Από τον Πρόλογο στη Β΄Έκδοση
Τα γεγονότα που ακολούθησαν από το 2006 οπότε πρωτοκυκλοφόρησε το ανά χείρας βιβλίο επιβεβαιώνουν με περισσή ακρίβεια τα συμπεράσματά του. Η αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, τις συνέπειες της οποίας βιώνει για μια ακόμη φορά με επώδυνο τρόπο η ελληνική κοινωνία, έχει βαθιές ρίζες στην ιδεολογία της εξάρτησης που έφερε μαζί του το νεοελληνικό κράτος και η οποία δεν είναι απλώς πολιτική. Το διακύβευμά της είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορική ανάδυση και τη νομιμοποίηση της ηγεμονίας του δυτικού κόσμου στη νεότερη εποχή. Η οποία, διέρχεται ευθέως όχι από τη γενεαλογία της σχέσης του ελληνισμού με το νεότερο κόσμο, αλλά από τη θέση που «όφειλε» να του αποδοθεί στην ταξινομία της κοσμοϊστορίας.
Στο πλαίσιο αυτό, το νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα εκλήθη να αναλάβει έναν ρόλο αποδόμησης του μείζονος ελληνισμού, απαξίωσης του ελληνικού παρόντος και αποκοπής του από τα ιστορικά του πεπραγμένα. Ο ρόλος αυτός, καθιστούσε απολύτως αναγκαία τη συγκρότηση μιας κρατικής διανόησης με βαθιά εγχαραγμένη την ιδεολογία μιας παραρτηματικής πρόσδεσης του ίδιου του ελληνισμού στην Εσπερία και απόσχισης των μετα-ρωμαϊκών του πεπραγμένων (του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας) από την «αρχαιότητα». Έχοντας εμποτισθεί βαθιά στον πυρήνα της σκέψης της η διανόηση αυτή και δι’αυτής η άρχουσα τάξη, με την ιδεολογία της ενιαίας «ιστορικής» ορθοταξίας και της ομόλογης ολιγαρχικής σκέψης, που επινόησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, αναμενόταν να λειτουργήσει δίκην μεταπράτη ως αγωγός μετακένωσης του εσπεριανού κανόνα και ως χορηγός νομιμοποίησης της εξάρτησης του ελληνισμού στο άρμα του. Όπως συμπεραίνω στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης στο διάβημα αυτό της κρατικής διανόησης «ελλοχεύει μια προσαρτηματική ή, για να γίνω πιο λιτός, μηρυκαστική λειτουργία» που εισάγει την φασιστική αρχή της εθελοδουλίας σε μέτρο απαξίας οποιουδήποτε διανοητικού εγχειρήματος αποτολμήσει να διαφοροποιηθεί από τον ιδεολογικό ιδεότυπο αυτών «που στη Δύση καταγίνονται με την κατασκευή των μεθόδων και των σχημάτων της ιστορικής ‘επιστήμης’».
Το ζήτημα του έθνους θα βρεθεί στο επίκεντρο του πολεμικού αυτού «διαλόγου» όχι για λόγους ιστορικής περιέργειας, αλλά επειδή συνέχεται με δύο κεφαλαιώδεις ρήξεις με την πρόοδο που διδάσκει ο ελληνικός κόσμος, τις οποίες διέπραξε η νεοτερική διανόηση. Η μια, αφορά στο περιεχόμενο των εννοιών που σημαίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα έναντι των οποίων προσήλθαν σε μια άνευ προηγουμένου ασέλγεια, που συνίστατο στην αναγόμωση των εννοιών που παρέλαβαν από την ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρικά «αρχαιότητα» με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό υλικό της νεοτερικότητας. Η άλλη, με την ανασκολόπιση της ελληνικής εξέλιξης, προκειμένου να παρεισαχθεί ο δυτικός φεουδαλικός Μεσαίωνας ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ δύο ανθρωποκεντρικών περιόδων, της «αρχαιότητας» και της «νεοτερικότητας». Η ίδια η δυτική ιστοριογραφία ομολογεί με περισσή αυθάδεια ότι ανήγαγε τα πρότυπα της δυτικής φεουδαρχίας και του δυτικού δεσποτικού κράτους σε ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία αναλύει τις κοινωνίες του παρελθόντος και της εποχής της, δηλαδή την κοσμοϊστορία. Χρειάσθηκε γι αυτό να σημανθεί το τέλος της «αρχαιότητας» τον 5ο αιώνα, να ανακηρυχθεί το Βυζάντιο ως «ξένος πολιτισμός», ξένος προς αυτήν μολονότι θα το ταξινομήσει στον Μεσαίωνα, κυρίως όμως προς την «αρχαιότητα».
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι και οι δύο αυτές ρήξεις με την ελληνική κοσμοσυστημική πραγματικότητα έχουν ως επίκεντρο την παραδοχή ότι ο ελληνισμός έπαψε να υπάρχει ως ιστορική οντότητα και κατ’επέκταση ως συνέχεια, μετά τον 5ο αιώνα. Πολλώ δε μάλλον αφού δεν αποτέλεσε έθνος, στο μέτρο που εξ αποφάσεως αυτό εμφανίζεται μόλις τον 19ο αιώνα και ιδίως ότι αποτελεί επινόηση, δηλαδή τεχνητό δημιούργημα του νεοτερικού κράτους.
Για τη Δύση η αποδόμηση αυτή της κοσμοσυστημικής ιστορικότητας του ελληνισμού και η ανάγνωσή του με τα μάτια της δικής της εκδοχής της κοσμοϊστορίας, αποτέλεσε μια αναγκαία επιλογή για την τεκμηρίωση της ηγεμονίας της. Το εγχείρημα αυτό της επέτρεψε επίσης να οικειοποιηθεί τον ελληνισμό, την «αρχαιότητα», χωρίς να υποχρεωθεί να αποδεχθεί το γνωσιολογικό φορτίο που φέρνει εξ αντικειμένου μαζί του. Αυτή η επιλογή δεν υπήρξε άδολη. Αποτέλεσε την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να αναδειχθεί η πρωτοτυπική ανωτερότητα και η ολοκληρωμένη δημοκρατική διάσταση της Εσπερίας.
Εάν όμως οι μαιανδρισμοί αυτοί της νεοτερικής «επιστήμης» εξυπηρέτησαν τον δυτικό δρόμο προς την ηγεμονία, η εθελοδουλία της ελληνικής κρατικής διανόησης αποτέλεσε την κρίσιμη παράμετρο για τη δυσάρμοση της αιτιολογικής βάσης του ελληνικού προβλήματος. Με γνώμονα την επιλογή αυτή, η επιβολή στον ηττημένο ελληνικό κόσμο μιας ολικής οπισθοδρόμησης στις απαρχές της ομόλογης προς την νεοτερικότητα πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής του, ορίσθηκε ως εκσυγχρονισμός. Η κατάλυση των κοινών και της εταιρικής οικονομίας, ως πράξη απόσεισης δύο καταλοίπων της φεουδαρχίας. Η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή αρχικά της απολυταρχίας και στη συνέχεια της εκλόγιμης μοναρχίας ως εξευρωπαϊσμός. Η αρχή της ενιαίας ολιγαρχικής σκέψης που δίδαξε ο διαλογιζόμενος για την έξοδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη δεσποτεία διαφωτισμός, ως το καταστάλαγμα της προόδου. Ουδείς αναλογίσθηκε ότι ο εγκλεισμός αυτός της ελληνικής κοινωνίας στο σκοτεινό λαβύρινθο μιας αντιδραστικής γι’αυτόν πολιτειακής θέσμισης θα λειτουργήσει εφεξής ως η κλεψύδρα στο δρόμο προς την ιστορική του αφάνειας. Μάλιστα, το μετρόσημο αυτό η αριστερή καχεκτική ιδεολογία έσπευσε να περιβάλει με προοδευτική σήμανση.
Η διαλεκτική ανάδειξη των ερωτημάτων, που εγείρονται στο βιβλίο αυτό, σχετικά με το διακύβευμα του έθνους και, περαιτέρω, για την ιδιαίτερη φύση και την εξελικτική συνέχεια του ελληνισμού, αποκαλύπτει, κατά τη γνώμη μου, με ανάγλυφο τρόπο, την αιτιολογία του ελληνικού αδιεξόδου, κυρίως όμως το βάθος του αντιδραστικού όσο και ιδεολογικά μεταπρατικού χαρακτήρα της ελληνικής κρατικής διανόησης. Εν ολίγοις, της ευθύνης της για την ελληνική κακοδαιμονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου