ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος,Αποτέφρωση των ανθρώπινων σωμάτων: Αξιοπρεπής λύση ή ωμή ανακύκλωση;


Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος
 Αποτέφρωση των ανθρώπινων σωμάτων: Αξιοπρεπής λύση ή ωμή ανακύκλωση;

Το θέμα της μετά θά­να­τον καύ­σης και α­πο­τέ­φρω­σης των αν­θρώ­πι­νων σω­μά­των α­πα­σχο­λεί την εκ­κλη­σι­α­στική κοι­νό­τητα ι­δι­αί­τερα κατά την τε­λευ­ταία ει­κο­σα­ε­τία, α­φό­του άρ­χι­σαν συ­ζη­τή­σεις για την νο­μο­θέ­τησή της (θε­σπί­σθηκε με δι­α­δο­χι­κούς νό­μους το 2006, 2014 και 2016).

Α­σφα­λώς η Ελ­λη­νική Πο­λι­τεία εί­ναι αρ­μό­δια να νο­μο­θε­τεί, αλλά και η Εκ­κλη­σία πα­ρα­μέ­νει ε­λεύ­θερη έ­ναντι του Κρά­τους να τη­ρεί τις πα­ρα­δό­σεις Της, μα­κριά από κάθε κο­σμική ε­πιρ­ροή και ε­πέμ­βαση, και υ­πο­χρε­ού­ται να α­πευ­θύ­νε­ται στα μέλη Της κα­τα­θέ­τον­τας την ά­ποψη και την μαρ­τυ­ρία Της επί του ζη­τή­μα­τος αυ­τού, κα­θώς αφορά ά­μεσα στην ζωή και στην Θε­ο­λο­γία Της.

Το αν­θρώ­πινο σώμα και η ε­πι­λογή της τα­φής
Το σώμα συ­νι­στά στοι­χείο της υ­πό­στα­σης του αν­θρώ­που, ο οποίος έ­χει πλα­σθεί κατ’ ει­κόνα και καθ’ ο­μοί­ωση του Θεού (Γέν. 1,24) με προ­ο­πτική όχι τον θά­νατο, αλλά την αι­ω­νι­ό­τητα και την ελ­πίδα της Α­νά­στα­σης. Η Εκ­κλη­σία θε­ω­ρεί το αν­θρώ­πινο σώμα ως «ιερό», ο­νο­μά­ζον­τάς το ναό του Α­γίου Πνεύ­μα­τος (Α΄ Κορ. 6,19). Τρανό πα­ρά­δει­γμα γι’ αυτό από την ζωή της Εκ­κλη­σίας α­πο­τε­λεί η τι­μη­τική προ­σκύ­νηση των ι­ε­ρών λει­ψά­νων των Α­γίων. Α­φού το σώμα των Αγίων κο­πί­ασε για την δόξα του Θεού, αυ­τοί έ­λα­βαν ως θεία δω­ρεά και μετά τον σω­μα­τικό θά­νατό τους χάρη, έ­λεος και δύ­ναμη, με α­πο­τέ­λε­σμα να θαυ­μα­τουρ­γούν.

Η ταφή α­νή­κει στην πα­ρά­δοση της Εκ­κλη­σίας, η ο­ποία έ­χον­τας ως βάση την Ευ­αγ­γε­λική και Πα­τε­ρική δι­δα­σκα­λία σέ­βε­ται το αν­θρώ­πινο σώμα ως δη­μι­ούρ­γημα του Θεού, γι’ αυτό και το εν­τα­φι­α­σμένο σώμα γί­νε­ται αν­τι­κεί­μενο φρον­τί­δας και προ­σευ­χών. Το νε­κρό σώμα το θε­ω­ρεί όχι ως «στε­ρεό α­πό­βλητο», ό­πως (κατ’ α­πο­τέ­λε­σμα) το αν­τι­με­τω­πί­ζουν οι θι­α­σώ­τες της α­πο­τέ­φρω­σης, αλλά το πε­ρι­βάλ­λει με σε­βα­σμό και τιμή.

Τους δε αν­θρώ­πους που φεύ­γουν από την ζωή η Εκ­κλη­σία τους ο­νο­μά­ζει κε­κοι­μη­μέ­νους, δι­ότι βρί­σκον­ται σε α­να­μονή για να ξυ­πνή­σουν, α­φού η αν­θρώ­πινη ζωή δεν κλεί­νε­ται σε δύο η­με­ρο­μη­νίες, δεν έχει την χρο­νική δι­άρ­κεια που γρά­φε­ται στις τα­φό­πλα­κες, και οι κε­κοι­μη­μέ­νοι θα α­να­στη­θούν την η­μέρα της Δευ­τέ­ρας και εν­δό­ξου Πα­ρου­σίας του Κυ­ρίου. Γι᾿ αυτό και τους τό­πους ό­που φι­λο­ξε­νούν­ται τα σώ­ματα των κε­κοι­μη­μέ­νων, και ως εκ τού­του δι­α­θέ­τουν και αυ­τοί ι­ε­ρό­τητα, τους ο­νο­μά­ζει «κοι­μη­τή­ρια». Η ε­πι­λογή λοι­πόν της Εκ­κλη­σίας να ε­να­πο­θέ­τει τα κε­κοι­μη­μένα μέλη Της μέσα στην γη και σε στάση κοί­μη­σης, συμ­βο­λί­ζει την προσ­δο­κία της Α­νά­στα­σης και εκ­δη­λώ­νει την α­γάπη Της προς τον άν­θρωπο, α­κόμη και ως νε­κρό.

Εί­ναι ε­πί­σης κα­τα­νο­ητό, ότι υ­πάρ­χουν και άν­θρω­ποι που α­δυ­να­τούν να α­πο­δε­χθούν με ρε­α­λι­σμό το γε­γο­νός του θα­νά­του. Η αν­θρώ­πινη αυτή α­δυ­να­μία, με­ταξύ άλ­λων, ε­ξη­γεί γι­ατί δεν αν­τέ­χουν στην δι­α­τή­ρηση της μνή­μης, της σχε­τι­κής με τον θά­νατο των οι­κείων τους (ό­πως τα τα­φικά μνη­μεία), ή στην ι­δέα της α­πο­σύν­θε­σης του δι­κού τους σώ­μα­τος. Την α­δυ­να­μία αυτή νικά και υ­περ­βαί­νει η θε­τική α­πάν­τηση στο κρί­σιμο ε­ρώ­τημα: υ­πάρ­χει ζωή μετά τον θά­νατο; Η α­πάν­τηση σε αυτό το ε­ρώ­τημα κα­θο­ρί­ζει και την α­νά­λογη στάση α­πέ­ναντι στο νε­κρό σώμα.

Οι υ­πέρ­μα­χοι της καύ­σης

Από τους υ­πε­ρα­σπι­στές της καύ­σης γί­νε­ται ε­πί­κληση «τε­χνι­κών» λό­γων (χω­ρο­τα­ξι­κών, πε­ρι­βαλ­λον­τι­κών, οι­κο­νο­μι­κών), οι ο­ποίοι, του­λά­χι­στον μέσα από μία θε­ο­λο­γική θε­ώ­ρηση των πρα­γμά­των, δεν μπο­ρούν να α­πο­τε­λέ­σουν για τα μέλη της Εκ­κλη­σίας ε­παρ­κείς λό­γους για την βί­αιη κα­τα­στροφή του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Ε­ξάλ­λου, κράτη με πο­λυ­πλη­θέ­στερα α­στικά κέν­τρα, ό­που οι κά­τοι­κοί τους α­κο­λου­θούν την πα­ρά­δοση της τα­φής (π.χ. μου­σουλ­μά­νοι), έ­χουν βρει λύ­σεις στα πα­ρα­πάνω ζη­τή­ματα.

Α­κόμη, δι­α­τυ­πώ­νε­ται η ά­ποψη, ότι κα­θέ­νας πρέ­πει να έ­χει ελευ­θε­ρία ε­πι­λο­γής α­νά­μεσα στην ταφή ή την καύση. Η Εκ­κλη­σία ως κοι­νό­τητα, που εί­ναι κατ’ ε­ξο­χήν χώ­ρος ε­λευ­θε­ρίας, δεν κα­τα­ναγ­κά­ζει κα­νέ­ναν άν­θρωπο να τη­ρεί τις πα­ρα­δό­σεις Της. Έ­χει ό­μως το δι­καί­ωμα να θε­ω­ρή­σει την καύση ως με­τα­χεί­ριση αν­τί­θετη προς τις αρ­χές, την πα­ρά­δοση και τα έ­θιμά Της και να α­πο­φαν­θεί ότι ό­ποιος ε­πι­λέ­ξει την καύση αυ­το­νο­μεί­ται, α­φού δι­α­φο­ρο­ποι­εί­ται από βα­σι­κές δι­δα­σκα­λίες και τον τρόπο της ζωής Της. Προ­φα­νώς, ό­σοι δεν θέ­λουν να α­κο­λου­θή­σουν την πα­ρά­δοση της Εκ­κλη­σίας, έ­χουν το δι­καί­ωμα να επι­λέ­ξουν την α­πο­τέ­φρωση, ο­πότε δεν θα τύ­χουν Ε­ξο­δίου Α­κο­λου­θίας (Κη­δείας) από την Εκ­κλη­σία.

Προ­βάλ­λε­ται και το παι­δα­ρι­ώ­δες ε­πι­χεί­ρημα, ότι η Εκ­κλη­σία απορ­ρί­πτει την καύση και προ­τιμά την ταφή για ι­δι­ο­τε­λείς λό­γους. Όμως πρώ­τον, οι Δή­μοι εί­ναι που λει­τουρ­γούν τα κοι­μη­τή­ρια και ει­σπράτ­τουν τα τέλη από τους τά­φους και τα ο­στε­ο­φυ­λά­κια. Δεύ­τε­ρον, εάν η Εκ­κλη­σία έ­θετε ως προ­τε­ραι­ό­τητα ο­ποι­ο­δή­ποτε (δή­θεν) οι­κο­νο­μικό ό­φε­λος, θα έ­πραττε το αν­τί­θετο και θα προ­έ­τρεπε τους ορ­θό­δο­ξους κλη­ρι­κούς να ψά­λουν την Νε­κρώ­σιμο Α­κο­λου­θία και για ό­σους α­πο­τε­φρώ­νον­ται.

Ε­πι­πλέον υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ότι η σύγ­χρονη α­πο­τέ­φρωση εί­ναι πε­ρισ­σό­τερο «α­ξι­ο­πρε­πής» για το αν­θρώ­πινο σώμα από την ταφή. Προς τον σκοπό αυτό γί­νε­ται σύγ­κριση της σύγ­χρο­νης α­πο­τέ­φρω­σης όχι με την ταφή καθ’ ε­αυ­τήν ως νε­κρικό έ­θιμο, αλλά με τα κα­κώς κεί­μενα, τα φαι­νό­μενα ε­κμε­τάλ­λευ­σης ή την α­πα­ξι­ω­τική με­τα­χεί­ριση σε δι­ά­φορα δη­μο­τικά κοι­μη­τή­ρια (π.χ. κο­ρε­σμένα κοι­μη­τή­ρια, υ­ψηλά δη­μο­τικά τέλη, ε­κτα­φές με τρόπο που δεν τιμά τον νε­κρό). Αυτή ό­μως δεν εί­ναι ορθή βάση σύγ­κρι­σης. Η α­πάν­τηση στο ε­πι­χεί­ρημα αυτό θα πρέ­πει να εί­ναι η α­παί­τηση των πο­λι­τών να βελ­τι­ω­θούν οι συν­θή­κες στα δη­μο­τικά κοι­μη­τή­ρια, να ι­δρυ­θούν νέα κοι­μη­τή­ρια, να υ­πάρ­χει τι­μη­τική, α­ξι­ο­πρε­πής και αν­θρώ­πινη με­τα­χεί­ριση των νε­κρών και των συγ­γε­νών τους από τις αρ­μό­διες δη­μο­τι­κές υ­πη­ρε­σίες και όχι η α­πο­τέ­φρωση.

Γι’ αυτό και εί­ναι ση­μαν­τικό, ό­σοι δεν θέ­λουν να α­κο­λου­θή­σουν την πα­ρά­δοση της Εκ­κλη­σίας, να έ­χουν πλήρη ε­νη­μέ­ρωση για το πε­ρι­ε­χό­μενο της α­πο­τέ­φρω­σης, ώ­στε να κρί­νουν εάν πρά­γματι εί­ναι τι­μη­τική για το αν­θρώ­πινο σώμα, πριν προ­βούν στην ε­πι­λογή αυτή.

Η καύση των νε­κρών στην αρ­χαι­ό­τητα

Προ­βάλ­λε­ται ότι η α­πο­τέ­φρωση, ό­πως γί­νε­ται σή­μερα, α­νή­κει δή­θεν στην αρ­χαία ελ­λη­νική πα­ρά­δοση, γι­ατί σε πολ­λές πό­λεις οι αρ­χαίοι Έλ­λη­νες έ­και­γαν τα σώ­ματα των νε­κρών. Ό­μως, στις αρ­χαίες πό­λεις – κράτη συ­νη­θι­ζό­ταν είτε η ταφή είτε η καύση των νε­κρών σω­μά­των και α­κο­λού­θως η ταφή των ο­στών που α­πέ­με­ναν από την πυρά. Δη­λαδή, α­κόμα και στην πε­ρί­πτωση της καύ­σης στην αρ­χαία Ελ­λάδα, α­κο­λου­θούσε πάν­τοτε η ταφή του σκε­λε­τού και οι τα­φι­κές τι­μές προς τον νε­κρό. Μέ­χρι σή­μερα η αρ­χαι­ο­λο­γική σκα­πάνη βρί­σκει τα­φές με σκε­λε­τούς ή με καμ­μένα ο­στά (λ.χ. το­πο­θε­τη­μένα σε νε­κρι­κές λάρ­να­κες ή αγ­γεία) μαζί με ση­μαν­τικά κτε­ρί­σματα, που συ­νό­δευαν τον νε­κρό, δεί­γμα της θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας και του σε­βα­σμού των αρ­χαίων Ελ­λή­νων στους νε­κρούς τους. Αυτή εί­ναι η πο­λι­τι­στική πα­ρά­δοση της χώ­ρας μας. Η σύγ­χρονη α­πο­τέ­φρωση, ό­πως α­να­λύ­ε­ται κα­τω­τέρω, δεν έ­χει κα­μία σχέση με την καύση των νε­κρών στην αρ­χαία Ελ­λάδα.


Η α­πο­τέ­φρωση σή­μερα

Σή­μερα πλα­νά­ται από κερ­δο­σκό­πους η ψευ­δής ει­κόνα, ότι δή­θεν η α­πο­τέ­φρωση γί­νε­ται με α­πλή καύση του σώ­μα­τος στην πυρά, ό­πως σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις γι­νό­ταν στην αρ­χαι­ό­τητα. Αυτό εί­ναι α­να­λη­θές.

Κατά την σύγ­χρονη δι­α­δι­κα­σία της –κατ’ ευ­φη­μι­σμόν– «α­πο­τέ­φρω­σης», μετά από την καύση του νε­κρού σε κλί­βανο ο αν­θρώ­πι­νος σκε­λε­τός ρί­χνε­ται σε η­λε­κτρικό σπα­στήρα (μί­ξερ, cremulator), θρυμ­μα­τί­ζε­ται και με­τα­τρέ­πε­ται σε σκόνη. Ει­δι­κό­τερα η α­πο­τέ­φρωση δι­ε­ξά­γε­ται σε δύο φά­σεις:

α) Στην πρώτη φάση ο νε­κρός ει­σέρ­χε­ται σε κλί­βανο και μετά την καύση του σώ­μα­τός του δεν α­πο­μέ­νει η τέ­φρα, αλλά ο αν­θρώ­πι­νος σκε­λε­τός. Ό,τι δη­λαδή θα α­πέ­μενε και μετά την ταφή στο κοι­μη­τή­ριο. Ε­νί­οτε, κατά την δι­άρ­κεια της καύ­σης, ο υ­πάλ­λη­λος του α­πο­τε­φρω­τη­ρίου α­νοί­γει τον κλί­βανο και με σι­δε­ρέ­νια ερ­γα­λεία σπάει τα ο­στά του νε­κρού σε μι­κρό­τερα τμή­ματα.

β) Στην δεύ­τερη φάση συλ­λέ­γον­ται τα ο­στά από τον κλί­βανο και ρί­χνον­ται σε μί­ξερ (σπα­στήρα ο­στών, cremulator). Το μί­ξερ κο­νι­ορ­το­ποιεί τον σκε­λετό και τον με­τα­τρέ­πει σε σκόνη. Η σκόνη συλ­λέ­γε­ται σε δο­χείο («τε­φρο­δόχο») και πα­ρα­δί­δε­ται στους οι­κεί­ους του νε­κρού.

Ε­πο­μέ­νως, ό­ταν σή­μερα γί­νε­ται λό­γος για «α­πο­τέ­φρωση», δεν κυ­ρι­ο­λε­κτεί­ται ο ό­ρος. Ούτε οι συγ­γε­νείς πα­ρα­λαμ­βά­νουν την «τέ­φρα» του νε­κρού από το α­πο­τε­φρω­τή­ριο. Αυτό που πα­ρα­λαμ­βά­νουν δεν εί­ναι το προ­ϊόν της καύ­σης (τέ­φρα, στάχτη), αλλά η σκόνη (τρίμ­ματα) από τα ο­στά, τα ο­ποία ρί­χθη­καν σε σπα­στήρα ο­στών (μί­ξερ) μετά την καύση.

Από την ά­ποψη αυτή, η σύγ­χρονη «α­πο­τέ­φρωση νε­κρών» δεν δι­α­φέ­ρει και πολύ από την «α­να­κύ­κλωση α­πορ­ριμ­μά­των». Εί­ναι σα­φές ότι, του­λά­χι­στον για το ή­θος της Εκ­κλη­σίας μας, αυτή η δι­α­δι­κα­σία μη­χα­νι­κού α­φα­νι­σμού του σώ­μα­τος δεν τιμά τον νε­κρό. Η Εκ­κλη­σία αρ­νεί­ται ότι εί­ναι α­ξι­ο­πρε­πές για τον κε­κοι­μη­μένο άν­θρωπο να καεί σε κλί­βανο και να θρυμ­μα­τι­σθεί σε μί­ξερ.

Σε ό,τι α­φορά στην δι­α­χεί­ριση της «τέ­φρας», η νο­μο­θε­σία (νό­μος 4368/2016 άρ­θρο 92, ΦΕΚ Α΄ 21/2016) την υ­πο­βι­βά­ζει στην κα­τη­γο­ρία των ι­δι­ω­τι­κών α­πορ­ριμ­μά­των. Η με­τέ­πειτα τύχη της «τέ­φρας» α­πο­τε­λεί ι­δι­ω­τική υ­πό­θεση των συγ­γε­νών, χω­ρίς κρα­τικό έ­λεγχο προ­στα­σίας του πε­ρι­βάλ­λον­τος και της δη­μό­σιας υ­γείας (π.χ. τρο­φι­κής αλυ­σί­δας). Ε­πι­τρέ­πε­ται στους συγ­γε­νείς (εάν θέ­λουν να α­πο­φύ­γουν τα έ­ξοδα φύ­λα­ξης της τε­φρο­δό­χου σε κοι­μη­τή­ριο ή α­πο­τε­φρω­τή­ριο) να σκορ­πί­σουν την «τέ­φρα», είτε ε­λεύ­θερα στην θά­λασσα είτε σε πε­ρι­οχή ε­κτός σχε­δίου πό­λης (α­δι­ά­φορο αν εί­ναι κα­τοι­κη­μένη ή καλ­λι­ερ­γού­μενη), είτε να ρί­ξουν την τε­φρο­δόχο στην θά­λασσα, υπό τον όρο ότι το σκεύος μπο­ρεί να δι­α­λυ­θεί στο νερό. Δεν προ­βλέ­πε­ται κα­νέ­νας έ­λεγ­χος από κρα­τική ή δη­μο­τική υ­πη­ρε­σία προς δι­α­σφά­λιση της δη­μό­σιας υ­γείας και α­πό­κει­ται στην νο­μι­μο­φρο­σύνη και ευ­αι­σθη­σία των συγ­γε­νών, εάν και πώς θα τη­ρή­σουν τις πα­ρα­πάνω ε­πι­λο­γές του νό­μου. Πρα­κτικά, δη­λαδή, μετά από την πα­ρά­δοση της τε­φρο­δό­χου στην οι­κο­γέ­νεια του νε­κρού, η τύχη της α­γνο­εί­ται από το Κρά­τος.

Συμ­πε­ρα­σμα­τικά

Όλα τα πα­ρα­πάνω δεν εί­ναι ευ­ρέως γνω­στά στην πλει­ο­ψη­φία της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, η ο­ποία γί­νε­ται δέ­κτης συν­θη­μά­των ή δι­α­φη­μί­σεων περί της δή­θεν α­ξι­ο­πρε­πούς λύ­σης της α­πο­τέ­φρω­σης, αλλά προ­φα­νώς α­γνοεί την βι­αι­ό­τητα και ε­χθρό­τητα προς το αν­θρώ­πινο σώμα, η ο­ποία ε­πι­δει­κνύ­ε­ται κατά την σύγ­χρονη δι­α­δι­κα­σία α­πο­τέ­φρω­σης.

Α­ξι­ο­ση­μεί­ωτο δε εί­ναι ότι κά­ποιοι ψυ­χο­λό­γοι θε­ω­ρούν πως η σύγ­χρονη μέ­θο­δος α­πο­τέ­φρω­σης α­πο­τε­λεί σε ε­πί­πεδο φαν­τα­σι­ακό ένα ι­σο­δύ­ναμο της αυ­το­κτο­νίας.

Α­σφα­λώς υ­πάρ­χουν άν­θρω­ποι, που δεν α­πο­δέ­χον­ται την κοινή Πί­στη και Ζωή του Σώ­μα­τος του Χρι­στού ή ε­πι­λέ­γουν κατά το δο­κούν ποι­ους κα­νό­νες και πα­ρα­δό­σεις της Εκ­κλη­σίας θα α­κο­λου­θούν. Α­κρι­βώς ε­πειδή η Εκ­κλη­σία σέ­βε­ται την ε­λευ­θε­ρία της ε­πι­λο­γής τους να πα­ρα­δο­θούν στην πυρά, είτε ε­πι­θυ­μούν Κη­δεία είτε όχι, πα­ρό­μοια και ε­κεί­νοι ο­φεί­λουν να α­να­γνω­ρί­σουν την ε­λευ­θε­ρία της Εκ­κλη­σίας να μην υ­πο­χρε­ω­θεί να τε­λέ­σει Ε­ξό­διο Α­κο­λου­θία για κά­ποιον, που α­πο­φά­σισε να μην α­νή­κει κα­θό­λου ή να α­νή­κει ε­πι­λε­κτικά στην Εκ­κλη­σία, α­φού α­πορ­ρί­πτει ο­ρι­σμέ­νες από τις νε­κρι­κές Της πα­ρα­δό­σεις, ό­πως την ταφή.

Δι­α­φο­ρε­τική εί­ναι η αν­τι­με­τώ­πιση της Εκ­κλη­σίας προς ε­κεί­νους, οι ο­ποίοι α­κού­σια ή μαρ­τυ­ρικά (π.χ. στις κα­τα­στρο­φι­κές πυρ­κα­γιές) γνώ­ρι­σαν τέ­τοιο σκληρό θά­νατο και φυ­σικά τί­ποτα και κα­νείς δεν θα μπο­ρέ­σει να «εμ­πο­δί­σει» τον Θεό, στην Δευ­τέρα Πα­ρου­σία, να α­να­στή­σει τους αν­θρώ­πους, τόσο από τα ο­στά, όσο και από την τέ­φρα τους.

Πρέ­πει, ό­μως, να κα­τα­νο­ή­σουν ό­λοι, α­κόμη και εάν δεν εί­ναι μέλη της Εκ­κλη­σίας ή «αρ­νούν­ται την α­θα­να­σία» ή ψά­χνουν τρό­πους όσο το δυ­να­τόν πιο «α­νώ­δυ­νου» χει­ρι­σμού του θα­νά­του, ότι η α­παν­θρά­κωση του σώ­μα­τος και η σύν­θλιψή του α­πο­τε­λεί εκ­δή­λωση που κατ’ ου­σίαν «βε­βη­λώ­νει» την αν­θρώ­πινη ύ­παρξη. Για την Εκ­κλη­σία ο κάθε άν­θρω­πος εί­ναι «κατ’ ει­κόνα Θεού» πλα­σμέ­νος. Τα νε­κρά σώ­ματα δεν εί­ναι α­πορ­ρίμ­ματα! Δεν εί­ναι ά­χρη­στα αν­τι­κεί­μενα, τα ο­ποία πρέ­πει να πα­ρα­δο­θούν στην φω­τιά και στον θρυμ­μα­τι­σμό, δη­λαδή σε ένα βί­αιο α­φα­νι­σμό. Η Εκ­κλη­σία αρ­νεί­ται την καύση, ε­πειδή αρ­νεί­ται το α­με­τά­κλητο αν­θρώ­πινο τέ­λος και την βία προς το αν­θρώ­πινο πρό­σωπο. Εί­ναι τρα­γικό να καίμε και να κο­νι­ορ­το­ποι­ούμε ό,τι έχει α­λη­θινή α­ξία.

Η Εκ­κλη­σία ε­πι­λέ­γει και ε­φαρ­μό­ζει την ταφή, δι­ότι σέ­βε­ται το σώμα του κε­κοι­μη­μέ­νου αν­θρώ­που, έ­χει πί­στη και ελ­πίδα στο αι­ώ­νιο μέλ­λον και α­να­θέ­τει στην φύση την ευ­θύνη της φθο­ράς του φυ­σι­κού πα­ρόν­τος του αν­θρώ­που.

ΕΚ ΤΗΣ Ι­Ε­ΡΑΣ ΣΥ­ΝΟ­ΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛ­ΛΑ­ΔΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου