ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Ιωάννης Ν. Λίλης, Οι Οικουμενικές Σύνοδοι του Βυζαντίου και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της σύγχρονης Εκκλησίας: ομοιότητες και διαφορές

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι του Βυζαντίου 
και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της σύγχρονης Εκκλησίας˙ 
ομοιότητες και διαφορές [1]





Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
 Λέκτορας της Πατριαχικής Ανωτάτης 
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης


Εισαγωγή
Ο εντοπισμός των ομοιοτήτων και των διαφορών μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων του λεγομένου Βυζαντίου και της επικείμενης Αγίας και μεγάλης Συνόδου της σύγχρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας, θα μας βοηθήσει επαρκώς για να καταλάβουμε τις ιστορικές αλλαγές που προέκυψαν αυτά τα χίλια χρόνια, στην διάρκεια των οποίων δεν έγινε σχεδόν μία ανάλογη Σύνοδος στο χώρο του Ανατολικού Χριστιανισμού [2].  Παράλληλα όμως θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε γιατί η επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της σημερινής Ορθοδοξίας δεν είναι Οικουμενική Σύνοδος, κατά τη δήλωση άλλωστε του ίδιου του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ως εκπροσώπου του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, σε επίσημη παρουσίαση – ενημέρωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην αίθουσα τελετών της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης (δύο μήνες πριν τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου), παρότι έχει κοινά σημεία με τις βυζαντινές Οικουμενικές Συνόδους. Η παρούσα ανακοίνωση μας θα κινηθεί σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο κόσμων.    
    
«Επαρχία»
Για να κατανοήσουμε την πρώτιστη βασική διαφορά μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων του λεγομένου Βυζαντίου και της επικείμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της σύγχρονης Ορθοδοξίας, νομίζω πως είναι ανάγκη, καταρχήν, να εντοπίσουμε το ακριβές περιεχόμενο του όρου «εκκλησιαστική επαρχία», στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και σήμερα. Στο λεγόμενο Βυζάντιο δεν ήταν εφικτό μία εκκλησιαστική «επαρχία» να οριοθετηθεί γεωγραφικά, σε συγκεκριμένο τόπο, όπως συμβαίνει σήμερα, γιατί η αυτοκρατορία ήταν αχανέστατη. Γι’ αυτό η αυτοκρατορία δεν είχε γεωγραφικά «Σύνορα», παρά μόνο «Τείχη» σε κάθε πόλη ξεχωριστά, με ευθύνη της ίδιας της πόλεως, αναλόγως τη δύναμη και την οικονομική και στρατιωτική παρουσία της πόλης. Υπάρχουν πατερικά κείμενα, αλλά και οι βίοι των αγίων στην «Παρακλητική» της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας συναξάρια που περιγράφουν τα «Τείχη» μεγάλων βυζαντινών πόλεων και την «τάφρο» ως επιπλέον προστασία, μπροστά από τα «Τείχη», τις αιρέσεις που προέρχονταν εκτός των «Τειχών» (π.χ. η Κωνσταντινούπολη για την Αλεξάνδρεια) ή εντός των Τειχών (από τον ίδιο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως), μια πραγματικότητα που διαμόρφωνε διαφορετικά τη ζωή τους, σε σχέση με τη σύγχρονη. Επειδή στερούνταν γεωγραφικών συνόρων, οι μοναδικοί συνεκτικοί δεσμοί της αυτοκρατορίας, που αντικαθιστούσαν την έλλειψη των γεωγραφικών συνόρων και μπορούσαν επαρκώς να ενώσουν την αυτοκρατορία, ήταν η α) ελληνική γλώσσα και β) ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός θα πρέπει να θεωρηθεί ενοποιητικός άξονας μετά το 381 μ.Χ., δηλαδή την επίσημη αναγνώριση του από τον Μεγάλο Θεοδόσιο. Ο στρατός του αυτοκράτορα ήταν πάντοτε μισθοφορικός, γιατί λόγω της τεράστιας εκτάσεως, αίσθηση πατρίδος δεν έδινε η γεωγραφία, ο συγκεκριμένος τόπος, αλλά πρωτίστως η ελληνική γλώσσα και το χριστιανικό δόγμα˙, δευτερευόντως η γεωγραφία. Από οποιοδήποτε μέρος στρατολογούσε πολεμιστές που τους προσείλκυε με μισθό, εφόσον δεν ήταν από τη συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση, αρκεί να μιλούσαν τα ελληνικά και να ήταν χριστιανοί. Αυτό είχε ως θετικό αποτέλεσμα ο ελληνισμός να γίνει πολύ δυνατός, γιατί καθώς δεν έμενε σε γεωγραφικά στεγανά, μπορούσε να αφομοιώνει στοιχεία από παντού και να τον ασπάζεται όλος ο τότε γνωστός κόσμος, είχε όμως και το επικίνδυνο στοιχείο να απειλείται ανά πάσα στιγμή με αφανισμό, καθώς δεν είχε την ασφάλεια των δικών του γεωγραφικών συνόρων.       
Κάθε φορά που συγκαλούνταν στο Βυζάντιο μία Οικουμενική Σύνοδος, προσκαλούνταν οι επίσκοποι από τα πέρατα της αυτοκρατορίας, οι οποίοι ήταν επαρχιούχοι, όχι όμως με αποσαφηνισμένα τα γεωγραφικά όρια της επαρχίας τους. Σήμερα τα σύνορα των επαρχιών μπορούν να αποσαφηνισθούν πλήρως, ειδικά όταν η εκκλησία είναι πλήρως αναγνωρισμένη από την εκάστοτε πολιτεία, καθώς τα σύγχρονα κράτη δεν είναι αυτοκρατορίες, αλλά πρωτίστως γεωγραφικές εκτάσεις των εθνών (εθνικά κράτη), μία πρακτική που προήλθε από τη φεουδαρχία του δυτικού μεσαίωνα. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν δυνατό να αποσαφηνισθεί ακριβώς η επαρχία του Γάγγρας, του Βεροίας και του Εδέσσης στην Μεσοποταμία, ή του Εμέσης, εκτός αν ήταν μία πολύ μεγάλη πόλη με τεράστια δύναμη, η οποία θα έχτιζε και τεράστια «Τείχη». Αλλά ακόμα και εκεί παραμόνευε ο κίνδυνος, όπως πήγε να συμβεί με την Κωνσταντινούπολη από την απειλή των Αβάρων (τότε που γράφτηκε ο περίφημος Ακάθιστος Ύμνος) και μάλιστα τον 7ο αιώνα, όταν ακόμα βρίσκονταν η αυτοκρατορία στην ακμή της, πριν φανεί καθαρά η μελλοντική κατάρρευση της. 
Η έννοια της επαρχίας συνδέεται άμεσα με τη σημασία της ψήφου. Στο Βυζάντιο υπήρχαν επίσκοποι κάτω από την πνευματική και διοικητική εποπτεία του Μητροπολίτη, και ο αρχαιότερος αυτών στα πρεσβεία ονομαζόταν αρχιεπίσκοπος, χωρίς να έχουν πολλές φορές δική τους επαρχία. Και αυτοί όμως είχαν ψήφο τουλάχιστον στις τοπικές συνόδους, ενώ δεν είχαν δική τους επαρχία, γιατί και η επαρχία δεν είχε τη σημερινή έννοια των ακριβών θεσμοθετημένων γεωγραφικών ορίων. Σήμερα οι βοηθοί επίσκοποι δεν ψηφίζουν ούτε στις τοπικές συνόδους (με ελάχιστες εξαιρέσεις π.χ. την Κύπρο), ούτε και στην επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, γιατί και σε εμάς μετά την επανάσταση του 1821 ήρθε η έννοια πρωτίστως της γεωγραφικής κατοχυρώσεως, και κατόπιν της ελληνικής γλώσσας και του χριστιανικού δόγματος, πρακτική που γέννησε τόσες διαφορετικές παραμέτρους της σύγχρονης Εκκλησίας με εκείνης του Βυζαντίου. Ο αείμνηστος Καθηγητής του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου Παναγιώτης Χριστινάκης υποστήριζε σε επιστημονικές ανακοινώσεις του πως η απουσία επαρχίας στους σημερινούς επισκόπους της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν αντικανονική. Αντικανονική είναι η απαγόρευση τους να μετέχουν στην Ιερά Σύνοδο και να ψηφίζουν, γιατί στο Βύζαντιο ψήφιζαν και οι βοηθοί Επίσκοποι, παρότι εστερούντο επαρχίας, ακριβώς γιατί η επαρχία δεν είχε τα ακριβή γεωγραφικά όρια με τη σημερινή σημασία.                 
Την παρουσία της γεωγραφικής έννοιας ως πρωτίστου μεγέθους στην Ανατολική χριστιανική Εκκλησία – αυτό που ονομάζουμε σήμερα Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία – έφερε η σταδιακή κατάρρευση της Ανατολής και η ανάδειξη της Δύσεως. Στη Δύση, επειδή τη διαμόρφωσε το άτεγκτο δίκαιο, από γεννησιμιού της κυριαρχούσε εξαρχής πρώτα η γεωγραφία και κατόπιν η λατινική γλώσσα και το δυτικό χριστιανικό δόγμα, μία πραγματικότητα που κορυφώθηκε με τη «φεουδαρχία», δηλαδή την αντιστοίχιση της γλώσσας και του χριστιανικού δόγματος στις γεωγραφικές εκτάσεις του Πάπα και των δυτικών επισκόπων[3]. 
Σήμερα για να αποκτήσει κάποιος την ελληνική υπηκοότητα και να θεωρηθεί Έλληνας, αρκεί να δηλώσει μόνιμη κατοικίας διαμονής για δεκαπέντε χρόνια σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο μεταξύ Κρήτης και Αλεξανδρούπολης, στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Αν δεν μιλάει καλά ελληνικά ή δεν ποτέ βαπτιστεί χριστιανός δεν ενοχλεί καθόλου στο να θεωρηθεί Έλληνας. Τότε όμως συνέβαινε το εντελώς αντίθετο. Μετά το 1821 και ο ελληνισμός οργανώθηκε ως εθνικό κράτος με τα πρότυπα της πρώην φεουδαρχίας, δηλαδή των γεωγραφικών εκτάσεων.       

Δογματικά ζητήματα
Επειδή η ελληνική γλώσσα ήταν ο βασικός συνεκτικός δεσμός της αυτοκρατορίας, οι αιρέσεις ήταν πάντοτε παραποιήσεις και παραχαράξεις της ορθοδόξου πίστεως με αφορμή και βάση την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία˙ ελληνική γλώσσα χωρίς ελληνική φιλοσοφία δεν μπορεί να υπάρξει. Οι αριστοτελικοί όροι «οὐσία», «ἐνέργεια», «ὑπόσταση», δηλαδή οι «πρῶτες οὐσίες» του Αριστοτέλη, κυριαρχούν στις αποφάσεις και στους επίσημους δογματικούς όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Οι αιρετικοί είναι πάντοτε μόνο κληρικοί της ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας και μάλιστα αρχιερείς και Προκαθήμενοι, οι οποίοι έφερναν το ακριβές περιεχόμενο των φιλοσοφικών όρων μέσα στο δόγμα (όχι το εξωτερικό σχήμα των όρων όπως έκαναν οι ορθόδοξοι), παραποιώντας την αλήθεια της πίστεως. Το σώμα της εκκλησίας ονόμαζε πολλές φορές την καταδικασθείσα αίρεση με το όνομα του κληρικού που τη γέννησε, π.χ. Νεστοριανισμός, από τον Νεστόριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής είχε διαφωνήσει με τον Πύρρο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον 7ο αιώνα, μονοθελήτης αιρετικός όπως και ο προκάτοχος του, ο Σέργιος Α΄.
Μία σημερινή Σύνοδος, όπως η επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, δεν μπορεί να συζητήσει δογματικά ζητήματα πίστεως με την ακριβής μορφή των βυζαντινών θεμάτων, γιατί ο αιρέσεις πλέον δεν δημιουργούνται και δεν υφίστανται με βάση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά με τις νέες προκλήσεις των σύγχρονων γεωγραφικών κρατών, όπως διαμορφώθηκαν από το γαλλικό διαφωτισμό. Γι’ αυτό και απουσιάζουν, και πολύ σωστά, από την ημερησία διάταξη της Συνόδου. Όχι μόνο τα δογματικά ζητήματα ήδη διατυπώθηκαν στο σύνολο τους, αλλά κυρίως οι αιρετικοί είναι πολύ εύκολο πλέον να εντοπιστούν, γιατί δεν ανήκουν ή δεν ανήκαν ποτέ στη δική μας Εκκλησία. Και μόνο από την γεωγραφία του κράτους, από το οποίο προέρχονται και στο οποίο κατοικούν, είναι πανεύκολο να καταλάβουμε αν είναι ορθόδοξοι, ετερόδοξοι ή ακόμα και άθεοι. Επειδή τα αιρετικά προβλήματα ποικίλουν σε κάθε γεωγραφικό κράτος, τα λύνει η κάθε τοπική εκκλησία μεμονωμένα.
Στη Δύση πάντοτε συνέβαινε η ανάλογη τακτική. Ο Πελάγιος, ιδρυτής της δυτικής αιρέσεως του Πελαγιανισμού, του 400 μ.Χ., ήταν Βρεταννός μοναχός. Και μόνο το γεγονός ότι προερχόταν από άλλη γεωγραφική περιοχή εκτός Ρώμης, από τη Βρεταννία, ήταν αρκετό για να υποψιαστούμε ότι ήταν αιρετικός. Στο Βυζάντιο όμως συνέβαινε το εντελώς αντίθετο. Οι αιρετικοί ήταν πάντοτε από την ίδια περιοχή, από τη διοίκηση της Εκκλησίας και μάλιστα υψηλόβαθμοι κληρικοί˙ σχεδόν ποτέ δεν είχαμε λαϊκούς αιρετικούς.     

Ο αυτοκράτορας
Τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλούσε πάντοτε ο αυτοκράτορας, ο οποίος τοποθετούνταν και Πρόεδρος της Συνόδου,  εφόσον θεωρούσε το Χριστιανισμό βασικό συνεκτικό άξονα της αυτοκρατορίας. Είναι γνωστή η παρουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και η περίφημη φράση του πως είναι «ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἐκτὸς καθεστάμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ», ενώ οι αρχιερείς είναι εκ «τῶν εἴσω τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή από το εσωτερικό της Εκκλησίας[4].  Η παρουσία του δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως επιβολή της δημοσίας τάξεως μέσα στην εκκλησία εκ μέρους της τότε πολιτείας, γιατί η έννοια της «δημοσίας τάξεως» γεννήθηκε για πρώτη φορά στα αστικά κράτη της δύσεως, μετά τον 18ο αιώνα, όπου είχαν πρώτα εξασφαλισθεί τα γεωγραφικά σύνορα, και είναι άγνωστη σε μία αχανέστατη αυτοκρατορία, και θα πρέπει να εκληφθεί μόνο μέσα στο γενικότερο πνεύμα των δύο προαναφερθέντων συνεκτικών αξόνων, γλώσσας και χριστιανικού δόγματος. Σήμερα είναι αδιανόητη μία παρόμοια πρακτική από τον σύγχρονο πολιτειακό άρχοντα καθώς υπάρχουν εξασφαλισμένα γεωγραφικά σύνορα και ο σύγχρονος ανατολικός χριστιανισμός, δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία, ζει και αναπνέει στα πλαίσια του δυτικού πολιτισμού με τα γεωγραφικά κράτη. Υπάρχουν Σύνταγμα και Νόμοι του Κράτους που καθορίζουν ακριβώς τη θέση του κάθε θεσμού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Για τους βυζαντινούς το Σύνταγμα ήταν μόνο στρατιωτικό, του αυτοκράτορα, με μισθοφόρους πολεμιστές και ποτέ πολιτικό στην έννοια των σημερινών αστικών νόμων. Σήμερα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, είναι μόνο πολιτικό.   
  
Η ελληνική, ως επίσημη γλώσσα
Η επίσημη γλώσσα των Οικουμενικών Συνόδων ήταν μόνο η ελληνική. Μία αυτοκρατορία είναι πάντοτε πολυεθνική. Κατά τόπους οι διάφοροι λαοί μιλούσαν τις δικές τους γλώσσες, όμως επίσημα έπρεπε να είναι ελληνόφωνοι. Σήμερα αυτό δεν μπορεί να συμβεί, γιατί ήρθαν οι γεωγραφικές εκτάσεις, με κλειστά σύνορα, κατοχυρωμένα από το διεθνές Δίκαιο, οι οποίες διαμόρφωσαν και τις δικές τους γλώσσες, και η ελληνική γλώσσα έχασε την οικουμενικότητα της καθώς κλείστηκε και αυτή σε περιορισμένα, γεωγραφικά, σύνορα. Η μεγαλύτερη οικονομική δαπάνη της επικείμενης σύγχρονης Συνόδου είναι τα μεταφραστικά μέσα, κατά την ομολογία του ίδιου του Μητροπολίτου Γαλλίας κ.κ. Εμμανουήλ, καθώς οι επίσημες γλώσσες θα είναι τέσσερις ή πέντε. Η ελληνική πλέον είναι μία γλώσσα, όπως όλες οι άλλες, και όχι αυτή που κυριαρχεί σε ολόκληρη την οικουμένη, όπως συνέβαινε τότε. 

Ο γάμος
Στα θέματα της ημερησίας διατάξεως της σημερινής Συνόδου βρίσκονται και τα κωλύματα του γάμου. Το συγκεκριμένο θέμα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Ο γάμος μετά το 1833 έγινε για πρώτη φορά και ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ μέχρι τότε ήταν μόνο εκκλησιαστικό χάρισμα και μυστήριο. Επειδή τα σύγχρονα κράτη δημιουργήθηκαν με βάση τις αρχές του γαλλικού διαφωτισμού, κορυφαία αρχή των οποίων είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα τα μέχρι τότε εκκλησιαστικά μυστήρια, μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους έγιναν και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο γάμος, η μοναχική κουρά, η χειροτονία, η μισθοδοσία του κληρικού, η εκκλησιαστική εκπαίδευση είναι σήμερα και βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των εκκλησιαστικών προσώπων. Μία βυζαντινή Οικουμενική Σύνοδος ποτέ δεν θα έβαζε ως θέμα συζητήσεως τα κωλύματα του γάμου, ενώ σήμερα είναι αναγκασμένη από τα πράγματα να το θέσει, γιατί είναι ανθρώπινο δικαίωμα και των κληρικών, οι οποίοι ζητούν τον γάμο και ως πολίτες, όχι μόνο ως εκκλησιαστικά μέλη. Το 85% των ορθόδοξου κλήρου είναι έγγαμοι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του Ανατολικού Χριστιανισμού που έχουμε τόσους εγγάμους κληρικούς, οι οποίοι αυξήθηκαν ραγδαία μέσα στο νέο ελληνικό κράτος, όπου ο γάμος έγινε ανθρώπινο δικαίωμα. Στο βυζάντιο θεσπίσθηκαν οι τρεις γάμοι, όχι όμως ως ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά ως οικονομία εκ μέρους της εκκλησίας, όταν το ζήτησε συγκεκριμένος αυτοκράτορας, ώστε να προφυλαχθούν και θεραπευθούν τα ανθρώπινα πάθη. Τα λόγια του εκκλησιαστικού μυστήριου, ειδικά του τρίτου γάμου, το δείχνουν πολύ καθαρά. Επίσης δεν πρέπει να βγει το βιαστικό συμπέρασμα ότι ο τρίτος γάμος ίσχυε από τότε για όλους τους πιστούς, αλλά, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, για τα πρόσωπα μόνο της αυτοκρατορικής αυλής. Η μετατροπή του γάμου και ως ανθρωπίνου διαιώματος έφερε πλέον την παρουσία του σε ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα. 

Η ψήφος 
Στο Βυζάντιο οι επίσκοποι στις Συνόδους ψήφιζαν. Και σήμερα ψηφίζουν. Δεν είναι όμως το ίδιο. Στις εκκλησιαστικές επαρχίες του σύγχρονου ελληνικού κράτους η ψήφος είναι επίσημη πολιτειακή πράξη με νομική επικύρωση, ακριβώς γιατί και η συνοδική ψήφος είναι πλέον και αυτή ανθρώπινο δικαίωμα˙ ενώ τότε δεν ήταν. Η ψήφος των ιεραρχών για ένα θέμα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδος της Αθήνας ή στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης είναι επίσημες και πολιτειακές πράξεις και όχι μόνο εσωτερικές εκκλησιαστικές πράξεις, όπως συμβαίνει σε πολλές σύγχρονες εκκλησίες του εξωτερικού και της διασποράς, όπου είναι περιθωριποιημένες από τις κοινωνίες στις οποίες ζουν. Οι πολιτειακές όμως πράξεις, ειδικά όταν παραμείνουν πολύ καιρό στον πολιτισμό, επηρεάζουν εκ των πραγμάτων και τις εκκλησιαστικές, διαμορφώνοντας και το ανάλογο ήθος. Η απλή αναφορά στους 318 Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ακόμα και αν είχαν ψηφίσει όλοι, δεν έχει κανένα νόημα αν δεν κατανοηθεί και δεν παραλληλισθεί ακριβώς με τα συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα της κάθε εποχής, αλλά ακόμα και της κάθε εκκλησίας στην ίδια εποχή.


Νηστεία και Διασπορά
Το θέμα της νηστείας, όταν είναι κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα, όπως στην Ελλάδα, είναι εύκολο ζήτημα γιατί όλοι γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο της. Το αγιολόγιο της Εκκλησίας είναι την ίδια ώρα και επίσημο εορτολόγιο της Πολιτείας. Όταν η Ορθοδοξία βρίσκεται σε μία χώρα όπου οι χριστιανοί είναι ελάχιστοι, τότε το ζήτημα είναι διαφορετικό. Εκεί θα πρέπει να εφευρεθούν τρόποι, ώστε να προσαρμοσθεί στα δύο σύγχρονα δεδομένα που αναφέραμε. Διαφορετικά σύντομα θα σβήσει, αν δεν καταφέρει να μιλήσει μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό της κάθε εποχής. Στο Βυζάντιο, ελλείψει ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιστήμης και άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των απομακρυσμένων περιοχών, η θέσπιση της νηστείας ήταν συνήθως ίδια για όλες τις επαρχίες, αλλά και οι οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ των εκκλησιαστικών επαρχιών δεν γινόντουσαν γνωστές εξαιτίας των «τειχών» και της αδυναμίας επικοινωνίας μεταξύ των πόλεων. Η ορθόδοξη διασπορά και η κοινή συμπόρευση όλων των ορθοδόξων σε μία μακρινή ήπειρο όπως η Αμερική, κάτω από μία Εκκλησία επίσης δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί μόνο με εκκλησιαστική προτροπή ή μία Συνοδική απόφαση, αλλά με τη ζωντανή προσαρμογή στα δεδομένα εκείνου του κράτους˙ δηλαδή, μιλώντας τη σύγχρονη γλώσσα, με τη γεωγραφία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η σωστή προσαρμογή δεν σημαίνει ποτέ απώλεια της παραδόσεως. Αντιθέτως η σωστή προσαρμογή εγγυάται την ιστορική συνέχεια της Εκκλησίας μας. Ο 17ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου : «τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ ἡ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν τάξις ἀκολουθείτῳ», μόνο με αυτόν τον τρόπο θα βρει τη σωστή εφαρμογή της. Οι πολιτικοί και δημόσιοι τύποι τότε ήταν η αυτοκρατορία, σήμερα είναι τα εθνικά γεωγραφικά κράτη, όπως τα διαμόρφωσε ο δυτικός διαφωτισμός.               

Συμπεράσματα
Τα ζητήματα που θέτει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι φλέγοντα γιατί πρέπει να κινηθούν α) στους δύο άξονες του Βυζαντίου : ελληνική γλώσσα και χριστιανικό δόγμα καθώς, ποτέ δεν μπορούμε να αφήσουμε την παράδοση μας – τίποτα δεν υπάρχει χωρίς ρίζες, αλλά β) και στους δύο σύγχρονους πραοαναφερθέντες άξονες : γεωγραφία και ανθρώπινα δικαιώματα˙ πάντοτε πρέπει να προσαρμοζόμαστε ως ιστορική Εκκλησία και στα σύγχρονα δεδομένα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη διαφορά των δύο κόσμων˙ βυζαντινών οικουμενικών συνόδων και σύγχρονης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Αν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος το ακολουθήσει, πέτυχε στην αποστολή της. Αν δεν το ακολουθήσει γρήγορα θα ξεχαστεί και δεν θα ξαναγίνει ανάλογη Σύνοδος. Για να μεσολαβήσουν χίλια χρόνια κατά τα οποία δεν έγινε Σύνοδος ολόκληρης της Ορθοδοξίας σημαίνει από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να απομακρύνεται από τις ιστορικές προκλήσεις του τότε πολιτισμού. Αυτό όμως δεν συνέβαινε στην πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των αποστόλων, η οποία προσαρμόστηκε ζωντανά στην ελληνική γλώσσα που ήταν η τότε πραγματικότητα και όχι στα αραμαϊκά ή στα ακόμα και στα λατινικά (τα ελληνικά ήταν οι πολιτικοί και δημόσιοι τύποι της εποχής εκείνης), και στην ελληνική γράφτηκαν τα ευαγγέλια. Ήρθε η ώρα να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της. 

-------------------------------
1.  Εισήγηση που ανακοινώθηκε στον Επιστημονική Διημερίδα, την οποία οργάνωσαν η Πατριαρχική Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης και το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου και πραγματοποιήθηκε στην Πατριαρχική Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης κατά τη 15η και 16η Μαΐου 2016.

2.  Θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε ως εξαίρεση τη Σύνοδο του 879/880 που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη καθώς αναγνώρισε ως Οικουμενική τη Σύνοδο του 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, σχετικά με την Εικονομαχία. Ανάλογη Σύνοδος είναι και αυτή του 1482 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν αναγνώρισε τη Σύνοδο της Φλωρεντίας του 1439 και όρισε πως όσοι θα επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία από τη Ρωμαιοκαθολική, θα πρέπει να χρίονται με μύρο. Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 296.      
3. Μέσα στη Ρώμη ζούσε μόνο ο Πάπας και οι ιερείς του, και ο Πάπας δεν μπορούσε ποτέ να βγει εκτός Ρώμης, εξαιτίας της «φεουδαρχίας». Μέσα στην Κωνσταντινούπολη δεν ζούσε μόνο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι πάντες ακριβώς γιατί δεν υπήρχε η φεουδαρχία. Αυτό είναι ο λόγος που δεν παρέστη ποτέ Πάπας σε Οικουμενική Σύνοδο, αλλά έστελνε τους αντιπροσώπους του, τους λεγάτους.  
4.  Εὐσεβίου, Εἰς τὸν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 4,24 PG 20,1172AB.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου