεις χάριν άλλου όχι απλώς τη ζωή σου, αλλά την ψυχή σου.
Τα θέτω ως σκέψεις στα δύσκολα. Ήδη έχει εκδοθεί ανακοίνωση από την Ορθόδοξη Μητρόπολη της Κορέας (η χώρα βρίσκεται δίπλα στο μάτι του κυκλώνα) προς τους πιστούς. Ο πρώτος προβληματισμός μάς έρχεται από το πεδίο της ιεραποστολής: https://www.orthodoxkorea.org/%ce%bf%ce%b4%ce%b7%ce%b3%ce%…/
--------------------------------------------------
* Το μελέτημά μου είναι το: «Η κοινότητα ως βρόχος. Η αποστολή της Εκκλησίας στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης», τόμος Πολιτισμός & Διαφορετικότητα. Εμείς και οι άλλοι (επιμ. Δ. Μαγριπλής), εκδ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 333-352.
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου / 27-2-2020
[πηγή]
Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020
Α.Ι.Καλαμάτας, Θα μας βγάλουν και φταίχτες από πάνω (sic!)
πηγή: ΕΝΔΟΤΟΠΟΣ
Οι «σφαγές εν ψυχρώ» και οι «σφαγές εν θερμώ», οδηγούν την ανθρωπότητα πολλά βήματα πίσω και τη γεμίζουν τρόμο, γράφει ο Ουμπέρτο Έκο στα Σημειώματά του. Ετούτες τις μέρες τα νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου είδαν κι έζησαν απίστευτα γεγονότα, γεγονότα που κανείς μπορεί να τα διαβάσει σε βιβλία που έχουν γραφτεί για θολές και βάρβαρες περιόδους τις παλαιότερης και νεότερης Ιστορίας, και δεν σ’ αφήνουν να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Δεν χρειάζεται να περιγράψω τις εικόνες που είδαν τα μάτια μου. Άλλωστε, ατόφιες κι όπως ακριβώς έγιναν τις παρουσίασαν όλα τα τοπικά έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Χωρίς ίχνος διαστρέβλωσης, όπως έκαμαν τα υπόλοιπα συστημικά του κλεινού άστεως: με πρωτοστατούσα την πολύπαθη αλλά και πολυαγαπημένη ΕΡΤ. Αφήνω στην άκρη τα Mass Media της ιδιωτικής τηλεόρασης. Αυτά πάντοτε είχαν και πάντοτε θα έχουν τον τρόπο τους στην παραπληροφόρηση και τη διαστρέβλωση ή, στην παρουσίαση μεμονωμένων γεγονότων, κατά πως τα βολεύει η εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Αυτά, τα Mass Media του ιδιωτικού χώρου, κακομεταχειρίζονται την αλήθεια και δεν την αγαπούν, και πολύ περισσότερο η ιδιωτική τους TV λειτουργεί «πάντοτε με βάση το ρητορικό σχήμα που ονομάζουμε παράδειγμα»· εδώ ξαναθυμάμαι τα Σημειώματα του Ουμπέρτο Εκο! «Παράδειγμα» διαμόρφωσης και συμμόρφωσης της κοινής γνώμης, κατά τα δικά τους συμφέροντα και πρότυπα.
Ποιος, όμως, μπορεί να διαψεύσει τα γεγονότα και τις εικόνες όπως ακριβώς έγιναν; Για να δώσει κανείς απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, οφείλει εξάπαντος να θέσει στην άκρη τη γνωστή νοοτροπία, που άλλο τίποτα δεν κάμει από το να θηρεύει ενόχους – θα βγούμε και φταίχτες από πάνω (sic!) - προσβάλλοντας βάναυσα και θανάσιμα το δικαίωμα εμάς των νησιωτών να αναδεικνύουμε και να καταγγέλλουμε που γίνεται το «φονικό». Θεός να μας φυλάει· ποιοι είναι όλοι αυτοί οι κύριοι που με ύφος υπερφίαλο και με τη βία θα μας αφαιρέσουν το δικαίωμα να μη θέλουμε ο τόπος μας να γίνει φυλακή και κολαστήριο ανθρώπινων ψυχών, αλλά και έρμαιο των επεκτατικών ορέξεων του νεοθωμανού «σουλτάνου» Ερντογάν. Για να μη γελιόμαστε και για να ‘χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα: πολιτικοί και καναλάρχες έχουν καταλάβει ότι στην περίπτωση της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης, «ούτε το αδιέξοδο είναι αναπόφευκτο, ούτε το δίλημμα ανάμεσα στην εθνική ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή από την μια και τον ανθρωπισμό από την άλλη». Έτσι για να λέμε τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη. Ο Λαός της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, για ακόμη μια φορά άντλησε δύναμη από την αστείρευτη πηγή της κληρονομιάς των παππούδων και των πατεράδων τους και πρόβαλλε ως αυτοδύναμος συντελεστής της Ιστορίας. Γι’ αυτό ας νιώθουν υπερήφανα τα παιδιά μας και οι μαθητές μας.
Α.Ι.Καλαμάτας
Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020
Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020
Γ. Κοντογιώργης: "Γίνεται προσπάθεια να ενοχοποιηθεί η πολιτισμική και εθνική βάση αυτής της κοινωνίας για να δικαιωθεί η πολιτική που ακολουθήθηκε και κατέστρεψε το μείζονα και τώρα καταστρέφει και τον εσωτερικό ελληνισμό"
πηγή: Ιστοσελίδα Καθηγητού Γιώργου Κοντογιώργη
https://www.youtube.com/watch?v=CcMl0vwZuJY
https://www.youtube.com/watch?v=CcMl0vwZuJY
Συνέντευξη του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Γιώργου Κοντογιώργη στον Αντώνη Κοκορίκο (ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ FM 90,1-23/2/2020)
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020
Εμμανουήλ Χανδράκης (1886-1951): Ο μαχητής καθηγητής μαθηματικών από το Αμάρι που πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους
πηγή: ΕΣΤΙΑ, αρ. φυλ. 41586 / 22-23 Φεβρουαρίου 2020, σελ. 7
Εμμανουήλ Χανδράκης (1886-1951) πηγή: ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ |
Απόσπασμα από το άρθρο του Ελευθερίου Ι. Σκιαδά "Η ανταπόκρισις του μαχητού καθηγητού Εμμανουήλ Χανδράκη" [οι διευκρινήσεις με κόκκινο στις αγκύλες είναι δικές μας]:
[σελ. 7] (...) Πίσω από το ψευδώνυμο [Κέδρος] εκρύβετο ένας πραγματικός μαχητής που είχε καταπλήξει τους αναγνώστες [της Εστίας] εκείνη την εποχή, προκαλώντας ταυτοχρόνως και το ενδιαφέρον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ένας απαράμιλλος Κρητικός, ένας καθηγητής, που ευρέθη να αγωνίζεται στην Ήπειρο με το όπλο αλλά και την πέννα στο χέρι [ως χρονογράφος και πολεμικός ανταποκριτής της Εστίας]. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει απασχολήσει τους ερευνητές και ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την ζωή και την προσφορά του. Ήταν ο, γεννημένος το 1886 στο Αμάρι Ρεθύμνης, Εμμανουήλ Χανδράκης. Άρχισε το στάδιο του ως διδάσκαλος στο χωριό Άνω Μέρος. Με το ψευδώνυμο "Κέδρος" έστελνε ανταποκρίσεις και περιγραφές σε διάφορες εφημερίδες. Το 1910 έλαβε το πτυχίο Μαθηματικών και διορίσθη καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Βάμου Αποκορώνου. Εν συνεχεία μετετέθη στα Χανιά, όπου και νυμφεύθηκε την μοναχοκόρη του διακεκριμένου πολιτικού και δημοσιογράφου Εμμανουήλ Φραντζεσκάκη.
Στους Βαλκανικούς πολέμους ο 26χρονος καθηγητής έλαβε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός και μετείχε στην πολιορκία των Ιωαννίνων. Συμμετείχε επίσης στις μάχες του Μπιζανίου, όπου και τραυματίσθηκε και της Κρέσνας. Το 1920 απεσύρθη από τον εκπαιδευτικό κλάδο και διορίσθη έκτακτος τμηματάρχης στο Υπουργείο Οικονομικών. Εύστροφος, εργατικός και επιμελής εξελίχθη συντόμως καταλαμβάνοντας την θέση του διευθυντού Δημοσίου Χρέους την οποία και τίμησε διατελώντας επί μία δεκαετία (1925-1935) ικανότατος σύμβουλος των διαφόρων κυβερνήσεων. Υπήρξε πολυγραφότατος και δημοσίευσε οικονομικές και φορολογικές μελέτες, διετέλεσε μέλος σε κρίσιμες οικονομικές επιτροπές και τιμήθηκε με παράσημα και πολεμικά μετάλλια. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών, αφήνοντας τις ωραιότερες αναμνήσεις σε όσους τον είχαν γνωρίσει και εκτιμήσει την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του. Οι πολεμικές ανταποκρίσεις του[...] δεν έχουν απασχολήσει την έρευνα, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν ιστορικό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
***
Στο ίδιο φύλλο (41586/ 22-23 Φεβρουαρίου 2020, σελ. 7) η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναδημοσιεύει την ανταπόκριση του Εμμ. Χανδράκη με τίτλο "Από την Ήπειρον: Αιφνιδιασμός", που αναφέρεται στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στην οποία ο Εμμ. Χανδράκης συμμετείχε.
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020
ΣΚΕΡΤΣΟ
φωτογραφία: Monika Malek [πηγή] |
Δὲν πληρώνομαι γιὰ νὰ στοχάζομαι
ὅπως οἱ καθεστωτικοὶ διανοούμενοι
οὔτε λαμβάνω λεπτὰ πενῆντα
ὅπως τὰ διαδικτυακὰ μειράκια.
Προσπαθῶ ἁπλῶς νὰ ὑπερβῶ
τὴν κοινοτοπία καὶ τὸν κομφορμισμό.
Ὅπου τὰ ἐπιχειρήματα εἶναι ἀνενεργὰ
ὑπερπλεονάζουν οἱ ἀκκισμοί.
Γ. Μ. Β.
Ἡράκλειο 22/2/2020
[πηγή]
Θ.Ι.Ζιάκας, Τι είναι ο «Μυστικισμός»;
πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Θ.Ι.Ζιάκα, Τα δύο τέρατα και η αριστερά: Για την παρακμή και για τις δυνατότητες ανάσχεσής της, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2019]
Μυστικισμός είναι ο λόγος για το Μυστήριο. Όπου «Μυστήριο» είναι το εξ ορισμού ανεξιχνίαστο και παρά ταύτα επιδεχόμενο εμβίωση. Εμβίωση ιδιωτική-προσωπική και εμβίωση συλλογική-κοινοτική.
Καθώς ζούμε σε ιδιωτικοποιημένη κοινωνία δεν είναι παράξενο, που το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στις ιδιωτικές εμβιώσεις του Μυστηρίου, τις λεγόμενες «μυστικές εμπειρίες». Δεν θα ασχοληθώ μ’ αυτές, όχι γιατί δεν έχουν σημασία, αλλά γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια. Τουλάχιστον οι εξ αυτών χριστιανικές. Λέει ο Απόστολος Παύλος:
«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.»[1]
Θα σταθώ, λοιπόν, αποκλειστικά, στην συλλογική εμβίωση του Μυστηρίου και ειδικά στην συλλογική «μυστική εμπειρία», την αναφερόμενη σε τρεις καθοριστικές πτυχές του πολιτισμικού Μυστηρίου: την γένεση του πολιτισμού, την αναπαραγωγή του από γενιά σε γενιά και το τέλος του.
- Αλλά γιατί είναι μυστήριο ο πολιτισμός;
Είναι Μυστήριο, επειδή σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, το ανθρώπινο ζώο δεν είναι προικισμένο από την φύση του με μια καθορισμένη μορφή κοινωνικότητας και πρέπει να την εφεύρει ή να την επιλέξει μέσα από ένα δυνητικά απεριόριστο φάσμα επιλογών.
Το Μυστήριο του πολιτισμού έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: στην κοινωνιο-οντολογική ελευθερία του ανθρωπίνου είδους. Διαβλέπουμε άλλωστε, αυτού του είδους την ελευθερία, πίσω από την απερίσταλτη ετερότητα των ιστορικών πολιτισμών.
Το γεγονός, ότι η ελευθερία επιλογής τρόπου κοινωνικής αυτοθέσμισης είναι Μυστήριο, σημαίνει πριν απ’ όλα, ότι όποιο και να είναι το «σκεπτικό» ή το «αφήγημα», μέσω του οποίου κάθε πολιτισμός θέτει στο απυρόβλητο την κοινωνιο-οντολογική επιλογή του, είναι κατ’ ανάγκην ένας Μύθος. Και τούτο υπό την έννοια, ότι μόνο μέσω Μύθου προσεγγίζεται το Μυστήριο. Δεν έχει δηλαδή σημασία, αν το μυθικό κοινωνιο-οντολογικό «αφήγημα» αυτοπροσδιορίζεται ως «θρησκευτικό», «καλλιτεχνικό», «φιλοσοφικό», ή «επιστημονικό».
Μύθος δεν σημαίνει παραμύθι ή ψέμμα. Το λιγότερο που ενδιαφέρει τον μυθικό θεσμοθέτη, είναι η ευλογοφάνεια των μυθολογουμένων. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η Πίστη στην απρόσβλητη Αυθεντία του μυθικού θεμελιωτή του συγκεκριμένου πολιτισμού.
Κατά συνέπεια: Στην Πίστη μπορεί να ανατιταχθεί μόνο μια άλλη Πίστη: η ομότιμη Πίστη στην θεμελίωση ενός άλλου πολιτισμού. Και αν, όπως στις μέρες μας, έχουν την μανία να αντιτάσσουν στην «αλήθεια της Πίστης» την «αλήθεια της Επιστήμης», είναι γιατί νομίζουν, ότι η δεύτερη «τεκμηριώνει» τάχα «αντικειμενικά», την Πίστη του νεωτερικού πολιτισμού στο μυθολογικό του αφήγημα: τον Τεχνολογικό Μεσσιανισμό.
Παρ’ ότι η ποικιλία των πολιτισμών είναι ανεξάντλητη, οι κοινωνιο-οντολογικοί τους Μύθοι εμφανίζουν τέσσερα κοινά σημεία:
α) Η αποκάλυψη του οικείου τρόπου κοινωνικότητας, έχει γίνει από κάποιον Θεό. Δεν είναι, με άλλα λόγια, ανθρώπινο έργο, ώστε να επιτρέπεται η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του.
β) Τον οικείο και εξ ορισμού σωστό τρόπο κοινωνικότητας, τον αντιμάχονται μοχθηροί θεοί και δαίμονες.
γ) Ο άνθρωπος πρέπει να εμπιστεύεται μόνο τον Θεό ή τους Θεούς της δικής του πολιτισμικής κοινότητας. Και «να τους το δείχνει», με επί τούτου θεσπισμένες θυσιαστικές τιμές και λειτουργίες.
δ) Η θυσία είναι ο άξονας όλων των συλλογικών (θρησκευτικών) εμβιώσεων του πολιτισμικού Μυστηρίου.
Η θυσία υπόκειται σε ανελικτική διαβάθμιση: από την ανθρωποθυσία περνάμε στην ζωοθυσία και από την ζωοθυσία στην Θεοθυσία. Η διαβάθμιση-εκλέπτυνση της θυσίας προσδιορίζει αντίστοιχα «στάδια» στην κοινωνιο-οντολογική ανέλιξη του ανθρωπίνου είδους.
Η τρίσημη «σταδιοποίηση» των θυσιαστικών μεταλλάξεων, είναι ισόμορφη στον Ορθόδοξο Μυστικισμό της συλλογικής Σωτηρίας, με τρίβαθμη Κλίμακα. Όπου οι «σωζόμενοι» διέρχονται από «τρεις τάξεις»: την τάξη των «Δούλων του Θεού», την τάξη των «Μισθωτών εργατών» του θεϊκού Αμπελώνα και την τάξη των «Παιδιών του Θεού» ή Φίλων του Υιού και Λόγου Του.
- Το μυστήριο της κοινωνιο-οντολογικής ελευθερίας
«Κανονικά», λοιπόν, θα έπρεπε τα μέλη της πολιτισμικής κοινότητας να σέβονται ευγνωμόνως την θεόσδοτη θεμελίωσή της.
Είτε γιατί αποφεύγουν, με την υποταγή τους, την οργή του Θεού, είτε γιατί κερδίζουν, με τον ευσεβή τρόπο τους, την εύνοια του Θεού, είτε γιατί (μιλώντας για τον χριστιανισμό) τους συγκινεί το φιλάνθρωπο αυτοθυσιαστικό παράδειγμά του και τον μιμούνται από αγαπητική αφοσίωση.
Αλλά: «εξουσίαν και δύναμιν έχει ο νους ώ θέλει είτε έπεσθαι είτε αντιστήναι», λέει ο Πρύτανης του χριστιανικού Μυστικισμού άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662). Δηλαδή: Είναι στο χέρι του καθενός να θέλει «να κάνει ό,τι θέλει». Να θέλει λ.χ. «να αλλάξει τον κόσμο». Να «πάρει την εξουσία», για να φτιάξει έναν «καλύτερο κόσμο». Και έτσι, «να γίνει ο ίδιος θεός» (: κοσμοθεμελιωτής). –«Ανώτερος», απ’ αυτόν που έφτιαξε «τούτον τον κόσμο τον κακό».
Και ξέρουμε, ασφαλώς, ότι οι υποψήφιοι «ανθρωποθεοί» δεν λείπουν. Αν δεν είμαι Εγώ, θα είναι κάποιος άλλος. Αλλά «γιατί αυτός και όχι Εγώ;». Τούτο είναι «φυσικό», αν «ουδεμία ηδονή εγγυτέρα τω θείω ή η περί τας τιμάς ευφροσύνη», κατά τον Τύραννο Διονύσιο των Συρακουσών (431-367). Η «αποθέωση» δεν είναι το ζητούμενο;
Η αβυσσαλέα αυτή αναθεμελιωτική παρόρμηση, είναι η άλλη όψη της κοινωνιο-οντολογικής ελευθερίας. Και είναι αναπόφευκτη.
Πώς διαχειριζόμαστε την αβυσσαλέα αυτή ελευθερία; Ιδού ο πυρήνας του κοινωνιο-οντολογικού προβλήματος.
Εξυπακούεται, λοιπόν, πως όταν ο μυθικός θεσμοθέτης καλείται να θεσμίσει την σημασία του ανθρωπίνου ζώου, ως ὑποκειμένου του πολιτισμού, ή ως «ζώου θεούμενου», κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (329-390), πρέπει νά πεί «τί εἶναι Θεός» και «τί εἶναι Διάβολος». Τί εἶναι «Παράδεισος» και τί εἶναι «Κόλαση». (Ονομάζονται έτσι στην χριστιανική και στην ισλαμική Θρησκεία. Σε άλλες αλλιώς. Η περιπτωσιολογία δεν αναιρεί την διαπίστωση.)
Εν πάση περιπτώσει, λέγοντας τι είναι Θεός και τι Διάβολος, τι Παράδεισος και τι Κόλαση, ο κοινωνιο-οντολογικός θεσμοθέτης χαράζει τους δρόμους υποκειμενοποίησης, που θα πρέπει να βαδίσει το ανθρώπινο ζώο, προκειμένου «να γίνει άνθρωπος», ικανός δηλαδή να εξασφαλίσει την από γενιά σε γενιά αναπαραγωγή της κοινωνιο-οντολογικής θεμελίωσης του πολιτισμού του.
Και να πώς, ομοδοξώντας, επιμαρτυρεί ένας αυθεντικός Ορθόδοξος Μυστικός, ο αββάς Δωρόθεος της Γάζας (6ος αιώνας):
Τοποθετεί τον Θεό στο κέντρο ενός κύκλου. Διατάσσει τα ανθρώπινα ζώα στην περιφέρεια του κύκλου. Προβάλλει μπρος στον καθένα την ακτίνα την άγουσα προς το κέντρο και τους λέει: αυτός είναι ο μοναδικός δικός σας δρόμος προς την θέωση. Κι αν θέλετε να έρχεστε κοντά ο ένας προς τον άλλο, δηλαδή να συγκροτείτε βιώσιμη κοινωνία, αυτό θα το πετύχετε μόνο στο μέτρο που βαδίζετε προς το κέντρο. Αντίθετα, αν απομακρύνεστε από το κέντρο, θα απομακρύνεστε και μεταξύ σας. Και αν η προς τα έξω φυγή σας υπερβεί κάποιο αστάθμητο όριο, θα χαθείτε. Ο πολιτισμός σας θα καταστραφεί. Κι εσείς μαζί του.
Και συνεχίζει εξηγώντας, γιατί η δεινότητα της θεοτικής παρόρμησης, η θεοεπιθυμία, ως ενέργεια πολιτισμοφόρος και όχι πολιτισμοφθόρος, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον Πλησίον:
«Ιδού τοιαύτη εστίν η φύσις της αγάπης. Εφόσον μεν εσμέν έξω και ουκ αγαπώμεν τον Θεόν, επί τοσούτον έχομεν διάστασιν έκαστος προς τον πλησίον. Εάν δε αγαπήσωμεν τον Θεόν, όσον εγγίζωμεν τω Θεώ διά της εις αυτόν αγάπης, τοσούτον ενούμεθα τη αγάπη του πλησίον, και όσον ενούμεθα τω πλησίον, τοσούτον ενούμεθα τω Θεώ».[2]
Οι πολιτισμοί θεμελιώνονται, λοιπόν, στην θέσμιση της σημασίας «Θεός» και μέσω αυτής, στην θέσμιση του «θεωθήναι», ή αλλιώς, του «ομοιωθήναι θεώ κατά το δυνατόν», κατά τον Πλάτωνα (Θεαίτητος 176 b).
Το γεγονός, ότι διατηρείται-αναπαράγεται η κοινωνιο-οντολογική θέσμιση, παρά την διαδοχή των γενεών ενός πολιτισμού, μαρτυρεί την εντός του παρουσία ειδικών «φορέων», εντεταλμένων να διαχειρίζονται ανάλογα την αυτοθεοποιητική δεινότητα της ανθρώπινης ελευθερίας. Μπορούμε να ονομάσουμε Παραδόσεις τους «φορείς» αυτούς. – Παραδόσεις υποκειμενοποιητικές, ανθρωπολογικές, κοινωνιο-οντολογικές.
- Το σύστημα πατρίδος: υποκείμενο του πολιτισμού
Παρομοιάζοντας την κοινωνιο-οντολογική ταυτότητα του βυζαντινού πολιτισμού με «πανίερη ακρόπολη», όπου φυλάσσεται, ως συλλογικός «θησαυρός», «ο λόγος της ενεστώσης υπάρξεως και ο σπόρος της μελλούσης», ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881), εξαρτά την υπεράσπισή της από την συμμαχία τριών κατηγοριών Παραδόσεων: Των Παραδόσεων του Θυσιαστηρίου, -των μυστικιστικών. Των Παραδόσεων της Σχολής, -των εκπαιδευτικών. Και των Παραδόσεων του Πολιτικού, -των δικαιοπολιτικών. Γράφει:
«Αγώνες σωματικοί και διανοητικοί, πόλεμοι, σχίσματα, έριδες, ολοκαυτώματα, προς τι τελούνται; Υπέρ ακεραιότητος παρελθόντος, υπέρ της πανιέρου ταύτης ακροπόλεως, όπου άλλως τε περιφρουρούνται ο λόγος της ενεστώσης υπάρξεως και ο σπόρος της μελλούσης. Προκειμένης αμύνης τοιούτου θησαυρού, Θρόνος, Θυσιαστήριον, Σχολή σπανίως διχονοούσι. Μάχονται μεν, ιδίως ο Βασιλεύς, υπέρ ακεραιότητος της Ρωμαϊκής πολιτείας. Μάχεται δε η Σύνοδος υπέρ ακεραιότητος Πίστεως. Μάχεται και η Σχολή υπέρ ακεραιότητος Επιστήμης. Αλλά και οι τρεις συναθληταί συμπυκνούσι τους λόχους των, όταν τυχόντως μία τις των παραδόσεων, ας έκαστος κατ’ ιδίαν εκπροσωπεί, λάβη, υφ’ ομογενών ή αλλογενών, την ελαχίστην προσβολήν.»[3]
Η διάκριση αυτή, μεταξύ Πόλεως και ιεράς Ακροπόλεως, μας εισάγει στο ακριβές νόημα της έννοιας «Πολιτισμός».
Πολιτισμός υπάρχει, εκεί όπου υφίσταται θεσμισμένος κοινωνικός χώρος, συντεταγμένη Πολιτεία, όπου ο αυτοθεοποιητικός κι ο εν γένει εριστικός ταραγμός, διευθετείται από τον Νόμο και η βία μονοπωλείται εννόμως από την πολιτειακή Αρχή. Με άλλα λόγια, έχουμε Πολιτισμό εκεί, όπου λειτουργεί «Σύστημα Πατρίδος»: Πόλις-Κοινό στον ελληνικό πολιτισμό, Έθνος-Κράτος στον νεωτερικό. «Σύστημα Πατρίδος» είναι το «χάος» της βαρβαρότητας, που έγινε «κόσμος», χάρη στην τιθάσευσή του από την θεσμική «τάξη».
Αυτό σημαίνει, ότι η προπολιτισμική βαρβαρότητα εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά έξω από τα τείχη της Πόλεως, στον εισέτι αθέσμιστο χώρο των δια-κρατικών σχέσεων. Εκεί, οφθαλμοφανώς, πάντων βασιλιάς και δικαστής είναι ο πόλεμος, κατά τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο (6ος – 5ος π.Χ. αιώνας). Εύκολα δε ο διαπολεοτικός εριστικός ταραγμός δύναται να ωσμωθεί με τον πάντοτε σοβούντα ενδοπολεοτικό ταραγμό, για να ρίξουν την Πόλι στο «χάος» της εσωτερικής βαρβαρότητας, που οι αρχαίοι αποκαλούσαν Στάση και οι νεωτερικοί Εμφύλιο πόλεμο.
Αποδίδοντας στον πόλεμο την διάκριση «θεών και ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων», πάνω στην οποία θεμελιώνονται οι πολιτισμοί, ο Ηράκλειτος τον αναγνωρίζει ως «πάντων πατέρα».[4]
Σε αντίθεση με την Οικογένεια και την Κοινότητα, που είναι αναγκαίες για το ζην, η Πόλις είναι αναγκαία για την επιδίωξη του ευ ζην, λέει ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Πολιτισμός και επιδίωξη του πολεοτικού ευ ζην, είναι ένα και το αυτό. Το ευ ζην ταυτίζεται με το κοινό καλό κι αυτό με το κατ’ αλήθειαν ζην, το επιμαρτυρούμενο από το κατ’ αλήθειαν θνήσκειν. -Όπως, εννοείται, το νοηματοδοτούν οι κεντρικές Παραδόσεις της Πόλεως στους πυλώνες της Πίστης, της Παιδείας και της Πολιτικής.
Εννοείται, επίσης, ότι σε κάθε Πόλι (ή Έθνος) αντιστοιχεί το δικό τους κοινό καλό, η δική τους κοινή αλήθεια και άρα ο δικός τους πολιτισμός. Η ετερότητα των πολιτισμών παραπέμπει, έτσι, στην ετερότητα-ταυτότητα του πολεοτικού (ή εθνικού) υποκειμένου τους, όπως αυτή αναπαράγεται από τα «τρία Π»: Πίστη, Παιδεία, Πολιτεία.
______________________________________________
[1] Β Κορ. 12,2-12,4.
[2] Dorothee de Gaza, Oeures Spirituelles, Construction 78 (1-25). (Les Edittions du Cerf, Paris 1963.) Ο «χαμένος άλλος» και ο «χαμένος εαυτός», πράγμα που αντιλαμβανόμαστε εδώ ως «ολοκληρωμένο μηδενισμό», προϋποθέτουν το «χαμένο κέντρο». Για το ίδιο θέμα μας μίλησε κι ένας σύγχρονος «αββάς», της λογοτεχνίας αυτός. Είναι το Χαμένο Κέντρο (Μελέτες τ. Ι, Εκδ. Δόμος.) του Ζήσιμου Λορεντζάτου (1915-2004).
[3] Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος από Η’ άχρι Ι’ εκατοενταετηρίδος μετά Χριστόν. Εν Αθήναις, 1857. Το απόσπασμα είναι από την Προθεωρία, την εισαγωγή του έργου.
[4] Ερμηνεία, βάσει της θεωρίας του Ρενέ Ζιράρ για τον θυσιαστικό μηχανισμό, η ενεργοποίηση του οποίου τερματίζει κοινωνιο-γεννητικά την «κατάσταση μηδέν», τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων».
Βασίλης Καραποστόλης, Η χριστιανική στάση απέναντι στα Κοινά
πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
[Εισήγηση του Βασίλη Καραποστόλη στην 3η Πανελλήνια συνάντηση Θεολόγων (Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός»), στις 6/9/2019]
Είναι ένα σημείο του καιρού μας, και κάθε άλλο παρά ευοίωνο σημείο, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται σαν να θέλει να αποσυρθεί από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Να αποσυρθεί, όχι με την έννοια της εγκατάλειψης ενός άβολου τόπου, αλλά με μιαν άλλη, παράδοξη, που δείχνει πως η ψυχή του καταλαμβάνεται όλο και περισσότερο από ένα μείγμα οκνηρίας, δειλίας και καιροσκοπισμού. Θέλει να κρατά μια αυξομειούμενη απόσταση από τα πράγματα, ώστε να μπορεί να αποσπά απ’ αυτά οτιδήποτε πρόσφορο για το συμφέρον του, αν δει πως δεν θα του κοστίσει σε περιπέτειες οι οποίες δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν. Παρατηρεί, και καιροφυλακτεί αδρανώντας. Αλλά ένας τέτοιος κόσμος κατοικημένος από ανθρώπους που προσπαθούν να τον χρησιμοποιήσουν με τον πιο πρόχειρο και άμεσο τρόπο αντί να τον ζήσουν, έτσι όπως θα ζούσε ένας ένοικος μέσα στην ασφάλεια και την τάξη του σπιτιού του, τι είδους κόσμος είναι; Η πρώτη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι αυτό το οίκημα, ο κόσμος, ορθώνεται πλέον σαν μια πελώρια κατασκευή που ενώ εξακολουθεί να περιβάλλει τα άτομα και τις ομάδες, έχει πάψει να τα περιέχει. Ή μάλλον, οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν πάψει να θεωρούν ότι τους περιέχει. Με άλλα λόγια, αυτό που ονομαζόταν, κάποτε, Κοινά, η αίσθηση πως οι ανθρώπινες μονάδες βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, διέρχεται σήμερα μια κρίση χωρίς προηγούμενο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε εκδηλωθεί τόσο έντονη διάθεση φυγής από τον κόσμο. Ας αναλογισθούμε για λίγο τι προηγήθηκε.
Η αρχαία ελληνική πόλις με τις λειτουργίες της και τα ήθη της που υποβαστάζουν τους νόμους, συγκρατεί μέσα στους κόλπους της τους πολίτες και τους κάνει συχνά να νιώθουν ταυτισμένοι με τις τύχες της. Ανάλογη, αν και μέσα από διαφορετικές διαδικασίες, είναι η θέση που παραχωρεί η Ρώμη στους πολίτες. Η πόλις γίνεται κράτος και το κράτος αποτελεί έμβλημα στο οποίο αποτυπώνεται η ατομική ταυτότητα. Ο τρόπος που ο Ρωμαίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του προκύπτει από τη σχέση του με τον κραταιό θεσμό, με τη στρατιωτική ισχύ, με το εκθαμβωτικό μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας από την οποία λαμβάνει το ατομικό του μερίδιο. Αργότερα, στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατάσταση αλλάζει, δεδομένου ότι το θάμβος της εξουσίας δεν διαχέεται πλέον προς τα κάτω. Οι ευγενείς κυβερνούν, οι ταπεινοί δουλεύουν. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους ταπεινούς διατηρείται η αίσθηση ότι βρίσκονται όλοι στην ίδια βάρκα, και από την άλλη, ότι το σκάφος των ηγεμόνων ακολουθεί περίπου τον ίδιο πλου. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις των συμφερόντων υπάρχουν φυσικά και είναι οδυνηρά αισθητές, αλλά δεν φθάνουν να αποσυνθέσουν στην αντίληψη των ανθρώπων μια ορισμένη ενότητα του κόσμου. Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλει και η χριστιανική διδασκαλία. Με την αυξανόμενη επιρροή της καλλιεργεί τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν είναι ο επίγειος κόσμος είναι για τους θνητούς κατ’ ουσίαν κοινός. Τα καθήκοντα για τους ανθρώπους, οι φροντίδες για την σωτηρία της ψυχής τους, δεν διαφέρουν κατά άτομο ή κατά κοινωνική ομάδα ή τάξη. Όλοι προορισμένοι για τον ίδιο σκοπό, με την ίδια προσδοκία λυτρώσεως. Αυτήν ακριβώς την προοπτική, ή μάλλον τη μέθοδο για να την ακολουθήσει κάποιος αποδοτικά, την αμφισβήτησε ανοικτά, όπως γνωρίζουμε, η Μεταρρύθμιση. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ αρκεί να σημειωθεί ότι η προτεσταντική ανατροπή οδηγεί και παροτρύνει το άτομο σε μια ουσιαστικά μοναχική πορεία. Ο καθένας θα δώσει λογαριασμό στον Κύριο μόνος του, με τα έργα του από τα οποία το κυριότερο είναι η εμβάθυνση της πίστης. Να είσαι μόνος και να προσπαθείς να σωθείς με την πίστη σου και ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει για να ενισχύσεις την πίστη σου να είναι πάλι ο ίδιος ο Θεός, που θα σε κρίνει. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» μονολογεί ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (9΄, 24). Πιστεύω, αλλά βοήθα με Κύριε να βγω από την απιστία.
Ανεξάρτητα από τις άλλες συνέπειες που έχει αυτή η θεώρηση και τα δόγματα που γεννά, στη ψυχικοπνευματική σφαίρα εδραιώνεται το αίσθημα της μοναξιάς. Το άτομο είναι μεν ενταγμένο σε μια κοινωνική δομή, εργάζεται, συντηρεί τον εαυτό του ή και την οικογένειά του και μπορεί επίσης κάποια βράδυα να απευθύνει προς τον ύψιστο Κριτή του μια προσευχή που έχει πάντα μέσα της μια πολύ δυνατή νότα απολογίας και ενοχής. Το άτομο δεν μοιράζεται με τα όμοιά του αυτό το βάρος, και γι’ αυτό ακριβώς ριζώνει η αμφιβολία σχετικά με το αν οι άλλοι, ο Άλλος, είναι ικανοί να παρηγορήσουν ή να στηρίξουν τον κάθε μοναχικό στον αγώνα του να γίνει καλύτερος, αγνότερος.
Από το σημείο αυτό εγκαινιάζεται μια νέα ιστορική φάση απόσπασης του ατόμου από τους ομοίους του. Μπορεί μεν να συνεργάζεται επαγγελματικά μαζί τους –κι αυτό υπαγορεύει η νέα βιομηχανική εποχή–, μπορεί να τους συναναστρέφεται ή να συναγελάζεται μ’ αυτούς –κι αυτό υπαγορεύει η μαζικότητα στην κοινωνική ζωή– όμως όλο και πιο δύσκολα θα δεχθεί να συμπράξει μαζί τους για μια υπόθεση που ξεπερνά τα προσωπικά του οφέλη.
Όλα τα κανονίζει η δυσπιστία, αυτή η τοξίνωση του εμπορικού πνεύματος: το τι θα πάρει κανείς, το τι αναγκαστικά θα εκχωρήσει. Όμως το τι θα μπορούσε να μοιραστεί με άλλους ή να συνδημιουργήσει μένει ανοικτό, μια ιδέα που, καθώς οι χαρές της επισκιάζονται από τον φόβο των περιπλοκών, στο τέλος εγκαταλείπεται. Όσο οι δοσοληψίες πληθαίνουν, τόσο εξασθενούν οι δεσμοί.
Και η πιο απλή σκέψη καθιστά προφανές το γεγονός ότι μια τέτοια αδιαφορία απέναντι στους κανόνες της αμοιβαιότητας –αδιαφορία που η άλλη όψη της είναι η ιδιοτέλεια– συνιστά σήμερα μια ακραία μορφή εθελοτυφλίας. Σε όλους τους τομείς ο κοινός βίος δείχνει να πάσχει από την έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος όσων τυπικά μετέχουν σ’ αυτόν. Το χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες και το πλήθος των πολιτών μεγαλώνει και είναι μια από τις πιο σοβαρές αιτίες που οι κυβερνώμενοι καθώς στρέφουν τα νώτα προς τους κυβερνώντες, κατακυριεύονται από μνησικακία. Μνησικακία είναι το νόσημα των ανήμπορων που δεν αποφασίζουν να αντιδράσουν, είχε πει ο Μαξ Σέλερ. Έτσι, η πολιτική, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός άλλου οξυδερκούς στοχαστή, καταλήγει να γίνεται σε αυξανόμενο βαθμό η τέχνη του να κάνεις τους άλλους να μην αναμειγνύονται στα πράγματα που τους αφορούν.
Αν όμως συμβαίνει αυτό τότε οι αποκλεισμένοι από τη δράση, θα πρέπει να αναζητήσουν μια διέξοδο για να αντισταθμίσουν τον υποβιβασμό τους. Και αναζητούν, πράγματι, ένα αντιστάθμισμα στην ενασχόληση με το εγώ τους. Δεν χρειάζεται να επιμείνω στο φαινόμενο. Το γνωρίζουμε όλοι, το βλέπουμε γύρω μας, πόσο πολύ η στροφή προς τα ψυχικά ενδότερα έχει πάρει τον χαρακτήρα μιας εμμονής για την οποία τίποτα δεν αξίζει να γνωρίσει ή και να πράξει κανείς όσο το να βρει «γιατί να αισθάνεται όπως αισθάνεται». Η επιχείρηση περιστρέφεται χωρίς τέλος γύρω από τέτοιους άξονες. Δεν είναι το θέμα μας εδώ να εξετάσουμε τι αποτελέσματα προκύπτουν από τη σκοπιά της ατομικής ψυχοπαθολογίας. Εννοείται ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι ενδοσκοπήσεις ανακουφίζουν, ρίχνοντας κάποιο φως στις σκοτεινές υποσυνείδητες περιοχές και άλλες περιπτώσεις όπου το εξαγόμενο δεν είναι πολύ παραπάνω από τη συνήθεια μιας εκφόρτισης. Δεν θα επεκταθώ σ’ αυτό. Το ουσιώδες για μας δεν είναι να εκτιμηθεί το πόσο αποδίδει κατ’ άτομο η αυτοεξέταση με τη συνδρομή ειδικών. Άλλο είναι το σημαντικό: είναι να επισημάνουμε ότι κατά κανόνα η προσέγγιση και ανάλυση του εγώ και του εαυτού γενικότερα απορροφάται μέσα στο ίδιο της το αντικείμενο. Δεν πρόκειται για γνώση του εαυτού που ενδιαφέρεται να επιστρέψει στο περιβάλλον μέσα στο οποίο σχηματίζεται ο εαυτός. Όποια πορίσματα βγουν –αυτή είναι η συνταγή– καλό είναι να τεθούν στην υπηρεσία της ατομικής ευζωίας. Το άτομο μπορεί να νιώσει πιο ήρεμο, πιο ασφαλές, πιο πολύ συμφιλιωμένο με τα ελαττώματά του- που άλλωστε γιατί να θεωρούνται εντελώς ελαττώματα; Ακόμη και τα μειονεκτήματα έχουν τις χάρες τους. Αυτό λέει η σύγχρονη κοινωνία, δια στόματος των ειδικών και με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από τι υποφέρουν τόσοι και τόσοι; Από την αίσθηση της αχρήστευσης, του παραγκωνισμού· δεν μετέχουν αρκετά στον κόσμο, δεν τους αφήνουν να ξεδιπλώσουν τις όποιες ικανότητές τους. Και τι τους συστήνουν λοιπόν; Να εξετάσουν τι έχει «απομείνει» μέσα τους ώστε μ’ αυτό το υπόλειμμα να μπορέσουν να προσαρμοσθούν σε όσα ισχύουν εκεί έξω, εκεί όπου ποτέ δεν θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση.
Η γενικότερη συνέπεια απ’ όλα αυτά είναι να δημιουργείται μια τεράστια ασυμμετρία ανάμεσα στο τι χρειάζεται η ανθρωπότητα σήμερα και στο πώς ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οι άνθρωποι. Είναι εμφανές ότι από αντικειμενική άποψη υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενεργό παρουσία των ανθρώπων σε όσα οργανώνονται, κατασκευάζονται και ρυθμίζονται γύρω τους. Συνήθως λέγεται το αντίθετο. Ότι το σύστημα ή η μεγαμηχανή του συστήματος, δουλεύει από μόνο του. Τα άτομα, λένε, δεν είναι παρά παθητικοί χρήστες των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αλλά να που τα γρανάζια της μηχανής κάποτε σκαλώνουν. Σημειώνεται εμπλοκή, η κίνηση αναστέλλεται. Τι γίνεται τότε; Φυσικά, καμμιά μηχανή δεν είναι σε θέση να διορθώσει μόνη της τον εαυτό της –απαιτείται λοιπόν να υπάρχουν άνθρωποι αρκετά πρόθυμοι για να επέμβουν και να αποκαταστήσουν τη βλάβη.
Σήμερα ακριβώς τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται και τέτοιοι λείπουν. Δεν λείπουν μόνο οι επιδιορθωτές, λείπουν ακόμη περισσότερο εκείνοι που με αφορμή το σταμάτημα της μηχανής, θα θελήσουν να επινοήσουν μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική, ένα κατασκεύασμα που θα θυμίζει πάντα ότι είναι έργο του μυαλού, των χεριών αλλά και της καρδιάς του ανθρώπου. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι οι ικανότητες υπάρχουν, η προθυμία σπανίζει. Η ανθρωπότητα φαίνεται να στερείται εκείνα τα μέλη της που άλλοτε είτε με εξεγέρσεις, είτε με επαναστάσεις, είτε με μεταρρυθμιστικό πνεύμα θέλησαν να αναμορφώσουν την πραγματικότητα. Από τη μια ήταν ο εαυτός τους, από την άλλη ο κόσμος. Χάρη στην πρωτοβουλία τους ο κόσμος μετατράπηκε σε «ύλη εαυτού», όπως θα ’λεγαν οι στωϊκοί φιλόσοφοι. Ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να αναπλάσει ό,τι μπορεί από την αδρανή ύλη που τον περιβάλλει. Αλλά γι’ αυτό το έργο, απαιτείται σθένος, μια ένταση της βούλησης, και κατά καιρούς μια ψυχική ανάταση που δεν λογαριάζει θυσίες. Τα αποθέματα αυτά λιγοστεύουν σήμερα. Και εδώ χρειάζεται να αναρωτηθούμε σχετικά με το ποιες πηγές ανθρώπινης ενέργειας έχουν ακόμη αρκετά περιθώρια αξιοποίησης ώστε οι απώλειες να αναπληρωθούν. Η χριστιανική συνείδηση είναι μια από όμως κυριώτερες. Υπό ποιους όρους, πράγματι, είναι δυνατή σήμερα η επάνοδός της στα Κοινά;
Αφετηρία μας είναι η παρατήρηση ότι η παράδοση της χριστιανικής σκέψης είναι σημαδεμένη από την άρνηση τής εντύπωσης (την οποία δημιουργεί η ίδια η κίνηση του κόσμου) ότι ο κόσμος θα διαρκέσει. Το εφήμερο, το πεπερασμένο υποχωρεί μπροστά στο άπειρο. Όσο λαμπρά κι αν είναι τα ανθρώπινα τεχνουργήματα θα παρέλθουν. Οπότε γιατί να εξαντλείται η ψυχή και η βούληση στο να τα βελτιώνουν; Κατά βάθος τα επίγεια δεν είναι παρά ένα πεδίο για να ασκηθεί η ψυχή ώστε να γίνει καθαρότερη, απαλλαγμένη, δηλαδή από ματαιότητες. Δεν εννοώ ότι στους θεολογικούς κύκλους η άποψη αυτή κατέλαβε τη θέση ενός αξιώματος. Ασφαλώς, οι συζητήσεις δεν θα πάψουν γύρω απ’ αυτό. Όμως, όσον αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των θρησκευόμενων, θεωρώ ότι η πιο πάνω διαπίστωση διατηρεί την ισχύ της. Επί αιώνες ο κόσμος στα μάτια του απλού πιστού εμφανιζόταν περισσότερο ως πειρασμός, ή ως δοκιμασία παρά ως ανοικτός χώρος και χρόνος μέσα στον οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τις ικανότητές του, να δημιουργήσει αξιέπαινα έργα και να γνωρίσει την εκτίμηση ή ακόμη και τον θαυμασμό των συνανθρώπων του. Κύριο εμπόδιο στη γένεση τέτοιων βλέψεων ήταν η καταδίκη, ιδίως στην Καινή Διαθήκη, της αυταρέσκειας και της έπαρσης. Καλά έργα ενδέχεται να γίνουν, δεν επιτρέπεται όμως να νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι ο αποκλειστικός αυτουργός τους. Είναι χαρακτηριστικό, φερειπείν, ότι στον κανονισμό του τάγματος των Βενεδικτίνων είναι ρητή η καταδίκη της υπερηφάνειας· αν κάποιος έφτιαξε κάτι για το οποίο υπερηφανεύεται, θα πρέπει να το αφήσει και να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό.
Πρόκειται, βέβαια, για ακρότητες, ίσως πει κάποιος. Ωστόσο, μέσα απ’ αυτές διαφαίνονται οι διαστάσεις ενός σημαντικού προβλήματος. Το πρόβλημα αυτό αφορά στα ανθρώπινα κίνητρα. Αν το άτομο δεν κινηθεί από την προοπτική μιας κάποιας ικανοποίησης, μιας αυτοεκπλήρωσης χάρη στην οποία θα ανέλθει στα ίδια τα μάτια του τη στιγμή που και οι άλλοι θα το επιδοκιμάσουν, πώς θα μπορούσε διαφορετικά να επέμβει στις κοινές υποθέσεις; Προβλέπονται τριβές, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις. Για να αντεπεξέλθει όποιος δρα, χρειάζεται ώθηση. Στους αρχαίους χρόνους την παρείχε η προσδοκία της δόξας, της επίγειας αθανασίας. Στις μεταγενέστερες εποχές οι ριζικές αποφάσεις και τα τολμήματα ενισχύονται από παρόμοιες αξίες, αν και η έννοια της δόξας συχνά κατεβαίνει αρκετά σκαλοπάτια για να φθάσει στο επίπεδο απλώς της φήμης, πιο περιορισμένης και λιγότερο ανθεκτικής στη λήθη. Έντονη είναι επίσης σε άλλες περιόδους και σε άλλα άτομα η αναμονή για δικαίωση από την Ιστορία. Αυτή η έννοια επεσκίασε για ένα διάστημα την αιωνιότητα· γοήτευσε ιδιαίτερα τους ταγούς των κοινωνικών επαναστάσεων. Παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ό,τι ήταν ο υπέρτατος Λόγος για τον Ροβεσπιέρο και τον Δαντών ήταν ο ιστορικός «Νόμος της διαλεκτικής» για τον Λένιν. Σε κάθε περίπτωση δίχως επίκληση σε μια δεσπόζουσα δύναμη ή αρχή και δίχως την προσμονή μιας κάποιας επιβράβευσης δύσκολα η ανθρώπινη θέληση επιμένει να φέρει βαθιές αλλαγές στον κόσμο.
Ως προς αυτό, με μια πρώτη ματιά ο χριστιανισμός μοιάζει να παγιδεύει την ίδια του τη δυναμική. Διαθέτει πιστούς που στο όνομά του καλού θα ήταν έτοιμοι να δώσουν αγώνες εμπλεκόμενοι στο δίχτυ των εγκόσμιων πραγμάτων. Με τον ζήλο τους – ελεγχόμενο από μια διάθεση κατανόησης εκείνων οι οποίοι τους αντιμάχονται – θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν τομές στη λειτουργία των θεσμών, πρώτα απ’ όλα της κρατικής προνοίας, στην εκπαίδευση, στην απονομή της δικαιοσύνης. Έχουν όμως αντίκρυ τους την προειδοποίηση ότι καιροφυλακτεί η έπαρση. Γενικεύεται, έτσι, ένα δίλημμα από τα πιο βαθιά: ή θα διατρέξεις τον κίνδυνο να καυχηθείς για τον εαυτό σου και τα έργα του, αν επιτύχουν, ή θα παραμείνεις στην άκρη, καλλιεργώντας την ταπεινότητα και ευελπιστώντας ότι τη γαλήνη τη βρίσκει κανείς σ’ ένα είδος απραξίας παρά σε οποιοδήποτε είδος πράξης.
Ένα τέτοιο δίλημμα ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να λυθεί με δραστικά μέσα. Απαιτούνται ειδικές προσπάθειες, εσωτερική αναθεώρηση και επανειλημμένες δοκιμές. Το βέβαιο είναι ότι ο ερημωμένος σχεδόν δημόσιος χώρος ζητά επειγόντως σήμερα να εισρεύσει στους κόλπους του ένα νέο αίμα, ένα αίμα καλής θέλησης και ανωτερότητας. Ο χριστιανισμός εξακολουθεί να είναι πηγή μιας τέτοιας ενέργειας. Προϋπόθεση όμως για να ρεύσει στην κοινωνία η ενέργεια αυτή είναι να αρθεί ο φραγμός που χωρίζει το ιδιωτικό καλό από το δημόσιο. Ο κίνδυνος της υποκρισίας είναι πάντοτε υπαρκτός, αυτό δεν αλλάζει. Όμως, τα περιθώρια έχουν στενέψει τόσο σήμερα ώστε ο κίνδυνος θα πρέπει να αναληφθεί. Σε σύγκριση με τον φαρισαϊσμό ή και τον ναρκισσισμό, η απάθεια και ο κυνισμός είναι σοβαρότερες απειλές. Οι πράξεις που αποσκοπούν στο κοινό καλό θα πρέπει επομένως να έλθουν περισσότερο στο φως, όχι όμως για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να προσελκύσουν μιμητές.
Γίνεται συχνά λόγος στις μέρες μας για το πρόβλημα της απουσίας προτύπων, ιδιαίτερα ενώπιον της νεολαίας. Αλλά οι φλυαρίες, τα ευχολόγια και οι αοριστολογίες είναι τα πραγματικά εμπόδια για να γίνει μια συζήτηση που αποβλέπει ειλικρινά σε συμπεράσματα. Στην ουσία αυτό που απουσιάζει είναι η κατάλληλη δημόσια παρουσίαση του αγώνα που δίνει κάποιος ο οποίος ενδιαφέρεται για το κοινό καλό και, ειδικότερα, η ιδιαίτερη χαρά που παίρνει από την ίδια του την προσπάθεια. Είναι ένας αγώνας διαποτισμένος από μια έξαρση, μια αφοσίωση που ανοίγει την καρδιά, αντί να την περισφίγγει, όπως γίνεται όταν πρόκειται για έναν εξαναγκασμό ή για την τυπική εκπλήρωση μιας υποχρέωσης. Ο άνθρωπος που θέλει να ωφελήσει τον πλησίον του δεν μπορεί να εμφανίζεται σαν κάποιος που σηκώνει το Σταυρό του. Κι ούτε επίσης μπορεί να λέει ότι ενεργώντας έτσι εκτελεί πειθήνια το θέλημα του Θεού. Αν προβάλλουν μ’αυτόν τον τρόπο οι ευγενείς πράξεις του χριστιανού μέσα στον κοινωνικό χώρο θα καταδικασθούν σε παραμερισμό. Θα θεωρηθούν σαν κάτι υπερβολικά βαρύ, σαν ένα ασήκωτο φορτίο και επιπλέον θα θίξουν ενοχλητικά την επικρατούσα διάθεση του αυτοπροσδιορισμού. Τι πάει να πει, «εκτελώ το θέλημα του Κυρίου;». Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να γίνει κατανοητή ακόμη και από τους πιο ανοιχτόμυαλους αγνωστικιστές και αθέους η εμπειρία της υπακοής. Η σύγχρονη ελευθεροφροσύνη συχνά δεν είναι παρά η άλλη όψη της άκοπης ιδιώτευσης: δεν θέλουν να δεσμεύονται, δεν θέλουν να υπάγονται σε μια υπέρτερη αρχή. Γι’ αυτό και η έννοια του υπηρετώ, της υπηρέτησης έχει φθάσει να θεωρείται συνώνυμο της δουλικής εξάρτησης και της υποταγής. Ακούστε αυτές τις φράσεις: «… ὅταν ποιήσετε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν».
Όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: «είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε». Η ρήση του Αποστόλου Λουκά (17, 10) ηχεί ακατανόητα παθητική στα αυτιά εκείνων που θέλουν να λένε πως είναι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Τι περισσότερο κάνουν όμως τον εαυτό τους πολλοί απ’αυτούς εκτός από το να τον διευκολύνουν να μην πράξει τίποτα άξιο λόγου και να μη νιώθει τίποτα αληθινά διεγερτικό;
Παρ’ όλα αυτά, μια γέφυρα επιβάλλεται να ριχθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται στις μέρες μας ο κόσμος. Από τη μεριά του χριστιανισμού θα είχε μεγάλη αξία να φανεί πως το να υπηρετεί ο άνθρωπος τον κόσμο των ανθρώπων είναι ο μόνος τρόπος για να υπηρετεί τον Θεό. Δεν είναι υποταγή αυτό, είναι συναίνεση. Είναι μάλιστα μια συναίνεση την οποία ο Θεός περιμένει από το πλάσμα του, ή –για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που ίσως ξενίσει μερικούς– που τη θέλει να γίνει έτσι ώστε ο άνθρωπος να προαχθεί, κατά κάποιον τρόπο, σε συνεργό του Θεού. Αυτά όμως αποτελούν αντικείμενο ατελεύτητων θεολογικών συζητήσεων. Εκείνο που εν προκειμένω μας απασχολεί είναι άλλο. Είναι το πώς ο κοινός βίος, ο δημόσιος χώρος ειδικότερα θα ξαναγίνουν στίβος για ανθρώπινα αθλήματα και ανθρώπινους άθλους.
Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύουν σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, οι άνθρωποι με καλές προθέσεις θα ήταν δυνατόν να συναντηθούν και να συμπράξουν έτσι ώστε να διασφαλισθεί η πιθανότητα ότι ο αγώνας εναντίον του πεπερασμένου θα συνεχίζεται. Χωρίς μιαν υπερβατική αρχή που να δεσπόζει στις ανθρώπινες υποθέσεις, η ζωή θα κατρακυλά από βάσανα σε βάσανα, από πλήξη σε πλήξη, από μικρότητες σε μικρότητες. Υπάρχουν ανθρώπινοι τύποι που αρνούνται να βουλιάξουν σ’ ένα τέτοιο τέλμα. Ο χριστιανός που κατέχεται από σπλαχνική αγάπη για τον πλησίον, που λυπάται για τη θνητότητα των ομοίων του και του ιδίου και αγαπά για να ξεπεράσει τη θλίψη του, και εκείνος ο άλλος χαρακτήρας που με γνώμονα μιαν αταλάντευτη πεποίθησή του πασχίζει να είναι δίκαιος και προσηνής, είναι υπάρξεις οι οποίες θα έπρεπε, παρά τις διαφορές τους, να αποτελούν, συμπράττοντας, τη μαγιά για έναν κόσμο καλύτερο. Η φιλευσπλαχνία μπορεί να δώσει το χέρι της στην ευσυνειδησία ή ακόμη και σε ένα φρόνημα πιο μαχητικό. Ας γίνει δεκτό ότι η επιθυμία για το καλώς πράττειν έρχεται από διαφορετικές πηγές. Και ανεξάρτητα από το αν η προέλευσή της είναι η γνησιότητα του θρησκευτικού αισθήματος ή η ειλικρίνεια των πεποιθήσεων ενός ατόμου, εκείνο που μετρά είναι το αποτέλεσμα. Η μέριμνα για το δίκαιο έγινε αναγκαία στις κοινωνίες επειδή δεν υπήρξε ποτέ αρκετή αγάπη. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι οι δίκαιοι έχουν ξεχάσει να αγαπούν ή ότι οι αγαπώντες δεν ξέρουν να είναι δίκαιοι. Ο κόσμος έχει ανάγκη και από τα δύο. Και από τον πιστό και από τον ακέραιο. Και από την καρδιά και από τη βούληση. Και από τη θρησκεία και από την ηθική.
Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020
Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης, Ο οπλαρχηγός Παπαμαλέκος
&
[Παρουσίαση του βιβλίου του Εμμανουήλ Στυλ. Κωνσταντουδάκη για τον Παπαμαλέκο από το Μανώλη Εγγλέζο Δεληγιαννάκη, που έλαβε χώρα κατά την κοπή της Βασιλόπιτας της Ομοσπονδίας Σωματείων Αποκορώνου]
«Από τα Λευκά Όρη δεν λείπουν ποτέ οι φυγάδες. Ο παπάς εσχημάτισε μικρόν στίφος και ήρχισε να συγκρούεται σήμερον εδώ, αύριον εκεί προς τους Τουρκαλβανούς. Όταν δε έγεινεν η στάσις εις τα Σφακιά, ο παπά Μαλέκος συναθροίσας τους έχοντας φυσέκια, εκτύπησεν ευτολμότατα εις τον Αποκόρωνα τον στρατόν όστις μετέβαινεν εναντίον των Σφακιανών.
Ένα μήνα μετά ταύτα εγνωρισθήκαμεν.
– Δεν είναι καλλίτερο αυτό που κάνω, μου είπε, παρά να λειτουργώ;»
Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει ο Ιωάννης Κονδυλάκης τον άντρα που είναι η αφορμή της σημερινής μας σμίξης. Έναν άντρα που δεν ανέχτηκε καμιάν εξουσία, γέννημα μιας εποχής με αξίες και οράματα, που δεν την ακολούθησε απλά αλλά τη διαμόρφωσε πολλώ λογιώ.
Την εικόνα του την έχομε ξαναδεί, ιστορίες γι’ αυτόν έχομε ακούσει. Αλλά σήμερο έχομε τη χαρά να παρουσιάσομε μιαν ολοκληρωμένη δουλειά που έγινε για το Μανώλη Μαλεκάκη από το δισέγγονό του Μανώλη Κωνσταντουδάκη. Που αποθησαύρισε δημοσιεύματα, ανέσυρε από τα αρχεία επιστολές, θύμισε ιστορίες ξεχασμένες, και μας παρέδωσε το βίο του προσπάππου του σε μιαν εποχή που δεν αγαπά τις αξίες και την κοινότητα.
Ο Παπαμαλέκος όμως είχε αρχές. Μεγαλωμένος σε μιαν οικογένεια που σήμερο θα αποκαλούσαμε πολύτεκνη, έκαμε τα πρώτα του ζάλα ενώ μαινόταν ο σηκωμός του 1866. Σ’ έναν περίγυρο επαναστατικής άμιλλας, ξεχώρισε για το θάρρος και την απαρέγκλιτη προσήλωση στο στόχο της Ένωσης. Παπάς που ανέστελε κατά καιρούς την ιερατική του δράση για να πολεμήσει τον Τούρκο δυνάστη, που επενέβαινε όταν αδικούνταν οι χριστιανοί σαν εκδικητής, δημιούργησε γύρω του μια φήμη τρομερή για τους εχθρούς και ηρωική για τους υπόδουλους, την ελεύθερη Ελλάδα, τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο Μανώλης ο Κωνσταντουδάκης ενσωματώνει στο βιβλίο αποκόμματα από ευρωπαϊκές εφημερίδες που αναφέρονται στη δράση και την προσωπικότητα του προσπάππου του.
Χαΐνης στον Αποκόρωνα, τιμωρός των Τούρκων, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει τη σκηνή όπου κάποιοι από το ποίμνιο προβληματίζονταν αν θα έπρεπε να περιορίσουν την περιφορά του Επιταφίου γύρω από την εκκλησία από το φόβο των Τούρκων και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την οργή του Παπαμαλέκου, ο οποίος όχι μόνο έκαμε την περιφορά όπως πάντα αλλά μπαλωτοκοπούσε κιόλας!
Ο Παπαμαλέκος δεν έμπαινε σε καλούπια. Με οδηγό το αντιστασιακό του φρόνημα και την ελεύθερη ψυχή του, προκάλεσε την τουρκική εξουσία η οποία απαγόρευσε την παροχή βοήθειας στον ίδιο και το σώμα του με ποινή εξορίας. Κι όταν με τα πολλά τον συνέλαβαν, η φυλάκισή του μετατράπηκε σε περιορισμό στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας με παρέμβαση του προξένου της Ελλάδας. Όμως κι από κει έφυγε συγκρουόμενος με τους καλόγερους κι ανέλαβε ξανά την αντάρτικη δράση του.
Όπως πολλοί εκείνη την περίοδο, τα όπλα του τα πήρε από τον εχθρό. Τα Μαρτίνια που έφερε ήταν λάφυρο επίθεσης σε ομάδα Τούρκων, ενώ η συμβολή του στην πολιορκία του Βάμου ήταν καθοριστική: Δρώντας στρατηγικά και παράτολμα, κατέλαβε το φούρνο του χωριού εξαναγκάζοντας τους Τούρκους στην πείνα. Στο Νίππος έρχεται σε ρήξη με τους δυο επίσκοπους που συνιστούν υποστολή της επαναστατικής σημαίας, στη μάχη της Αλμυρίδας είναι παρών και ξεχωρίζει μαζί με τον αδερφό του Λεωνίδα. Συνολικά συμμετείχε σε 32 μάχες, χώρια τα μεμονωμένα επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησε.
Είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και της αίγλης του πως ο αδερφός του, ο απελευθερωτής της Σιάτιστας, ενώ δεν ήταν παπάς, δεν έμεινε στην ιστορία ως Μαλεκάκης αλλά ως Λεωνίδας Παπαμαλέκος.
Όπως έχουν γράψει οι ιστορικοί, οι άντρες αυτοί ούτε ήταν ούτε μπορούσαν να είναι άγιοι. Είχαν τα πάθη τα ανθρώπινα που όμως μεταλλάσσονταν στον επαναστατικό οίστρο, ο αγώνας για την πατρίδα έκανε δευτερεύουσα κάθε ατέλεια ανθρώπινη. Η ισχυρή του προσωπικότητα βιώθηκε ως επιβολή της γνώμης του στο γάμο της μιας του κόρης και στα επακόλουθά του. Αλλά ο θρύλος του τον είχε κάμει πασίγνωστο και στην άλλη Ελλάδα, τόσο που όταν ανέβηκε στην Αθήνα να τύχει αποθεωτικής υποδοχής και να συναντηθεί με τη βασίλισσα Όλγα η οποία τον τοποθέτησε στην Ευαγγελίστρια στον Πειραιά. Αλλά και στην ειρήνη ο Παπαμαλέκος ήταν δίπλα σε όσους χρειάζονταν βοήθεια, με χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου αυτή της σωτήριας παρέμβασής του σε πλημμύρα σε γειτονιά που δε διακονούσε.
Πέρα από τον ήρωα, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην προσπάθεια του δισέγγονού του, που τον ανέστησε κιόλας σαν όνομα, να αναδείξει την προσωπικότητα του ήρωα, δίχως στρογγυλέματα και εξιδανικεύσεις. Άλλωστε ο πολυτάραχος βίος του ιστορουμένου δε χρειαζόταν παραπάνω στολίδια. Έρευνες σε αρχεία, αποτύπωση προφορικών παραδόσεων και ακουσμάτων, κωδικοποίηση των πληροφοριών για τον Παπαμαλέκο, συμπεριλαμβανομένης της ρίμας του, συνθέτουν ένα καμβά αγάπης και αφοσίωσης στον πρόγονό του, αλλά και σε μιαν ολόκληρη εποχή.
Ο συγγραφέας λοιπόν, μέσα από μια μεγάλη προσπάθεια, μας δίδει μια σφαιρική εικόνα του ήρωα, και μ’ αυτό τον τρόπο μας δείχνει κι ένα δρόμο συγκεκριμένο, μας περνά παραδείγματα για το σήμερα. Κι εδώ καταλαβαίνομε ότι ο συγγραφέας μας ξεγέλασε. Μας έφερε εδώ να μας παρουσιάσει μια βιογραφία και μας δίνει πολλά παραπάνω…
Γιατί αν ο Παπαμαλέκος ζούσε σήμερο, σίγουρα θα ερχόταν σε ρήξη με τους κονδυλοφόρους της υποταγής, όπως έκαμε και στο Νίππος. Δε θα ήταν «ρεαλιστής» να κάθεται στ’ αυγά του και να ταπεινώνεται επειδή η Τουρκία έχει δύναμη. Κι αν δούμε τις καταστάσεις, θα καταλάβομε ότι τότε ήμασταν πιο αδύναμοι. Αλλά είχαμε πίστη στα δίκαιά μας, είχαμε ξεκάθαρη ταυτότητα και αυτά μας δίδανε ψυχή. Κι η ψυχή νικάει τα κανόνια. Κι όπως τότε ο Παπαμαλέκος δεν επέτρεψε να περιορίσουν τον Επιτάφιο, όπως αγωνίστηκε αδιάκοπα για την Ένωση και μαζί με τους συναγωνιστές του νίκησαν μιαν υπέρτερη δύναμη, σήμερα δε θα επέτρεπαν να κάνουν βόλτες ξένα ωκεανογραφικά στις θάλασσές μας. Κι ούτε θα έψαχναν γελοίες δικαιολογίες για να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους, δε θα υπήρχε στιγμή χαμένη στην αντίσταση. Και σίγουρα, ο αδερφός του απελευθερωτή της Σιάτιστας δε θα πρόδινε ούτε τη Μακεδονία, ούτε καμιά γωνιά του Ελληνισμού, ούτε θα πρότεινε συνεκμετάλλευση της Μαδάρας και του κάμπου με το δυνάστη.
Εμείς λοιπόν, αν πρέπει να πάρομε κάποια πράματα από τη σημερινή συνάντηση, δε θα πρέπει να αρκεστούμε στα βιογραφικά του Παπαμαλέκου. Θα πρέπει να τον ντραπούμε, κι αυτόν και όλους εκείνους που μας παρέδωσαν μια πατρίδα ελεύθερη και τη βλέπουν από ψηλά τώρα αποικία των Δυτικών και επικυριαρχούμενη από τους Τούρκους. Δε θα έχομε διαβάσει σωστά το βιβλίο αν δε γίνει αυτό αφορμή να αναστοχαστούμε ποιοι ήμασταν και ποιοι γίναμε, αν δε μας ξυπνήσει τη σπίθα της αντίστασης και της αγάπης στην ελευθερία που ακόμα σιγοκαίει μέσα μας. Μόνο τότε θα μπορούμε να κοιτάξομε τα διαπεραστικά μάτια του ήρωα δίχως τύψεις και να ζητήσομε συγνώμη από τον ίδιο και τους εαυτούς μας, αλλάζοντας ρότα και ξαναβρίσκοντας την αξιοπρέπεια και την περηφάνια που χάσαμε, βάζοντας τον εθνομηδενισμό στο περιθώριο και κερδίζοντας ξανά την πατρίδα και την ταυτότητά μας. Μανώλη ευχαριστούμε για το δώρο που μας έκαμες, καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο…