ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, Σκέψεις για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, τους ετεροδόξους και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου

Με το παρόν θα επιχειρήσω να καταθέσω τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μου από κάποια τελικά κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αν το πλήρωμα της Εκκλησίας, ιστορικά, επικυρώνει ή ακυρώνει εν τέλει τις αποφάσεις των Συνόδων, ίσως αποτελέσει μια μικρή συμβολή και η τοποθέτηση ενός άσημου θεολόγου από την Κρήτη. Περιττεύει να επισημάνω ότι τα παρακάτω ουδόλως βάλλουν κατά προσώπων ή θεσμών, αντιθέτως στοχεύουν αποκλειστικά στην ωφέλεια της Εκκλησίας και στη σωτηρία εαυτών και αλλήλων.

Τα κείμενα, για τα οποία προτίθεμαι να τοποθετηθώ, Θεού θέλοντος, είναι τα: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο», «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» και «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Προκαταβολικά εξομολογούμαι ότι τα δύο πρώτα με προβλημάτισαν, ενώ το τρίτο με ανέπαυσε.

Η Εκκλησία και το μαρτύριο του σύγχρονου ανθρώπου

Α) Το κείμενο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο» αναμφίβολα εκφράζει άριστα την ανθρωπολογική και κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας. Όμως, όχι άστοχα, ο μητροπολίτης Νιγηρίας – και εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας – Αλέξιος το χαρακτήρισε «άτολμο», ενώ γράφτηκε ότι και ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος είπε σχετικά ότι η Σύνοδος πρέπει να μιλήσει επί της ουσίας των σύγχρονων προβλημάτων και όχι μόνο θεολογικά.

Αν και το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για ποικίλες δράσεις των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, μητροπόλεων, ενοριών κ.τ.λ., όμως πρέπει να συμφωνήσω με τα παραπάνω. Ένα τέτοιο κείμενο δεν μεθιστάνει όρη, συνεπώς η δημοσίευσή του δεν αλλάζει κάτι στον πλανήτη μας.

Κατά τη γνώμη μου, μια Σύνοδος αντάξια των Οικουμενικών Συνόδων (η οποία τελικά, και θα καταξιωνόταν ως Οικουμενική από την Ιστορία), θα ήταν κάποια, που θα κατήγγελλε μία προς μία τις Πολυεθνικές Εταιρίες και τις λοιπές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, που λυμαίνονται τον κόσμο και εξουθενώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Τότε θα σειόταν το στρατόπεδο του Εχθρού των ανθρώπων και τα όργανά του θα ήξεραν ότι η Εκκλησία στέκεται απέναντί τους, ενώ εκείνοι που προσπαθούν να υπερασπιστούν τους αδικημένους θα γνώριζαν ότι η Εκκλησία βρίσκεται με σοβαρότητα και τόλμη δίπλα τους.

Η Εκκλησία βέβαια θα διωκόταν, αλλά αυτό προανήγγειλε ο Χριστός: διώξεις. Εκκλησία που δεν διώκεται, πολύ φοβούμαι ότι είναι Εκκλησία συμβιβασμένη και ακίνδυνη.

Φυσικά, μια τέτοια κίνηση θα χρειαζόταν προσεκτική έρευνα από ολόκληρα επιτελεία συνεργατών, αλλά είναι εφικτό και ήδη συμβαίνει σε άλλους χώρους, εκτός της Εκκλησίας. Ας λάβουμε υπόψιν ότι αυτή την ονομαστική και συγκεκριμένη καταγγελία όλων των προσώπων, εταιριών και συνασπισμών, που κρατούν δούλους τους ανθρώπους, την πραγματοποιούν δημοσιογράφοι και κοινωνικοί ή πολιτικοί ακτιβιστές, πολλοί από τους οποίους ανήκουν σε αθεϊστικούς και αντεκκλησιαστικούς χώρους. Δυστυχώς, φοβούμαι ότι σ’ αυτό το θέμα «προάγουσιν ημάς», τολμώντας να παλέψουν για τον φτωχό, όπως τολμούσαν οι Βασίλειοι και οι Χρυσόστομοι, αλλά τολμά η σημερινή Εκκλησία;

Δηλαδή η Εκκλησία να μετατραπεί σε πολιτικό ακτιβιστή; Ναι, όσο ήταν και ο ιερός Χρυσόστομος, που απευθυνόταν καταπρόσωπο στους εκμεταλλευτές του λαού, δεν εξέδιδε γενικές (έστω και θεολογικά άρτιες) ανακοινώσεις.

Ουτοπία; Ας ελπίζουμε για την επόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που εύχομαι να πραγματοποιηθεί σύντομα. Ας ελπίζουμε, αλλά και ας πιέζουμε.


Εκκλησία και ετερόδοξοι

Β) Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» είναι εμφανώς γραμμένο με διπλωματικό τρόπο, ώστε να μην προσβάλει την πίστη των ορθοδόξων χριστιανών, αλλά και να μη στενοχωρήσει τους Ρωμαιοκαθολικούς και την πανσπερμία των προτεσταντικών αιρέσεων που συναπαρτίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, στο οποίο συμμετέχει και η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια Σύνοδος αντάξια των Οικουμενικών Συνόδων (και Οικουμενική τελικά), θα ήταν κάποια, που θα έλεγε σαφώς: «Εμείς, η Ορθόδοξη Εκκλησία, είμαστε η μία και μόνη Αγία Εκκλησία του Ιησού Χριστού», θα επισήμαινε και θα καταδίκαζε μία προς μία τις κακοδοξίες όλων των αιρέσεων και θα παρακαλούσε – θα ικέτευε έστω γονατιστή, με αγάπη και πόνο ψυχής – όλους τους αδελφούς μας, που είναι εγκλωβισμένοι στις πλάνες των αιρέσεων και των διαφόρων θρησκειών, να τις εγκαταλείψουν και να ενωθούν στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, «ίνα ώσιν έν» όπως ο Πατήρ με τον Υιό.

Φυσικά, οι παραπάνω δύο θέσεις (ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησία και ότι η α΄ ή β΄ διδασκαλία μιας χριστιανικής ομάδας συνιστά πλάνη) απαιτούν τεκμηρίωση. Η τεκμηρίωση αυτή όμως, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι εύκολη. Το να μεταστραφούν οι ηγέτες κάθε αιρετικής ομάδας είναι δύσκολο (γιατί παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες), όμως το να αντιληφθούν την αλήθεια τα απλά μέλη αυτών των ομάδων δεν είναι ακατόρθωτο, όπως φανερώνουν οι χιλιάδες μεταστροφές ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών στην Ορθοδοξία, που παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας και ασφαλώς παγκοσμίως υπάρχουν θεολόγοι και ορθόδοξοι διδάσκαλοι που μπορούν, με τη βοήθεια του Θεού, να εκφράσουν την αλήθεια επαρκώς.

Το ότι η Εκκλησία «κάνει διάλογο» με τους ετεροδόξους είναι αυτονόητο και δεν νομίζω ότι χρειαζόταν καν να τονιστεί. Πάντως οι διάλογοι ασφαλώς δεν μπορεί να συνεχίζονται επ’ άπειρον χωρίς οι ετερόδοξοι να αντιλαμβάνονται και να διορθώνουν τα λάθη τους. Κάποια στιγμή, όπως ήδη έχει γραφτεί, οι διάλογοι πρέπει να απομακρυνθούν από τις ηγεσίες των αιρέσεων και να απευθυνθούν στους απλούς πιστούς.

Σημειωτέον – και συγχωρήστε με που θα το θέσω ευθέως – ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαθέτει άλλες (μη Ορθόδοξες) «αδελφές Εκκλησίες». Μία Εκκλησία ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός και όλες οι ομάδες που αποκόπτονται από αυτήν και τραβούν διαφορετικούς δρόμους αποτελούν αιρέσεις. Η Εκκλησία αγαπά τους αιρετικούς (δεν τους καίει στην πυρά, όπως ο μεσαιωνικός παπικός θεσμός) και αγωνιά για τη σωτηρία τους, γι’ αυτό και επιδιώκει την επιστροφή τους. Αυτή (πρέπει να) είναι και η αιτία για τη συμμετοχή της στους διαχριστιανικούς διαλόγους.

Για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, επικαλούμαι τη μαρτυρία των πολλών ρωμαιοκαθολικών, που έγιναν ορθόδοξοι χριστιανοί μετά από προσεκτική και σοβαρή έρευνα των πηγών του αρχαίου χριστιανισμού, όπως ο δολοφονημένος επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος ντε Μπαγεστέρ, οι πατέρες Σεραφείμ Μπέλ, Ραφαήλ Μπουργκ, Πλακίδας Ντεσέιγ και αναρίθμητοι άλλοι, καθώς και προτεσταντών, όπως μια ολόκληρη προτεσταντική κοινότητα στις ΗΠΑ, με χιλιάδες μέλη, που προσήλθε στην Ορθοδοξία τη δεκαετία του 1980 (βλ. την περίπτωσή στο βιβλίο του μακαριστού π. Πήτερ Γκίλκουιστ Καλώς ήλθατε στο σπίτι σας, εκδ. Ακρίτας) και αναρίθμητοι άλλοι από πολλές χώρες του κόσμου.

Στην Αφρική, εξάλλου, είναι γνωστό ότι ολόκληρες κοινότητες μελών των «Ανεξάρτητων Αφρικανικών Εκκλησιών» σε διάφορες χώρες μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία και αυτό αποτέλεσε τη μαγιά της Ορθόδοξης Ιεραποστολής στην υποσαχάρια Αφρική περί τα μέσα του 20ού αιώνα, αρχίζοντας από την Ουγκάντα και την Κένυα.


Μια ελπίδα

Γ) Την ισορροπία στο παραπάνω θέμα, κατά τη γνώμη μου, αποκαθιστά κάπως η «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» (το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, τελικό κείμενο της Συνόδου και ίσως το μόνο αναγκαίο), η οποία (εκτός από τις καίριες κοινωνικές και ανθρωπολογικές επισημάνσεις που περιέχει):

α) Διευκρινίζει ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία (…) αποτελεί την αυθεντικήν συνέχειαν της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, ως αύτη ομολογείται εις το Σύμβολον της πίστεως και βεβαιούται διά της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας. Ούτως, αισθάνεται μείζονα την ευθύνην αυτής (…) και διά την αξιόπιστον μαρτυρίαν της αληθείας προς πάντας τους ανθρώπους» (παράγρ. 2).

β) Χρησιμοποιεί τον όρο «Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία» (παράγρ. 5), όπως είναι ορθό και πρέπον, και βεβαιώνει ότι αυτή «αποτελεί την ζώσαν παρουσίαν του Χριστού εν τω κόσμω» και «την εν Χριστώ φανέρωσιν της Βασιλείας του Θεού» (παρ. 20 και επίλογος). Επίσης, δεν χαρακτηρίζει ως «Εκκλησίες» τις ποικίλες χριστιανικές κοινότητες, πράγμα που προκαλεί παρανοήσεις και δικαιολογημένα είχε καταστεί αντικείμενο διενέξεων.

γ) Μνημονεύει ως θεμέλια της ορθόδοξης πίστης και συνόδους «καθολικού κύρους», που συνεχίζουν το έργο των επτά γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, την επί αγίου Φωτίου Μεγάλη Σύνοδο (879-880) και τις επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά Μεγάλες Συνόδους των ετών 1341, 1351, 1368 (8η και 9η Οικουμενικές Συνόδους κατά πολλούς και κατ’ εμέ), καθώς και τις Αγίες και Μεγάλες Συνόδους των ετών 1484 (για την αποκήρυξη της ενωτικής ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας), 1638, 1642, 1672 και 1691 (για την αποκήρυξη προτεσταντικών δοξασιών) και 1872, για την καταδίκη του εθνοφυλετισμού, και συνεπώς του σημερινού εθνικισμού, ως αίρεσης (παράγρ. 3).

Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω – οιονεί να προσθέσω – την Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής στον Πάπα Πίο Θ΄, που εκδόθηκε το 1848, υπογράφεται από τους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο (Οικουμενικό Πατριάρχη), Αλεξανδρείας Ιερόθεο, Αντιοχείας Μεθόδιο και Ιεροσολύμων Κύριλλο, μαζί με τις ιερές συνόδους τους, και αποτελεί μια συντριπτική απάντηση, με σεβασμό και ευγένεια, στις πλάνες και τον τότε επεκτατισμό του παπισμού. Το βαρυσήμαντο αυτό κείμενο δημοσιεύεται και στο Διαδίκτυο.

δ) Διευκρινίζει (παρ. 20 και επίλογος) ότι η Εκκλησία διενεργεί τους διαχριστιανικούς διαλόγους διότι «επιδεικνύει ευαισθησίαν έναντι εκείνων, οι οποίοι διέκοψαν την μετ’ αυτής κοινωνίαν και ενδιαφέρεται δι’ όσους δεν κατανοούν την φωνήν της». «Διά μέσου του διαλόγου αυτού, ο λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει πλέον καλύτερα την Ορθοδοξίαν και την γνησιότητα της παραδόσεως αυτής. (…) Οι διαχριστιανικοί διάλογοι ελειτούργησαν ως ευκαιρία διά την Ορθοδοξίαν, διά να αναδείξη το σέβας προς την διδασκαλίαν των Πατέρων και διά να δώση την αξιόπιστον μαρτυρίαν της γνησίας παραδόσεως της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. (…) Οι διάλογοι αυτοί είναι μαρτυρία περί της Ορθοδοξίας, εδραζομένη επί του ευαγγελικού μηνύματος “Έρχου και ίδε” (Ιωάν. α΄, 46), ότι “ο Θεός αγάπη εστίν” (Α΄ Ιωάν. δ΄, 8)».

Ένας τελευταίος προβληματισμός: ελπίζουμε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν οι ανωτέρω θέσεις της Εγκυκλίου και να μην επισκιαστούν από τη διπλωματική ασάφεια άλλων διατυπώσεων (σε άλλες περιστάσεις), που ίσως δεν ωφελήσουν τη σωτηρία των αδελφών μας ετεροδόξων και του κόσμου συνολικά.

Όλα τα παραπάνω, γραμμένα με πόνο, ίσως είναι σκέψεις ενός άφρονος, που σφάλλει, ευρισκόμενος μακριά από τα γεγονότα. Κατά βάθος το εύχομαι. Αν όχι, ας το κρίνουν και ας αξιοποιήσουν κάθε πιθανή σωστή θέση οι κατάλληλοι.




Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Θεολόγος – συγγραφέας

Ρέθυμνο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου