πηγή:NULA DIES SINE LINEA
ΑΘ. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, ΕΥΕΡΓΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης (φωτογραφία: Υπουργείο Πολιτισμού) |
[Ομιλία που έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης την Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών (30 Σεπτεμβρίου 2017)].
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, εκλεκτή ομήγυρη,
Σήμερα που για άλλη μια χρονιά γιορτάζουμε την ημέρα των εθνικών ευεργετών και αναρωτιόμαστε για τη σημασία της, αντί για τον υψηλό τόνο πανηγυρικών λόγων, επέλεξα να σας ομιλήσω σε διαφορετικό τόνο, απ’ εκείνο που πριν δύο χρόνια, απ’ αυτή εδώ τη θέση ξανά με είχατε ακούσει. Αν και ο κλήρος για εφέτος έπεσε ξανά σε μένα – γι’ αυτό κι ευχαριστώ τους υπευθύνους οργάνωσης της σημερινής ημέρας – θα προσπαθήσω στα επόμενα επτά με οκτώ λεπτά να σας ξεδιπλώσω τη σκέψη γύρω από τη σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση. Κι αυτό διότι στην πόλη μας τα δύο παλαιότερα σχολικά κτήρια που βρίσκονται στο κέντρο της, το Παρθεναγωγείο και το πάλαι ποτέ Γυμνάσιο Μυτιλήνης, οφείλουν την ύπαρξή τους σε ευεργέτες. Υπ’ αυτήν την έννοια η ομιλία μου, πέραν του ότι θα έχει τοπικό χαρακτήρα, θα εξακτινωθεί και σε ζητήματα ολίγων άγνωστα σε πολλούς, όπως η αμεσότατη σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση, και πως αυτή η σχέση στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα λείπει παντελώς. Και γι’ αυτό, προκαταβολικά σας πληροφορώ, κατά κύριο λόγο ευθύνεται η ίδια η σημερινή εκπαίδευση και οι δομές πάνω στις οποίες είναι στηριγμένη. Παρακάτω θα σας εκθέσω τους λόγους αυτής της ευθύνης, και πως ζητούμενο πια σήμερα είναι η επανασύνδεση αυτών των δύο μεγεθών. Άλλωστε, τα περί ευεργετισμού λίγο πολύ σε αρκετούς είναι γνωστά και, βέβαια, κάθε χρόνο ακούγονται σε πανηγυρικούς λόγους.
Ωστόσο, επιτρέψτε μου εν τάχει να αναφερθώ στο φαινόμενο του ευεργετισμού, το οποίο στα αυστηρά πλαίσια διερεύνησής του από την ιστορική επιστήμη είναι γνωστό από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και κυρίως από την περίοδο της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα. Είναι η περίοδος όπου η συντονισμένη, ατομική ή συλλογική προσπάθεια ανθρώπων που αγαπούσαν τα γράμματα και την εκπαίδευση, πέραν από εθνικό συνιστούσε κοινωνικό και θρησκευτικό χρέος, απέναντι σ’ ένα λαό που έβγαινε βαθιά λαβωμένος από την μακρόχρονη Τουρκοκρατία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε απολέσει την εθνική του ταυτότητα. Γνωστή, άλλωστε, και στην Ευρώπη αυτή η προσπάθεια πρόνοιας και αγάπης προς τα γράμματα, εντασσόμενη βέβαια, στην όλο και περισσότερο αυξανόμενη τάση συγκρότησης εθνικών κρατών, καλλιεργήθηκε και από τους Έλληνες, ιδιαίτερα της Διασποράς, με στόχο να αναπληρώσει κενά, όταν η εκάστοτε κρατική εξουσία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ανάγκες συλλογικές, όπως επί παραδείγματι η ίδρυση σχολείων, βασικών δηλαδή πόλων και θεσμών συντήρησης και διάσωσης της ελληνορθόδοξης κληρονομιάς μας.
«Το ερμάρι της ιστορίας ποτέ δεν άνοιξε με τη χρήση ενός και μόνου κλειδιού», είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο κορυφαίος των νεοελληνικών μας γραμμάτων αείμνηστος Κ. Θ. Δημαράς. Τι, λοιπόν, είναι ο ευεργετισμός και πως μέσα σ’ ένα από τα ερμάρια της Ιστορίας μπορεί κανείς να τον μελετήσει, συνδέοντάς τον με την εκπαίδευση; Μήπως και εμείς σήμερα, όσοι αγαπάμε τα γράμματα και την εκπαίδευση, ταυτίζουμε τους εαυτούς μας με τις προσδοκίες και τα οράματα μεγάλων ευεργετών, όπως λόγου χάριν όλοι εκείνοι που τα ονόματά τους είναι χαραγμένα σε μαρμάρινες πλάκες στην Αίθουσα Τελετών του ιστορικού Γυμνασίου Μυτιλήνης; Όσοι από εσάς έχετε βρεθεί σε κάποια εκδήλωση σ’ αυτήν την αίθουσα κόσμημα θα τα έχετε προσέξει. Το λέγω αυτό διότι δεν είναι καθόλου παράξενο σ’ αυτούς τους ευεργέτες να ανιχνεύσουμε απόηχους της δικής μας πνευματικής κατάστασης, αφού μέσα από την αγάπη μας για τα γράμματα και τη διδασκαλία, ως δάσκαλοι σήμερα, σε ιστορικά εκπαιδευτήρια, καθημερινά τους νιώθουμε να κινούνται ανάμεσά μας. Άλλωστε, εμείς οι νεότεροι τους οφείλουμε χρέος μεγάλο γιατί κληθήκαμε να διδάσκουμε σε εκπαιδευτήρια που με δική τους πρωτοβουλία, οικονομική κυρίως, κτίστηκαν. Σ’ όλους μας είναι γνωστά τα ονόματα και η δράση τους: καπού – Κεχαγιάς άρχοντας Σταυράκης, Σοφοκλής Βουρνάζος, Μητροπολίτες Μυτιλήνης Καλλίνικος Β΄ και Μελέτιος Φωτίου, για να αναφέρω αυτούς που άμεσα συνδέθηκαν με την εκπαίδευση και τα δύο προαναφερόμενα εκπαιδευτήρια της πόλης μας.
Ο ευεργετισμός, λοιπόν, και η άμεση σύνδεσή του με την εκπαίδευση συνέκλινε πάνω σ’ ένα βασικό σκοπό, στην παραχώρηση του προσωπικού πλούτου για σκοπούς που είχαν σχέση με την παιδεία των ελληνοπαίδων. Πρόκειται για εκείνο το φαινόμενο των «χρηματοφόρων υποκειμένων», όπως πολύ σωστά από ειδικούς έχει χαρακτηριστεί, το οποίο υπό συνθήκες, μεταβίβαζε στην πολιτεία ή σε συλλογικότητες, κυρίως θρησκευτικές, μιας και η Εκκλησία τότε διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα, τον πλούτο τους για να τον διαχειριστούν με συγκεκριμένο σκοπό, όχι μόνο με την ανέγερση σχολείων αλλά και με την λειτουργία τους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι αρκετό για να κατανοήσουμε την αγάπη αυτών των ανθρώπων για την εκπαίδευση. Ο άρχοντας Σταυράκης, που στα 1742 ίδρυσε το πρώτο σχολείο στη Μυτιλήνη, το ονομαστό Ελληνομουσείον και μετέπειτα Παρθεναγωγείο, το προίκιζε κάθε χρόνο με 100 γρόσια για να πληρώνονται οι δάσκαλοι που δίδασκαν σ’ αυτό. Από την νοοτροπία των εθνικών ευεργετών δεν έλειπε, βέβαια, η τάση τους να εμπεδώσουν την ηγεμονία τους όχι μόνο στην αστική τάξη, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και ερμηνεύεται ο ρόλος τους στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ότι δηλαδή, με καθοριστικό τρόπο συνέβαλαν στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού κράτους.
Σ’ αυτή τη συγκρότηση βασικό ρόλο έπαιζε η εκπαίδευση και τα ιδρυόμενα σχολεία. Είναι αναγκαίο, εδώ, σήμερα ημέρα εθνικών ευεργετών, να υπογραμμίσουμε και κάτι που ίσως μας διαφεύγει γι’ αυτήν τη σχέση ευεργέτη και δασκάλου. Και μας διαφεύγει γιατί σήμερα το σχολείο είναι κλειστό στη ζωή, ενώ πριν δύο σχεδόν αιώνες ήταν ανοικτό στη ζωή, συμπύκνωνε ισχυρότατους κοινούς τόπους περί εκπαιδεύσεως, ήταν ο κατεξοχήν τόπος, θα έλεγα, αυτός που συναιρούσε μέσα του όλους τους άλλους, θρησκευτικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς. Γι’ αυτό οι ευεργέτες αγαπούσαν την εκπαίδευση. Γι’ αυτό ίδρυαν σχολεία, γιατί τα σχολεία γι’ αυτούς ήταν θεσμοί συντήρησης και μετάδοσης γνώσης, κι όχι όπως σήμερα τα έχουμε καταστήσει, θεσμούς επικοινωνίας και καινοτομίας, όπου καινοτομία εννοήστε καθετί που μόνον παιδεία δεν είναι, παρά πρακτική που μετατρέπει τον μαθητή σε έναν ειδικευμένο σε κάτι μετέπειτα πολίτη. Οι ευεργέτες έβλεπαν το σχολείο ως θεσμό μετάδοσης της γνώσης που προϋπέθετε την παρουσία μέσα στη σχολική αίθουσα ενός δασκάλου, που βαθιά πίστευε στην παιδευτική αξία του μαθήματός του, το περιεχόμενο του οποίου ήθελε να μεταδώσει στους μαθητές του, μαζί με την αγάπη του γι’ αυτό, ενός δασκάλου που θεωρούσε αδιανόητο έναν κόσμο από τον οποίο θα απουσίαζε ότι εκείνος γνώριζε και δίδασκε. Και να σκεφτούμε ότι στα δύο ιστορικά σχολεία της πόλης μας, το Παρθεναγωγείο και το Γυμνάσιο, επί μακρόν εφαρμόζονταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας, η οποία παρότι είχε κάποια προβλήματα στην εφαρμογή της, μόρφωσε δασκάλους και μαθητές που επέδρασαν σημαντικά στη «διαμόρφωση συλλογικών συμπεριφορών και νοοτροπιών».
Μια ακόμη βασική συνιστώσα της σχέσης του ευεργετισμού με την εκπαίδευση ήταν ότι και οι δύο αυτοί θεσμοί διακρίνονταν για την αυθεντία τους. Ευεργέτης και δάσκαλος, αν και σήμερα αυτή η σχέση καθώς φαίνεται έχει κλείσει τον κύκλο της, υπηρετούσαν πιστά κοινούς οραματισμούς του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Παραθέτω ένα παράδειγμα για να γίνω πιο κατανοητός. Γνωστή είναι στις μέρες μας η τεραστία κρίση που περνούν οι κλασικές σπουδές. Το φαινόμενο τη καθίζησης της γλωσσικής αρχαιομάθειας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα λυπηρό. Και οι επιπτώσεις, βέβαια, τραγικές: πολλοί σημερινοί μαθητές χωρίς τη διδασκαλία των αρχαίων συγγραφέων, αποκόπτονται όχι μόνο από το Όμηρο, ή των Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη, αλλά κι από τον Παπαρρηγόπουλο, τον Παπαδιαμάντη και τον Ελύτη. Στα χρόνια, όμως, ίδρυσης, λειτουργίας και ακμής του Γυμνασίου Μυτιλήνης, ήταν αδιανόητο ένα μαθητής να μην γνωρίζει αρχαία ελληνική γλώσσα. Εδώ, η γενναιόδωρη χρηματική δωρεά του Ασημάκη Μουζάλα, στα 1890, έγινε αφορμή να αγοραστούν σειρές κλασικών συγγραφέων, οι γνωστές στερεότυπες εκδόσεις Λειψίας για να διδάσκονται οι μαθητές του Γυμνασίου αρχαίους συγγραφείς. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ, σαφέστατα πρόκειται για ευεργέτη που στη μικρή κοινωνία της Μυτιλήνης λειτουργούσε ως αυθεντία, επαληθεύοντας με το καλύτερο δυνατό τρόπο της σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση, σχέση που προϋποθέτει την αυθεντία.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, εκλεκτή ομήγυρη,
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν τον τεράστιο ρόλο που διαδραμάτισαν οι ευεργέτες στην πόλη μας. Άριστα κάμουμε σήμερα και τους μνημονεύομε. Αξίζει, όμως, να λάβουμε υπόψιν ότι η ευεργεσία δεν ήταν υποχρέωση. Ήταν πράξη προσωπικής πραγμάτωσης, «ιστορικής συνειδητότητας και κοινωνικής επίγνωσης». Ήταν, δηλαδή, «υποκειμενική χειρονομία» που λάμβανε υπόψη τις ιστορικές συνθήκες και τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα στην πόλη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου