ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης: Μαυρόλυκοι, Ανταρόλυκοι και Game of Thrones

Στη βιβλιοθήκη μου, εδώ και χρόνια, βρίσκεται ένα βιβλίο· μου το είχε φέρει ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ένας πραγματικός συλλέκτης βιβλίων και αυθεντικός βιβλιοφάγος, που, μη έχοντας παιδιά, εμπλούτισε τις βιβλιοθήκες των ανιψιών του με εκατοντάδες βιβλία κάθε είδους. Ο Θεός να τον αναπαύσει· το όνομά του, Γεώργιος. 

Το βιβλίο αυτό το είχα ακουστά από τα εφηβικά μου χρόνια, γιατί είχαμε διδαχτεί ένα δυο αποσπάσματα στο σχολείο, στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Απ’ αυτά τα αποσπάσματα, μου ’χε κάνει εντύπωση το περιεχόμενό του, αν και δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι έλεγε (ιστορικό βιβλίο ήταν ή μυθιστόρημα;), και τα τελευταία χρόνια – αφότου ανέλπιστα μου το έφερε ο θείος μου – το ’βλεπα στο ράφι, σφηνωμένο και στριμωγμένο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, άσχετα βιβλία, αλλά δεν είχα κάνει τη μαγική κίνηση να το ανοίξω. Περνούσαν τα χρόνια, «έφυγε» ο θείος μου, μεγάλωνα κι εγώ, και το βιβλίο παρέμενε εκεί, σταθερά, να με κοιτάζει σιωπηλό, νοσταλγικό και αδιάβαστο, σαν αυτό να ήταν το μυστικό μας, το μυστικό το δικό μου και του βιβλίου. Ήταν μυστικό, γιατί κανείς άλλος, εκτός από μένα, δεν ήξερε ότι αυτό το βιβλίο είχε κάποια σημασία για μένα· κανείς άλλος στο σπίτι, εκτός από μένα, δεν ήξερε καν την ύπαρξη αυτού του βιβλίου, ούτε είχε προσέξει την παρουσία του σ’ εκείνο το ράφι. Όμως, πριν από κανένα μήνα, ούτε θυμάμαι γιατί και πώς, αποφάσισα πως επιτέλους είχε έρθει η ώρα του. Πήρα βαθιά ανάσα, το τράβηξα από το ράφι και το άνοιξα. 

Μετά το πρώτο κεφάλαιο, σχεδόν δεν μπορούσα να το αφήσω απ’ τα χέρια μου· το διάβασα αχόρταγα, μερικές φορές βουρκωμένος, ανατρέχοντας συχνά στον μεγάλο γενεαλογικό πίνακα με τα ονόματα, που προέτασσε ο συγγραφέας, για να μου υπενθυμίζει ποιος είναι ποιος, και σύντομα τελείωσα τον πρώτο τόμο. 

Έτρεξα στη βιβλιοθήκη. Ο δεύτερος τόμος δεν ήταν εκεί όπου νόμιζα, δίπλα στη θέση του αδερφού του, του πρώτου. Τι μπελάς! Και τώρα; 

Κατέβηκα στο Μυστικό Κελάρι των Βιβλίων – στη μεγάλη αποθήκη, γεμάτη πράγματα ανάκατα, που ο ένας τοίχος είναι ολόκληρος γεμάτος ράφια, με εκατοντάδες βιβλία ξεχασμένα, τα περισσότερα αδιάβαστα. Έλπιζα ότι μπορεί ο δεύτερος τόμος να είχε ξεμείνει εκεί· έκανα και μια αίτηση στον άγιο Φανούριο, να ’χει το νου του. Και τον βρήκα. 

Χθες το βράδυ τελείωσα και το δεύτερο τόμο. Ενθουσιασμένος, συγκινημένος, αναβαπτισμένος, συναρπασμένος, θέλω τώρα να μοιραστώ μαζί σας αυτό το ταξίδι. 

Το βιβλίο, για το οποίο μιλάω, ο θησαυρός, ο κρυμμένος επί σειρά ετών στις βιβλιοθήκες του σπιτιού μου, είναι οι Μαυρόλυκοι, ένα επικό μυθιστόρημα του Θανάση Πετσάλη – Διομήδη, που αφηγείται μια περιπέτεια διακοσίων πενήντα ετών, την περιπέτεια μιας πολυμελούς και πολύκλωνης οικογένειας, που είναι συγχρόνως και η περιπέτεια του τόπου μας και του λαού μας. 


*** 
Η ιστορία των Μαυρόλυκων αρχίζει γύρω στο 1550 σ’ ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου, το Αθαλάσσι. 

Πρώτος αιώνας της Τουρκοκρατίας, βία, αναλφαβητισμός, φτώχεια, τρομοκρατία, πολιτισμικό σκοτάδι, μεσαίωνας. Ελάχιστοι μόνο σαν κάτι να θυμούνται, πως εδώ ήταν Ρωμιοσύνη, ελευθερία, πολιτισμός, πλούτος, γράμματα, βασίλειο δικό μας, που οι ρίζες του – αθάνατες, ένδοξες ρίζες – κρατούν χιλιάδες χρόνια πίσω. Μερικοί ελπίζουν, κάποιοι φωτισμένοι ή ονειροπόλοι επιχειρούν ξεσηκωμούς, αποτυχημένους πάντοτε και προδομένους, όπως έχει δείξει η ιστορία του Γένους μας. 

Η οικογένεια ξεριζώνεται για ν’ αποφύγει το παιδομάζωμα, που περιγράφεται με δραματικό ρεαλισμό. Ματωμένοι, τσακισμένοι, ορφανεμένοι, μισοί, κυνηγημένοι, έρχονται στη Μεθώνη, στο Γαλαξίδι, στην Πάργα, κι από πίσω η φωτιά, η βία, οι πόλεμοι, οι κουρσάροι, οι Τούρκοι, οι Βενετοί… Κι από εκεί στην Πόλη, στην Ήπειρο, στη Ρούμελη, στην Κρήτη, την Αθήνα, τη Μολδοβλαχία, τη Βιέννη… Άλλοι εδώ, άλλοι εκεί. Άλλοι τουρκεύουν, άλλοι φραγκεύουν, άλλοι ζουν μέσα στη φτώχεια, στο σκοτάδι, στην άγνοια. Γίνονται τόσο πολλοί κλάδοι, που, μετά από μερικές γενιές, ο καθένας αγνοεί την ύπαρξη των άλλων. Κάποιοι γίνονται ήρωες, άλλοι τυχοδιώκτες, ληστές, πλούσιοι έμποροι, ιερείς, δάσκαλοι, Φαναριώτες με καίριες θέσεις στο Πατριαρχείο ή στη σουλτανική κυβέρνηση (την Υψηλή Πύλη), όπου κάθε μέρα κινδυνεύεις να βρεθείς κρεμασμένος… 

Πολεμούν, ερωτεύονται, εργάζονται, αγωνίζονται, συνωμοτούν, αντιστέκονται, ελπίζουν, απελπίζονται, αυτοκτονούν, σώζονται, αδικούνται, δικαιώνονται, αντιμετωπίζουν θανατηφόρες επιδημίες, κάνουν όλα όσα περιλαμβάνει η ζωή, και μέσα σ’ αυτή την πολυπρόσωπη και πολυτάραχη ανθρωποθάλασσα (που φωτίζει κατά στιγμές και τα πάθη και τους αγώνες δεκάδων άλλων ανθρώπων του λαού και της αριστοκρατίας) κατεβαίνει σαν ποτάμι ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός, μέσα από μεγάλες και δραματικές στιγμές του: η απερίσκεπτη επανάσταση του Διονύσιου Σκυλόσοφου, ο αγώνας του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι να μορφώσει το Γένος, η πολιορκία και η πτώση του Χάνδακα (Ηρακλείου), με την οποία πατήθηκε ολοκληρωτικά η Κρήτη, η πολιορκία των Αθηνών και τα κανόνια του Μοροζίνι ενάντια στην Ακρόπολη, ο αγώνας και το μαρτύριο του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, τα Ορλωφικά, ο αγώνας, το όνειρο και το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα! Και τελειώνει το έργο, μετά από δυόμισι αιώνων εποποιία, με τον απόηχο της προσπάθειας του Ρήγα, την πρώτη σοβαρή αύρα που φύσηξε στην Ελλάδα και προετοίμασε την Επανάσταση. Και πάλι, λίγα είπα. 

Ως γνήσιος άνθρωπος του πνεύματος, ο συγγραφέας τίποτα δεν κρύβει· τα πάθη, τις αδυναμίες, τα ελαττώματα, τα στραβοπατήματα, τις μικρότητες και τις αποτυχίες του λαού μας, τα φωτίζει και τα περιγράφει με ειλικρίνεια αφοπλιστική. Τη βία και τη ματαιότητα του πολέμου, την αηδία, το θάνατο και τη σήψη τα παραθέτει, μπορώ να πω, με ωμότητα – όχι όμως χυδαιότητα. Είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, δίκαια καταξιωμένος και πολυβραβευμένος στην εποχή του. Δεν έγραψε μόνο αυτό, αλλά και ένα εφάμιλλο μυθιστόρημα για την Επανάσταση του 1821 (τον Ελληνικό Όρθρο) και πολλά ακόμη, άσχετα με την ιστορία, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα κ.λ.π. Το όνομά του, το ξαναλέω: Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης. Γεννήθηκε το 1904 και κοιμήθηκε στις 7 Απριλίου 1995. 

Είναι ένας από τους μεγάλους συγγραφείς μας, που συνέθεσε μια λογοτεχνική τοιχογραφία ολόκληρης της ελληνικής (ή ίσως θα ’πρεπε να πω: βαλκανικής) κοινωνίας σε μια εκτενή περίοδο της ιστορίας μας, μια τοιχογραφία που θα μπορούσε να γίνει για μας «κτήμα ες αεί» (αιώνια κληρονομιά), κι όμως την αγνοούμε απελπιστικά, όπως αγνοούμε τους περισσότερους από τους ανεκτίμητους θησαυρούς του πολιτισμού και της παράδοσής μας και, ως υποκατάστατα, καταναλώνουμε πολιτισμικά υποπροϊόντα που ξεπλένουν στον τόπο μας οι κάθε λογής Έμποροί των Εθνών. 

*** 

Στις μέρες μας, το ιστορικό μυθιστόρημα και η λογοτεχνία φαντασίας (όπως και οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές φαντασίας) βρίσκονται σε έξαρση. Ολόκληρες σειρές κινηματογραφικών υπερπαραγωγών με ιστορίες υπερηρώων ή επιστημονικής φαντασίας προβάλλονται κάθε χρόνο, πολυαναμενόμενες μάλιστα, σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου ταυτόχρονα. Σειρές μυθιστορημάτων φαντασίας και τρόμου ή «ηρωικής φαντασίας», που μεταφέρονται και σε τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, όπως το Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου του Τζωρτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν (τηλεοπτικό Game of Thrones), οι περιπέτειες του Χάρι Πότερ και τα Φανταστικά Ζώα (η συνέχεια του Χάρι Πότερ στο ίδιο «σύμπαν») ή τα βαμπιρικά έπη Vampire Diaries, The Twilight Saga κ.λ.π., αποκτούν εκατομμύρια παθιασμένους οπαδούς και χαρακτηρίζονται «εκδοτικά και τηλεοπτικά φαινόμενα», αποφέροντας βέβαια ιλιγγιώδη οικονομικά κέρδη και κοινωνική καταξίωση στους συντελεστές τους. Οι άνθρωποι διψούν να αποδράσουν από τη σκούρα και καταθλιπτική πραγματικότητα, που τους εξευτελίζει και τους συντρίβει, και η ψυχαγωγία αυτού του τύπου λειτουργεί – επιτρέψτε μου – ως νέο πνευματικό όπιο. Μεθυστικό, συναρπαστικό (και για μένα), ενίοτε και με μιαν επίφαση συναισθήματος και ανθρωπιάς, αλλά κατά βάσιν αποπροσανατολιστικό. 

Ενώ όμως διαβάζουμε τα μυθιστορήματα του Τζωρτζ Μάρτιν και κάθε Τζωρτζ Μάρτιν, αγνοούμε απελπιστικά ότι στη χώρα μας υπάρχουν αριστουργήματα σαν τους Μαυρόλυκους. Φυσικά, έτσι κι αλλιώς αγνοούμε τους κορυφαίους λογοτέχνες μας, που λάμπρυναν τα ελληνικά γράμματα (και πραγματικά φώτισαν την ελληνική κοινωνία) ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Κάποτε είχαν κύρος στην κοινωνία και πολλοί απ’ αυτούς είχαν σημειώσει και σπουδαία κοινωνική και πολιτική δράση. Εμείς τους μετατρέψαμε σε άχαρα φιλολογικά μαθήματα στις σχολικές αίθουσες και τα παιδιά μας δεν υποπτεύονται καν ότι είναι αληθινοί άνθρωποι που έχουν σπουδαία πράγματα να τους πουν, αμέσως δε μετά το σχόλασμα οι μαθητές διαγράφουν εντελώς απ’ τη μνήμη τους την ύπαρξή τους. 

Ως ένα σημείο, εμείς και τα παιδιά μας (παγιδευμένοι στο πολυμίξερ του καταναλωτισμού και της εξουθένωσης) είμαστε αθώοι. Από τη στιγμή όμως που το πληροφορηθούμε, είμαστε άξιοι της τύχης μας. Ακριβώς σαν να είμαστε στην εποχή του Ρήγα, την εποχή των Μαυρόλυκων. (Άραγε, ξέρεις για ποιον Ρήγα λέω, αγαπητέ αναγνώστη; Τα παιδιά μας, ξέρουν;). 

Έτσι, καταναλώνοντας μετά μανίας ιστορίες που μιλούν για φανταστικά, ψευδοϊστορικά βασίλεια, χάνουμε την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε με την πολύ πιο συναρπαστική πραγματική ιστορία μας (και όλων των λαών, ιδίως μάλιστα εκείνων, με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινές παραδόσεις, όπως οι βαλκανικοί και οι πρώην βυζαντινοί λαοί), που έχει να μας προσφέρει όχι μόνο ψυχαγωγία, αλλά και μόρφωση, αυτοσυνειδησία, προβληματισμό και έμπνευση. 

Αντί να καμαρώνουμε για τ’ ανδραγαθήματα και τα πολιτισμικά επιτεύγματα του λαού μας, να συγκινούμαστε με τις θυσίες του και να θρηνούμε για τις περιόδους υποτέλειας και τους εμφυλίους πολέμους μας, καμαρώνουμε, συγκινούμαστε και θρηνούμε για τους X-Men και τους Avengers, τον Τζων Σνόου και τη Ντενέρυς Ταργκάρυεν και τους κάθε λογής Μαχίρ και Μελέκ (γιατί και οι τούρκικες σαπουνόπερες έχουν γίνει πλέον βασικό στοιχείο της καθημερινής μας αποχαύνωσης)… Τα πρόσωπα που γεμίζουν τη φαντασία μας είναι οι παίχτες των ριάλιτις, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και μικρά παιδιά (σε «διαγωνισμούς ταλέντων» ή χαριτωμένα ριάλιτι μαγειρικής, που όμως αρπάζουν σιγά σιγά από τα παιδιά μας τα τελευταία ψήγματα υγιούς παιδικότητας)!... 

*** 
Οι Μαυρόλυκοι έχουν άλλο ένα πλεονέκτημα, εκτός από το γεγονός ότι μιλάνε για τους δικούς μας ήρωες, τους δικούς μας προγόνους, τα δικά μας βάσανα και τους πόθους της λευτεριάς, που είναι ακριβώς τόσο δραματικά επίκαιρα όσο και την περίοδο, για την οποία μιλούν. Το πλεονέκτημα αυτό είναι ότι γράφτηκαν τα έτη 1939-1945, εν μέσω πολέμου και κατοχής της χώρας μας από τον Άξονα. 

Ενώ η Ελλάδα ήταν κατακτημένη από τη ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και τη φασιστική Βουλγαρία, ο συγγραφέας καθόταν και έγραφε τους Μαυρόλυκους. Έγραφε δηλαδή ένα έπος για ανθρώπους που ονειρεύονται και αποζητούν τη λευτεριά τους ή που ξέχασαν τη λευτεριά τους και τον εαυτό τους και δεν αποζητούν τίποτα πια. 

Αυτό λοιπόν το μυθιστόρημα των υπέρ χιλίων σελίδων γράφτηκε για να βοηθήσει τους ανθρώπους να ανακτήσουν την ελευθερία της ψυχής τους και της χώρας τους και όχι με κίνητρο το χρήμα ή τη δόξα. Γράφτηκε ενώ έξω σφύριζαν οι σφαίρες και πέθαιναν άνθρωποι στους δρόμους από την πείνα, όχι στην άνεση και την ασφάλεια ενός γραφείου – βέβαια, σήμερα επίσης οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους. Μόνο που πεθαίνουν χωρίς σκοπό, σαν αρνιά (ή σαν έντομα;). Στην Κατοχή, όπως και στους αιώνες της Τουρκοκρατίας που αναφέρει, οι άνθρωποι συχνά πέθαιναν για έναν μεγάλο σκοπό. Και σήμερα πεθαίνουν, αλλά δεν υπάρχει σκοπός, ούτε ανάμνηση ότι κάποτε υπήρχε σκοπός, ούτε καν ελπίδα. Κι αυτό κάνει ακόμη πιο δραματικά επίκαιρο το βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με αίμα (μεταφορικά μιλώντας), όχι με μελάνι. 

Εδώ θα σταματήσω. Διαβάστε τους Μαυρόλυκους – αυτό έχω μόνο να πω προς το παρόν. Και, αν είμαστε καλά, πρώτα ο Θεός, θα επανέλθω. 

Ευχαριστώ. 

ΥΓ. Ανταρόλυκοι, όπως ξέρουν οι φίλοι, είναι ένα είδος λύκων, που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο Game of Thrones, αποχτώντας μια πνευματική σύνδεση με τ’ αφεντικά τους. Είναι από τα πιο συμπαθή στοιχεία εκείνου του μυθικού, λογοτεχνικού κόσμου. Έβαλα εδώ το όνομά τους κατ’ αντιπαράστασιν με τους Μαυρόλυκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου