ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, Ο Φώτης Κόντογλου: «Απόστολος της Ορθοδοξίας». Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος) γράφει για τον υμνωδό της καθ’ ημάς Ανατολής

πηγή: Ενδότοπος

Αναμφίβολα ο Φώτης Κόντογλου, πενήντα τρία χρόνια μετά το θάνατό του (Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), ακόμη και σήμερα, στους τόσο δύσκολους καιρούς, που για τους νεοέλληνες η πνευματική κρίση έχει λάβει τραγικές διαστάσεις, εξακολουθεί να χαρίζει πρωτόγνωρες συγκινήσεις. Αν κανείς παρακολουθήσει τα βιβλία που έχουν γραφεί γι’ αυτόν τον μύστη της καθ’ ημάς Ανατολής, θα διαπιστώσει ό,τι όλα σχεδόν κινούνται πάνω στον άξονα της πιστότητάς του στην πνευματική παράδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας[1]. Ολάκερο το έργο του, λογοτεχνικό, εικαστικό, δοκιμιακό και επιστολικό διαπνέεται από εκείνο το ευώδες άρωμα που αποπνέει η μακραίωνη ιστορία μας: αρχαιοελληνική, ελληνιστικά χρόνια, βυζαντινή περίοδος, Τουρκοκρατία, Νεότερος Ελληνισμός. Στην προκειμένη περίπτωση ορθότατα έχει χαρακτηριστεί ως εκείνος ο «ξακουσμένος παραμυθάς»[2], που με τα γραφόμενα και τη ζωγραφική του συγκινούσε μικρούς και μεγάλους.
Σ’ έναν από τους πολλούς αφιερωματικούς τόμους[3] που στη μνήμη του έχουν κυκλοφορήσει, διατρέχοντας πριν λίγο καιρό τις σελίδες του[4], ανακάλυψα ό,τι ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος), είχε καταθέσει τη δική του σκέψη για τον Αϊβαλιώτη λογοτέχνη και ζωγράφο[5]. Πρόκειται για ένα βραχύ προσφώνημα του μακαριστού λογίου ιεράρχη, το οποίο διάβασε στην κηδεία του Κόντογλου, που έγινε την 13η Ιουλίου 1965 στο ναό του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών. 
Πρωτότυπο αυτού του επικήδειου λόγου, πριν λίγο καιρό, προσπάθησα να βρω στα αρχεία της Μητροπόλεως Μυτιλήνης, στο πλαίσιο μιας έρευνας που εδώ και ένα χρόνο κάμω, να συγγράψω ένα βιβλίο για τους Μητροπολίτες Μυτιλήνης των 19ου και 20ου αιώνων. Δυστυχώς, όμως, απ’ ότι με πληροφόρησαν οι υπεύθυνοι του γραφείου της Μητροπόλεως, το αρχείο του μακαριστού ιεράρχη Ιακώβου Β΄ δεν απόκειται εκεί. Παρά ταύτα, εκείνο που αξίζει να σημειώσω εδώ είναι ό,τι ο επικήδειος λόγος του μητροπολίτη Ιακώβου Β΄[6], συνοδευόμενος κι από ένα μονοσέλιδο εισαγωγικό σημείωμα, αξίζει να σχολιαστεί για τον εξής λόγο: πέραν της καλής γνωριμίας που είχαν οι δύο άνδρες από τον καιρό που ακόμη ζούσαν στις Κυδωνίες, την κοινή τους πατρίδα, ο μακαριστός μητροπολίτης αποτιμά την προσωπικότητα του Φώτη Κόντογλου, ως ενός εκ των μεγάλων διδασκάλων του Γένους. 
Από τότε που ο Ιάκωβος Β΄ εγνώρισε τον Κόντογλου, στα 1920, πριν την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ήταν μαθητής στο Σχολαρχείο των Κυδωνιών και ο Κόντογλου καθηγητής σ’ αυτό[7], καταδεικνύεται ότι μεταξύ των αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία, η οποία εκράτησε μέχρι και το θάνατο του τελευταίου. Γι’ αυτήν γράφει ο Ιάκωβος Β΄: «ενθυμούμαι ότι ο Φώτιος Κόντογλου μας εδίδασκε την Γαλλικήν, αλλά πάντοτε, και εις την ώραν του μαθήματος και έξω από την αίθουσαν, δεν εβλέπομεν τον διδάσκαλον της Γαλλικής αλλά τον φλογερόν Απόστολον της θρησκείας. Μας ερωτούσεν εάν πηγαίνομε εις την Εκκλησίαν, εάν μετέχωμεν εις τα αγιαστικά Μυστήριά της και μας έδιδε πάντοτε πολυτίμους συμβουλάς και παραινέσεις δια τα ιερά και όσια της θρησκείας και της πατρίδος»[8]. Βασική είναι εδώ η διαπίστωση ότι ο Κόντογλου καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου ζούσε και ανέπνεε υπό το φως της μακρόχρονης ελληνορθόδοξης παράδοσης, στην γνήσια έκφραση των βιωμάτων της. Ετούτη την παράδοση με πάθος τη μετάγγιζε σ’ όσους είχαν την τύχη να συναναστρέφονται μαζί του. Ένας εξ αυτών ήταν και ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος). 
Η σχέση του Ιακώβου Β΄ με τον Κόντογλου διεκόπη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όταν, όμως, στα 1937 ο μακαριστός Μητροπολίτης έμπαινε στις τάξεις του κλήρου και ο Κόντογλου επέστρεφε από το Κάιρο όπου εργαζόταν στο Κοπτικό Μουσείο, η σχέση των δύο ανδρών αναθερμάνθηκε και βέβαια, συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του τελευταίου, στα 1965. Ο Ιάκωβος Β΄ ομιλεί για έναν Κόντογλου, ο οποίος ήταν «πιστά αφοσιωμένος εις την Εκκλησία και εις τα θρησκευτικάς παραδόσεις»[9]. Γι’ αυτό η εμπνευσμένη γραφίδα του, καθώς και η θαυμαστή επίδοσή του στη αναβίωση της βυζαντινής αγιογραφίας[10], κατά τον Ιάκωβο Β΄, τον κατατάσσουν στους μεγάλους απολογητές της ορθόδοξης πίστης και στους φλογερούς υπέρμαχους της ελληνικής παράδοσης. 
Υπ’ αυτήν την έννοια το περιεχόμενο του μικρού και λιτού επικήδειου λόγου που εκφώνησε ο μακαριστός ιεράρχης κατά την εξόδιο ακολουθία του Κόντογλου, είναι άξιο θαυμασμού για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αναφέρεται στην τεράστια προσφορά του στα ελληνικά γράμματα: «οι πνευματικοί σου κάματοι κατέπληξαν κάθε πνευματικό άνθρωπο». Και δεύτερον, διότι ο Κόντογλου μέχρι το τέλος του βίου του υπήρξε γνήσιο τέκνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γράφει ο μακαριστός λόγιος ιεράρχης: «εγώ ο πνευματικός σου φίλος, ο αγαπητός σου συμπολίτης, ο επίσκοπός σου, διότι όταν σε επεσκέφθην εις το κρεββάτι του πόνου και σε ηρώτησαν ποιος είναι, είπες “είναι ο επίσκοπός μου”, ήλθα δια να σε αποχαιρετίσω, και το κάμω με βαθύ πόνο ψυχής, ήλθα δια να σου είπω ότι σήμερα που εγκαταλείπεις τον κόσμο, κλαίουν απαρηγόρητα τα ελληνικά γράμματα, αλλά μαζύ με αυτά κλαίει και η χαμένη πατρίδα σου, η όμορφη και ιστορική πόλις των Κυδωνιών, το ηρωικό Αϊβαλί, που σε εγέννησε· αλλά κλαίει περισσότερο, από όλους η Εκκλησία του Χριστού, η ορθόδοξος, η Εκκλησία, που με τόση αγάπη, με τόση φλόγα και με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησες. Ναι, κλαίει η Εκκλησία μας διότι χάνει ένα μεγάλον αγωνιστήν, ένα σπουδαίον απολογητήν, γιατί με τους ωραίους σου, τους πνευματικούς, τους σθεναρούς αγώνας σου, όχι μόνον εδίδασκες, διεφώτιζες και ποδηγετούσες τις ψυχές των ανθρώπων, εις την εποχήν αυτήν της ύλης και της πεζότητος, αλλά και συγκρατούσες πολλά πράγματα από την παράδοσιν, σ’ όλους τους τομείς της θρησκευτικής ζωής, στην θεία λατρεία, στην τέχνη, στην μουσική»[11].
«Έχουμε το δικαίωμα να δούμε τον Κόντογλου ως θεολόγο;» ρωτά σ’ ένα άρθρο του ο καλός συνάδελφος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου[12]. Πρόκειται για ένα ερώτημα εύκολο στην απάντησή του. Απαρεγκλίτως ο Κόντογλου υπήρξε και θεολόγος, και μάλιστα κορυφαίος θεολόγος, με κριτήρια όπου η Ορθοδοξία δε είναι «κλειστή» αλλά «ανοιχτή» σ’ ολάκερο τον κόσμο, εκεί που η παράδοσή της δεν παραχαράσσεται από λογής – λογής «λαμπαφούρες», είτε αυτές προέρχονται από νεωτεριστές, είτε από εκπροσώπους του θεολογικού και εκκλησιαστικού χώρου.
Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του Κόντογλου από τον μακαριστό ιεράρχη Ιακώβο Β΄ ως «Αποστόλου της Ορθοδοξίας»[13] είναι απόλυτα ορθός, όχι μόνο γιατί ήλεγχε και στηλίτευε καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με την ελληνορθόδοξη παράδοση – εξ’ ου και το αγιογραφικό χωρίο του τίτλου του άρθρου: «ουκ έξεστί σοι…», (Μκ, 6:18) – αλλά και γιατί ολόκληρο το έργο του είχε ξεκαθαρισμένο νόημα: το ανέσπερο φως της Ορθοδοξίας, στην εποχή του, όπου η ελληνικότητα[14] νοθευόταν και παραχαρασσόταν από αλλότρια προς αυτήν ιδεολογήματα, επιζητούσε να εκφράζεται από ανθρώπους βαθιά ριζωμένους στη χριστοκεντρική καθ’ ημάς Ανατολή.
Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

---------------------------------------------------------------------

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η βιβλιογραφία για τον Κόντογλου είναι εκτεταμένη. Για τις ανάγκες του εδώ άρθρου σημαντικά είναι τα παρακάτω βιβλιογραφικά τεκμήρια. Βασίλειος Μουστάκης, (1965), «Κόντογλου Φώτης», στη: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7ος, στ. 790-798. Επίσης, βλ. Νίκος Ζίας, (1991), Φώτης Κόντογλου, Γιώργος Μανουσάκης (επιμ.), Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.
[2] «Που έγκειται η γοητεία του αφηγηματικού έργου του Κόντογλου; Κυρίως στην επιλογή των θεμάτων του – παράξενα περιστατικά, συνήθως με φόντο τη θάλασσα και τη θαλασσινή ζωή, παλιές ιστορίες από τα πέρατα του κόσμου ή τους αρχαίους ανθρώπους της Ανατολής, ηρωισμοί και βαρβαρότητες από κουρσάρους ή άλλες αδάμαστες ψυχές, ταξίδια σε παμπάλαιες πολιτείες ή ερειπωμένα κάστρα, ο βίος και η πολιτεία φημισμένων αντρών και λησμονημένων, ο μυστικός κήπος της θεοσέβειας με τους μακάριους ασκητές. Ξακουσμένος παραμυθάς ο Κόντογλου, σαν εκείνους που πήγαιναν τα παλαιότερα χρόνια στα σπίτια νοικοκυραίων τις χειμωνιάτικες νύχτες και κρατούσαν ξάγρυπνους μεγάλους και μικρούς, ανιστορώντας τα πάθη, τους καημούς και τα κατορθώματα μυθικών ανθρώπων που πάλευαν ανελέητα με σκληρούς βασιλιάδες ή με άγρια θηρία, ώσπου να κατακτήσουν με την ανδρεία ή την πονηριά τους την καρδιά μιας τρυφερής βασιλοπούλας και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. […] Η γοητεία της αφήγησης του Κόντογλου δεν οφείλεται μόνο στο έμφυτο χάρισμα που διέθετε του παραμυθά, αλλά και στην εικονογράφηση των ιστοριών του από τον ίδιο, που καταφέρνει να ζωντανεύει ανθρώπους και δράκους, παλιά καράβια και φουρτουνιασμένες θάλασσες, άγριους ανθρωποφάγους κι αγίους αναχωρητές», βλ. Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, (2004), «Ο Φώτης Κόντογλου και η τυπογραφεία», στο: Σκαλαθύρματα. Για την τυπογραφία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τη χαρακτική, τη ζωγραφική, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 49-50.
[3] Ενδεικτικά, εδώ, αναφέρω δύο: Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος, (1995), Ιωσήφ Βιβιλάκης, (επιμ.), Αθήνα: Ακρίτας· Φώτης Κόντογλου. Σημείον αντιλεγόμενον. Για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τα τριάντα από την κοίμησή του, (1998), Αθήνα: Αρμός. Πρβλ., και τα αφιερώματα δύο περιοδικών: Νέα Εστία, (2006), τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 631-771· Η Λέξη, (2008), τχ. 198, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σσ. 466 – 573.
[4] Μνήμη Φώτη Κόντογλου, (1975), Αθήνα: Αστήρ.
[5] «Ουκ έξεστί σοι…», σσ. 197-199.
[6] Γι’ αυτόν βλ., τον τιμητικό τόμο: Τεσσακονταετία Αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. κ. Ιακώβου του από Σισανίου και Σιατίστης, Μυτιλήνη 1986.
[7] Πρόκειται για νέο σχολικό κτήριο που ακολουθούσε την παράδοση της περίφημης Σχολής των Κυδωνιών, η οποία ως γνωστόν κατεστράφη ολοσχερώς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αξίζει, εδώ, να αναφερθεί το γεγονός ό,τι στα 1896 στις Κυδωνίες υπήρχαν ελληνικό γυμνάσιο με 60 μαθητές, σχολαρχείο με 140 μαθητές, τρία δημοτικά σχολεία με 700 μαθητές, τρία παρθεναγωγεία με 750 μαθήτριες και μερικά ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Βλ. Χρίστος Σολδάτος, (1989), Η εκπαίδευση και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922). Η γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων, τ. Α΄, Αθήνα, σ. 203. Για την τεράστια οικονομική και πνευματική προσφορά των Κυδωνιών στον Ελληνισμό, από το 1653 έως το 1922 - η οποία αρχικώς οφείλονταν στον καταγόμενο εκ Βασιλικών Λέσβου δραστήριο ιερέα Ιωάννη Δημητρακέλλη ή Οικονόμο - η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη. Συνοπτική, ωστόσο, παρουσίαση ετούτης της προσφοράς κάμει ο Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος στο ωραίο άρθρο του: «Κυδωνίαι: η ατρέκεια ενός μύθου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 753-769, όπου και η σχετική παλαιότερη και νεότερη βιβλιογραφία. 
[8] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σ. 197.
[9] Αυτόθι.
[10] Σημαντικά γι’ αυτό το θέμα είναι όσα λέγει ο Γιώργος Κόρδης: «τα θέματά του αποδίδονται με τεχνοτροπία που στηρίζεται στο βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα, το οποίο συνοψίζει και ανακεφαλαιώνει όλη την ελληνική ζωγραφική εμπειρία. Το προσωπικό όμως στοιχείο δεν λείπει από τη ζωγραφική του. Έτσι, έχοντας αποδεχτεί την αυτοτέλεια και αυτονομία του βυζαντινού – ελληνικού ζωγραφικού συστήματος, δημιουργεί στα πλαίσια του συστήματος αυτού. Ο τρόπος που συνθέτει τα επιμέρους στοιχεία, η αναφορά της μορφής στον θεατή με το ανάστροφο προοπτικό σύστημα, ο χειρισμός του θέματος με στόχο την έξοδο του εικονιζόμενου προς τον θεατή δείχνει ότι υποτάσσει την καλλιτεχνική του πράξη στην εικαστική εμπειρία των προγόνων του». Βλ. Φώτης Κόντογλου, (2002), Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Γιώργος Κόρδης, (εισαγωγικά – επίμετρο), Αθήνα: Αρμός, σ. 157. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Κόντογλου για τάσεις νεοβυζαντινισμού. Βλ. Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (1999), «Η ελληνορθόδοξη αγιογραφική και εικονογραφική μαρτυρία του Φώτη Κόντογλου», στα: Αιολικά Γράμματα, τχ. 176, (Μάρτιος – Απρίλιος), σσ. 136-138. 
[11] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 198-199, [διατηρείται εδώ η ορθογραφία και ο τρόπος γραφής του μακαριστού ιεράρχη].
[12] «“Παράδοση” και “λαμπαφούρες”. Ο θεολόγος Φώτης Κόντογλου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 701-718. Λαμπαφούρες, μάλλον Αϊβαλιώτικη έκφραση, χαρακτήριζε ο Κόντογλου τους ισχυρισμούς των νεωτεριστών, οι οποίοι παραπλανάνε τον λαό μας. Προφανώς η λέξη σημαίνει «ανοησίες», «άρες μάρες». Στο προσφάτως εκδοθέν από την Αγγελική Ράλλη, (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών – Μοσχονησίων και Βορειοανατολικής Λέσβου, Αθήνα: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, η λέξη δεν καταγράφεται.
[13] Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 197-198. Πρβλ. Κώστας Σαρδελής, (1982), Η Ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου, Αθήνα: Αστήρ, σσ. 27-28. 
[14] Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (2005), «Ελληνικότητα και ορθόδοξη αυτοσυνειδησία στο λογοτεχνικό έργο του Φώτη Κόντογλου», στο: Φώτης Κόντογλου – Ηλίας Βενέζης – Ασημάκης Πανσέληνος. Οράματα και πάθη του Ελληνισμού, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου: Μυτιλήνη, σσ. 99-109.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου