Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (Πρός Κορινθίους A' 13,9-13).
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
▼
Σάββατο 30 Ιουλίου 2016
Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016
Χρ. Γιανναράς, Ο Έρωτας και η Πίστη (Αθήνα, 1/6/2016)
πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
&
https://www.youtube.com/watch?v=D7Yi6Uw66IM
&
https://www.youtube.com/watch?v=D7Yi6Uw66IM
Ο Χρ. Γιανναράς με αφορμή την επανέκδοση των βιβλίων του "Αλφαβητάρι της πίστης" και "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων" μίλησε στο βιβλιοπωλείο "Άπειρος Χώρα" για τον Έρωτα και την Πίστη (1/6/2016).
Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016
Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016
Τρίτη 26 Ιουλίου 2016
Α.Ι. Καλαμάτας, Κωστής Μοσκώφ: Ένας αλπινιστής μιας ματωμένης επανάστασης που δεν τελείωσε
πηγή: NULA DIES SINE LINEA
«Τέλειες μέρες / Τέλειο δείλι / Ροβολούν οι πλαγιές γελαστές / Στο παράκτιο μπαράκι οι φίλοι / Ανταμώνουν: /Ζυγώνουν γιορτές.
Μα που είν’ η Γκρέτα; / Η Κατερίνα; / Πως μακραίνουν της λίστας αυτής / Οι απόντες; / Μα που είν’ ο Ηλίας;» / Και ο Πανάγος και ο Μοσκώφ μου ο Κωστής;»
Διονύσης Σαββόπουλος, Ο Χρονοποιός
Καλοκαίρι ήταν (29 Ιουνίου 1998) όταν «έφυγε» ο Κωστής Μοσκώφ. Αν και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια, πολλοί είναι οι μελετητές που συνεχίζουν να αξιολογούν και να ερμηνεύουν το έργο του. Κι αυτό γίνεται διότι η πνευματική φιγούρα του Κωστή Μοσκώφ, του Θεσσαλονικιού κι Αλεξανδρινού συνάμα, του διανοούμενου κι οραματιστή, του ποιητή κι ιστορικού, του εραστή της καθ’ ημάς Ανατολής, παραμένει ακόμη ζωντανή σ΄ όποιον ως τρόπο ζωής κατανοεί την κληρονομιά του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
Γόνος εύπορης οικογένειας ο Κωστής Μοσκώφ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1939 από πατέρα καπνέμπορο από τον Πόντο, τον Ηρακλή Μοσκώφ και μητέρα Ιταλίδα, την Αμίνα Αριγκόνι, κι αυτή γόνο της οικογένειας του αρχιτέκτονα κόντε Πιέρο ντ΄ Αριγκόνι, που καταγόταν από τους Ισπανοεβραίους της Αραγονίας. Με ανώτατες σπουδές σε Ελλάδα και Γαλλία, ο Κωστής Μοσκώφ υπήρξε ένας από τους πιο ρηξικέλευθους ιδεολόγους μαρξιστές που γνώρισε η Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα. Δημοσιογράφος, μορφωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία της Αιγύπτου, εκπρόσωπος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Δικαίως τον χαρακτήρισαν «φορέα» του ελληνικού πολιτισμού στον αραβικό κόσμο και γενικότερα στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Κωστής Μοσκώφ αποτίμησε την Ορθοδοξία, παρότι του κολλήσανε τη ρετσινιά του «νεορθόδοξου». Την αγκάλιασε με σεβασμό, με το προφητικό και το μαρτυρικό της συνάμα στοιχείο, «το πριν το σώμα» των Ελλήνων μαρξιστών όπως ο ίδιος έλεγε. Η στροφή του αυτή, αν και κατά τη δεκαετία του ’80 με τον χριστιανο-μαρξιστικό διάλογο, εξέπληξε τον κόσμο της Αριστεράς, στηρίζονταν σε μια βασική αρχή: στον ελληνοκεντρισμό του, ο οποίος παρέμεινε ανοιχτός στον «Άλλο», στους άλλους, τους λαούς δηλαδή και τις εθνότητες της καθ’ ημάς Ανατολής, μακριά βέβαια από τους συνήθεις εθνικιστικούς τόνους. Γι’ αυτό ως μορφωτικός ακόλουθος έκαμε πράξη τη σύζευξη της ελληνικότητας με τις πολιτιστικές παραδόσεις των λαών της Μέσης Ανατολής.
Το διεισδυτικό συγγραφικό του έργο αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη έναντι της σημερινής χαοτικής και εκβαρβαρισμένης «ελληνικότητας». Μελετώντας το κανείς αισθάνεται το μεθυστικό άρωμα που αποπνέει η οικουμενικήρωμηοσύνη. Αποκομίζει μια βαθιά μυσταγωγία για το αληθεύειν και κοινωνείν της κληρονομιάς της. Σπάει τα ερέβη του ορθολογιστικού υπάρχειν και κυοφορεί το θαύμα της εκθαμβωτικής παρουσίας του Προσώπου, πληρέστερα θεμελιώνουν στο λόγο της παράδοσης κι όχι στα άσαρκα ιδεολογήματα, που κατά καιρούς μας έρχονται από λογής – λογής γραικύλους και «προοδευτικούς» γραφιάδες. Μιας παράδοσης που ο αξέχαστος Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του νοηματοδοτεί με τα εξής ρωμαλέα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση… Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες».
Τούτος το λόγος βγαίνει ατόφιος, πεντακάθαρος και στον Κωστή Μοσκώφ, που στο τελευταίο βιβλίο του: Η Σάρκα Σου Όλη μας υπενθυμίζει: «το Σώμα μας ως πρόσωπο, δηλαδή ολότητα. Το Σώμα μας ως σάρκα της ιστορίας, τόπος. Πήραν τα παραθαλάσσια – Μακεδονία και Θράκη. Κατασπαράχθηκε πρόσκαιρα έστω το Σώμα των σύνοικων λαών. Και θριαμβολογούμε οι ανόητοι με θούρια εκκωφαντικά. Απολησμόνησαν πως η δύναμη του ανθρώπου αυτής της γης είναι ο διάλογος ανάμεσα στους λαούς της – μυστικός Έρωτας. Έρωτας με τους καβγάδες και τις αγάπες του. Πήραν τα κομμάτια τους, αλλά χάσαν το Σώμα ολόκληρο. Χάσαν την Ανατολική Θράκη, την Ιωνία, τον Πόντο, την ίδια τη Βασιλεύουσα. Ξέχασαν το κήρυγμα του Ρήγα, πως ο Δεσπότης είναι ο Οθωμανός – αυτόν πρέπει να κυνηγάνε. Και έτσι, αντίτιμο της μεγάλης Ύβρεως, αντίτιμο του να θέλουμε την Κόκκινη Μηλιά, βρεθήκαμε πίσω στον Έβρο. Και παραλίγο μετά από εκατό χρόνια, να βρεθούμε πίσω στη Μελούνα και στον Όλυμπο».
Ο Κωστής Μοσκώφ πάνω σ’ αυτήν την υπόσταση της ελληνορθοδοξίας υπήρξε μυσταγωγός μιας παράδοσης κινούμενης σε αγιοπατερικό κοινωνικό πλαίσιο. Άνθρωπος της σπουδής, της μυστικιστικής αφής και της φωταψίας. Δεν θα τον ξεχώριζα από τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον Γ. Βαφόπουλο, τον Γ. Ιωάννου. Σ’ ολάκερο το έργο του πιστεύω ό,τι τίθενται αμείλικτα τα παρακάτω ερωτήματα. Εξακολουθεί να είναι πονεμένη η ρωμηοσύνη; Επιβιώνει στο υποσυνείδητο μας; Ή μήπως την καταντήσαμε κι αυτή, όπως τόσα άλλα που παραπέμπουν στις πηγές και τις ρίζες μας φολκ κλορ; Γιατί σ’ ότι αφορά την ελληνορθόδοξη ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, μας κατατρέχει πάντοτε το σύνδρομο της απολογητικής, αυτό δηλαδή που μας κάμει συνεχώς να διατρανώνουμε την πιστότητά μας σ’ αυτή; Είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε, όχι το ποιοι και τι είμαστε, όσο να πραγματώσουμε μέσα μας αυτό που όντως είμαστε; Την πινδαρική δηλαδή προτροπή του «μάθε και γίνε αυτό που είσαι», με έμφαση στο γίγνεσθαι παρά στο μανθάνειν;
Περαίνοντας ετούτη την επιφυλλίδα επιθυμώ να τονίσω αυτό που παραπάνω κατέγραψα ως «νεορθοδοξία». Όσοι ομιλούν γι’ αυτή, είναι νομίζω προφανές, ότι μπροστά στο κάλλος της Ορθοδοξίας καταδεικνύουν την ανεπάρκειά τους. Ο αξέχαστος Π. Νέλλας, ο Χρ. Γιανναράς, ο Κ. Ζουράρις, ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός, ο Σεβ. Περγάμου Ιωάννης, ο αείμνηστος π. Ι. Ρωμανίδης και ο Κ. Μοσκώφ, στην κυριολεξία δεν αρθρώνουν κανένα διαφορετικό λόγο απ’ αυτό που αιώνες τώρα κομίζει η Ορθοδοξία. Οι υπέρμαχοι αυτού του όρου οδηγούνται σε μυθοπλασία, παραβλέποντας τη δυναμική της Ορθοδοξίας, που επιγραμματικά θα μπορούσε να εστιαστεί στα εξής: τη βιωματική σχέση μας με την βυζαντινή και μεταβυζαντινή κληρονομιά. Και την αντίστασή μας σ’ ότι παραπλανητικό, ανέραστο και πιετιστικό μας κληροδότησε η Δύση. Είναι καιρός πια να κατανοήσουμε ότι η ταυτότητα της ελληνορθοδοξίας και της ρωμηοσύνης, σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει στην τραγελαφική θεώρηση περί ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
1972, «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα – Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου στην Ελλάδα».
1978, «Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», (Σύγχρονη Εποχή).
1979, «Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης», (Σύγχρονη Εποχή).
1979, «Θεσσαλονίκη 1700-1912. Τομή της μεταπρατικής πόλης», (Στοχαστής).
1979, «Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας». Δοκίμια Ι, (Εξάντας).
1983, «Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας». Δοκίμια ΙΙ, (Καστανιώτης).
1984, «Λαϊκισμός και Πρωτοπορία» Δοκίμια ΙΙΙ, (Καστανιώτης).
1985, «Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα», (Καστανιώτης).
1987, «Η διοργάνωση του επαναστατικού μας ονείρου», (Καστανιώτης).
1993, «Αραβική ποίηση – 20ος αιώνας», (Καστανιώτης).
1995, «Εβραϊκή ποίηση», (Καστανιώτης).
1997, «Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας», (Ιανός).
1998, «Η Σάρκα σου Όλη», (Εξάντας).
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
«Γεωγραφία», (γεωγραφική καταγραφή της ελλαδικής ενδοχώρας).
«Ο Αμνός του Κυρίου», (μυθιστορία).
Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016
"ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑ-ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗΣ": ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. Δ. ΜΠΑΘΡΕΛΛΟΥ
π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Οἱ χριστιανοί στούς χρόνους τῆς μετα-ἐκκοσμίκευσης: Σκέψεις καί προτάσεις γιά τή θέση καί τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στόν δημόσιο χῶρο, ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2016, ISBN: 978-960-9550-81-9.
Τό ἀνά χεῖρας βιβλίο ἀπαρτίζεται ἀπό πέντε κείμενα πού συζητοῦν τό ἐρώτημα τῆς θέσης καί τῆς μαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν στόν δημόσιο χῶρο.
Ἡ συγγραφή του ἐπιχειρεῖται στό πλαίσιο μιᾶς μακροχρόνιας καί ἄγονης ἀντιπαράθεσης μεταξύ ἀφενός ὅσων προωθοῦν τήν πλήρη ἐκκοσμίκευση τοῦ κράτους καί τοῦ δημόσιου χώρου καί ἀφετέρου ὑπερσυντηρητικῶν «ἐκπροσώπων» τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐπιδιώκουν μέν τό ἀντίθετο, χωρίς ὅμως ἡ στάση καί ὁ λόγος τους νά χαρακτηρίζονται ἀπό τή νηφαλιότητα καί τή διάκριση πού ἐμπνέει ἡ χριστιανική πίστη.
Τό βιβλίο αὐτό ἐπιχειρεῖ νά ἐπαναπροσδιορίσει τούς ὅρους τῆς συζήτησης καί νά τήν ὁδηγήσει σέ γονιμότερες κατευθύνσεις.
Ἡ κατάρρευση τοῦ «μύθου» τῆς ἐκκοσμίκευσης καί ἡ δυναμική ἐπιστροφή τῆς θρησκείας, ἡ θέση καί ἡ μαρτυρία τῶν χριστιανῶν στόν δημόσιο χῶρο, ἡ σχέση κράτους καί Ἐκκλησίας, ἡ σύγχρονη οἰκονομική κρίση καί ἡ θεολογική της ἀνάγνωση, ἡ ἀναβίωση τοῦ νεοναζισμοῦ, καί τό προσφυγικό καί μεταναστευτικό ζήτημα εἶναι ὁρισμένα ἀπό τά θέματα πού ἀναλύονται στίς σελίδες του.
"Κοινωνία εσχάτων": το νέο βιβλίο του Σταύρου Γιαγκάζογλου
πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Σταύρος Γιαγκάζογλου, Κοινωνία εσχάτων: Δοκίμια εσχατολογικής οντολογίας, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2016, ISBN: 978-960-518-382-0.
Το ζήτημα της ιστορίας και της εσχατολογίας βρέθηκε στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής θεολογικής σκέψης του 20ου αιώνα ως μια γόνιμη βάση για την υπέρβαση μιας αφηρημένης μεταφυσικής εκδοχής του χριστιανισμού. Η αποκατάσταση του ιστορικού χαρακτήρα της χριστιανικής θεολογίας και η προβολή μιας θεολογικής θεώρησης της ιστορίας αποτέλεσαν βασικές πτυχές της σύγχρονης θεολογικής προοπτικής. Η ιδέα του γραμμικού χρόνου και της ιστορίας έχει προέλθει από τη βιβλική παράδοση. Ο κόσμος είναι η δημιουργία του Θεού που κτίσθηκε για να οδηγηθεί μέσω του ανθρώπου στην έσχατη τελείωση. Η πορεία του συνιστά μοναδική και ανεπανάληπτη κίνηση, η οποία κατευθύνεται προς ένα τέλος. Τα γεγονότα της ιστορίας δεν είναι ποτέ αντικειμενικά φαινόμενα, αλλά πράγματα που επιζητούν ερμηνεία, γιατί εμπεριέχουν νόημα και συνιστούν έκφραση προσωπικής δράσης και ελευθερίας.
Το βιβλίο αυτό εκκινεί από την αντινομική θεώρηση ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια συμβατική κατάσταση της ιστορίας όσο μια κοινότητα που, ενώ ριζώνει στην ιστορία, ζει και πορεύεται με την προσδοκία αλλά και την πρόγευση των εσχάτων της βασιλείας. Προϊόντος του χρόνου, ο εσχατολογικός αυτός ορίζοντας λησμονήθηκε στην πράξη ή και μεταμορφώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε στις μέρες μας σχεδόν εξαφανίσθηκε ή απλώς αναφέρεται ως τελευταίο κεφάλαιο της χριστιανικής δογματικής.
Η έκλειψη της εσχατολογίας φαίνεται να έθρεψε ποικίλους μεσσιανισμούς της ιστορίας, από την χριστιανική πολιτεία ως τα ποικίλα ιδεολογικά σχήματα του 20ου αιώνα. Από μια σκοπιά, ολόκληρη η πορεία του δυτικού πολιτισμού μοιάζει να είναι ένας παρανοημένος και εγκόσμιος εσχατολογισμός δίχως πλέον χριστιανικό νόημα και σκοπό. Ενώ η ιδέα της προόδου και της ιστορικότητας του ανθρώπου εισήχθη δυναμικά στη δυτική σκέψη και φιλοσοφία με τη βιβλική παράδοση του Χριστιανισμού, η νεωτερικότητα, αντιδρώντας στις ιεροκρατικές δομές του μεσαιωνικού χριστιανισμού, προχώρησε σε ένα πρόγραμμα εκκοσμικευμένης εσχατολογίας, θεμελιώνοντας την ιστορία και την αυθυπερβατική διάσταση του ανθρώπου σε μια μηδενιστική νοηματοδότηση. Εν τέλει, η μετανεωτερική κατάσταση δεν κήρυξε μονάχα το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων της φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, αλλά και το τέλος της ιστορίας. Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, η πανουργία της ιστορίας τείνει να ακυρώσει το περιεχόμενό της ως περιπέτειας του ανθρώπου στο γίγνεσθαι και να γίνει η αδιαφάνεια και η αδράνεια των τεχνητών κατασκευών, να γίνει ιστορία του κυβερνο-ανθρώπου, της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας.
Η εποχή μας γίνεται ολοένα και περισσότερο εποχή της αβεβαιότητας, της σύγχυσης, της απελπισίας και, κυρίως, του μηδενισμού, ο οποίος προβάλλει ως η νέα οντολογία που κινεί τον μετανεωτερικό μας κόσμο. Αλλά ο προορισμός του ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι άσχετος από τον τελικό προορισμό του ανθρώπου. Η ιστορία δεν είναι το «πανδοχείο» όπου παίζεται το δράμα της ανθρώπινης μοίρας, αλλά έχει νόημα μόνον, επειδή πρόκειται να φθάσει σε ένα τέλος. Διαφορετικά, η ατελεύτητη πρόοδος δεν έχει κανένα νόημα. Στην εποχή μας δεν χρειαζόμαστε μια εκκοσμικευμένη εσχατολογία αλλά μια νέα φιλοσοφία της ιστορίας, την οποία μπορεί να εμπνεύσει μια αυθεντικά εσχατολογική θεολογία της ιστορίας. Όταν η ιστορία και η ζωή του ανθρώπου φωτίζονται από την προοπτική των εσχάτων και του τέλους, η υπέρβαση της διαλεκτικής ανθρώπου, κόσμου και ιστορίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας δεν θα αποβαίνει τραγική ουτοπία και αυταπάτη.
Δείτε και:
"Παράδοξος βασιλιάς": το νέο βιβλίο του π. Ευ. Γκανά
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ο αναγνώστης των κηρυγμάτων αυτού του βιβλίου είναι πολύ πιθανό να δυσκολευτεί περισσότερο στην πρόσληψη των τελευταίων παραγράφων τους. Όταν δηλαδή ο ομιλητής, έχοντας αποπειραθεί την ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής και την επικαιροποίησή της στο εδώ και τώρα της κοινότητας, φτάνει στην κλήση, στο κάλεσμα για ανταπόκριση στην αναγγελία των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού, στο ευαγγέλιο. Αυτό είναι το μέρος του κηρύγματος που έχει δώσει το κακό όνομα σε αυτή τη λέξη. Είναι πράγματι δυσπρόσληπτο σε μια κοινωνία ηθικού σχετικισμού και ηδονοθηρικού καταναλωτισμού, όπως η δική μας. Συνιστά όμως ταυτόχρονα και σάρκα εκ της σαρκός του, την ειδοποιό διαφορά του κηρύγματος και την απαραίτητη συνθήκη της ύπαρξης του. Το αυθεντικό κήρυγμα δεν αποβλέπει στη μελέτη του σπουδαστηρίου, αλλά σε τίποτε λιγότερο από μια καινούργια ζωή.
Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016
Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016
Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016
Η σχέση του Εσπερινού και του Όρθρου με τη Δημιουργία του Κόσμου και τη Σωτηρία μας (& την καθημερινή μας ελπίδα)
Ένα συγκλονιστικό κείμενο του πατρός Αλέξανδρου Σμέμαν (Alexander Schmemann), που μας προσφέρει υπέροχα στοιχεία από τη βαθιά πνευματική και ελπιδοφόρα σημασία των δύο αυτών αρχαίων ακολουθιών, δηλαδή τελετουργιών της Εκκλησίας μας, του Εσπερινού (που γίνεται το βράδυ, και εσπέρα = βράδυ) και του Όρθρου, που γίνεται το πρωί, πριν τη θεία λειτουργία (όρθρος = πολύ πρωί).
Για την ακολουθία του Όρθρου κάπως περισσότερα στοιχεία δείτε εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/leitoyrgika/sunday_matins.htm.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Για να Ζήσει ο Κόσμος, μτφρ. Ζήσιμου Λορεντζάτου, εκδ. Δόμος 1987 (επανέκδ. 2001), κεφ. «Ο καιρός της αποστολής», σελ. 88-97.
Οι πορτοκαλιές παρενθέσεις δικές μας.
Αντίθετα
με την κοσμική εμπειρία του χρόνου, η
λειτουργική μέρα αρχίζει με τον εσπερινό,
και τούτο σημαίνει: αρχίζει το βράδυ.
Αυτό φυσικά είναι ανάμνηση του βιβλικού:
Και
εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα
μία
(Γένεσις,
1,5). Ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από
ανάμνηση. Γιατί αληθινά το τέλος κάθε
χρονικής «μονάδας» είναι που φανερώνει
το αχνάρι και το νόημα του χρόνου, που
χαρίζει στο χρόνο την πραγματικότητά
του.
Ο
χρόνος πάντα είναι αύξηση, όμως μονάχα
στο τέλος μπορούμε να διακρίνουμε την
κατεύθυνση αυτής της αύξησης και να
παρατηρήσομε τους καρπούς της. Στο τέλος
κάθε μέρας, στο βράδιασμα κάθε μέρας, ο
Θεός βλέπει τη δημιουργία Του ως καλήν·
στο τέλος της δημιουργίας είναι που ο
Θεός τη χαρίζει στον άνθρωπο. Και έτσι
η Εκκλησια αρχίζει στο τέλος της μέρας
τη λειτουργία του καθαγιασμού του καιρού
(=χρόνου).
Καθώς
ερχόμαστε στην εκκλησία, ο κόσμος και
εμείς που βρισκόμαστε στον κόσμο έχομε
περάσει πολλές ώρες και αυτές οι ώρες
γέμισαν, όπως συνήθως, με δουλειά και
ξεκούρασμα, με πόνο και χαρά, με φθόνο
και αγάπη. Άνθρωποι πέθαναν και άνθρωποι
γεννήθηκαν. Για μερικούς στάθηκε η πλέον
ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους, μια μέρα
που θα τη θυμούνται παντοτινά. Και για
μερικούς άλλους έφερε το τέλος σε όλες
τις ελπίδες τους, ρήμαξε την ίδια την
ψυχή τους. Και ολάκερη η μέρα βρίσκεται
τώρα εδώ – μοναδική, αμετάστροφη,
ανεπανόρθωτη. Η μέρα διάβηκε, όμως τα
αποτελέσματά της, οι καρποί της θα
χαρίσουν το σχήμα της στην επόμενη μέρα,
γιατί ό,τι κάναμε μια φορά απομένει
παντοτινά.
Όμως
η εσπερινή ακολουθία (=τελετουργία)
δεν αρχίζει ως θρησκευτικός «επίλογος»
της μέρας, ως προσευχή προσθετή
σε όλες τις άλλες εμπειρίες της μέρας.
Αρχίζει στην Αρχή
και αυτό σημαίνει στην «ξανά ανακάλυψη»,
με τη λατρεία και την ευχαριστία, πως ο
κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού. Η
Εκκλησία μάς πηγαίνει, σα να πούμε, στο
πρώτο εκείνο βράδυ όπου ο άνθρωπος,
προσταγμένος από το Θεό, άνοιξε τα μάτια
του και αντίκρισε αυτά που ο Θεός του
έδωσε με την αγάπη Του, αντίκρισε όλη
την ομορφάδα, όλη τη δόξα του ναού μέσα
στον οποίο στεκόταν (=της
πλάσης),
και ο άνθρωπος ανάπεμψε ευχαριστία στο
Θεό. Και με την ευχαριστία αυτή έγινε ο
εαυτός του.
Ευλόγει
η ψυχή μου τον Κύριον, Ευλογητός εί
Κύριε…
Ως
εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε. Πάντα εν
σοφία εποίησας.
Επληρώθη
η γη της κτίσεώς σου.
Άσω
τω Κυρίω εν τη ζωή μου
Ψαλώ
το Θεώ μου έως υπάρχω
(Ψαλμός
104)*
*Στα
δικά μας βιβλία: 103 (σημ. του μεταφραστή).
Και
έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει να υπάρχει
κάποιος σε αυτό τον κόσμο – τον κόσμο
που απαρνήθηκε το Θεό και που με την
απάρνηση αυτή, με τη βλαστήμια αυτή,
γίνηκε ένα σκοτιδιασμένο χάος – πρέπει
να υπάρχει κάποιος που να σταθεί στο
κέντρο του κόσμου και να τον ξεχωρίσει,
να τον δει και πάλι να είναι φορτωμένος
από το θεϊκό πλούτος, να είναι η ομορφιά
και η σοφία, και να ευχαριστήσει το Θεό
για τον κόσμο. Αυτός ο «κάποιος» είναι
ο Χριστός, ο νέος Αδάμ που έρχεται να
αποκαταστήσει αυτή την «ευχαριστιακή
ζωή», την οποία εγώ, ο παλαιός Αδάμ,
απαρνήθηκα και απώλεσα, που με κάνει
πάλι αυτό που είμαι, και έρχεται να μου
αποκαταστήσει τον κόσμο. Και αν η Εκκλησία
είναι εν
Χριστώ,
η αρχική πράξη της είναι πάντα η πράξη
αυτή της ευχαριστίας, της απόδοσης του
κόσμου πίσω στο Θεό.
Σε
αντίθεση με την ομορφιά και με το θαύμα
της δημιουργίας, ανακαλύψαμε ωστόσο τη
σκοτεινάδα και την αποτυχία του κόσμου,
το δεύτερο μεγάλο θέμα του εσπερινού.
Αν ο Ψαλμός 104 (103)
λέει την αλήθεια, ο κόσμος όπως τον
ξέρομε είναι – σε αντίθεση – ένας
βραχνάς. Επειδή πρώτα είδαμε την ομορφάδα
του κόσμου, μπορούμε τώρα να δούμε την
ασχημάδα του, να καταλάβομε τι χάσαμε,
να νιώσομε το γιατί ολάκερη η ζωή μας
(και όχι μονάχα μερικές «παραβάσεις»)
έγινε Αμαρτία, και μπορούμε να μετανιώσομε
για αυτό.
Τα
φώτα τώρα σβήστηκαν. Η «Ωραία πύλη» του
ιερού κλείστηκε. Ο ιερουργός έβγαλε τα
άμφιά του· είναι ο γυμνός και πονεμένος
άνθρωπος, που θρηνεί έξω από τον Παράδεισο,
και έχοντας νιώσει καλά την εξορία του,
την προδοσία του, τη σκοτεινιά του, λέει
στο Θεό: Εκ
βαθέων εκέκραξά Σοι, Κύριε.
Αντίκρυ στη δόξα της δημιουργίας ανάγκη
να υπάρχει μια φοβερή θλίψη. Ο Θεός μας
χάρισε άλλη μια μέρα, και μπορούμε να
δούμε πώς ακριβώς χαλάσαμε αυτό το δώρο
Του. Δεν είμαστε οι «καλοί» Χριστιανοί
που χωρίστηκαν από τον απαίσιο κόσμο.
Αν δε σταθούμε ακριβώς σα να είμαστε
αντιπρόσωποι αυτού του κόσμου, σαν
αληθινά να είμαστε αυτός ο κόσμος, αν
δε σηκώσομε ολάκερο το βάρος της μέρας
τούτης,
μπορεί η «ευσέβειά» μας να είναι ευσέβεια·
δεν είναι χριστιανική.
Έρχεται
τώρα το τρίτο θέμα του εσπερινού: η
Λύτρωση.
Στον κόσμο τούτο της αμαρτίας και της
σκοτεινιάς ήρθε φως: φως
ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός,
ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ.
Ο κόσμος βρίσκεται στο βράδιασμά του
επειδή έχει έρθει ο Ένας που φέρνει στον
κόσμο το τελικό νόημά του· μέσα στη
σκοτεινιά αυτού του κόσμου, το φως του
Χριστού φανερώνει ξανά την αληθινή φύση
των πραγμάτων.
Τούτος
δεν είναι ο κόσμος που ήταν προτού έρθει
ο Χριστός: ο ερχομός Του ανήκει
τώρα στον κόσμο. Το αποφασιστικό γεγονός
του σύμπαντος κόσμου συντελέστηκε. Τώρα
γνωρίζομε πως ο Χριστός θα μεταμορφώσει
καθετί που έχει να κάνει με τη ζωή μας.
Μονάχα εξαιτίας του Χριστού μπορούμε
να δοξάζομε τη δημιουργία στην αρχή του
εσπερινού, μονάχα επειδή Εκείνος μας
έδωσε μάτια ιδείν,
καθώς λέει ο Μέγας Βασίλειος, την
φιλάνθρωπον χείραν της Σης παντοδυναμίας
εν πάσι τοις έργοις Σου.
Την
ώρα που μπορούμε να ευχαριστήσομε το
Θεό για το Χριστό, αρχίζομε να καταλαβαίνομε
πως στο Χριστό όλα έχουν μεταμορφωθεί
σε αληθινό θαύμα. Στο αχτιδοβόλο φως
Του ο κόσμος δεν είναι κοινοτοπικός. Το
ίδιο το έδαφος όπου στεκόμαστε είναι
μια θαυματουργική δίνη από άτομα που
βουίζουν μέσα στο διάστημα. Το σκοτάδι
της αμαρτίας ξεκαθαρίζει, και υπάρχουν
τώρα πλάτες για να σηκώσουν το βάρος
της. Ο θάνατος στερήθηκε από τον τελικό
σκοπό του, πατήθηκε χάμω με το θάνατο
του Χριστού. Σε έναν κόσμο όπου όλα όσα
φαίνονται παρόντα γίνονται την ίδια
στιγμή περασμένα, όλα μπορούν να
μοιραστούν μέσα στο Χριστό το αιώνιο
παρόν του Θεού. Η ίδια η εσπέρα είναι ο
πραγματικός καιρός της ζωής μας.
Και
φτάνομε στο τελευταίο θέμα του εσπερινού:
το θέμα του Τέλους.
Το αναγγέλνει το ψάλσιμο του Νυν
Απολύεις
(Nunc
Dimittis).
Το Ευαγγέλιο βάζει τα λόγια στο στόμα
του γέρο Συμεών που ανάλωσε τη ζωή του
καρτερώντας αδιάκοπα τον ερχομό του
Μεσσία επειδή του ειπώθηκε μέσα σε όραμα
πως δε θα πέθαινε προτού δει τον
επαγγελμένο του Ισραήλ. Όταν η Μαρία
και ο Ιωσήφ έφεραν τον Ιησού βρέφος για
να τον παρουσιάσουν στο ναό του Θεού, ο
άνθρωπος ήταν εκεί και Τον παρέλαβε
στην αγκαλιά του, και το Ευαγγέλιο
μνημονεύει πως είπε:
Νυν
απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά
το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι
οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας
κατά πρόσωπον πάντων των λαών. φως εις
αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου
Ισραήλ
(Λουκ.
2, 29-32).
Ο
Συμεών καρτερούσε μια ζωή ολόκληρη και
στο τέλος ο Χριστός Βρέφος του παραδόθηκε:
κράτησε τη Ζωή του κόσμου στην αγκαλιά
του. Στην απαντοχή και στη νοσταλγία
του συμβόλιζε τον κόσμο και τα λόγια
που χρησιμοποίησε για να εκφράσει την
ευχαριστία του έγιναν λόγια δικά μας.
Μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Κύριο επειδή
Τον περίμενε. Τον πήρε στην αγκαλιά του
γιατί είναι φυσικό να αγκαλιάσεις
κάποιον που αγαπάς· και τότε πληρώθηκε
(=ολοκληρώθηκε)
μια ζωή ολόκληρη απαντοχής. Ο Συμεών
αντίκρισε τον Ένα που νοσταλγούσε.
Ολοκλήρωσε το σκοπό της ζωής του και
βρέθηκε έτοιμος για το θάνατο.
Ο
θάνατος για τον Συμεών δεν ήταν καταστροφή.
Ήταν μονάχα μια φυσική έκφραση του
πληρώματος της απαντοχής του. Δεν έκλεινε
τα μάτια του στο φως που τελικά το είδε·
ο θάνατός του ήταν μονάχα η αρχή για ένα
εσωτερικότερο όραμα αυτού του φωτός.
Κατά τον ίδιο τρόπο ο εσπερινός είναι
η αναγνώριση πως ήρθε το βράδιασμα αυτού
του κόσμου, που αναγγέλνει εκείνη την
ανέσπερη Μέρα (δηλ.
τη Δευτέρα Παρουσία και την αιώνια ζωή
στη Βασιλεία του Θεού).
Σε τούτο τον κόσμο κάθε μέρα αντικρίζει
τη νύχτα· ο ίδιος ο κόσμος αντικρίζει
τη νύχτα. Ο κόσμος δεν μπορεί να βαστάξει
παντοτινά. Ωστόσο η Εκκλησία βεβαιώνει
πως ένα βράδυ δεν είναι μονάχα ένα τέλος,
αλλά είναι και μια αρχή μιας άλλης μέρας.
Στο Χριστό και μέσα από το Χριστό μπορεί
ένα βράδυ να γίνει η απαρχή μιας
καινούργιας
ζωής,
της ανέσπερης Μέρας, γιατί τα μάτια μας
είδαν τη σωτηρία και ένα φως που ποτέ
δε θα λείψει. Και για τούτο το λόγο ο
χρόνος του κόσμου αυτού βρίσκεται τώρα
γεμάτος από καινούργια ζωή.
Παρουσιαζόμαστε
στο Χριστό για να Του προσφέρουμε τον
καιρό μας, ανοίγομε την αγκάλη μας για
να Τον δεχτούμε. Και Εκείνος γεμίζει
αυτό τον καιρό με τον εαυτό Του, τον
γιατρεύει και τον κάνει – πάλι και πάλι
– καιρό της σωτηρίας.
***
Εσπέρας και πρωί… Μόλις ανοίξομε τα μάτια μας, η πρώτη αίσθηση που λαβαίνομε είναι της νυχτιάς, όχι του φωτός· βρισκόμαστε στην πιο αδύνατη, στην πιο αβοήθητη στιγμή μας. Είναι σαν ένας άνθρωπος που πρώτη φορά δοκιμάζει πραγματικά τη ζωή σε όλη την ασυναρτησία και τη μοναξιά της (πρωτύτερα δεν τις έβλεπε, προφυλαγμένος μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας). Κάθε πρωί, μέσα στο ασχημάτιστο σκοτάδι, ανακαλύπτομε την αδράνεια της ζωής. Και έτσι το πρώτο θέμα του όρθρου είναι πάλι ο ερχομός του φωτός στα σκοτεινά. Αρχινάει, όχι με τη Δημιουργία καθώς ο εσπερινός, αλλά με την Πτώση. Μέσα ωστόσο σε αυτή την αδυναμία και τον απελπισμό, κρύβεται μια προσμονή, μια πείνα και δίψα. Και μέσα στο σκηνικό αυτό η Εκκλησία δηλώνει τη χαρά της, όχι μονάχα αντίθετα στο ρεύμα της φυσικής ζωής, αλλά πληρώνοντάς την (by fulfilling it). Η Εκκλησία αναγγέλνει κάθε πρωί πως ο Θεός είναι ο Κύριος και αρχίζει να οργανώνει τη ζωή γύρω από το Θεό.
Στην εκκλησιά τα πρώτα φώτα του όρθρου είναι κεριά, πρόγευση του ήλιου. Αργότερα βγαίνει ο ήλιος, διώχνοντας τα σκοτάδια του κόσμου και η Εκκλησία βλέπει σε τούτο την ανατολή του αληθινού Φωτός του κόσμου, τον Υιό του Θεού. Γνωρίζομε πως ο Λυτρωτής μας ζει, και πως καταμεσίς στην ασυναρτησία της ζωής Εκείνος θα μας αποκαλυφθεί και πάλι. Με όλο που μας «κυκλώνουν» οι ζάλες του βίου, κάθε πρωί μπορούμε να αναγγείλομε ωστόσο με τον ήλιο που βγαίνει τον ερχομό του πολυκαρτερεμένου Μεσσία. Άσχετα με όλα αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος – αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου (Ψαλμός 117, 24).
Καθώς πληθαίνει ο φως, η ακολουθία (=τελετουργία) σχετίζει το καινούργιο πρωινό με τον καινούργιο καιρό (=χρόνο). Όπως ο εσπερινός σχέτιζε το βράδιασμα με ολόκληρη τη χριστιανική εμπειρία του κόσμου ως «βραδιάσματος» – έτσι και ο όρθρος σχετίζει το πρωινό με τη χριστιανική εμπειρία της Εκκλησίας ως «πρωινού» και ως απαρχής.
Αυτές οι δυο συμπληρωματικές, ωστόσο απόλυτα ουσιαστικές, διαστάσεις του καιρού χαρίζουν σχήμα στην καιρική ζωή μας και, δίνοντας στο χρόνο καινούργιο νόημα, τον μεταμορφώνουν σε χριστιανικό χρόνο. Η διπλή αυτή εμπειρία αληθινά εφαρμόζεται σε όλα όσα έχομε να κάνομε. Βρισκόμαστε πάντα ανάμεσα πρωί και βράδυ, ανάμεσα Κυριακή και Κυριακή, ανάμεσα Πάσχα και Πάσχα, ανάμεσα στους δυο ερχομούς του Χριστού. Η εμπειρία του καιρού ως τέλους χαρίζει απόλυτη σπουδαιότητα σε οτιδήποτε καταπιανόμαστε τώρα· το κάνει τελικό, αποφασιστικό. Η εμπειρία του καιρού ως απαρχής γεμίζει όλο το χρόνο μας με χαρά, γιατί του προσθέτει το «συντελεστή» της αιωνιότητας. Ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου (Ψαλμός 117, 17).
Δουλεύομε στον κόσμο και η δουλειά αυτή – πραγματικά οποιαδήποτε δουλειά – αν αναλυθεί καθαρά από την άποψη του κόσμου, χάνει το νόημά της, γίνεται άσκοπη, ξεκάρφωτη. Σε κάθε πολιτεία του κόσμου υπάρχει κάθε πρωί ένα κύμα από καθαρούς και ξυρισμένους ανθρώπους που πηγαίνουν στη δουλειά τους. Και κάθε βράδυ υπάρχει ένα κύμα από τους ίδιους ανθρώπους, αποσταμένους και βρωμισμένους, που πηγαίνουν τώρα στην αντίθετη κατεύθυνση. Όμως εδώ και πολλά πολλά χρόνια ένας σοφός άνθρωπος παρακολούθησε το κύμα αυτό (οι μορφές αλλάζουν, το άσκοπο δεν αλλάζει) και είπε:
Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Τίς περισσεία τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού, ώ μοχθεί υπό τον ήλιον;
Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται,
και η γη εις τον αιώνα έστηκε.
Ου πλησθήσεται οφθαλμός του οράν, και ου πληρωθήσεται ούς από ακροάσεως.
Και ουκ έστι παν πρόσφατον υπό τον ήλιον...
(Εκκλησιαστής, 1, 2-4,8,9)
Και αυτό αληθεύει για τον πεσμένο κόσμο. Μα εμείς οι Χριστιανοί λησμονήσαμε πολλές φορές πως ο Θεός λύτρωσε τον κόσμο. Για αιώνες κηρύξαμε στους βιαστικούς ανθρώπους: η καθημερινή βιασύνη σας δεν έχει νόημα, δεχτείτε την ωστόσο – και θα λάβετε για ανταμοιβή σας την αιώνια ανάπαυση σε έναν άλλο κόσμο. Όμως ο Θεός μας αποκάλυψε και μας προσφέρει αιώνια Ζωή, όχι αιώνια ανάπαυση. Και ο Θεός αποκάλυψε αυτή την αιώνια Ζωή καταμεσίς του καιρού – και της βιασύνης του – ως κρυμμένο νόημα και ως σκοπό του καιρού. Και έτσι έκανε τον καιρό, και τη δουλειά μας μέσα στον καιρό, μυστήριο του ερχόμενου κόσμου, μια λειτουργία πλήρωσης (=ολοκλήρωσης, τελειοποίησης) και ανεβάσματος.
Όταν φτάσομε στο τέρμα της αυτάρκειας του κόσμου, τότε ο κόσμος ξαναρχίζει για μας από την αρχή ως υλικό ή ως συστατικό του μυστηρίου που έχομε να πληρώσομε (to fulfill) στο Χριστό.
Και ουκ έστιν παν πρόσφατον υπό τον ήλιον. Ωστόσο κάθε μέρα, κάθε στιγμή αντηχάει τώρα η νικηφόρα βεβαίωση: Ιδού καινά ποιώ πάντα. Εγώ ειμί το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος… (Αποκάλυψις, 21, 5-6).
Τρίτη 5 Ιουλίου 2016
Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Κώστας Χατζηαντωνίου, π. Ευάγγελος Γκανάς: Ζητήματα νεοελληνικής ιστορίας (Δ' συνεδρία του συμποσίου για τον Π. Κονδύλη)
πηγή: Αντίφωνο
Δεκαοχτώ χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου Έλληνα στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) το Νέο Πλανόδιον και το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής διοργάνωσαν τον Απρίλιο του 2016 συμπόσιο αφιερωμένο στη σκέψη του.
Δ’ συνεδρία: Ζητήματα νεοελληνικής ιστορίας
– Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς ("Σκόρπιες μνήμες σε παράμερο τόπο: Ο Παναγιώτης Κονδύλης και το αίτημα της νεοελληνικής ιστορικότητας")
– Κώστας Χατζηαντωνίου, συγγραφέας, ιστορικός ("Νευρωτική παραδοσιολατρεία και ευρωφιλικός παρασιτισμός: η παρακμή ως εθνική ενότητα")
– π. Ευάγγελος Γκανάς, θεολόγος ("Κράτος και Εκκλησία. Ιστορία και προοπτικές μιας περίπλοκης σχέσης: ένα σχόλιο υπό την προοπτική του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη")
Συντονίζει ο Γιώργος Αντωνιάδης
https://www.youtube.com/watch?v=tFNHfnp_OrQ
Δ’ συνεδρία: Ζητήματα νεοελληνικής ιστορίας
– Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς ("Σκόρπιες μνήμες σε παράμερο τόπο: Ο Παναγιώτης Κονδύλης και το αίτημα της νεοελληνικής ιστορικότητας")
– Κώστας Χατζηαντωνίου, συγγραφέας, ιστορικός ("Νευρωτική παραδοσιολατρεία και ευρωφιλικός παρασιτισμός: η παρακμή ως εθνική ενότητα")
– π. Ευάγγελος Γκανάς, θεολόγος ("Κράτος και Εκκλησία. Ιστορία και προοπτικές μιας περίπλοκης σχέσης: ένα σχόλιο υπό την προοπτική του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη")
Συντονίζει ο Γιώργος Αντωνιάδης
https://www.youtube.com/watch?v=tFNHfnp_OrQ
Κυριακή 3 Ιουλίου 2016
Έκθεση φωτογραφίας του Λουκά Βασιλικού με τίτλο "Uncanny" στο πλαίσιο του Poros Arts Festival 2016 (Πόρος, 8-24 Ιουλίου 2016)
πηγή: porosnews
To “Poros Arts Festival 2016” ξεκινάει τις πολιτιστικές του εκδηλώσεις στις 8 Ιουλίου 2016 (8μ.μ.), με τα εγκαίνια της Έκθεσης Φωτογραφίας του Λουκά Βασιλικού με τον τίτλο “Uncanny”, στο ισόγειο του Δημαρχείου Πόρου (Παλιό Ταχυδρομείο).
Μέλος του «Φωτογραφικού Κύκλου», της ομάδας «Depression Era» και της διεθνούς κολεκτίβας φωτογράφων δρόμου «Vivo», ο Λουκάς Βασιλικός είναι ένας από τους πλέον αξιόλογους Έλληνες φωτογράφους, με πολυσχιδές έργο και πρωτότυπη ματιά. Γεννήθηκε το 1975 στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 1996 μετακόμισε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται μόνιμα. Το 2006 παρακολούθησε ένα φωτογραφικό σεμινάριο του Μάνου Λυκάκη και έτσι μπήκε στον κόσμο της φωτογραφίας. Από τότε άρχισε να ασχολείται καθημερινά με τη φωτογραφία δρόμου, που είναι και η μεγάλη του αγάπη. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη, Μαϊάμι και Πολωνία. Από το 2008 είναι μέλος του «Φωτογραφικού Κύκλου» του Πλάτωνα Ριβέλλη.
Η σειρά φωτογραφιών «Uncanny» που θα εκτεθεί στον Πόρο (σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Ανοίκειο») έχει παρουσιαστεί στο παρελθόν στη Βαρσοβία υπό τη μορφή διαφανειών, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται σε έκθεση υπό τη μορφή εκτυπώσεων. Στον Πόρο, η έκθεση του Λουκά Βασιλικού θα περιλαμβάνει 30 φωτογραφίες από το πρότζεκτ «Uncanny», ενώ θα συμπληρώνεται από 8 πορτραίτα επιλογής του φωτογράφου.
Περισσότερα εδώ
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, Σκέψεις για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, τους ετεροδόξους και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου
Με το παρόν θα επιχειρήσω να καταθέσω τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μου από κάποια τελικά κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αν το πλήρωμα της Εκκλησίας, ιστορικά, επικυρώνει ή ακυρώνει εν τέλει τις αποφάσεις των Συνόδων, ίσως αποτελέσει μια μικρή συμβολή και η τοποθέτηση ενός άσημου θεολόγου από την Κρήτη. Περιττεύει να επισημάνω ότι τα παρακάτω ουδόλως βάλλουν κατά προσώπων ή θεσμών, αντιθέτως στοχεύουν αποκλειστικά στην ωφέλεια της Εκκλησίας και στη σωτηρία εαυτών και αλλήλων.
Τα κείμενα, για τα οποία προτίθεμαι να τοποθετηθώ, Θεού θέλοντος, είναι τα: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο», «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» και «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Προκαταβολικά εξομολογούμαι ότι τα δύο πρώτα με προβλημάτισαν, ενώ το τρίτο με ανέπαυσε.
Η Εκκλησία και το μαρτύριο του σύγχρονου ανθρώπου
Α) Το κείμενο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο» αναμφίβολα εκφράζει άριστα την ανθρωπολογική και κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας. Όμως, όχι άστοχα, ο μητροπολίτης Νιγηρίας – και εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας – Αλέξιος το χαρακτήρισε «άτολμο», ενώ γράφτηκε ότι και ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος είπε σχετικά ότι η Σύνοδος πρέπει να μιλήσει επί της ουσίας των σύγχρονων προβλημάτων και όχι μόνο θεολογικά.
Αν και το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για ποικίλες δράσεις των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, μητροπόλεων, ενοριών κ.τ.λ., όμως πρέπει να συμφωνήσω με τα παραπάνω. Ένα τέτοιο κείμενο δεν μεθιστάνει όρη, συνεπώς η δημοσίευσή του δεν αλλάζει κάτι στον πλανήτη μας.
Κατά τη γνώμη μου, μια Σύνοδος αντάξια των Οικουμενικών Συνόδων (η οποία τελικά, και θα καταξιωνόταν ως Οικουμενική από την Ιστορία), θα ήταν κάποια, που θα κατήγγελλε μία προς μία τις Πολυεθνικές Εταιρίες και τις λοιπές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, που λυμαίνονται τον κόσμο και εξουθενώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Τότε θα σειόταν το στρατόπεδο του Εχθρού των ανθρώπων και τα όργανά του θα ήξεραν ότι η Εκκλησία στέκεται απέναντί τους, ενώ εκείνοι που προσπαθούν να υπερασπιστούν τους αδικημένους θα γνώριζαν ότι η Εκκλησία βρίσκεται με σοβαρότητα και τόλμη δίπλα τους.
Η Εκκλησία βέβαια θα διωκόταν, αλλά αυτό προανήγγειλε ο Χριστός: διώξεις. Εκκλησία που δεν διώκεται, πολύ φοβούμαι ότι είναι Εκκλησία συμβιβασμένη και ακίνδυνη.
Φυσικά, μια τέτοια κίνηση θα χρειαζόταν προσεκτική έρευνα από ολόκληρα επιτελεία συνεργατών, αλλά είναι εφικτό και ήδη συμβαίνει σε άλλους χώρους, εκτός της Εκκλησίας. Ας λάβουμε υπόψιν ότι αυτή την ονομαστική και συγκεκριμένη καταγγελία όλων των προσώπων, εταιριών και συνασπισμών, που κρατούν δούλους τους ανθρώπους, την πραγματοποιούν δημοσιογράφοι και κοινωνικοί ή πολιτικοί ακτιβιστές, πολλοί από τους οποίους ανήκουν σε αθεϊστικούς και αντεκκλησιαστικούς χώρους. Δυστυχώς, φοβούμαι ότι σ’ αυτό το θέμα «προάγουσιν ημάς», τολμώντας να παλέψουν για τον φτωχό, όπως τολμούσαν οι Βασίλειοι και οι Χρυσόστομοι, αλλά τολμά η σημερινή Εκκλησία;
Δηλαδή η Εκκλησία να μετατραπεί σε πολιτικό ακτιβιστή; Ναι, όσο ήταν και ο ιερός Χρυσόστομος, που απευθυνόταν καταπρόσωπο στους εκμεταλλευτές του λαού, δεν εξέδιδε γενικές (έστω και θεολογικά άρτιες) ανακοινώσεις.
Ουτοπία; Ας ελπίζουμε για την επόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που εύχομαι να πραγματοποιηθεί σύντομα. Ας ελπίζουμε, αλλά και ας πιέζουμε.
Εκκλησία και ετερόδοξοι
Β) Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» είναι εμφανώς γραμμένο με διπλωματικό τρόπο, ώστε να μην προσβάλει την πίστη των ορθοδόξων χριστιανών, αλλά και να μη στενοχωρήσει τους Ρωμαιοκαθολικούς και την πανσπερμία των προτεσταντικών αιρέσεων που συναπαρτίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, στο οποίο συμμετέχει και η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια Σύνοδος αντάξια των Οικουμενικών Συνόδων (και Οικουμενική τελικά), θα ήταν κάποια, που θα έλεγε σαφώς: «Εμείς, η Ορθόδοξη Εκκλησία, είμαστε η μία και μόνη Αγία Εκκλησία του Ιησού Χριστού», θα επισήμαινε και θα καταδίκαζε μία προς μία τις κακοδοξίες όλων των αιρέσεων και θα παρακαλούσε – θα ικέτευε έστω γονατιστή, με αγάπη και πόνο ψυχής – όλους τους αδελφούς μας, που είναι εγκλωβισμένοι στις πλάνες των αιρέσεων και των διαφόρων θρησκειών, να τις εγκαταλείψουν και να ενωθούν στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, «ίνα ώσιν έν» όπως ο Πατήρ με τον Υιό.
Φυσικά, οι παραπάνω δύο θέσεις (ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησία και ότι η α΄ ή β΄ διδασκαλία μιας χριστιανικής ομάδας συνιστά πλάνη) απαιτούν τεκμηρίωση. Η τεκμηρίωση αυτή όμως, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι εύκολη. Το να μεταστραφούν οι ηγέτες κάθε αιρετικής ομάδας είναι δύσκολο (γιατί παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες), όμως το να αντιληφθούν την αλήθεια τα απλά μέλη αυτών των ομάδων δεν είναι ακατόρθωτο, όπως φανερώνουν οι χιλιάδες μεταστροφές ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών στην Ορθοδοξία, που παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας και ασφαλώς παγκοσμίως υπάρχουν θεολόγοι και ορθόδοξοι διδάσκαλοι που μπορούν, με τη βοήθεια του Θεού, να εκφράσουν την αλήθεια επαρκώς.
Το ότι η Εκκλησία «κάνει διάλογο» με τους ετεροδόξους είναι αυτονόητο και δεν νομίζω ότι χρειαζόταν καν να τονιστεί. Πάντως οι διάλογοι ασφαλώς δεν μπορεί να συνεχίζονται επ’ άπειρον χωρίς οι ετερόδοξοι να αντιλαμβάνονται και να διορθώνουν τα λάθη τους. Κάποια στιγμή, όπως ήδη έχει γραφτεί, οι διάλογοι πρέπει να απομακρυνθούν από τις ηγεσίες των αιρέσεων και να απευθυνθούν στους απλούς πιστούς.
Σημειωτέον – και συγχωρήστε με που θα το θέσω ευθέως – ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαθέτει άλλες (μη Ορθόδοξες) «αδελφές Εκκλησίες». Μία Εκκλησία ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός και όλες οι ομάδες που αποκόπτονται από αυτήν και τραβούν διαφορετικούς δρόμους αποτελούν αιρέσεις. Η Εκκλησία αγαπά τους αιρετικούς (δεν τους καίει στην πυρά, όπως ο μεσαιωνικός παπικός θεσμός) και αγωνιά για τη σωτηρία τους, γι’ αυτό και επιδιώκει την επιστροφή τους. Αυτή (πρέπει να) είναι και η αιτία για τη συμμετοχή της στους διαχριστιανικούς διαλόγους.
Για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, επικαλούμαι τη μαρτυρία των πολλών ρωμαιοκαθολικών, που έγιναν ορθόδοξοι χριστιανοί μετά από προσεκτική και σοβαρή έρευνα των πηγών του αρχαίου χριστιανισμού, όπως ο δολοφονημένος επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος ντε Μπαγεστέρ, οι πατέρες Σεραφείμ Μπέλ, Ραφαήλ Μπουργκ, Πλακίδας Ντεσέιγ και αναρίθμητοι άλλοι, καθώς και προτεσταντών, όπως μια ολόκληρη προτεσταντική κοινότητα στις ΗΠΑ, με χιλιάδες μέλη, που προσήλθε στην Ορθοδοξία τη δεκαετία του 1980 (βλ. την περίπτωσή στο βιβλίο του μακαριστού π. Πήτερ Γκίλκουιστ Καλώς ήλθατε στο σπίτι σας, εκδ. Ακρίτας) και αναρίθμητοι άλλοι από πολλές χώρες του κόσμου.
Στην Αφρική, εξάλλου, είναι γνωστό ότι ολόκληρες κοινότητες μελών των «Ανεξάρτητων Αφρικανικών Εκκλησιών» σε διάφορες χώρες μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία και αυτό αποτέλεσε τη μαγιά της Ορθόδοξης Ιεραποστολής στην υποσαχάρια Αφρική περί τα μέσα του 20ού αιώνα, αρχίζοντας από την Ουγκάντα και την Κένυα.
Μια ελπίδα
Γ) Την ισορροπία στο παραπάνω θέμα, κατά τη γνώμη μου, αποκαθιστά κάπως η «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» (το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, τελικό κείμενο της Συνόδου και ίσως το μόνο αναγκαίο), η οποία (εκτός από τις καίριες κοινωνικές και ανθρωπολογικές επισημάνσεις που περιέχει):
α) Διευκρινίζει ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία (…) αποτελεί την αυθεντικήν συνέχειαν της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, ως αύτη ομολογείται εις το Σύμβολον της πίστεως και βεβαιούται διά της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας. Ούτως, αισθάνεται μείζονα την ευθύνην αυτής (…) και διά την αξιόπιστον μαρτυρίαν της αληθείας προς πάντας τους ανθρώπους» (παράγρ. 2).
β) Χρησιμοποιεί τον όρο «Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία» (παράγρ. 5), όπως είναι ορθό και πρέπον, και βεβαιώνει ότι αυτή «αποτελεί την ζώσαν παρουσίαν του Χριστού εν τω κόσμω» και «την εν Χριστώ φανέρωσιν της Βασιλείας του Θεού» (παρ. 20 και επίλογος). Επίσης, δεν χαρακτηρίζει ως «Εκκλησίες» τις ποικίλες χριστιανικές κοινότητες, πράγμα που προκαλεί παρανοήσεις και δικαιολογημένα είχε καταστεί αντικείμενο διενέξεων.
γ) Μνημονεύει ως θεμέλια της ορθόδοξης πίστης και συνόδους «καθολικού κύρους», που συνεχίζουν το έργο των επτά γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, την επί αγίου Φωτίου Μεγάλη Σύνοδο (879-880) και τις επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά Μεγάλες Συνόδους των ετών 1341, 1351, 1368 (8η και 9η Οικουμενικές Συνόδους κατά πολλούς και κατ’ εμέ), καθώς και τις Αγίες και Μεγάλες Συνόδους των ετών 1484 (για την αποκήρυξη της ενωτικής ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας), 1638, 1642, 1672 και 1691 (για την αποκήρυξη προτεσταντικών δοξασιών) και 1872, για την καταδίκη του εθνοφυλετισμού, και συνεπώς του σημερινού εθνικισμού, ως αίρεσης (παράγρ. 3).
Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω – οιονεί να προσθέσω – την Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής στον Πάπα Πίο Θ΄, που εκδόθηκε το 1848, υπογράφεται από τους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο (Οικουμενικό Πατριάρχη), Αλεξανδρείας Ιερόθεο, Αντιοχείας Μεθόδιο και Ιεροσολύμων Κύριλλο, μαζί με τις ιερές συνόδους τους, και αποτελεί μια συντριπτική απάντηση, με σεβασμό και ευγένεια, στις πλάνες και τον τότε επεκτατισμό του παπισμού. Το βαρυσήμαντο αυτό κείμενο δημοσιεύεται και στο Διαδίκτυο.
δ) Διευκρινίζει (παρ. 20 και επίλογος) ότι η Εκκλησία διενεργεί τους διαχριστιανικούς διαλόγους διότι «επιδεικνύει ευαισθησίαν έναντι εκείνων, οι οποίοι διέκοψαν την μετ’ αυτής κοινωνίαν και ενδιαφέρεται δι’ όσους δεν κατανοούν την φωνήν της». «Διά μέσου του διαλόγου αυτού, ο λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει πλέον καλύτερα την Ορθοδοξίαν και την γνησιότητα της παραδόσεως αυτής. (…) Οι διαχριστιανικοί διάλογοι ελειτούργησαν ως ευκαιρία διά την Ορθοδοξίαν, διά να αναδείξη το σέβας προς την διδασκαλίαν των Πατέρων και διά να δώση την αξιόπιστον μαρτυρίαν της γνησίας παραδόσεως της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. (…) Οι διάλογοι αυτοί είναι μαρτυρία περί της Ορθοδοξίας, εδραζομένη επί του ευαγγελικού μηνύματος “Έρχου και ίδε” (Ιωάν. α΄, 46), ότι “ο Θεός αγάπη εστίν” (Α΄ Ιωάν. δ΄, 8)».
Ένας τελευταίος προβληματισμός: ελπίζουμε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν οι ανωτέρω θέσεις της Εγκυκλίου και να μην επισκιαστούν από τη διπλωματική ασάφεια άλλων διατυπώσεων (σε άλλες περιστάσεις), που ίσως δεν ωφελήσουν τη σωτηρία των αδελφών μας ετεροδόξων και του κόσμου συνολικά.
Όλα τα παραπάνω, γραμμένα με πόνο, ίσως είναι σκέψεις ενός άφρονος, που σφάλλει, ευρισκόμενος μακριά από τα γεγονότα. Κατά βάθος το εύχομαι. Αν όχι, ας το κρίνουν και ας αξιοποιήσουν κάθε πιθανή σωστή θέση οι κατάλληλοι.
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Θεολόγος – συγγραφέας
Ρέθυμνο Κρήτης